Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39 (ΛΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΛΒ´) Ο λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν ἐν τῷ ἐνιαυτῷ δεκάτῳ βασιλεῖ Σεδεκίᾳ, οὗτος ἐνιαυτὸς ὀκτωκαιδέκατος τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ βασιλεῖ Βαβυλῶνος· 1 Ο λόγος, ο οποίος ήλθεν εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά το δέκατον έτος της βασιλείας του Σεδεκίου. Αυτό το έτος ήτο το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόρος, του βασιλέως της Βαβυλώνος. 1 Ο λόγος ὁ ὁποῖος ἀπηνθύνθη ἀπὸ τὸν Κύριον πρὸς τὸν Ἱερεμίαν κατὰ τὸ δέκατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Σεδεκία, βασιλιᾶ τὸν Ἰούδα.Τὸ ἔτος τοῦτο ἦταν τὸ δέκατον ὄγδοον τῆς βασιλείας τοῦ Ναβουχοδονόσορος, βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος.
2 καὶ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχαράκωσεν ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ῾Ιερεμίας ἐφυλάσσετο ἐν αὐλῇ τῆς φυλακῆς, ἥ ἐστιν ἐν οἴκῳ βασιλέως, 2 Τοτε η στρατιωτική δύναμις του βασιλέως της Βαβυλώνος επολιόρκει την Ιερουσαλήμ, ο δε Ιερεμίας εφυλάσσετο κλεισμένος εις την αυλήν της φυλακής, η οποία ευρίσκετο εις τα βασιλικά ανάκτορα. 2 Τότε τὰ στρατεύματα τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος ἐπολιορκοῦσαν τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐνῷ ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἐκρατεῖτο κλεισμένος εἰς τὴν αὐλὴν τῆς φυλακῆς, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὴν ἐξωτερικὴν αὐλὴν τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου,
3 ἐν ᾗ κατέκλεισεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας λέγων· διατί σὺ προφητεύεις λέγων; οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι τὴν πόλιν ταύτην ἐν χερσὶ βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ λήψεται αὐτήν, 3 Εις αυτήν τον κατέκλεισεν ο βασιλεύς Σεδεκίας λέγων· “διατί συ προφητεύεις έτσι και λέγεις· ιδού, εγώ παραδίδω την πόλιν αυτήν εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος και αυτός θα την καταλάβη; 3 εἰς τὴν ὁποίαν «φυλακήν» τὸν ἔκλεισεν ὁ βασιλιᾶς Σεδεκίας λέγων: «Διατὶ σὺ προφητεύεις καὶ λέγεις: «Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος· ἰδού, ἐγὼ θὰ παραδώσω τὴν πόλιν αὐτήν «τὴν Ἱερονσαλήμ» εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ τὴν καταλάβη,
4 καὶ Σεδεκίας οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χειρὸς τῶν Χαλδαίων, ὅτι παραδόσει παραδοθήσεται εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ λαλήσει στόμα αὐτοῦ πρὸς στόμα αὐτοῦ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὄψονται, 4 Ο δε Σεδεκίας δεν θα διασωθή από τα χέρια των Χαλδαίων, αλλ' οπωσδήποτε θα παραδοθή εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος. Θα επικοινωνήση με αυτόν προσωπικώς, θα ομιλήση στόμα προς στόμα, τα μάτια του θα ίδουν τα μάτια εκείνου. 4 ὁ δὲ βασιλιᾶς Σεδεκίας δὲν θὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Χαλδαίων, ἀλλὰ θὰ παραδοθῇ ὁπωσδήποτε εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, καὶ θὰ ὁμιλήσῃ μαζί του προσωπικῶς, στόμα πρὸς στόμα, καὶ τὰ μάτια του «τοῦ Σεδεκία» θὰ ἰδοῦν τὰ μάτια ἐκείνου «τοῦ Ναβουχοδονόσορος»,
5 καὶ εἰσελεύσεται Σεδεκίας εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἐκεῖ καθιεῖται. 5 Ο βασιλεύς Σεδεκίας θα οδηγηθή αιχμάλωτος εις την Βαβυλώνα και θα ύποχρεωθή να εγκατασταθή εκεί”. 5 καὶ ἀκόμη ὁ βασιλιᾶς Σεδεκίας θὰ συρθῇ αἰχμάλωτος εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ θὰ ἐγκατασταθῇ ἐκεῖ»;
6 καὶ λόγος Κυρίου ἐγενήθη πρὸς ῾Ιερεμίαν λέγων· 6 Και άλλος λόγος απηυθύνθη εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν ο εξής· 6 Τότε λόγος Κυρίου ἀπηνθύνθη πρὸς τὸν Ἱερεμίαν, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν:
7 ἰδοὺ ᾿Αναμεὴλ υἱὸς Σαλὼμ ἀδελφοῦ πατρός σου ἔρχεται πρὸς σὲ λέγων· κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρόν μου τὸν ἐν ᾿Αναθώθ, ὅτι σοὶ κρίσις παραλαβεῖν εἰς κτῆσιν. 7 Ιδού, έρχεται προς σε ο Αναμεήλ,ο υιός του Σαλώμ, αδελφού του πατρός σου, δια να είπη προς σέ· αγόρασε και πάρε ιδικόν σου αυτόν τον αγρόν, ο οποίος ευρίσκεται εις Αναθώθ, διότι εις σε ανήκει το δικαίωμα να τον εξαγόρασης και τον απόκτήσης. 7 «Ἰδού· ἔρχεται πρὸς σὲ ὁ Ἀναμεήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Σαλώμ, ἀδελφοῦ τοῦ πατέρα σου, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ σοῦ εἰπῇ: Ἀγόρασε καὶ κάμε κτῆμα ἰδικόν σου τὸ χωράφι μου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἀναθώθ, διότι σὺ ἔχεις κατὰ τὸν Νόμον τὸ δικαίωμα νὰ τὸ ἀγοράσῃς καὶ νὰ τὸ κάμῃς ἰδιοκτησίαν σου».
8 καὶ ἦλθε πρός με ᾿Αναμεὴλ υἱὸς Σαλώμ, ἀδελφοῦ πατρός μου, εἰς τὴν αὐλὴν τῆς φυλακῆς καὶ εἶπε· κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρόν μου τὸν ἐν γῇ Βενιαμὶν τὸν ἐν ᾿Αναθώθ, ὅτι σοὶ κρίμα κτήσασθαι αὐτόν, καὶ σὺ πρεσβύτερος. καὶ ἔγνων ὅτι λόγος Κυρίου ἐστί, 8 Τοτε, λέγει ο προφήτης, ήλθε προς εμέ ο Αναμεήλ, ο υιός του Σαλώμ, αδελφού του πατρός μου, εις την αυλήν, όπου υπήρχεν η φυλακή, και μου είπεν· “αγόρασε ως ιδιοκτησίαν σου τον αγρόν μου, που υπάρχει εις την χώραν Βενιαμίν, εις την περιοχήν Αναθώθ. Διότι σύμφωνα με τον Νομον συ δικαιούσαί να εξαγοράσης και απόκτησης αυτόν, διότι είσαι ο μεγαλύτερος μεταξύ των συγγενών”. Εγώ αντελήφθην ότι αυτό ήτο λόγος του Κυρίου προς εμέ. 8 Καὶ πράγματι· ὅπως εἶπεν ὁ Κύριος, ἦλθε πρὸς ἐμὲ ὁ Ἀναμεήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Σαλώμ, ἀδελφὸν τοῦ πατέρα μου, εἰς τὴν αὐλὴν τῆς φυλακῆς καὶ μοῦ εἶπεν: «Ἀγόρασε καὶ κάμε ἰδικόν σου κτῆμα τὸ χωράφι μου, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Βενιαμίν, εἰς τὴν Ἀναθώθ, διότι σὺ ἔχεις σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἀγοράσῃς καὶ νὰ τὸν κάμῃς ἰδιοκτησίαν σου, ἐπειδὴ σὺ εἶσαι ὁ πρεσβύτερος μεταξὺ τῶν ἄλλων συγγενῶν».Κατόπιν τούτου ἀντελήφθην ὅτι ἡ πρότασις αὐτὴ τὸν Ἀναμεὴλ ἦταν διαταγὴ τοῦ Κυρίου πρὸς ἐμέ.
9 καὶ ἐκτησάμην τὸν ἀγρὸν ᾿Αναμεὴλ υἱοῦ ἀδελφοῦ πατρός μου καὶ ἔστησα αὐτῷ ἑπτὰ σίκλους καὶ δέκα ἀργυρίου· 9 Δια τούτο ηγόρασα τυν αγρόν του Αναμεήλ, υιού του Σαλώμ, του αδελφού του πατρός μου και εζύγισα και εμέτρησα εις αυτόν δέκα επτά σίκλους αργυρούς. 9 Κατὰ συνέπειαν ἀγόρασα τὸ χωράφι τοῦ Ἀναμεήλ, υἱοῦ τοῦ ἀδελφοῦ του πατέρα μου, καὶ ἐζύγισα καὶ ἔδωκα εἰς αὐτὸν δεκαεπτὰ ἀργυροῦς σίκλους.
10 καὶ ἔγραψα εἰς βιβλίον καὶ ἐσφραγισάμην καὶ διεμαρτυράμην μάρτυρας καὶ ἔστησα τὸ ἀργύριον ἐν ζυγῷ. 10 Εγραψα το συμβόλαιον σχετικώς με την αγοραπωλησίαν του αγρού, το εσφράγισα, το επεβεβαίωσα δια μαρτύρων και εζύγισα το αργύριον εις ζυγόν. 10 Συνέταξα δὲ τὸ συμβόλαιον μεταβιβάσεως καὶ ἀγορὰς τοῦ χωραφιοῦ, τὸ ἐσφράγισα, τὸ ἐπεβεβαίωσα μὲ μάρτυρες καὶ ἐζύγισα τὸ ἀργύριον εἰς τὴν ζυγαριάν.
11 καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον καὶ τὸ ἀνεγνωσμένον 11 Επήρα το συμβόλαιον τούτο της αποκτήσεως του αγρού, το κεκυρωμένον με σφραγίδας, αλλά ανοικτόν εις κοινήν θεάν. 11 Κατόπιν ἔλαβα τὸ εἰς διπλοῦν συμβόλαιον τῆς ἀγοραπωλησίας· ἔλαβα δηλαδὴ τὸ ἀντίγραφον τὸ σφραγισμένον «μὲ τὴν συμφωνίαν καὶ τοὺς ὄρους τῆς ἀγορᾶς» καὶ τὸ ἄλλο ἀντίγραφον, τὸ ἀνοικτόν, ποὺ ἀνεγνώσθη.
12 καὶ ἔδωκα αὐτὸ τῷ Βαροὺχ υἱῷ Νηρίου υἱῷ Μαασαίου κατ' ὀφθαλμοὺς ᾿Αναμεὴλ υἱοῦ ἀδελφοῦ πατρός μου καὶ κατ' ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνδρῶν τῶν παρεστηκότων καὶ γραφόντων ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς κτήσεως καὶ κατ' ὀφθαλμοὺς τῶν ᾿Ιουδαίων τῶν ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς. 12 Εδωκα το συμφωνητικόν αυτό της αγοράς στον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, υιού του Μαασαίου, επί παρουσία του Αναμεήλ, υιού του αδελφού του πατρός μου, και επί παρουσία των ανδρών, οι οποίοι παρευρέθησαν ως μάρτυρες και οι οποίοι είχαν υπογράψει το συμβόλαιον της αγοραπωλησίας και ενώπιον των άλλων Ιουδαίων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την αυλήν της φυλακής. 12 Καὶ παρέδωκα τὸ σφραγισμένον ἀντίγραφον τῆς ἀγοραπωλησίας εἰς τὸν Βαρούχ, τὸν υἱὸν τοῦ Νηρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς τοῦ Μαασαίου, ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ Ἀναμεήλ, υἱοῦ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατέρα μου, καὶ ἐπὶ παρουσίᾳ τῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι παρευρέθησαν ὡς μάρτυρες καὶ εἶχαν ὑπογράψει τὸ συμβόλαιον τῆς ἀγοραπωλησιας, καὶ ἐνώπιον ὅλων τῶν ἄλλων Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τότε παρόντες εἰς τὴν αὐλὴν τῆς φυλακῆς.
13 καὶ συνέταξα τῷ Βαροὺχ κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτῶν λέγων· 13 Εδωσα δε εντολήν στον Βαρούχ ενώπιον όλων αυτών λέγων· 13 Παρόντων λοιπὸν ὅλων αὐτῶν, ἔδωκα ἐντολὴν εἰς τὸν Βαροὺχ καὶ τοῦ εἶπα:
14 οὕτως εἶπε Κύριος παντοκράτωρ· λάβε τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τοῦτο καὶ τὸ βιβλίον τὸ ἀνεγνωσμένον καὶ θήσεις αὐτὸ εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον, ἵνα διαμείνῃ ἡμέρας πλείους. 14 Ετσι μου είπε Κυριος ο παντοκράτωρ· πάρε το σαμβόλαιον αυτό τη αγοραπωλησίας, αυτό το συμβόλαιον, το οποίον ανεγνώσθη και υπεγράφη και ποθετήσατέ το μέσα εις ένα πήλινον δοχείον, δια να μένη επί πολύν χρόνον εκεί ασφαλές. 14 «Ἔτσι εἶπεν ὁ παντοκράτωρ Κύριος: «Πάρε αὐτὰ τὰ ἔγγραφα, τὸ σφραγισμένον συμβόλαιον τῆς ἀγοραπωλησίας καὶ τὸ ἀντίγραφόν του τὸ ἀνοικτόν, ποὺ ἀνεγνώσθη, καὶ τοποθέτησέ τα εἰς ἕνα πήλινον δοχεῖον, ὥστε νὰ διαφυλαχθοῦν ἐκεῖ ἀσφαλῆ ἐπὶ μακρὰν χρονικὸν διάστημα».
15 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· ἔτι κτηθήσονται ἀγροὶ καὶ οἰκίαι καὶ ἀμπελῶνες ἐν τῇ γῇ ταύτῃ. - 15 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· Θα αγορασθούν δια συμβολαίων αγροί και οικίαι και αμπελώνες εις την χώραν αυτήν. 15 Διότι εἶπεν ὁ Κύριος: «Θὰ ἀγορασθοῦν καὶ πάλιν εἰς τὴν χώραν αὐτὴν «κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον» χωράφια καὶ σπίτια καὶ ἀμπελῶνες».
16 Καὶ προσευξάμην πρὸς Κύριον μετὰ τὸ δοῦναί με τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως πρὸς Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου λέγων· 16 Αφού παρέδωσα το συμβόλαιον τούτο της αγοράς στον Βαρούχ, τον υιόν του Νηρίου, προσηυχήθην προς τον Κυριον και είπα· 16 Ἀφοῦ παρέδωκα καὶ ἐνεπιστεύθην τὸ συμβόλαιον τοῦτο τῆς ἀγορᾶς εἰς τὸν Βαρούχ, τὸν υἱὸν τοῦ Νηρίου, προσευχήθηκα εἰς τὸν Κύριον καὶ εἶπα:
17 ᾦ Κύριε, σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν τῇ ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ καὶ τῷ μετεώρῳ, οὐ μὴ ἀποκρυβῇ ἀπὸ σοῦ οὐθέν, 17 “Ω Κυριε, συ εν τη απείρω σου δυνάμει και δια της παντοδυνάμου δεξιάς σου, εδημιούργησες τον ουρανόν και την γην και τίποτε δεν είναι δυνατόν να αποκρυβή από σέ. 17 «Ὦ Κύριε! Σὺ μὲ τὴν ἄπειρον καὶ ἀκαταγώνιστον δύναμιν σου, ἡ ὁποία ὑψώνεται ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀντίστασιν καὶ τὴν κατασυντρίβει, ἐδημιούργησες τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, καὶ τίποτε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκρυβῇ ἀπὸ Σέ, τὸν παντοδύναμον καὶ παντογνώστην·
18 ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας καὶ ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων εἰς κόλπους τέκνων αὐτῶν μετ' αὐτούς, ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ ἰσχυρός, 18 Συ είσαι εκείνος, ο οποίος κάμνεις μεν έλεος εις χιλιάδας ανθρώπων, άλλα και πληρώνεις τας αδικίας των πατέρων στους κόλπους των παιδιώνν των, έπειτα από αυτούς. Συ είσαι ο μέγας και παντοδύναμος Θεός. 18 Σὺ εἶσαι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δείχνεις μὲν ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνίαν εἰς χιλιάδες ἀνθρώπων, ἀνταποδίδεις ὅμως τὴν ἐνοχὴν καὶ τὶς ἀδικίες τῶν πατέρων ἔπειτα ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τοὺς κόλπους τῶν παιδιῶν των.Σὺ εἶσαι ὁ μέγας καὶ ἀπειροδύναμος Θεός·
19 Κύριος μεγάλης βουλῆς καὶ δυνατὸς τοῖς ἔργοις, ὁ Θεὸς ὁ μέγας, ὁ παντοκράτωρ καὶ μεγαλώνυμος Κύριος· οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων δοῦναι ἑκάστῳ κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ· 19 Είσαι ο Κυριος και ο Θεός των μεγάλων σχεδίων και αποφάσεων, παντοδύναμος εις τα έργα, Θεός ο μέγας, ο παντοκράτωρ, ο μεγαλώνυμος Κυριος. Οι οφθαλμοί σου είναι εστραμμένοι και παρακολουθούν τους τρόπους και τους δρόμους της ζωής των ανθρώπων, δια να αποδωσης στον καθένα σύμφωνά με την πορείαν του. 19 Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος μεγάλων, κοσμοϊστορικῶν καὶ σωτηρίων ἀποφάσεων, παντοδύναμος εἰς τὰ ἔργα, ὁ Θεὸς ὁ μέγας, ὁ παντοκράτωρ καὶ μεγαλώνυμος Κύριος· Σοῦ τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ τὸ παντέφορον βλέμμα εἶναι ἐστραμμένον καὶ παρακολουθεῖ τὰ ἔργα καὶ τὴν ὅλην διαγωγὴν τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ ἀποδώσῃς εἰς τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.
20 ὃς ἐποίησας σημεῖα καὶ τέρατα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἐν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐν τοῖς γηγενέσι· καὶ ἐποίησας σεαυτῷ ὄνομα, ὡς ἡμέρα αὕτη 20 Συ είσαι εκείνος, ο οποίος έκαμες σημεία και τέρατα εις την χώραν της Αιγύπτου μέχρι της ημέρας αυτής και στον Ισραηλιτικόν λαόν και στους εντοπίους. Και έτσι έκαμες γνωστόν και ένδοξον το Ονομά σου μέχρι και της ημέρας αυτής. 20 Σὺ εἶσαι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔκαμες θαύματα μεγάλα, ποὺ δείχνουν φανερὰ τὴν δύναμίν σου, καὶ ἔργα καταπληκτικά, ποὺ προκαλοῦν τρόμον καὶ ἰσχυρὸν θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς καὶ μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ μεταξὺ τῶν ἐντοπίων «τῶν Αἰγυπτίων ἢ τῶν αὐτοχθόνων Χαναναίων»· καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ ἐδόξασες τὸ ὄνομά σου, μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς.
21 καὶ ἐξήγαγες τὸν λαόν σου ᾿Ισραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασιν, ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ 21 Συ έβγαλες ελεύθερον τον λαόν σου τον ισραηλιτικόν από την χώραν της Αιγύπτου με σημεία και τέρατα, τα οποία επραγμοτοποίησες με την παντοδύναμον δεξιάν σου και με τον πανίσχυρον βραχίονά σου, 21 Σὺ ἔβγαλες ἐλεύθερον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν σου ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου μὲ θαύματα ἀποδεικτικὰ τῆς δυνάμεώς σου καὶ μὲ ἔργα τρομερὰ καὶ καταπληκτικά, μὲ χεῖρα ἰσχυρὰν καὶ μὲ βραχίονα ὑψηλὸν
22 καὶ ἐν ὁράμασι μεγάλοις· καὶ ἔδωκας αὐτοῖς τὴν γῆν ταύτην, ἣν ὤμοσας τοῖς πατράσιν αὐτῶν, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. 22 και δια μέσου μεγάλων και θαυμαστών οραμάτων· και έδωκες εις αυτούς την χώραν αυτήν, δια την οποίαν είχες ορκισθή στους προγόνους των, χώραν όπου ρέει γάλα και μέλι. 22 καὶ μὲ ὁράματα φρικτὰ καὶ θαυμαστά.Καὶ ἔδωκες εἰς αὐτοὺς τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκες μὲ ὅρκον εἰς τοὺς προπάτορές των, χώραν ποὺ εἶναι τόσον πλουσία καὶ εὔφορος, ὥστε ἀναβρύζει ἀπὸ αὐτὴν ἄφθονον γάλα καὶ μέλι.
23 καὶ εἰσήλθοσαν καὶ ἐλάβοσαν αὐτὴν καὶ οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς σου καὶ ἐν τοῖς προστάγμασί σου οὐκ ἐπορεύθησαν· ἅπαντα, ἃ ἐνετείλω αὐτοῖς οὐκ ἐποίησαν· καὶ ἐποίησας συμβῆναι αὐτοῖς πάντα τὰ κακὰ ταῦτα. 23 Εκείνοι εισήλθον ελεύθεροι και κατέλαβαν ως κύριοι αυτήν, αλλά δεν υπήκουσαν εις την φωνήν σου και δεν επορεύθησαν σύμφωνά με τας εντολάς σου. Δεν ετήρησαν και δεν έπραξαν όλα εκείνα, τα οποία τους είχες διατάξει. Δια τούτο και επέτρεψας να συμβούν εις αυτούς όλαι αυταί αι συμφοραί. 23 Καὶ ἐκεῖνοι εἰσῆλθαν εἰς αὐτὴν καὶ τὴν κατέκτησαν, ἀλλ’ ὅμως δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν φωνήν σου καὶ δὲν ἐβάδισαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές σου.Ὅλα ὅσα τοὺς εἶχες διατάξει δὲν τὰ ἐτήρησαν.Διὰ τοῦτο ἐπέτρεψες νὰ συμβοῦν εἰς αὐτοὺς ὅλες αὐτὲς οἱ συμφορὲς καὶ καταστροφές.
24 ἰδοὺ ὄχλος ἥκει εἰς τὴν πόλιν ταύτην συλλαβεῖν αὐτήν, καὶ ἡ πόλις ἐδόθη εἰς χεῖρας Χαλδαίων τῶν πολεμούντων αὐτὴν ἀπὸ προσώπου μαχαίρας καὶ τοῦ λιμοῦ· ὡς ἐλάλησας, οὕτως ἐγένετο. 24 Ιδού, λοιπόν, τώρα ότι πολύς στρατός έχει επέλθει εναντίον της πόλεως αυτής, δια να την καταλάβη. Η πόλις θα παραδοθή εις τα χέρια των Χαλδαίων, οι οποίοι πολεμούν εναντίον της. Θα παραδοθή με την δύναμιν της μαχαίρας των πολιορκούντων αυτήν και του λιμού, ο οποίος επικρατεί έντος αυτής. Οπως είπες, έτσι ασφαλώς και θα γίνη· είναι σαν να έγινε. 24 Καὶ τώρα, ἰδού! Στρατεύματα πολλὰ ἔχουν φθάσει εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν «τὴν Ἱερουσαλήμ», διὰ νὰ τὴν καταλάβουν, ἡ δὲ πόλις πρόκειται νὰ παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια τῶν Βαβυλωνίων, οἱ ὁποῖοι τὴν πολεμοῦν· θὰ πέσῃ εἰς τὰ χέρια των μὲ τὴν δύναμιν τῆς μαχαίρας αὐτῶν ποὺ τὴν πολεμοῦν καὶ τῆς πείνας.Ὅπως προεῖπες, Κύριε, ἔτσι καὶ ἔγινε.
25 καὶ σὺ λέγεις πρός με· κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρὸν ἀργυρίου· καὶ ἔγραψα βιβλίον καὶ ἐσφραγισάμην καὶ ἐπεμαρτυράμην μάρτυρας· καὶ ἡ πόλις ἐδόθη εἰς χεῖρας Χαλδαίων. 25 Συ όμως, παρά ταύτα, λέγεις προς εμέ· αγόρασε και απόκτησε δια τον εαυτόν σου τον αγρόν αυτόν με καταβολήν αργυρίου. Εγώ ηγόρασα, συνέταξα το συμβόλαιον, το εσφράγισα, το επεβεβίιωσα δια μαρτύρων. Η πόλις παρά ταύτα θα παραδοθή ασφαλώς εις τα χέρια των Χαλδρίων”. 25 Καὶ ὅμως, παρ' ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ ποὺ μᾶς ἀναμένουν, Σύ, Κύριε, λέγεις πρὸς ἐμέ: «Ἀγόρασε τὸ χωράφι, κάμε το ἰδικόν σου, πλήρωσέ το»! Καὶ ἐγὼ τὸ ἀγόρασα, συνέταξα τὸ σχετικὸν συμβόλαιον ἀγορᾶς, τὸ ἐσφράγισα καὶ τὸ ἐβεβαίωσα μὲ τὴν ὑπογραφὴν μαρτύρων.Ὅλα δὲ αὐτὰ παρ’ ὅλον ὅτι ἡ πόλις παρεδόθη σχεδὸν εἰς τὰ χέρια τῶν Χαλδαίων».
26 Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 26 Ηλθε προς εμέ και άλλος λόγος Κυρίου, ο οποίος μου είπεν· 26 Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ «τὸν Ἱερεμίαν» καὶ εἶπεν:
27 ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς πάσης σαρκός, μὴ ἀπ' ἐμοῦ κρυβήσεταί τι; 27 Εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός πάσης σαρκός, μήπως και είναι ποτέ δυνατόν να αποκρυβή κάτι από εμέ; 27 «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δημιουργὸς καὶ Δεσπότης, Κύριος ὁ Θεὸς ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι φέρουν ὑλικὸν σῶμα καὶ εἶναι ψυχὲς ἐνωμένες μὲ σάρκα θνητήν· μήπως δύναται νὰ κρυβῇ τίποτε ἀπὸ τὸ παντέφορον βλέμμα μου;»
28 διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· δοθεῖσα παραδοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ λήψεται αὐτήν, 28 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Ασφαλώς και βεβαίως θα παραδοθή η πόλις αυτή εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την καταλάβη. 28 Διὰ τοῦτο ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: «Ἡ πόλις αὐτὴ «ἡ Ἱερουσαλήμ» θὰ παραδοθῇ ὁπωσδήποτε εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ τὴν καταλάβῃ.
29 καὶ ἥξουσιν οἱ Χαλδαῖοι πολεμοῦντες ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ καύσουσι τὴν πόλιν ταύτην ἐν πυρὶ καὶ κατακαύσουσι τὰς οἰκίας, ἐν αἷς ἐθυμιῶσαν ἐπὶ τῶν δωμάτων αὐτῶν τῇ Βάαλ καὶ ἔσπευδον σπονδὰς θεοῖς ἑτέροις πρὸς τὸ παραπικράναι με. 29 Οι Χαλδαίοι, οι οποίοι τώρα πολεμούν την πόλιν αυτήν, θα εισέλθουν έντος αυτής, θα καύσουν αυτήν την πόλιν, θα παραδώσουν στο πυρ όλας τας οικίας, εις τα δωμάτια των οποίων οι Ιουδαίοι προσέφεραν θυμιάματα λατρείας στον Βααλ και έκαναν σπονδάς εις θεούς ξένους, ειδωλολατρικούς, δια να με παροργίσουν και παραπικράνουν. 29 Οἱ δὲ Χαλδαίοι, οἱ ὁποῖοι πολεμοῦν ἐναντίον τῆς πόλεως αὐτῆς, θὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτὴν καὶ θὰ τὴν πυρπολήσουν καὶ θὰ κατακαύσουν τὰ σπίτια, ἐπάνω εἰς τὰ δώματα τῶν ὁποίων οἱ ἀποστάται Ἰουδαῖοι προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὸ εἴδωλον τοῦ Βάαλ καὶ ἔχυναν σπονδές «ἐθυσίαζαν» εἰς θεοὺς ξένους, εἰδωλολατρικούς, διὰ νὰ προκαλέσουν οὐσιαστικῶς τὴν ὀργήν μου.
30 ὅτι ἦσαν οἱ υἰοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ιούδα μόνοι ποιοῦντες τὸ πονηρὸν κατ' ὀφθαλμούς μου ἐκ νεότητος αὐτῶν. 30 Διότι υπέρ πάντα άλλον, τα τέκνα του Ισραήλ και τα τέκνα του Ιούδα, αυτοί διέπρατταν το πονηρόν ενώπιόν μου από αρχής της υπάρξεως των. 30 Διότι τόσον οἱ Ἰσραηλῖται, ὅσον καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, περισσότερον ἀπὸ ὅλους «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Μόνοι αὐτοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη» παρεσύρθησαν ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ὑπάρξεώς των εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν ἐνώπιόν μου, δηλαδὴ κατήντησαν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν.
31 ὅτι ἐπὶ τὴν ὀργήν μου καὶ ἐπὶ τὸν θυμόν μου ἦν ἡ πόλις αὕτη, ἀφ' ἧς ἡμέρας ᾠκοδόμησαν αὐτὴν καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης ἀπαλλάξαι αὐτὴν ἀπὸ προσώπου μου, 31 Δια τούτο η πόλις αυτή είναι αντικείμενον της οργής μου και του δικαίου θυμού μου, από της ημέρας κατά την οποίαν την ανοικοδόμησαν μέχρι της ημέρας αυτής, δια να την εξαφανίσω από τα μάτια μου. 31 Μάλιστα· ἡ πόλις αὐτὴ ὑπῆρξεν ἀντικείμενον τῆς δικαίας ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ μου ἀπὸ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν τὴν ἀνοικοδόμησαν, μέχρι σήμερα, ὁπότε καὶ ἀπεφάσισα νὰ τὴν ἐξαφανίσω ἀπὸ ἐμπρός μου «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἡ πόλις αὐτὴ εἶναι ὡσὰν νὰ ἐκτίσθη μὲ μοναδικὸν σκοπὸν νὰ προκαλῇ τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν μου, διὰ νὰ τὴν ἐξαφανίσω, μὴ θέλων νὰ τὴν βλέπω»,
32 διὰ πάσας τὰς πονηρίας τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα, ὧν ἐποίησαν πικράναι με αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν καὶ οἱ προφῆται αὐτῶν, ἄνδρες ᾿Ιούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλήμ, 32 Και τούτο εξ αιτίας όλων των πονηριών των υιών Ισραήλ και Ιούδα, τας οποίας αυτοί διέπραξαν, δια να με πικράνουν και παροργίσουν· αυτοί και οι βασιλείς των και οι άρχοντές των και οι ιερείς των και οι ψευδοπροφήται των, οι άνδρες της φυλής Ιούδα οι οποίοι κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ. 32 ἐξ αἰτίας ὅλων τῶν πονηριῶν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων, τὶς ὁποῖες διέπραξαν διὰ νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργήν μου· αὐτοί «ὁ λαός» καὶ οἱ βασιλεῖς των καὶ οἱ ἄρχοντές των καὶ οἱ ἱερεῖς των καὶ οἱ προφῆται των, ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ.
33 καὶ ἀπέστρεψαν πρός με νῶτον καὶ οὐ πρόσωπον· καὶ ἐδίδαξα αὐτοὺς ὄρθρου, καὶ ἐδίδαξα, καὶ οὐκ ἤκουσαν ἔτι λαβεῖν παιδείαν. 33 Ολοι αυτοί εγύρισαν προς εμέ τα νώτα των, και όχι το πρόσωπόν των. Καθε πρωΐαν τους εδίδασκα το θέλημά μου, τους εδίδασκα και αυτοί δεν υπήκουσαν, δια να συμμορφωθούν και λάβουν την πατρικήν μου παιδαγωγίαν. 33 Ὅλοι αὐτοὶ μὲ περιεφρόνησαν, μοῦ ἐγύρισαν τὴν πλάτην των καὶ ὄχι τὸ πρόσωπόν των.Καὶ παρ' ὅλον ὅτι τοὺς ἐδίδασκα τὸν νόμον κάθε πρωΐ· παρ’ ὅλον ὅτι τοὺς ἐδίδασκα συστηματικῶς καὶ ἀδιακόπως, αὐτοὶ δὲν ὑπήκουσαν διὰ νὰ δεχθοῦν τὴν στοργικὴν παιδαγωγίαν μου.
34 καὶ ἔθηκαν τὰ μιάσματα αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπεκλήθη τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτῷ, ἐν ἀκαθαρσίαις αὐτῶν, 34 Ετοποθέτησαν τα μιαρά είδωλά των μαζή με τας βρωμερότητάς των έντος του ναού, οπού εγίνετο επίκλησίς του Ονόματός μου. 34 Ἀντ’ αὐτοῦ ἐτοποθέτησαν τὰ σιχαμερά των εἴδωλα εἰς τὸν Ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγίνετο ἐπίκλησις τοῦ ἁγίου Ὀνόματός μου, μεταξὺ τῶν βρωμεροτήτων των, διὰ νὰ τὸν μιάνουν.
35 καὶ ᾠκοδόμησαν τοὺς βωμοὺς τῇ Βάαλ τοὺς ἐν φάραγγι υἱοῦ ᾿Εννὸμ τοῦ ἀναφέρειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν τῷ Μολὸχ βασιλεῖ, ἃ οὐ συνέταξα αὐτοῖς καὶ οὐκ ἀνέβη ἐπὶ καρδίαν μου, τοῦ ποιῆσαι τὸ βδέλυγμα τοῦτο πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῖν τὸν ᾿Ιούδαν. - 35 Ανοικοδόμησαν βωμούς προς τιμήν του Βααλ εις την κοιλάδα υιού Εννόμ, δια να προσφέρουν εκεί ως θυσίας τους υιούς των και τας θυγατέρας των στο ειδωλον Μολόχ, τον βασιλέα και κύριον, όπως τον εθεωρούσαν. Εγώ όμως ποτέ δεν τους είχα διατάξει να κάμουν αυτά και ποτέ δεν διεννοήθην να παρακινήσω τον 'Ισραηλ να λατρεύση τα βδελυρά είδωλα και να αμαρτήση έτσι ο ιουδαϊκός λαός. 35 Καὶ ἔκτισαν τοὺς βωμοὺς εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν θεὸν Βάαλ, εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ υἱοῦ Ἐννόμ, διὰ νὰ προσφέρουν ἐπάνω εἰς αὐτοὺς ὡς θυσίαν τοὺς υἱούς των καὶ τὶς θυγατέρες των εἰς τὸ εἴδωλον τοῦ Μολόχ, τὸν ὁποῖον οἱ Χαναναίοι ὠνόμαζαν κύριον καὶ βασιλιᾶ.Αὐτὰ ὅμως ἦσαν πράγματα, τὰ ὁποῖα ποτὲ δὲν τοὺς εἶχα διατάξει νὰ κάμουν καὶ τὰ ὁποῖα οὔτε κἀν εἶχα διανοηθῇ, νὰ παρακινήσω δηλαδὴ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν εἰς τὸ μισητὸν τοῦτο ἔργον, νὰ λατρεύσῃ τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα καὶ ἔτσι νὰ ἁμαρτήση!»
36 Καὶ νῦν οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τὴν πόλιν, ἣν σὺ λέγεις· παραδοθήσεται εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν ἀποστολῇ. 36 Και τώρα έτσι είπεν ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, εναντίον της πόλεως, περί της οποίας συ ομιλείς· θα παραδοθή αυτή εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος με την δυναμιν της μαχαίρας εκείνου και του λιμού που θα επικρατή εις αυτήν· οι δε κάτοικοί της θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι εις εξορίαν. 36 Κατὰ συνέπειαν τώρα ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἐναντίον τῆς πόλεως αὐτῆς, διὰ τὴν ὁποίαν σὺ λέγεις: «Θὰ παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος διὰ τῆς μαχαίρας του καὶ διὰ τῆς πείνας ποὺ θὰ ἐπικρατήσῃ εἰς αὐτὴν τὶς ἡμέρες τῆς πολιορκίας· οἱ δὲ κάτοικοίι της θὰ σταλοῦν μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν ὡς αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
37 ἰδοὺ ἐγὼ συνάγω αὐτοὺς ἐκ πάσης τῆς γῆς, οὗ διέσπειρα αὐτοὺς ἐκεῖ ἐν ὀργῇ μου καὶ τῷ θυμῷ μου καὶ ἐν παροξυσμῷ μεγάλῳ, καὶ ἐπιστρέψω αὐτούς εἰς τὸν τόπον τοῦτον καὶ καθιῶ αὐτοὺς πεποιθότας, 37 Αλλα, ιδού εγώ θα συγκεντρώσω πάλιν αυτούς από όλην την γην, όπου εγώ τους διεσκόρπισα εξ αιτίας της δικαίας οργής μου και του θυμού μου και στον παροξυσμόν της δικαίας αγανακτήσεώς μου, και θα τους επαναφέρω στον τόπον τούτόν και θα τους εγκαταστήσω σταθερούς και ασφαλείς εις αυτόν. 37 Ἀλλ' ὅμως, ἰδού! Ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὠδηγήθησαν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, ὅταν ἔλθῃ ὁ κατάλληλος καιρός, θὰ τοὺς συγκεντρώσω καὶ πάλιν ἀπὸ ὅλην τὴν γῆν, ὅπου τοὺς διεσκόρπισα ἐξ αἰτίας τῆς δικαίας ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ μου καὶ ἕνεκα τοῦ ὑπερβολικοῦ παροργισμοῦ μου, καὶ θὰ τοὺς ἐπαναφέρω εἰς τὸν τόπον τοῦτον καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταστήσω εἰς αὐτὸν ἀμετακινήτους καὶ ἀσφαλεῖς.
38 καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν. 38 Θα είναι τότε αυτοί δι' εμέ λαός και θα είμαι εγώ εις αυτούς ο Θεός. 38 Καὶ τότε αὐτοὶ θὰ εἶναι εἰς Ἐμὲ λαὸς ἐκλεκτὸς καὶ Ἐγὼ θὰ εἶμαι εἰς αὐτοὺς Θεός.
39 καὶ δώσω αὐτοῖς ὁδὸν ἑτέραν καὶ καρδίαν ἑτέραν φοβηθῆναί με πάσας τὰς ἡμέρας καὶ εἰς ἀγαθὸν αὐτοῖς καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῶν μετ' αὐτούς. 39 Θα δώσω εις αυτούς νέαν οδόν των εντολών μου, δια να την ακολουθήσουν. Αλλην δε καρδίαν θα θέσω εντός αυτών, δια να με φοβούνται και να με σέβωνται όλας τας ημέρας της ζωής των προς το καλόν αυτών των ιδίων και των τέκνων των, τα οποία θα έλθουν υστέρα από αυτούς. 39 Θὰ δώσω δὲ εἰς αὐτοὺς ὁδὸν ἄλλην, ἐντολὴν νέαν, καὶ καρδίαν ἄλλην, νέαν, διὰ νὰ μὲ φοβοῦνται «νὰ μὲ σέβωνται βαθύτατα» καθ’ ὅλην τὴν ζωήν των, διὰ τὴν ὠφέλειαν καὶ προκοπὴν τῶν ἰδίων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀπογόνων των, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν ἔπειτα ἀπὸ αὐτούς.
40 καὶ διαθήσομαι αὐτοῖς διαθήκην αἰωνίαν, ἣν οὐ μὴ ἀποστρέψω ὄπισθεν αὐτῶν· καὶ τὸν φόβον μου δώσω εἰς τὴν καρδίαν αὐτῶν πρὸς τὸ μὴ ἀποστῆναι αὐτοὺς ἀπ' ἐμοῦ. 40 Θα συνάψω με αυτούς αιωνίαν Διαθήκην, την οποίαν δεν θα ακυρώσω και δεν θα απομακρύνω από αυτούς. Θα θέσω εντός της καρδίας των τον φόβον μου, δια να μη απομακρυνθούν πλέον από εμέ. 40 Καὶ θὰ συνάψω μαζί των Διαθήκην αἰωνίαν, τὴν ὁποίαν οὐδέποτε θὰ ἀπομακρύνω ἀπὸ αὐτοὺς καὶ οὐδέποτε θὰ ἀκυρώσω.Καὶ θὰ βάλω μέσα εἰς τὴν καρδίαν των τὸν φόβον μου «τὸν βαθὺν σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν μου» οὕτως ὥστε νὰ μὴ ἀπομακρυνθοῦν καὶ ἀποστατήσουν οὐδέποτε ἀπὸ Ἐμέ.
41 καὶ ἐπισκέψομαι τοῦ ἀγαθῶσαι αὐτοὺς καὶ φυτεύσω αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ ταύτῃ ἐν πίστει καὶ ἐν πάσῃ καρδίᾳ καὶ ἐν πάσῃ ψυχῇ. 41 Τοτε εγώ, με όλην μου την καρδίαν και με όλην μου την ψυχήν, θα τους επισκεφθώ εν τη αγαθότητί μου, δια να τους αναδείξω αγαθούς. Θα τους καταφυτεύσω εις την χώραν αυτήν ασφαλείς και σταθερούς. 41 Καὶ τότε θὰ τοὺς ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τοὺς καταστήσω ἀρίστους, ἐναρέτους, γενναίους, ἀγαθούς· θὰ τοὺς καταφυτεύσω δὲ ἀμετακινήτους καὶ ἀσφαλεῖς εἰς τὴν χώραν αὐτὴν μὲ ὅλην μου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν».
42 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· καθὰ ἐπήγαγον ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον πάντα τὰ κακὰ τὰ μεγάλα ταῦτα, οὕτως ἐγὼ ἐπάξω ἐπ' αὐτοὺς πάντα τὰ ἀγαθά, ἃ ἐλάλησα ἐπ' αὐτούς. 42 Ετσι είπεν ο Κυριος· Οπως επέφερα εναντίον του λαού αυτών όλας τας μεγάλας αυτάς τιμωρίας και συμφοράς, έτσι θα αποστείλω προς αυτούς όλα τα αγαθά, όπως είχα υποσχεθή δι' αυτούς. 42 Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ὅπως ἀκριβῶς ἐπέφερα κατὰ τοῦ λαοῦ τούτου ὅλες αὐτὲς τὶς μεγάλες καὶ ὀλέθριες τιμωρίες, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον θὰ φέρω εἰς αὐτοὺς καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα τοὺς ἔχω ὑποσχεθῇ.
43 καὶ κτηθήσονται ἔτι ἀγροὶ ἐν τῇ γῇ, ᾗ σὺ λέγεις· ἄβατός ἐστιν ἀπὸ ἀνθρώπων καὶ κτήνους καὶ παρεδόθησαν εἰς χεῖρας Χαλδαίων. 43 Και πάλιν θα αγοράζωνται από αυτούς αγροί εις την χώραν αυτήν, δια την οποίαν συ προφητεύεις και λέγεις· Ερημος και άβατος θα γίνη αυτή από ανθρώπους και κτήνη, διότι θα παραδοθή εις τα χέρια των Χαλδαίων. 43 «Ὁ Κύριος, δίδων ἀπάντησιν εἰς τὴν ἐρώτησιν ποὺ διετύπωσε προηγουμένως ὁ Ἰερεμίας, προσθέτει:» Καὶ μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς Βαβυλῶνος θὰ ἀγοράζωνται καὶ πάλιν χωράφια εἰς τὴν χώραν, διὰ τὴν ὁποίαν σύ, ὁ Ἱερεμίας, προφητεύεις καὶ λέγεις· θὰ γίνῃ ἄβατος καὶ ἔρημος ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ οἰκιακὰ ζῶα, διότι ἔχει παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια τῶν Χαλδαίων».
44 καὶ κτήσονται ἀγροὺς ἐν ἀργυρίῳ, καὶ γράψεις βιβλίον καὶ σφραγιῇ καὶ διαμαρτυρῇ μάρτυρας ἐν γῇ Βενιαμὶν καὶ κύκλῳ τῆς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἐν πόλεσι τοῦ ὄρους καὶ ἐν πόλεσι τῆς Σεφηλὰ καὶ ἐν πόλεσι τῆς Ναγέβ, ὅτι ἀποστρέψω τὰς ἀποικίας αὐτῶν. 44 Οι Ιουδαίοι θα αγοράσουν με τα χρήματα των αγρούς και πάλιν, θα συντάσσωνται προς τούτοις συμβόλαια αγοραπωλησίας, θα σφραγίζωνται αυτά και θα επιβεβαιώνονται με μάρτυρας εις την χώραν Βενιαμίν, εις τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, εις τας πόλστου Ιούδα, εις τας πόλεις της ορεινής περιοχής, τας πόλεις της Σεφηλά και εις τας πόλεις Ναγέβ. Αυτά θα πραγματοποιηθούν, διότι εγώ θα επαναφέρω ελευθέρους τους αιχμαλώτους Ιουδαίους εις την πατρίδα των. 44 Οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα θὰ ἀγοράσουν καὶ θὰ ἀποκτήσουν πάλιν χωράφια μὲ τὰ χρήματά των θὰ συντάσσουν δὲ συμβόλαια ἀγοραπωλησίας καὶ θὰ τὰ σφραγίζουν καὶ θὰ τὰ ἐπιβεβαιώνουν μὲ μάρτυρες εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμὶν καὶ εἰς τὴν γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ περιοχὴν καὶ εἰς τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ εἰς τὶς πόλεις τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς χώρας, καὶ εἰς τὶς πόλεις τῆς πεδινῆς Σεφηλὰ καὶ εἰς τὶς πόλεις τῆς Ναγέβ «δηλαδὴ εἰς ὁλόκληρον τὴν περιοχὴν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα».Ὅλα δὲ αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν, διότι θὰ φέρω πίσω τοὺς Ἰουδαίους αἰχμαλώτους εἰς τὴν πατρίδα των».