Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 (Μασ. ΚΣΤ´) - ΕΝ ἀρχῇ βασιλέως ᾿Ιωακεὶμ υἱοῦ ᾿Ιωσία ἐγενήθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Κυρίου· | 1 Ο κατωτέρω λόγος απηυθύνθη από το Κυριον προς τον Ιερεμίαν κατά αρχήν της βασιλείας του βασιλέως Ιωκείμ, υιού του Ιωσίου. | 1 Ο λόγος αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀπηυθύνθη ἀπὸ τὸν Κύριον πρὸς τὸν Ἱερεμίαν κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, υἱοῦ τοῦ βασιλιᾶ Ἰωσία. |
2 οὕτως εἶπε Κύριος· στῆθι ἐν αὐλῇ οἴκου Κυρίου καὶ χρηματιεῖς ἅπασι τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ πᾶσι τοῖς ἐρχομένοις προσκυνεῖν ἐν οἴκῳ Κυρίου ἅπαντας τοὺς λόγους, οὓς συνέταξά σοι χρηματίσαι αὐτοῖς, μὴ ἀφέλῃς ρῆμα· | 2 Ετσι ωμίλησε και είπεν ο Κυριος· Στάσου εις την αυλήν του ναού του Κυρίου και θα αναγγείλης εις όλους ανεξαιρέτως τους Ιουδαίους και εις όλους όσοι έρχονται προσκυνήσουν στον οίκον του Κυρίου όλους τους λόγους, τους οποίους σε διέταξα να ανακοινώσης. Δεν θα αφαιρέσης ούτε μίαν λέξιν. | 2 «Ἔτσι ὡμίλησεν ὁ Κύριος καὶ εἶπε; «Στάσου «Ἱερεμία» εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ θὰ ἀναγγείλεις εἰς ὅλους γενικῶς τοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰς ὅλους, ὅσοι ἔρχονται νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεὸν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ὅλους τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους σὲ διέταξα νὰ ἀνακοινώσῃς εἰς αὐτούς.Προσοχὴ δὲ νὰ μὴ παραλείψῃς, νὰ μὴ ἀφαιρέσῃς οὔτε λέξιν ἀπὸ αὐτούς. |
3 ἴσως ἀκούσονται καὶ ἀποστραφήσονται ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς, καὶ παύσομαι ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐγὼ λογίζομαι τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς ἕνεκεν τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν. | 3 Ισως ακούσουν και δεχθούν τους λόγους μου και ο καθένας από αυτούς απομακρυνθή από την οδον του την πονηράν και εγώ θα σταματήσω τας συμφοράς, τας οποίας σκέπτομαι να εξαπαστείλω εναντίον αυτών, εξ αιτίας των πονηρών έργων των. | 3 Ἴσως ὑπακούσουν εἰς τὸ κήρυγμά σου καὶ ἀποδεχθοῦν τοὺς λόγους μου καὶ ἀπομακρυνθοῦν καθένας των ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δρόμους των καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους τῆς ζωῆς των, ὁπότε καὶ Ἐγὼ θὰ καμφθῶ καὶ θὰ σταματήσω νὰ σκέπτωμαι τὶς συμφορές, τὶς ὁποῖες λογαριάζω νὰ ἐπιφέρω ἐναντίον των ἕνεκα τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων των». |
4 καὶ ἐρεῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν μὴ ἀκούσητέ μου τοῦ πορεύεσθαι ἐν τοῖς νομίμοις μου, οἷς ἔδωκα κατὰ πρόσωπον ὑμῶν, | 4 Θα πης. λοιπόν, προς αυτούς· ''Ετσι είπεν ο Κυριος· εάν δεν υπακούσετε εις εμέ, ώστε να πορεύεσθε και να ζήτε σύμφωνα με τους Νομους, τους οποίους εγώ έχω δώσει ενώπιον σας. | 4 Πρὸς αὐτοὺς λοιπὸν θὰ εἰπῇς: «Ἔτσι ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν: Ἐὰν δὲν ὑπακούσετε εἰς Ἐμέ, ὥστε νὰ ἀκολουθῆτε καὶ νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους μου, τοὺς ὁποίους σᾶς ἔδωκα, |
5 εἰσακούειν τῶν λόγων τῶν παίδων μου τῶν προφητῶν, οὓς ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς ὄρθρου, καὶ ἀπέστειλα καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου, | 5 Να υπακούσετε στους λόγους των δούλων μου, των προφητών τους οποίους εγώ στέλλω προς σας λίαν ενωρίς, όπως και τους απέστειλα, αλλά δεν ηθελήσατε να υπακούσετε εις την φωνήν μου, | 5 καὶ νὰ ἀκούετε μὲ προσοχὴν τὸ κήρυγμα καὶ τὶς προειδοποιήσεις τῶν δούλων μου τῶν προφητῶν, τοὺς ὁποίους Ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς σᾶς πολὺ πρωΐ, δηλαδὴ ἀνελλιπῶς καὶ ἐπιμελῶς χωρὶς νὰ κουρασθῶ, καὶ τοὺς ὁποίους ἀπέστειλα, σεῖς ὅμως δὲν ἠθελήσατε νὰ ὑπακούσετε εἰς τὴν φωνήν μου· |
6 καὶ δώσω τὸν οἶκον τοῦτον ὥσπερ Σηλὼ καὶ τὴν πόλιν δώσω εἰς κατάραν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι πάσης τῆς γῆς. | 6 θα παραδώσω τον ναόν τούτον εις καταστροφήν, όπως και την Σηλώ, και την πόλιν αυτήν θα παραδώσως στους εχθρούς ως κατάραν εις όλα τα έθνη ολοκλήρου της οικουμένης. | 6 θὰ παραδώσω τὸν Ναὸν αὐτὸν εἰς καταστροφήν, ὅπως παρέδωσα παλαιότερα καὶ τὴν Σηλώ· τὴν πόλιν δὲ αὐτὴν «Ἱερουσαλήμ» θὰ παραδώσω εἰς τοὺς ἐχθροὺς ὡς κατάραν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη ὁλοκλήρου τῆς γῆς». |
7 καὶ ἤκουσαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται καὶ πᾶς ὁ λαὸς τοῦ ῾Ιερεμίου λαλοῦντος τοὺς λόγους τούτους ἐν οἴκῳ Κυρίου. | 7 Ηκουσαν οι ιερείς, οι ψευδοπροφήται και όλος ο λαός τον Ιερεμίαν να αναγγέλη τους λόγους αυτούς στον οίκον του Κυρίου. | 7 Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἄκουσαν τὸν Ἱερεμίαν νὰ κηρύσσῃ τὰ λόγια αὐτὰ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. |
8 καὶ ἐγένετο ῾Ιερεμίου παυσαμένου λαλοῦντος πάντα, ἃ συνέταξε Κύριος αὐτῷ λαλῆσαι παντὶ τῷ λαῷ, καὶ συνελάβοσαν αὐτὸν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται καὶ πᾶς ὁ λαὸς λέγων· θανάτῳ ἀποθανῇ, | 8 Οταν δε ο Ιερεμίας έπαυσε να λέγη όλα αυτά τα λόγια, τα οποία τον διέταξεν ο Κυριος να είπη εις όλον τον λαόν, συνέλαβαν τον Ιερεμίαν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται και όλος ο λαός, και ειπαν· “οπωσδήποτε θα καταδικασθής εις θάνατον | 8 Ὅταν δὲ ὁ Ἱερεμίας ἔπαυσε νὰ κηρύττῃ ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα τὸν διέταξεν ὁ Κύριος νὰ εἰπῇ εἰς ὅλον τὸν λαόν, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται καὶ ὅλος ὁ λαὸς τὸν συνέλαβαν καὶ εἶπαν: «Θὰ θανατωθῇς ὁπωσδήποτε! |
9 ὅτι ἐπροφήτευσας τῷ ὀνόματι Κυρίου λέγων· ὥσπερ Σηλὼ ἔσται ὁ οἶκος οὗτος καὶ ἡ πόλις αὕτη ἐρημωθήσεται ἀπὸ κατοικούντων· καὶ ἐξεκκλησιάσθη πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ ῾Ιερεμίαν ἐν οἴκῳ Κυρίου. - | 9 διότι ωμιλησες εν ονόματι του Κυρίου και είπες· ο οίκος ούτος, ο ναός, θα γίνη όπως η Σηλώ· και η πόλις αυτή, η Ιερουσαλήμ, θα μείνη έρημος από κατοίκους”. Συγκεντρώθη δε όλος ο Ισραηλιτικός λαός εις την αυλήν του ναού του Κυρίου εναντίον του Ιερεμίου. | 9 Διότι ἐπροφήτευσες εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, λέγων: «Ὁ Ναὸς αὐτὸς θὰ γίνῃ ὅπως ἡ Σηλὼ καὶ ἡ πόλις αὐτή, ἡ Ἱερουσαλήμ, θὰ καταστροφῇ καὶ θὰ μείνῃ ἔρημος ἀπὸ κατοίκους».Καὶ ὅλος ὁ ἀγανακτημένος λαὸς συνεκεντρώθη εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου μὲ ἀπειλητικὲς διαθέσεις ἐναντίον τοῦ Ἱερεμία. |
10 Καὶ ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες ᾿Ιούδα τὸν λόγον τοῦτον καὶ ἀνέβησαν ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως εἰς οἶκον Κυρίου καὶ ἐκάθισαν ἐν προθύροις πύλης Κυρίου τῆς καινῆς. | 10 Ηκουσαν οι άρχοντες του Ιουδαϊκού βασιλείου το γεγονός αυτό και ανέβησαν από τον βασιλικόν οίκον στον ναόν του Κυρίου, εκάθισαν ως δικασταί εις την είσοδον της νέας πύλης της αυλής του ναού του Κυρίου. | 10 Ἐπληροφορήθησαν δὲ τὸ γεγονὸς τοῦτο οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ καὶ ἀνέβησαν ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα εἰς τὸν Ναὸν τὸν Κυρίου καὶ ἐκάθησαν ὡς κριταὶ καὶ δικασταὶ εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Καινούργιας Πύλης τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου. |
11 καὶ εἶπαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ παντὶ τῷ λαῷ· κρίσις θανάτου τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ, ὅτι ἐπροφήτευσε κατὰ τῆς πόλεως ταύτης, καθὼς ἠκούσατε ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν. | 11 Οι ιερείς δε και οι ψευδοπροφήται είπαν προς τους άρχοντας και εις όλον τον λαόν· “καταδικαστική απόφασις θανάτου πρέπει να εκδοθή εναντίον του ανθρώπου αυτού, διότι επροφήτευσεν εναντίον της πόλεως αυτής, όπως άλλως τε και σεις οι ίδιοι ηκούσατε με τα αυτιά σας”. | 11 Τότε οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται εἶπαν πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς ὅλον τὸν λαόν: «Θανατικὴ καταδίκη ἁρμόζει εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, διότι ἐπροφήτευσεν ἐναντίον τῆς πόλεως αὐτῆς «Ἱερουσαλήμ», ὅπως ἄλλωστε ἀκούσατε καὶ σεῖς μὲ τὰ ἰδικά σας αὐτιά». |
12 καὶ εἶπεν ῾Ιερεμίας πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ παντὶ τῷ λαῷ λέγων· Κύριος ἀπέστειλέ με προφητεῦσαι ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἠκούσατε. | 12 Ο Ιερεμίας είπε τότε προς τους άρχοντας και προς όλον τον λαόν· “ο Κυριος με έστειλε να προφητεύσω εναντίον του ναού τούτου και εναντίον της πόλεως αυτής, της Ιερουσαλήμ, όλους τους λόγους τους οποίους σεις ηκούσατε. | 12 Ἀλλ' ὁ Ἱερεμίας ἀπεκρίθη πρὸς τοὺς ἄρχοντας, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐδίκαζαν, καὶ πρὸς τὸν λαόν, καὶ εἶπε τὰ ἀκόλουθα: «Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ ἀπέστειλε νὰ προφητεύσω κατὰ τοῦ Ναοῦ τοῦτου καὶ κατὰ τῆς πόλεως αὐτῆς «Ἱερουσαλήμ» ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἀκούσατε. |
13 καὶ νῦν βελτίους ποιήσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν καὶ ἀκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου, καὶ παύσεται Κύριος ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐλάλησεν ἐφ' ὑμᾶς. | 13 Και τώρα, εάν θέλετε να σωθήτε, κάμετε καλυτέρους και συμφώνους με το θέλημα του Θεού τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα σας. Ακούσατε την φωνήν του Κυρίου, και τότε ο Κυριος δεν θα αποστείλη εναντίον σας τας συμφοράς περί των οποίων εγώ σας ωμίλησα. | 13 Τώρα λοιπόν «ἐὰν θέλετε νὰ μὴ τιμωρηθῆτε» ἀλλάξατε συμπεριφοράν, διορθώσατε τὸν τρόπον τῆς ζωῆς σας καὶ τὰ ἔργα σας, καὶ ὑπακούσατε εἰς τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, ὁπότε καὶ ὁ Κύριος θὰ καμφθῇ, θὰ παρακληθῇ καὶ θὰ σταματήσῃ νὰ σκέπτεται τὶς συμφορές, τὶς ὁποῖες ἐξήγγειλεν ἐναντίον σας. |
14 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐν χερσὶν ὑμῶν· ποιήσατέ μοι ὡς συμφέρει καὶ ὡς βέλτιον ὑμῖν. | 14 Ιδού εγώ είμαι εις τα χέρια σας, πράξατε δι' εμέ όπως σας συμφέρει και όπως σεις νομίζετε δια τους εαυτούς σας καλύτερον. | 14 Ἐγὼ δέ, ἰδού· εἶμαι εἰἲς τὰ χέρια σας· κάμετέ μου ὅ,τι καὶ ὅπως σᾶς συμφέρει καὶ ὅπως νομίζετε καλύτερον διὰ σᾶς. |
15 ἀλλ' ἢ γνόντες γνώσεσθε ὅτι, εἰ ἀναιρεῖτέ με, αἷμα ἀθῷον δίδοτε ἐφ' ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ· ὅτι ἐν ἀληθείᾳ ἀπέσταλκέ με Κύριος πρὸς ὑμᾶς λαλῆσαι εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους. | 15 Μαθετε όμώς και κατανοήσατε καλά τούτο· ότι εάν με θανατώσετε, θα πέση επάνω εις σας και εις την πόλιν αυτήν και στους κατοίκους αυτής το αθώον αίμα, που θα χύσετε. Διότι όντως ο Κυριος με απέστειλε προς σας να είπω εις τα αυτιά όλων όλους αυτούς τους λόγους”. | 15 Νὰ εἶσθε ὅμως ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι, ἐὰν μὲ θανατώσετε, ἡ ἐνοχὴ καὶ ἡ εὐθύνη διὰ τὸ χύσιμον τοῦ ἀθώου αἵματος θὰ βαρύνῃ σᾶς καὶ τὴν πόλιν αὐτὴν καὶ ὅσους κατοικοῦν εἰς αὐτὴν διότι ἀληθινά, πράγματι μὲ ἔχει ἀποστείλει ὁ Κύριος πρὸς σᾶς, διὰ νὰ εἴπω εἰς τὰ αὐτιὰ ὅλων σας ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια». |
16 καὶ εἶπον οἱ ἄρχοντες καὶ πᾶς ὁ λαὸς πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ πρὸς τοὺς ψευδοπροφήτας· οὐκ ἔστι τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ κρίσις θανάτου, ὅτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐλάλησε πρὸς ἡμᾶς. | 16 Οι άρχοντες και όλος ο λαός είπαν προς τους ιερείς και προς τους ψευδοπροφήτας· “δεν πρέπει ο άνθρωπος αυτός να καταδικασθή εις θάνατον, διότι εξ ονόματος του Κυρίου του Θεού μας ελάλησε προς ημάς”. | 16 Τότε οἱ ἄρχοντες ποὺ ἐδίκαζαν καὶ ὅλος ὁ λαὸς εἶπαν πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ πρὸς τοὺς ψευδοπροφήτας: «Δὲν ἁρμόζει θανατικὴ καταδίκη εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, διότι ὡμίλησε πρὸς ἡμᾶς εἰς τὸ ὄνομα «ἤ, ἐξ ὀνόματος» Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἠμῶν καὶ ὄχι εἰς τὸ ὄνομα ἄλλων ψευδοθεῶν». |
17 καὶ ἀνέστησαν ἄνδρες τῶν πρεσβυτέρων τῆς γῆς καὶ εἶπαν πάσῃ τῇ συναγωγῇ τοῦ λαοῦ· | 17 Τοτε εσηκώθησαν μερικοί άνδρες από τους πρεσβυτέρους της χώρας και είπαν εις όλην την συγκέντρωσιν του λαού· | 17 Τότε ἐσηκώθησαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ εἶπαν πρὸς τὸ σνγκεντρωμένον πλῆθος τοῦ λαοῦ: |
18 Μιχαίας ὁ Μωραθίτης ἦν ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Εζεκίου βασιλέως ᾿Ιούδα καὶ εἶπε παντὶ τῷ λαῷ ᾿Ιούδα· οὕτως εἶπε Κύριος· Σιὼν ὡς ἀγρὸς ἀροτριαθήσεται, καὶ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ἄβατον ἔσται καὶ τὸ ὄρος τοῦ οἴκου εἰς ἄλσος δρυμοῦ. | 18 “Ο Μιχαίας ο Μωραθίτης εζούσεν επί της εποχής Εζεκίου, του βασιλέως Ιούδα, και είπεν εις όλον τον ιουδαϊκόν λαόν· Ετσι είπεν ο Κυριος η Σιών θα οργωθή ώσαν χωράφι και η Ιερουσαλήμ θα γίνη άβατος και ακατοίκητος και το όρος τούτο, επί του οποίου υπάρχει ο ναός του Κυρίου, θα γίνη πυκνόν δάσος. | 18 «Ὁ Μιχαίας, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν Μωρὰθ καὶ ἔδρασεν ὡς προφήτης κατὰ τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ Ἐζεκία, βασιλιᾶ τὸν Ἰούδα, ἐπροφήτευσε καὶ εἶπεν εἰς ὅλον τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν: «Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: Ἡ Σιὼν θὰ καταστροφῇ τελείως, τόσον, ὥστε θὰ ὀργωθῇ, ὅπως ὀργώνεται μὲ ἀλέτρι τὸ χωράφι, καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ ἐρημωθῇ τόσον, ὥστε θὰ καταστῇ ἄβατος εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ δὲ λόφος, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι κτισμένος ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ὁ πολυθρύλητος Ναός, θὰ χορτομανήσῃ, θὰ γεμίσῃ μὲ τόσα δένδρα καὶ φυτά, ὥστε νὰ ὁμοιάζῃ πρὸς πυκνὸν καὶ ἀπάτητον δάσος». |
19 μὴ ἀνελὼν ἀνεῖλεν αὐτὸν ᾿Εζεκίας καὶ πᾶς ᾿Ιούδα; οὐχ ὅτι ἐφοβήθησαν τὸν Κύριον καὶ ὅτι ἐδεήθησαν τοῦ προσώπου Κυρίου, καὶ ἐπαύσατο Κύριος ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐλάλησεν ἐπ' αὐτούς; καὶ ἡμεῖς ἐποιήσαμεν κακὰ μεγάλα ἐπὶ ψυχὰς ἡμῶν. | 19 Μηπως δια τούτο τον εφόνευσεν ο Εζεκίας και όλος ο Ιουδαϊκός λαός; Δεν διέπραξαν το αδίκημα τούτο, διότι εφοβήθησαν τον Κυριον και παρεκάλεσαν τον Κυριον και ο Κυριος απεμάκρυνεν από αυτούς τας συμφοράς, περί των οποίων είχεν ομιλήσει ο προφήτης εναντίον των. Και ημείς διεπράξαμεν μεγάλα κακά εις βάρος των ψυχών μας. | 19 Μήπως ἐξ ἀφορμῆς τῆς φοβερᾶς αὐτῆς προφητείας ἐφόνευσαν τὸν Μιχαίαν ὁ βασιλιᾶς Ἐζεκίας καὶ ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός; Ὄχι! Δὲν διέπραξαν τὸ ἔγκλημα τοῦτο, διότι ἐφοβήθησαν τὸν Κύριον καὶ παρεκάλεσαν μὲ δεήσεις καὶ ἰκεσίες τὸν Κύριον, ὁπότε καὶ ὁ Κύριος ἐκάμφθη, παρεκλήθη καὶ ἐσταμάτησε νὰ σκέπτεται τὶς συμφορές, τὶς ὁποῖες εἶχεν ἐξαγγείλει ἐναντίον των.Καὶ ἡμεῖς δὲν εἴμεθα ἀθῶοι· διεπράξαμεν μεγάλα κακὰ εἰς βάρος τῶν ψυχῶν μας».«Κατὰ τὸ ἑβραϊκὸν κείμενον: Ἡμεῖς ἀντιθέτως ἑτοιμαζόμεθα νὰ προξενήσωμεν μεγάλο κακὸν εἰς τοὺς ἑαυτούς μας». |
20 Καὶ ἄνθρωπος ἦν προφητεύων τῷ ὀνόματι Κυρίου, Οὐρίας υἱὸς Σαμαίου ἐκ Καριαθιαρίμ, καὶ ἐπροφήτευσε περὶ τῆς γῆς ταύτης κατὰ πάντας τοὺς λόγους ῾Ιερεμίου. | 20 Επίσης και κάποιος άλλος άνθρωπος υπήρχεν, ο οποίος προεφήτευεν εξ ονόματος του Κυρίου, ο Ουρίας υιός του Σαμαίου από την Καριαθιαρίμ, και επροφήτευσε δια την χώραν αυτήν όμοια προς τους λόγους, τους οποίους σήμερα λέγει ο Ιερεμίας. | 20 Ὑπῆρχεν ἐπίσης ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος, ποὺ συνήθιζε νὰ προφητεύῃ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου· αὐτὸς ἦταν ὁ Οὐρίας, ὁ υἱὸς τοῦ Σαμαίου, ἀπὸ τὴν Καριαθιαρίμ.Ὁ Οὐρίας ἐπροφήτευσε περὶ τῆς χώρας αὐτῆς «τῆς Ἰουδαίας» ἀκριβῶς τὰ ἴδια μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἐπροφήτευσε ὁ Ἱερεμίας. |
21 καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς ᾿Ιωακεὶμ καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες πάντας τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ἐζήτουν ἀποκτεῖναι αὐτόν· καὶ ἤκουσεν Οὐρίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς Αἴγυπτον. | 21 Αυτού, λοιπόν, του προφήτου τους λόγους επληροφορήθη ο βασιλεύς Ιωακείμ και όλοι οι άρχοντες και εζήτουν να εύρουν αυτόν, δια να τον θανατώσουν. Ο Ουρίας επληροφορήθη τούτο και κατέφυγεν εις την Αίγυπτον. | 21 Ὅταν δὲ ἐπληροφορήθησαν ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἰουδαίας Ἰωακεὶμ καὶ ὅλοι οἰ ἄρχοντες τὸν ὅλα ὅσα εἶχε προφητεύσει ὁ Οὐρίας, ἐζητοῦσαν «ἀπεφάσισαν» νὰ τὸν φονεύσουν.Ὁ Οὐρίας ὅμως διὰ νὰ σωθῇ κατέφυγεν εἰς τὴν Αἴγυπτον. |
22 καὶ ἐξαπέστειλεν ὁ βασιλεὺς ἄνδρας εἰς Αἴγυπτον, | 22 Ο βασιλεύς Ιωακείμ έστειλεν άνδρας εις την Αίγυπτον, | 22 Καὶ τότε ὁ βασιλιᾶς Ἰωακείμ, ποὺ ἦταν φόρου ὑποτελὴς εἰς τοὺς Αἰγυπτίους, ἀπέστειλεν ἄνδρες εἰς τὴν Αἴγυπτον. |
23 καὶ ἐξηγάγοσαν αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ εἰσηγάγοσαν αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἔρριψεν αὐτὸν εἰς τὸ μνῆμα υἱῶν λαοῦ αὐτοῦ. | 23 οι οποίοι έβγαλαν τον προφήτην από εκεί και τον ωδήγησαν προς τον βασιλέα. Αυτός τον εθανάτωσε δια μαχαίρας και το νεκρόν του σώμα το έρριψεν στο νεκροταφείον του λαού”. | 23 Οἱ ἀπεσταλμένοι αὐτοὶ τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ἐκεῖ, τὸν ἔφεραν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὸν παρουσίασαν εἰς τὸν βασιλιᾶ.Αὐτὸς δὲ τὸν ἐφόνευσε διὰ μαχαίρας καὶ ἔρριψε τὸ πτῶμα του ὄχι εἰς τὰ ἐπίσημα μνήματα τῶν πατέρων του, ἀλλ' εἰς τὰ συνηθισμένα ταπεινὰ μνήματα τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ. |
24 πλὴν χεὶρ ᾿Αχεικὰμ υἱοῦ Σαφὰν ἦν μετὰ ῾Ιερεμίου τοῦ μὴ παραδοῦναι αὐτὸν εἰς χεῖρας τοῦ λαοῦ τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτόν. | 24 Ο Ιερεμίας όμως διέφυγε την καταδίκην εις θάνατον χάρις εις την επέμβασιν Αχεικάμ υιού του Σαφάν αξιωματούχου εις την αυλήν του Ιωακείμ. Αυτός επενέβη, δια να μη παραδοθή ο Ιερεμίας εις τας χείρας του λαού και τον θανατώσουν. | 24 Εἰς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν ὅμως δὲν συνέβη τὸ ἴδιον.Διότι τὸν ἐπροστάτευεν ὁ Ἀχεικάμ, ὁ υἱὸς τοῦ βασιλικοῦ γραμματέως Σαφάν, ὥστε νὰ μὴ παραδοθῇ αὐτός «ὁ Ἱερεμίας» εἰς τὰ χέρια τοῦ λαοῦ καὶ τὸν φονεύσουν. |