Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:32
Δύση: 18:51
Σελ. 11 ημ.
287-79
16ος χρόνος, 6084η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51 (ΝΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΜΔ´, ΜΕ´) Ο λόγος ὁ γενόμενος πρὸς ῾Ιερεμίαν ἅπασι τοῖς ᾿Ιουδαίοις τοῖς κατοικοῦσιν ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ τοῖς καθημένοις ἐν Μαγδώλῳ καὶ ἐν Τάφνας καὶ ἐν γῇ Παθούρης λέγων· 1 Ο λόγος του Κυρίου, ο οποίος έγινε προς τον Ιερεμίαν, δια να ανακοινωθή προς όλους τους Ιουδαίους, που κατοικούν εις την χώραν της Αιγύπτου, στους εγκατεστημένους εις Μαγδωλον, εις Ταφνας και εις την περιοχήν της Παθούρης. Ο λόγος αυτός ήτο ο εξής· 1 Ο ἀποκαλυπτικὸς λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ ἀπηνθύνθη πρὸς τὸν Ἱερεμίαν καὶ ἀφορᾷ εἰς ὅλους τοὺς Ἰουδαίους ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον, δηλαδὴ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς Μάγδωλον καὶ εἰς Τάφνας καὶ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Παθούρης.Ὁ λόγος αὐτός, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀνακοινωθῇ εἰς ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ἦταν ὁ ἀκόλουθος:
2 οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ὑμεῖς ἑωράκατε πάντα τὰ κακά, ἃ ἐπήγαγον ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὰς πόλεις ᾿Ιούδα, καὶ ἰδού εἰσιν ἔρημοι ἀπὸ ἐνοίκων 2 Ετσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Σεις είδατε όλας τας τιμωρίας και τας συμφοράς, τας οποίας εξαπέστειλα εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον των πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου· και ιδού, όλαι αύται είναι έρημοι πλέον από κατοίκους. 2 «Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τὸν Ἰσραήλ: «Σεῖς ἔχετε ἰδεῖ ὅλον τὸν ὄλεθρον καὶ τὴν καταστροφὴν ποὺ ἐξαπέστειλα ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐναντίον τῶν πόλεων τῆς Ἰουδαίας.Καὶ ἰδού! ὅλες αὐτὲς εἶναι σήμερα ἔρημες καὶ ἀκατοίκητες.
3 ἀπὸ προσώπου πονηρίας αὐτῶν, ἧς ἐποίησαν παραπικρᾶναί με πορευθέντες θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις, οἷς οὐκ ἔγνωτε. 3 Τούτο δε εξ αιτίας της κακίας των ανθρώπων, την οποίαν αυτοί διέπραξαν, ώστε να με παραπικράνουν και να με εξερεθίσουν, διότι επορεύθησαν να λατρεύσουν και να προσφέρουν θυμίαμα εις θεούς ξένους, ειδωλολατρικούς, τους οποίους προηγουμένως δεν εγνωρίζατε. 3 Ὅλα δὲ αὐτὰ συνέβησαν ἕνεκα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς καὶ τῶν ἔργων των, τὰ ὁποῖα ἔπραξαν διὰ νὰ μὲ καταπικράνουν καὶ προκαλέσουν τὴν ὀργήν μου, μὲ τὸ νὰ πορεύωνται καὶ νὰ προσφέρουν θυσίαν θυμιάματος εἰς θεοὺς ξένους «εἰδωλολατρικούς», τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνωρίζατε προηγουμένως.
4 καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς τοὺς παῖδάς μου τοὺς προφήτας ὄρθρου καὶ ἀπέστειλα λέγων· μὴ ποιήσητε τὸ πρᾶγμα τῆς μολύνσεως ταύτης, ἧς ἐμίσησα. 4 Εγώ απέστειλα προς σας τους δούλους μου, τους προφήτας, πολύ ενωρίς. Τους απέστειλα, δια να σας είπω· Μη διαπράξετε το βδελυρόν τούτο αμάρτημα της ειδωλολατρείας, που εγώ έχω μισήσει. 4 Ἐπράξατε μάλιστα ὅλα αὐτά, ἐνῷ Ἐγὼ ἀπέστειλα πρὸς σᾶς τοὺς δούλους μου τοὺς προφήτας πολὺ ἐνωρίς «κατ’ ἄλλην γραφήν: Ἐπιμόνως καὶ ἀδιακόπως», διὰ νὰ σᾶς εἴπω: Μὴ κάμετε αὐτὸ τὸ σιχαμερόν, ἀηδιαστικὸν καὶ μυσαρὸν πρᾶγμα, τὴν εἰδωλολατρίαν, τὸ ὁποῖον ἐμίσησα.
5 καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτῶν πρὸς τὸ μὴ θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις. 5 Εκείνοι όμως δεν με ήκουσαν. Δεν έδωσαν προσοχήν εις τα λόγιά μου, ώστε να απομακρυνθούν από τας αμαρτίας των και να μη προσφέρουν θυσίας θυμιάματος εις ξένους θεούς. 5 Αὐτοὶ ὅμως δὲν μὲ ἄκουσαν, οὔτε ἔδωκαν προσοχὴν εἰς τὰ λόγια μου, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὶς ἀσέβειες καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν των καὶ νὰ παύσουν νὰ προσφέρουν θυσίαν θυμιάματος εἰς ἄλλους θεούς, εἰδωλολατρικούς.
6 καὶ ἔσταξεν ἡ ὀργή μου καὶ ὁ θυμός μου καὶ ἐξεκαύθη ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἔξωθεν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἐγενήθησαν εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη. 6 Η Οργῇ μου εξεσπασε τότε και ο θυμός μου εξεκαύθη εναντίον των πόλεων της Ιουδαίας, εντός και εκτός από την Ιερουσαλήμ, και έγιναν αυταί έρημοι και άβατοι, όπως μαρτυρεί και η σημερινή ημέρα. 6 Ἔτσι ἐξεχείλισε καὶ ἐξέσπασεν ἡ δικαία ὀργή μου καὶ ὁ θυμός μου ἄναψε ὡς φωτιὰ καὶ ὡς καμίνι ποὺ καίεται κατὰ τῶν πόλεων τῆς Ἰουδαίας, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ αὐτὲς κατήντησαν ἔρημες καὶ ἄβατες, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ σημερινὴ ἡμέρα».
7 καὶ νῦν οὕτως εἶπε Κύριος παντοκράτωρ· ἱνατί ὑμεῖς ποιεῖτε κακὰ μεγάλα ἐπὶ ψυχαῖς ὑμῶν ἐκκόψαι ὑμῶν ἄνθρωπον καὶ γυναῖκα, νήπιον καὶ θηλάζοντα ἐκ μέσου ᾿Ιούδα πρὸς τὸ μὴ καταλειφθῆναι ὑμῶν μηδένα, 7 Και τώρα αυτά είπε Κυριος ο παντοκράτωρ·διατί σεις διαπράττετε αυτά τα μεγάλα κακά εναντίον της ζωής σας, ώστε να ξεκόψετε και να ξερριζώσετε όλους τους άνδρας και τα βρέφη, τα οποία θηλάζουν, από την Ιοὐδαίαν γην, δια να μη μείνη κανείς από σας εκεί; 7 Καὶ τώρα ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ: «Διατὶ σεῖς προξενεῖτε πλήρη καταστροφὴν εἰς τοὺς ἑαυτούς σας, ὥστε νὰ ἀποσπάσετε καὶ νὰ ξερριζώσετε ὅλους τοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ νήπια «παιδιά» καὶ τὰ βρέφη ποὺ θηλάζουν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, διὰ νὰ μὴ μείνῃ κανένα ὑπόλειμμα ἀπὸ σᾶς ἐκεῖ;
8 παραπικρᾶναί με ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ὑμῶν θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, εἰς ἣν ἤλθατε κατοικεῖν ἐκεῖ, ἵνα ἐκκοπῆτε καὶ ἵνα γένησθε εἰς κατάραν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι τῆς γῆς; 8 Διατί με παρεπικράνατε και με εξεριθίσατε με τα έργα των χειρών σας, με το ότι προσεφέρατε θυσίαν θυμιάματος εις ξένους θεούς, ειδωλολατρικούς, εις την χώραν της Αιγύπτου, εις την οποίαν εισήλθατε, δια να εγκατασταθήτε εκεί; Και ταύτα δια να εξολοθρευθήτε και να γίνετε αντικείμενον κατάρας και εμπαιγμού εις όλα τα έθνη της γης. 8 Διατὶ μὲ κατεπικράνατε καὶ ἐπροκαλέσατε τὴν ὀργήν μου διὰ τῶν ἔργων τῶν χειρῶν σας, μὲ τὸ νὰ προσφέρετε θυσίαν θυμιάματος εἰς ξένους, εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἰς τὴν ὁποίαν ἤλθατε νὰ ἐγκατασταθῆτε Ἐκεῖ; Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ ἐκάματε διὰ νὰ σφαγῆτε καὶ ἐξολοθρευθῆτε καὶ διὰ νὰ καταντήσετε ἀντικείμενον κατάρας, χλεύης καὶ ὀνειδισμοῦ μεταξὺ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς;
9 μὴ ἐπιλέλησθε ὑμεῖς τῶν κακῶν τῶν πατέρων ὑμῶν καὶ τῶν κακῶν τῶν βασιλέων ᾿Ιούδα καὶ τῶν κακῶν τῶν ἀρχόντων ὑμῶν καὶ τῶν κακῶν τῶν γυναικῶν ὑμῶν, ὧν ἐποίησαν ἐν γῇ ᾿Ιούδα καὶ ἔξωθεν ῾Ιερουσαλήμ; 9 Μηπως έχετε λησμονήσει τας πονηρίας των προγόνων σας και των κακών βασιλέων της Ιουδαίας και των κακών αρχόντων σας και των πονηρών γυναικών σας, αυτά τα κακά, τα οποία διέπραξαν εις την ιουδαϊκήν γην εντός και εκτός από την Ιερουσαλήμ; 9 Μήπως ἔχετε λησμονήσει τὴν ἁμαρτωλὴν διαγωγὴν τῶν πατέρων σας καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν ζωὴν τῶν βασιλέων τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν διαγωγὴν τῶν ἀρχόντων σας καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν εἰδωλολατρικὴν ζωὴν τῶν γυναικῶν σας, ποὺ παρουσίασαν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ;
10 καὶ οὐκ ἐπαύσαντο ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ οὐκ ἀντείχοντο τῶν προσταγμάτων μου, ὣν ἔδωκα κατὰ πρόσωπον τῶν πατέρων αὐτῶν. 10 Και μέχρι της ημέρας αυτής δεν έπαυσαν να αμαρτάνουν, και δεν εκράτησαν ούτε ετήρησαν τα προστάγματα μου· αυτά τα οποία εγώ έδωκα ενώπιον των προγόνων των. 10 Καὶ μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς δὲν ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν, οὔτε ὑπήκουσαν ἢ ἐτήρησαν τὰ προστάγματα τοῦ νόμου μου, τὰ ὁποῖα ἔδωκα ἐνώπιον τῶν προπατόρων των.
11 διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐφίστημι τὸ πρόσωπόν μου 11 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ στρέφω και στηρίζω το πρόσωπόν μου εναντίον σας. 11 Διὰ τοῦτο ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ ἔστρεψα καὶ ἐστήριξα ἀποφασιστικῶς καὶ ἀπειλητικῶς τὸ πρόσωπόν μου ἐναντίον σας, μὲ τὴν ἀμετάκλητον ἀπόφασιν
12 τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς καταλοίπους τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ πεσοῦνται ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐκλείψουσιν ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς ἀπώλειαν καὶ εἰς κατάραν. 12 Και αυτό, δια να καταστρέψω όλους τους απομείναντας Ιουδαίους εις την Αίγυπτον, οι οποίοι και θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας, θα εξολοθρευθούν από την πειναν, από μικρόν έως μεγάλον. Θα γίνουν αντικείμενον εμπαιγμού και ολέθρου και κατάρας. 12 νὰ καταστρέψω ὅλους τοὺς ὑπολοίπους Ἰουδαίους ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν Αἴγυπτον, οἱ ὁποῖοι θὰ πέσουν σφαζόμενοι ἀπὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἀπὸ τὴν πεῖναν, ἀπὸ τὸν μικρότερον μέχρι τὸν μεγαλύτερον, καὶ θὰ καταντήσουν ἀντικείμενον χλεύης, ὀνειδισμοῦ καὶ καταστροφῆς καὶ κατάρας.
13 καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ὡς ἐπεσκεψάμην ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ, 13 Θα επισκεφθώ εν τη δικαιοσύνη μου και θα τιμωρήσω αυτούς, που είναι εγκατεστημένοι εις την Αίγυπτον, όπως επεσκέφθην και ετιμώρησα την Ιερουσαλήμ με ρομφαίαν και με λιμόν και με θανατηφόρον νόσον. 13 Καὶ θὰ ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τιμωρήσω ὅσους εἶναι ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ἐτιμώρησα τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ καὶ μὲ πεῖναν καὶ μὲ λοιμικὴν ἀρρώστιαν.
14 καὶ οὐκ ἔσται σεσωσμένος οὐθεὶς τῶν ἐπιλοίπων ᾿Ιούδα τῶν παροικούντων ἐν γῇ Αἰγύπτῳ τοῦ ἐπιστρέψαι εἰς γῆν ᾿Ιούδα, ἐφ' ἣν αὐτοὶ ἐλπίζουσι ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν τοῦ ἐπιστρέψαι ἐκεῖ· οὐ μὴ ἐπιστρέψωσιν ἀλλ' ἢ ἀνασεσωσμένοι. 14 Κανείς από τους απομείνατας Ιουδαίους, που κατοικούν εις την χώραν της Αιγύπτου, δεν θα διασωθή, ώστε να επανέλθη εις την χώραν της Ιουδαίας, εις την οποίαν ποθούν και ελπίζουν με όλην των την ψυχήν να επανέλθουν. Δεν θα επανέλθουν, παρά μόνον ελάχιστοι, που θα διασωθούν από την κα-ταστροφήν. 14 Ἀπὸ δὲ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἀπέμειναν μετὰ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν Βαβυλωνίων, καὶ οἱ ὁποῖοι παροικοῦν τώρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, κανεὶς δὲν θὰ διασωθῇ, ὥστε νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, εἰς τὴν ὁποίαν νοσταλγοῦν καὶ ποθοῦν μὲ ὅλην των τὴν ψυχὴν νὰ ἐπιστρέψουν.Δὲν θὰ ἐπιστρέψουν παρὰ μόνον ἐλάχιστοι, οἱ ὁποῖοι τελικῶς θὰ ἐπιζήσουν καὶ θὰ διασωθοῦν ἀπὸ τὴν καταστροφήν».
15 καὶ ἀπεκρίθησαν τῷ ῾Ιερεμίᾳ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ γνόντες ὅτι θυμιῶσιν αἱ γυναῖκες αὐτῶν θεοῖς ἑτέροις καὶ πᾶσαι αἱ γυναῖκες, συναγωγὴ μεγάλη, καὶ πᾶς ὁ λαὸς οἱ καθήμενοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν Παθουρῇ, λέγοντες· 15 Τοτε όλοι οι άνδρες, οι οποίοι επληροφορήθησαν ότι αι γυναίκες των προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εις ξένους θεούς και όλαι αι γυναίκες, μεγάλη συγκέντρωσις λαού, όλος ο λαός, ο οποίος είχεν εγχατασταθή εις την χώραν της Αιγύπτου εις Παθουρήν, απήντησαν προς τον Ιερεμίαν και είπαν· 15 Εἰς αὐτὰ ὅλοι οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζαν ὅτι οἱ γυναῖκες των προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εἰς ἄλλους θεούς, εἰδωλολατρικούς, καὶ ὅλες οἱ γυναῖκες ποὺ ἦσαν παροῦσες, πλῆθος μέγα, καὶ ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς ποὺ ἦταν ἐγκατεστημένος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν Παθουρήν, ἀπάντησαν εἰς τὸν Ἱερεμίαν ὡς ἀκολούθως:
16 ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησας πρὸς ἡμᾶς τῷ ὀνόματι Κυρίου, οὐκ ἀκούσομέν σου, 16 “Δεν θα ακούσωμεν σε και δεν θα υπακούσωμεν στον λόγον, τον οποίον εξ ονόματος του Κυρίου είπες προς ημάς, 16 «Δὲν ἔχομεν διάθεσιν νὰ ἀκούσωμεν τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον τώρα εἶπες πρὸς ἡμᾶς ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου,
17 ὅτι ποιοῦντες ποιήσομεν πάντα τὸν λόγον, ὃς ἐξελεύσεται ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ σπονδάς, καθὰ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἔξωθεν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐπλήσθημεν ἄρτων καὶ ἐγενόμεθα χρηστοὶ καὶ κακὰ οὐκ εἴδομεν· 17 αλλά οπωσδήποτε θα πράξωμεν αυτό, το οποίον βγαίνει από το στόμα μας και από την καρδίαν μας. Θα προσφέρωμεν θυμίαμα εις την βασίλισσαν του ουρανού, την Σελήνην, θα προσφέρωμεν σπονδάς εις αυτήν, όπως επράξαμεν ημείς προηγουμένως και οι πρόγονοί μας και οι βασιλείς μας και οι άρχοντες μας, εις τας πόλστου Ιούδα, στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και είχαμεν χορτάσει από άρτους, εζήσαμεν ευτυχείς, και κανένα κακόν δεν είδαμεν. 17 διότι ἔχομεν τὴν ἀπόφασιν νὰ πραγματοποιήσωμεν ὁπωσδήποτε τὸν λόγον ποὺ διετυπώσαμεν ὡς ὅρκον ὅτι θὰ πράξωμεν: Θὰ προσφέρωμεν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν σελήνην, θὰ προσφέρωμεν εἰς αὐτὴν σπονδάς, ὅπως ἐκάμαμε καὶ παλαιότερα ἐμεῖς καὶ οἱ προπάτορές μας καὶ οἱ βασιλεῖς μας καὶ οἱ ἄρχοντες μας εἰς τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ· τότε εἴχαμε χορτάσει ψωμί «εἴχαμε ἀφθονίαν ἀγαθῶν» καὶ ἐζούσαμε εὐτυχισμένοι καὶ δὲν ὑπεφέραμε ἀπὸ καμμίαν δυστυχίαν!
18 καὶ ὡς διελίπομεν θυμιῶντες τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ, ἠλαττώθημεν πάντες καὶ ἐν ρομαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐξελίπομεν. 18 Οταν όμως επαύσαμεν να προσφέρωμεν θυμίαμα εις σελήνην, την βασίλισσαν του ουρανού, εστερήθημεν όλοι από όλα και εξωλοθρεύθημεν με εχθριικην ρομφαίαν και με τον λιμόν. 18 Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἐσταματήσαμε νὰ προσφέρωμεν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ ἐστερηθήκαμε ὅλοι τῶν ἀναγκαίων καὶ ἐξωλοθρευθήκαμε μὲ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ καὶ μὲ πεῖναν!
19 καὶ ὅτι ἡμεῖς θυμιῶμεν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐσπείσαμεν αὐτῇ σπονδάς, μὴ ἄνευ τῶν ἀνδρῶν ἡμῶν ἐποιήσαμεν αὐτῇ χαυῶνας καὶ ἐσπείσαμεν αὐτῇ σπονδάς;- 19 Αλλά και ημείς αι γυναίκες, όταν προσεφέραμεν θυσίαν θυμιάματος εις την βασίλισσαν του ουρανού, και εκάμαμεν εις αυτήν σπονδάς, μήπως εν αγνοία των συζύγων μας προσεφέραμεν εις αυτήν πλακούντια με την εικόνα της και εκάναμεν προς αυτήν σπονδάς;” 19 Ἐκτὸς αὐτοῦ, ὅταν ἐμεῖς οἱ γυναῖκες προσεφέραμεν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐκάναμε θυσίες σπονδῆς εἰς αὐτήν, μήπως ἐν ἀγνοίᾳ τῶν συζύγων μας προσεφέραμε εἰς αὐτὴν ὡς θυσίαν μικρὲς πίττες μὲ μορφὴν σελήνης, καὶ ἐκάναμε εἰς αὐτὴν θυσίες σπονδῆς;»
20 Καὶ εἶπεν ῾Ιερεμίας ἀντὶ τῷ λαῷ, τοῖς δυνατοῖς καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ παντὶ τῷ λαῷ, τοῖς ἀποκριθεῖσιν αὐτῷ λόγους, λέγων· 20 Ο Ιερεμίας απήντησε τότε εις όλον τον λαόν, στους επισήμους άνδρας και εις τας γυναίκας και εις όλους εκείνους, οι οποίοι του είπαν τους ανωτέρω λόγους, και είπεν· 20 Εἰς ὅλον τὸν λαόν, εἰς τοὺς ἐπισήμους καὶ ἰσχυρούς, εἰς τὶς γυναῖκες καὶ εἰς ὅλον τὸ πλῆθος, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν τὰ πιὸ πάνω λόγια, ὁ Ἱερεμίας ἀνταπάντησε ὡς ἐξῆς:
21 οὐχὶ τοῦ θυμιάματος, οὗ ἐθυμιάσατε ἐν ταῖς πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἔξωθεν ῾Ιερουσαλὴμ ὑμεῖς καὶ οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ οἱ βασιλεῖς ὑμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς, ἐμνήσθη Κύριος, καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ; 21 “Ακριβώς αυτή η θυσία του θυμιάματος, που προσεφέρατε σεις εις τας πόλεις της Ιουδαίας, εις τας οδούς της Ιερουσαλήμ, σεις και οι πρόγονοί σας και οι βασιλείς σας και οι άρχοντές σας και ο λαός της χώρας, ακριβώς αυτά δεν ενεθυμήθη ο Θεός και αι κακαί σας αυταί πράξεις δεν ανέβησαν εις την καρδίου του; 21 «Αὐτὲς ἀκριβῶς οἱ θυσίες τοῦ θυμιάματος, τὶς ὁποῖες προσεφέρατε εἰς τὰ εἴδωλα εἰς τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ σεῖς καὶ οἱ προπάτορές σας καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές σας καὶ γενικῶς ὁ περισσότερος πληθυσμὸς τῆς χώρας, αὐτὲς δὲν εἶναι οἱ θυσίες ἐκεῖνες ποὺ ἐνεθυμήθη ὁ Κύριος, οἱ ἁμαρτωλὲς πράξεις ποὺ ἀνέβησαν εἰς τὴν καρδίαν του;
22 καὶ οὐκ ἠδύνατο Κύριος ἔτι φέρειν ἀπὸ προσώπου πονηρίας πραγμάτων ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων ὑμῶν, ὧν ἐποιήσατε· καὶ ἐγενήθη ἡ γῆ ὑμῶν εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον καὶ εἰς ἀρὰν ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, 22 Ο Κυριος δεν ημπορούσε πλέον να βαστάση τα πονηρά σας έργα και τα βδελυρά είδωλα, τα οποία σεις κατεσκευάσατε. Δια τούτο και κατήντησεν η χώρα σας έρημος και άβατος και κατηραμένη, όπως μαρτυρεί η σημερινή ημέρα. 22 Τὶς εὐρῆκε δὲ τόσον βδελυκτὲς καὶ ἀποκρουστικές, ὥστε δὲν ἠμποροῦσε πλέον ὁ ἅγιος καὶ ἀκριβοδίκαιος Κύριος νὰ ὑποφέρῃ καὶ νὰ ἀνέχεται τὰ πονηρά σας ἔργα καὶ τὶς μισητὲς πράξεις ποὺ ἐκάματε.Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν ἦταν νὰ καταντήσῃ ἡ χώρα σας ἔρημη καὶ ἄβατη, ἀκατοίκητη καὶ ἀντικείμενον κατάρας, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ σημερινὴ ἡμέρα.
23 ἀπὸ προσώπου, ὧν ἐθυμιᾶτε καὶ ὧν ἡμάρτετε τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου καὶ ἐν τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ καὶ ἐν τοῖς μαρτυρίοις αὐτοῦ οὐκ ἐπορεύθητε, καὶ ἐπελάβετο ὑμῶν τὰ κακὰ ταῦτα. 23 Αυτά δε εξ αιτίας του θυμιάματος, το οποίον προσεφέρατε εις τα είδωλα και δια του οποίου διεπράξατε αμαρτήματα ενώπιον του Κυρίου· δεν υπηκούσατε εις την εντολήν του Κυρίου και εις τα προστάγματά του, στον Νομμον του και εις τα μαρτύριά του δεν επορεύθητε. Δια τα αμαρτήματά σας αυτά σας κατέλαβαν αι συμφοραί”. 23 Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν, διότι προσεφέρατε θυσίαν θυμιάματος εἰς τὰ εἴδωλα καὶ διότι ἁμαρτήσατε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ διότι δὲν ὑπακούσατε εἰς τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου καὶ δὲν ἐβαδίσατε σύμφωνα μὲ τὰ προστάγματά του καὶ τὸν νόμον του καὶ μὲ τὶς μαρτυρίες καὶ ἐντολὲς τοῦ στόματός του.Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι, διὰ τοὺς ὁποίους σᾶς κατέλαβαν ὁ ὄλεθρος καὶ οἱ συμφορὲς αὐτές».
24 καὶ εἶπεν ῾Ιερεμίας τῷ λαῷ καὶ ταῖς γυναιξίν· ἀκούσατε λόγον Κυρίου· 24 Είπεν ακόμη ο Ιερεμίας στον λαόν και τας γυναίκας· “ακούσατε τον λόγον του Κυρίου· 24 Ἐπὶ πλέον ὁ Ἱερεμίας εἶπεν εἰς ὅλον τὸν λαὸν καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὶς γυναῖκες: «Ἀκοῦστε λόγον Κυρίου·
25 οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ὑμεῖς γυναῖκες τῷ στόματι ὑμῶν ἐλαλήσατε καὶ ταῖς χερσὶν ὑμῶν ἐπληρώσατε λέγουσαι· ποιοῦσαι ποιήσομεν τὰς ὁμολογίας ἡμῶν, ἃς ὡμολογήσαμεν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ σπονδάς· ἐμμείνασαι ἐνεμείνατε ταῖς ὁμολογίαις ὑμῶν καὶ ποιοῦσαι ἐποιήσατε. 25 έτσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του ισραηλιτυκου λαού· σεις, αι γυναίκες με το στάμα σας είπατε και με τα χέρια σας διεπράξατε το αμάρτημα της ειδώλολατρείας λέγουσαι· ημείς εξαπαντος θα εκπληρώσωμεν τα τάματα, τα οποία ετάξαμεν να ποοσφέρωμεν, δηλαδή θυσίαν θυμιάματος εις την βασίλισσαν του ουρανού, και να προσφέρωμεν εις αυτήν σπονδάς. Με μεγάλην επιμονήν επεμείνατε εις την εκπλήρωσιν των ομολογιών σας αυτών και με πείσμα επράξατε αυτά, που είχατε τάξει. 25 ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: «Σεῖς οἱ γυναῖκες ὑποσχεθήκατε μὲ τὸ στόμα σας καὶ μὲ τὰ χέρια σας τὸ ἐπραγματοποιήσατε, λέγουσαι: «Ὁπωσδήποτε θὰ ἐκπληρώσωμεν τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἐδώσαμε καὶ τὰ τάματα ποὺ ἐκάναμε, δηλαδὴ θὰ προσφέρωμεν θυσίαν θυμιάματος εἰς τὴν βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ κάνωμε θυσίες σπονδῆς εἰς αὐτήν».Πράγματι· ἐπεμείνατε μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν εἰς τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ τάματά σας καὶ τὰ ἐπραγματοποιήσατε μὲ τρόπον πεισματικόν».
26 διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου, πᾶς ᾿Ιούδα οἱ καθήμενοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἰδοὺ ὤμοσα τῷ ὀνόματί μου τῷ μεγάλῳ, εἶπε Κύριος, ἐὰν γένηται ἔτι ὄνομά μου ἐν τῷ στόματι παντὸς ᾿Ιούδα εἰπεῖν· ζῇ Κύριος Κύριος, ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ. 26 Δια τούτο ακούσατε τον λόγον Κυρίου όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι παραμένουν εις την χώραν της Αιγύπτου· ιδού, είπεν ο Κυριος, ωρκίσθην στο Ονομά μου το μεγάλο, ότι κανείς πλέον Ιουδαίος, από εκείνους που έχουν εγκατασταθή εις όλην την χώραν της Αιγύπτου, δεν θα προφέρη πλέον το Ονομα μου ορκιζομενος και λέγων· “ζη Κυριος Κυριος”. 26 Διὰ τοῦτο ἀκοῦστε λόγον Κυρίου ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ εἶσθε ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου: «Ἰδού, ὠρκίσθηκα εἰς τὸ ὄνομά μου τὸ μεγάλο, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅτι κανεὶς πλέον ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ζοῦν εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου δὲν θὰ προφέρῃ τὸ ὄνομά μου, ὅταν ὁρκίζεται λέγων: «Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεός, ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ἀκούει».
27 ὅτι ἐγὼ ἐγρήγορα ἐπ' αὐτοὺς τοῦ κακῶσαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀγαθῶσαι, καὶ ἐκλείψουσι πᾶς ᾿Ιούδα, οἱ κατοικοῦντες ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ, ἕως ἂν ἐκλίπωσι. 27 Διότι εγώ είμαι πάντοτε άγρυπνος εναντίον αυτών, δια να αποστείλω τιμωρίας και όχι ευλογίας. Ολοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι κατοικούν εις την Αίγυπτον, θα εξολοθρευθούν, θα πέσουν εν ρομφαία θα αποθάνουν από την πείναν, έως ότου εκλείψουν τελείως. 27 Ὄχι, δὲν θὰ τὸ προφέρῃ, διότι Ἐγὼ ἀγρυπνῶ ἐναντίον των, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσω καὶ ὄχι διὰ νὰ τοὺς εὐεργετήσω· ὅλοι δὲ οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου θὰ ἐξολοθρευθοῦν μὲ τὸ πλατὺ καὶ ἀμφίστομον σπαθὶ τοῦ ἐχθροῦ καὶ μὲ τὴν πεῖναν, μέχρις ὅτου ἑξαλειφθοῦν ἐντελῶς.
28 καὶ οἱ σεσωσμένοι ἀπὸ ρομφαίας ἐπιστρέψουσιν εἰς γῆν ᾿Ιούδα ὀλίγοι ἀριθμῷ, καὶ γνώσονται οἱ κατάλοιποι ᾿Ιούδα οἱ καταστάντες ἐν γῇ Αἰγύπτῳ κατοικῆσαι ἐκεῖ, λόγος τίνος ἐμμενεῖ. 28 Ολίγαριθμοι θα είναι εκείνοι, οι οποίοι θα διασωθούν από την έχθρικην ρομφαίαν και θα επανέλθουν εις την Ιουδαίαν. Οι υπόλοιποι Ιουδαίοι, οι οποίοι έχουν εγκατασταθή εις την Αίγυπτον δια να παραμείνουν μονίμως εκεί, θα μάθουν τίνος ο λόγος είναι οριστικός και αμετάκλητος, ο ιδικός των η ο ιίδικός μου. 28 Ὅμως οἱ ὀλίγοι κατὰ τὸν ἀριθμόν, οἱ ὁποῖοι θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν σφαγὴν τῆς ἐχθρικῆς ρομφαίας, θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν Ἰουδαίαν, Καὶ τότε οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἀπέμειναν μετὰ τὴν εἰσβολὴν τῶν Βαβυλωνίων εἰς τὴν Ἰουδαίαν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου διὰ νὰ παραμείνουν ἐκεῖ μονίμως, θὰ μάθουν τίνος ὁ λόγος εἶναι σταθερός, ἀληθὴς καὶ πιστός· ὁ ἰδικός μου ἢ ὁ ἰδικός των.
29 καὶ τοῦτο τὸ σημεῖον ὑμῖν ὅτι ἐπισκέψομαι ἐγὼ ἐφ' ὑμᾶς εἰς πονηρά· 29 Αυτό δε είναι το σημείον, που σας δίδω, ότι εγώ θα σας επισκεφθώ εν τη δικαιοσύνη μου, δια να σας τιμωρήσω δια τα πονηρά σας έργα. 29 Αὐτὸ δὲ ἂς εἶναι εἰς σᾶς τὸ σημεῖον ὅτι θὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ σᾶς τιμωρήσω ἐν τῇ δικαιοκρισίᾳ μου διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν διαγωγήν σας»
30 οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι τὸν Οὐαφρῆ βασιλέα Αἰγύπτου εἰς χεῖρας ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ εἰς χεῖρας ζητούντων τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καθὰ ἔδωκα τὸν Σεδεκίαν βασιλέα ᾿Ιούδα εἰς χεῖρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ ζητοῦντος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. (Μασ. ΜΕ´ 1-5 ). 30 Ετσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ παραδίδω τον Ουαφρή, βασιλέα της Αιγύπτου, εις τα χέρια των εχθρών του, εις τα χέρια εκείνων οι όποίοι ζητούν να τον θανατώσουν, όπως παρέδωκα τον Σεδεκίαν, βασιλέα της Ιουδαίος, εις τα χέρια του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, εχθρού του, ο ποίος εζητούσε να τον θανατώση. (Μασ. ΜΕ´ 1-5 ). 30 Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἰδού, Ἐγὼ πρόκειται νὰ παραδώσω τὸν Οὐαφρῆ, βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ του καὶ εἰς τὰ χέρια ἐκείνων ποὺ ζητοῦν νὰ τὸν φονεύσουν, ὅπως ἀκριβῶς παρέδωκα τὸν Σεδεκίαν, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, εἰς τὰ χέρια τοῦ Ναβονχοδονόσορος, βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, τοῦ ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος ἐζητοῦσε νὰ τὸν θανατώσῃ». (Μασ. ΜΕ´ 1-5 ).
31 ῾Ο λόγος ὃν ἐλάλησεν ῾Ιερεμίας ὁ προφήτης πρὸς Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου, ὅτε ἔγραφε τοὺς λόγους τούτους ἐν τῷ βιβλίῳ ἀπὸ στόματος ῾Ιερεμίου ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ τετάρτῳ ᾿Ιωακεὶμ υἱῷ ᾿Ιωσία, βασιλέως ᾿Ιούδα. 31 Αυτός είναι ο λόγος, τον οποίον ο προφήτης Ιερεμίας είπε προς τον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, όταν εκείνος κατέγραφε τους λόγους τούτους εις περγαμηνήν, καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου, κατά το τέταρτον έτος του Ιωακείμ, υιού του Ιωσίου, βασιλέως της Ιουδαίας. 31 Αὐτὸς εἶναι, ὁ ἀποκαλυπτικὸς λόγος, τὸν ὁποῖον ὑπηγόρευσεν ὁ προφήτης Ἱερεμίας πρὸς τὸν Βαρούχ, τὸν υἱὸν τὸν Νηρίου, ὅταν ἐκεῖνος κατέγραφε τοὺς λόγους αὐτοὺς εἰς τὴν περγαμηνὴν ὅπως τοὺς ὑπηγόρευεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἱερεμίας, κατὰ τὸ τέταρτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, υἱοῦ τὸν Ἰωσία, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα.
32 οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ σοί, Βαρούχ· 32 Ετσι είπεν ο Κυριος προς σε Βαρούχ· 32 «Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος εἰς ἐμὲ περὶ σοῦ, Βαρούχ:
33 ὅτι εἶπας· οἴμοι οἴμοι, ὅτι προσέθηκε Κύριος κόπον ἐπὶ πόνον μοι, ἐκοιμήθην ἐν στεναγμοῖς, ἀνάπαυσιν οὐχ εὗρον, 33 Επειδή συ είπες αλλοίμόνον αλλοίμονον εις εμέ, διότι ο Κυριος προσέθεσε θλίψιν επάνω εις την άλλην θλίψιν, εκοιμήθην εις συνεχείς αναστεναγμούς, δεν ευρήκα ανάπαυσιν, 33 Ἐπειδὴ σὺ ἐσκεφθης καθ' ἑαυτὸν καὶ εἶπες· «Ἀλλοιμονον εἰς ἐμέ, ἀλλοίμονον, διότι ὁ Κύριος ἐπρόσθεσεν ἐπάνω εἰς τὴν μίαν θλῖψιν μου ἄλλην θλῖψιν! Ἐκοιμήθηκα μέσα εἰς βαθεῖς ἀναστεναγμοὺς καὶ γογγυσμούς, δὲν εὑρῆκα ἀνακούφισιν»,
34 εἰπὸν αὐτῷ· οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ οὓς ἐγὼ ᾠκοδόμησα, ἐγὼ καθαιρῷ, καὶ οὓς ἐγὼ ἐφύτευσα, ἐγὼ ἐκτίλλω. 34 ο Κυριος μου εδωσεν εντολήν να σου είπω· ειπέ εις αυτόν, έτσι είπεν ο Κυριος· ιδού, εγώ θα κρημνίσω εκείνους, τους οποίους οικοδόμησα, και θα ξεριζώσω εκείνους, τους οποίους εγώ εφύτευσα. 34 ὁ Κύριος μὲ διέταξεν: «Εἰπὲ εἰς αὐτὸν τὰ ἀκόλουθα: Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἰδού! ἐκείνους, τοὺς ὁποίους Ἐγὼ ἀνοικοδόμησα, θὰ τοὺς κατακρημνίσω καὶ κατεδαφίσω Ἐγὼ ὁ ἴδιος, καὶ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ τοὺς ξερριζώσω!
35 καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῷ μεγάλα; μὴ ζητήσῃς, ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω κακὰ ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, λέγει Κύριος. καὶ δώσω τὴν ψυχήν σου εἰς εὕρημα ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν βαδίσῃς ἐκεῖ. 35 Και συ έπειτα από τας συμφοράς αυτάς, θα ζητήσης δια τον εαυτόν σου μεγάλας ευεργεσίας; Μη ζητήσης, διότι ιδού εγώ θα επιφέρω συμφοράς και τιιμωρίας εναντίον παντός ανθρώπου, λέγει ο Κυριος. Την ζωήν σου όμως εγώ θα την προφυλάξω εις οιονδήποτε τόπον και αν πορευθης. 35 Καὶ σύ, ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ζητεῖς διὰ τὸν ἑαυτόν σου εἰδικὴν μεταχείρισιν, μεγάλα πράγματα, σπουδαία χαρίσματα; Μὴ ζητήσῃς, Βαρούχ· διότι, ἰδού! Ἐγὼ πρόκειται ἐν τῇ δικαιοκρισίᾳ μου νὰ ἐπιφέρω ὄλεθρον καὶ συμφορὲς ἐναντίον παντὸς ἄνθρωπου», λέγει ὁ Κύριος.«Ἐγὼ ὅμως μέσα ἀπὸ ὅλον αὐτὸν τὸν ὄλεθρον θὰ σώσω τὴν ζωήν σου, καὶ εἰς ὁποιονδήποτε τόπον καὶ ἂν μεταβῇς, θὰ συναντήσῃς ἐκεῖ τὴν ἰδικήν μου προστασίαν καὶ κηδεμονίαν».