Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ, ἐν τῷ μηνὶ τῷ δεκάτῳ, δεκάτῃ τοῦ μηνός, λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ κατά το ένατον έτος, τον δέκατον μήνα, δεκάτην του μηνός και είπεν· | 1 Ωμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ τὴν δεκάτην ἡμέραν τοῦ δεκάτου μηνὸς τοῦ ἐνάτου ἔτους τῆς ἐξορίας μου εἰς τὴν Βαβυλωνίαν καὶ μοῦ εἶπεν: |
2 υἱὲ ἀνθρώπου, γράψον σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἡμέρας ταύτης, ἀφ' ἧς ἀπηρείσατο βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ, ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς σήμερον, | 2 “υιέ ανθρώπου, γράψε με το ίδιο σου το χέρι από όλας τας άλλας ημέρας ως ξεχωριστήν αυτήν την ημέραν, κατά την οποίαν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος έβαλε το χέρι του εναντίον της Ιερουσαλήμ κατά την σημερινήν ημέραν. | 2 Ἄνθρωπε, σημείωσε μὲ προσοχήν, διὰ νὰ ἐνθυμῆσαι τὴν ἡμέραν, τὴν ἡμέραν αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος ὕψωσε τὸ χέρι του ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ· πρόκειται διὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν σοῦ ὁμιλῶ. |
3 καὶ εἰπὸν ἐπὶ τὸν οἶκον τὸν παραπικραίνοντα παραβολὴν καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἐπίστησον τὸν λέβητα καὶ ἔγχεον εἰς αὐτὸν ὕδωρ | 3 Ειπέ στον ισραηλιτικόν λαόν, ο οποίος συνεχώς με παραπικραίνει και με παροργίζει, αυτήν την παραβολικήν εικόνα· αυτά λέγει ο Κυριος· Στήσε ένα λέβητα και χύσε μέσα εις αυτόν νερό. | 3 Νὰ εἰπῇς δὲ πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ, μεταξὺ τῶν ὁποίων ζῇς καί οἰ ὁποῖοι ἑξακολουθοῦν νὰ μὲ λυποῦν πολὺ μὲ τὴν συμπεριφορὰν τῶν, μίαν παραβολικὴν διήγησιν νὰ εἰπῇς συγκεκριμένως τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Στερέωσε εἰς τὴν βάσιν του ἕνα λέβητα καὶ χῦσε νερὸ μέσα εἰς αὐτόν. |
4 καὶ ἔμβαλε εἰς αὐτὸν τὰ διχοτομήματα, πᾶν διχοτόμημα καλόν, σκέλος καὶ ὦμον ἐκσεσαρκισμένα ἀπὸ τῶν ὀστῶν | 4 Βαλε μέσα στον λέβητα τεμαχισμένα μέρη ζώου, τα καλύτερα τεμάχια, τους μηρούς και την πλάτην, τας σάρκας μόνον χωρισμένος από τα οστά. | 4 Βέλε δὲ εἰς τὸν λέβητα αὐτὸν τεμάχια ἀπὸ σφαγμένα ζῶα, ὅλα τὰ καλὰ τεμάχια, μηροὺς καὶ πλάτην, ἀφοῦ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ τὰ κρέατα τὰ κόκκαλα. |
5 ἐξ ἐπιλέκτων κτηνῶν εἰλημμένων καὶ ὑπόκαιε τὰ ὀστᾶ ὑποκάτω αὐτῶν· ἔζεσεν ἔζεσε, καὶ ἥψηται τὰ ὀστᾶ αὐτῆς ἐν μέσῳ αὐτῆς. | 5 Αυτά θα ληφθούν από εκλεκτά ζώα. Τα οστά βάλε τα κάτω από τας σάρκας και άναψε φωτιά κάτω από τον λέβητα. Εβρασεν, εβρασεν, εψήθησαν και εκάησαν και αυτά ακόμη τα οστά, που υπήρχον μέσα στον λέβητα. | 5 Τὰ κρέατα αὐτὰ θὰ τὰ πάρῃς ἀπὸ ἐκλεκτὰ ζῶα.Τὰ κόκκαλα νὰ τὰ βάλῃς κάτω ἀπὸ τὰ κρέατα καὶ φρόντιζε νὰ καίῃ διαρκῶς ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὸν λέβητα.Καὶ πράγματι ἔβρασεν, ἔβρασε πολὺ τὸ περιεχόμενον τοῦ λέβητος, ἐψήθηκαν δὲ καὶ τὰ κόκκαλα, ποὺ ἦσαν μαζὶ μὲ τὰ κρέατα μέσα εἰς τὸν λέβητα. |
6 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ὦ πόλις αἱμάτων, λέβης ἐν ᾧ ἐστιν ἰὸς ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ ἰὸς οὐκ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῆς· κατὰ μέλος αὐτῆς ἐξήνεγκεν, οὐκ ἔπεσεν ἐπ' αὐτὴν κλῆρος. | 6 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιερουσαλήμ, πόλις γεμάτη από ανθρώπινα αίματα, συ είσαι ο λέβης, μέσα στον οποίον υπάρχει σκουριά, και η σκουριά δεν φεύγει από επάνω σου. Ενα προς ένα έβγαλες τους κατοίκους σου εις αφανισμόν. Εγινε κλήρωσις, μήπως και σωθή κανείς, και δεν έπεσε κλήρος σωτηρίας εις κανένα. | 6 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ὦ πόλις βυθισμένη εἰς τὰ αἵματα· εἶσαι ὡσὰν λέβης ποὺ ἔχει σκουριάσει.Αὐτὴ δὲ ἡ σκουριὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ δὲν ἐβγῆκε μέχρι τώρα μὲ κανένα μέσον.Δι’ αὐτὸ τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ μέλη της ἐσύρθηκαν χωρὶς διάκρισιν διὰ νὰ καταστραφοῦν δὲν ἔπεσε κλῆρος εἰς αὐτήν, ὥστε νὰ γίνῃ ἐπιλογὴ διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν. |
7 ὅτι αἷμα αὐτῆς ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐστιν, ἐπὶ λεωπετρίαν τέταχα αὐτό. οὐκ ἐκκέχυκα αὐτὸ ἐπὶ τὴν γῆν τοῦ καλύψαι ἐπ' αὐτὸ γῆν· | 7 Τα αίματα των αθώων, που εχύθησαν εν μέσω σου, εγώ διέταξα να ευρίσκωνται επάνω εις λείαν πέτραν. Δεν αφήκα να χυθούν στο έδαφος, ώστε να τα σκεπάση και να τα κρύψη το χώμα. | 7 Θὰ τιμωρηθοῦν ἀνεξαιρέτως οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, διότι τὸ αἷμα τῶν ἀθώων ποὺ ἐχύθη εἰς αὐτὴν εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον της· τὸ ἔχω βάλει μάλιστα, διὰ νὰ φαίνεται, ἐπάνω εἰς πέτραν λείαν καὶ γυμνὴν δὲν τὸ ἔχυσα εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ τὸ καλύψουν μὲ χῶμα. |
8 τοῦ ἀναβῆναι θυμὸν εἰς ἐκδίκησιν ἐκδικηθῆναι δέδωκα τὸ αἷμα αὐτῆς ἐπὶ λεωπετρίαν τοῦ μὴ καλύψαι αὐτό. | 8 Η συνεχής παρουσία του αίματος των αθώων επάνω εις την λείαν πέτραν, ώστε να μη σκεπασθούν από το χώμα του εδάφους, έχει γίνει, δια να εξεγείρη τον θυμόν μου και να αποστείλω αυστηράς τιμωρίας εναντίον σας | 8 Ἄφησα ἀκάλυπτον τὸ αἷμα ἐπάνω εἰς λείαν καὶ γυμνὴν πέτραν, διὰ νὰ θυμώσω περισσότερον, καθὼς θὰ τὸ βλέπω ἐμπρός μου, καὶ νὰ σᾶς τιμωρήσω δικαίως διὰ τὰ ἐγκλήματά σας. |
9 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· κἀγὼ μεγαλυνῶ τὸν δαλὸν | 9 Δια τούτο αυτό λέγει ο Κυριος· εγώ θα ανάψω μεγάλο δαυλί, | 9 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἐφ' ὅσον διέπραξες τόσας πολλὰς παρανομίας, θὰ ἀνάψω καὶ Ἐγὼ μεγάλον δαυλὸν |
10 καὶ πληθυνῶ τὰ ξύλα καὶ ἀνακαύσω τὸ πῦρ, ὅπως τακῇ τὰ κρέα καὶ ἐλαττωθῇ ὁ ζωμὸς | 10 θα προσθέσω πλήθος από ξύλα, θα αναζωπυρήσω και θα ενισχύσω τη φωτιά, ώστε να λυώσουν τα κρέατα, να ελαττωθή και να εξαντληθή ο ζωμός. | 10 θὰ βάλω πολλὰ ξύλα καὶ θὰ δυναμώσω τὴν φωτιά, διὰ νὰ λειώσουν τὰ κρέατα ποὺ εἶναι μέσα εἰς τὸν λέβητα καὶ νὰ ὀλιγοστεύσῃ ὁ ζωμός. |
11 καὶ στῇ ἐπὶ τοὺς ἄνθρακας, ὅπως προσκαυθῇ καὶ θερμανθῇ ὁ χαλκὸς αὐτῆς καὶ τακῇ ἐν μέσῳ ἀκαθαρσίας αὐτῆς, καὶ ἐκλίπῃ ὁ ἰὸς αὐτῆς, | 11 Και έτσι ο λέβης, ωχυρωμένη πόλις, θα μείνη επάνω στου άνθρακας αδειανός, δια να θερμανθή πολύ και πυρακτωθή ο χαλκός του λέβητος, και να λυώση εν μέσω αυτού, εν μέσω δηλαδή της πόλεως, η ακαθαρσία της και να εξαλειφθή εντελώς η σκουριά τω κατοίκων της. | 11 Θὰ μείνῃ δὲ ὁ λέβης ἐπάνω εἰς τὰ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ θὰ θερμανθῇ ὁ χαλκός του, ὥστε νὰ λειώσῃ καὶ ἡ σκουριὰ ποὺ ἔχει μέσα του καὶ νὰ ἐξαλειφθῇ ἔτσι ἡ σκουριά, ἡ διαφθορὰ δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. |
12 καὶ οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἐξ αὐτῆς πολὺς ὁ ἰὸς αὐτῆς, καταισχυνθήσεται ὁ ἰὸς αὐτῆς, | 12 Ετσι δεν θα εξέλθη πλέον από αυτήν άφθονος σκουριά, αλλά θα καταισχυνθή η σκουριά της κακία της, οι πονηροί δηλαδή κάτοικοί της. | 12 Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν θὰ βγῇ ἀπὸ αὐτὸν ἡ πολλὴ σκουριά δὲν πρόκειται δηλαδὴ νὰ διορθωθῇ ἡ Ἱερουσαλὴμ μὲ ὁποιονδήποτε, ἔστω καὶ ὀδυνηρόν, μέσον.Διὰ τοῦτο θὰ κατεντροπιασθῇ τελικῶς ἡ σκουριά της, οἱ κάτοικοί της δηλαδὴ ποὺ ἔχουν διαφθαρῇ ἀνεπανορθώτως. |
13 ἀνθ' ὧν ἐμιαίνου σύ. καὶ τί ἐὰν μὴ καθαρισθῇς ἔτι, ἕως οὗ ἐμπλήσω τὸν θυμόν μου; | 13 Από εκείνα, με τα οποία συ, η πόλις τους κατοίκους σου εμολύνεσο, ποίαν θα έχης τώρα συνέπειαν, εάν δεν καθαρισθήτε εντελώς έως την ώραν, κατά την οποίαν θα αφήσω να εκσπάση ο θυμός μου εναντίον σας; | 13 Θὰ τιμωρηθῇς δέ, διότι ἐμολύνεσο διαρκῶς σύ, ἡ ἄλλοτε ἁγία πόλις· καὶ τί θὰ γίνῃ τελικῶς, ἐὰν δὲν καθαρισθῇς πλέον ἀπὸ τὴν διαφθοράν σου; Δὲν θὰ ὁλοκληρώσω καὶ δὲν θὰ ξεχύσω ἐναντίον σου τὸν θυμόν μου; |
14 ἐγὼ Κύριος λελάληκα, καὶ ἥξει, καὶ ποιήσω, οὐ διαστελῶ οὐδὲ μὴ ἐλεήσω· κατὰ τὰς ὁδούς σου, καὶ κατὰ τὰ ἐνθυμήματά σου κρινῶ σε, λέγει Κύριος. διὰ τοῦτο ἐγὼ κρινῶ σε κατὰ τὰ αἵματά σου καὶ κατὰ τὰ ἐνθυμήματά σου κρινῶ σε, ἡ ἀκάθαρτος, ἡ ὀνομαστὴ καὶ πολλὴ τοῦ παραπικραίνειν. | 14 Εγώ, ο Κυριος ωμίλησα και αι τιμωρίαι, τας οποίας είπα θα επέλθουν εναντίον σας. Θα τα πραγματοποιήσω, δεν θα υποστείλω την τιμωρίαν, ούτε θα σας λυπηθώ. Ανάλογα με τους δρόμους και τους τρόπους της ζωής σου, ανάλογα με τας ειδωλολατρικάς διαθέσεις και επιθυμίας σου, εγώ θα σε κρίνω και θα σε δικάσω, λέγει ο Κυριος. Δια την αμετανοησίαν σου εγώ θα σε κρίνω και θα σε καταδικάσω σύμφωνα με την δικαιοσύνην, που απαιτούν τα χυθέντα αθώα αίματα. Συμφωνα με τα ειδωλολατρικάς διαθέσεις και επιθυμίας σου θα σε δικάσω, σε την ακάθαρτον, τη διαβόητον πόλιν, η οποία πολύ με έχη πικράνει και εξοργίσει”, λέγει ο Κυριος. | 14 Ἔχω ὁμιλήσει σχετικῶς μὲ αὐτὸ τὸ θέμα Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, καὶ θὰ ἔλθῃ ὁπωσδήποτε ἡ συμφορά· θὰ πραγματοποιήσω αὐτὸ ποὺ εἶπα.Δὲν θὰ ἐπιφυλαχθῶ, οὔτε θὰ λυπηθῶ.Θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ σὲ καταδικάσω, λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων, ἀναλόγως πρὸς τὴν ὅλην συμπεριφοράν σου καὶ πρὸς τὰ σχέδιά σου, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἔδειχνες προτίμησιν πρὸς τὴν ἀσέβειαν καὶ εἰδωλολατρίαν.Διὰ τοῦτο θὰ σὲ κρίνω, ἐπαναλαμβάνω, Ἐγώ, ὁ ἀκριβοδίκαιος Κριτής, διὰ τὰ αἵματα ποὺ ἔχυσες· θὰ σὲ κρίνω διὰ τὴν στροφὴν τῆς ὑπάρξεώς σου πρὸς τὰ εἴδωλα· ἔτσι θὰ κριθῇς καὶ θὰ καταδικασθῇς σύ, ἡ ἀκάθαρτος καὶ διαβόητος διὰ τὴν διαφθορὰν τῆς πόλις, ἡ ὁποία διέπραττες πολλά, διὰ νὰ λυπῇς καὶ πικραίνῃς πολὺ Ἐμέ, τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου. |
15 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 15 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε· | 15 Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν: |
16 υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ ἐγὼ λαμβάνω ἐκ σοῦ τὰ ἐπιθυμήματα τῶν ὀφθαλμῶν σου ἐν παρατάξει· οὐ μὴ κοπῇς οὐδ' οὐ μὴ κλαυσθῇς. | 16 “υιέ ανθρώπου, ιδού εγώ παίρνω με την σειράν το ένα μετά το άλλο και αφαιρώ από σε όλα, όσα επιθυμούν οι οφθαλμοί σου. Δι' αυτά δεν θα εκσπάσης εις κοπετούς, ούτε και θα κλαύσης | 16 Ἄνθρωπε, ἰδοὺ ἐγὼ θὰ πάρω τώρα ξαφνικά, ὡσὰν νὰ ἦτο εἰς πολεμικὴν σύρραξιν καὶ νὰ ἐκτυπήθη ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, ὅ,τι ποθοῦν πολὺ τὰ μάτια σου, δηλαδὴ τὴν σύζυγόν σου.Σὺ ὅμως δὲν πρέπει οὔτε νὰ θρηνήσῃς οὔτε νὰ κλαύσῃς. |
17 στεναγμὸς αἵματος, ὀσφύος, πένθους ἐστίν· οὐκ ἔσται τὸ τρίχωμά σου συμπεπλεγμένον ἐπὶ σὲ καὶ τὰ ὑποδήματά σου ἐν τοῖς ποσί σου, οὐ μὴ παρακληθῇς ἐν χείλεσιν αὐτῶν καὶ ἄρτον ἀνδρῶν οὐ μὴ φάγῃς. | 17 Μονον βαθύν εσωτερικόν στεναγμόν θα αισθανθής, που θα παραλύη την οσφύν σου, στεναγμόν πένθους. Αι τρίχες της κεφαλής σου δεν θα πλεχθούν, όπως συνηθίζεται εις περιστάσεις πένθους, και τα υποδήματά σου θα ευρίσκωνται πάντοτε στους πόδας σου. Δεν θα δεχθής παρηγορίαν από χείλη ανθρώπων και άρτον τον οποίον συνήθως άνδρες φέρουν εις περιστάσεις πένθους προς παρηγορίαν, δε θα φάγης”. | 17 Τὸ πένθος σου θὰ εἶναι ἐσωτερικόν, βαθύ, στεναγμὸς τῆς καρδίας σου διὰ τὸ συγγενικὸν πρόσωπον ποὺ θὰ χάσῃς, καὶ πόνος εἰς τὴν ὀσφύν σου, δηλαδὴ εἰς τὸν ὅλον ἐσωτερικόν σου κόσμον.Δὲν θὰ πλεχθοῦν μὲ σκόνην τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς σου, ὅπως γίνεται συνήθως εἰς τὸ πένθος, καὶ θὰ φορῇς κανονικὰ τὰ ὑποδήματά σου εἰς τὰ πόδια σου.Δὲν θὰ δεχθῇς συλλυπητήρια ἀπὸ χείλη ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ φάγῃς τροφὰς ποὺ θὰ σοῦ στείλουν ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ θελήσουν νὰ σοῦ συμπαρασταθοῦν. |
18 καὶ ἐλάλησα πρὸς τὸν λαὸν τὸ πρωΐ, ὃν τρόπον ἐνετείλατό μοι, καὶ ἀπέθανεν ἡ γυνή μου ἑσπέρας, καὶ ἐποίησα τὸ πρωΐ ὃν τρόπον ἐπετάγη μοι. | 18 Εγώ ο προφήτης τα είπα αυτά στον ισραηλιτικόν λαόν κατά την πρωΐαν, όπως ο Κυριος με είχε διατάξει. Την εσπέραν της ιδίας ημέρας πέθανεν η γυνή μου και την επομενην πρωΐαν έπραξα ο,τι με είχε διατάξει ο Κυριος. | 18 Ὡμίλησα πράγματι τὸ πρωῒ εἰς τὸν λαὸν καὶ εἶπα ὅσα μὲ διέταξεν ὁ Κύριος, καὶ τὸ βράδυ ἀπέθανεν αἰφνιδίως ἡ σύζυγός μου.Καὶ τὸ πρωῒ ἔκαμα ὅ,τι ἀκριβῶς μὲ διέταξεν ὁ Θεὸς ὡς πρὸς τὸ πένθος διὰ τὸν θάνατόν της. |
19 καὶ εἶπε πρός με ὁ λαός· οὐκ ἀναγγελεῖς ἡμῖν τί ἐστι ταῦτα, ἃ σὺ ποιεῖς; | 19 Τοτε ο ισραηλιτικός λαός με ηρώτησε· “δεν θα εξηγήσης εις ημάς τι είναι αυτά, τα οποία συ πράττεις;” | 19 Μοῦ εἶπε δὲ ὁ λαός, ποὺ εἶδεν αὐτὴν τὴν ἀπαθῆ στάσιν μου: Δὲν θὰ μᾶς φανερώσῃς τί νόημα ἔχουν αὐτὰ ποὺ κάμνεις; |
20 καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· λόγος Κυρίου ἐγένετο πρός με λέγων· | 20 Και είπα προς αυτούς· “ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε· | 20 Καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς: Ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: |
21 εἰπὸν πρὸς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ βεβηλῶ τὰ ἅγιά μου, φρύαγμα ἰσχύος ὑμῶν, ἐπιθυμήματα ὀφθαλμῶν ὑμῶν, καὶ ὑπὲρ ὧν φείδονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν· καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, οὓς ἐγκατελίπετε, ἐν ρομφαίᾳ πεσοῦνται. | 21 ειπέ στον ισραηλιτικόν λαόν, αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα παραχωρήσω, ώστε να βεβηλωθούν τα άγια πράγματά μου, του ναού και του θυσιαστηρίου, αυτά που αποτελούν την μεγάλην δύναμίν σας· πόθους και επιθυμίας των οφθαλμών σας, αυτά δια τα οποία πονούν και λυπούνται αι ψυχαί σας. Οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας, τας οποίας εγκαταλείψατε εις τα χέρια των εχθρών σας, θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας. | 21 Νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδοὺ Ἐγὼ δίδω τὴν ἄδειάν μου καὶ θὰ βεβηλωθοῦν πλέον οἱ ἅγιοι τόποι τῆς λατρείας μου, ποὺ ἦσαν τὸ καύχημα τῆς δυνάμεώς σας· ὅλα αὐτὰ ποὺ ποθοῦν πολὺ τὰ μάτια σας καὶ διὰ τὰ ὁποῖα πονοῦν αἱ ψυχαί σας.Θὰ θανατωθοῦν δὲ μὲ ρομφαίαν καὶ οἱ υἱοί σας καὶ αἱ θυγατέρες σας, τοὺς ὁποίους ἀφήσατε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅταν σᾶς ἔσυραν ἐξορίστους εἰς τὴν Βαβυλωνίαν. |
22 καὶ ποιήσετε ὃν τρόπον πεποίηκα· ἀπὸ στόματος αὐτῶν οὐ παρακληθήσεσθε καὶ ἄρτον ἀνδρῶν οὐ φάγεσθε, | 22 Τοτε θα κάμετε και σεις εκείνο, το οποίον εγώ έπραξα. Δεν θα ακούσετε παρηγορίαν από το στόμα άλλων και άρτον, τον οποίον συνήθως φέρουν προς παρηγορίαν εις περιστάσεις πένθους, δεν θα φάγετε. | 22 Θὰ κάμετε λοιπὸν καὶ σεῖς ὅ,τι ἔκαμα καὶ ἐγὼ διὰ τὸν θάνατον τῆς συζύγου μου.Δὲν θὰ παρηγορηθῆτε ἀπὸ στόμα ἀνθρώπων, οὔτε θὰ φάγετε ἀπὸ τὰς τροφὰς ἄλλων, ὅπως γίνεται συνήθως εἰς τὸ πένθος. |
23 καὶ αἱ κόμαι ὑμῶν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν, καὶ τὰ ὑποδήματα ὑμῶν ἐν τοῖς ποσὶν ὑμῶν· οὔτε μὴ κόψησθε οὔτε μὴ κλαύσητε, καὶ ἐντακήσεσθε ἐν ταῖς ἀδικίαις ὑμῶν καὶ παρακαλέσετε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. | 23 Η κόμη σας θα ευρίσκεται, όπως και προηγουμένως, επάνω στο κεφάλι σας, δεν θα πλεχθή κατά πένθιμον τρόπον και τα υποδήματά σας θα υπάρχουν, όπως και προηγουμένως, εις τα πόδια σας. Ούτε εις κοπετούς θα εκσπάσετε, ούτε και θα θρηνήσετε. Θα λυώσετε εξ αιτίας των παρανομιών σας και ο καθένας θα προσπαθή να παρηγορή τον αδελφόν του”. | 23 Τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς σας θὰ εἶναι κτενισμένα κανονικά, καὶ θὰ φορῆτε τὰ ὑποδήματά σας εἰς τὰ πόδια σας.Οὔτε θὰ θρηνήσετε οὔτε θὰ κλαύσετε.Θὰ λειώσετε ἀπὸ πόνον μέσα σας, ἐξ αἰτίας βεβαίως τῶν ἀδικιῶν καὶ ἀνομιῶν σας, καὶ θὰ παρηγορήσετε καθένας τὸν ἀδελφόν του κρυφὰ διὰ τὸν φόβον τῶν Βαβυλωνίων. |
24 καὶ ἔσται ᾿Ιεζεκιὴλ ὑμῖν εἰς τέρας· κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησα, ποιήσετε, ὅταν ἔλθῃ ταῦτα· καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος. - | 24 Ετσι εγώ, ο Ιεζεκιήλ, θα είμαι για σας ένα καταπληκτικόν και τρομερόν σημείο· εις όλα, όσα εγώ έκαμα και σεις θα πράξετε, όταν θα συμβούν αυτά. Τοτε θα μάθετε καλά, λέγει ο Κυριος, ότι εγώ είμαι ο Κυριος. | 24 Θὰ εἶναι δὲ ὁ Ἰεζεκιὴλ ἐμπρός σας ὡς παράδοξον σημεῖον.Σύμφωνα μὲ ὅλα ὅσα ἔκαμα ἐγὼ « λέγει ὁ Προφήτης» θὰ ἐνεργήσετε καὶ σεῖς, ὅταν συμβοῦν αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα.Θὰ μάθετε δὲ τότε καλὰ « λέγει ὁ Θεός» ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων. |
25 Καὶ σὺ υἱὲ ἀνθρώπου, οὐχὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ὅταν λαμβάνων τὴν ἰσχὺν παρ' αὐτῶν, τὴν ἔπαρσιν τῆς καυχήσεως αὐτῶν, τὰ ἐπιθυμήματα ὀφθαλμῶν αὐτῶν καὶ τὴν ἔπαρσιν ψυχῆς αὐτῶν, υἱοὺς αὐτῶν καὶ θυγατέρας αὐτῶν, | 25 “Ως προς σε δέ, υιέ ανθρώπου, κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν εγώ θα αφαιρέσω την δύναμιν από τους Ισραηλίτας, την έπαρσιν της αλαζονικής καυχήσεώς των, τα αντικείμενα τα οποία λαχταρούν οι οφθαλμοί των και το καμάρι της ψυχής των, τους υιούς δηλαδή και τας θυγατέρας των, τότε | 25 Καὶ σύ, ἄνθρωπε, δὲν θὰ πληροφορηθῇς τὴν θλιβερὰν εἴδησιν κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποῖον θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ αὐτοὺς τὴν δύναμίν των, τὸ ὕψος τῆς καυχήσεώς των, αὐτὰ ποὺ ποθοῦν πολὺ τὰ μάτια των, τὴν χαρὰν καὶ τὸ καύχημα τῆς ψυχῆς των, τὸν Ναὸν δηλαδὴ καὶ τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας των. |
26 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἥξει ὁ ἀνασῳζόμενος πρὸς σὲ τοῦ ἀναγγεῖλαί σοι εἰς τὰ ὦτα; | 26 κατά την ημέραν εκείνην δεν θα έλθη προς σε κάποιος, ο οποίος θα διαφύγη την καταστροφήν και θα αναγγείλη αυτά προς σέ; | 26 Εἶναι ἄλλως τε δυνατὸν νὰ ἔλθῃ κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην ἡμέραν τῆς καταστροφῆς κάποιος ποὺ θὰ διασωθῇ, διὰ νὰ σοῦ ἀναγγείλῃ προσωπικῶς τὰ γεγονότα; |
27 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ διανοιχθήσεται τὸ στόμα σου πρὸς τὸν ἀνασῳζόμενον καὶ λαλήσεις καὶ οὐ μὴ ἀποκωφωθῇς οὐκέτι· καὶ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς τέρας, καὶ ἐπιγνώσονται διότι ἐγὼ Κύριος. | 27 Κατά την ημέραν εκείνην θα ανοίξης πλατύ το στόμα σου, δια να ομιλήσης προς εκείνους, οι οποίοι θα έχουν διασωθή, θα ομιλήσης και δεν θα σιωπήσης πλέον. Θα είσαι δε δι' αυτούς έως τότε ένα καταπληκτικόν και φοβερόν σημείον. Και οι Ισραηλίται θα μάθουν τότε, ότι εγώ είμαι ο Κυριος”. | 27 Ὅταν λοιπὸν ἔλθῃ ὁ ἀγγελιοφόρος καὶ ἀκούσῃς τὴν θλιβερὰν εἴδησιν, θὰ ἀνοιχθῇ πλέον τὸ στόμα σου καὶ θὰ ὁμιλήσῃς πρὸς αὐτὸν ποὺ διεσώθη ἀπὸ τὴν καταστροφὴν καὶ ἦλθε νὰ σοῦ τὴν ἀνακοινώσῃ.Δὲν θὰ συνεχίσῃς πλέον νὰ παραμένῃς ἀμίλητος, βουβός.Θὰ εἶσαι ἔτσι παράδοξον σημάδι διὰ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ.Θὰ μάθουν δὲ τότε πολὺ καλὰ ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ ὡμίλησα καὶ ὁμιλῶ μὲ τὸ στόμα σου. |