Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (ΛΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 1 Ο Κυριος ωμιληοε προς εμέ και είπεν· 1 Ωμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν:
2 Υἱὲ ἀνθρώπου, λάλησον τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· γῆ, ἐφ' ἣν ἂν ἐπάγω ρομφαίαν, καὶ λάβῃ ὁ λαὸς τῆς γῆς ἄνθρωπον ἕνα ἐξ αὐτῶν καὶ δῶσιν αὐτὸν ἑαυτοῖς εἰς σκοπόν, 2 “υιέ ανθρώπου, λάλησον προς τους ανθρώπους του λαού σου και είπε προς αυτούς· Εάν εγώ αποστείλω εις κάποιαν χώραν εχθρικήν μάχαιραν, ο δε λαός της χώρας αυτής εκλέξη ένα άνθρωπον από τους πολίτας της και καταστήση αυτόν ως φρουρόν του, 2 Ἄνθρωπε, νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ σου καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Ἐὰν Ἐγὼ ὁδηγῶ ἐναντίον μιᾶς χώρας ἐχθρικὴν ρομφαίαν, στρατὸν δηλαδὴ ποὺ θὰ ἐπιτεθῇ διὰ νὰ θανατώσῃ τοὺς κατοίκους της, καὶ ὁ λαὸς τῆς χώρας αὐτῆς πάρῃ ἕνα ἄνθρωπον ἀνάμεσά των καὶ τὸν τοποθετήσῃ ὡς φρουρὸν εἰς τὰ σύνορα τῆς χώρας, ὁ φρουρὸς αὐτὸς ἔχει ἀναλάβει ὑπεύθυνον ἀποστολήν.
3 καὶ ἴδῃ τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην ἐπὶ τὴν γῆν καὶ σαλπίσῃ τῇ σάλπιγγι καὶ σημάνῃ τῷ λαῷ, 3 όταν ο φρουρός εκείνος ίδη την εχθρικήν μάχαιραν να επέρχεται εναντίον της χώρας του και σαλπίση με την σάλπιγγα, αναγγείλη και επισημάνη στον λαόν τον κίνδυνον 3 Ἐὰν λοιπὸν ἰδῇ ὁ φρουρὸς τὴν φονικὴν ρομφαίαν τοῦ ἐχθροῦ νὰ ἔρχεται πρὸς τὰ ὅρια τῆς χώρας καὶ σαλπίσῃ δυνατὰ καὶ εἰδοποιήσῃ τὸν λαὸν διὰ τὸν κίνδυνον,
4 καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀκούσας τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ μὴ φυλάξηται, καὶ ἐπέλθῃ ἡ ρομφαία καὶ καταλάβῃ αὐτόν, τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἔσται· 4 και ο λαός, αν και θα ακούση την φωνήν της σάλπιγγας, δεν θα προφυλαχθή, επέλθη δε κατόπιν φονική η ρομφαία του εχθρού εναντίον αυτού και τον καταλάβη και σφάξη τον λαόν αυτόν, η ευθύνη του αίματος θα πέση βεβαίως πάνω εις την κεφαλήν του λαού αυτού. 4 ὁ δὲ λαός, ποὺ θὰ ἀκούσῃ τὸ σάλπισμα τῆς σάλπιγγος, δὲν λάβῃ τὰ μέτρα του, καὶ πέσῃ ἐπάνω του ἡ ἐχθρικὴ ρομφαία καὶ τὸν κυριεύσῃ, τότε ἡ εὐθύνῃ διὰ τὴν καταστροφήν του θὰ βαρύνῃ τὸν ἴδιον τὸν λαόν.
5 ὅτι τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος ἀκούσας οὐκ ἐφυλάξατο, τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ' αὐτοῦ ἔσται, καὶ οὗτος ὅτι ἐφυλάξατο, τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐξείλατο. 5 Τούτο δέ, διότι ο λαός μολονότι ήκουσε την φωνήν της σάλπιγγος, δεν προεφυλάχθη, δεν έλαβε τα μέτρα του. Δι' αυτό η ευθύνη του χυθέντος αίματός του θα πέση επάνω του. Ο φρουρός όμως, επειδή αγρύπνως εφύλαττε την πόλιν, θα σώση την ζωήν του. 5 Εὐθύνεται ὁ λαός, διότι, ἐνῷ ἤκουσε τὸ σάλπισμα τῆς σάλπιγγος καὶ ἐνημερώθη διὰ τὸν κίνδυνον, δὲν ἔλαβε τὰ ἀπαραίτητα μέτρα προφυλάξεως.Ἡ εὐθύνη τῆς καταστροφῆς του βαρύνει τὸν ἴδιον· ἀντιθέτως, ὁ φρουρὸς θὰ εἶναι ἀνεύθυνος καὶ θὰ γλυτώσῃ ἀπὸ θανατικὴν τιμωρίαν, διότι ἦτο προσεκτικὸς εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν τοῦ καθήκοντος.
6 καὶ ὁ σκοπός, ἐὰν ἴδῃ τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην καὶ μὴ σημάνῃ τῇ σάλπιγγι, καὶ ὁ λαὸς μὴ φυλάξηται, καὶ ἐλθοῦσα ἡ ρομφαία λάβῃ ἐξ αὐτῶν ψυχήν, αὕτη διὰ τὴν αὐτῆς ἀνομίαν ἐλήφθη, καὶ τὸ αἷμα ἐκ χειρὸς τοῦ σκοποῦ ἐκζητήσω. 6 Εάν όμως ο φρουρός ίδη την επερχομένην έχθρικην δύναμιν και δεν σαλπίση με την σάλπιγγά του, ώστε να ειδοποίηση και προφυλαχθή ο λαός, και ένας ακόμη από τους πολίτας να φονευθή από την επελθούσαν εχθρικήν μάχαιραν, έστω και αν αυτός ο φονευθείς έχασε την ζωήν του εξ αιτίας άλλων αμαρτιών του, θα ζητήσω εγώ ευθύνας από τον αμελή εκείνον φρουρόν της χώρας. 6 Ἐὰν ὅμως ἰδῇ ὁ φρουρὸς τὴν ἐχθρικὴν ρομφαίαν νὰ ἔρχεται ἐναντίον των καὶ δὲν εἰδοποιήσῃ μὲ τὴν σάλπιγγά του, καὶ δὲν προλάβῃ ἕνεκα τούτου ὁ λαὸς νὰ προφυλαχθῇ, καὶ ἔλθῃ ὁ ἐχθρὸς καὶ θανατώσῃ κάποιον ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ φρουροῦ, τότε αὐτὸς μὲν ποὺ ἐφονεύθη ἐθανατώθη δικαίως διὰ τὰς ἁμαρτίας του, τὴν εὐθύνην ὅμως διὰ τὸν θάνατόν του θὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ τὸν ἀμελῆ φρουρόν.
7 καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ ᾿Ισραήλ, καὶ ἀκούσῃ ἐκ στόματός μου λόγον. 7 Και σένα, ω υιέ του ανθρώπου, σε έχω εγκαταστήσει φρουρόν στον ισραηλιτικόν λαόν, δια να ακούσης από το ιδικόν μου στόμα λόγον, τον οποίον και να αναγγείλης εις αυτούς. 7 Γνωρίζε λοιπόν, ἄνθρωπε, ὅτι σὲ ἔχω τοποθετήσει ὡσὰν φρουρὸν εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ.Ἐὰν δὲ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα μου ἕνα λόγον,
8 ἐν τῷ εἰπεῖν με τῷ ἁμαρτωλῷ· θανάτῳ θανατωθήσῃ, καὶ μὴ λαλήσῃς τοῦ φυλάξασθαι τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, αὐτὸς ὁ ἄνομος τῇ ἀνομίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω. 8 Οταν εγώ είπω εις κάποιον αμαρτωλόν, ότι ασφαλώς θα θανατωθής δια τας αμαρτίας σου, συ όμως δεν αναγγείλης τον λόγον αυτόν, ώστε να απομακρυνθή ο αμαρτωλός από τον αμαρτωλόν τρόπον της ζωής του, αυτός μεν ο παράνομος θα αποθάνη εν τη παρανομία του, αλλά την ευθύνην του χυθέντος αίματός του θα την εκζητήσω εγώ από τα χέρια σου. 8 ἐὰν δηλαδὴ εἰπῶ Ἐγὼ διὰ κάποιον ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον « θὰ θανατωθῇς ὁπωσδήποτε ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν σου», καὶ σὺ δὲν ἀνακοινώσῃς αὐτὸν τὸν λόγον μου, ὥστε νὰ προσέξῃ ὁ ἀσεβὴς καὶ νὰ ἀλλάξῃ πορείαν ζωῆς, τότε ὁ μὲν παράνομος καὶ ἀσεβὴς θὰ θανατωθῇ μέσα εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ ἀνομίαν του καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς· τὴν εὐθύνην ὅμως διὰ τὸν θάνατόν του θὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ σέ, διότι δὲν ἔκαμες τὸ χρέος σου ἀπέναντί του.
9 σὺ δὲ ἐὰν προαπαγγείλῃς τῷ ἀσεβεῖ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ τοῦ ἀποστρέψαι ἀπ' αὐτῆς, καὶ μὴ ἀποστρέψῃ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, οὗτος τῇ ἀσεβείᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ σὺ τὴν ψυχὴν σεαυτοῦ ἐξήρησαι. - 9 Εξ αντιθέτου, εάν συ εκ των προτέρων του καταστήσης γνωστήν την παράνομον οδόν του και συστήσης στον ασεβή να την εγκαταλείψη, αυτός όμως δεν μετανοήση και δεν αφήση τους αμαρτωλούς τρόπους της ζωής του, αυτός μεν θα θανατωθή εξ αιτίας της ασεβείας του, συ όμως, διότι δεν θα φέρης καμμίαν ευθύνην, θα σώσης την ζωήν σου. 9 Ἐὰν ὅμως ἐνημερώσῃς ἀπὸ πρὶν τὸν ἀσεβῆ διὰ τὰς συνεπείας τῆς ἀσεβοῦς καὶ ἀνόμου ζωῆς του καὶ τὸν παρακινήσῃς νὰ μετανοήσῃ, αὐτὸς ὅμως δὲν θελήσῃ νὰ μετανοήσῃ, τότε αὐτὸς μὲν θὰ ἀποθάνῃ μέσα εἰς τὴν ἀσέβειάν του καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς, σὺ δὲ δὲν θὰ ἔχῃς καμμίαν εὐθύνην διὰ τὸν θάνατόν του αὐτόν· θὰ ἔχῃς ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ἐνοχήν.
10 Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, εἰπὸν τῷ οἴκῳ ᾿Ισραήλ· οὕτως ἐλαλήσατε λέγοντες· αἱ πλάναι ἡμῶν καὶ αἱ ἀνομίαι ἡμῶν ἐφ' ἡμῖν εἰσι καὶ ἐν αὐταῖς ἡμεῖς τηκόμεθα· καὶ πῶς ζηζόμεθα; 10 Και συ, υιέ ανθρώπου, ειπέ στον ισραηλιτικόν λαόν· Είπατε και ξαναείπατε ότι αι πλάναι μας μας απεμάκρυναν από τον Θεόν, και αι παρανομίαι μας έχουν πέσει επάνω μας και εξ αιτίας αυτών ημείς λυώνομεν. Πως είναι δυνατόν τώρα να αποκτήσωμεν εκ νέου την ζωήν; 10 Καὶ σύ, ἄνθρωπε, νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ: Ὡμιλήσατε μὲ ἀπελπισίαν καὶ εἴπατε αὐτὰ τὰ λόγια: « Αἱ παραβάσεις μας ὡς πρὸς τὰς θείας ἐντολὰς καὶ αἱ παρανομίαι μας εἶναι ἐπάνω μας, μᾶς βαρύνουν καὶ λειώνομεν μέσα εἰς αὐτάς· πῶς λοιπὸν θὰ ζήσωμεν εἰς τὸ μέλλον;»
11 εἰπὸν αὐτοῖς· ζῶ ἐγώ, τάδε λέγει Κύριος, οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἀσεβοῦς ὡς τὸ ἀποστρέψαι τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ καὶ ζῆν αὐτόν. ἀποστροφῇ ἀποστρέψατε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ ὑμῶν· καί ἱνατί ἀποθνήσκετε, οἶκος ᾿Ισραήλ; 11 Είπε λοιπόν εις αυτούς· ορκίζομαι, λέγει ο Κυριος, ότι δεν θέλω εγώ τον θάνατον του ασεβούς, όσον θέλω να επιστρέψη και να απομακρυνθή ο ασεβής από τον αμαρτωλόν του δρόμον και να ζήση ευτυχής. Παρετε, λοιπόν, την απόφασιν και σεις οι Ισραηλίται να απομακρυνθήτε πλέον από την αμαρτωλόν οδόν σας. Διατί, ω Ισραηλίται, να αποθνήσκετε εξ αιτίας των ανομιών σας; 11 Νὰ εἰπῇς λοιπὸν εἰς αὐτούς: Σᾶς βεβαιώνω Ἐγὼ μὲ τὴν ζωήν μου ἐνόρκως, αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων: Δὲν θέλω νὰ ἀποθάνῃ ὁ ἀσεβὴς μὲ τὴν ἀσέβειάν του, ἀλλὰ ποθῶ νὰ μετανοήσῃ, νὰ ἀπομακρυνθῇ ὁ ἀσεβὴς ἀπὸ τὸν δρόμον εἰς τὸν ὁποῖον περιπατεῖ, καὶ νὰ ζῇ « εὐτυχὴς μὲ τὸν Νόμον μου».Μετανοήσατε, κάμετε μεταβολὴν εἰς τὴν πορείαν σας! Διατὶ ἀποθνήσκετε ἀμετανόητοι, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ;
12 εἰπὸν πρὸς τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου· δικαιοσύνη δικαίου οὐ μὴ ἐξελεῖται αὐτὸν ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ πλανηθῇ, καὶ ἀνομία ἀσεβοῦς οὐ μὴ κακώσῃ αὐτὸν ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἀποστρέψῃ ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ· καὶ δίκαιος οὐ μὴ δύνηται σωθῆναι. 12 Ειπέ ακόμη προς τα παιδιά του λαού σου· η αρετή δεν είναι δυνατόν να απαλλάξη τον δίκαιον από την ενοχήν και την ευθύνην, εάν αυτός παραπλανηθή εις την αμαρτίαν. Επίσης και η αμαρτία ενός αμαρτωλού ανθρώπου δεν θα βαρύνη και δεν θα βλάψη αυτόν, εάν μετανοήση και απομακρυνθή από τας παρανομίας του, όπως και ο δίκαιος δεν είναι δυνατόν να σωθή δια την αρετήν του, εάν παρεκτροπή εις παρανομίας. 12 Νὰ εἰπῇς ἐπίσης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὸν λαοῦ σου: Ἡ δικαιοσύνη καὶ ἀρετὴ ἐνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἦτο προηγουμένως δίκαιος καὶ ἐνάρετος, δὲν θὰ τὸν σώσῃ, οὔτε θὰ τὸν ἀθωῳσῃ, ἐὰν μίαν ἡμέραν πλανηθῇ καὶ ἀρχίσῃ νὰ ζῇ πλέον ζωὴν ἀσεβείας.Ἀντιθέτως, ἡ παρανομία καὶ ἀσέβεια τοῦ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου δὲν πρόκειται νὰ τὸν βλάψῃ, ἐὰν μίαν ἡμέραν μετανοήσῃ καὶ ἀπομακρυνθῇ πλέον ἀπὸ τὴν προηγουμένην ζωὴν τῆς παρανομίας καὶ ἀσεβείας του.Ὁ δίκαιος δὲν ἠμπορεῖ νὰ σωθῇ, ἐὰν δὲν παραμείνῃ ἕως τέλους δίκαιος.
13 ἐν τῷ εἰπεῖν με τῷ δικαίῳ· οὗτος πέποιθεν ἐπὶ τῇ δικαιοσύνῃ αὐτοῦ, καὶ ποιήσει ἀνομίαν, πᾶσαι αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ οὐ μὴ ἀναμνησθῶσιν· ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτοῦ, ᾗ ἐποίησεν, ἐν αὐτῇ ἀποθανεῖται. 13 Εάν εγώ είπω στον δίκαιον, ότι θα ζήση, αυτός δε έχη πεποίθησιν και θεωρήση στήριγμα του την προτέραν του αρετήν, παρασυρθή δε εις παρανομίαν, όλαι αι δικαιοσύναι αυτού δεν θα ληφθούν υπ' όψιν, αλλά θα θανατωθή εξ αιτίας της αμαρτίας, την οποίαν διέπραξεν. 13 Ἐπειδὴ Ἐγὼ ἔχω εἰπεῖ ὅτι ὁ δίκαιος θὰ ζήσῃ, ἐὰν ἕνας δίκαιος βασιζόμενος εἰς τὸν λόγον μου αὐτὸν ἐμπιστεύεται εἰς τὴν δικαιοσύνην του, χωρὶς νὰ προσέχῃ, καὶ ἕνεκα τῆς ἀπροσεξίας του αὐτῆς παρανομήσῃ, θὰ τὰ χάσῃ ὅλα· δὲν θὰ ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ὅλαι αἱ προηγούμενοι δικαιοσύναι καὶ ἀρεταί του.Θὰ ἀποθάνῃ μέσα εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν, τὴν ὁποίαν διέπραξεν εἰς τὰ τέλη τῆς ζωῆς του.
14 καὶ ἐν τῷ εἰπεῖν με τῷ ἀσεβεῖ· θανάτῳ θανατωθήσῃ, καὶ ἀποστρέψει ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ καὶ ποιήσει κρίμα καὶ δικαιοσύνην 14 Εάν επίσης εγώ είπω στον ασεβή· ασφαλώς και βεβαίως θα θανατωθής εξ αιτίας των αμαρτιών σου, εκείνος δε μετανοήση και απομακρυνθή από τας αμαρτίας του και εφαρμόση πλέον δικαιοσύνην εις την ζωήν του, 14 Ὅταν ἐπίσης ἔχω εἰπεῖ διὰ τὸν ἀσεβῆ, « θὰ τιμωρηθῇς ὁπωσδήποτε μὲ θάνατον», καὶ προσέξῃ αὐτὸς αὐτὸν τὸν λόγον μου καὶ μετανοήσῃ καὶ ἀφήσῃ τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἐζοῦσε ἕως τότε, καὶ ἀρχίσῃ νὰ ζῇ ὀρθά, μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν,
15 καὶ ἐνεχύρασμα ἀποδῷ καὶ ἅρπαγμα ἀποτίσει, ἐν προστάγμασι ζωῆς διαπορεύηται τοῦ μὴ ποιῆσαι ἄδικον, ζωῇ ζήσεται καὶ οὐ μὴ ἀποθάνῃ. 15 επιστρέψη, επί παραδείγματι, στον πτωχόν το ενέχυρον, αποδώση εκείνο το οποίον ήρπασε, και γενικώς πορεύεται σύμφωνα με τας ορθάς εντολάς της ζωής και δεν διαπράξη πλέον αδικίαν, αυτός θα ζήση ευτυχής και δεν θα τιμωρηθή δια θανάτου. 15 καὶ ἐπιστρέψῃ τὸ ἐνέχυρον ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ κάποιον πτωχόν, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλην ἀνάγκην καὶ ἐζήτησε τὴν βοήθειάν του, καὶ πληρώσῃ κάθε τι ποὺ ἅρπαξε μὲ ἀδικίας καὶ ζῇ γενικῶς συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολάς μου ποὺ χαρίζουν ζωήν, ἀποφασισμένος νὰ μὴ διαπράξῃ κάποιαν ἀδικίαν, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ζήσῃ μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
16 πᾶσαι αἱ ἁμαρτίαι αὐτοῦ, ἃς ἥμαρτεν, οὐ μὴ ἀναμνησθῶσιν, ὅτι κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐποίησεν, ἐν αὐτοῖς ζήσεται. 16 Ολαι αι αμαρτίαι, τας οποίας είχε διαπράξει δεν θα ληφθούν υπ' όψιν, διότι τηρεί το δίκαιον και ζη με δικαιοσύνην. Χαρις δε εις αυτά θα ζήση ευτυχής. 16 Θὰ λησμονηθοῦν ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι τὰς ὁποίας διέπραξε προηγουμένως, πρὶν μετανοήσῃ, διότι πλέον αὐτὸς ζῇ ὀρθά, μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν, καὶ θὰ ζήση μὲ τὰς ἀρετάς του ἤρεμος καὶ εὐτυχής.
17 καὶ ἐροῦσιν οἱ υἱοὶ τοῦ λαοῦ σου· οὐκ εὐθεῖα ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου· καὶ αὕτη ἡ ὁδὸς αὐτῶν οὐκ εὐθεῖα. 17 Τα παιδιά του λαού σου, εσκοτισμένα από την αμαρτωλότητά των, θα είπουν· Δεν είναι δικαία και ευθεία η οδός αυτή του Κυρίου. Εγώ όμως λέγω ότι η ιδική των οδός και νοοτροπία δεν είναι ευθεία. 17 Θὰ εἰποῦν βεβαίως οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ σου: « Δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ γραμμὴ αὐτὴ ποὺ χαράσσει καὶ ἀκολουθεῖ ὁ Κύριος».Τὸ ἀντίθετον ὅμως συμβαίνει· ἡ ἰδική των γραμμὴ καὶ συμπεριφορὰ εἶναι λανθασμένη.
18 ἐν τῷ ἀποστρέψαι δίκαιον ἀπὸ τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ ποιήσει ἀνομίας, καὶ ἀποθανεῖται ἐν αὐταῖς· 18 Διότι, όταν ο δίκαιος απομακρυνθή από την οδόν της αρετής και της δικαιοσύνης και διαπράξη παρανομίας, είναι δίκαιον και πρέπον να θανατωθή εξ αιτίας αυτών· 18 Τὸ ἐπαναλαμβάνω: Ἐὰν κάποιος ἐνάρετος καὶ δίκαιος ἄνθρωπος ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς καὶ διαπράξῃ τελικῶς παρανομίας, θὰ ἀποθάνῃ ὡς ἔνοχος λόγῳ αὐτῶν τῶν παρανομιῶν.
19 καὶ ἐν τῷ ἀποστρέψαι τὸν ἁμαρτωλὸν ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ καὶ ποιήσει κρίμα καὶ δικαιοσύνην, ἐν αὐτοῖς αὐτὸς ζήσεται. 19 όπως επίσης, όταν ο αμαρτωλός απομακρυνθή από τας παρανομίας αυτού και ζήση με δικαιοσύνην, είναι δίκαιον να ζήση ευτυχής δια την αρετήν του αυτήν. 19 Ἐὰν ἐπίσης ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴν καὶ παράνομον ζωήν του καὶ ζῇ πλέον ὀρθά, μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ζήσῃ μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου ἕνεκα αὐτῶν τῶν ἀρετῶν, τὰς ὁποίας πλέον ἐφαρμόζει.
20 καὶ τοῦτό ἐστιν, ὃ εἴπατε· οὐκ εὐθεῖα ἡ ὁδὸς Κυρίου· ἕκαστον ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ κρινῶ ὑμᾶς, οἶκος ᾿Ισραήλ. 20 Σεις όμως είπατε και τούτο· “δεν είναι ορθή η οδός, την οποίαν ακολουθεί ο Κυριος”. Αλλα λησμονείτε όμως, ω Ισραηλίται, ότι εγώ θα κρίνω τον καθένα από σας ανάλογα με τους δρόμους της ζωής του”. 20 Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σεῖς σχολιάζετε καὶ λέγετε, ὅτι δηλαδὴ « δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ γραμμὴ ποὺ χαράσσει καὶ ἀκολουθεῖ ὁ Κύριος».Θὰ σᾶς κρίνω, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, μὲ δικαιοσύνην, καθένα ἀναλόγως πρὸς τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του καὶ τὴν συμπεριφοράν του.
21 Καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ δωδεκάτῳ ἔτει, ἐν τῷ δωδεκάτῳ μηνί, πέμπτῃ τοῦ μηνὸς τῆς αἰχμαλωσίας ἡμῶν, ἦλθε πρός με ὁ ἀνασωθεὶς ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ λέγων· ἑάλω ἡ πόλις. 21 Κατά το δωδέκατον έτος από της αιχμαλωσίας μας, τον δωδέκατον μήνα, την πέμπτην του μηνός αυτού, ήλθε κάποιος, που διεσώθη από την κατηληφθείσαν Ιερουσαλήμ, και μου είπεν· “η πόλις εκυριεύθη”. 21 Κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν τοῦ δωδεκάτου μηνὸς τοῦ δωδεκάτου ἔτους τῆς αἰχμαλωσίας μας εἰς τὴν Βαβυλωνίαν ἦλθε πρὸς ἐμὲ κάποιος Ἰουδαῖος, ποὺ διεσώθη ἀπὸ τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ μοῦ εἶπεν: Ἡ πόλις μας, ἡ Ἱερουσαλήμ, ἐκυριεύθη!
22 καὶ χεὶρ Κυρίου ἐγενήθη ἐπ' ἐμὲ ἑσπέρας πρὶν ἐλθεῖν αὐτὸν καὶ ἤνοιξέ μου τὸ στόμα, ἕως ἦλθε πρός με τὸ πρωΐ, καὶ ἀνοιχθὲν τὸ στόμα μου οὐ συνεσχέθη ἔτι. 22 Αλλα το χέρι, η δύναμις και ο φωτισμός του Κυρίου ετέθη επάνω μου την εσπέραν, πριν η έλθη ο άνθρωπος αυτός. Αυτός ήλθε το πρωϊ της επομένης και ο Κυριος μου ήνοιξε το στόμα, το έως τότε κλεισμένον, και το οποίον δεν εκλείσθη πλέον. 22 Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ βράδυ, πρὶν ἀπὸ τὴν ἄφιξιν αὐτοῦ τοῦ ἀγγελιοφόρου, ἔβαλεν ἐπάνω μου τὸ χέρι Του ὁ Κύριος κατὰ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα μου, τὸ ὁποῖον ἔμεινεν ἀνοικτὸν ἕως τὸ πρωΐ.Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν ἤμουν πλέον ὡσὰν βουβός, ὅπως μὲ εἶχε διατάξει παλαιότερον ὁ Κύριος, ἀλλ' ὡμιλοῦσα ἐλευθέρως πρὸς τοὺς Ἰουδαίους.
23 καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 23 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και είπεν· 23 Ὡμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν:
24 υἱὲ ἀνθρώπου, οἱ κατοικοῦντες τὰς ἠρημωμένας ἐπὶ τῆς γῆς τοῦ ᾿Ισραὴλ λέγουσιν· εἷς ἦν ῾Αβραὰμ καὶ κατέσχε τὴν γῆν, καὶ ἡμεῖς πλείους ἐσμέν, ἡμῖν δέδοται ἡ γῆ εἰς κατάσχεσιν. 24 “υιέ ανθρώπου, οι Ιουδαίοι, οι οποίοι κατοικούν την ερημωθείσαν χώραν του ισραηλιτικοί λαού, λέγουν· Ενας ήτο ο Αβραάμ και εκληρονόμησε ολόκληρον την χώραν. Ημείς είμεθα πολύ περισσότεροι και εις ιδικήν μας κληρονομίαν έχει δοθή η χώρα αυτή. 24 Ἄνθρωπε, οἱ ἐλάχιστοι Ἰουδαῖοι ποὺ ζοῦν τώρα, μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰς ἐρήμους πλέον περιοχὰς τῆς χώρας τοῦ Ἰσραήλ, κατὰ τὸν καιρὸν αὐτὸν λέγουν: Ὁ Ἀβραὰμ ἦτο ἕνας, καὶ ὅμως ἔλαβεν ὡς κληρονομίαν του ὅλην αὐτὴν τὴν χώραν.Ἠμεῖς εἴμεθα περισσότεροι καὶ ἑπομένως δικαιωματικῶς μᾶς ἔχει δοθῆ ὡς ἰδιοκτησία αὐτὴ ἡ γῆ.
25 διὰ τοῦτο εἰπὸν αὐτοῖς· 25 Δια τούτο είπε εις αυτούς· 25 Ἐπειδὴ ὁ λόγος των αὐτὸς εἶναι ἀλαζονικὸς καὶ φανερώνει ὅτι δὲν ἐξαρτοῦν κατ’ οὐσίαν τὴν ζωήν των ἀπὸ Ἐμέ, τὸν Κύριον τοῦ παντός, διὰ τοῦτο νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
27 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ζῶ ἐγώ, εἰ μὴν οἱ ἐν ταῖς ἠρημωμέναις μαχαίρᾳ πεσοῦνται, καὶ οἱ ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ δοθήσονται εἰς κατάβρωμα, καὶ τοὺς ἐν ταῖς τετειχισμέναις καὶ τοὺς ἐν τοῖς σπηλαίοις θανάτῳ ἀποκτενῶ. 27 αυτά λέγει ο Κυριος ο Κυριος· ορκίζομαι ότι οι Ισραηλίται, οι οποίοι κατοικούν σήμερον την εξερημωθείσαν χώραν της Ιουδαίας, θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας, εξ αιτίας της πλεονεξίας και υπερηφανείας των. Και όσοι από αυτούς ευρίσκονται εις την υπαιθρον, θα παραδοθούν ως τροφή εις τα αγρία θηρία του αγρού. Αυτούς δέ, που ευρίσκονται εις ωχυρωμένας περιοχάς η εις απρόσιτα σπήλαια, εγώ θα τους παραδώσω εις θάνατον. 27 Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Σᾶς βεβαιώνω ἐνόρκως « ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν μου» ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι αὐτοὶ ποὺ διαμένουν τώρα εἰς τὰς ἐρειπωμένας πόλεις τῆς χώρας τοῦ Ἰσραὴλ θὰ θανατωθοῦν μὲ ἐχθρικὸν μαχαίρι· ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ἔξω, εἰς τὸ ὕπαιθρον, θὰ γίνουν τροφὴ τῶν ἀγρίων θηρίων τῆς ὑπαίθρου, τὰ ὁποῖα θὰ τοὺς κατασπαράξουν.Ὅλους ἐκείνους ἐπίσης ποὺ ζοῦν μέσα εἰς ὠχυρωμένας περιοχὰς καὶ εἰς διάφορα σπήλαια θὰ τοὺς θανατώσω μὲ ἐπιδημικὴν ἀρρώστιαν.
28 καὶ δώσω τὴν γῆν ἔρημον, καὶ ἀπολεῖται ἡ ὕβρις τῆς ἰσχύος αὐτῆς, καὶ ἐρημωθήσεται τὰ ὄρη τοῦ ᾿Ισραὴλ διὰ τὸ μὴ εἶναι διαπορευόμενον. 28 Ετσι θα καταστήσω την χώραν του Ισραήλ έρημον και θα συντριβή η υπερηφάνεια της δυνάμεώς της. Θα ερημωθούν τα όρη της περιοχής Ισραήλ, διότι δεν θα υπάρχη ούτε και διερχόμενος από αυτά. 28 Θὰ ἐρημώσω αὐτὴν τὴν χώραν, καὶ θὰ καταπέσῃ πλέον ἡ ἀλαζονεία της, ποὺ ἐβασίζετο εἰς τὴν δύναμίν της.Θὰ ἐρημωθοῦν πλέον τὰ βουνὰ τοῦ Ἰσραήλ, ἐφ’ ὅσον δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ νὰ περνᾷ μέσα ἀπὸ αὐτά.
29 καὶ γνώσονται ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος· καὶ ποιήσω τὴν γῆν αὐτῶν ἔρημον, καὶ ἐρημωθήσεται διὰ πάντα τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἐποίησαν. 29 Και θα μάθουν, ότι εγώ είμαι ο Κυριος. Θα καταστήσω έρημον την χώραν των. Θα γίνη δε έρημος και ακατοίκητος εξ αιτίας των βδελυρών ειδώλων, τα οποία κατεσκεύασαν και προσεκύνησαν. 29 Καὶ τότε θὰ γνωρίσουν ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.Θὰ ἐρημώσω, ἐπαναλαμβάνω, τὴν χώραν των· θὰ ἐρημωθῇ δὲ ἐξ αἰτίας ὅλων τῶν βδελυρῶν ἔργων ποὺ διέπραξαν.
30 καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, οἱ υἱοὶ τοῦ λαοῦ σου οἱ λαλοῦντες περὶ σοῦ παρὰ τὰ τείχη καὶ ἐν τοῖς πυλῶσι τῶν οἰκιῶν καὶ λαλοῦσιν ἄνθρωπος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ λέγοντες· συνέλθωμεν καὶ ἀκούσωμεν τὰ ἐκπορευόμενα παρὰ Κυρίου, 30 Και συ, υιέ ανθρώπου, μάθε ότι τα παιδιά του λαού σου ομιλούν συνεχώς δια σε πλησίον εις τα τείχη και εις τας θύρας των οικιών και λέγει ο καθένας προς τον άλλον· Ας πάμε μαζή να ακούσωμεν τα λόγια του Κυρίου, τα οποία εξέρχονται από το στόμα του ανθρώπου αυτού. 30 Καὶ σύ, ἄνθρωπε, ἔχε ὑπ’ ὅψιν σου ὅτι οἱ συμπατριῶται σου, ποὺ ὁμιλοῦν διὰ σὲ διπλὰ εἰς τὰ τείχη τῆς πόλεως καὶ εἰς τὰς εἰσόδους τῶν οἰκιῶν καὶ λέγουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον ἀδελφόν του· « ἂς ὑπάγωμεν ὅλοι μαζὶ νὰ ἀκούσωμεν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἰεζεκιήλ», δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς.
31 ἔρχονται πρός σε, ὡς συμπορεύεται λαός, καὶ κάθηνται ἐναντίον σου καὶ ἀκούουσι τὰ ρήματά σου, καὶ αὐτὰ οὐ μὴ ποιήσουσιν, ὅτι ψεῦδος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ὀπίσω τῶν μιασμάτων ἡ καρδία αὐτῶν. 31 Ερχονται προς σέ, όπως, έρχεται ο όχλος. Καθηνται ενώπιόν σου, δια να ακούσουν τα λόγια σου. Θα τα ακούσουν, αλλά δεν θα τα πράξουν, διότι υπάρχει πάντοτε το ψεύδος στο στόμα των, και η καρδία των ακολουθεί τα μολύσματα των ειδωλολατρικών θεών. 31 Ἔρχονται πλησίον σου, ὅπως συγκεντρώνεται λαὸς πολὺς εἰς μίαν συγκέντρωσιν, καὶ ἀκούουν τὰ λόγιά σου, ἀλλ’ ὅμως δὲν θέλουν νὰ τὰ ἐφαρμόσουν, διότι ψεύδονται μὲ τὰ χείλη των, ὅταν λέγουν ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια σου, ἐνῷ ἡ καρδιά των στρέφεται πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ τὰ βδελυρὰ ἔργα.
32 καὶ γίνῃ αὐτοῖς ὡς φωνὴ ψαλτηρίου ἡδυφώνου, εὐαρμόστου, καὶ ἀκούσονταί σου τὰ ρήματα καὶ οὐ μὴ ποιήσουσιν αὐτά. 32 Ιδού, είσαι δι' αυτούς ωσάν γλυκεία μελωδία μουσικού οργάνου, ψαλτηρίου, με συντονισμένας τας χορδάς του. Θα ακούσουν, λοιπόν, τα ωραία σου λόγια, αλλά δεν θα τα εφαρμόσουν. 32 Δι' αὐτοὺς ἑπομένως σὺ θὰ εἶσαι ὡσὰν φωνὴ ἐνὸς ψαλτηρίου, ποὺ βγάζει ἦχον γλυκὺν καὶ ἁρμονικόν.Θὰ ἀκούσουν μὲ εὐχαρίστησιν τὰ λόγιά σου, ἀλλ’ ὅμως δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἐφαρμόσουν.
33 καὶ ἡνίκα ἐὰν ἔλθῃ, ἐροῦσιν· ἰδοὺ ἥκει· καὶ γνώσονται ὅτι προφήτης ἦν ἐν μέσῳ αὐτῶν. 33 Οταν όμως επέλθη η καταστροφή, τότε θα ειπούν· Ιδού, ήλθεν η καταστροφή. Τοτε θα μάθουν και θα πεισθούν, ότι συ ήσο προφήτης ανάμεσα εις αυτούς, αλλά δεν σε επρόσεξαν. 33 Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἡ ἐκπλήρωσις τῶν λόγων σου περὶ τῆς τιμωρίας τοῦ Ἰσραήλ, θὰ εἰποῦν: « Ἰδοὺ ἔφθασεν ἡ καταστροφή!»Καὶ θὰ ἐννοήσουν τότε ὅτι ἐζοῦσε ἀνάμεσά των ἕνας Προφήτης.