Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και είπε· | 1 Ωμίλησε δὲ εἰς ἐμὲ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: |
2 καὶ σὺ υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ κρινεῖς τὴν πόλιν τῶν αἱμάτων; καὶ παράδειξον αὐτῇ πάσας τὰς ἀνομίας αὐτῆς | 2 “υιέ ανθρώπου, συ δεν θα κρίνης και δεν θα καταδικάσης την πάλιν των εγκλημάτων; Φανέρωσε καθαρά εις αυτήν όλας τας παρανομίας της. | 2 Δὲν θὰ κρίνῃς καὶ δὲν θὰ καταδικάσῃς καὶ σύ, ἄνθρωπε, τὴν πόλιν, ὅπου ρέει τὸ αἷμα τῆς ἀσεβείας; Δεῖξε λοιπὸν εἰς αὐτὴν καθαρὰ καὶ συγκεκριμένα ὅλας τὰς ἀνομίας της. |
3 καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ὦ πόλις ἐκχέουσα αἵματα ἐν μέσῳ αὐτῆς τοῦ ἐλθεῖν καιρὸν αὐτῆς καὶ ποιοῦσα ἐνθυμήματα καθ' ἑαυτῆς, τοῦ μιαίνειν αὐτήν, | 3 Και θα είπης· Αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος· Ω αμαρτωλή πόλις, της οποίας οι κάτοικοι χύνουν αθώα αίματα εν μέσω αυτής, ώστε να έλθη πλέον ο καιρός της τιμωρίας των. Πολις, της οποίας οι κάτοικοι έχουν πάντοτε στον νουν και εις την καρδίαν τα είδωλα, δια να την βεβηλώνουν. | 3 Νὰ εἰπῇς δὲ τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων.Ὦ ἡ πόλις, ποὺ χύνει αἵματα μέσα εἰς τοὺς δρόμους της καὶ ἔτσι συντελεῖ εἰς τὸ νὰ ἔλθῃ πλέον ὁ καιρὸς τῆς τιμωρίας της· ὦ ἡ πόλις, ποὺ κατασκευάζει διὰ τὸν ἑαυτόν της ἀναμνηστικὰ τῶν εἰδώλων, διὰ νὰ ἐνθυμῆται τοὺς ψευδοθεούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μολύνεται μὲ αὐτά. |
4 ἐν τοῖς αἵμασιν αὐτῶν, οἷς ἐξέχεας, παραπέπτωκας καὶ ἐν τοῖς ἐνθυμήμασί σου, οἷς ἐποίεις, ἐμιαίνου, καὶ ἤγγισας τὰς ἡμέρας σου καὶ ἤγαγες καιρὸν ἐτῶν σου. διὰ τοῦτο δέδωκά σε εἰς ὀνειδισμὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ εἰς ἐμπαιγμὸν πάσαις ταῖς χώραις | 4 Με τα αίματα των αθώων ανθρώπων, τα οποία εχύσατε, έχετε περιπέσει εις βαρύτατα αμαρτήματα και με τα είδωλα, τα οποία κατεσκευάσατε, εμολυνθήκατε και έτσι συ, αμαρτωλή πόλις, έγινες αιτία να πλησιάσουν αι ημέραι της καταστροφής σου. Εφερες το τέλος της υπάρξεώς σου. Δια τούτο εγώ θα σε παραδώσω εις τα ειδωλολατρικά έθνη προς εξευτελισμόν σου, προς εμπαιγμόν σου εις όλας τας χώρας, | 4 Μὲ τὰ αἵματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔχυνες, χωρὶς νὰ ὑπολογίζῃς τὸν Νόμον μου, ἔχεις παρεκτραπῆ πολύ· καὶ μὲ τὰ ἀναμνηστικὰ τῶν εἰδώλων ποὺ κατεσκεύαζες ἐμόλυνες τὸν ἑαυτόν σου· ἔτσι « πλησίασες τὰς ἡμέρας τῆς τιμωρίας σου καὶ ἔφερες πλέον κοντὰ τὸν καιρὸν τοῦ τέλους τῆς ζωῆς σου.Διὰ τοῦτο ἀπεφάσισα νὰ σὲ παραδώσω εἰς τὰ ἔθνη διὰ νὰ σὲ ἐξευτελίζουν καὶ εἰς ὅλας τὰς χώρας διὰ νὰ σὲ ἐμπαίζουν. |
5 ταῖς ἐγγιζούσαις πρὸς σὲ καὶ ταῖς μακρὰν ἀπεχούσαις ἀπὸ σοῦ, καὶ ἐμπαίξονται ἐν σοί· ἀκάθαρτος ἡ ὀνομαστὴ καὶ πολλὴ ἐν ταῖς ἀνομίαις. | 5 αι οποίαι συνορεύουν προς σε και προς εκείνας ακόμη, που ευρίσκονται μακράν από σέ. Ολαι θα σε περιγελάσουν και θα σε εξευτελίσουν, θα είσαι η διαβόητος δια την ηθικήν ακαθαρσίαν σου, δια την πλησμονήν των παρανομιών σου πόλις. | 5 Θὰ σὲ διασκορπίσω εἰς χώρας γειτονικάς, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλας ποὺ ἀπέχουν καὶ εὑρίσκονται μακριά σου· οἱ δὲ κάτοικοί των θὰ σὲ ἐμπαίζουν καὶ θὰ γελοῦν εἰς βάρος σου.Θὰ γίνῃς παντοῦ γνωστὴ ὡς ἡ πόλις ἡ ἀκάθαρτος καὶ ἡ γεμάτη μὲ παρανομίας. |
6 ἰδοὺ οἱ ἀφηγούμενοι οἴκου ᾿Ισραήλ, ἕκαστος πρὸς τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ συνανεφύροντο ἐν σοί, ὅπως ἐκχέωσιν αἷμα· | 6 Ιδού, οι άρχοντες του ισραηλιτικού λαού, ο καθένας από αυτούς συνεφύρετο με τους συγγενείς του και συνωμοτούσαν, δια να χύσουν αίμα αθώων ανθρώπων. | 6 Ἀρχίζω ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τῶν ἀπογόνων του Ἰσραήλ.Καθένας των συνωμοτοῦσε μὲ τοὺς συγγενεῖς του μέσα εἰς τὰ ἀνάκτορά σου, διὰ νὰ δολοφονήσουν καὶ χύσουν αἷμα. |
7 πατέρα καὶ μητέρα ἐκακολόγουν ἐν σοί, καὶ πρὸς τὸν προσήλυτον ἀνεστρέφοντο ἐν ἀδικίαις ἐν σοί, ὀρφανὸν καὶ χήραν κατεδυνάστευον ἐν σοί· | 7 Οι πολίται σου ύβριζαν τον πατέρα και την μητέρα των και με σκοπόν την αδικίαν συνανεστρέφοντο τον προσήλυτον. Τον ορφανόν και την χήραν κατεδυνάστευον εντός της περιοχής σου. | 7 Οἱ πολῖται σου ὕβριζαν καὶ ὠμιλοῦσαν μὲ ἀσέβειαν πρὸς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα των, μολονότι ὁ Νόμος ποὺ σοῦ εἶχε δοθῇ ἀπηγόρευεν αὐτὴν τὴν συμπεριφοράν.Πρὸς τοὺς ξένους ἐπίσης, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐσέβοντο τὴν θρησκείαν σας, ἐφέροντο μὲ ἀδικίας μέσα εἰς σέ, τὴν πόλιν ποὺ εἶχες λάβει Νόμον, ὁ ὁποῖος καθώριζε δικαίαν σνμπεριφορὰν πρὸς αὐτούς.Κατεπίεζαν δὲ καὶ ἐταλαιπωροῦσαν κάθε ὀρφανὸν καὶ κάθε χήραν μέσα εἰς σέ, τὴν πόλιν ἡ ὁποία ἐγνώριζες ἀπὸ τὸν Νόμον ποὺ ἔλαβες, ὅτι τοῦτο ἦτο ἀντίθετον πρὸς τὸ θέλημα τὸν Θεοῦ σου. |
8 καὶ τὰ ἅγιά μου ἐξουθένουν καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλουν ἐν σοί. | 8 Εξηυτέλιζαν τα ιερά μου, εβεβήλωναν μέσα εις αυτήν ταύτην την πόλιν την αργίαν και τον αγιασμόν του Σαββάτου. | 8 Ἐπεριφρονοῦσαν δὲ τοὺς ἱεροὺς τόπους καὶ τὰ σκεύη τῆς λατρείας μου καὶ ἐβεβήλωναν τὴν ἁγίαν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου μέσα εἰς μίαν πόλιν, ὅπως εἶσαι σύ, τὴν ὁποίαν ἐξέλεξα ὡς τόπον ἅγιον τῆς λατρείας μου. |
9 ἄνδρες λῃσταὶ ἦσαν ἐν σοί, ὅπως ἐκχέωσιν ἐν σοὶ αἷμα, καὶ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἤσθιον ἐν σοί, ἀνόσια ἐποίουν ἐν μέσῳ σου. | 9 οι κάτοικοί σου ήταν άνδρες λησταί, δια να χύνουν μέσα εις σέ, ω πόλις, αθώον αίμα. Επάνω εις τα όρη έτρωγαν ειδωλικάς θυσίας και γενικώς εν μέσω σου εξετρέποντο εις ανοσιουργίας. | 9 Ὑπῆρχαν ἐπίσης μέσα εἰς σέ, τὴν πόλιν ἠ ὁποία ἔλαβε τὸν Νόμον μου, ἄνδρες λῃσταί, ποὺ ἔργον των εἶχαν νὰ φονεύουν καὶ νὰ μολύνουν τὰ ἱερὰ χώματά σου μὲ αἷμα.Ἄνθρωποι ἰδικοί σου ἐπίσης, ποὺ εἶχαν ἀνατραφῇ μὲ τὸν Νόμον μου, ἐπήγαιναν καὶ ἔτρωγαν μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας ἀπὸ τὰ κρέατα ποὺ προσέφεραν ὡς θυσίαν εἰς τοὺς ψευδοθεοὺς ἐπάνω εἰς τὰ ὅρη.Διέπρατταν δὲ πράξεις ἀσεβεῖς μέσα εἰς σέ, τὴν ἁγίαν πόλιν μου. |
10 αἰσχύνην πατρὸς ἀπεκάλυψαν ἐν σοὶ καὶ ἐν ἀκαθαρσίαις ἀποκαθημένην ἐταπείνουν ἐν σοί· | 10 Υπήρξαν κάτοικοί σου, οι οποίοι προσέβαλαν την τιμήν του πατρός των, και άλλοι ήρχοντο εις ένωσιν και εξηυτέλιζαν γυναίκα η οποία ευρίσκετο εις την ακάθαρτον αυτής ρύσιν. | 10 Εἰς σέ, ποὺ εἶχες λάβει Νόμον ἅγιον, ὁ ὁποῖος καθώριζε τὰ τῆς συζυγικῆς ζωῆς, οἱ πολῖται σου συνῆπταν σχέσεις μὲ τὴν μητρυιάν των· ἔτσι προσέβαλαν τὸν πατέρα τῶν καὶ τὴν συζυγικὴν κλίνην του.Μέσα ἐπίσης εἰς σέ, ποὺ ἐγνώριζες τὸν ἅγιον Νόμον μου, ἐταπείνωναν, ἐφέροντο μὲ βίαν καὶ ἀκράτειαν πρὸς γυναῖκα ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὴν καταμήνιον ἀκαθαρσίαν της, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀπηγόρευεν ὁ Νόμος μου. |
11 ἕκαστος τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἠνομοῦσαν, καὶ ἕκαστος τὴν νύμφην αὐτοῦ ἐμίαινεν ἐν ἀσεβείᾳ, καὶ ἕκαστος τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ θυγατέρα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐταπείνουν ἐν σοί. | 11 Καθένας παρανομούσε με την γυναίκα του πλησίον και άλλοι εμόλυναν εν τη ασεβεία των την νύμφην των. Αλλοι ημάρταναν και με αυτήν ακόμη την αδελφήν των, την θυγατέρα του πατρός των. | 11 Καθένας παρανομοῦσε ἠθικῶς συνάπτων σχέσεις μὲ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον του.Καθένας ἐμόλυνε χωρὶς κανένα σεβασμὸν καὶ φόβον τὴν νύμφην του.Καθένας ἐπίσης εἶχεν ἀνήθικους σχέσεις καὶ μὲ αὐτὴν ἀκόμη τὴν « ἑτεροθαλῆ» ἀδελφήν του, τὴν κόρην τοῦ πατέρα του, μέσα εἰς σέ, τὴν ἁγίαν, ὑποτίθεται, πόλιν μου. |
12 δῶρα ἐλαμβάνοσαν ἐν σοί, ὅπως ἐκχέωσιν αἷμα, τόκον καὶ πλεονασμὸν ἐλαμβάνοσαν ἐν σοί· καὶ συνετελέσω συντέλειαν κακίας σου τὴν ἐν καταδυναστείᾳ, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθου, λέγει Κύριος. | 12 Οι κάτοικοί σου ελάμβαναν δώρα, δια να χύσουν αδίκως αίματα αθώων, έπαιρναν τόκον, ελάμβανον όσον το δυνατόν περισσότερα από τους συμπολίτας των. Εφθασες εις ολοκλήρωσιν της κακίας σου καταδυναστεύουσα τα θύματά σου, εμέ δέ με ελησμόνησες, λέγει ο Κυριος. | 12 Εἰς σέ, τὴν πόλιν ἡ ὁποία εἶχε Νόμον ποὺ καθώριζε τὴν ὀρθὴν ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης, οἱ ἴδιοι οἱ δικασταὶ ἐδωροδοκοῦντο, διὰ νὰ καταδικάζουν εἰς θάνατον ἀθώους.Ἄνθρωποι ἰδικοί σου ἐπίσης ἦσαν τοκογλύφοι καὶ ἔπαιρναν τόκον μεγαλύτερον τοῦ νομίμου μέσα εἰς σέ, ποὺ εἶχες λάβει τέλειον Νόμον, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευε τὴν τοκογλυφίαν.Ὁλοκλήρωσες δὲ τὴν κακίαν σου καὶ τὴν ἐκορύφωσες μὲ τὴν σκληρότητα ποὺ ἔδειχνες πρὸς ὅλους.Ἐλησμόνησες δὲ τελικῶς καὶ Ἐμὲ τὸν ἴδιον, λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων. |
13 ἐὰν δὲ πατάξω χεῖρά μου πρὸς χεῖρά μου ἐφ' οἷς συντετέλεσαι, οἷς ἐποίησας, καὶ ἐπὶ τοῖς αἵμασί σου τοῖς γεγενημένοις ἐν μέσῳ σου, | 13 Εάν όμως εγώ κτυπήσω με αγανάκτησιν το ένα χέρι μου προς το άλλο και αποστείλω τιμωρίαν, δι' όσα κακά έχουν πραγματοποιηθή εντός σου, δια τα κακά τα οποία συ διέπραξες, και δια τα αίματα των αθώων, τα οποία εχύθησαν εις τας οδούς σου, | 13 Ἐὰν κτυπήσω τὸ ἕνα χέρι μου ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο, διὰ νὰ ἐκφράσω τὴν ὀργὴν καὶ ἀγανάκτησίν μου δι' ὅσα ἔχεις ἐπιτελέσει, δι’ ὅσα διέπραξες καὶ διὰ τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ ἀνομήματά σου, ποὺ ἐπιφέρουν θανατικὴν τιμωρίαν, τὰ ὁποῖα ἔχουν γίνει μέσα εἰς σέ, τὴν πόλιν μου, |
14 εἰ ὑποστήσεται ἡ καρδία σου; εἰ κρατήσουσιν αἱ χεῖρές σου ἐν ταῖς ἡμέραις, αἷς ἐγὼ ποιῶ ἐν σοί; ἐγὼ Κύριος λελάληκα καὶ ποιήσω. | 14 θα άνθεξη η καρδία σου αυτήν την τιμωρίαν; Τα χεριά σου κατά τας ημέρας εκείνας, που εγώ θα αποστείλω φοβεράς τας τιμωρίας, θα έχουν την δύναμιν να κρατηθούν και να μη παραλύσουν από τον φόβον; Εγώ ο Κυριος ωμίλησα και έτσι θα κάμω. | 14 θὰ ἀνθέξῃ ἄραγε ἡ καρδιά σου; Θὰ ἔχουν δύναμιν τὰ χέρια σου τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας θὰ λάβω Ἐγὼ δίκαια μέτρα ἐναντίον σου; Τὸ εἶπα ἤδη τοῦτο Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, καὶ θὰ τὸ πραγματοποιήσω ὁπωσδήποτε. |
15 καὶ διασκορπιῶ σε ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ διασπερῶ σε ἐν ταῖς χώραις, καὶ ἐκλείψει ἡ ἀκαθαρσία σου ἐκ σοῦ, | 15 Θα σε διασκορπίσω ανάμεσα εις τα έθνη, θα διασπείρω τα τέκνα σου εις όλας τας χώρας και έτσι θα λείψη ο μολυσμός μέσα από την πόλιν. | 15 Θὰ σὲ διασκορπίσω δὲ εἰς τὰ ἔθνη καὶ θὰ σὲ διασπείρω εἰς διαφόρους χώρας· καὶ ἔτσι θὰ ἐξαλειφθῇ ἡ ἀκαθαρσία σου μέσα ἀπὸ σέ. |
16 καὶ κατακληρονομήσω ἐν σοὶ κατ' ὀφθαλμοὺς τῶν ἐθνῶν· καὶ γνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος. - | 16 Κατόπιν όμως θα σε αποκαταστήσω και πάλιν εις την κληρονομίαν σου ενώπιον όλων των ειδωλολατρικών εθνών και θα μάθετε, ότι εγώ είμαι ο Κυριος”. | 16 Τελικῶς ὅμως θὰ λάβω πάλιν ἀπὸ σᾶς ἕνα μέρος ὡς κληρονομίαν μου ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν.Καὶ τότε θὰ γνωρίσετε ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος, ρυθμίζω τὰ πάντα. |
17 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 17 Ο Κυριος μου ωμίλησε και είπε· | 17 Ὡμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν: |
18 υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ γεγόνασί μοι ὁ οἶκος ᾿Ισραὴλ ἀναμεμειγμένοι πάντες χαλκῷ καὶ σιδήρῳ καὶ κασσιτέρῳ καὶ μολίβῳ, ἐν μέσῳ ἀργυρίου ἀναμεμειγμένος ἐστί. | 18 “υιέ ανθρώπου, ιδού ο ισραηλιτικός μου λαός έγινε λαός ανάμικτος, όπως είναι το μίγμα ευγενών και αγενών μετάλλων, χαλκού, σιδηρού, κασσιτέρου και μολύδδου αναμεμιγμένων με άργυρον. | 18 Ἄνθρωπε, ἰδοὺ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως τοὺς βλέπω, ἔχουν γίνει ὅλοι ὡσὰν ἕνα κρᾶμα, ποὺ ἔχει ἀποτελεσθῇ μὲ ἀνάμειξιν χαλκοῦ, σιδήρου, μολύβδου καὶ κασσιτέρου μέσα εἰς τὸ ἀσῆμι.Δὲν ξεχωρίζει πλέον τίποτε πολύτιμον· ἔχασαν τὴν ἀξίαν των, ὅπως συμβαίνει ὅταν ἀναμειχθοῦν διάφορα μέταλλα.Κατήντησαν δηλαδὴ ἄχρηστη σκουριά. |
19 διὰ τοῦτο εἰπόν· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἀνθ' ὧν ἐγένεσθε εἰς σύγκρασιν μίαν, διὰ τοῦτο ἐγὼ εἰσδέχομαι ὑμᾶς εἰς μέσον ῾Ιερουσαλήμ. | 19 Δια τούτο ειπέ· αυτά λέγει ο Κυριος· Επειδή αι κακίαι και αι αρεταί σας έγιναν ένα μίγμα, δια τούτο εγώ θα σας μαζέψω στο μέσον της Ιερουσαλήμ, | 19 Διὰ τοῦτο νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων: Ἐπειδὴ ἐγίνατε ἕνα ἄχρηστον κρᾶμα καὶ δὲν ξεχωρίζει ἡ ἀρετὴ ἀπὸ τὴν κακίαν εἰς τὴν ζωήν σας, διὰ τοῦτο θὰ σᾶς παραλάβω καὶ θὰ σᾶς συγκεντρώσω μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἄλλος μεταλλουργός. |
20 καθὼς εἰσδέχεται ἄργυρος καὶ χαλκὸς καὶ σίδηρος καὶ κασσίτερος καὶ μόλιβος εἰς μέσον καμίνου τοῦ ἐκφυσῆσαι εἰς αὐτὸ πῦρ τοῦ χωνευθῆναι, οὕτως εἰσδέξομαι ἐν ὀργῇ μου καὶ συνάξω καὶ χωνεύσω ὑμᾶς | 20 όπως ακριβώς εισάγεται ο μίγμα του αργύρου, του σιδήρου, κασσιτέρού και μολύδδου μέσα στο χωνευτήριον, δια να λυώση και διαλυθή με το ξάναμμα του πυρός. Κατά παρόμοιον τρόπον θα σας μαζέψω και εγώ εν τη οργή μου εντός της πόλεως και εκεί θα σας τιμωρήσω δια του πυρός. | 20 Ὅπως δηλαδὴ συγκεντρώνεται ἕνα ἄχρηστον μεῖγμα ἀπὸ ἀσῆμι, χαλκόν, σίδηρον, κασσίτερον καὶ μολύβι καὶ ρίπτεται εἰς τὸ καμίνι, διὰ νὰ φυσήσῃ εἰς αὐτὸ ὁ τεχνίτης φωτιὰ καὶ νὰ λειώσῃ, ἔτσι θὰ σᾶς παραλάβω ὠργισμένος καὶ θὰ σᾶς μαζεύσω, διὰ νὰ σᾶς λειώσω καὶ νὰ σᾶς ἐξοντώσω εἰς τὸ πῦρ τῆς ὀργῆς μου. |
21 καὶ ἐκφυσήσω ἐφ' ὑμᾶς ἐν πυρὶ ὀργῆς μου, καὶ χωνευθήσεσθε ἐν μέσῳ αὐτῆς. | 21 Με το φύσημά μου θα ξανάψω τη φωτιά της οργής μου και θα χωνευθήτε μέσα εις αυτήν ταύτην την πόλιν. | 21 Θὰ φυσήσω δὲ ἐπάνω σας μὲ τὸ πῦρ τῆς ὀργῆς μου καὶ θὰ σᾶς λειώσω μέσα εἰς τὴν πόλιν, ὅπου κατοικεῖτε. |
22 ὃν τρόπον χωνεύεται ἀργύριον ἐν μέσῳ καμίνου, οὕτως χωνευθύσεσθε ἐν μέσῳ αὐτῆς· καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος ἐξέχεα τὸν θυμόν μου ἐφ' ὑμᾶς. - | 22 Οπως ο άργυρος χωνεύεται μέσα εις την πυρακτωμένην κάμινον, έτσι και σεις θα χωνευθήτε εν μέσω της πόλεως. Και τότε θα μάθετε καλά, ότι εγώ ο Κυριος αφήκα να εκσπάση εναντίον σας η δικαία οργή μου”. | 22 Ὅπως λειώνει τὸ ἀσῆμι μέσα εἰς τὸ καμίνι, ἔτσι θὰ λειώσετε μέσα εἰς τὴν πόλιν σας.Καὶ θὰ ἐννοήσετε τότε καλὰ ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, ἔχυσα τὸν θυμόν μου ἐπάνω σας. |
23 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 23 Ο Κυριος ωμίλησε εις εμέ και είπε· | 23 Ὡμίλησε δὲ πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν: |
24 υἱὲ ἀνθρώπου, εἰπὸν αὐτῇ· σὺ εἶ γῆ ἡ οὐ βρεχομένη, οὐδὲ ὑετὸς ἐγένετο ἐπὶ σὲ ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς· | 24 “υιέ ανθρώπου ειπέ εις αυτήν την χώραν του Ισραήλ· Συ είσαι μία ξηρά χώρα, η οποία δεν ποτίζεται και δεν καρποφορεί, διότι εξ αιτίας της οργής μου κατά τας ημέρας αυτάς δεν έπεσε βροχή εις σέ. | 24 Ἄνθρωπε, νὰ εἰπῇς εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὰ ἑξῆς: Σὺ εἶσαι ἡ ξηρὰ καὶ ἀκάθαρτος γῆ, ποὺ δὲν ἐποτίσθη οὔτε ἐκαθαρίσθη μὲ τὴν βροχήν.« Δὲν ἔπεσε δὲ ἀκόμη ἐπάνω σου καὶ ἡ δυνατὴ βροχὴ τῆς τιμωρίας, διὰ νὰ καθαρθῇς πνευματικούς, ὅπως θὰ συμβῇ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς δικαίας ὀργῆς μου ἐναντίον σου». |
25 ἧς οἱ ἀφηγούμενοι ἐν μέσῳ αὐτῆς ὡς λέοντες ὠρυόμενοι ἁρπάζοντες ἁρπάγματα, ψυχὰς κατεσθίοντες ἐν δυναστείᾳ, καὶ τιμὰς λαμβάνοντες ἐν ἀδικίᾳ, καὶ αἱ χῆραί σου ἐπληθύνθησαν ἐν μέσῳ σου. | 25 Οι άρχοντές σου εν μέσω σου είναι λέοντες, που ωρύονται εναντίον των θυμάτων των. Αρπάζουν και ληστεύουν συνεχώς. Κατατρώγουν μ την δύναμίν των περιουσίας αδυνάτων ανθρώπων, καταλαμβάνουν αξιώματα με αδικίας και εξ αιτίας των πολλών φόνων έχουν πληθυνθή εν μέσω σου αι χήραι. | 25 Εἶσαι ὁ τόπος μέσα εἰς τὸν ὁποῖον οἱ βασιλεῖς ὡς ἄλλα λεοντάρια ὠρύονται καὶ ἀρπάζουν διάφορα ἀγαθὰ τῶν ἄλλων.Κατατρώγουν μὲ τὴν καταπίεσιν καὶ τυραννίαν των τοὺς ἀνθρώπους καὶ λαμβάνουν μὲ ἀδικίας τιμᾶς καὶ θησαυρούς.Ἐξ αἰτίας δὲ τῶν πολλῶν φόνων ἔχουν πολλαπλασιασθῇ αἱ χῆραι γυναῖκες μέσα σου. |
26 καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἠθέτησαν νόμον μου καὶ ἐβεβήλουν τὰ ἅγιά μου· ἀναμέσον ἁγίου καὶ βεβήλου οὐ διέστελλον καὶ ἀναμέσον ἀκαθάρτου καὶ τοῦ καθαροῦ οὐ διέστελλον καὶ ἀπὸ τῶν σαββάτων μου παρεκάλυπτον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, καὶ ἐβεβηλούμην ἐν μέσῳ αὐτῶν. | 26 Και αυτοί ακόμη οι ιερείς της πόλεως παρέβησαν τον Νομον μου, εβεβήλωσαν τους ιερούς τόπους, τον ναόν και το θυσιαστήριον. Δεν έχαναν διάκρισιν μεταξύ ιερού πράγματος και βεβήλου. Δεν εξεχώριζαν το νομικώς καθαρόν από το ακάθαρτον. Εσκέπαζαν τα μάτια των και δεν επρόσεχαν τα Σαββατα μου και ετσι εβεβηλωνετο από αυτούς το Ονομά μου εν μέσω των κατοίκων. | 26 Εἶσαι ἡ πόλις, τῆς ὁποίας οἱ ἱερεῖς κατεπάτησαν τὸν Νόμον μου καὶ ἐμόλυναν τοὺς ἁγίους χώρους καὶ τὰ ἅγια σκεύη τῆς λατρείας μου.Δὲν ἔκαμναν διάκρισιν μεταξὺ ἁγίου καὶ ἀσεβοῦς· δὲν ἐξεχώριζαν τὸ ἀκάθαρτον ἀπὸ τὸ καθαρὸν καὶ ἔκλειναν τὰ μάτια των ἐμπρὸς εἰς τὰς βεβηλώσεις τῆς ἁγίας μου ἡμέρας τοῦ Σαββάτου.Ἔτσι ἐβεβήλωναν καὶ ἔδειχναν ἀσέβειαν πρὸς Ἐμὲ μέσα εἰς τὴν ἁγίαν μου πόλιν. |
27 οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ἐν μέσῳ αὐτῆς ὡς λύκοι ἁρπάζοντες ἁρπάγματα τοῦ ἐκχέαι αἷμα, ὅπως πλεονεξίᾳ πλεονεκτῶσι. | 27 Οι άρχοντες εν μέσω της πόλεως είναι ωσάν τους λύκους. Αρπάζουν τα θύματα των, χύνουν το αίμα, δια να αποκτήσουν με την αχόρταστον πλεονεξίαν των όσον το δυνατόν περισσότερα. | 27 Οἱ ἄρχοντες αὐτῆς τῆς πόλεως ἐφέροντο μέσα εἰς αὐτὴν ὡσὰν σκληροὶ λύκοι.Ἅρπαζαν τὰ ἀγαθὰ τῶν ἄλλων, ἐπατοῦσαν δὲ καὶ ἐπὶ πτωμάτων, διὰ νὰ ἀποκτήσουν μὲ τὴν πλεονεξίαν τῶν περισσότερα πλούτη. |
28 καὶ οἱ προφῆται αὐτῆς ἀλείφοντες αὐτοὺς πεσοῦνται, ὁρῶντες μάταια, μαντευόμενοι ψευδῆ, λέγοντες· τάδε λέγει Κύριος, καὶ Κύριος οὐκ ἐλάλησε. | 28 Και οι ψευδοπροφήται της πόλεως, οι οποίοι κολακεύουν και διαφημίζουν τους κακούς άρχοντάς σας, θα καταστραφούν και αυτοί· όλοι αυτοί οι οποίοι βλέπουν ψευδή οράματα και εξαγγέλλουν ψευδείς μαντείας και οι οποίοι λέγουν· “αυτά λέγει ο Κυριος”, ενώ ο Κυριος δεν ωμίλησε καθόλου προς αυτούς. | 28 Καὶ οἱ προφῆται της, οἱ ὁποῖοι ἄλειφαν καὶ ὡραιοποιοῦσαν τὴν ζωὴν τῆς ἀσεβείας, θὰ συντρίβουν, θὰ ἀποδειχθῇ ὅτι ἦσαν ψευδῆ τὰ ὁράματά των καὶ ὅτι ἔδιδαν ψευδεῖς μαντικοὺς χρησμούς.Ἔλεγαν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: « Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγομεν τὰ λέγει ὁ Κύριος».Ὁ Κύριος ὅμως δὲν εἶχεν ἀποκαλύψει τίποτε εἰς αὐτούς. |
29 λαὸν τῆς γῆς ἐκπιεζοῦντες ἀδικίᾳ καὶ διαρπάζοντες ἁρπάγματα, πτωχὸν καὶ πένητα καταδυναστεύοντες καὶ πρὸς τὸν προσήλυτον οὐκ ἀναστρεφόμενοι μετὰ κρίματος. | 29 Και αυτοί καταπιέζουν με τας αδικίας των τον λαόν της χώρας, ληστεύουν και αρπάζουν τα ξένα πράγματα, πτωχόν και πεινώντα κατατυραννούν και προς τον ξένον δεν αναστρέφονται και δεν φέρονται με δικαιοσύνην. | 29 Ὅλοι αὐτοὶ κατεπίεζαν μὲ ἀδικίας τὸν ἁπλὸν λαὸν τῆς πόλεως· ἅρπαζαν τὰ ἀγαθά του, κατεδυνάστευαν καὶ ἐταλαιπωροῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀπόρους· καὶ πρὸς τοὺς ξένους, οἱ ὁποῖοι ἐσέβοντο μάλιστα τὴν θρησκείαν των, δὲν ἐφέροντο μὲ δικαιοσύνην. |
30 καὶ ἐζήτουν ἐξ αὐτῶν ἄνδρα ἀναστρεφόμενον ὀρθῶς καὶ ἑστῶτα πρὸ προσώπου μου ὁλοσχερῶς ἐν τῷ καιρῷ τῆς γῆς τοῦ μὴ εἰς τέλος ἐξαλεῖψαι αὐτήν, καὶ οὐχ εὗρον. | 30 Εζήτησα μεταξύ αυτών άνθρωπον, ο οποίος να συμπεριφέρεται ορθώς και δικαίως, να σταθή άρτιος και ακατηγόρητος ενώπιόν μου κατά την κρίσιμον εποχήν της χώρας αυτής, δια να μη την καταστρέψω τελείως, και δεν ευρήκα. | 30 Ἐζητοῦσα δὲ μέσα ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ἡγέτας καὶ τοὺς πολίτας της, κάποιον ἄνδρα ὁ ὁποῖος νὰ συμπεριφέρεται ὀρθὰ καὶ νὰ ἠμπορῇ νὰ σταθῇ ἄμεμπτος ἐνώπιόν μου κατὰ τὸν καιρὸν τῆς τιμωρίας τῆς χώρας ὡς μεσολαβητής, διὰ νὰ μὴ τὴν καταστρέφω ἐντελῶς, καὶ δὲν εὑρῆκα κανένα! |
31 καὶ ἐξέχεα ἐπ' αὐτὴν θυμόν μου ἐν πυρὶ ὀργῆς μου τοῦ συντελέσαι· τὰς ὁδοὺς αὐτῶν εἰς κεφαλὰς αὐτῶν δέδωκα, λέγει Κύριος Κύριος. | 31 Δια τούτο αφήκα να ξεσπάση εναντίον της ο δίκαιος θυμός μου και η φωτιά της οργής μου, ώστε να τους εξόντωση. Ερριψα επάνω εις τας κεφαλάς των την ευθύνην δια τους παρανόμους τρόπους και δρόμους της ζωής των”, λέγει ο Κυριος Κυριος. | 31 Ἀπεφάσισα λοιπὸν νὰ ξεχύσω ἐπάνω τῆς θερμὴν ὡσὰν φωτιὰ τὴν ὀργήν μου διὰ νὰ τὴν ἐξοντώσω.Ἔρριψα ἐπάνω εἰς τὰ κεφάλια των τὰς συνεπείας τῆς ἀσεβοῦς συμπεριφορᾶς των, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων. |