Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ΙΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και είπε· 1 Ωμίλησε δὲ ὁ Κύριος πάλιν καὶ μοῦ εἶπεν:
2 υἱὲ ἀνθρώπου, τί ὑμῖν ἡ παραβολὴ αὕτη ἐν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ λέγοντες· οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν; 2 «“υιέ ανθρώπου, διατί υπάρχει μεταξύ σας, μεταξύ των Ισραηλιτών, αυτή η παροιμία που λέγεται· “οι πατέρες έφαγον τα άγουρα σταφύλια και τα δόντια των παιδιών αιμωδίασαν”. 2 Ἄνθρωπε, τὶ εἶναι αὐτὴ ἡ παροιμία σας ποὺ κυκλοφορεῖ μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι λέγουν: « Οἱ πατέρες ἔφαγαν ἄγουρο σταφύλι καὶ ἐμούδιασαν τὰ δόντια τῶν παιδιῶν των»;
3 ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν γένηται ἔτι λεγομένη ἡ παραβολὴ αὕτη ἐν τῷ ᾿Ισραήλ· 3 Ορκίζομαι στον εαυτόν μου, λέγει ο Κυριος, ότι δεν θα λέγεται πλέον.η παροιμία αυτή μεταξύ των Ισραηλιτών. 3 Βεβαιώνω ἐνόρκως, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ ἐξακολουθῇ νὰ λέγεται αὐτὴ ἡ παροιμία μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
4 ὅτι πᾶσαι αἱ ψυχαὶ ἐμαί εἰσιν, ὃν τρόπον ἡ ψυχὴ τοῦ πατρός, οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ υἱοῦ, ἐμαί εἰσιν· ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα, αὕτη ἀποθανεῖται. - 4 Καθε ζωή ανθρώπου είναι ιδική μου· όπως η ζωή του πατρός έτσι και η ζωή του παιδιού. Ιδικές μου είναι οι ζωές. Αυτός ο οποίος αμαρτάνει, αυτός και θα τιμωρηθή δια θανάτου. 4 Σᾶς τονίζω ἤδη ὅτι ὅλαι αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἰδικαί μου· Ἐγὼ ἔφερα εἰς τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ πατρὸς καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ υἱοῦ.Ἰδικαί μου, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι αἱ ψυχαὶ καὶ τὰς ὁρίζω Ἐγώ.Κάθε ψυχὴ λοιπὸν ἡ ὁποία ἁμαρτάνει, αὐτὴ καὶ μόνον θὰ ἀποθνῄσκῃ.
5 ῾Ο δὲ ἄνθρωπος ὃς ἔσται δίκαιος, ὁ ποιῶν κρίμα καὶ δικαιοσύνην, 5 Ο άνθρωπος όμως, ο οποίος είναι δίκαιος, αυτός ο οποίος τηρεί τας εντολάς μου και φέρεται με δικαιοσύνην, 5 Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶναι δίκαιος καὶ ἐνάρετος, ὁ ὁποῖος κρίνει καὶ φέρεται μὲ δικαιοσύνην,
6 ἐπὶ τῶν ὀρέων οὐ φάγεται καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ οὐ μὴ ἐπάρῃ πρὸς τὰ ἐνθυμήματα οἴκου ᾿Ισραὴλ καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ οὐ μὴ μιάνῃ καὶ πρὸς γυναῖκα ἐν ἀφέδρῳ οὖσαν οὐ προσεγγιεῖ 6 δεν θα φάγη ειδωλόθυτα κρέατα από τους επάνω εις τα όρη βωμούς των ειδώλων, δεν θα σηκώση τα βλέμματά του προς τα είδωλα του ειδωλολατρικού λαού, δεν θα μολύνη την γυναίκα του πλησίον του, δεν θα προσέλθη εις γυναίκα, η οποία ευρίσκεται εις τα καταμήνια της. 6 αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ δὲν θὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰ γεύματα ποὺ παραθέτουν οἱ εἰδωλολάτραι μετὰ τὰς θυσίας των εἰς τὰ ὅρη, οὔτε θὰ ὑψώσῃ τὰ βλέμματά του διὰ νὰ ἱκετεύσῃ τὰ εἴδωλα ποὺ λατρεύουν οἱ Ἰσραηλῖται· αὐτὸς ποὺ δὲν θὰ μολύνῃ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον του καὶ δὲν θὰ πλησιάσῃ καὶ ἐγγίσῃ γυναῖκα ποὺ ἔχει τὰ καταμήνιά της·
7 καὶ ἄνθρωπον οὐ μὴ καταδυναστεύσῃ, ἐνεχυρασμὸν ὀφείλοντος ἀποδώσει καὶ ἅρπαγμα οὐχ ἁρπᾶται, τὸν ἄρτον αὐτοῦ τῷ πεινῶντι δώσει καὶ γυμνὸν περιβαλεῖ 7 Δεν θα καταδυναστεύη άνθρωπον, θα αποδίδη το ενέχυρον χρεωφειλέτου πτωχού, δεν θα αρπάζη ξένα πράγματα. Θα δίδη προθύμως το ψωμί του στον πεινασμένον, και θα ενδύη τον γυμνόν. 7 ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν θὰ καταπιέσῃ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπον κάποιον συνάνθρωπόν του καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ ἐγκαίρως τὸ ἐνέχυρον ποὺ τοῦ ἔδωσεν ἕνας χρεωφειλέτης τὸν ὁ ὁποῖος δὲν θὰ ἀρπάξῃ ποτὲ κάτι ποὺ ἀνήκει εἰς ἄλλον· ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θὰ προσφέρῃ τὸ ψωμί του εἰς κάποιον πεινασμένον καὶ θὰ ἐνδύσῃ αὐτὸν ποὺ εἶναι γυμνός·
8 καὶ τὸ ἀργύριον αὐτοῦ ἐπὶ τόκῳ οὐ δώσει καὶ πλεονασμὸν οὐ λήψεται καὶ ἐξ ἀδικίας ἀποστρέψει τὴν χεῖρα αὐτοῦ, κρίμα δίκαιον ποιήσει ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πλησίον αὐτοῦ 8 Δεν θα δανείζη τα χρήματά του με τόκον, δεν θα παίρνη περισσότερα είδη από όσα έχει δώσει. Από αδίκους πράξεις θα απομακρύνη το χέρι του. Θα δικάζη και θα κρίνη δικαίως ανθρώπους, οι οποίοι έχουν διαφοράς μεταξύ των. 8 αὐτὸς ποὺ δὲν θὰ δώσῃ χρηματικὸν δάνειον μὲ τόκον καὶ δὲν θὰ πάρῃ πράγματα περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔδωσε, καὶ θὰ κρατήσῃ τὸ χέρι του μακριὰ ἀπὸ ἀδικίαν αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην τὴν τυχὸν διαφορὰν μεταξὺ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ τοῦ πλησίον του
9 καὶ τοῖς προστάγμασί μου πεπόρευται καὶ τὰ δικαιώματά μου πεφύλακται τοῦ ποιῆσαι αὐτά· δίκαιος οὗτός ἐστι, ζωῇ ζήσεται, λέγει Κύριος. - 9 Θα βαδίζη σύμφωνα με τας εντολάς μου και θα καταβάλλη κάθε προσπάθειαν και προσοχήν να τηρή τας εντολάς μου. Αυτός είναι δίκαιος και αυτός εξάπαντος θα ζήση, λέγει ο Κυριος. 9 ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ὁ ὁποῖος ἔχει ζήσει ἐν γένει συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολάς μου καὶ ἔχει προσέξει νὰ τηρῇ πάντοτε τὰ προστάγματά μου, εἶναι ἄνθρωπος δίκαιος καὶ ἐνάρετος.Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, λέγει ὁ Κύριος, θὰ ζήσῃ μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου.
10 Καὶ ἐὰν γεννήσῃ υἱὸν λοιμὸν ἐκχέοντα αἷμα καὶ ποιοῦντα ἁμαρτήματα, 10 Αυτός δε ο άνθρωπος, εάν αποκτήση υιόν διεφθαρμένον, ο οποίος χύνει αίμα αθώον και διαπράττει αμαρτήματα 10 Ἐὰν ὅμως αὐτὸς ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος ἀποκτήσῃ ἕνα πονηρὸν καὶ διεστραμμένον υἱόν, ὁ ὁποῖος φονεύει καὶ διαπράττει τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ ἁμαρτήματα
11 ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τοῦ δικαίου οὐκ ἐπορεύθη, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἔφαγε καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐμίανε 11 και δεν βαδίζει σύμφωνα με τον δρόμον του πατρός του του δικαίου, αλλά επάνω εις τα όρη τρώγει ειδωλόθυτα προ των βωμών των ειδώλων και την γυναίκα του πλησίον αυτού εμίανε, 11 καὶ δὲν ἔχει ἀκολουθήσει τὸν τρόπον ζωῆς τοῦ ἐναρέτου πατρός του, ἀλλὰ συμμετέσχεν εἰς τὰ γεύματα ποὺ προσφέρουν οἱ εἰδωλολάτραι μετὰ τὰς θυσίας των εἰς τὰ βουνά, καὶ ἐμόλυνε τὴν σύζυγον τοῦ πλησίον του,
12 καὶ πτωχὸν καὶ πένητα κατεδυνάστευσε καὶ ἅρπαγμα ἥρπασε καὶ ἐνεχυρασμὸν οὐκ ἀπέδωκε καὶ εἰς τὰ εἴδωλα ἔθετο τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἀνομίαν πεποίηκε, 12 τον δε πτωχόν και τον πένητα τον κατετυράννησε και ήρπασε βιαίως ξένα πράγματα και δεν απέδωσε το ενέχυρον πτωχού και προς τα είδωλα έστρεψε λατρευτικά τα μάτια του, αυτός έχει διαπράξει παρανομίαν. 12 καὶ κατεπίεσε κάποιον πτωχὸν καὶ ἀδύνατον συνάνθρωπόν του, καὶ ἅρπαξε ξένα ἀγαθά, καὶ δὲν ἐπέστρεψε τὸ ἐνέχυρον ποὺ τοῦ ἔδωσεν ἕνας χρεωφειλέτης του, καὶ ὕψωσε τὰ βλέμματά του ὡς ἱκέτης πρὸς τὰ εἴδωλα, διέπραξε κάτι ἀντίθετον πρὸς τὸν θεῖον Νόμον
13 μετὰ τόκου ἔδωκε καὶ πλεονασμὸν ἔλαβεν, οὗτος ζωῇ οὐ ζήσεται, πάσας τὰς ἀνομίας ταύτας ἐποίησε, θανάτῳ θανατωθήσεται, τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν ἔσται. - 13 Εδάνειζε δε τα χρήματά του με τόκον και ελάμβανε περισσότερα οπό εκείνα που έδιδε. Αυτός δεν θα ζήση πλέον, διότι έχει διαπράξει όλας αυτάς τας παρανομίας. Θα αποθάνη εξαπαντος, το αίμα του θα πέση επάνω στο κεφάλι του. 13 ἐὰν ἐδάνεισεν ἐπίσης αὐτὸς χρήματα μὲ τόκον καὶ ἐπῆρε πολὺ περισσότερα ἀγαθὰ ἀπὸ ὅσα ἔδωσε, σᾶς βεβαιώνω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν θὰ ζήσῃ ἐπὶ πολύ.Ἐφ' ὅσον διέπραξεν ὅλας αὐτὰς τὰς παρανομίας, θὰ τιμωρηθῇ ὁπωσδήποτε μὲ θάνατον.Ὁ δὲ θάνατός του θὰ ὀφείλεται εἰς τὴν ἰδικήν του κακὴν ζωήν.
14 ᾿Εὰν δὲ γεννήσῃ υἱόν, καὶ ἴδῃ πάσας τὰς ἁμαρτίας τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἃς ἐποίησε, καὶ φοβηθῇ καὶ μὴ ποιήσῃ κατ᾿ αὐτάς, 14 Εάν όμως αυτός ο αμαρτωλός και ασεβής γεννήση υιόν, αυτός δε ίδη όλας τας αμαρτίας του πατρός του, αυτάς τας οποίας εκείνος διέπραξε, θα φοβηθή δε και δεν θα πράξη σύμφωνα με αυτάς, 14 Ἐὰν δὲ ὁ πονηρὸς καὶ διεφθαρμένος αὐτὸς ἄνθρωπος ἀποκτήσῃ ἕνα υἱόν, καὶ ὁ υἱός του ἰδῇ τὰς ἁμαρτίας τοῦ πατρός του, τὰς ὁποίας διέπραξε φανερά, καὶ φοβηθῇ καὶ δὲν τὰς διαπράξῃ ὁ ἴδιος,
15 ἐπὶ τῶν ὀρέων οὐ βέβρωκε καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ οὐκ ἔθετο εἰς τὰ ἐνθυμήματα οἴκου ᾿Ισραὴλ καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ οὐκ ἐμίανε 15 δεν θα τρώγη, δηλαδή, τα ειδωλόθυτα φαγητά επάνω εις τα όρη, δεν θα προσηλώνη τα μάτια του με ευλάβειαν και σεβασμόν εις τα είδωλα του ειδωλολατρικού λαού, δεν θα μολύνη την γυναίκα του πλησίον, 15 ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἔχῃ λάβει μέρος εἰς τὰ γεύματα τῶν εἰδωλολατρῶν εἰς τὰ βουνὰ καὶ δὲν ὕψωσε τὰ βλέμματά του ὡς ἱκέτης πρὸς τὰ εἴδωλα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ δὲν ἐμόλυνε τὴν σύζυγον τοῦ πλησίον του
16 καὶ ἄνθρωπον οὐ κατεδυνάστευσε καὶ ἐνεχυρασμὸν οὐκ ἐνεχύρασε καὶ ἅρπαγμα οὐχ ἥρπασε, τὸν ἄρτον αὐτοῦ τῷ πεινῶντι ἔδωκε καὶ γυμνὸν περιέβαλε, 16 ανθρωπον δε δεν θα καταδυναστεύση, ενέχυρον πτωχού χρεωφειλέτου δεν θα λαμβάνη, δεν θα αρπάζη ξένα πράγματα, από τον άρτον αυτού θα δίνη στον πεινώντα και τον γυμνόν θα ενδύη· 16 καὶ δὲν κατεπίεσε κάποιον συνάνθρωπόν του, οὔτε ἐπῆρε ἀναγκαστικῶς τὸ ἐνέχυρον διὰ τὸ χρέος κάποιου ὀφειλέτου του, οὔτε ἅρπαξε τὰ ἀγαθὰ τοῦ ἅλλου, ἀλλὰ προσέφερε τὸ ψωμί του εἰς τὸν πεινασμένον καὶ ἐνέδυσε κάποιον γυμνὸν
17 καὶ ἀπὸ ἀδικίας ἀπέστρεψε τὴν χεῖρα αὐτοῦ, τόκον οὐδὲ πλεονασμὸν οὐκ ἔλαβε, δικαιοσύνην ἐποίησε καὶ ἐν τοῖς προστάγμασί μου ἐπορεύθη, οὐ τελευτήσει ἐν ἀδικίαις πατρὸς αὐτοῦ, ζωῇ ζήσεται. 17 θα αποστρέφη τα χέρια του πάντοτε από τας αδικίας, τόκον δεν θα παίρνη, ούτε περισσότερα από όσα έχει δανείσει θα λαμβάνη, θα πραγματοποιή δε δικαιοσύνην καθ' όλην του την ζωήν, θα πορεύεται σύμφωνα με τας εντολάς μου, αυτός δεν θα αποθάνη εξ αιτίας των αμαρτιών του πατρός του. Ασφαλώς και βεβαίως θα ζήση. 17 καὶ ἐκράτησε τὸ χέρι του μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀδικίαν καὶ δὲν ἔλαβε τόκον διὰ τὸ χρηματικὸν δάνειον ποὺ ἔδωσε, οὔτε ἀγαθὰ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔδωσε, λέγω ὅτι ὁ υἱὸς αὐτὸς τοῦ πονηροῦ πατρὸς ἔχει φερθῆ γενικῶς μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν· ἔζησε συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολάς μου.Διὰ τοῦτο δὲν πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ φορτωμένος μὲ τὰς ἀδικίας καὶ ἀσεβείας τοῦ πατρός του.Ἀντιθέτως θὰ ζῇ μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου.
18 ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ ἐὰν θλίψει θλίψῃ καὶ ἁρπάσῃ ἅρπαγμα, ἐναντία ἐποίησεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ μου καὶ ἀποθανεῖται ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτοῦ. - 18 Ο πατέρας του όμώς εάν πιέση και καταθλίψη τον πτωχόν και αρπάση βιαίως ξένα πράγματα, θα διαπράττη εν μέσω του ισραηλιτικού λαού αντίθετα από εκείνα, τα οποία πράττει ο υιός του. Αυτός θα αποθάνη ασφαλώς και βεβαίως εξ αιτίας των αμαρτιών του. 18 Ὁ πατέρας του ὅμως ἐὰν ἔχῃ καταπιέσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἔχῃ ἁρπάξει τὰ ξένα ἀγαθά, διέπραξε τὰ ἀντίθετα πρὸς τὰ ἔργα τοῦ υἱοῦ του μέσα εἰς τὸν λαόν μου, καὶ θὰ ἀποθάνῃ διὰ τοῦτο ἐξ αἰτίας τῶν ἀδικιῶν του.
19 Καὶ ἐρεῖτε· τί ὅτι οὐκ ἔλαβε τὴν ἀδικίαν ὁ υἱὸς τοῦ πατρός; ὅτι ὁ υἱὸς δικαιοσύνην καὶ ἔλεος πεποίηκε, πάντα τὰ νόμιμά μου συνετήρησε καὶ ἐποίησεν αὐτά· ζωῇ ζήσεται. 19 Και τότε θα πήτε· Διατί το παιδί δεν υπέστη την τιμωρίαν των αδικιών του πατρός του; Διότι είναι υιός δικαιοσύνης, έδειξε ευσπλαγχνίαν, ετήρησεν όλας τας εντολάς μου και τας εφήρμοσε πιστώς. Αυτός ασφαλώς και βεβαίως θα ζήση. 19 Θὰ εἰπῆτε ἴσως: « Διατὶ δὲν ἀνέλαβεν ὁ υἱὸς τὴν ἀδικίαν τοῦ πατρός του καὶ τὴν τιμωρίαν δι' αὐτήν;» Διότι, σᾶς ἀπαντῶ, ὁ υἱὸς δὲν ἐμιμήθη τὸν πατέρα του, ἔζησε μὲ δικαιοσύνην καὶ εὐσπλαγχνίαν.Ὑπελόγισε τὰ προστάγματά μου καὶ τὰ ἐφήρμοσεν.Εἶναι δίκαιον λοιπὸν νὰ ζήσῃ μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου.
20 ἡ δὲ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα ἀποθανεῖται· ὁ δὲ υἱὸς οὐ λήψεται τὴν ἀδικίαν τοῦ πατρός, οὐδὲ ὁ πατὴρ λήψεται τὴν ἀδικίαν τοῦ υἱοῦ· δικαιοσύνη δικαίου ἐπ᾿ αὐτὸν ἔσται, καὶ ἀνομία ἀνόμου ἐπ᾿ αὐτὸν ἔσται. 20 Ανθρωπος όμως ο οποίος πεισμόνως και αμετανοήτως αμαρτάνει, αυτός θα αποθάνη πολύ σύντομα. Το παιδί δεν θα πάρη επάνω του τας αδικίας του πατρός. Ούτε ο πατέρας θα είναι υπεύθυνος δια τας αδικίας του παιδιού. Η αρετή του δικαίου θα μείνη εις αυτόν κτήμα αναφαίρετον· όπως επίσης και η παρανομία του αμαρτωλού θα μένη πάντοτε εις βάρος του αμαρτωλού. 20 Ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἁμαρτάνει, αὐτὴ καὶ μόνη θὰ τιμωρῆται διὰ θανάτου.Δὲν πρόκειται, λοιπὸν νὰ ἀναλάβῃ ὁ υἱὸς τὴν ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν τοῦ πατρός του, οὔτε ὁ πατέρας νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν του υἱοῦ του.Ἡ δικαιοσύνη καὶ ἀρετὴ ἐνὸς δικαίου ἀνθρώπου θὰ ἀνήκῃ εἰς αὐτὸν καὶ μόνον, καὶ ἡ παρανομία καὶ ἀσέβεια ἐνὸς παρανόμου καὶ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου θὰ βαρύνῃ αὐτὸν καὶ μόνον.
21 καὶ ὁ ἄνομος ἐὰν ἀποστρέψῃ ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε, καὶ φυλάξηται πάσας τὰς ἐντολάς μου καὶ ποιήσῃ δικαιοσύνην καὶ ἔλεος, ζωῇ ζήσεται καὶ οὐ μὴ ἀποθάνῃ. 21 Εάν όμως ο αμαρτωλός μετανοήση και αποστροφή όλας τας αμαρτίας, τας οποίας διέπραξε, και προσπαθήση να τηρήση όλας τας εντολάς μου και να εφαρμόση δικαιοσύνην και έλεος, θα μακροημερεύση και δεν θα τιμωρηθή με πρόωρον θάνατον. 21 Ἐὰν δὲ ὁ παράνομος καὶ ἀσεβὴς ἄνθρωπος ἀλλάξῃ πορείαν καὶ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ ὅλας τὰς παρανομίας τὰς ὁποίας διέπραξε, καὶ ὑπολογίζῃ ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰς τηρῇ καὶ συμπεριφέρεται μὲ δικαιοσύνην καὶ εὐσπλαγχνίαν, θὰ ζήσῃ πλέον μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου καὶ δὲν θὰ θανατωθῇ.
22 πάντα τὰ παραπτώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐποίησεν, οὐ μνησθήσεται, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ αὐτοῦ, ᾗ ἐποίησε, ζήσεται. 22 Ολα τα αμαρτήματα, τα οποία είχε διαπράξει, δεν θα τα, ενθυμηθή πλέον ο Θεός. Χαρις δε εις την ενάρετον ζωήν του, την οποίαν ζη, θα ζήση επί μακρόν. 22 Ὅλα τὰ παραπτώματά του, τὰ ὁποῖα διέπραξε, θὰ λησμονηθοῦν.Θὰ ζήσῃ εὐτυχὴς λόγῳ τῆς ἐναρέτου ζωῆς, τὴν ὁποίαν ἔζησε μετὰ τὴν μετάνοιάν του.
23 μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Κύριος, ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν; 23 Μηπως, τάχα, εγώ θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, λέγει ο Κυριος, όπως και όσον θέλω και επιθυμώ να απαρνηθή αυτός τον αμαρτωλόν τρόπον τη ζωής, να επιστρέψη εν μετανοία προς εμέ, δια να ζήση επί μακρόν; 23 Μήπως αὐτὸ τὸ ὁποῖον Ἐγὼ ποθῶ σφοδρῶς εἶναι ὁ θάνατος τοῦ παρανόμου καὶ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου καὶ ὄχι τὸ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴν συμπεριφοράν του καὶ νὰ ζήσῃ εὐτυχῇς; Ποθῶ σφοδρῶς τὸ δεύτερον.
24 ἐν δὲ τῷ ἀποστρέψαι δίκαιον ἐκ τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ ποιῆσαι ἀδικίαν κατὰ πάσας τὰς ἀνομίας, ἃς ἐποίησεν ὁ ἄνομος, πᾶσαι αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ, ἃς ἐποίησεν, οὐ μὴ μνησθῶσιν· ἐν τῷ παραπτώματι αὐτοῦ, ᾧ παρέπεσε, καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, αἷς ἥμαρτεν, ἐν αὐταῖς ἀποθανεῖται. 24 Εάν εξ άλλου ο δίκαιος άνθρωπος εγκαταλείψη τη εναρετον αυτού ζωήν και διαπράξη αδικίας, εκτραπή εις όλας τας παρανομίας, τας οποίας διαπράττει ο ασεβής, όλαι αι αρεταί αυτού, τας οποίας έως τότε έχει κατορθώσει,δεν θα ληφθούν υπ' όψιν. Ενεκα δε των παραπτωμάτων, εις τα οποία έχει περιπέσει, και των αμαρτιών τας οποίας διέπραξε, θα τιμωρηθή δια τας αμαρτίας του αυτάς. 24 Ἐὰν ὅμως παρὰ ταῦτα κάποιος ἐνάρετος ἀποφασίσῃ ἐλευθέρως νὰ ἀλλάξῃ τὴν συμπεριφοράν του τὴν ἐνάρετον καὶ ἀρχίσῃ νὰ διαπράττῃ ἀδικίας καὶ παρανομίας, ὡσὰν ὅλας ἐκείνας τὰς παρανομίας ποὺ διέπραξεν, ὅπως προανεφέρθη, ἕνας παράνομος καὶ ἀσεβὴς ἄνθρωπος, τότε θὰ λησμονηθοῦν ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ καλαὶ πράξεις τὰς ὁποίας ἔκαμεν αὐτὸς προηγουμένως.Θὰ θανατωθῇ λόγῳ αὐτῆς τῆς καταπτώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν κατέπεσε, καὶ ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν τὰς ὁποίας διέπραξε.Θὰ τιμωρηθῇ δι’ αὐτάς.
25 καὶ εἴπατε· οὐ κατευθύνει ἡ ὁδὸς Κυρίου. ἀκούσατε δὴ πᾶς ὁ οἶκος ᾿Ισραήλ· μὴ ἡ ὁδός μου οὐ κατευθύνει; οὐχὶ ἡ ὁδὸς ὑμῶν οὐ κατευθύνει; 25 Σεις όμως είπατε και λέγετε· “Αυτός ο τρόπος της ενεργείας του Κυρίου δεν είναι ευθύς και δίκαιος”. Ακούσατε, λοιπόν, όλοι σεις οι Ισραηλίται· ο ιδικός μου τρόπος και δρόμος δεν είναι ευθύς και δίκαιος η η ιδική σας νοοτροπία και οδός δεν είναι ευθεία και δικαία; 25 Σεῖς, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, εἴπατε: « Δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ τακτικὴ τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζει ὁ Κύριος».Ἀκούσατε λοιπὸν ὅλοι σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται: Ἡ ἰδική μου τακτικὴ δὲν εἶναι ὀρθή, ἢ μήπως εἶναι λανθασμένη ἡ ἰδική σας συμπεριφορά;
26 ἐν τῷ ἀποστρέψαι τὸν δίκαιον ἐκ τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ ποιήσει παράπτωμα καὶ ἀποθάνῃ, ἐν τῷ παραπτώματι, ᾧ ἐποίησεν, ἐν αὐτῷ ἀποθανεῖται. 26 Οταν ο δίκαιος αποστραφή και απομακρυνθή από τον δρόμον της αρετής και διαπράξη αμετανοήτως το κακόν και αποθάνη ένεκα της αιτίας αυτής, εξ αιτίας των αμαρτιών τας οποίας διέπραξεν, αυτός αποθνήσκει. 26 Ἐπαναλαμβάνω: Ἐὰν ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος « ὅπως ἦσθε κάποτε σεῖς» ἀλλάξῃ ζωὴν καὶ ἐγκαταλείψῃ τὴν δικαιοσύνην καὶ ἀρετὴν καὶ διαπράξῃ παραπτώματα καὶ θανατωθῇ, ὁ θάνατός του θὰ ὀφείλεται εἰς τὴν ἀσέβειαν τὴν ὁποίαν διέπραξεν.
27 καὶ ἐν τῷ ἀποστρέψαι ἄνομον ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ, ἧς ἐποίησε, καὶ ποιήσει κρίμα καὶ δικαιοσύνην, οὗτος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐφύλαξε 27 Οπως επίσης, όταν ο αμαρτωλός αποστραφή και απομακρυνθή από τον δρόμον της ασεβείας και αμαρτωλότητος αυτού, εις την οποίαν έχει ζήσει και εφαρμόση τας εντολάς και τηρήση δικαιοσύνην, αυτός διαφυλάττει την ζωήν του επί μακρόν. 27 Ἐὰν ἐπίσης ἕνας ἀσεβὴς καὶ παράνομος ἄνθρωπος ἀλλάξῃ πορείαν καὶ ἐγκαταλείψῃ τὴν ἀσεβῆ ζωὴν ποὺ ἔζησε, καὶ ἐφαρμόσῃ εἰς τὸ ἑξῆς τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ καὶ ζῇ μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν, αὐτὸς ἔσωσε πλέον τὴν ψυχήν του.
28 καὶ ἀπέστρεψεν ἐκ πασῶν τῶν ἀσεβειῶν αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε, ζωῇ ζήσεται, οὐ μὴ ἀποθάνῃ. 28 Τούτο δέ, διότι μετενόησε και απεμακρύνθη από όλας τας ασεβείς και αμαρτωλάς πράξεις, τας οποίας διέπραξε. Θα ζήση επί μακρόν και δεν θα τιμωρηθή με πρόωρον θάνατον. 28 Ἐφ’ ὅσον ἀπεμακρύνθη καὶ ἐγκατέλειψεν ὅλας τὰς ἀσεβείας του τὰς ὁποίας διέπραξε προηγουμένως, θὰ ζήσῃ εὐτυχής· δὲν θὰ θανατωθῇ προώρως, ἀλλ' οὔτε καὶ αἰωνίως.
29 καὶ λέγουσιν ὁ οἶκος τοῦ ᾿Ισραήλ· οὐ κατορθοῖ ἡ ὁδὸς Κυρίου. μὴ ἡ ὁδός μου οὐ κατορθοῖ, οἶκος ᾿Ισραήλ; οὐχὶ ἡ ὁδὸς ὑμῶν οὐ κατορθοῖ; 29 Εν τούτοις ο ισραηλιτικός λαός λέγει· “ο τρόπος της ενεργείας του Κυρίου δεν είναι δίκαιος”. Ο ιδικός μου τρόπος ενεργείας δεν είναι δίκαιος, ω Ισραηλίται; Η η ιδική σας νοοτροπία και ο ιδικός σας τρόπος ζωής δεν είναι δίκαιος; 29 Οἱ Ἰσραηλῖται βεβαίως λέγουν: « Δὲν εἶναι πλήρως ὀρθὴ ἡ τακτικὴ τοῦ Κυρίου»! Μήπως ὅμως ἡ ἰδική μου τακτικὴ δὲν εἶναι πλήρως ὀρθή, Ἰσραηλῖται, ἢ ἡ ἰδική σας ζωὴ δὲν εἶναι πλήρως ὀρθή;
30 ἕκαστον κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ κρινῶ ὑμᾶς, οἶκος ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος. ἐπιστράφητε καὶ ἀποστρέψατε ἐκ πασῶν τῶν ἀσεβειῶν ὑμῶν, καὶ οὐκ ἔσονται ὑμῖν εἰς κόλασιν ἀδικίας. 30 Δια τούτο και εγώ τον καθένα από σας ω Ισραηλίται, θα τον κρίνω ανάλογα με την ζώην, την οποίαν έζησε. Μετανοήσατε, λοιπόν, και επιστρέψατε προς εμέ. Απομακρυνθήτε από όλας τας ασεβείς πράξεις σας και αυταί δεν θα είναι πλέον δια σας αιτία τιμωρίας και καταδίκης. 30 Καθένα ἀπὸ σᾶς, Ἰσραηλῖται, λέγει ὁ Κύριος, θὰ κρίνω ἀναλόγως πρὸς τὴν ζωήν του.Μετανοήσατε, ἀλλάξατε ζωήν, ἐγκαταλείψατε ὅλας τὰς ἀσεβείας σας, καὶ δὲν πρόκειται νὰ γίνουν αὐταὶ αἱ ἀδικίαι σας αἰτία τῆς τιμωρίας σας.
31 ἀπορρίψατε ἀφ᾿ ἑαυτῶν πάσας τὰς ἀσεβείας ὑμῶν, ἃς ἠσεβήσατε εἰς ἐμὲ καὶ ποιήσατε ἑαυτοῖς καρδίαν καινὴν καὶ πνεῦμα καινόν· καὶ ἱνατί ἀποθνήσκετε, οἶκος ᾿Ισραήλ; 31 Πετάξτε από επάνω σας όλας τας πονηράς πράξεις, τας οποίας ασεβούντες προς εμέ διεπράξατε, και βάλετε μέσα σας καινούργια καρδιά και νέον πνεύμα. Διατί εξακολουθείτε να αποθνήσκετε εξ αιτίας των αμαρτιών σας, ω Ισραηλίται; 31 Πετάξατε ἀπὸ ἐπάνω σας ὅλας τὰς ἀσεβείας, μὲ τὰς ὁποίας ἀσεβήσατε πρὸς Ἐμέ, καὶ ἀποκτήσατε μέσα σας νέαν καρδίαν καὶ νέον πνεῦμα.Διὰ τί λοιπὸν ἀποθνήσκετε μὲ τὰς ἀσεβείας σας, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ;
32 διότι οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἀποθνήσκοντος, λέγει Κύριος. 32 Διότι εγώ δεν επιθυμώ και δεν θέλω τον θάνατον εκείνου, ο οποίος αποθνήσκει αμετανόητος εις τας αμαρτίας του”, λέγει ο Κυριος. 32 Διότι Ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, δὲν θέλω νὰ ἀποθάνῃ ὁ ἄνθρωπος δεμένος μὲ τὰς ἁμαρτίας του.