Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, κατάφαγε τὴν κεφαλίδα ταύτην καὶ πορεύθητι καὶ λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. | 1 Ο Κυριος είπε κατόπιν προς εμέ· “υιέ ανθρώπου, φάγε εξ ολοκλήρου την μεμβράνην αυτήν και έπειτα πήγαινε και ομίλησε προς τους Ισραηλίτας”. | 1 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμέ: « Ἄνθρωπε, φάγε μὲ προθυμίαν τὸν τόμον αὐτοῦ τοῦ βιβλίου καὶ πήγαινε κατόπιν νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ τοὺς μεταφέρεις τὰ λόγια μου « τὰ ὁποῖα μὲ τὴν βρῶσιν τοῦ βιβλίου θὰ ἔχουν γίνει καὶ ἰδικά σου». |
2 καὶ διήνοιξε τὸ στόμα μου, καὶ ἐψώμισέ με τὴν κεφαλίδα | 2 Ο ίδιος ο Κυριος ήνοιξε καλά το στόμα μου και με έκαμε να φάγω, ωσάν ψωμί, την μεμβράνην αυτήν, | 2 Μοῦ ἄνοιξε μάλιστα καλὰ τὸ στόμα μου ὁ Κύριος καὶ μὲ ἐβοήθησε νὰ φάγω τὸ βιβλίον. |
3 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, τὸ στόμα σου φάγεται, καὶ ἡ κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος ταύτης τῆς δεδομένης εἰς σέ. καὶ ἔφαγον αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκάζον. | 3 και μου είπε· “υιέ ανθρώπου, θα φάγης τούτο και η καρδία σου και η διάνοιά σου, το εσωτερικόν σου όλον, θα χορτάση και θα γεμίση με την μεμβράνην αυτήν, που εγώ σου δίδω”. Πράγματι έφαγον αυτήν και, καθώς έτρωγα, ησθάνθην στο στόμα μου γλυκύτητα ωσάν μέλι. | 3 Καὶ μοῦ εἶπε: « Ἄνθρωπε, τὸ στόμα σου θὰ φάγῃ καὶ ἡ κοιλία σου θὰ γεμίσῃ μὲ τὸ βιβλίον τοῦτο, τὸ ὁποῖον σοῦ ἔχει ἤδη δοθῆ».Καὶ ἔφαγα πράγματι τὸ βιβλίον· καὶ ἐνῷ ἦσαν γραμμένα εἰς αὐτὸ θρῆνοι, μοιρολόγια καὶ ἀπειλαί, ἐδοκίμασα γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα μου, ὡσὰν νὰ εἶχα φάγει μέλι. |
4 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, βάδιζε καὶ εἴσελθε πρὸς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ λάλησον τοὺς λόγους μου πρὸς αὐτούς· | 4 Ο Κυριος είπε προς εμέ· “υιέ ανθρώπου, πήγαινε, είσελθε ανάμεσα στους Ισραηλίτας και ειπέ προς αυτούς τούτους τους λύγους μου. | 4 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: « Ἄνθρωπε, πήγαινε καὶ παρουσιάσου εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ κήρυξε πρὸς αὐτοὺς τὰ λόγια μου. |
5 διότι οὐ πρὸς λαὸν βαθύχειλον καὶ βαρύγλωσσον σὺ ἐξαποστέλλῃ, πρὸς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραήλ, | 5 Δεν είναι δύσκολος η αποστολή σου, διότι δεν σε αποστέλλω εις λαόν, που ομιλεί βαρείαν και βάρδαρον και ακατάληπτον γλώσσαν, αλλά προς τους Ισραηλίτας. | 5 Μὴ διστάζῃς, διότι δὲν ἀποστέλλεσαι εἰς ξένον λαόν, εἰς λαὸν ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ γλῶσσαν σκοτεινὴν καὶ ἀκατανόητον, ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ. |
6 οὐδὲ πρὸς λαοὺς πολλοὺς ἀλλοφώνους ἢ ἀλλογλώσσους οὐδὲ στιβαροὺς τῇ γλώσσῃ ὄντας, ὧν οὐκ ἀκούσῃ τοὺς λόγους αὐτῶν· καὶ εἰ πρὸς τοιούτους ἐξαπέστειλά σε, οὗτοι ἂν εἰσήκουσάν σου. | 6 Δεν σε αποστέλλω εις πολλούς άλλους ξενόφωνους η αλλογλώσσους λαούς η εις λαούς, των οποίων η γλώσσα είναι στρυφνή και ακατάληπτος, ώστε να μη εννοής, όταν ακούης τα λόγια των. Αλλά και προς τέτοιους λαούς ακόμη, εάν σε έστελλα, εκείνοι θα ήκουαν τα λόγιά σου, τα οποία θα είναι λόγια ιδικά μου. | 6 Δὲν πρόκειται νὰ ὁμιλήσῃς εἰς λαοὺς πολλοὺς βαρβάρους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν παράξενον προφορὰν καὶ γλῶσσαν, οὔτε εἰς λαοὺς οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν τραχεῖαν καὶ ἀκατάληπτον γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἠμπορῇς νὰ ἐννοήσῃς, ἐὰν τοὺς ἀκούσῃς.Σοῦ λέγω ὅμως ὅτι, ἐὰν σὲ ἀπέστελλα νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τέτοιους ἀνθρώπους, αὐτοὶ θὰ ἐπρόσεχαν τὰ λόγια σου. |
7 ὁ δὲ οἶκος τοῦ ᾿Ισραὴλ οὐ μὴ θελήσουσιν εἰσακοῦσαί σου, διότι οὐ βούλονται εἰσακούειν μου· ὅτι πᾶς ὁ οἶκος ᾿Ισραὴλ φιλόνεικοί εἰσι καὶ σκληροκάρδιοι. | 7 Οι Ισραηλίται όμως δεν θα θελήσουν να ακούσουν και να δεχθούν τους λόγους σου, διότι δεν θέλουν να υπακούσουν εις εμέ. Διότι όλοι οι Ισραηλίται είναι φιλόνεικοι και σκληρκάρδιοι. | 7 Οἱ ἀπόγονοι ὅμως τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀρνηθοῦν πεισματικὰ νὰ σὲ ἀκούσουν, διότι δὲν ἔχουν τὴν διάθεσιν νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τοὺς λόγους μου.Λαμβάνουν δὲ αὐτὴν τὴν ἀρνητικὴν στάσιν, διότι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι φιλόνεικοι καὶ σκληροκάρδιοι. |
8 καὶ ἰδοὺ δέδωκα τὸ πρόσωπόν σου δυνατὸν κατέναντι τῶν προσώπων αὐτῶν καὶ τὸ νῖκός σου κατισχύσω κατέναντι τοῦ νίκους αὐτῶν, | 8 Δια τούτο ιδού, εγώ σου έχω δώσει δύναμιν. Θα κάμω ισχυράν και επιβλητικήν την προσωπικότητά σου, θα σου δώσω νικητήριον μαχητικήν δύναμιν πολύ μεγαλυτέραν από την αντίστασιν, που θα προβάλλουν εκείνοι. | 8 Ἐγὼ ὅμως ἰδού, ἔχω ἀποφασίσει νὰ ἐνδυναμώσω τὸ φρόνημα καὶ τὸ πρόσωπόν σου ἐνώπιον τῶν προσώπων των, ὥστε νὰ μὴ τοὺς φοβηθῇς.Καὶ θὰ ἐνισχύσω τὴν δύναμιν τοῦ χαρακτῆρος σου, ὥστε νὰ εἶναι ἀνωτέρα τῆς δυνάμεως καὶ ἀντιστάσεώς των. |
9 καὶ ἔσται διαπαντὸς κραταιότερον πέτρας. μὴ φοβηθῇς ἀπ᾿ αὐτῶν μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί. | 9 Θα είναι δε πάντοτε το πρόσωπόν σου ισχυρότερον και σταθερώτερον από τον βράχον. Μη τους φοβηθής και μη πτοηθής απέναντι αυτών, διότι αυτοί είναι λαός, ο οποίος πάντοτε με παροργίζει”. | 9 Καὶ θὰ εἶναι ὁ δυναμισμός σου ἰσχυρότερος καὶ ἀπὸ βράχον.Μὴ φοβηθῇς ἐξ αἰτίας των, οὔτε νὰ τὰ χάσῃς ἐμπρός των ἀπὸ τὰς ἀρνητικὰς ἀντιδράσεις των, διότι εἶναι λαὸς ἀτίθασος, ποὺ μοῦ προκαλεῖ πικρίαν καὶ ὀργήν». |
10 καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, πάντας τοὺς λόγους, οὓς λελάληκα μετὰ σοῦ, λαβὲ εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ τοῖς ὠσί σου ἄκουε, | 10 Ο Κυριος είπε πάλιν προς εμέ· “Υιέ ανθρώπου, όλους αυτούς τους λόγους, τους οποίους εγώ είπα προς σέ, άκουσέ τους καλά μέ τα αυτιά σου, βάλε τους μέσα εις την καρδίαν σου. | 10 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος ἐπὶ πλέον πρὸς ἐμέ: « Ἄνθρωπε, ὅλα τὰ λόγια τὰ ὁποῖα σοῦ ἔχω εἰπεῖ κατὰ τὴν ὁμιλίαν μου πρὸς σέ, βάλε τα μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ ἄκουσε τὰ καλὰ μὲ τὰ αὐτιά σου, πρόσεξε τὰ δηλαδὴ ἰδιαιτέρως καὶ μὲ διάθεσιν ὑπακοῆς. |
11 καὶ βάδιζε, εἴσελθε εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν πρὸς τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτοὺς καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐὰν ἄρα ἐνδῶσι. | 11 Πηγαινε, εισχώρησε ανάμεσα στους αιχμαλώτους συμπατριώτας σου και είπε προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· Ισως και υπακούσουν, ίσως και υποχωρήσουν από τας κακίας των. Ελεύθεροι είναι να πράξουν ο,τι θέλουν”. | 11 Πήγαινε ἔπειτα καὶ ἐμφανίσου εἰς τοὺς αἰχμαλώτους, πρὸς τοὺς συμπατριώτας σου ποὺ εἶναι αἰχμάλωτοι εἰς τοὺς Βαβυλωνίους, καὶ ὁμίλησε πρὸς αὐτοὺς καὶ εἰπὲ τους τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.Ἴσως νὰ σὲ ἀκούσουν καὶ νὰ δεχθοῦν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς αὐτὰ ποὺ θὰ τοὺς εἰπῇς». |
12 καὶ ἀνέλαβέ με πνεῦμα, καὶ ἤκουσα κατόπισθέν μου φωνὴν σεισμοῦ μεγάλου· εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ. | 12 Αμέσως Πνεύμα Κυρίου με εσήκωσεν υψηλά και ήκουσα όπισθέν μου φωνήν βροντώδη, ωσάν μεγάλου σεισμού, οποία έλεγε· “μεγάλη και χιλιοϋμνολογημένη είναι η δόξα του Κυρίου στον ιερόν τούτον τόπον”! | 12 Μετὰ ταῦτα μὲ ἐσήκωσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουσα ὀπίσω μου θόρυβον, ὡσὰν νὰ ἐγίνετο μέγας σεισμός, καὶ φωνήν, ἡ ὁποία ἔλεγεν: « Εὐλογημένη ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ἀκτινοβολεῖ εἰς τὸν τόπον Του». |
13 καὶ εἶδον φωνὴν τῶν πτερύγων τῶν ζῴων πτερυσσομένων ἑτέρα πρὸς τὴν ἑτέραν, καὶ φωνὴ τῶν τροχῶν ἐχομένη αὐτῶν καὶ φωνὴ τοῦ σεισμοῦ. | 13 Και ήκουσα την βοήν από τας πτέρυγας των υπερφυσικών εκείνων ζώντων όντων και είδα την μίαν πτέρυγα να πτερουγίζη και να πλησιάζη προς την άλλην. Ηκουσα την βοήν των τροχών πλησίον των υπερφυσικών αυτών όντων και βοήν μεγάλην, ωσάν βοήν σεισμού. | 13 Ἐπρόσεξα δὲ καλύτερα καὶ εἶδα ὅτι ὁ θόρυβος προήρχετο ἀπὸ τὴν βοὴν ποὺ ἔκαμναν τὰ πτερὰ τῶν Χερουβίμ, ποὺ ἐπτερύγιζαν τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο, καὶ ἀπὸ τὴν βοὴν τῶν τροχῶν, οἱ ὁποῖοι τὰ ἀκολουθοῦσαν.Ἡ κίνησίς των ἦτο δυναμικὴ καὶ θορυβώδης, ὡσὰν νὰ ἐγίνετο σεισμός. |
14 καὶ τὸ πνεῦμα ἐξῇρέ με καὶ ἀνέλαβέ με, καὶ ἐπορεύθην ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός μου, καὶ χεὶρ Κυρίου ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιά. | 14 Το Πνεύμα του Κυρίου με επήρε, με εσήκωσεν υψηλά· και εγώ με μεγάλην εσωτερικήν ορμήν, με ζήλον και ενθουσιασμόν επορεύθην προς τους συμπατριώτας μου, καθ' ον χρόνον η παντοδύναμος χειρ του Κυρίου ήτο μαζή μου. | 14 Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου λοιπὸν μὲ ἐσήκωσε καὶ μὲ ἀνέβασε ὑψηλά· καὶ ἐπῆγα πρὸς τοὺς συμπατριώτας μου μὲ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἀτρόμητον φρόνημα, διότι μὲ εἶχεν ἐνδυναμώσει τὸ παντοδύναμον χέρι τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχεν ἀπλωθῇ ἐπάνω μου. |
15 καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν μετέωρος καὶ περιῆλθον τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβὰρ τοὺς ὄντας ἐκεῖ καὶ ἐκάθισα ἐκεῖ ἑπτὰ ἡμέρας ἀναστρεφόμενος ἐν μέσῳ αὐτῶν. | 15 Φερόμενος επάνω στον αέρα ήλθα προς τους αιχμαλώτους συμπατριώτας μου. Εγύρισα ανάμεσα εις αυτούς, οι οποίοι κατοικούσαν και ευρίσκοντο κοντά στον ποταμόν Χοβάρ, και εκεί εκάθισα επτά ημέρας συναναστρεφόμενος συνεχώς μαζή των. | 15 Ἐπῆγα λοιπὸν ἀπὸ ἀέρος, μετέωρος, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν οἱ αἰχμάλωτοι Ἰουδαῖοι, καὶ συνήντησα ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο καὶ διέμεναν εἰς τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ Χοβάρ.Ἐκάθησα δὲ ἐκεῖ, ἀνάμεσά των, καὶ τοὺς συναναστρεφόμουν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, χωρὶς νὰ κηρύττω. |
16 Καὶ ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 16 Επειτα από τας επτά αυτάς ημέρας έγινε λόγος Κυρίου προς εμέ, ο οποίος και μου είπε· | 16 Μετὰ δὲ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας μοῦ ὡμίλησεν ὁ Κύριος καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: |
17 υἱὲ ἀνθρώπου, σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ ᾿Ισραήλ, καὶ ἀκούσῃ ἐκ στόματός μου λόγον καὶ διαπειλήσῃ αὐτοῖς παρ᾿ ἐμοῦ. | 17 “Υιέ ανθρώπου, σε έχω εγκαταστήσει φρουρόν ανάμεσα εις τους Ισραηλίτας. Θα ακούσης από το στόμα μου λόγον, με τον οποίον και θα απειλήσης αυτούς εκ μέρους μου. | 17 « Ἄνθρωπε, σὲ ἔχω ἐγκαταστήσει μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραὴλ ὡς ἄλλον σκοπόν « φρουρόν».Θὰ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα μου λόγον καὶ μὲ αὐτὸν θὰ τοὺς ἀπειλήσῃς ἐκ μέρους μου. |
18 ἐν τῷ λέγειν με τῷ ἀνόμῳ· θανάτῳ θανατωθήσῃ, καὶ οὐ διεστείλω αὐτῷ οὐδὲ ἐλάλησας τοῦ διαστείλασθαι τῷ ἀνόμῳ ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτοῦ τοῦ ζῆσαι αὐτόν, ὁ ἄνομος ἐκεῖνος τῇ ἀδικίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω. | 18 Οταν δε εγώ εξαγγέλλω απειλάς εναντίον του παρανόμου ανθρώπου και λέγω, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα θανατωθή εξ αιτίας των αμαρτιών του, εάν δεν μετανοήση, συ δε δεν θα διαμαρτυρηθής, άλλα θα υποστείλης τον εαυτόν σου και δεν θα ομιλήσης προς αυτόν εντόνως, ώστε να απομακρυνθή αυτός από τους πονηρούς δρόμους και τρόπους της ζωής του και να διαφύγη τον θάνατον και να ζήση, ο μεν παράνομος θα αποθάνη βέβαια εξ αιτίας των παρανομιών του, εγώ όμως θα ζητήσω από σε την ευθυνην δια τον θάνατον του. | 18 Ἐὰν λοιπὸν ἐγὼ ἀπειλῶ τὸν παράνομον ἄνθρωπον καὶ τοῦ λέγω θὰ τιμωρηθῇς ὁπωσδήποτε μὲ θάνατον, καὶ σύ, ὁ ἐκπρόσωπός μου, δὲν τὸν ἐνημερώνῃς καὶ δὲν διαμαρτύρεσαι, οὔτε ὁμιλῇς διὰ νὰ τὸν παρακινήσῃς εἰς μετάνοιαν, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας καὶ νὰ ζήσῃ, ὁ παράνομος ἐκεῖνος ἄνθρωπος θὰ ἀποθάνῃ ἀμετανόητος μὲ τὰς ἁμαρτίας του.Τὴν εὐθύνην ὅμως διὰ τὴν κατάληξίν του αὐτὴν θὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος δὲν τὸν ἐβοήθησες νὰ μετανοήσῃ. |
19 καὶ σὺ ἐὰν διαστείλῃ τῷ ἀνόμῳ, καὶ μὴ ἀποστρέψῃ ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, ὁ ἄνομος ἐκεῖνος ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ σὺ τὴν ψυχήν σου ρύσῃ. | 19 Εάν όμως συ εντόνως ομιλήσης προς τον παράνομον και τον προτρέψης επιμόνως να παραιτηθή από τας παρανομίας του και γενικώς από τους αμαρτωλούς τρόπους της ζωής του, ο δε παράνομος παραμείνη αμετανόητος εις την αμαρτωλήν του κατάστασιν, θα αποθάνη· συ όμως θα γλυτώσης την ζωήν σου· δεν θα τιμωρηθής, διότι έκαμες το καθήκον σου. | 19 Ἐὰν ὅμως ἐνημερώσῃς σχετικῶς τὸν παράνομον ἄνθρωπον διὰ τὰς συνεπείας τῆς ζωῆς του καὶ παρὰ ταῦτα αὐτὸς δὲν μετανοήσῃ καὶ δὲν ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν παρανομίαν του καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας ποὺ ἐζοῦσε, θὰ ἀποθάνῃ αὐτὸς μὲ τὴν ἁμαρτίαν του, χωρὶς νὰ ἔχῃς σὺ καμμίαν εὐθύνην.Θὰ σώσῃς τὴν ψυχήν σου ἀπὸ τὴν ἐνοχήν, διότι εἶχες κάμει τὸ καθῆκον σου καὶ τὸν ἐνημέρωσες διὰ τὰς συνεπείας τῆς παρανόμου ζωῆς του. |
20 καὶ ἐν τῷ ἀποστρέφειν δίκαιον ἀπὸ τῶν δικαιοσυνῶν αὐτοῦ καὶ ποιήσει παράπτωμα καὶ δώσω τὴν βάσανον εἰς πρόσωπον αὐτοῦ, αὐτὸς ἀποθανεῖται, ὅτι οὐ διεστείλω αὐτῷ, καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ ἀποθανεῖται, διότι οὐ μὴ μνησθῶσιν αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ, ἃς ἐποίησε, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω. | 20 Εάν δε και ευρεθή κάποιος δίκαιος άνθρωπος και εγκαταλείψη την ενάρετον ζωήν του, εκτροπή δε εις παραπτώματα, θα παραχωρήσω να πέση αυτός εις ταλαιπωρίας και θλίψεις. Ακόμη δε και να αποθάνη. Εάν δε συ εν τω μεταξύ δεν συστήσης εις αυτόν να απομακρυνθή από τον δρόμον της αμαρτωλότητός του, θα αποθάνη αυτός εξ αιτίας των αμαρτιών του και δεν θα ληφθούν καθόλου υπ' όψιν αι προηγούμεναι καλαί αυτού πράξεις. Την ευθύνην όμως δια τον θάνατον του εκτραπέντος αυτού δικαίου θα την ζητήσω εγώ από σέ. | 20 Ἐὰν ἐπίσης κάποιος ἐνάρετος ἄνθρωπος παρασυρθῇ καὶ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς καὶ διαπράξῃ τὸ κακόν, καὶ παραχωρήσω Ἐγὼ νὰ ἔλθῃ ἐπάνω του δοκιμασία καὶ νὰ ἀποθάνῃ, ἔχε ὑπ' ὄψιν σου τὸ ἑξῆς: Ἐὰν σὺ δὲν τὸν ἐβοήθησες νὰ μετανοήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ ἀμετανόητος μὲ τὰς ἁμαρτίας του καὶ δὲν θὰ ὑπολογισθοῦν αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ καλὰ ἔργα ποὺ εἶχε κάμει.Τὴν εὐθύνην ὅμως διὰ τὴν κατάληξίν του αὐτὴν θὰ τὴν ζητήσω ὁπωσδήποτε ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος ἀδιαφόρησες καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησες νὰ μετανοήσῃ. |
21 σὺ δὲ ἐὰν διαστείλῃ τῷ δικαίῳ τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν, καὶ αὐτὸς μὴ ἁμάρτῃ, ὁ δίκαιος ζωῇ ζήσεται, ὅτι διεστείλω αὐτῷ, καὶ σὺ τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν ρύσῃ. | 21 Εάν όμως συ διαμαρτυρηθής και εντόνως προτρέψης τον δίκαιον αυτόν, να παύση πλέον διαπράττων την αμαρτίαν, αυτός δε υπακούων εις σε δεν θα αμαρτήση, θα ζήση οπωσδήποτε, διότι συ συνέστησες εις αυτόν την αποφυγήν του κακού και συ ο ίδιος με τον τρόπον αυτόν θα γλυτώσης την ζωήν σου”. | 21 Ἐὰν ὅμως ἐνημερώσῃς σχετικῶς τὸν δίκαιον καὶ ἐνάρετον ἄνθρωπον, ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτήσῃ, καὶ δὲν ἁμαρτήσῃ πράγματι, τότε ὁ μὲν δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος θὰ ζῇ καὶ θὰ χαίρεται τὴν ζωήν του, διότι τὸν ἐβοήθησες νὰ ἀποφύγῃ τὸ κακὸν καὶ τὰς πικρὰς συνεπείας του, σὺ δὲ θὰ σώσῃς τὴν ψυχήν σου ἀπὸ κάθε ἐνοχήν». |
22 Καὶ ἐγένετο ἐπ᾿ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ εἶπε πρός με· ἀνάστηθι, καὶ ἔξελθε εἰς τὸ πεδίον, καὶ ἐκεῖ λαληθήσεται πρός σε. | 22 Η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου στοργική ηπλώθη επάνω μου, ο δε Κυριος μου είπε· “σήκω, πήγαινε έξω εις την πεδιάδα και εκεί θα αποκαλυφθή εις σε τι πρέπει να πράξης”. | 22 Κατόπιν τούτων ἀπλώθηκε πάλι τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ἐπάνω μου καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: « Σήκω καὶ πήγαινε ἔξω, εἰς τὴν πεδιάδα, καὶ ἐκεῖ θὰ σοῦ λεχθῇ τί πρόκειται νὰ κάμῃς». |
23 καὶ ἀνέστην καὶ ἐξῆλθον πρὸς τὸ πεδίον, καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ δόξα Κυρίου εἱστήκει καθὼς ἡ ὅρασις καὶ καθὼς ἡ δόξα Κυρίου, ἣν εἶδον ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ, καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου. | 23 Πράγματι εσηκώθηκα, αβγήκα προς την πεδιάδα και ιδού, η δόξα του Κυρίου είχε σταθή εκεί και ήτο όμοια προς την δόξαν του Κυρίου, την οποίαν εγώ είδα πλησίον εις τον ποταμόν Χοδάρ. Καταληφθείς από ιερόν δέος έπεσα με το πρόσωπόν μου στο έδαφος. | 23 Ἐσηκώθηκα λοιπὸν καὶ ἐβγῆκα πρὸς τὴν πεδιάδα.Καὶ βλέπω ἐκεῖ ἐμπρὸς μου νὰ ἔχῃ σταθῇ ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ὡμοίαζε πρὸς τὸ θέαμα καὶ τὴν δόξαν τὸν Κυρίου ποὺ εἶδα δίπλα εἰς τὸν ποταμὸν Χοβάρ.Μόλις τὴν εἶδα, ἔπεσα ἀμέσως μὲ τὸ πρόσωπόν μου κατὰ γῆς. |
24 καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ ἐμὲ πνεῦμα καὶ ἔστησέ με ἐπὶ τοὺς πόδας μου, καὶ ἐλάλησε πρός με καὶ εἶπέ μοι· εἴσελθε καὶ ἐγκλείσθητι ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου σου. | 24 Ηλθε τότε προς εμέ Πνεύμα Θεού, με εσηκωσεν όρθιον στους πόδας μου, ωμίλησε προς εμέ και μου είπε· “είσελθε και κλείσου μέσα στο σπίτι σου. | 24 Ἦλθε δὲ μέσα μου τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ μὲ ἐσήκωσε καὶ μὲ ἔστησεν εἰς τὰ πόδια μου.Μοῦ εἶπε δὲ ὁ Κύριος: « Νὰ μπῇς μέσα εἰς τὸ σπίτι σου καὶ νὰ κλεισθῇς εἰς αὐτό. |
25 καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ δέδονται ἐπὶ σὲ δεσμοί, καὶ δήσουσί σε ἐν αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκ μέσου αὐτῶν. | 25 Συ, υιέ ανθρώπου, άκουσε· έχουν ετοιμασθή δια σε δεσμά. Θα σε δέσουν με αυτά αμαρτωλοί άνθρωποι, δια να μη ημπορέσης να φύγης ανάμεσα από αυτούς. | 25 Ἔχε δὲ ὑπ’ ὄψιν σου, ἄνθρωπε, ὅτι ἔχουν ἑτοιμασθῆ καὶ σὲ περιμένουν δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ σὲ δέσουν καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ βγῇς ἀπὸ αὐτά. |
26 καὶ τὴν γλῶσσάν σου συνδήσω, καὶ ἀποκωφωθήσῃ, καὶ οὐκ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς ἄνδρα ἐλέγχοντα, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί. | 26 Και εγώ ο ίδιος θα δέσω την γλώσσάν σου, θα βωβοθής, ώστε να μη είσαι δι' αυτούς άνθρωπος, που απευθύνει ελέγχους. Διότι ο λαός αυτός είναι λαός, ο οποίος πάντοτε με εξοργίζει. | 26 Θὰ δέσω μάλιστα μαζὶ καὶ τὴν γλῶσσαν σου καὶ θὰ εἶσαι ὡσὰν κωφάλαλος.Δὲν θὰ εἶσαι πλέον δι' αὐτούς, τοὺς συμπατριώτας σου, ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς ἐλέγχῃ διὰ τὴν ζωήν των, ὥστε νὰ μετανοήσουν.Θὰ παραμένουν εἰς τὴν κατάστασίν των, διότι εἶναι λαὸς ποὺ μοῦ προκαλεῖ πικρίαν καὶ ὀργήν. |
27 καὶ ἐν τῷ λαλεῖν με πρὸς σὲ ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ὁ ἀκούων ἀκουέτω, καὶ ὁ ἀπειθῶν ἀπειθήτω, διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί. | 27 Θα έλθη όμως πάλιν καιρός, όταν εγώ θα ομιλήσω προς σε και θα ανοίξω το στόμα σου, και θα πης προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· όποιος θέλει να ακούση και να υπακούση εις τα λόγια μου, ας τα ακούση. Οποιος θέλει να φανή απειθής, ας φανή απειθής. Και θα φανούν πολλοί απειθείς, διότι ο λαός αυτός είναι λαός, ο οποίος, με πικραίνει πολύ και με εξοργίζει”. | 27 Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἡ ὡρισμένη ὥρα διὰ νὰ σοῦ ὁμιλήσω, θὰ ἀνοίξω Ἐγὼ τὸ κλειστὸν στόμα σου καὶ θὰ εἰπῇς πρὸς αὐτούς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος.Αὐτὸς ποὺ ἔχει διάθεσιν νὰ ἀκούῃ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἂς ἀκούῃ μὲ προθυμίαν καὶ μὲ πνεῦμα ὑποταγῆς καὶ συμμορφώσεως πρὸς αὐτά.Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι ἀπειθής, ἂς ἐκδηλώνῃ τὴν ἀπείθειάν του, πρᾶγμα ποὺ εἶναι σύνηθες δι’ αὐτούς, διότι εἶναι λαὸς ὁ ὁποῖος μοῦ προκαλεῖ πολλὴν πικρίαν καὶ ὀργήν». |