Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἀνέλαβέ με πνεῦμα καὶ ἤγαγέ με ἐπὶ τὴν πύλην τοῦ οἴκου Κυρίου τὴν κατέναντι τὴν βλέπουσαν κατὰ ἀνατολάς· καὶ ἰδοὺ ἐπὶ τῶν προθύρων τῆς πύλης ὡς εἴκοσι καὶ πέντε ἄνδρες, καὶ εἶδον ἐν μέσῳ αὐτῶν τὸν ᾿Ιεζονίαν τὸν τοῦ ῎Εζερ καὶ Φαλτίαν τὸν τοῦ Βαναίου, τοὺς ἀφηγουμένους τοῦ λαοῦ. | 1 Με εσήκωσε Πνεύμα Κυρίου και με έφερεν εις την πύλην του ναού του Κυρίου την απέναντι, η οποία έβλεπε προς ανατολάς. Ιδού, εις την εισοδον της πύλης ήσαν περίπου εικόσι πέντε άνδρες και εν μεσώ αυτών είδον τον Ιεζονίαν, τον υιόν του Εζερ και Φαλτίαν, τον υιόν του Βαναίου, οι οποίοι ήσαν άρχοντες του λαού. | 1 Μετὰ ταῦτα μὲ ἀνύψωσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ μὲ ἔφερε νοερῶς εἰς τὴν ἐξωτερικὴν πύλην τῆς αὐλῆς τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔβλεπε πρὸς ἀνατολάς· καὶ βλέπω ἐκεῖ, εἰς τὰ πρόθυρα τῆς πύλης, εἴκοσι πέντε περίπου ἄνδρας, μεταξὺ τῶν ὁποίων διέκρινα τὸν Ἰεζονίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἔζερ, καὶ τὸν Φαλτίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Βαναίου, ποὺ ἦσαν ἄρχοντες τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων. |
2 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, οὗτοι οἱ ἄνδρες οἱ λογιζόμενοι μάταια καὶ βουλευόμενοι βουλὴν πονηρὰν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, | 2 Είπε δε ο Κυριος προς εμέ· “υιέ ανθρώπου, αυτοί είναι οι άνδρες, οι οποίοι διαλογίζονται το κακόν. Σκέπτονται και διαδίδουν κακάς και ολοθρίας συμβουλάς εις αυτήν την πόλιν. | 2 Μοῦ εἶπε δὲ ὁ Κύριος: Ἄνθρωπε, αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνδρες ποὺ σκέπτονται καὶ σχεδιάζουν μάταια καὶ ἀποφασίζουν καὶ δίδουν πονηρὰς καὶ καταστρεπτικὰς συμβουλὰς εἰς τὴν πόλιν αὐτήν. |
3 οἱ λέγοντες· οὐχὶ προσφάτως ᾠκοδόμηνται αἱ οἰκίαι; αὕτη ἐστὶν ὁ λέβης, ἡμεῖς δέ τὰ κρέα. | 3 Αυτοί είναι εκείνοι, οι οποίοι λέγουν· Μολις προ ολίγου δεν ανοικοδομήθησαν στερεαί αι οικίαι μας; Ετσι η πόλις αυτή είναι ο νεοκατασκευασθείς λέβης, ημείς δε τα κρέατα· είμεθα, λοιπόν, ασφαλείς. | 3 Λέγουν δηλαδὴ τὰ ἑξῆς: « Δὲν ἐκτίσαμεν τὰς οἰκίας μας μόλις πρὸ ὀλίγου; Εἶναι ἑπομένως στερεαὶ καὶ δὲν διατρέχουν κανένα κίνδυνον! Ἡ πόλις μας εἶναι ὁ λέβης, καὶ ἡμεῖς ὡς ἄλλα κρέατα εἴμεθα ἀσφαλεῖς μέσα εἰς αὐτόν». |
4 διὰ τοῦτο προφήτευσον ἐπ᾿ αὐτούς, προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου. | 4 Δια τούτο συ προφήτευσε εναντίον των. Προφήτευσε, υιέ ανθρώπου”. | 4 Διὰ τοῦτο προφήτευσε ἐναντίον των, προφήτευσε, ἄνθρωπε! |
5 καὶ ἔπεσεν ἐπ᾿ ἐμὲ πνεῦμα Κυρίου καὶ εἶπε πρός με· λέγε· τάδε λέγει Κύριος· οὕτως εἴπατε, οἶκος ᾿Ισραήλ, καὶ τὰ διαβούλια τοῦ πνεύματος ὑμῶν ἐγὼ ἐπίσταμαι. | 5 Επεσε τότε επάνω εις εμέ Πνεύμα Κυρίου και μου είπε· “λέγε· αυτά λέγει ο Κυριος. Ετσι, λοιπόν, ομιλήσατε και αυτά είπατε σεις οι Ισραηλίται. Τας σκέψστου πνεύματός σας εγώ τας γνωρίζω ακριβώς. | 5 Καὶ ἦλθε πράγματι ἐπάνω μου τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ μοῦ εἶπε: Νὰ εἴπῃς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Αὐτὰ εἴπατε σεῖς, οἱ ἀπάγονοι τοῦ Ἰσραήλ! Γνωρίζω τί εἴπατε, διότι γνωρίζω πολὺ καλὰ καὶ τοὺς συλλογισμοὺς τῆς διανοίας σας. |
6 ἐπληθύνατε νεκροὺς ὑμῶν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ καὶ ἐνεπλήσατε τὰς ὁδοὺς αὐτῆς τραυματιῶν. | 6 Εγίνατε αφορμή να πληθυνθούν οι εχθροί σας μέσα εις την πόλιν. Εγέμισαν οι δρόμοι της πόλεως από φονευμένους και βαρέως τραυματισμένους ανθρώπους. | 6 Μὲ τὰς ἀσεβείας σας ἐπολλαπλασιάσατε τοὺς νεκρούς σας εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ ἐγεμίσατε μὲ πληγωμένους τοὺς δρόμους της. |
7 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· τοὺς νεκροὺς ὑμῶν, οὓς ἐπατάξατε ἐν μέσῳ αὐτῆς, οὗτοί εἰσι τὰ κρέα, αὐτὴ δὲ ὁ λέβης ἐστί, καὶ ὑμᾶς ἐξάξω ἐκ μέσου αὐτῆς. | 7 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Οι νεκροί σας, τους οποίους σεις εθέσατε μέσα εις την πόλιν, αυτοί είναι τα κρέατα, που θα μείνουν εις αυτήν, στον λέβητα. Οσον δε δια σας, οι οποίοι λέγετε ότι θα μείνετε ασφαλείς στον λέβητα, εγώ θα σας βγάλω από την πόλιν και θα σας οδηγήσω εις αιχμαλωσίαν. | 7 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Οἱ νεκροί σας, τοὺς ὁποίους σεῖς ἐθανατώσατε μέσα εἰς τὴν πόλιν, αὐτοὶ μόνον εἶναι τὰ κρέατα, διὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλεῖτε ἐγωϊστικῶς, καὶ ἡ πόλις αὐτὴ εἶναι ὁ λέβης, ποὺ ἔγινε ὁ τάφος των· ἐσᾶς δὲ ὅλους θὰ σᾶς βγάλω ἀπὸ αὐτὴν τὴν πόλιν. |
8 ρομφαίαν φοβεῖσθε, καὶ ρομφαίαν ἐπάξω ἐφ᾿ ὑμᾶς, λέγει Κύριος· | 8 Φοβείσθε σεις και τρέμετε την εχθρικήν ρομφαίαν. Ιδού όμως ότι εγώ θα επιφέρω αυτήν εναντίον σας, λέγει ο Κυριος. | 8 Φοβεῖσθε τὸ ξίφος, διότι θέλετε νὰ ζῆτε ἀνενόχλητοι μὲ τὰς ἀσεβείας σας· ἀλλ’ ὅμως θὰ στείλω ξίφος θανατηφόρον ἐπάνω σας, λέγει ὁ Κύριος, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ φοβεῖσθε, τοὺς Βαβυλωνίους. |
9 καὶ ἐξάξω ὑμᾶς ἐκ μέσου αὐτῆς καὶ παραδώσω ὑμᾶς εἰς χεῖρας ἀλλοτρίων καὶ ποιήσω ἐν ὑμῖν κρίματα. | 9 Θα σας βγάλω μέσα από την πόλιν και θα σας παραδώσω εις ξένας έχθρικας χείρας. Θα σας δικάσω και θα σας καταδικάσω εν τη δικαιοσύνη μου. | 9 Θὰ σᾶς βγάλω δὲ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ θὰ σᾶς παραδώσω εἰς τὰ χέρια ξένων, ποὺ εἶναι ἐχθροί σας, καὶ θὰ ἐκδηλώσω τὴν δικαίαν κρίσιν μου πρὸς σᾶς. |
10 ἐν ρομφαίᾳ πεσεῖσθε, ἐπὶ τῶν ὀρέων τοῦ ᾿Ισραὴλ κρινῶ ὑμᾶς· καὶ ἐπιγνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος. | 10 Θα πέσετε κάτω από την εχθρικήν ρομφαίαν. Εάν δε και μερικοί από σας καταφύγουν εις τα όρη, δια να σωθούν, εγώ και εκεί θα σας κρίνω και θα σας καταδικάσω. Και θα μάθετε πολύ καλά, ότι εγώ είμαι ο Κυριος του παντός. | 10 Θὰ κτυπηθῆτε θανασίμως μὲ ρομφαίαν καὶ θὰ σᾶς τιμωρήσω δικαίως ἐπάνω εἰς τὰ ὅρη τῆς γῆς τοῦ Ἰσραήλ, ὅπου ἐλατρεύατε τὰ εἴδωλα.Τότε θὰ ἐννοήσετε ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων. |
11 αὐτὴ ὑμῖν οὐκ ἔσται εἰς λέβητα, καὶ ὑμεῖς οὐ μὴ γένησθε ἐν μέσῳ αὐτῆς εἰς κρέα· ἐπὶ τῶν ὀρέων τοῦ ᾿Ισραὴλ κρινῶ ὑμᾶς, | 11 Ετσι δε θα αποδειχθή, ότι η πόλις σας Ιερουσαλήμ δεν θα είναι ωσάν λέβης και σεις δεν θα ευρεθήτε έντος αυτής ως κρέατα ασφαλισμένοι από τον διασκορπισμόν. Και επάνω ακόμη εις τα όρη της περιοχής του Ισραήλ εγώ θα σας δικάσω και θα σας καταδικάσω. | 11 Αὐτὴ δὲ ἡ πόλις δὲν θὰ εἶναι διὰ σᾶς ὡς λέβης ἀσφαλὴς καὶ σεῖς δὲν θὰ εἶσθε μέσα εἰς αὐτὴν ὡς ἄλλα κρέατα, ποὺ δὲν διατρέχουν κίνδυνον.Θὰ σᾶς τιμωρήσω δικαίως ἐπάνω εἰς τὰ ὅρη τῆς γῆς τοῦ Ἰσραήλ. |
12 καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος. - | 12 Και θα μάθετε έτσι εκ των πραγμάτων ότι εγώ είμαι ο Κυριος του κόσμου”. | 12 Καὶ θὰ γνωρίσετε πολὺ καλὰ τότε ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων. |
13 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ προφητεύειν με καὶ Φαλτίας ὁ τοῦ Βαναίου ἀπέθανε, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου καὶ ἀνεβόησα φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπα· οἴμοι οἴμοι, Κύριε, εἰς συντέλειαν ποιεῖς σὺ τοὺς καταλοίπους τοῦ ᾿Ισραήλ; | 13 Οταν δε εγώ επροφήτευον αυτά ο Φαλτίας, ο υιός του Βαναίου, απέθανεν. Επεσα τότε κατά γης με το πρόσωπόν μου στο έδαφος και εβόησα με μεγάλην φωνήν και είπα· “αλλοίμονον, αλλοίμονον, Κυριε, θα εξολοθρεύσης τελείως συ τους απομείναντα Ισραηλίτας;” | 13 Ἐνῷ δὲ ἐγὼ ἔλεγα αὐτὰς τὰς προφητείας, βλέπω νὰ πέφτῃ νεκρὸς ὁ Φαλτίας, ὁ υἱὸς τοῦ Βαναίου.Πέφτω ἀμέσως μὲ τὸ πρόσωπόν μου κατὰ γῆς καὶ κραυγάζω δυνατὰ καὶ λέγω: Ἀλλοίμονον! ἀλλοίμονον, Κύριε! Ἐξοντώνεις λοιπὸν ἐντελῶς ὅσους ἀπέμειναν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας; |
14 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 14 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και ειπέ· | 14 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπεν: |
15 υἱὲ ἀνθρώπου, οἱ ἀδελφοί σου καὶ οἱ ἄνδρες τῆς αἰχμαλωσίας σου καὶ πᾶς ὁ οἶκος τοῦ ᾿Ισραὴλ συντετέλεσται, οἷς εἶπαν αὐτοῖς οἱ κατοικοῦντες ῾Ιερουσαλήμ· μακρὰν ἀπέχετε ἀπὸ τοῦ Κυρίου, ἡμῖν δέδοται ἡ γῆ εἰς κληρονομίαν. | 15 “υιέ ανθρώπου, οι ομοεθνείς σου, οι άνδρες οι οποίοι μαζή με σε ωδηγήθησαν εις αιχμαλωσίαν και όλοι οι Ισραηλίται, ο οποίοι έχουν υποστή την δικαίαν τιμωρίαν, είναι εκείνοι, εναντίον των οποίων οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ είπαν· Ευρίσκεσθε μακράν από τον Κυριον. Εις ημάς εδόθη η γη της Επαγγελίας προς κληρονομίαν. | 15 Ἄνθρωπε, οἱ συγγενεῖς καὶ συμπατριῶται σου καὶ οἱ ἄνδρες ποὺ εἶναι συναιχμάλωτοί σου, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραὴλ πρὸ αὐτῶν ἐτιμωρήθησαν ὅπως τοὺς ἄξιζε.Πρὸς αὐτοὺς βεβαίως ὡμίλησαν ἐγωϊστικῶς οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς εἶπαν: « Ἔχετε ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ ἡ γῆ τοῦ Ἰσραὴλ ἐδόθη πλέον εἰς ἡμᾶς ὡς κληρονομία μας». |
16 διὰ τοῦτον εἰπόν· τάδε λέγει Κύριος· ὅτι ἀπώσομαι αὐτοὺς εἰς τὰ ἔθνη καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς εἰς πᾶσαν γῆν, καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς ἁγίασμα μικρὸν ἐν ταῖς χώραις, οὗ ἐὰν εἰσέλθωσιν ἐκεῖ. | 16 Δια τούτο ειπέ· αυτά λέγει ο Κυριος· θα απωθήσω αυτούς από την Ιερουσαλήμ αιχμαλώτους μακράν της πατρίδος των εις διάφορα έθνη, θα τους διασκορπίσω εις όλην την οικουμένην, αλλά θα είμαι κατά το διάστημα της αιχμαλωσίας των εγώ αγίασμα και ναός και θυσιαστήριόν των, εις τας χώρας, όπου θα οδηγηθούν. | 16 Διὰ τοῦτο νὰ εἴπῃς τὰ ἑξῆς εἰς αὐτούς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἐγὼ τοὺς ἔβγαλα ἀπὸ ἐδῶ καὶ θὰ τοὺς ἀπομακρύνω ἐπὶ πλέον εἰς τὰ ἔθνη καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς ὅλην τὴν γῆν.Θὰ εἶμαι ὅμως δι' αὐτοὺς μὲ τὴν παρουσίαν μου ὡς ἄλλος μικρὸς Ναὸς εἰς τὰς χώρας, εἰς τὰς ὁποίας θὰ εἰσέλθουν καὶ θὰ ἐγκατασταθοῦν: |
17 διὰ τοῦτο εἶπόν· τάδε λέγει Κύριος· καὶ εἰσδέξομαι αὐτοὺς ἐκ τῶν ἐθνῶν καὶ συνάξω αὐτοὺς ἐκ τῶν χωρῶν, οὗ διέσπειρα αὐτοὺς ἐν αὐταῖς, καὶ δώσω αὐτοῖς τὴν γῆν τοῦ ᾿Ισραήλ. | 17 Δια τούτο ειπέ και τα εξής· αυτά λέγει ο Κυριος· Επειτα από ολίγον χρόνον θα τους δεχθώ και πάλιν επανερχομένους από τα διάφορα έθνη. θα τους συγκεντρώσω από τας χώρας, όπου τους είχα διασπείρει και θα δώσω εις αυτούς πάλιν την γην του Ισραήλ. | 17 Διὰ τοῦτο νὰ εἴπῃς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Θὰ τοὺς ἀναλάβω μέσα ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ θὰ τοὺς συνάξω μέσα ἀπὸ τὰς χώρας, εἰς τὰς ὁποίας τοὺς διεσκόρπισα, καὶ θὰ τοὺς χαρίσω πάλιν τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ. |
18 καὶ εἰσελεύσονται ἐκεῖ καὶ ἐξαροῦσι πάντα τὰ βδελύγματα αὐτῆς καὶ πάσας τὰς ἀνομίας αὐτῆς ἐξ αὐτῆς. | 18 Θα εισέλθουν εκεί, θα βγάλουν και θα πετάξουν έξω όλα τα βδελυρά είδωλα, θα απαρνηθούν και θα παύσουν πλέον όλας τας παρανομίας, τας οποίας άλλοτε διέπρατταν εις την πόλιν. | 18 Θὰ ἐγκατασταθοῦν δὲ εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ βγάλουν καὶ θὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ αὐτὴν ὅλα τὰ βδελυκτὰ εἴδωλά της καὶ ὅλας τὰς παρανομίας καὶ ἀσεβείας της μέσα ἀπὸ αὐτήν. |
19 καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν ἑτέραν καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐκσπάσω τὴν καρδίαν τὴν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτῶν καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν σαρκίνην· | 19 Θα δώσω εις αυτούς άλλην καρδίαν, και νέον πνεύμα θα δώσω εις αυτούς. Θα αποσπάσω την πετρίνην καρδίαν από το σώμα των και θα τους δώσω καρδίαν σαρκίνην, υγιά και ευαίσθητον, | 19 Καὶ θὰ τοὺς δώσω ἄλλην καρδίαν καὶ νέον πνεῦμα μέσα των.Θὰ ξερριζώσω τὴν λιθίνην καρδίαν, ποὺ ὑπάρχει τώρα εἰς τὸ σῶμα των, καὶ θὰ τοὺς χαρίσω καρδίαν σαρκίνην, μαλακήν, τρυφερὰν καὶ εὐαίσθητον. |
20 ὅπως ἐν τοῖς προστάγμασί μου πορεύωνται καὶ τὰ δικαιώματά μου φυλάσσωνται καὶ ποιῶσιν αὐτά· καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαὸν καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν. | 20 ώστε να ζουν και να πορεύωνται σύμφωνα με τας εντολάς μου· να προσέχουν και να φυλάττουν τον Νομον μου και να τηρούν αυτά. Ετσι θα γίνουν αυτοί δι' εμέ λαός μου και εγώ θα είμαι εις αυτούς Θεός των. | 20 Μὲ τὴν νέαν καρδίαν καὶ τὸ νέον πνεῦμα μέσα των θὰ ἠμποροῦν νὰ ζοῦν συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολάς μου, νὰ ὑπολογίζουν τοὺς νόμους μου καὶ νὰ τοὺς τηροῦν.Ἔτσι πλέον θὰ εἶναι αὐτοὶ δι’ ἐμὲ ὁ λαός μου ὁ ἀγαπητὸς καὶ Ἐγὼ δι’ αὐτοὺς ὁ Θεός των. |
21 καὶ εἰς τὴν καρδίαν τῶν βδελυγμάτων αὐτῶν καὶ τῶν ἀνομιῶν αὐτῶν, ὡς ἡ καρδία αὐτῶν ἐπορεύετο, τὰς ὁδοὺς αὐτῶν εἰς τὰς κεφαλάς αὐτῶν δέδωκα, λέγει Κύριος. - | 21 Ως προς εκείνους, των οποίων η καρδία ήτο προσηλωμένη εις τα είδωλα και εις τας ανομίας των ειδώλων, θα επιρρίψω εις τας κεφαλάς των την ευθύνην της ασεβούς διαγωγής και ζωής των, λέγει ο Κυριος”. | 21 Ἐκείνους ὅμως οἱ ὁποῖοι παρέδωσαν τὴν καρδίαν των εἰς τὰ βδελυκτὰ εἴδωλα καὶ εἰς τὰς παρανομίας καὶ ἀσεβείας των καὶ ἐζοῦσαν ὅπως ἐπιθυμοῦσε ἡ ἀσεβὴς καρδία των, θὰ τοὺς τιμωρήσω.Ἀπεφάσισα νὰ ρίψω ἐπάνω εἰς τὰ κεφάλια των τὴν τιμωρίαν διὰ τὴν ἀσεβῆ ζωήν των, λέγει ὁ μόνος Κύριος. |
22 Καὶ ἐξῇραν τὰ Χερουβὶμ τὰς πτέρυγας αὐτῶν, καὶ οἱ τροχοὶ ἐχόμενοι αὐτῶν, καὶ ἡ δόξα Θεοῦ ᾿Ισραὴλ ἐπ᾿ αὐτὰ ὑπεράνω αὐτῶν. | 22 Τα Χερουβίμ εξεδίπλωσαν και ήνοιξαν τας πτέρυγάς των και οι τροχοί εκινούντο πλησίον αυτών. Η ένδοξος λάμψις του Θεού του Ισραήλ ήτο επάνω από αυτά. | 22 Ἄπλωσαν δὲ τὰ Χερουβὶμ τὰ πτερά των καὶ ὑψώθηκαν μαζὶ μὲ τοὺς τροχούς των.Ἡ δὲ ἀστραπτερή « δόξα» τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς αὐτά, εἰς τὸ ὑψηλότερον σημεῖον τοῦ Χερουβικοῦ ἅρματος. |
23 καὶ ἀνέβη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ μέσης τῆς πόλεως καὶ ἔστη ἐπὶ τοῦ ὄρους, ὃ ἦν ἀπέναντι τῆς πόλεως. | 23 Η δόξα αυτή του Κυρίου, τα Χερουβίμ, ανεχώρησαν από το μέσον της πόλεως και εστάθησαν επάνω στο όρος, το οποίον είναι απέναντι της πόλεως Ιερουσαλήμ. | 23 Καὶ ὑψώθη ἡ « δόξα» τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἀνεχώρησε καὶ ἐστάθη εἰς τὸ ὄρος ποὺ εὑρίσκετο ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλιν, τὸ ὄρος δηλαδὴ τῶν Ἐλαιῶν. |
24 καὶ ἀνέλαβέ με πνεῦμα καὶ ἤγαγέ με εἰς γῆς Χαλδαίων εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν ἐν ὁράσει ἐν πνεύματι Θεοῦ. καὶ ἀνέβην ἀπὸ τῆς ὁράσεως, ἧς εἶδον. | 24 Ανεμος τότε με επήρε και με έφερεν εις την γην των Χαλδαίων, εις την χώραν της αιχμαλωσίας, εν οράματι και εν Πνεύματι Θεού, και έπαυσα πλέον να αντικρύζω το όραμα, το οποίον είδα. | 24 Μὲ ἐπῆρε κατόπιν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ μετέφερεν εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, εἰς τοὺς συναιχμαλώτους μου.Τοῦτο συνέβαινεν εἰς ὅραμα καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.Εὐθὺς ἀμέσως συνῆλθα καὶ ἔχασα τὸ ὅραμα, τὸ ὁποῖον εἶχα ἰδεῖ. |
25 καὶ ἐλάλησα πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν πάντας τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, οὓς ἔδειξέ μοι. | 25 Ανεκοίνωσα δε προς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους όλους αυτούς τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους αυτός μου είχε φανερώσει. | 25 Μετέφερα δὲ πρὸς τοὺς συναιχμαλώτους μου προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων ὅλους τοὺς λόγους καὶ τὰς καταστάσεις ποὺ μοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ Κύριος. |