Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΝ τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, λέγει Κύριος, ἐξοίσουσι τὰ ὀστᾶ τῶν βασιλέων ᾿Ιούδα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἱερέων καὶ τὰ ὀστᾶ προφητῶν καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν κατοικούντων ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐκ τῶν τάφων αὐτῶν | 1 Κατά την εποχήν εκείνην των συμφορών και του ολέθρου, λέγει ο Κυριος, οι εχθροί θα τυμβωρυχήσουν, θα βγάλουν από τους τάφους τα οστά των βασιλέων και τα οστά των άλλων αρχόντων του βασιλείου αυτού, τα οστά των ιερέων και των ψευδοπροφητών και τα οστά όλων των κατοίκων της Ιερουσαλήμ. | 1 Κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἐποχὴν τῶν μεγάλων συμφορῶν καὶ τῆς καταστροφῆς, λέγει ὁ Κύριος, οἱ ἐχθροί, ποὺ θὰ εἰσβάλουν εἰς τὴν χώραν, δὲν θὰ παραδώσουν μόνον τοὺς ζῶντας εἰς σφαγήν, ἀλλὰ θὰ ἀνοίξουν καὶ τοὺς τάφους καὶ θὰ τοὺς συλήσουν θὰ βγάλουν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ὀστᾶ τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἀρχόντων τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἱερέων «τῶν εἰδώλων» καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ψευδοπροφητῶν καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἄλλων κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ. |
2 καὶ ψύξουσιν αὐτὰ πρὸς τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ πρὸς πάντας τοὺς ἀστέρας καὶ πρὸς πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, ἃ ἠγάπησαν, καὶ οἷς ἐδούλευσαν καὶ ὧν ἐπορεύθησαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ ὧν ἀντείχοντο καὶ οἷς προσεκύνησαν αὐτοῖς· οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφήσονται, καὶ ἔσονται εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς, | 2 Θα τα ξηράνουν εκθέτοντες αυτά στον ήλιον και την σελήνην και εις όλους τους αστέρας και εις όλην την στρατιάν των αστέρων του ουρανού, τους οποίους ηγάπησαν και δουλικώς ελάτρευσαν και οπίσω των οποίων επορεύθησαν και επάνω στους οποίους εστήριξαν την πεποίθησιν των και τους προσεκύνησαν. Δεν θα ακουσθή δι' αυτούς επικήδειος θρήνος και κοπετός. Δεν θα ενταφιασθούν, θα μείνουν άταφοι, θα γίνουν έτσι παράδειγμα δι' όλους τους ανθρώπους της γης, | 2 Τὰ ὀστᾶ αὐτὰ θὰ τὰ στεγνώσουν καὶ θὰ τὰ ξηράνουν μὲ τὸ νὰ τὰ ἐκθέσουν εἰς τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄστρα καὶ εἰς ὅλην τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν ὁποίαν ἀγάπησαν καὶ ἐλάτρευσαν· τὴν ὁποίαν ἀκολούθησαν καὶ συνεβουλεύοντο· ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐστηρίζοντο καὶ τὴν ὁποίαν ἐπροσκύνησαν ὡς θέον.Δι' αὐτοὺς δὲν θὰ ἀκουσθοῦν ἐπικήδειοι θρῆνοι καὶ δὲν θὰ ταφοῦν.Ἔτσι θὰ γίνουν παράδειγμα τιμωρίας, ὕβρεως καὶ βεβηλώσεως ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, |
3 ὅτι εἵλοντο τὸν θάνατον ἢ τὴν ζωήν, καὶ πᾶσι τοῖς καταλοίποις τοῖς καταλειφθεῖσιν ἀπὸ τῆς γενεᾶς ἐκείνης ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν ἐξώσω αὐτοὺς ἐκεῖ. - | 3 διότι επροτίμησαν τον θάνατον και οχι την ζωήν. Θα τιμωρήσω δε και όλους εκείνους, που θα απομείνουν από την γενεάν αυτήν εις κάθε τόπον, όπου θα τους έχω διασκορπίσει. | 3 διότι διὰ τῆς εἰδιολολατρίας καὶ ἀσεβείας των ἐπροτίμησαν τὸν θάνατον καὶ ὄχι τὴν ζωήν.Ἐπίσης θὰ τιμωρήσω καὶ ὅλους, ὅσοι θὰ ἐναπομείνουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴν ἐκείνην γενεὰν εἰς κάθε τόπον, ὅπου θὰ τοὺς ἐξορίσω καὶ θὰ τοὺς διασκορπίσω». |
4 ῞Οτι τάδε λέγει Κύριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει; | 4 Αυτά λέγει ακόμη ο Κυριος· Μηπως εκείνος που πίπτει, δεν σηκώνεται; Μηπως εκείνος ο οποίος χάνει τον δρόμον του και παραπλανάται, δεν προσπαθεί να επιστρέψη στον δρόμον του; | 4 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Μήπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πίπτει, δὲν σηκώνεται; Ἢ μήπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχασε τὸν δρόμον του καὶ ἐπλανήθη, δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν εὕρῃ πάλιν καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ; |
5 διατί ἀπέστρεψεν ὁ λαός μου οὗτος ἀποστροφὴν ἀναιδῆ καὶ κατεκρατήθησαν ἐν τῇ προαιρέσει αὐτῶν καὶ οὐκ ἠθέλησαν τοῦ ἐπιστρέψαι; | 5 Διατί όμως αυτός ο λαός μου παραπλανάται εις μίαν αναιδή απομάκρυνσιν από εμέ και επιμένουν πεισμόνως εις την κακήν των διάθεσιν και δεν ηθέλησαν να επανέλθουν προς εμέ; | 5 Τότε, διατὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς λαός μου ἐπλανήθη μὲ τὴν θέλησίν του εἰς μίαν ἀδιάντροπον καὶ αὐθάδη ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ Ἐμὲ καὶ ἐπέμειναν ἑκουσίως καὶ μὲ πεῖσμα εἰς τὴν ἁμαρτωλὴν αὐτὴν πλάνην καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν εἰς Ἐμέ; |
6 ἐνωτίσασθε δὴ καὶ ἀκούσατε· οὐχ οὕτω λαλήσουσιν· οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος μετανοῶν ἀπὸ τῆς κακίας αὐτοῦ, λέγων· τί ἐποίησα; διέλιπεν ὁ τρέχων ἀπὸ τοῦ δρόμου αὐτοῦ ὡς ἵππος κάθιδρος ἐν χρεμετισμῷ αὐτοῦ. | 6 Ακούσατε, λοιπόν, και βάλετε μέσα εις τα αυτιά σας. Δεν ομιλούν οι Ιουδαίοι, όπως πρέπει. Δεν υπάρχει μεταξύ των άνθρωπος, ο οποίος να μετανοή δια την κακίαν του και να λέγη· Τι διέπραξα; Απεκαμεν ο Ισραηλιτικός λαός τρέχων στον δρόμον της ειδωλολατρείας, ωσάν κάθιδρος και χρεμετίζων ίππος. | 6 Προσέξατε! Βάλετε εἰς τὸ βάθος τῶν αὐτιῶν σας καὶ ἀκούσατε.Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ὁμιλοῦν ὅπως πρέπει· μεταξύ των δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νὰ μετανοῇ διὰ τὴν ἀποστασίαν του καὶ νὰ λέγῃ: «Τί «κακὸν» ἔκαμα;» Ἀπ' ἐναντίας ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπέκαμε καὶ ἐξηντλήθη μὲ τὸ νὰ ὁρμᾷ χωρὶς διακοπὴν πρὸς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν, ὡσὰν ἵππος κάθιδρος καὶ χρεμετίζων. |
7 καὶ ἡ ἀσίδα ἐν τῷ οὐρανῷ ἔγνω τὸν καιρὸν αὐτῆς, τρυγὼν καὶ χελιδών, ἀγροῦ στρουθία ἐφύλαξαν καιροὺς εἰσόδων ἑαυτῶν, ὁ δὲ λαός μου οὗτος οὐκ ἔγνω τὰ κρίματα Κυρίου. | 7 Ο πελαργός, το πτηνόν αυτό του ουρανού, γνωρίζει τους καιρούς της μεταναστεύσεώς του. Η τρυγόνα και το χελιδόνι, τα στρουθία του αγρού, γχωρίζουν τους καιρούς της επιστροφής των. Αυτός όμως ο λαός μου δεν έμαθε τους νόμους εμού του Κυρίου του. | 7 Καὶ ὁ μὲν πελαργός, τὸ πτηνὸν αὐτὸ τοῦ οὐρανοῦ, γνωρίζει τὸν κατάλληλον καιρὸν τῆς μεταναστεύσεως καὶ ἐπιστροφῆς του, ὅπως καὶ τὸ τρυγόνι καὶ τὸ χελιδόνι· ὅπως ἐπίσης τὰ μικρὰ πτηνὰ τοῦ ἀγροῦ γνωρίζουν «καὶ συμμορφώνονται πρός» τοὺς καιροὺς τῆς ἐπιστροφῆς των ἀπὸ τὴν μετανάστευσιν.Ἐνῷ ὁ Ἰσραηλιτικὸς αὐτὸς λαός μου δὲν ἐγνώρισε «καὶ δὲν ἐφαρμόζει» τὶς κρίσεις, τὶς ἀποφάσεις καὶ τοὺς νόμους Ἐμοῦ, τοῦ Κυρίου!» |
8 πῶς ἐρεῖτε· ὅτι σοφοί ἐσμεν ἡμεῖς, καὶ νόμος Κυρίου μεθ' ἡμῶν ἐστιν; εἰς μάτην ἐγενήθη σχοῖνος ψευδὴς γραμματεῦσιν. | 8 Πως, λοιπόν, θα πήτε· Ημείς είμεθα σοφοί και ο νόμος του Κυρίου είναι μαζή μας; Ματαιότητας και ψευδολογίας έγραψεν ο κάλαμος των γραμματέων σας. | 8 «Πῶς λοιπὸν θὰ εἰπῆτε μὲ καύχησιν· «Εἴμεθα σοφοί, διότι κατέχομεν τὸν νόμον τοῦ Κυρίου»; Μάταια καὶ ψευδῆ ἔγραψεν ὁ κάλαμος τῶν γραμματέων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς κλῆρον νὰ ἐρμηνεύουν καὶ νὰ διδάσκουν τὸν νόμον! |
9 ᾐσχύνθησαν σοφοὶ καὶ ἐπτοήθησαν καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον Κυρίου ἀπεδοκίμασαν· σοφία τίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς; | 9 Κατησχύνθησαν οι σοφοί σας, επτοήθησαν και επανικοβλήθησαν, εκυριεύθησαν και έγιναν δούλοι, διότι απεδοκίμασαν τον λόγον του Κυρίου. Ποία, λοιπόν, σοφία υπάρχει εις αυτούς; | 9 Κατεντροπιάσθησαν οἱ σοφοί, ἐπανικοβλήθησαν καὶ συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι, διότι ἀπεδοκίμασαν τὸν νόμον τοῦ Κυρίου.Τί εἴδους λοιπὸν σοφία ὑπάρχει εἰς αὐτούς; «Οὐδεμία σοφία ὑπάρχει, παρὰ μόνον κακία». |
10 διὰ τοῦτο δώσω τὰς γυναῖκας αὐτῶν ἑτέροις καὶ τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν τοῖς κληρονόμοις· | 10 Δια τούτο θα δώσω τας γυναίκας των εις άλλους και τους αγρούς των εις άλλους κληρονόμους. | 10 «Διὰ τοῦτο θὰ δώσω τὶς γυναῖκες των, τὴν πλέον πολύτιμον ἀπὸ ὅλες τὶς περιουσίες, εἰς ἄλλους ἄνδρας, καὶ τὰ χωράφια των εἰς ἄλλους κληρονόμους, δηλαδὴ εἰς τοὺς ἐχθρούς. |
13 καὶ συνάξουσι τὰ γεννήματα αὐτῶν, λέγει Κύριος, οὐκ ἔστι σταφυλὴ ἐν ταῖς ἀμπέλοις, καὶ οὐκ ἔστι σῦκα ἐν ταῖς συκαῖς, καὶ τὰ φύλλα κατερρύηκεν. | 13 Αλλοι θα μαζεύσουν τα προϊόντα των αγρών των, λέγει ο Κυριος. Δεν θα υπάρχη δι' αυτούς σταφυλή εις τας αμπέλους των, ούτε σύκα εις τις συκές των. Καίι αυτά άκομα τα φύλλα θα έχουν πέσει. | 11 Ἐκεῖνοι δέ «οἱ ἐχθροί» θὰ μαζεύσουν τὰ γεννήματα τῶν ἀγρῶν των, λέγει ὁ Κύριος.Δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον, ἕνεκα τοῦ πολέμου καὶ τῶν ξένων κατόχων, σταφύλια εἰς τὰ ἀμπέλια, οὔτε σῦκα εὶς τὶς συκιές· καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ φύλλα θὰ ἔχουν πέσει ἀπὸ τὰ δένδρα». |
14 ἐπὶ τί ἡμεῖς καθήμεθα; συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς καὶ ἀπορριφῶμεν, ὅτι Θεὸς ἀπέρριψεν ἡμᾶς καὶ ἐπότισεν ἡμᾶς ὕδωρ χολῆς, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον αὐτοῦ. | 14 Από τον φόβον των επερχομένων εχθρών θα λέγουν· Διατί μένομεν ήσυχοι και αργοί; Συγκεντρωθήτε και ας εισέλθωμεν εις τας οχυράς πόλεις μας, δια να χαθώμε εκεί, διότι ο Θεός μας απέρριψεν από το πρόσωπόν του. Μας επότισε με νερό πικρίας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον αυτού. | 12 Ἐν ὄψει λοιπὸν τῶν ἐπερχομένων ἐχθρῶν καὶ τῆς γενικῆς ἀκαρπίας τῶν δένδρων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τίποτε δὲν περιμένομεν, λέγουν οἱ Ἰσραηλῖται: «Διατὶ μένομεν ἄπρακτοι καὶ ἀνενέργητοι;» Καὶ παρακινοῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον λέγουν: «Κινητοποιηθῆτε· συγκεντρωθῆτε.«Ἂς εἰσέλθωμεν καὶ ἂς καταφύγωμεν εἰς τὶς ὠχυρωμένες μὲ τείχη πόλεις καὶ ἐκεῖ ἂς παραπεταχθῶμεν «κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν ἂς βυθισθῶμὲν εἰς τὴν σιωπὴν τοῦ θανάτου».Διότι ὁ Θεὸς μᾶς ἀπέρριψε, μᾶς ἀπεδίωξε καὶ μᾶς ἐπότισε νερὸ πικρίας (ἤ, πικρόν), ἐπειδὴ ἁμαρτήσαμε ἐνώπιόν του. |
15 συνήχθημεν εἰς εἰρήνην, καὶ οὐκ ἦν ἀγαθά· εἰς καιρὸν ἰάσεως, καὶ ἰδοὺ σπουδή. | 15 Συνεκεντρώθημεν, δια να απολαύσωμεν την ειρηνικήν ζωήν, και όμως κανένα αγαθόν δεν είδαμεν. Ηλπίζομεν εις καιρόν θεραπείας και λυτρώσεως από τα δεινά, και ιδού αντί αυτών μας συνέχει τρόμος και φυγή. | 13 Συνεκεντρώθημεν καὶ κατεφύγαμε εἰς τὶς ὀχυρὲς πόλεις, διὰ νὰ ἀπαλλαγῶμεν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ ζήσωμεν ἐκεῖ εἰρηνικά, ἀλλὰ δὲν εἴδαμε κανένα ἀγαθόν! Κατεφύγαμε ἐκεῖ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ θεραπευθῶμεν ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ νὰ γλυτώσωμεν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἐκεῖ μᾶς ἐκυρίευσεν ἡ ταραχὴ καὶ ὁ τρόμος τῆς πολιορκίας! |
16 ἐκ Δὰν ἀκουσόμεθα φωνὴν ὀξύτητος ἵππων αὐτοῦ, ἀπὸ φωνῆς χρεμετισμοῦ ἱππασίας ἵππων αὐτοῦ ἐσείσθη πᾶσα ἡ γῆ· καὶ ἥξει καὶ καταφάγεται τὴν γῆν καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, πόλιν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ. | 16 Από την περιοχήν Δαν ηκούσαμεν την διαπεραστικήν φωνήν των ίππων του εχθρού, και από τον θόρυβον του χρεμετσμού του ιππικού του εσείσθη όλη η γη. Ο στρατός αυτός θα επέλθη εναντίον μας, θα καταφάγη την χώραν μας και τα προϊόντα αυτής, κάθε πόλιν και τους κατοικούντας εις αυτήν. | 14 Ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Δὰν ἀκούσαμε τὴν διαπεραστικὴν φωνὴν τοῦ ἐπελαύνοντος ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ· καὶ ἀπὸ τὸ ὀξὺ χλιμίντρισμα τοῦ ἐχθρικοῦ ἱππικοῦ ἐσείσθη ὅλη ἡ γῆ «ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐτράπη εἰς φυγὴν ὅλη ἡ χώρα».Ὁ ἰσχυρὸς αὐτὸς ἐχθρὸς θὰ φθάσῃ καὶ θὰ καταφάγῃ τὴν γῆν καὶ ὅλα ἐκεῖνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα αὐτὴ εἶναι γεμάτη, κάθε πόλιν καὶ ὅσους κατοικοῦν εἰς αὐτήν. |
17 διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω εἰς ὑμᾶς ὄφεις θανατοῦντας, οἷς οὐκ ἔστιν ἐπᾷσαι, καὶ δήξονται ὑμᾶς | 17 Διότι εγώ θα εξαποστείλω εναντίον σας δηλητηριώδεις θανατηφόρους όφεις, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να γοητευθούν από μάγους και να γίνουν ακίνδυνοι. Αυτοί και θα σας δαγκώσουν. | 15 Διότι, ἰδού· Ἐγὼ θὰ ἐξαποστείλω ἐναντίον σας φίδια δηλητηριώδη, θανατηφόρα «δηλαδὴ τοὺς ἐχθρικοὺς λαούς, Πέρσας καὶ ἄλλους βαρβάρους», τὰ ὁποῖα κανένας γόης ἢ μάγος δὲν ἠμπορεῖ νὰ γοητεύσῃ, ὥστε νὰ τὰ ἠρεμήσῃ καὶ τὰ καταστήσῃ ἀκίνδυνα· τὰ θανατηφόρα αὐτὰ φίδια «οἱ ἐχθροί» θὰ σᾶς δαγκώσουν. |
18 ἀνίατα μετ' ὀδύνης καρδίας ὑμῶν ἀπορουμένης. | 18 Τα δήγματα αυτών θα είναι οδυνηρά και αθεράπευτα, η καρδία σας θα πλημμυρίση από πόνον. Θα ευρίσκεται εις ατονίαν και αδυναμίαν. | 16 Τὰ δαγκώματά των θὰ προκαλοῦν ὀδύνην, πόνον πολὺν καὶ θὰ εἶναι ἀθεράπευτα.Ἕνεκα τούτου ἡ πονεμένη καρδιά σας θὰ κυριευθῇ ἀπὸ ἀμηχανίαν, στενοχώριαν, ἀδυναμίαν καὶ ἀτονίαν». |
19 ἰδοὺ φωνὴ κραυγῆς θυγατρὸς λαοῦ μου ἀπὸ γῆς μακρόθεν· μὴ Κύριος οὐκ ἔστιν ἐν Σιών; ἢ βασιλεὺς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; διατί παρώργισάν με ἐν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν καὶ ἐν ματαίοις ἀλλοτρίοις; | 19 Ιδού, η φωνή της κραυγής της θυγατρός μου, του ισραηλιτικού δηλαδή λαού, έρχεται από μακράν, από τον τόπον της εξορίας και λέγει· Δεν υπάρχει, λοιπόν, ο Κυριος εις την Σιών, η δεν υπάρχει βασιλεύς εκεί; Και ο Θεός απαντά· Δεν υπάρχει, διότι και αυτοί με εξώργισαν με τα γλυπτά των αγάλματα και με τα μάταια είδωλα ξένων θεών. | 17 Ἰδού· ἡ φωνὴ τῆς κραυγῆς τῆς θυγατέρας μου, δηλαδὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἔρχεται ἀπὸ τὸν μακρινὸν τόπον τῆς ἐξορίας του, καὶ λέγει: «Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν πλέον ὁ παντοκράτωρ Κύριος εἰς τὴν Σιών; Ἢ ἐπικρατεῖ ἐκεῖ ἀναρχία καὶ δὲν ὑπάρχει βασιλιᾶς, ὁ ὁποῖος νὰ κυβερνᾷ;» «Ὁ παντοκράτωρ Κύριος καὶ βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ἀπαντᾷ εἰς τὸ ἐρώτημα τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ ἐρώτησιν:» «Δὲν ὑπάρχει! Διατὶ οἱ Ἰσραηλῖται μὲ ἐξώργισαν λατρεύοντες τὰ νεκρὰ γλυπτὰ ἀγάλματα καὶ τὰ ψεύτικα καὶ μάταια εἴδωλα ξένων θεῶν;» |
20 διῆλθε θέρος, παρῆλθεν ἄμητος, καὶ ἡμεῖς οὐ διεσώθημεν. | 20 Ηλθεν η εποχή του θερισμού, θα λέγουν οι Ισραηλίται, παρήλθεν ο καιρός της συγκομιδής και ημείς δεν διεσώθημεν. | 18 Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς γεμᾶτος φόβον καὶ πόνον θρηνεῖ καὶ λέγει: «Ἦλθεν ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ, ἐπέρασεν ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν, ἔμεις ὅμως δὲν ἔχομεν διασωθῇ!» |
21 ἐπὶ συντρίμματι θυγατρὸς λαοῦ μου ἐσκοτώθην· ἐν ἀπορίᾳ κατίσχυσάν με ὠδῖνες ὡς τικτούσης. | 21 Δια την συντριβήν και καταστροφήν της θυγατρός μου αυτής του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ο προφήτης, με κατέλαβε σκοτοδίνη. Ευρέθην εις απορίαν, με κατέλαβαν πόνοι, ωσάν της γυναικός που γεννά. | 19 Ὁ δὲ προφήτης Ἱερεμίας λέγει: «Διὰ τὴν συντριβὴν καὶ τὴν τραγωδίαν τῆς θυγατέρας μου, τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου, ἐκυριεύθηκα ἀπὸ ταραχήν, ζάλην, σκοτοδίνην.Κυριευμένος ἀπὸ ἀμηχανίαν καὶ στενοχώριαν μὲ κατέλαβαν ἰσχυροὶ πόνοι, ὅμοιοι μὲ ἐκείνους τῆς γυναίκας ποὺ γεννᾷ. |
22 μὴ ρητίνη οὐκ ἔστιν ἐν Γαλαάδ, ἢ ἰατρὸς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; διατί οὐκ ἀνέβη ἴασις θυγατρὸς λαοῦ μου; | 22 Δεν υπάρχει λοιπόν ιαματικόν βάλσαμον εις την χώραν Γαλαάδ, η δεν ευρίσκεται εκεί Ιατρός; Διατί δεν εθεραπεύθη η θυγάτηρ μου, ο λαός μου; | 20 Δὲν ὑπάρχει πλέον ρητίνη, θεραπευτικὸν φάρμακον, εἰς τὴν Γαλαάδ; Ἢ δὲν ὑπάρχουν πλέον ἰατροὶ ἐκεῖ; Ἀφοῦ ὑπάρχουν, διατὶ δὲν ἐθεραπεύθη ἡ θυγατέρα μου, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός μου;» |