Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε | 1 Ωμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπε: |
2 υἱὲ ἀνθρώπου, διαμάρτυραι τῇ ῾Ιερουσαλὴμ τὰς ἀνομίας αὐτῆς | 2 “υιέ ανθρώπου, με έντονον διαμαρτυρίαν κατάστησε γνωστάς εις την Ιερουσαλήμ τας αμαρτίας της, | 2 Νὰ ὁμιλήσῃς, ἄνθρωπε, ἐντόνως καὶ νὰ δείξῃς εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὰς παρανομίας της. |
3 καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος τῇ ῾Ιερουσαλήμ· ἡ ρίζα σου καὶ ἡ γένεσίς σου ἐκ γῆς Χαναάν, ὁ πατήρ σου ᾿Αμορραῖος, καὶ ἡ μήτηρ σου Χετταία. | 3 και θα πης προς αυτήν αυτά λέγει. ο Κυριος εις την Ιερουσαλήμ· Η ρίζα σου και η καταγωγή σου προέρχονται από την γην Χαναάν, ο πατέρας σου είναι Αμορραίος, η μητέρα σου είναι Χετταία. | 3 Νὰ εἰπῇς συγκεκριμένως τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ: Ἡ ρίζα σου καὶ οἱ πρόγονοί σου ἦσαν Χαναναίοι, δηλαδὴ εἰδωλολάτραι· ὁ πατέρας σου ἦτο Ἀμορραῖος καὶ ἡ μητέρα σου Χετταία.Ἔχεις εἰδωλολατρικὴν καταγωγήν. |
4 καὶ ἡ γένεσίς σου, ἐν ᾗ ἡμέρᾳ ἐτέχθης, οὐκ ἔδησας τοὺς μαστούς σου καί ἐν ὕδατι οὐκ ἐλούσθης, οὐδὲ ἁλὶ ἡλίσθης καὶ ἐν σπαργάνοις οὐκ ἐσπαργανώθης, | 4 Κατά δε την ημέραν, κατά την οποίαν εγεννήθης, δεν εδέθη το στήθος σου, δεν έλούσθης με νερό, δεν σε έτριψαν με άλατι και δεν εσπαργανώθης εις σπάργανα. | 4 Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν γέννησίν σου, τότε δηλαδὴ ποὺ παρουσιάσθης εἰς τὸν κόσμον, ἤσουν ἄθλια.Δὲν σὲ ἐφρόντισε κανείς.Δὲν ἐδέθη τὸ στῆθος σου μετὰ τὴν ἐκκοπὴν τοῦ ὀμφαλίου λώρου σου, δὲν ἐλούσθης μὲ νερὸ καθαρόν, οὔτε μὲ ἀλατόνερον, ὅπως κάμνουν οἱ Ἀνατολῖται εἰς τὰ νεογέννητα, οὔτε σὲ ἐσπαργάνωσαν μὲ τὰ φασκιά. |
5 οὐδὲ ἐφείσατο ὁ ὀφθαλμός μου ἐπὶ σοὶ τοῦ ποιῆσαί σοι ἓν ἐκ πάντων τούτων, τοῦ παθεῖν τι ἐπὶ σοί, καὶ ἀπερρίφης ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πεδίου τῇ σκολιότητι τῆς ψυχῆς σου ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐτέχθης. | 5 Δεν σε ελυπήθη το μάτι μου, ώστε να σου προσφέρω μίαν από τας περιποιήσεις αυτάς. Δεν έδειξα κάποιαν προς σε συμπάθειαν. Εξ αιτίας της διεστραμμένης καρδίας σου απερρίφθης εις ανοικτήν πεδιάδα κατά την ημέραν της γεννήσεώς σου. | 5 Κανένα βλέμμα, οὔτε καὶ τὸ ἰδικόν μου δὲν σὲ ἐλυπήθη, διὰ νὰ σοῦ προσφέρῃ κάποιαν ἀπὸ αὐτὰς τὰς πρώτας βοηθείας ποὺ παρέχονται εἰς κάθε νεογέννητον.Δὲν ἤσουν ἀξία νὰ σὲ συμπαθήσῃ κάποιος καὶ νὰ σὲ φροντίσῃ.Ἐρρίφθης ὡσὰν τὰ ἔκθετα βρέφη εἰς τὴν πεδιάδα, ἀπροστάτευτη καὶ μὲ κίνδυνον νὰ ἀποθάνῃς, λόγῳ τῆς διαστροφῆς τῆς ψυχῆς σου ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς σου. |
6 καὶ διῆλθον ἐπὶ σὲ καὶ εἶδόν σε πεφυρμένην ἐν τῷ αἵματί σου καὶ εἶπά σοι· ἐκ τοῦ αἵματός σου ζωή· | 6 Και όμως εγώ επέρασα κοντά σου. Σε είδα αιμόφυρτον με το ίδιο σου το αίμα και είπα προς σε· από το αίμα σου θα προέλθη η ζωή· | 6 Ἐπέρασα λοιπὸν Ἐγὼ καὶ ἦλθα πρὸ σὲ εἰς αὐτὴν τὴν πεδιάδα « τὴν Αἴγυπτον, ποὺ εἶναι χώρα πεδινή» καὶ σὲ εἶδα ὅπως ἤσουν βουτηγμένη εἰς τὸ αἷμα σου καὶ σοῦ εἶπα: Ἀπὸ τὸ αἷμα σου ἂς προέλθῃ ζωή, νὰ ζήσῃς! |
7 πληθύνου, καθὼς ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἀγροῦ δέδωκά σε· καὶ ἐπληθύνθης καὶ ἐμεγαλύνθης καὶ εἰσῆλθες εἰς πόλεις πόλεων· οἱ μαστοί σου ἀνωρθώθησαν, καὶ ἡ θρίξ σου ἀνέτειλε, σὺ δὲ ἦσθα γυμνὴ καὶ ἀσχημονοῦσα. | 7 αυξήσου εις πληθυσμόν. Σε έκαμα να αναβλαστήσης, όπως η χλόη του αγρού. Και επληθύνθης, εμεγάλωσες, εδοξάσθης, εισήλθες εις πόλεις πολλάς. Οι μαστοί σου ωρθώθησαν, η κόμη της κεφαλής σου έγινε πλούσια. Συ όμως ήσουνα τελείως γυμνή, ακάλυπτος και ασχημονούσα. | 7 Εἶπα νὰ αὐξηθῇς καὶ νὰ πολλαπλασιασθῇς.Σὲ ἔκαμα νὰ ἀναβλαστήσῃς, ὅπως τὰ χόρτα τὸν ἀγροῦ.Καὶ ἐπολλαπλασιάσθης πράγματι καὶ ἔγινες μέγας, πολυάριθμος λαὸς καὶ ἐγκατεστάαθης εἰς πολλὰς πόλεις.Τὸ στῆθος σου ἀνωρθώθη, ὅπως τῆς ὡρίμου γυναικός, καὶ ἀνεπτύχθησαν αἱ τρίχες σου.Ὠρίμασες σωματικῶς, ἀλλ’ ὅμως ἤσουν γνμνὴ καὶ βδελυκτὴ πνευματικῶς, διότι δὲν εἶχες λάβει γνῶσιν τοῦ θελήματός μου. |
8 καὶ διῆλθον διὰ σοῦ καὶ εἶδόν σε, καὶ ἰδοὺ καιρός σου καὶ καιρὸς καταλυόντων, καὶ διεπέτασα τὰς πτέρυγάς μου ἐπὶ σὲ καὶ ἐκάλυψα τὴν ἀσχημοσύνην σου· καὶ ὤμοσά σοι καὶ εἰσῆλθον ἐν διαθήκῃ μετὰ σοῦ, λέγει Κύριος, καὶ ἐγένου μοι. | 8 'Επερασα κοντά σου και σε είδα. Ιδού, ήλθεν ο καιρός σου, ο καιρός του γάμου σου, να ιδρύσης οικογένειαν. Απλωσα επάνω σου τας πτέρυγάς μου και εσκέπασα την ασχημίαν της γυμνότητός σου. Ωρκίσθην προς σέ, συνήψα μαζή σου διαθήκην, λέγει ο Κυριος, και έγινες έτσι ιδική μου. | 8 Ἐπέρασα λοιπὸν καὶ πάλιν πλησίον σου καὶ εἶδα ὅτι εἶχεν ἔλθει ὁ καιρός σου, ὁ καιρὸς πού, ὥριμοι, συνάπτουν γάμον οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἦσουν εἰς θέσιν νὰ συνάψω συμφωνίαν μαζί σου.Ἄπλωσα τὰ πτερά μου ἐπάνω σου « ὅπως ρίπτουν οἱ Ἀνατολῖται τὸ ἱμάτιον τῶν ἐπάνω εἰς μίαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν θέλουν νὰ λάβουν σύζυγον» καὶ ἐκάλυψα μὲ τὴν παράδοσιν τὸν Νόμου μου εἰς σὲ τὴν ἀσχήμιαν τῆς γυμνότητος σου.Σοῦ ἔδωσα μάλιστα καὶ ἔνορκον διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ εἶμαι πιστὸς ἀπέναντι σου ἔκαμα συμφωνίαν μαζί σου, λέγει ὁ Κύριος, καὶ ἔγινες πλέον ἰδική μου πόλις, καὶ ὁ λαός σου λαὸς ἰδικός μου. |
9 καὶ ἔλουσά σε ἐν ὕδατι καὶ ἀπέπλυνα τὸ αἷμά σου ἀπὸ σοῦ καὶ ἔχρισά σε ἐν ἐλαίῳ | 9 Σε ελούσά με καθαρό νερό, απέπλυνα και εκαθάρισα το αίμά σου, σε ήλειψα με αρωματικόν έλαιον. | 9 Σὲ ἔλουσα δὲ μὲ νερὸ καὶ ἐκαθάρισα καλὰ τὸ αἷμα ποὺ εἶχες ἀκόμη ἐπάνω σου λόγῳ τῆς ζωῆς σου εἰς τὴν εἰδωλολατρικὴν Αἴγυπτον, καὶ σὲ ἔχρισα μὲ λάδι « ὅπως χρίονται αὐτοὶ ποὺ ἀνήκουν εἰς Ἐμέ». |
10 καὶ ἐνέδυσά σε ποικίλα καὶ ὑπέδυσά σε ὑάκινθον καὶ ἔζωσά σε βύσσῳ καὶ περιέβαλόν σε τριχάπτῳ | 10 Σε ενέδυσα με πολύχρωμα ενδύματα, σου έδωσα εσώρρουχα υακίνθινα, σε περιέζωσα με ζώνην από βύσσον, σε περιέβαλα με λεπτόν μετάξινον μανδύαν. | 10 Σοῦ ἐφόρεσα δὲ διάφορα πολύτιμα ἐνδύματα καὶ σοῦ ἔβαλα ἐσώρουχα ἀπὸ γαλάζια πορφύραν.Σὲ ἔζωσα δὲ μὲ ζώνην πολύτιμον, ὑφασμένην μὲ λεπτὸν λινὸν ὕφασμα βύσσον, καὶ ἐκάλυψα τὴν κεφαλήν σου μὲ καλύπτραν κατεσκευασμένην μὲ λεπτὰς τρίχας.« Ὅλα ἦσαν ὡραῖα καὶ πολύτιμα, ὡσὰν τὰ ἄμφια τοῦ ἀρχιερέως». |
11 καὶ ἐκόσμημά σε κόσμῳ καὶ περιέθηκα ψέλια περὶ τὰς χεῖράς σου καὶ κάθεμα περὶ τὸν τράχηλόν σου | 11 Σε εστόλισα με κοσμήματα. Εθεσα βραχιόλια εις τα χέρια σου και περιδέραιον στον τράχηλόν σου. | 11 Σὲ ἐστόλισα ἐπίσης μὲ κοσμήματα καὶ ἔβαλα βραχιόλια εἰς τὰ χέρια σου καὶ περιδέραιον εἰς τὸν λαιμόν σου. |
12 καὶ ἔδωκα ἐνώτιον περὶ τὸν μυκτῆρά σου καὶ τροχίσκους ἐπὶ τὰ ὦτά σου καὶ στέφανον καυχήσεως ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου. | 12 Σου εδωσα δακτυλίδι δια τους ρώθωνάς σου, σκουλαρίκια δια τα αυτιά σου και λαμπρόν στέφανον επάνω εις την κεφαλήν σου. | 12 Ἔβαλα καὶ δακτυλίδι εἰς τὴν μύτην σου, σκουλαρίκια εἰς τὰ αὐτιά σου, καὶ ἕνα μεγαλοπρεπὲς καὶ ἐντυπωσιακὸν στεφάνι εἰς τὸ κεφάλι σου. |
13 καὶ ἐκοσμήθης χρυσίῳ καὶ ἀργυρίῳ, καὶ τὰ περιβόλαιά σου βύσσινα καὶ τρίχαπτα καὶ ποικίλα· σεμίδαλιν καὶ ἔλαιον καὶ μέλι ἔφαγες καὶ ἐγένου καλή σφόδρα. | 13 Εστολίσθης με χρυσόν και άργυρον, τα δε φορέματά, σου ήσαν κατασκευασμένα αυτό βύσσον και οι μανδύαι σου αυτό πολύχρωμον μέταξαν. Εφαγες σημιγδάλι και λάδι και μέλι και έγινες τάρα πολύ ωραία. | 13 Ἐστολίσθης λοιπὸν μὲ χρνσάφι καὶ ἀσῆμι, καὶ τὰ ἐνδύματά σου ἦσαν ἀπὸ ὕφασμα βύσσον καὶ ὑφασμένα μὲ τρίχες λεπτὲς καὶ πολύχρωμα.Ἐτράφης δὲ μὲ σιμιγδάλι καὶ μὲ λάδι καὶ μέλι, μὲ ὅ,τι καλύτερον δηλαδὴ ὑπῆρχε, καὶ ἔγινες ἔτσι ὡραιοτάτη. |
14 καὶ ἐξῆλθέ σου ὄνομα ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐν τῷ κάλλει σου, διότι συντετελεσμένον ἦν ἐν εὐπρεπείᾳ ἐν τῇ ὡραιότητι, ᾗ ἔταξα ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος. - | 14 Δια την ωραιότητά σου η φήμη του ονόματός σου διεδόθη μεταξύ των διαφόρων εθνών. Διότι τέλειον και άρτιον ήτο το κάλλος της ωραιότητάς σου, το οποίον εγώ σου έδωσα, λέγει ο Κυριος. | 14 Τὸ δὲ ὄνομά σου ἔγινε ἐξακουστὸν εἰς τὰ ἔθνη λόγῳ τοῦ κάλλους σου· διότι τὸ κάλλος σου αὐτὸ ἦτο τέλειον καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἡ λάμψις καὶ ὡραιότης ὅλων αὐτῶν μὲ τὰ ὁποῖα σὲ ἐπροίκισα, λέγει ὁ Κύριος. |
15 Καὶ ἐπεποίθεις ἐν τῷ κάλλει σου καὶ ἐπόρνευσας ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου καὶ ἐξέχεας τὴν πορνείαν σου ἐπὶ πάντα πάροδον, ὃ οὐκ ἔσται. | 15 Συ όμως εκυριεύθης από αλαζονείαν και αυτοπεποίθησιν δια το κάλλος σου και εκμεταλλευόμενη την φήμην σου εξετράπης εις ειδωλολατρικην πορνείαν. Προσέφερες την αμαρτωλότητά σου προς κάθε διεύθυνσιν, πράγμα το οποίον δεν έπρεπε ποτε να γίνη. | 15 Ἐνῷ ὅμως τὸ κάλλος αὐτὸ σοῦ τὸ ἔδωσα Ἐγώ, σὺ ὑπερηφανεύθης δι’ αὐτό, ὡσὰν νὰ ἦτο ἰδικόν σου, καὶ ἕνεκα τῆς φήμης σου κατήντησες ὡσὰν ἀναίσχυντη γυναῖκα.Ἐπρόδωσες τὴν συζυγικὴν πίστιν, ποὺ ὤφειλες πρὸς Ἐμέ, καὶ διέδωσες αὐτὴν τὴν αἰσχρὰν ἀπιστίαν σου πρὸς ὅλας τὰς διευθύνσεις, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ συμβῇ. |
16 καὶ ἔλαβες ἐκ τῶν ἱματίων σου καὶ ἐποίησας σεαυτῇ εἴδωλα ραπτὰ καὶ ἐξεπόρνευσας ἐπ᾿ αὐτά· καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃς, οὐδὲ μὴ γένηται. | 16 Επῇρες μερικά από τα φορέματά σου, τα έρραψες και κατεσκεύασες δια τα είδωλα σκηνάς και εκεί παρεδόθης εις πορνείαν. Δεν έπρεπε να εισέλθης εκεί και δεν έπρεπε να γίνη κάτι τέτοιο. | 16 Ἐπῆρες δὲ ἀπὸ τὰ πολύτιμα ἐνδύματά σου, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ σοῦ εἶχα χαρίσει, καὶ κατεσκεύασες μὲ αὐτὰ εἴδωλα διὰ τὸν ἑαυτόν σου, ποὺ τὰ ἔρραψες μὲ τὰ χέρια σου, καὶ ἔδωσες τὸν ἑαυτόν σου εἰς αὐτά· τὰ ἐλάτρευσες ἀντὶ Ἐμοῦ· δὲν ἔπρεπεν ὅμως νὰ προχωρήσῃς καὶ νὰ εἰσέλθῃς εἰς τοὺς χώρους αὐτοὺς τῆς ψευδοῦς λατρείας, διότι τοῦτο ἀπηγορεύετο ρητῶς ἀπὸ τὸν Νόμον μου καὶ τὴν συμφωνίαν ποὺ ἐκάμαμεν. |
17 καὶ ἔλαβες τὰ σκεύη τῆς καυχήσεώς σου ἐκ τοῦ χρυσίου μου καὶ ἐκ τοῦ ἀργυρίου μου, ἐξ ὧν ἔδωκά σοι καὶ ἐποίησας σεαυτῇ εἰκόνας ἀρσενικὰς καὶ ἐξεπόρνευσας ἐν αὐταῖς· | 17 Επῇρες τα ωραιότατα κοσμήματά σου, τα οποία είχαν φιλοτεχνηθή από ιδικά μου χρυσίον και αργύριον, που εγώ σου είχα δώσει, και κατεσκεύασες δια τον εαυτόν σου ειδωλολατρικάς αρσενικάς εικόνας και παρεδόθης ενώπιον αυτών εις την αμαρτωλότητα. | 17 Ἐπῆρες ἀκόμη σκεύη ἀπὸ τὸν ἱερὸν Ναόν, ποὺ ἦτο ἄλλοτε τὸ καύχημά σου, κατεσκευασμένα ἀπὸ τὸ χρυσάφι μου καὶ τὸ ἀσῆμι μου, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ σοῦ ἐχάρισα, καὶ ἔφτιαξες μὲ αὐτὰ διὰ τὸν ἑαυτόν σου εἴδωλα ἀρσενικά, διὰ νὰ τὰ λατρεύῃς καὶ νὰ ἰκανοποιῆσαι μὲ αὐτὰ σύ, ἡ σύζυγός μου! |
18 καὶ ἔλαβες τὸν ἱματισμὸν τὸν ποικίλον σου καὶ περιέβαλες αὐτὰ καὶ τὸ ἔλαιόν μου καὶ τὸ θυμίαμά μου ἔθηκας πρὸ προσώπου αὐτῶν· | 18 Επῇρες τα πολύτιμα φορέματά σου και με αυτά ενέδυσες τα είδωλα και το έλαιόν μου και το θυμίαμά μου τα έθεσε εμπρός εις τα είδωλα. | 18 Ἐπῆρες καὶ τὰ πολύχρωμα ἐνδύματά σου, μὲ τὰ ὁποῖα Ἐγὼ σὲ εἶχα ἐνδύσει, καὶ τὰ ἐφόρεσες εἰς αὐτὰ τὰ εἴδωλα.Προσέφερες μάλιστα εἰς αὐτὰ καὶ τὸ ἱερὸν ἔλαιον, ποὺ ἀνῆκεν εἰς Ἐμέ, καὶ τὸ θυμίαμά μου. |
19 καὶ τοὺς ἄρτους μου, οὓς ἔδωκά σοι, σεμίδαλιν καὶ ἔλαιον καὶ μέλι ἐψώμισά σε καὶ ἔθηκας αὐτὰ πρὸ προσώπου αὐτῶν εἰς ὀσμήν εὐωδίας· καὶ ἐγένετο, λέγει Κύριος, | 19 Τους άρτου μου, τους οποίους εγώ σου είχα δώσει σημιγδάλι και έλαιον και μέλι, με τα οποία σε έθρεψα, τα έθεσες ενώπιον των ειδώλων, δια να αισθανθούν εκείνα οσμήν ευωδίας. Συνέβη όμως και κάτι άλλο φοβερώτερον, λέγει ο Κυριος. | 19 Προσέφερες καὶ τοὺς ἄρτους, ποὺ προσεφέροντο εἰς Ἐμὲ εἰς τὴν τράπεζαν τῆς Προθέσεως τῶν ἄρτων.Σοῦ εἶχα δώσει διὰ νὰ τρέφεσαι σιμιγδάλι καὶ λάδι καὶ μέλι, καὶ σὺ τὰ προσέφερες ὅλα αὐτὰ εἰς τὰ εἴδωλά σου ὡς θυσίαν εὐάρεστον εἰς αὐτά, ὡς ἄλλην ὀσμὴν εὐωδίας.Συνέβη μάλιστα, λέγει ὁ Κύριος, καὶ τὸ ἑξῆς: |
20 καὶ ἔλαβες τοὺς υἱούς σου καὶ τὰς θυγατέρας σου, ἃς ἐγέννησας, καὶ ἔθυσας αὐτὰ αὐτοῖς εἰς ἀνάλωσιν, ὡς μικρὰ ἐξεπόρνευσας, | 20 Επῇρες τους υιούς σου και τας θυγατέρας σου, τας οποίας εγέννησες, και τα προσέφερες θυσίαν ολοκαυτώματος εις τα είδωλα. Είναι, λοιπόν, μικρά αυτή η αποστασία και η παρασπονδία σου; | 20 Ἐπῆρες τοὺς υἱούς σου καὶ τὰς θυγατέρας σου, τὰς ὁποίας σὺ ἐγέννησες, καὶ προσέφερες τὰ παιδιά σου αὐτὰ εἰς τὰ εἴδωλα αὐτὰ διὰ νὰ καοῦν ὡς θυσία ὁλοκαυτώματος! Ὡσὰν νὰ ἦτο κάτι μικρὸν καὶ ἀσήμαντον, διέπραξες αὐτὴν τὴν φρικτὴν πρᾶξιν καὶ ἐκδήλωσιν τῆς πνευματικῆς ἀποστασίας σου ἀπὸ Ἐμέ! |
21 καὶ ἔσφαξας τὰ τέκνα σου καὶ ἔδωκας αὐτὰ ἐν τῷ ἀποτροπιάζεσθαί σε ἐν αὐτοῖς. | 21 Εσφαξες τα τέκνα σου και τα παρέδωσες εις την φωτιάν προς τιμήν των ειδώλων δια μίαν αποτροπαίαν εξιλεωσίν σου. | 21 Ἔφθασες εἰς τὸ σημεῖον νὰ σφάξῃς τὰ παιδιά σου καὶ νὰ τὰ προσφέρῃς εἰς τὰ εἴδωλα ὡς θυσίαν, διὰ νὰ κερδήσῃς τὴν εὔνοιάν των καὶ νὰ ἀποφύγῃς, ὅπως ἐνόμιζες, τὴν ὀργὴν καὶ τιμωρίαν των! |
22 τοῦτο παρὰ πᾶσαν τὴν πορνείαν σου, καὶ οὐκ ἐμνήσθης τῆς νηπιότητός σου, ὅτε ἦσθα γυμνὴ καὶ ἀσχημονοῦσα καὶ πεφυρμένη ἐν τῷ αἵματί σου ἔζησας. | 22 Και μέσα εις όλα αυτά τα βδελυρά σου έργα δεν ενεθυμήθης την νηπιακήν σου ηλικίαν, όταν δηλαδή ήσουνα γυμνή, συχαμερή, αιμόφυρτος και ότι έζησες, διότι εγώ σε επροστάτευσα. | 22 Τὸ διέπραξες καὶ τοῦτο τὸ φρικτὸν ἔγκλημα τῆς νηπιοκτονίας μέσα εἰς ὅλην τὴν διαφθοράν σου καὶ ἀποστασίαν σου ἀπὸ Ἐμέ! Καὶ δὲν ἐνεθυμήθης ὅτι καὶ σὺ ὑπῆρξες νήπιον, τότε ποὺ ἤσουν γυμνὴ καὶ σιχαμερή, βουτηγμένη εἰς τὸ αἷμα σου, καὶ ὅμως ἔζησες χάρις εἰς τὰς φροντίδας μου. |
23 καὶ ἐγένετο μετὰ πάσας τὰς κακίας σου, λέγει Κύριος, | 23 Επειτα δε από όλας αυτάς τας φοβεράς παρανομίας σου, λέγει ο Κυριος, | 23 Συνέβη δὲ καὶ τὸ ἑξῆς ἔπειτα ἀπὸ ὅλας τὰς κακίας σου, λέγει ὁ Κύριος: |
24 καὶ ᾠκοδόμησας σεαυτῇ οἴκημα πορνικὸν καὶ ἐποίησας σεαυτῇ ἔκθεμα ἐν πάσῃ πλατείᾳ | 24 οικοδόμησες δια τον εαυτόν σου, ειδωλολατρικόν ναόν φαυλότητος. Εκτισες δια τον εαυτόν σου εις κάθε πλατείαν δημόσια πορνικά οικήματα. | 24 Ἔκτισες διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ ναὸν διὰ τὰ εἴδωλα, διὰ νὰ λατρεύῃς ἐκεῖ αὐτὰ ἀντὶ Ἐμοῦ, ὡσὰν ἄλλη μοιχαλὶς σύζυγος, ποὺ παραδίδεται εἰς ξένον ἄνδρα· καὶ ἔκαμες διὰ σὲ βωμοὺς εἰδωλολατρικοὺς εἰς κάθε πλατεῖαν, διὰ νὰ λατρεύουν ὅλοι τὰ εἴδωλα. |
25 καὶ ἐπ᾿ ἀρχῆς πάσης ὁδοῦ ᾠκοδόμησας τὰ πορνεῖά σου καὶ ἐλυμήνω τὸ κάλλος σου καὶ διήγαγες τὰ σκέλη σου παντὶ παρόδῳ καὶ ἐπλήθυνας τὴν πορνείαν σου· | 25 Και εις την είσοδον κάθε οδού και τας γωνίας της πόλεώς σου οικοδόμησες ειδωλολατρικά κτίρια φαυλότητας και εμόλυνες κατ' αυτόν τον τρόπον το κάλλος σου. Ηνοιξες τα σκέλη σου εις κάθε διαβάτην και επλήθυνες πολύ την αμαρτωλότητά σου. | 25 Εἰς τὰς ἀφετηρίας καὶ τὰ σταυροδρόμια κάθε δρόμου ἔκτισες καὶ ἔστησες τοὺς τόπους τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων καὶ ἔτσι ἐμόλυνες τὸ κάλλος σου, τὸ ὁποῖον Ἐγὼ σοῦ εἶχα χαρίσει.Ἄνοιξες δὲ τὰ σκέλη σου εἰς κάθε περαστικὸν καὶ διέδωσες παντοῦ τὴν διαφθορὰν καὶ ἀποστασίαν σου ἀπὸ Ἐμέ. |
26 καὶ ἐξεπόρνευσας ἐπὶ τοὺς υἱοὺς Αἰγύπτου τοὺς ὁμοροῦντάς σοι τοὺς μεγαλοσάρκους καὶ πολλαχῶς ἐξεπόρνευσας τοῦ παροργίσαι με. | 26 Παρεδόθης εις την αμαρτωλότητά σου με τους γείτονας και παχυσάρκους Αιγυπτίους. Με ποικίλους τρόπους παρεδόθης μαζή των εις πορνείαν, ώστε να με κάμης να οργισθώ εναντίον σου. | 26 Συνῆψες σχέσεις καὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας Αἰγυπτίους, ποὺ ἦσαν γείτονές σου, καὶ ἐλάτρευαν οἱ εὐτραφέστατοι αὐτοὶ ἄνθρωποι μὲ μανίαν καὶ αἰσθησιασμὸν τὰ εἴδωλα.Διέπραξες δὲ πολλῶν εἰδῶν εἰδωλολατρίας διὰ νὰ μὲ ἐξοργίσῃς. |
27 ἐὰν δὲ ἐκτείνω τὴν χεῖρά μου ἐπὶ σέ, καὶ ἐξαρῶ τὰ νόμιμά σου καὶ παραδώσω εἰς ψυχὰς μισούντων σε, θυγατέρας ἀλλοφύλων τὰς ἐκκλινούσας σε ἐκ τῆς ὁδοῦ σου, ἧς ἠσέβησας. | 27 Ιδού όμως ότι εγώ θα απλώσω κατά αμετάκλητον απόφασίν μου την τιμωρόν δεξιάν μου εναντίον σου. Θα ξερριζώσω και θα πετάξω τα νόμιμα δικαιώματά σου και θα σε παραδώσω εις ανθρώπους, οι οποίοι σε μισούν, εις πόλεις των Φιλισταίων, των οποίων οι κάτοικοι, όταν βλέπουν την φοβεράν ασέβειαν εις την οποίαν εξετράπης, κοκκινίζουν από έντροπην και αλλάζουν διεύθυνσιν. | 27 Ὅμως ἦλθεν ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἀπλώσω τὸ χέρι μου ἐναντίον σου καὶ θὰ βγάλω καὶ θὰ πάρω ὅσα μου ἀνήκουν νομίμως, μὲ τὰ ὁποῖα σὲ εἶχα προικίσει.Θὰ σὲ παραδώσω δὲ εἰς ἀνθρώπους ποὺ σὲ μισοῦν καὶ εἰς τὰς θυγατέρας τῶν ἀλλοφύλων, τὰς πόλεις δηλαδὴ τῶν Φιλισταίων, ποὺ δὲν σὲ ἀκολούθησαν εἰς τὴν ἀσέβειάν σου καὶ ἀπομακρύνονται μὲ ἐντροπὴν καὶ φόβον ἀπὸ τὴν διεφθαρμένην συμπεριφοράν σου. |
28 καὶ ἐξεπόρνευσας ἐπὶ τὰς θυγατέρας ᾿Ασσοὺρ καὶ οὐδ᾿ οὕτως ἐνεπλήσθης· καὶ ἐξεπόρνευσας καὶ οὐκ ἐνεπίπλω. | 28 Παρεδόθης εις αναιδεστάτην πορνείαν εις τας πόλεις των Ασσυρίων και ούτε έτσι εχόρτασες. Εξεπόρνευσες ειδωλολατρικώς, χωρίς και να χορτάσης ποτέ. | 28 Συνῆψες ἐπίσης σχέσεις φιλικὰς μὲ τὰς εἰδωλολατρικὰς πόλεις τῆς Ἀσσυρίας καὶ δὲν ἐχόρτασες νὰ ἁμαρτάνῃς.Ἐπεδόθης μαζί των εἰς τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διαφθορὰν καὶ δὲν ἐχόρταινες! |
29 καὶ ἐπλήθυνας τὰς διαθήκας σου πρὸς γῆν Χαλδαίων καὶ οὐδὲ ἐν τούτοις ἐνεπλήσθης. | 29 Επολλαπλασίασες τας συμφωνίας σου με τους ειδωλολάτρας της γης των Χαλδαίων, αλλά ούτε και με αυτό εχόρτασες. | 29 Συνῆψες ἀκόμη πολλὰς σχέσεις φιλικὰς μὲ τοὺς κατοίκους τῆς χώρας τῶν Χαλδαίων, ποὺ ἦσαν ἔμποροι εἰδωλολάτραι, καὶ δὲν ἐχόρτασες οὔτε μὲ τὰς σχέσεις σου μὲ αὐτούς. |
30 τί διαθῶ τὴν θυγατέρα σου, λέγει Κύριος, ἐν τῷ ποιῆσαί σε πάντα ταῦτα, ἔργα γυναικὸς πόρνης; καὶ ἐξεπόρνευσας τρισσῶς ἐν ταῖς θυγατράσι σου· | 30 Τι είδους διαθήκην θα συνάψω, ω Ιερουσαλήμ, με σε και πως τώρα θα φερθώ στους κατοίκους σου, οι οποίοι διέπραξαν όλα αυτά τα βρωμερά έργα, έργα πόρνης γυναικός; Συ, Ιερουσαλήμ, δια των κατοίκων σου εξεπόρνευσας πάρα πολύ. | 30 Πῶς θὰ χειρισθῶ τοὺς κατοίκους σου, Ἱερουσαλήμ, λέγει ὁ Κύριος, τώρα ποὺ διέπραξες σὺ ὅλα αὐτά, τὰ ὀποῖα εἶναι ἔργα ἀπίστου καὶ διεφθαρμένης συζύγου; Ἐξεδήλωσες δὲ αὐτὴν τὴν ἀπιστίαν καὶ διαφθοράν σου μαζὶ μὲ τὰ προάστιά σου κατὰ τρεῖς τρόπους: |
31 τὸ πορνεῖον ᾠκοδόμησας ἐν πάσῃ ἀρχῇ ὁδοῦ καὶ τὴν βάσιν σου ἐποίησας ἐν πάσῃ πλατείᾳ καὶ ἐγένου ὡς πόρνη συνάγουσα μισθώματα. | 31 Εις την αρχήν της κάθε οδού οικοδόμησες ειδωλολατρικόν πορνείον και έκτισες κεντρικούς ειδωλολατρικούς ναούς εις κάθε πλατείαν. Ετσι δε έγινες μία πραγματική αμαρτωλός γυναίκα, η οποία παίρνει μισθόν δια τας εκτροπάς της. | 31 Εἰς κάθε ἀφετηρίαν τῶν δρόμων ἔκτισες βωμὸν εἰδωλολατρικόν.Εἰς κάθε πλατεῖαν κατεσκεύασες ναὸν εἰδωλολατρικὸν τῆς ἀρεσκείας σου καὶ κατήντησες ὡσὰν ἄλλη πόρνη ποὺ συγκεντρώνει τὰ μισθώματα τῶν πελατῶν της. |
32 ἡ γυνὴ ἡ μοιχωμένη ὁμοία σοι παρὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς λαμβάνουσα μισθώματα· | 32 Εγινες μία μοιχαλίς, η οποία παίρνει δωρεάς από τον σύζυγόν της, αλλά τας δίδει στους ξένους άνδρας ως αμοιβήν της αμαρτωλότητός της ! | 32 Εἰς σὲ ὅμως συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θλιβερώτερον: Ὅπως μία γυναῖκα ποὺ εἶναι μοιχαλὶς ὁμοία σου, λαμβάνει ἀπὸ τὸν ἄνδρα της μισθώματα, χρήματα ἢ δῶρα, |
33 πᾶσι τοῖς ἐκπορνεύσασιν αὐτὴν προσεδίδου μισθώματα, καὶ σὺ δέδωκας μισθώματα πᾶσι τοῖς ἐρασταῖς σου καὶ ἐφόρτιζες αὐτοὺς τοῦ ἔρχεσθαι πρός σε κυκλόθεν ἐν τῇ πορνείᾳ σου. | 33 Εις όλας τας εκπορνευομένας γυναίκας δίδουν συνήθως οι άνδρες τον μισθόν των. Συ όμως έδωσες εις όλους τους έραστάς σου αμοιβάς και τους υπεχρέωνες να έρχωνται εις επικοινωνίαν προς σε από όλα τα γύρω μέρη. | 33 καὶ δίδει αὐτὰ ὡς πληρωμὴν εἰς τοὺς ἐραστάς της, ἔτσι ἔκαμες καὶ σύ.Ἀντὶ νὰ παίρνῃς, ἔδιδες χρήματα εἰς τοὺς ἐραστάς σου καὶ τοὺς ἐπηρέαζες φορτικῶς νὰ ἔρχωνται πρὸς σὲ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ποὺ εὑρίσκοντο γύρω σου καὶ νὰ διαφθείρωνται μαζί σου. |
34 καὶ ἐγένετο ἐν σοὶ διεστραμμένον παρὰ τὰς γυναῖκας ἐν τῇ πορνείᾳ σου, καὶ μετὰ σοῦ πεπορνεύκασιν ἐν τῷ προσδιδόναι σε μισθώματα, καὶ σοὶ μισθώματα οὐκ ἐδόθη, καὶ ἐγένετο ἐν σοὶ διεστραμμένα. - | 34 Εγινε δηλαδή με σε κάτι το παράδοξον και αντίθετον από ο,τι συνήθως γίνεται με τας αμαρτωλάς γυναίκας. Συ, δηλαδή, έδινες αμοιβάς εις εκείνους, οι οποίοι ημάρταναν μαζή σου και δεν έδιδαν εκείνοι εις σε αμοιβήν. Ετσι δε φοβερά και διεστραμμένα συνέβησαν με σένα. | 34 Ἔγινε δηλαδὴ μὲ σὲ τὸ ἀντίθετον ἀπὸ αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὰς γυναῖκας ποὺ ἐπιδίδονται εἰς τὴν πορνείαν καὶ διαφθοράν, ὅπως σύ.Ἐνῷ οἱ ἐρασταί σου ἠμάρταναν μαζί σου καὶ ἔπρεπεν, ὡς συνήθως, νὰ σοῦ δώσουν αὐτοὶ μισθώματα καὶ νὰ σὲ πληρώσουν, ἀντιθέτως δὲν σοῦ ἐδόθη καμμία ἀμοιβὴ ἀπὸ τοὺς φίλους σου, τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἐταυτίσθης.Συνέβη ἔτσι μὲ σὲ κάτι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον πρὸς τὸ συνηθισμένον, ποὺ φανερώνει τὴν διαφθορὰν καὶ διαστροφὴν τῆς καρδίας σου. |
35 Διὰ τοῦτο, πόρνη, ἄκουε λόγον Κυρίου· | 35 Δια τούτο, συ, η πόρνη, άκουσε τώρα τον λόγον του Κυρίου. | 35 Διὰ τοῦτο ἄκουε σύ, ποὺ εἶσαι ὡσὰν πόρνη καὶ διεφθαρμένη γυναῖκα, τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: |
36 τάδε λέγει Κύριος· ἀνθ᾿ ὧν ἐξέχεας τὸν χαλκόν σου, καὶ ἀποκαλυφθήσεται ἡ αἰσχύνη ἐν τῇ πορνείᾳ σου πρὸς τοὺς ἐραστάς σου καὶ εἰς πάντα τὰ ἐνθυμήματα τῶν ἀνομιῶν σου καὶ ἐν τοῖς αἵμασι τῶν τέκνων σου, ὧν ἔδωκας αὐτοῖς. | 36 Αυτά λέγει ο Κυριος· επειδή διεσκόρπισες τα χρήματά σου και δια της πορνείας σου με τους έραστάς σου αναισχύντως απεκάλυψες την εντροπήν της γυμνότητός σου, δι' όλα τα έργα των παρανόμων επιθυμιών σου, δια τα αίματα των τέκνων σου, τα οποία παρέδωκες εις θυσίαν, | 36 Αὐτὰ λέγει πρὸς σὲ ὁ Κύριος: Ἐπειδὴ ἐσκόρπισες τὸν χαλκόν σου, καὶ τὸν τελευταίον δηλαδὴ θησαυρὸν ποὺ σοῦ ἐχάρισα, ἔπειτα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, θὰ ἀποκαλυφθῇ πλέον ἡ ἐντροπή σου διὰ τὴν διαφθορὰν μὲ τὰ ποθητά σου εἴδωλα καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐπιθυμίας τῶν παρανομιῶν σου, καθὼς ἐπίσης διὰ τὰ αἵματα τῶν παιδιῶν σου, τὰ ὁποῖα προσέφερες ὡς θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα. |
37 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σὲ συνάγω πάντας τοὺς ἐραστάς σου, ἐν οἷς ἐπεμίγης ἐν αὐτοῖς καὶ πάντας, οὓς ἠγάπησας, σὺν πᾶσιν, οἷς ἐμίσεις· καὶ συνάξω αὐτοὺς ἐπὶ σὲ κυκλόθεν καὶ ἀποκαλύψω τὰς κακίας σου πρὸς αὐτούς, καὶ ὄψονται πᾶσαν τὴν αἰσχύνην σου· | 37 δια τούτο εγώ θα εξεγείρω και θα επιφέρω εναντίον σου όλους τους εραστάς σου, με τους οποίους ήλθες εις μίξιν, και όλους εκείνους τους οποίους συ ηγαπησες, και όλους εκείνους τους οποίους συ εμισησες. Θα συναθροίσω γύρω σου και εναντίον σου όλους αυτούς και θα φανερώσω εις αυτούς τας κακίας σου και θα ιδούν και θα γνωρίσουν όλην την καταισχύνην σου. | 37 Διὰ τοῦτο θὰ συνάξω πλέον Ἐγὼ καὶ θὰ στρέψω ἐναντίΟν σου ὅλους ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶχες συνάψει φιλικάς, ἁμαρτωλὰς καὶ παρανόμους σχέσεις, καθὼς καὶ ὅλους ὅσους ἐμισοσες.Θὰ τοὺς συνάξω ὁλόγυρα ἐναντίον σου καὶ θὰ ἀποκαλύψω εἰς αὐτοὺς τὰς κακίας σου· καὶ θὰ ἰδοῦν τὴν ἐντροπὴν τῆς παρανομίας σου. |
38 καὶ ἐκδικήσω σε ἐκδικήσει μοιχαλίδος καὶ ἐκχεούσης αἷμα καὶ θήσω σε ἐν αἵματι θυμοῦ καὶ ζήλου. | 38 Θα σε τιμωρήσω με την τιμωρίαν, που επιβάλλεται εναντίον της μοιχαλίδος, και εναντίον εκείνης που χύνει αίμα. Θα σε παραδώσω εις φονικόν θυμόν και ζηλοτυπίαν. | 38 Θὰ σὲ τιμωρήσω δὲ ὅπως τιμωρεῖται ἡ μοιχαλὶς σύζυγος καὶ αὐτὴ ποὺ φονεύει κάποιον, δηλαδὴ μὲ θάνατον διὰ λιθοβολισμοῦ.Ἔτσι θὰ πέσῃ ἐπάνω σου ὁ θάνατος, ποὺ θὰ προέλθῃ ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ τὴν « συζυγικὴν ζήλειαν» μου. |
39 καὶ παραδώσω σε εἰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ κατασκάψουσι τὸ πορνεῖόν σου καὶ καθελοῦσι τὴν βάσιν σου, καὶ ἐκδύσουσί σε τὰ ἱμάτιά σου καὶ λήψονται τὰ σκεύη τῆς καυχήσεώς σου καί ἀφήσουσί σε γυμνὴν καὶ ἀσχημονοῦσαν. | 39 Θα σε παραδώσω εις τα χέρια των και αυτοί θα κατασκάψουν τα δαιμονικά τεμένη της αμαρτωλότητός σου. Θα κρημνίσουν τον ειδωλικόν σου ναόν. Θα σε γυμνώσουν από τα πολύτιμα φορέματά σου. Θα πάρουν τα λαμπρά κοσμήματά σου και θα σε αφήσουν εντελώς γυμνήν και συχαμερήν. | 39 Καὶ θὰ σὲ παραδώσω εἰς τὰ χέρια τῶν πρώην φίλων καὶ ἐχθρῶν σου, καὶ θὰ κατακρημνίσουν τοὺς χώρους ὅπου ἐλάτρευες τὰ εἴδωλα.Θὰ καταστρέψουν ἐπίσης τὸν Ναόν, ποὺ ἦτο ἄλλοτε τὸ στήριγμά σου καὶ τώρα τὸν ἔκαμες καὶ αὐτὸν τόπον λατρείας τῶν εἰδώλων.Θὰ βγάλουν δὲ τὰ ἐνδύματά σου, θὰ πάρουν τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τὴν δόξαν σου ἐν μέσῳ ὅλων τῶν λαῶν, καὶ θὰ σὲ ἀφήσουν ἐντελῶς γυμνὴν καὶ βδελυκτήν. |
40 καὶ ἄξουσιν ἐπὶ σὲ ὄχλους καὶ λιθοβολήσουσί σε ἐν λίθοις καὶ κατασφάξουσί σε ἐν τοῖς ξίφεσιν αὐτῶν. | 40 Αυτοί οι εχθροί σου θα οδηγήσουν εναντίον σου όχλους, οι οποίοι και θα σε κτυπήσουν με λίθους, θα σε κατασφάξουν με τα ξίφη των. | 40 Θὰ φέρουν δὲ αὐτοὶ ἐνντίον σου πλήθη λαοῦ, τὰ ὁποῖα θὰ σὲ θανατώσουν μὲ λιθοβολισμὸν καὶ θὰ σὲ καταξεσχίσουν μὲ τὰ ξίφη των. |
41 καὶ ἐμπρήσουσι τοὺς οἴκους σου πυρὶ καὶ ποιήσουσιν ἐν σοὶ ἐκδικήσεις ἐνώπιον γυναικῶν πολλῶν· καὶ ἀποστρέψω σε ἐκ τῆς πορνείας σου, καὶ μισθώματα οὐ μὴ δῷς οὐκέτι. | 41 Θα παραδώσουν στο πυρ τα σπίτια σου, θα σε τιμωρήσουν υπό τα όμματα πλήθους γυναικών, πλήθους άλλων πόλεων, θα σε απομακρύνω βιαίως από την αμαρτωλότητά σου και θα θέσω τέρμα εις τας πορνείας σου και δεν θα δώσης πλέον αμοιβάς στους εραστάς σου. | 41 Θὰ βάλουν ἐπίσης φωτιὰ εἰς τὰ σπίτια σου καὶ θὰ σὲ τιμωρήσουν παραδειγματικῶς ἐνώπιον τῶν κατοίκων πολλῶν πόλεων.Θὰ σὲ ἀποτραβήξω δὲ ἀπὸ τὴν διαφθορὰν τῆς λατρείας σου πρὸς τὰ εἴδωλα, καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς πλέον νὰ δίδῃς χρήματα καὶ δῶρα εἰς τοὺς παρανόμους φίλους σου. |
42 καὶ ἐπαφήσω τὸν θυμόν μου ἐπὶ σέ, καὶ ἐξαρθήσεται ὁ ζῆλός μου ἐκ σοῦ, καὶ ἀναπαύσομαι καὶ σὺ μὴ μεριμνήσω οὐκέτι. | 42 Θα αφήσω να εκσπάση εναντίον σου ο δίκαιος θυμός μου. Θα φύγη και θα διαλυθή εντελώς η μεγάλη μου αγάπη προς σέ. Θα αναπαυθώ πλέον και δεν θα έχω καμμίαν απολύτως δια σε μέριμναν. | 42 Ἔτσι θὰ ἀφήσω νὰ πέσῃ ἐπάνω σου ὁ θυμός μου, καὶ θὰ ἐκλείψῃ ἡ « συζυγικὴ ζήλεια» μου διὰ σέ.Θὰ ἱκανοποιηθῶ καὶ θὰ ἡσυχάσω μὲ τὴν τιμωρίαν σου καὶ δὲν θὰ ἀγωνιῶ πλέον διὰ σέ. |
43 ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐμνήσθης τῆς νηπιότητός σου καὶ ἐλύπεις με ἐν πᾶσι τούτοις, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ τὰς ὁδούς σου εἰς κεφαλήν σου δέδωκα, λέγει Κύριος· καὶ οὕτως ἐποίησας τὴν ἀσέβειαν ἐπὶ πάσαις ταῖς ἀνομίαις σου. | 43 Ολα δε αυτά, διότι δεν ενεθυμήθης τας ευεργεσίας, τας οποίας εγώ από της νηπιότητός σου έκαμα, και συνεχώς με ελυπούσες με όλας τας παρανομίας σου. Ιδού, λοιπόν, ότι εγώ έχω ρίψει τώρα επάνω στο κεφάλι σου τας τιμωρίας των παρανομιών σου, λέγει ο Κυριος. Διότι συ διέπραξες τρομεράν ειδωλολατρικήν ασέβειαν με όλα τα παράνομα έργα σου. | 43 Θὰ σὲ τιμωρήσω μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, διότι δὲν ἐνεθυμήθης πόσον σὲ εὐεργέτησα εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἱστορίας σου, ἀλλ' ἀντὶ τούτου μὲ ἐπίκραινες μὲ ὅλας τὰς ἀσεβείας τῆς ἀποστασίας σου ἀπὸ Ἐμέ.Ἰδοὺ πλέον ἀπεφάσισα καὶ ρίπτω εἰς τὴν κεφαλήν σου τὰς συνεπείας τῆς παρανόμου ζωῆς σου, λέγει ὁ Κύριος.Θὰ γίνῃ αὐτό, διότι ὡλοκλήρωσες τὸ μέτρον τῆς ἀσεβείας μὲ ὅλας τὰς παρανομίας σου. |
44 ταῦτά ἐστι πάντα, ὅσα εἶπαν κατὰ σοῦ ἐν παραβολῇ λέγοντες· καθὼς ἡ μήτηρ, | 44 Αυτά είναι όλα εκείνα, τα οποία είπα ότι θα συμβούν εις βάρος σου, σύμφωνα και με τον παραβολικόν νόμον· “κατά την μητέρα | 44 Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔκαμες δικαιώνουν τὴν παροιμίαν ποὺ εἶπαν ἐναντίον σου, ὅταν ἔλεγαν: « Κατὰ τὴν μάνα |
45 καὶ ἡ θυγάτηρ· θυγάτηρ τῆς μητρός σου σὺ εἶ ἡ ἀπωσαμένη τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ ἀδελφοὶ τῶν ἀδελφῶν σου τῶν ἀπωσαμένων τοὺς ἄνδρας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν· ἡ μήτηρ ὑμῶν Χετταία, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ᾿Αμορραῖος. | 45 και η κόρη”. Είσαι θυγάτηρ της μητρός σου, οποία απώθησε και εγκατέλειψε τον σύζυγόν της και τα τέκνα της. Είσαι αδελφή των αδελφών σου, αι ποίαι απώθησαν και εγκατέλειψαν τους συζύγους των και τα τέκνα των. Η μήτηρ σας είναι Χετταία και ο πατήρ σας είναι Αμορραίος. | 45 καὶ ἡ κόρη».Εἶσαι κόρη τῆς μητέρας σου, ἡ ὁποία ἀπεμάκρυνε τὸν σύζυγόν της καὶ τὰ παιδιά της.Εἶσαι καὶ ἀδελφὴ τῶν ἀδελφῶν σου, αἱ ὁποῖαι ἀπεμάκρυναν τοὺς συζύγους των καὶ τὰ παιδιά των.Ἡ μητέρα σας ἦτο Χετταία καὶ ὁ πατέρας σας Ἀμορραῖος. |
46 ἡ ἀδελφὴ ὑμῶν ἡ πρεσβυτέρα Σαμάρεια, αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς, ἡ κατοικοῦσα ἐξ εὐωνύμων σου· καὶ ἡ ἀδελφή σου ἡ νεωτέρα σου ἡ κατοικοῦσα ἐκ δεξιῶν σου Σόδομα καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς. | 46 Μεγαλύτερα σας αδελφή είναι η Σαμάρεια· αυτή και αι κωμοπόλεις της, που ευρίσκονται αριστερά σου· νεωτέρα σου αδελφή, η οποία κατοικεί εκ δεξιών σου, είναι τα Σοδομα και αι κωμοπόλεις των. | 46 Ἀδελφή σας μεγαλυτέρα εἶναι ἡ Σαμάρεια, μὲ τὰς πόλεις ποὺ τὴν περιβάλλουν, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀριστερά σου « καθὼς ἀτενίζει κάποιος πρὸς τὴν Ἀνατολήν».Ἀδελφή σου μικροτέρα, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεξιά σου, εἶναι τὰ Σόδομα καὶ αἱ πόλεις ποὺ τὰ περιβάλλουν. |
47 καὶ οὐδ᾿ ὧς ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν ἐπορεύθης, οὐδὲ κατὰ τὰς ἀνομίας αὐτῶν ἐποίησας· παρὰ μικρὸν καὶ ὑπέρκεισαι αὐτὰς ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου. | 47 Και δεν είναι μόνον ότι εβαδισες τας παρανόμους οδούς εκείνων, ούτε ότι ηρκέσθης να διαπράξης τας παρανομίας των, αλλά υπερέβαλες αυτάς εις όλας τας παρανόμους οδούς σου. | 47 Δὲν ἐμιμήθης ὅμως ὡς συγγενὴς τῶν ἁπλῶς τὴν συμπεριφοράν των, οὔτε ἔκαμες μόνον ὅσα ἔκαμαν αὐταί, ἀλλὰ τὰς ἔχεις ὑπερβάλει ὡς πρὸς ὅλας τὰς ἀσεβείας τῆς ζωῆς σου. |
48 ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, εἰ πεποίηκε Σόδομα ἡ ἀδελφή σου, αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς, ὃν τρόπον ἐποίησας σὺ καὶ αἱ θυγατέρες σου. | 48 Ορκίζομαι, λέγει ο Κυριος, και διαβεβαιώνω ότι η αδελφή σου, η πόλις των Σοδόμων και αι κωμοπόλεις της, δεν διέπραξαν τας παρανομίας, τας οποίας διέπραξας συ, ω Ιερουσαλήμ, και αι κωμοπόλεις σου. | 48 Βεβαιώνω ἐνόρκως, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι ἡ ἀδελφή σου, τὰ Σόδομα, μαζὶ μὲ τὰς πόλεις ποὺ τὴν περιβάλλουν, δὲν διέπραξε τὰς παρανομίας ποὺ διέπραξες σὺ καὶ τὰ προάστιά σου. |
49 πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς. τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῇ καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῆς, καὶ χεῖρα πτωχοῦ καὶ πένητος οὐκ ἀντελαμβάνοντο. | 49 Αλλα η παρανομία των Σοδόμων, της αδελφής σου αυτής πόλεως, ήτο η υπερηφάνεια. Μέσα εις την αφθονίαν των άρτων και του οίνου και των υλικών αγαθών εζούσεν αυτή και αι κωμοπόλεις της μίαν άσωτον και σπάταλον ζωήν. Επί πλέον υπήρχεν εις αυτήν και εις τας κωμοπόλεις της και σκληρότης, διότι δεν έδιδον εις απλωμένον χέρι του πτωχού και του πένητος καμμίαν βοήθειαν. | 49 Αὐτὸ δὲ ἦτο τὸ βασικὸν ἁμάρτημα καὶ ἡ κυρία παρανομία τῶν Σοδόμων, τῆς πόλεως αὐτῆς ποὺ εἶναι ἀδελφή σου: Ἡ ὑπερηφάνεια.Ἐζοῦσαν μέσα εἰς τὴν ἀφθονίαν τῶν τροφῶν καὶ ἔπλεαν εἰς τὸ κρασὶ καὶ ἀσώτευαν, αὐτὴ καὶ αἱ πόλεις ποὺ ἦσαν γύρω της.Αὐτὸ ἦτο τὸ γνώρισμα τῆς ζωῆς τῆς πόλεως τῶν Σοδόμων καὶ τῶν πόλεων ποὺ ἦσαν γύρω της.Οἱ κάτοικοί των ἦσαν σκληροὶ ἐγωϊσταὶ καὶ δὲν ἐβοηθοῦσαν τὸν πτωχὸν καὶ τὸν ἀδύνατον, ποὺ ἄπλωναν τὸ χέρι των καὶ ἐζητοῦσαν τὴν βοήθειάν των. |
50 καὶ ἐμεγαλαύχουν καὶ ἐποίησαν ἀνομήματα ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἐξῇρα αὐτὰς καθὼς εἶδον. | 50 Ησαν καυχηματίαι και ημάρταναν αναιδώς ενώπιόν μου. Επειδή δε εγώ έβλεπα την παράνομον αυτήν ζωήν των, τους κατέστρεψα. | 50 Ἦσαν δὲ ἀλαζόνες, ποὺ ἐκαυχῶντο διὰ τὰ πλούτη των, καὶ διέπραξαν ἀνομίας ἐνώπιόν μου, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τίποτε.Ὅταν δὲ εἶδα αὐτὴν τὴν διαγωγήν των, κατέστρεψα αὐτὰς τὰς πόλεις. |
51 καὶ Σαμάρεια κατὰ τὰς ἡμίσεις τῶν ἁμαρτιῶν σου οὐχ ἥμαρτε· καὶ ἐπλήθυνας τὰς ἀνομίας σου ὑπὲρ αὐτὰς καὶ ἐδικαίωσας τὰς ἀδελφάς σου ἐν πάσαις ταῖς ἀνομίαις σου, αἷς ἐποίησας. | 51 Η δε Σαμάρεια ούτε κατά το ήμισυ των ιδικών σου αμαρτιών δεν είχε παρασυρθή εις αμαρτίας. Συ επλήθυνες πάρα πολύ τας αμαρτίας σου, περισσότερον από αυτάς. Και έκαμες ώστε αι αδελφαί σου αυταί πόλεις να φαίνωνται δίκαιαι συγκρινόμεναι προς τας ιδικάς σου παρανομίας, τας οποίας συ διέπραξες. | 51 Ἡ δὲ Σαμάρεια δὲν διέπραξεν οὔτε τὰς μισὰς ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας ποὺ διέπραξες σύ.Σὺ ἐπλήθυνες τὰς παρανομίας σου· ἔκαμες πολὺ περισσοτέρας ἀπὸ ἐκείνας καὶ κατὰ κάποιον τρόπον, μὲ ὅλας τὰς παρανομίας ποὺ διέπραξες, δικαιώνεις καὶ ἀθωώνεις τὰς ἀδελφάς σου αὐτὰς πόλεις. |
52 καὶ σὺ κόμισαι βάσανόν σου, ἐν ᾗ ἔφθειρας τὰς ἀδελφάς σου ἐν ταῖς ἁμαρτίαις σου, αἷς ἠνόμησας ὑπὲρ αὐτάς, καὶ ἐδικαίωσας αὐτὰς ὑπὲρ σεαυτήν· καὶ σὺ αἰσχύνθητι καὶ λάβε τὴν ἀτιμίαν σου ἐν τῷ δικαιῶσαί σε τὰς ἀδελφάς σου. | 52 Παρε, λοιπόν, τώρα συ επάνω σου την εντροπήν των σφαλμάτων σου, ίμέ τα οποία διέφθειρες τας αδελφάς σου εις τας ιδικάς σου αμαρτίας, δια των οποίων παρηνόμησες περισσότερον από αυτάς. Και έτσι ανέδειξες εκείνας δικαίας συγκρινομένας προς σέ. Η εντροπή ας σε καλύψη δια τούτο. Παρε, λοιπόν, επάνω σου αυτόν τον εξευτελισμόν, διότι συ με το πλήθος των φοβερών σου παρανομιών έκαμες, ώστε να φαίνωνται δίκαιαι αι αδελφαί σου. | 52 Νὰ φορτωθῇς λοιπὸν τώρα καὶ τὴν ἐνοχὴν καὶ τὴν εὐθύνην διὰ τὴν βλάβην ποὺ ἐπροξένησες εἰς τὰς ἀδελφάς σου μὲ τὰς ἁμαρτίας σου, μὲ τὰς ὁποίας παρηνόμησες περισσότερον ἀπὸ αὐτάς, καὶ ἔδωσες ἔτσι εἰς αὐτὰς κακὸν παράδειγμα καὶ τὰς ἀπέδειξες ὀλιγώτερον ὑπευθύνους καὶ ἐνόχους ἀπὸ σέ.Καιρὸς λοιπὸν νὰ ἐντρέπεσαι καὶ νὰ φορτωθῇς τὴν ἀτίμωσίν σου, λόγῳ τοῦ ὅτι ἐδικαίωσες καὶ ἀπέδειξες μὲ τὴν ζωήν σου σχεδὸν ἀθῴας τὰς ἁμαρτωλὰς αὐτὰς ἀδελφάς σου. |
53 καὶ ἀποστρέψω τὰς ἀποστροφὰς αὐτῶν, τὴν ἀποστροφὴν Σοδόμων καὶ τῶν θυγατέρων αὐτῆς, καὶ ἀποστρέψω τὴν ἀποστροφὴν Σαμαρείας καὶ τῶν θυγατέρων αὐτῆς, καὶ ἀποστρέψω τὴν ἀποστροφήν σου ἐν μέσῳ αὐτῶν, | 53 Θα αποκαταστήσω εγώ αυτάς, θα αποκαταστήσω τα ξεπεσμένα Σοδομα και τας κωμοπόλεις, που εξαρτώνται από αυτά. Θα αποκαταστήσω την αποστατήσασαν Σαμάρειαν και τας κωμοπόλεις της. Μεταξύ δε αυτών θα αποκαταστήσω κάποτε και σέ. | 53 Λέγω δὲ ὅτι θὰ ἐπαναφέρω εἰς τὴν χώραν των τοὺς κατοίκους τῶν πόλεων αὐτῶν, ποὺ εἶχαν ἐξορισθη καὶ αἰχμαλωτισθη.Θὰ ἐπαναφέρω δηλαδὴ τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Σοδόμων καὶ τῶν πόλεων ποὺ τὰ περιβάλλουν· θὰ ἐπαναφέρω ἐπίσης τοὺς αἰχμαλώτους τῆς Σαμαρείας καὶ τῶν πόλεων ποὺ τὴν περιβάλλουν· θὰ ἐπαναφέρω δὲ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ τοὺς ἰδικούς σου ἐξορίστους καὶ αἰχμαλώτους. |
54 ὅπως κομίσῃ τὴν βάσανόν σου καὶ ἀτιμωθήσῃ ἐκ πάντων, ὧν ἐποίησας ἐν τῷ παροργίσαι με. | 54 Και τούτο, δια να πάρης και να φέρης επάνω σου την εξευτελιστικήν βάσανον, να εξευτελισθής και να καταισχυνθής δι' όλα τα αμαρτήματα, τα οποία διέπραξες και εξ αιτίας των οποίων με έκαμες να εξοργισθώ εναντίον σου. | 54 Ἔτσι θὰ βασανίζεσαι ψυχικῶς, διότι θὰ σοῦ φερθῶ ὅπως πρὸς τὰ Σόδομα καὶ τὴν Σαμάρειαν, καὶ θὰ ἀτιμασθῇς λόγῳ ὅλων αὐτῶν τῶν παρανομιῶν σου, μὲ τὰς ὁποίας μὲ παρώργισες. |
55 καὶ ἡ ἀδελφή σου Σόδομα καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς ἀποκατασταθήσονται καθὼς ἦσαν ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ Σαμάρεια καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς ἀποκατασταθήσονται καθὼς ἦσαν ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ σὺ καὶ αἱ θυγατέρες σου ἀποκατασταθήσεσθε καθὼς ἀπ᾿ ἀρχῆς ἦτε. | 55 Η αδελφή σου πόλις, τα Σοδομα και αι κωμοπόλεις της, θα αποκατασταθούν κάποτε, όπως ήσαν απ' αρχής. Και η Σαμάρεια και αι κωμοπόλεις της θα αποκατασταθούν εις την αρχικήν των κατάστασιν. Και συ και αι κωμοπόλεις σου θα αποκατασταθήτε κάποτε, καθώς υπήρξατε απ αρχής. | 55 Ἡ ἀδελφή σου, τὰ Σόδομα, καὶ αἱ πόλεις ποὺ τὴν περιβάλλουν θὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν κατάστασιν εἰς τὴν ὁποίαν ἦσαν κατ’ ἀρχάς, πρὶν ἁμαρτήσουν.Παρομοίως ἡ Σαμάρεια καὶ αἱ πόλεις ποὺ τὴν περιβάλλουν θὰ ἐπανέλθουν καὶ αὐταὶ εἰς τὴν κατάστασιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο κατ’ ἀρχάς, πρὶν ἁμαρτήσουν.Τὸ αὐτὸ θὰ συμβῇ καὶ μὲ σὲ καὶ τὰς πόλεις ποὺ σὲ περιβάλλουν.Θὰ ἐπανέλθετε εἰς τὴν κατάστασιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεσθε κατ’ ἀρχάς, πρὶν ἁμαρτήσετε. |
56 καὶ εἰ μὴ ἦν Σόδομα ἡ ἀδελφή σου εἰς ἀκοὴν ἐν τῷ στόματί σου ἐν ταῖς ἡμέραις ὑπερηφανίας σου, | 56 Μηπως και η αδελφή σου πόλις, τα Σοδομα, κατά τας ημέρας της δόξης σου, δεν ανεφέρετο δια του στόματός σου και δεν ηκούετο ως πόλις αμαρτίας, | 56 Καὶ ἐὰν ἦτο ὡσὰν νὰ μὴ ὑπῆρχε διὰ σὲ ἡ ἀδελφή σου, τὰ Σόδομα, καὶ δὲν κατεδέχεσο οὔτε νὰ ἀκουσθῇ κὰν ἀπὸ τὸ στόμα σου τὸ ὄνομά της κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἀλαζονείας σου, |
57 πρὸ τοῦ ἀποκαλυφθῆναι τὰς κακίας σου, ὃν τρόπον νῦν ὄνειδος εἶ θυγατέρων Συρίας καὶ πάντων τῶν κύκλῳ αὐτῆς, θυγατέρων ἀλλοφύλων τῶν περιεχουσῶν σε κύκλῳ; | 57 πριν φανερωθούν αι κακίαι σου, όπως συ είσαι τώρα όνειδος και εξευτελισμός ανάμεσα εις τας πόλεις της Συρίας και εις τας πόλεις των Φιλισταίων αι οποίαι υπάρχουν ολόγυρά σου; | 57 πρὶν ἀποκαλυφθοῦν αἱ παρανομίαι σου, μήπως δὲν εἶσαι σὺ τώρα ὄνειδος καὶ χλεύη τῶν πόλεων τῆς Συρίας καὶ ὅλων τῶν ἄλλων πόλεων ποὺ εἶναι γύρω της, καθὼς καὶ τῶν πόλεων τῶν Φιλισταίων, ποὺ σὲ περιζώνουν ὁλόγυρα; |
58 τὰς ἀσεβείας σου καὶ τὰς ἀνομίας σου, σὺ κεκόμισαι αὐτάς, λέγει Κύριος. | 58 Τας συνεπείας της ασεβείας σου και της παρανομίας σου θα έχης κομίσει, λέγει ο Κυριος”. | 58 Καιρὸς λοιπὸν νὰ πληρωθῇς διὰ τὰς ἀσεβείας καὶ παρανομίας σου, λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων. |
59 τάδε λέγει Κύριος· καὶ ποιήσω ἐν σοὶ καθὼς ἐποίησας, ὡς ἠτίμωσας ταῦτα τοῦ παραβῆναι τὴν διαθήκην μου. | 59 Αυτά λέγει ο Κυριος· “εγώ θα πράξω απέναντί σου, όπως συ έπραξες απεναντί μου, όπως συ κατεφρόνησες τας εντολάς μου και παρέβης την διαθήκην μου. | 59 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Θὰ σοῦ φερθῶ λοιπὸν ὅπως ἐφέρθης καὶ σὺ ἀπέναντί μου καὶ ὅπως περιεφρόνησες τὰς ἐντολάς μου καὶ κατεπάτησες τὴν Διαθήκην μου. |
60 καὶ μνησθήσομαι ἐγὼ τῆς διαθήκης μου τῆς μετὰ σοῦ ἐν ἡμέραις νηπιότητός σου καὶ ἀναστήσω σοι διαθήκην αἰώνιον. | 60 Εγώ όμως δεν θα λησμονήσω την διαθήκην μου, την οποίαν συνήψα με σέ, ότε ακόμα ήσουνα νήπιον, και θα κάμω νέαν διαθήκην με σε αιωνίαν. | 60 Θὰ ἐνθυμηθῶ ὅμως Ἐγὼ κάποτε τὴν Διαθήκην καὶ συμφωνίαν ποὺ συνῆψα μαζί σου κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς ἱστορίας σου « ὅταν ἐβγήκατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον» καὶ θὰ σοῦ κάμω ἄλλην Διαθήκην, ποὺ δὲν θὰ εἶναι προσωρινή, ὅπως ἐκείνη, ἀλλ' αἰώνιος. |
61 καὶ μνησθήσῃ τὴν ὁδόν σου καὶ ἐξατιμωθήσῃ ἐν τῷ ἀναλαβεῖν σε τὰς ἀδελφάς σου τὰς πρεσβυτέρας σου σὺν ταῖς νεωτέραις σου, καὶ δώσω αὐτάς σοι εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ ἐκ διαθήκης σου. | 61 Τοτε θα ενθυμηθής την σημερινήν αμαρτωλήν οδόν σου και θα εντροπιασθής, όταν θα αναλαβης τας αδελφάς σου πόλεις, τας αρχαιοτέρας και τας νεωτέρας, τας οποίας εγώ θα δώσω εις σέ, ώστε να τας οικοδομήσης και μορφώσης εις νέαν πνευματικήν ζωήν, οχι πλέον με την παλαιάν διαθήκην σου. | 61 Θὰ ἐνθυμηθῇς δὲ τότε τὴν σημερινὴν συμπεριφοράν σου καὶ θὰ ἀτιμασθῇς πολὺ μὲ τὸ ὅτι θὰ πάρῃς μαζί σου, ὡς ἴσας πρὸς σέ, καὶ τὰς ἀδελφάς σου πόλεις, τὰς μεγαλυτέρας σου καὶ τὰς μικροτέρας σου « Σαμάρειαν καὶ Σόδομα μὲ τὰς πόλεις ποὺ τὰς περιβάλλουν».Θὰ σοῦ τὰς δώσω μάλιστα, διὰ νὰ οἰκοδομῆσαι πνευματικῶς ἀπὸ ἂν τὰς καὶ νὰ τὰς οἰκοδομῆς καὶ σύ, καὶ ὄχι διὰ νὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ σὲ βάσει τῆς παλαιᾶς Διαθήκης σου. |
62 καὶ ἀναστήσω ἐγὼ τὴν διαθήκην μου μετὰ σοῦ, καὶ ἐπιγνώσῃ ὅτι ἐγὼ Κύριος, | 62 Εγώ θα σε ανεγείρω, θα σε αποκαταστήσω και θα συνάψω την νέαν διαθήκην μου με σε και θα μάθης τότε καλά, ότι εγώ είμαι ο Κυριος, | 62 Θὰ στήσω λοιπὸν ὑψηλὰ τὴν νέαν Διαθήκην μου μαζί σου, καὶ θὰ γνωρίσῃς τότε πολὺ καλὰ ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων. |
63 ὅπως μνησθῇς καὶ αἰσχυνθῆς, καὶ μὴ ᾖ σοι ἔτι ἀνοῖξαι τὸ στόμα σου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀτιμίας σου ἐν τῷ ἐξιλάσκεσθαί μέ σοι κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησας, λέγει Κύριος. | 63 δια να ενθυμηθής την προτέραν σου διαγωγήν και εντραπής και να μη έχστο σθένος πλέον να ανοίξης το στόμα σου εξ αιτίας της καταισχύνης σου, όταν εγώ θα σε ελεήσω και θα σε εξιλεώσω δι' όλα τα κακά, τα οποία έπραξες”; λέγει ο Κυριος. | 63 Ἡ νέα αὐτὴ Διαθήκη θὰ σὲ βοηθῇ νὰ ἐνθυμῆσαι τὴν ἕως τώρα ἀσεβῆ συμπεριφοράν σου πρὸς Ἐμὲ καὶ νὰ ἐντρέπεσαι διὰ τὸν ἑαυτόν σου.Θὰ σὲ κάμῃ μάλιστα νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου καὶ νὰ ἀρθρώσῃς λέξιν, λόγῳ τῆς ἐντροπῆς ποὺ θὰ αἰσθάνεσαι ὅταν θὰ σοῦ συγχωρήσω ὅλα ὅσα διέπραξες ἀσεβῶς καὶ παρανόμως, λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων. |