Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν ἐφ' ὑμᾶς, οἶκος ᾿Ισραήλ· | 1 Ακούσατε, Ισραηλίται, τον λόγον Κυρίου, τον οποίον ελάλησε προς σας. | 1 Ακοῦστε, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, τὸν λόγον τὸν Κυρίου, τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνε πρὸς σᾶς. |
2 τάδε λέγει Κύριος· κατὰ τὰς ὁδοὺς τῶν ἐθνῶν μὴ μανθάνετε καὶ ἀπὸ τῶν σημείων τοῦ οὐρανοῦ μὴ φοβεῖσθε, ὅτι φοβοῦνται αὐτὰ τοῖς προσώποις αὐτῶν. | 2 Αυτά λέγει ο Κυριος· Μη μανθάνετε να ζήτε σύμφωνα με τους τρόπους της ζωής των ειδωλολατρικών εθνών. Και από τα σημεία του ουρανού μη φοβείσθε, διότι αυτά οι ειδωλολατρικοί λαοί τα φοβούνται. | 2 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Μὴ μαθαίνετε νὰ ζῆτε σύμφωνα μὲ τὶς συνήθειες καὶ τὴν θρησκείαν τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τὶς κινήσεις καὶ τὰ διάφορα φαινόμενα τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ «ὅπως αὐξομείωσις τῆς σελήνης, ἐκλείψεις ἡλίου - σελήνης, κομῆτες, βροχὴ μετεωριτῶν», διότι αὐτὰ τὰ φοβοῦνται τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη. |
3 ὅτι τὰ νόμιμα τῶν ἐθνῶν μάταια· ξύλον ἐστὶν ἐκ τοῦ δρυμοῦ ἐκκεκομμένον, ἔργον τέκτονος καὶ χώνευμα· | 3 Μη ακολουθήτε τους ειδωλολάτρας, διότι οι θρησκευτικοί και ηθικοί δεσμοί των ειδωλολατρικών εθνών, τα θρησκευτικά των έθιμα και αι παραδόσεις των, είναι ψευδή και ανωφελή. Τα είδωλά των είναι ξύλον, το οποίον έχει κοπή από το δάσος. Είναι έργον τέκτονος, το δε περίβλημά του είναι από χωνευμένον μέταλλον. | 3 Σταθῆτε μακριὰ ἀπὸ αὐτά, διότι οἱ νόμοι, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν εἶναι μάταια, τιποτένια καὶ ἀνώφελα.Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνικῶν δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ξύλον, ποὺ ἔχει κοπῆ ἀπὸ τὸ δάσος· ἔργον τεχνίτου, γλύπτου ξύλων, τὸ δὲ μεταλλικὸν περίβλημά των εἶναι ἀπὸ χυτὸν ἢ χωνευμένον μέταλλον! |
4 ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ κεκαλλωπισμένα ἐστίν· ἐν σφύραις καὶ ἥλοις ἐστερέωσαν αὐτά, | 4 Αυτά είναι στολισμένα με αργύριον και χρυσίον. Τα έχουν στερεώσει με σφυριά και καρφιά. | 4 Τὰ εἴδωλα αὐτὰ εἶναι καλλωπισμένα μὲ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι.Εἶναι δὲ στερεωμένα μὲ καρφιά. |
5 θήσουσιν αὐτά, καὶ οὐ κινηθήσονται· ἀργύριον τορευτόν ἐστιν, οὐ πορεύσονται· ἀργύριον προσβλητὸν ἀπὸ Θαρσὶς ἥξει, χρυσίον Μωφὰζ καὶ χεὶρ χρυσοχόων, ἔργα τεχνιτῶν πάντα· ὑάκινθον καὶ πορφύραν ἐνδύσουσιν αὐτά· | 5 Οι άνθρωποι τα τοποθετούν κάπου και αυτά δεν θα δυνηθούν να κινηθούν. Αψυχα ανάγλυφα έργα από άργυρον δεν πρόκειται ποτέ να περιπατήσουν. Θέτουν επάνω εις αυτά άργυρον, που έχει έλθει από Θαρσίς, και χρυσίον από Μωφάζ. Ολα αυτά έχουν γίνει με τα χέρια των χρυσοχόων, είναι έργα τεχνιτών. Τα ενδύουν με υακινθον και πορφύραν. | 5 Τὰ τοποθετοῦν καὶ τὰ στήνουν κάπου οὕτως, ὥστε νὰ μένουν ἀκίνητα.Εἶναι ἔργα γλυπτά, ἀνάγλυφα ἀπὸ ἀσῆμι, ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ περιπατήσουν.Ἔχουν ἀσῆμι προσθετόν, κολλητόν, ποὺ ἔχει εἰσαχθῇ ἀπὸ τὴν Θαρσίς, καὶ χρυσάφι ἀπὸ τὴν Μωφάζ.Εἶναι ἔργα χρυσοχόων, ὅλα δὲ εἶναι ἔργα τεχνιτῶν.Τὰ ἀγάλματα αὐτὰ τὰ ἐνδύουν μὲ ὐάκινθον καὶ πορφύραν. |
5 αἰρόμενα ἀρθήσονται, ὅτι οὐκ ἐπιβήσονται. μὴ φοβηθῆτε αὐτά, ὅτι οὐ μὴ κακοποιήσωσι, καὶ ἀγαθὸν οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς. | 5 Οταν κανείς τα σήκωση και τα μετακινήση, τότε κινούνται. Παντως μόνα των δεν ημπορούν να ανεβούν στους ίππους. Μη φοβηθήτε, λοιπόν, τα είδωλα, διότι είναι ανίκανα να κάνουν κάτι κακόν, αλλά και τίποτε το καλόν δεν υπάρχει εις αυτά. | 5 Μετακινοῦνται μόνον ὅταν σηκωθοῦν καὶ μεταφερθοῦν ἀπὸ ἀνθρώπους, διότι μόνα των δὲν ἠμποροῦν νὰ περιπατήσουν καὶ νὰ ἀνεβοῦν ἐπάνω εἰς ζῶα ἢ ἄλλα μεταφορικὰ μέσα.Μὴ φοβηθῆτε τὰ εἴδωλα αὐτά, διότι δὲν ἠμποροῦν νὰ βλάψουν ἢ νὰ προξενήσουν κακὸν ἀλλ' οὔτε καὶ νὰ ὠφελήσουν, ἀφοῦ τίποτε τὸ καλὸν δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτά. |
11 οὕτως ἐρεῖτε αὐτοῖς· θεοί, οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν ἐκ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ τούτου. | 11 Ετσι θα ομιλήσετε και θα πήτε δι' αυτά· θεοί, οι οποίοι δεν εδημιούργησαν τον ουρανόν και την γην, ας χαθούν από το πρόσωπον της γης και γενικώς από κάθε σημείον, που ευρίσκεται κάτω από τον ουρανόν. | 11 Πέστε εἰς τοὺς Βαβυλωνίους ἐθνικούς «ἤ, κατ’ ἄλλους, εἰς τὰ εἴδωλα αὐτά» τοῦτο: «Θεοί, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐδημιούργησαν καὶ δὲν κατεσκεύασαν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ἂς χαθοῦν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ γενικῶς ἀπὸ κάθε τόπον, ποὺ εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν αὐτόν». |
12 Κύριος ὁ ποιήσας τὴν γῆν ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, ὁ ἀνορθώσας τὴν οἰκουμένην ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ καὶ τῇ φρονήσει αὐτοῦ ἐξέτεινε τὸν οὐρανόν, | 12 Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος, εν τη απείρω αυτού δυνάμει, εδημιούργησε την γην, ανόρθωσε την οικουμένην εν τη σοφία του και δια της συνέσεώς του και φρονήσεως εξέτεινε τον ουρανόν άνω. | 12 Ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐδημιούργησε τὴν γῆν μὲ τὴν δύναμίν του· ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἀνώρθωσε κατὰ τρόπον ἁρμονικὸν τὴν οἰκουμένην μὲ τὴν ἄπειρον σοφίαν του· καὶ ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν ἄπειρον φρόνησιν καὶ ὀξυδέρκειάν του ἄπλωσε τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ ὁρίζοντος ἕως τὸ ἄλλο! |
13 καὶ πλῆθος ὕδατος ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀνήγαγε νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς γῆς, ἀστραπὰς εἰς ὑετὸν ἐποίησε καὶ ἐξήγαγε φῶς ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ. | 13 Αυτός είναι, που ανεβάζει και συγκεντρώνει στους ουρανούς πλήθη υδάτων, αναβιβάζει και μεταφέρει νεφέλας από τα πέρατα της γης. Εκαμε αστραπάς εις προπαρασκευήν της βροχής και έβγαλε το φως από τους απείρους αυτού θησαυρούς. | 13 Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἀνεβάζει ἀπὸ τὴν γῆν καὶ συγκεντρώνει εἰς τὸν οὐρανὸν πάρα πολὺ νερὸ καὶ ἀνυψώνει τὰ νέφη ἀπὸ τὶς ἐσχατιὲς τῆς γῆς, τὶς ἀστραπὲς μετατρέπει εἰς βροχὴν καὶ ὁ Ὁποῖος ἐξήγαγε τὸ φῶς ἀπὸ τὰ θησαυροφυλάκιά του! |
14 ἐμωράνθη πᾶς ἄνθρωπος ἀπὸ γνώσεως, κατῃσχύνθη πᾶς χρυσοχόος ἐπὶ τοῖς γλυπτοῖς αὐτοῦ, ὅτι ψευδῆ ἐχώνευσεν, οὐκ ἔστι πνεῦμα ἐν αὐτοῖς· | 14 Καθε άπιστος και ειδωλολάτρης άνθρωπος είναι μωρός από απόψεως γνώσεως. Εις καταισχύνην ζη και ευρίσκεται κάθε χρυσοχόος εξ αιτίας των γλυπτών του αγαλμάτων, διότι ψευδή και νεκρά πράγματα εθεσεν εις καλούπια και τα εχώνευσεν εις την φωτιάν. Δεν υπάρχει καμμία αναπνοή και ζωή εις αυτά. | 14 Κάθε εἰδωλολάτρης, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν γνῶσιν περὶ τὴν θεολογίαν, ἀπεδείχθη μιαρὸς καὶ ἀνόητος.Κάθε χρυσοχόος κατεντροπιάσθη διὰ τὰ γλυπτὰ ἔργα του, διότι νεκρὰ καὶ ἀπατηλὰ πράγματα κατεσκεύασεν ἀπὸ χυτὸν μέταλλον, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὰ καμμία πνοὴ ζωῆς. |
15 μάταιά ἐστιν, ἔργα ἐμπεπαιγμένα, ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀπολοῦνται. | 15 Κούφια και ψευδή είναι αυτά, έργα εμπαιγμού και απάτης. Οταν με την τιμωρόν ράδδον μου επισκεφθώ τους ειδωλολάτρας, αυτά θα παραδοθούν εις καταστροφήν. | 15 Αὐτὰ εἶναι ψευδῆ, ἀπατηλά, κούφια, ἔργα ἄξια χλεύης καὶ ἐμπαιγμοῦ· κατὰ τὸν καιρόν, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἐπισκεφθῶ τοὺς εἰδωλολάτρας πρὸς κρίσιν καὶ ἀνταπόδοσιν, αὐτὰ θὰ καταστραφοῦν. |
16 οὐκ ἔστι τοιαύτη μερὶς τῷ ᾿Ιακώβ, ὅτι ὁ πλάσας τὰ πάντα αὐτὸς κληρονομία αὐτοῦ, Κύριος ὄνομα αὐτῷ. | 16 Δεν υπάρχει κανένα μέρος δια τον Ιακώβ εις τέτοιες θρησκευτικές πλάνες. Διότι ο Θεός, ο οποίος εδημιούργησε τα πάντα, αυτός είναι η κληρονομία του Ισραηλιτικού λαού. Αυτός, του οποίου το όνομα είναι Κυριος. | 16 Καμμίαν σχέσιν μὲ τέτοιους χειροποιήτους νεκροὺς θεοὺς δὲν ἔχει ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, διότι ὁ ἀληθινός, ζωντανὸς Θεός, ποὺ ἐδημιούργησε τὰ πάντα, εἶναι πολύτιμος κληρονομία τὸν λαοῦ αὐτοῦ· Κύριος εἶναι τὸ ὄνομά του. |
17 Συνήγαγεν ἔξωθεν τὴν ὑπόστασίν σου, κατοικοῦσα ἐν ἐκλεκτοῖς. | 17 Ο εχθρός συνεκέντρωσεν έξω από σέ, Ιερουσαλήμ, όλους τους ανθρώπους σου, οι οποίοι κατοικούσαν εις ωραίους οίκους. | 17 Ὁ ἐχθρὸς συνεκέντρωσεν ἔξω ἀπὸ σέ, πόλις Ἱερουσαλήμ, ὅλον τὸν πληθυσμόν σου, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε εἰς ὡραῖες οἰκοδομές. |
18 ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ σκελίζω τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην ἐν θλίψει, ὅπως εὑρεθῇ ἡ πληγή σου· | 18 Διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα υποσκελίσω, θα ανατρέψω και θα ρίψω κάτω εις την γην, θα αποστείλω θλίψιν στους κατοίκους της χώρας αυτής, ώστε να γίνη φανερά εις όλους η εκ μέρους εμού τιμωρία σου. | 18 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ἰδού· Ἐγὼ θὰ πεδικλώσω καὶ θὰ ἀνατρέψω τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς καὶ θὰ στείλω εἰς αὐτοὺς δυστυχίαν καὶ θλῖψιν, ὥστε ἡ τιμωρία, ποὺ σοῦ ἐπροκάλεσα, νὰ γίνῃ ἀντιληπτὴ καὶ φανερὰ ἀπὸ ὅλους». |
19 οὐαὶ ἐπὶ συντρίμματί σου, ἀλγηρὰ ἡ πληγή σου, κἀγὼ εἶπα· ὄντως τοῦτο τὸ τραῦμά μου καὶ κατέλαβέ με· | 19 Αλλοίμονον εις σε δια τα συντρίμματά σου! Οδυνηρά είναι η πληγή σου! Και εγώ είπα· Πράγματι, οδυνηρόν είναι το τραύμα, που με έχει καταλάβει. | 19 Ἀλλοίμονον «λέγει ὁ Προφήτης ἢ ὁ Θεὸς πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ» διὰ τὰ τραύματα καὶ τὰ ἀφόρητα δεινά σου! Ὀδυνηρὴ εἶναι ἡ πληγή σου! Ἐγὼ δέ «ἀπαντᾷ ἡ Ἱερουσαλήμ» εἶπα: Πράγματι ἡ πληγή μου αὐτὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὀδυνηρή, προξενεῖ πολλὴν λύπην ἡ μεγάλη συμφορά μου, ἡ ὁποία μὲ ἐκτύπησε καὶ μὲ ἐκυρίευσεν! |
20 ἡ σκηνή μου ἐταλαιπώρησεν, ὤλετο, καὶ πᾶσαι αἱ δέρρεις μου διεσπάσθησαν· οἱ υἱοί μου καὶ τὰ πρόβατά μου οὐκ εἰσίν, οὐκ ἔστιν ἔτι τόπος τῆς σκηνῆς μου, τόπος τῶν δέρρεών μου. | 20 Η σκηνή μου έχει υποστή βλάβας και ταλαιπωρίας· κατεστράφη. Ολα τα δέρματα της σκηνής μου έχουν σχισθή. Τα παιδιά μου και τα πρόβατά μου δεν υπάρχουν πλέον. Δεν υπάρχει τόπος δια την σκηνήν μου, μέρος δια να αποθέσω τα δερμάτινα καλύμματά της. | 20 Ἡ σκηνή μου «ὁ Ναός, οἱ οἰκίες, οἱ πύργοι, τὰ τείχη» ὑπέστη ταλαιπωρίες καὶ βλάβες, κατεστράφη· ὅλα τὰ παραπετάσματα, ποὺ εἶναι κατασκευασμένα ἀπὸ ἐπεξεργασμένα δέρματα, ἐσχίσθησαν.Οἱ υἱοί μου καὶ τὰ πρόβατά μου δὲν ὑπάρχουν πλέον, δὲν ὑπάρχει τόπος διὰ νὰ στηθῇ ἡ σκηνή μου, τόπος διὰ νὰ στερεωθοῦν καὶ τεντωθοῦν τὰ καλύμματά της. |
21 ὅτι οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο καὶ τὸν Κύριον οὐκ ἐξεζήτησαν· διὰ τοῦτο οὐκ ἐνόησε πᾶσα ἡ νομὴ καὶ διεσκοσπίσθησαν. | 21 Υπέστην αυτά, διότι οι άρχοντες του λαού μου εφάνησαν άφρονες και ασύνετοι. Τον Κυριον δεν εζήτησαν βοηθόν των. Δια τούτο όλον το ποίμνιον έμεινε χωρίς σκέψιν και σύνεσιν, και διεσκορπίσθησαν τα πρόβατα. | 21 Ὑπέστημεν ὅλην αὐτὴν τὴν καταστροφήν, διότι οἱ ἄρχοντες καὶ ὁδηγοί «πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοί» τοῦ λαοῦ ἐδείχθησαν ἄφρονες καὶ δὲν ἐζήτησαν μὲ τὴν καρδιά των τὸν Κύριον, ἀλλ' ἀδιαφόρησαν δι' Αὐτόν.Διὰ τοῦτο ὅλο τὸ ποίμνιον «ὁ λαὸς» ἔμεινε χωρὶς ὀρθὴν νόησιν, ἱερὸν στοχασμὸν καὶ ἁγίαν φρόνησιν καὶ τελικῶς διεσκορπίσθη. |
22 φωνὴ ἀκοῆς ἰδοὺ ἔρχεται καὶ σεισμὸς μέγας ἐκ γῆς βορρᾶ τοῦ τάξαι τὰς πόλεις ᾿Ιούδα εἰς ἀφανισμὸν καὶ κοίτην στρουθῶν. | 22 Ιδού, ακούεται βοή σεισμού, έρχεται μεγάλος σεισμός από την χώραν του βορρά, δια να σκορπίση όλεθρον και αφανισμόν εις τας πόλστου Ιούδα και να καταστήση αυτάς φωλεάς στρουθίων. | 22 Ἰδού· ἀκούεται φοβερὸς θόρυβος, σεισμὸς μεγάλος ἔρχεται ἀπὸ χώραν τοῦ βορρᾶ, διὰ νὰ ἐξαφανίσῃ τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ νὰ τὶς μεταβάλῃ εἰς φωλιὲς στρουθοκαμήλων «κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Τσακαλιῶν». |
23 οἶδα, Κύριε, ὅτι οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ ἀνὴρ πορεύσεται καὶ κατορθώσει πορείαν αὐτοῦ. | 23 Γνωρίζω, Κυριε, ότι ο άνθρωπος δεν είναι πάντοτε κύριος της οδού του, ούτε ημπορεί εξ εαυτού να βαδίση τον αληθινόν δρόμον, ώστε να επιτύχη εις την πορείαν της ζωής του. | 23 Γνωρίζω, Κύριε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἱκανὸς μόνος του νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον του καὶ νὰ χαράξῃ τὴν πορείαν του· οὔτε δύναται μόνος νὰ πορευθῇ τὸν δρόμον του, ἐὰν τὸν εὕρῃ, ὥστε νὰ προκόψῃ εἰς τὴν ζωήν του. |
24 παίδευσον ἡμᾶς, Κύριε, πλὴν ἐν κρίσει καὶ μὴ ἐν θυμῷ, ἵνα μὴ ὀλίγους ἡμᾶς ποιήσῃς. | 24 Παιδαγώγησέ μας, Κυριε, με την δικαιοσύνην και την καλωσύνην σου και όχι με τον θυμόν σου, δια να μη μας κάμης ακόμη ολιγωτέρους από ο,τι είμεθα. | 24 Τιμώρησέ μας παιδαγωγικῶς, Κύριε, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν γεμάτην στοργὴν δικαιοσύνην σου καὶ ὄχι μὲ τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν σου, διὰ νὰ μὴ μᾶς κάμῃς ὀλιγάριθμους. |
25 ἔκχεον τὸν θυμόν σου ἐπὶ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα σε καὶ ἐπὶ γενεάς, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο, ὅτι κατέφαγον τὸν ᾿Ιακὼβ καὶ ἐξανήλωσαν αὐτὸν καὶ τὴν νομὴν αὐτοῦ ἠρήμωσαν. | 25 Στρέψε και χύσε τον θυμόν σου εναντίον των ειδωλολατρικών λαών, που δεν σε γνωρίζουν, και εις γενεάς ανθρώπων, αι οποίαι δεν επικαλούνται το Ονομά σου, διότι αυτοί κατέφαγον τον Ισραηλιτικον λαόν. Τον παρέδωσαν εις την καταστροφήν. ερήμωσαν το ποίμνιον και την χώραν αυτού. | 25 Ἔκχυσε τὸν δίκαιον θυμόν σου κατὰ τῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα δὲν Σὲ γνωρίζουν καὶ τὰ ὁποῖα λατρεύουν ἀντὶ Σοῦ τὸ εἴδωλα· ἔκχυσε τὸν θυμόν σου καὶ κατὰ τῶν γενεῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ τὸ ἅγιον Ὄνομά σου· διότι τὰ ἔθνη καὶ οἱ γενεὲς αὐτές κατέφαγαν τοὺς ἀπογόνους τοῦ εὐλογημένου σου Ἰακὼβ καὶ μὲ τὶς ἐπιθέσεις των τὸν ἐξήντλησαν καὶ τὸν ἀφάνισαν, τὴν δὲ χώραν του μετέβαλαν εἰς ἔρημον. |