Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38 (ΛΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΛΑ´) ΕΝ τῷ χρόνῳ ἐκείνῳ, εἶπε Κύριος, ἔσομαι εἰς Θεὸν τῷ γένει ᾿Ισραήλ, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν. 1 Κατά την ευτυχή εκείνην έποχην, είπεν ο Κυριος, εγώ θα είμαι ο Θεός του Ισραηλιτικού γένους και αυτοί θα είναι εις εμέ λαός μου. 1 Κατὰ τὴν εὐλογημένην ἐκείνην ἐποχήν, εἶπεν ὁ Κύριος, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ὀργή μου θὰ στραφῇ κατὰ τῶν ἀσεβῶν, θὰ εἶμαι Θεὸς ὁλοκλήρου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ γένους καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι εἰς Ἐμὲ λαὸς ἐκλεκτός».
2 οὕτως εἶπε Κύριος· εὗρον θερμὸν ἐν ἐρήμῳ μετὰ ὀλωλότων ἐν μαχαίρᾳ· βαδίσατε καὶ μὴ ὀλέσητε τὸν ᾿Ισραήλ. 2 Ετσι είπεν ο Κυριος· Συνήντησα καύσωνα εις την έρημον με πτώματα διασκορπισμένα φονευθέντων υπό μαχαίρας. Φυγετε σεις οι φονείς, μη τολμήσετε και καταστρέψετε τον επανερχόμενον ισραηλιτικόν λαόν. 2 Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Συνήντησα καύσωνα εἰς τὴν ἔρημον καὶ σκορπισμένα πτώματα θυμάτων, τὰ ὁποῖα ἐσφάγησαν διὰ μαχαίρας.Σεῖς οἱ ἐπιδρομεῖς «φονεῖς» τῆς ἐρήμου φύγετε· μὴ ἐπιχειρήσετε νὰ καταστρέφετε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ποὺ ἐπιστρέφει εἰς τὴν πατρίδα του διὰ τῆς ἐρήμου».
3 Κύριος πόρρωθεν ὤφθη αὐτῷ· ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε, διὰ τοῦτο εἵλκυσά σε εἰς οἰκτείρημα. 3 Ο Κυριος εφανερωθη στους Ισραηλίτας εις χώραν μακρυνήν. Με αιωνίαν αγάπην σε έχω αγαπήσει, ισραηλιτικέ λαέ. Δια τούτο σε είλκυσα προς εμέ δια του ελέους και της ευσπλαγχνίας μου. 3 Ὁ Κύριος παρουσιάσθη εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν ξένην χώραν «κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Παρουσιάσθη εἰς αὐτὸν ἀπὸ παλαιά» καὶ τοῦ εἶπεν: «Αἴτιος τῆς σωτηρίας σου δὲν εἶναι ἡ ἰδική σου διαγωγή, ἀλλὰ τὸ ἰδικόν μου ἔλεος.Μὲ ἀγάπην αἰώνιον σὲ ἀγάπησα, Ἰσραηλιτικὲ λαέ· διὰ τοῦτο σὲ ἀπέσπασα ἀπὸ τὴν σκληρὰν δουλείαν καὶ σὲ εἵλκυσα διὰ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς χάριτός μου πρὸς Ἐμέ.
4 ἔτι οἰκοδομήσω σε, καὶ οἰκοδομηθήσῃ, παρθένος ᾿Ισραήλ· ἔτι λήψῃ τύμπανόν σου καὶ ἐξελεύσῃ μετὰ συναγωγῆς παιζόντων. 4 Δια μίαν ακόμη φοράν θα σε ανοικοδομήσω και θα ανοικοδομηθής συ, ω παρθένος, πόλις Ιερουσαλήμ! Θα πάρης και πάλιν το τύμπανον της χαράς, θα εξέλθης με πλήθος ανθρώπων, που θα παίζουν με χαράν τα μουσικά των όργανα. 4 Θὰ σὲ ἀνοικοδομήσω πάλιν καὶ θὰ ἀνοικοδομηθῇς, παρθένε Ἰσραήλ! «πόλις Ἱερουσαλήμ».Θὰ λάβῃς καὶ πάλιν εἰς τὰ χέρια τὸ τύμπανόν σου τῆς χαρᾶς καὶ θὰ ἐξέλθῃς μὲ πλῆθος ἄλλων, οἱ ὁποῖοι θὰ παίζουν τὰ χαρούμενα μουσικὰ ὄργανα».
5 ἔτι φυτεύσατε ἀμπελῶνας ἐν ὄρεσι Σαμαρείας, φυτεύσατε καὶ αἰνέσατε. 5 Φυτεύσατε και πάλιν αμπελώνας εις τα όρη της Σαμαρείας· φυτεύσατε και δοξολογήσατε τον Κυριον, 5 Φυτεύσατε καὶ πάλιν ἀμπελῶνες εἰς τὰ ὅρη τῆς Σαμαρείας· φυτεύσατε καὶ δοξάσατε τὸν Κύριον, ἀπολαμβάνοντες τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς.
6 ὅτι ἐστὶν ἡμέρα κλήσεως ἀπολογουμένων ἐν ὄρεσιν ᾿Εφραίμ· ἀνάστητε καὶ ἀνάβητε εἰς Σιὼν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν. 6 διότι αυτή είναι η ημέρα της προσκλήσεως όλων εκείνων, οι οποίοι απαντούν με προθυμίαν από τα όρη της Εφραίμ. Σηκωθήτε και ανεβήτε στο όρος Σιών προς τον Κυριον τον Θεόν μας. 6 Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς εὐφροσύνου προσκλήσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ φύλακες τῆς χώρας, ποὺ εἶναι εἰς τὰ ὅρη τῆς Σαμαρείας, θὰ ἀπαντοῦν καὶ θὰ λέγουν: «Σηκωθῆτε! Καὶ ἀφοῦ παύσετε πλέον νὰ λατρεύετε τὰ εἴδωλα τοῦ χρυσοῦ μόσχου, ἀνεβῆτε εἰς τὸν Ναόν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν λόφον τῆς Σιών, πρὸς τὸν Κύριον, τὸν ζωντανὸν καὶ ἀληθινὸν Θεόν μας!»
7 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος τῷ ᾿Ιακώβ· εὐφράνθητε καὶ χρεμετίσατε ἐπὶ κεφαλὴν ἐθνῶν· ἀκουστὰ ποιήσατε καὶ αἰνέσατε· εἴπατε· ἔσωσε Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ, τὸ κατάλοιπον τοῦ ᾿Ισραήλ. 7 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος στον ισραηλιτικόν λαόν· Ευφρανθήτε όλοι σας, χρεμετίσατε με χαράν, διότι θα γίνετε αρχηγοί εθνών. Καμετε να ακουσθούν αυτά εις πάντας, δοξολογήσετε τον Κυριον, είπατε· “έσωσεν ο Κυριος τον λαόν του, τους απομείναντας από τον Ισραηλιτικόν λαόν”! 7 Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν «τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ»: «Εὐφρανθῆτε! Ἀφήσατε κραυγὴν χαρᾶς, χωρὶς νὰ φοβῆσθε κανένα, διότι «ὁ Μεσσίας· ἢ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν» σεῖς θὰ γίνετε ἀρχηγοὶ καὶ ἡγέται ἐθνῶν.Διακηρύξατε παντοῦ τὰ γεγονότα αὐτὰ καὶ ἀναπέμψατε αἶνον καὶ δοξολογίαν εἰς τὸν Κύριον.Εἴπατε: «Ἔσωσεν ὁ Κύριος τὸν λαόν του, ὅλους ὅσοι ἔχουν ἀπομείνει ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν».
8 ἰδοὺ ἐγὼ ἄγω αὐτοὺς ἀπὸ βορρᾶ καὶ συνάξω αὐτοὺς ἀπ' ἐσχάτου τῆς γῆς ἐν ἑορτῇ φασέκ· καὶ τεκνοποιήσει ὄχλον πολύν, καὶ ἀποστρέψουσιν ὧδε. 8 Ιδού εγώ, οδηγώ αυτούς εις την πατρίδα των από τας περιοχάς του βορρά, θα τους συγκεντρώσω από τα άκρα της γης εις χαρμόσυνον εορτήν Πασχα. Ο λαός ο ισραηλιτικός θα αποκτήση τέκνα πολλά. Ολοι θα επανέλθουν με χαράν εδώ. 8 Ἰδού! Ἐγὼ τοὺς φέρω πίσω εἰς τὴν πατρίδα των ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ βορρᾶ καὶ θὰ τοὺς συγκεντρώσω ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς μὲ μεγάλην προθυμίαν καὶ χαράν, ὅπως εἰς τὴν εὐφρόσυνον ἑορτὴν τοῦ Πάσχα.Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ ἀποκτήσουν τέκνα πολλὰ καὶ θὰ ἐπιστρέψουν ἐδῶ.
9 ἐν κλαυθμῷ ἐξῆλθον, καὶ ἐν παρακλήσει ἀνάξω αὐτοὺς αὐλίζων ἐπὶ διώρυγας ὑδάτων ἐν ὁδῷ ὀρθῇ, καὶ οὐ μὴ πλανηθῶσιν ἐν αὐτῇ· ὅτι ἐγενόμην τῷ ᾿Ισραὴλ εἰς πατέρα, καὶ ᾿Εφραὶμ πρωτότοκός μού ἐστιν. 9 Με κλαυθμούς εξήλθον δια τον τόπον της εξορίας των, με χαράν μεγάλην θα τους επαναφέρω καταυλίζων αυτούς εις αύλακας υδάτων και οδηγών αυτούς δια της ορθής και ευθείας οδού, ώστε να μη παραπλανηθούν. Και αυτά, διότι εγώ έγινα πατήρ του ισραηλιτικού λαού. Ο δε Εφραίμ μου είναι αγαπητός, ώσαν πρωτότοκός μου υιός. 9 Ἐξῆλθαν ἀπὸ ἐδῶ καὶ ὡδηγήθησαν εἰς τὴν ἐξορίαν μὲ δάκρυα καὶ κλαυθμούς· παρηγορημένους καὶ χαρούμενους θὰ τοὺς ἐπαναφέρω ἀπὸ τὴν ἐξορίαν καὶ καθ' ὁδὸν θὰ τοὺς σταθμεύω κοντὰ εἰς αὔλακας ὑδάτων, καθοδηγῶν αὐτοὺς δι' εὐθείας, ἀσφαλοῦς καὶ ὁμαλῆς ὁδοῦ, ὥστε νὰ μὴ σκοντάψουν καὶ νὰ μὴ παραπλανηθοῦν.Αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν, διότι ἔγινα πατέρας τοῦ Ἰσραήλ, ὁ δὲ Ἐφραὶμ εἶναι ὁ πρωτότοκος υἱός μου».
10 ᾿Ακούσατε λόγους Κυρίου, ἔθνη, καὶ ἀναγγείλατε εἰς νήσους τὰς μακρόθεν· εἴπατε· ὁ λικμήσας τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ συνάξει αὐτὸν καὶ φυλάξει αὐτὸν ὡς ὁ βόσκων ποίμνιον αὐτοῦ. 10 Ακούσατε τους λόγους του Κυρίου όλα τα έθνη, αναγγείλατε αυτούς εις τας πλέον μακρυνάς νήσους. Είπατε ότι ο Κυριος, ο οποίος ελίχνισε και διεσκόρπισε τον ισραηλητικόν λαόν, θα συνάξη και πάλιν αυτόν, θα τον φυλάξη και θα τον περιφρουρήση, όπως ο καλός ποιμήν, που βόσκει το ποίμνιόν του. 10 Ἐθνικοὶ λαοί, ἀκοῦστε λόγους Κυρίου καὶ διακηρύξατέ τους εἰς τὰ νησιὰ ποὺ εἶναι μακριά.Εἴπατε: «Αὐτὸς ποὺ διεσκόρπισεν ὡς ἄχυρον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, Αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ τὸν συγκεντρώσῃ καὶ θὰ τὸν περιφρουρήσῃ ὅπως ὁ βοσκός, ὁ ὁποῖος βόσκει καὶ φυλάσσει τὸ κοπάδι του».
11 ὅτι ἐλυτρώσατο Κύριος τὸν ᾿Ιακώβ, ἐξείλατο αὐτὸν ἐκ χειρὸς στερεωτέρων αὐτοῦ. 11 Διότι ο Κυριος ελύτρωσε πράγματι τους απογόνους του Ιακώβ. Τους έβγαλεν ελευθέρους από τα χέρια ισχυροτέρων εχθρών των. 11 Διότι ὁ Κύριος ἀπελύτρωσε τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ, τοὺς ἀπέσπασε καὶ τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ χέρια λαῶν ἰσχυροτέρων ἀπὸ αὐτούς.
12 καὶ ἥξουσι καὶ εὐφρανθήσονται ἐν τῷ ὄρει Σιών· καὶ ἥξουσιν ἐπ' ἀγαθὰ Κυρίου, ἐπὶ γῆν σίτου καὶ οἴνου καὶ καρπῶν καὶ κτηνῶν καὶ προβάτων, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτῶν ὥσπερ ξύλον ἔγκαρπον. καὶ οὐ πεινάσουσιν ἔτι. 12 Ούτοι θα επανέλθουν και θα ευφρανθούν στο όρος Σιών. Θα επανέλθουν εις τα αγαθά του Κυρίου· εις την χώραν του αφθόνου σίτου και του οίνου και των καρπών και των κτηνών και των προβάτων. Η ζωή αυτών θα είναι ωσάν το δένδρον το πλουσιόκαρπον. Ποτέ πλέον δεν θα πεινάσουν. 12 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται θὰ φθάσουν καὶ θὰ εὐφρανθοῦν εἰς τὸ ὄρος Σιών.Θὰ ἐπιστρέψουν δὲ εἰς τὰ πλουσιοπάροχα ἀγαθὰ τοῦ Κυρίου· δηλαδὴ εἰς τὴν εὔφορον χώραν τοῦ σιταριοῦ καὶ τοῦ κρασιοῦ καὶ τῶν πλουσίων καρπῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν προβάτων.Ἡ ζωή των θὰ εἶναι ὡσὰν δένδρον φορτωμένον καρπούς.Καὶ δὲν θὰ πεινάσουν πλέον.
13 τότε χαρήσονται παρθένοι ἐν συναγωγῇ νεανίσκων, καὶ πρεσβύται χαρήσονται, καὶ στρέψω τὸ πένθος αὐτῶν εἰς χαρμονὴν καὶ ποιήσω αὐτοὺς εὐφραινομένους. 13 Τοτε θα χαρούν αι παρθένοι αυτών εις συγκέντρωσιν νέων ανδρών και οι πρεσβύτεροι θα χαρούν. Δι' όλους μεταβάλλω το έως τότε πένθος των από τα δεινά της εξορίας και δουλείας εις χαράν. Θα κάμω αυτούς χαίροντας και αγαλλομένους. 13 Τότε οἱ παρθένες κόρες θὰ χαροῦν εἰς συγκέντρωσιν νεαρῶν παλληκαριῶν, καὶ οἱ γέροντες, οἱ προχωρημένοι εἰς τὴν ἡλικίαν, θὰ χαροῦν.«Θὰ μεταστρέψω τὸ μέχρι τῆς ὥρας ἐκείνης, λόγῳ τῆς ἐξορίας καὶ τῆς δουλείας, πένθος των εἰς χαρὰν μεγάλην· καὶ θὰ τοὺς κάμω ἀνθρώπους γεμάτους ἀγαλλίασιν, εὐφροσύνην καὶ χαράν.
14 μεγαλυνῶ καὶ μεθύσω τὴν ψυχὴν τῶν ἱερέων υἱῶν Λευί, καὶ ὁ λαός μου τῶν ἀγαθῶν μου ἐμπλησθήσεται. 14 Θα δοξάσω και θα εξυψώσω και θα μεθύσω με χαράν την ζωήν των ιερέων, των απογόνων του Λευϊ. Ο δε λαός μου θα χορτάση από τα αγαθά μου. 14 Θὰ δοξάσω καὶ θὰ χορτάσω μὲ παντοειδῆ ἀγαθὰ τὴν ζωὴν τῶν ἱερέων, τῶν ἀπογόνων τοῦ Λευΐ· ὁ δὲ λαός μου θὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ἀγαθά μου».
15 οὕτως εἶπε Κύριος· φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη θρήνου καὶ κλαυθμοῦ καὶ ὀδυρμοῦ· Ραχὴλ ἀποκλαιομένη οὐκ ἤθελε παύσασθαι ἐπὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῆς, ὅτι οὐκ εἰσίν. 15 Ετσι είπεν ο Κυριος· Εις την περιοχήν Ραμά ηκούσθη φωνή θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού. Η Ραχήλ έκλαιε και δεν ήθελε να παρηγορηθή και να παύση τον θρόνον της δια τα τέκνα της, διότι αυτά δεν υπάρχουν πλέον. 15 Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Φωνὴ σπαρακτικὴ ἀκούσθηκε εἰς τὸ χωριὸ τῆς φυλῆς Βενιαμὶν Ραμά, φωνὴ θρήνου καὶ κλαυθμοῦ καὶ ὀδυρμοῦ.Ἡ «σύζυγος τοῦ Ἰακώβ» Ραχήλ, ποὺ ἦταν θαμμένη ἐκεῖ, θρηνολογοῦσα δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπον νὰ παύσῃ τὸ κλάμα της καὶ νὰ παρηγορηθῇ διὰ τὰ τέκνα τῶν ἀπογόνων της Ἰσραηλιτῶν, διότι δὲν ὑπάρχουν πλέον εἰς τὴν ζωήν».
16 οὕτως εἶπε Κύριος· διαλειπέτω ἡ φωνή σου ἀπὸ κλαυθμοῦ καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ἀπὸ δακρύων σου, ὅτι ἔστι μισθὸς τοῖς σοῖς ἔργοις, καὶ ἐπιστρέψουσιν ἐκ γῆς ἐχθρῶν, 16 Ο Κυριος όμως έτσι είπε προς αυτήν· θα σταματήση πλέον η φωνή του κλαυθμού σου και τα δάκρυα από τα μάτια σου, διότι υπάρχει αμοιβή των κόπων σου, τα δε τέκνα σου θα επανέλθουν από την χώραν των εχθρών των, δια να εγκατασταθούν εις την πατρίδα των. 16 Ἔτσι ὅμως εἶπεν ὁ Κύριος, παρηγορῶν τὴν Ραχήλ: «Ἂς παύσῃ πλέον ἡ φωνὴ τοῦ κλαυθμοῦ σου καὶ ἂς σταματήσουν τὰ μάτια σου νὰ κλαίουν καὶ νὰ χύνουν δάκρυα, διότι ὑπάρχει ἀμοιβὴ τῶν κόπων σου· τὰ δὲ τέκνα τῶν ἀπογόνων σου θὰ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν ἐχθρῶν των, διὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν πλέον εἰς τὴν πατρίδα των.
17 μόνιμον τοῖς σοῖς τέκνοις. 17 Αυτή δε η εγκατάστασις των τέκνων σου θα είναι μόνιμος. 17 Ἡ ἐγκατάστασις αὐτὴ τῶν τέκνων τῶν ἀπογόνων σου δὲν θὰ εἶναι προσωρινή, ἀλλὰ μόνιμος καὶ διαρκής.
18 ἀκοὴν ἤκουσα ᾿Εφραὶμ ὀδυρομένου· ἐπαίδευσάς με καὶ ἐπαιδεύθην ἐγώ· ὥσπερ μόσχος οὐκ ἐδιδάχθην· ἐπίστρεψόν με, καὶ ἐπιστρέψω, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεός μου. 18 Ηκουσα πολύ καλά τον λαόν της φυλής Εφραίμ να οδύρεται και να λέγη· “με ετιμώρησες με την παιδαγωγικήν σου ράβδον και ετιμωρήθην· αλλά εγώ ασύνετος, όπως το μοσχάρι, δεν επαιδαγωγήθην και δεν εδιδάχθην από την τιμωρίαν. Οδηγησόν με, Κυριε, εις επιστροφήν και μετάνοιαν και εγώ θα επιστρέψω εν μετάνοια προς σέ, διότι συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός μου. 18 Ἄκουσα πράγματι τὸν λαὸν τῆς φυλῆς Ἐφραὶμ νὰ ὀδύρεται ταπεινωμένος καὶ νὰ λέγῃ: «Μὲ ἐτιμώρησες παιδαγωγικῶς, Κύριε, μὲ μεγάλες θλίψεις, καὶ ἐτιμωρήθηκα· ἐγὼ ὅμως ὡς ἀνυπότακτον καὶ σκληροτράχηλον μοσχάρι δὲν ἐδιδάχθηκα καὶ δὲν συνετίσθηκα.Ὁδήγησέ με εἰς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν, καὶ ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω μετανοημένος, διότι Σὺ εἶσαι Κύριος ὁ Θεός μου·
19 ὅτι ὕστερον αἰχμαλωσίας μου μετενόησα καὶ ὕστερον τοῦ γνῶναί με ἐστέναξα ἐφ' ἡμέρας αἰσχύνης καὶ ὑπέδειξά σοι, ὅτι ἔλαβον ὀνειδισμὸν ἐκ νεότητός μου. 19 Επειτα από την πικρίαν της αιχμαλωσίας και εξορίας μου εγώ μετενόησα και, αφού ελαβα γνώσιν και πείραν των σφαλμάτων μου και της παιδαγωγίας σου, εστέναξα δια τας ημέρας της παρακοής μου και της αισχύνης μου. Ανεκοίνωσα και απεκάλυψα εις σέ, ότι από τα χρόνια της νεότητάς μου εξ αιτίας των αμαρτιών μου ελαβα ονειδισμόν, εβυθίσθην εις εξευτελισμόν. 19 διότι μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν μου εἰς τὴν Βαβυλῶνα μετενόησα· καὶ ἀφοῦ ἔλαβα γνῶσιν τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παρανομιῶν μου μετὰ τὴν πικρὰν πεῖραν τῶν δοκιμασιῶν ποὺ παρεχώρησες εἰς ἐμέ, ἐστέναξα διὰ τὶς προηγούμενες ἡμέρες τῆς παρακοῆς μου εἰς τὸν νόμον σου καὶ τῆς αἰσχύνης μου.Ἐφανέρωσα εἰς Σὲ ὅτι ἀπὸ τὰ παλαιότατα χρόνια τῆς ἱστορίας μου ἔλαβα ὀνειδισμοὺς καὶ ἐδέχθηκα ἐξευτελισμοὺς ἐξ αἰτίας τῆς ἀποστασίας μου.
20 υἱὸς ἀγαπητὸς ᾿Εφραὶμ ἐμοί, παιδίον ἐντρυφῶν, ὅτι ἀνθ' ὧν οἱ λόγοι μου ἐν αὐτῷ, μνείᾳ μνησθήσομαι αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσα ἐπ' αὐτῷ, ἐλεῶν ἐλεήσω αὐτόν, φησὶ Κύριος. 20 Ο Θεός, δεχόμενος την μετάνοιαν του λαού του, απαντά· Ο Εφραίμ είναι αγαπητός εις εμέ, χαριτωμένον και προσφιλές τέκνον μου. Επειδή τώρα πλέον οι λόγοι μου παραμένουν εις αυτόν προς καθοδήγησίν του εγώ θα τον ενθυμηθώ. Δια τούτο έσπευσά με αγάπην προς αυτόν. Πλουσίως θα ελεήσω και θα βοηθήσω αυτόν, λέγει ο Κυριος. 20 «Ὁ Θεὸς δέχεται τὴν μετάνοιαν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ἀπαντᾷ:» Ὁ Ἐφραὶμ εἶναι υἱὸς πολὺ ἀγαπητὸς εἰς Ἐμέ, παιδὶ χαριτωμένον καὶ χαρούμενον.Ἐπειδὴ δὲ τώρα τὸ λόγια μου κατοικοῦν εἰς τὴν ψυχήν του καὶ τὸν καθοδηγοῦν, θὰ τὸν ἐνθυμηθῶ ὁπωσδήποτε.Διὰ τοῦτο ἔσπευσα μὲ πόθον καὶ λαχτάρα πρὸς αὐτόν.Θὰ τὸν ἐλεήσω ὁπωσδήποτε, λέγει ὁ Κύριος.
21 Στῆσον σεαυτὴν Σιών, ποίησον τιμωρίαν, δὸς καρδίαν σου εἰς τοὺς ὤμους· ὁδὸν ᾗ ἐπορεύθης ἀποστράφηθι, παρθένος ᾿Ισραήλ, ἀποστράφηθι εἰς τὰς πόλεις σου πενθοῦσα. 21 Πολις Σιών, σήκω από την δουλείαν, στάσου όρθια, ελαβες και εξεπλήρωσες την τιμωρίαν σου. Βαλε καρδιά, θάρρος στο στήθος σου, εγκατάλειψε πλέον την οδόν της εξορίας, εις την οποίαν εβαδισες και επάνελθε, συ πενθούσα κι πολυπικραμμένη κόρη μου Ιερουσαλήμ, ξαναγύρισε εις τας πόλεις σου. 21 Σήκω ἐπάνω, στάσου ὀρθία, πόλις Σιών, ἔκλαυσες διὰ τὴν ἁμαρτίαν σου, ἐξιλεώθης· ἐμψυχώσου, ἡ καρδία σου ἂς ἀναθαρρήσῃ εἰς τὸ μεταξὺ τῶν ὤμων στῆθος σου «ἤ, ὀρθότερον: Ἑτοίμασε τοὺς ὤμους σου διὰ τὰ βάρη τῆς ἐπιστροφῆς.Γύρισε πλέον πίσω ἀπὸ τὸν ἴδιον δρόμον τῆς ἐξορίας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὠδηγήθης αἰχμάλωτη, κόρη μου Ἰσραήλ· γύρισε πίσω εἰς τὶς πόλεις σου μὲ χαράν, σὺ ποὺ τώρα πενθεῖς καὶ πικραίνεσαι.
22 ἕως πότε ἀποστρέψεις, θυγάτηρ ἠτιμωμένη; ὅτι ἔκτισε Κύριος σωτηρίαν εἰς καταφύτευσιν καινήν, ἐν σωτηρίᾳ περιελεύσονται ἄνθρωποι. 22 Εως πότε θα βραδύνης να επανέλθης εις την πατρίδα σου, καταφρονημένη και κατεντροπιασμένη θυγάτηρ; Ο Κυριος επραγματοποίησε σωτηρίαν δια σέ, ώστε να καταφυτευθής και να εγκατασταθής, νέα και καθαρά, εις την ώραν σου. Οι άνθρωποι όλοι θα περιπατούν σωσμένοι και ελεύθεροι. 22 Ἕως πότε θὰ εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα σου, θὰ βραδύνῃς καὶ θὰ διστάζῃς νὰ ἐπιστρέψῃς, κόρη μου πλανωμένη καὶ καταφρονημένη; Διότι ὁ Κύριος ἐγέννησε καὶ ἔφερε διὰ σὲ σωτηρίαν, ὥστε νὰ καταφυτευθῇς καὶ νὰ ριζώσῃς ἐκ νέου λυτρωμένη εἰς τὴν χώραν σου.Οἱ ἄνθρωποι θὰ περιπατοῦν πλέον ἀπολαμβάνοντες σωτηρίαν καὶ ἐλευθερίαν».
23 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· ἔτι ἐροῦσι τὸν λόγον τοῦτον ἐν γῇ ᾿Ιούδα καὶ ἐν πόλεσιν αὐτοῦ, ὅταν ἀποστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτοῦ· εὐλογημένος Κύριος ἐπὶ δίκαιον ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ 23 Διότι ετσι είπεν ο Κυριος· Αλλην μίαν φοράν εις την περιοχήν του Ιούδα και εις τας πόλεις αυτού, όταν εγώ θα επαναφέρω ελευθέρους και λυτρωμένους τους αιχμαλώτους του, εκεί θα πουν αυτόν τον λόγον· Ας δοξολογήται και ας υμνολογήται ο Κυριος επάνω εις το δίκαιον και άγιον όρος του, εις την Σιών. 23 Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἀκόμη μίαν φορὰν θὰ εἴπουν τὸν λόγον αὐτὸν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰούδα καὶ εἰς τὶς πόλεις του, ὅταν ἐγὼ θὰ ἐπαναφέρω τοὺς αἰχμαλώτους του πίσω εἰς τὴν πατρίδα των: «Δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ ἐπάνω εἰς τὴν Σιών, τὸ δίκαιον καὶ ἅγιον ὄρος του».
24 καὶ ἐνοικοῦντες ἐν ταῖς πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ αὐτοῦ ἅμα γεωργῷ, καὶ ἀρθήσεται ἐν ποιμνίῳ. 24 Θα γεμίσουν από κατοίκους παντός επαγγέλματος αι πόλστου Ιούδα. Εις όλην δε την υπαιθρον περιοχήν της Ιουδαίας μαζή και εκ παραλλήλου με τους πολυάριθμους γεωργούς θα υπάρχουν και αναρίθμητα ποίμνια. 24 Καὶ εἰς τὴν χώραν αὐτήν, εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς ὅλες τὶς πόλεις της, οἱ ἀστοί, οἱ τεχνῖται καὶ οἱ γεωργοὶ θὰ πλημμυρίζουν τὴν χώραν καὶ θὰ ζοῦν μαζί· τὰ δὲ πολυάριθμα ποίμνιά της θὰ ἀποτελοῦν καύχημά της «ἤ, κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ συναχθῇ ὡς ποίμνιον».
25 ὅτι ἐμέθυσα πᾶσαν ψυχὴν διψῶσαν καὶ πᾶσαν ψυχὴν πεινῶσαν ἐνέπλησα. 25 Διότι εγώ έδωσα πλούσια τα δώρά μου εις όλους. Εμέθυσα με χαράν κάθε ψυχήν, η οποία έως τώρα ήτο διψασμένη. Και κάθε πεινώσαν ψυχήν θα την χορτάσω με το παραπάνω. 25 Διότι ἐσκόρπισα μὲ γενναιοδωρίαν τὰ ἀγαθά μου εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους της.Ἐπότισα μὲ ἀφθονίαν μέχρι μέθης κάθε διψασμένην ψυχὴν καὶ ἱκανοποίησα πλουσιοπαρόχως κάθε πεινασμένην ψυχήν».
26 διὰ τοῦτο ἐξηγέρθην καὶ εἶδον, καὶ ὁ ὕπνος μου ἡδύς μοι ἐγενήθη. 26 Ο δε προφήτης Ιερεμίας λέγει· Εσηκώθηκα από τον ύπνον μου, είδα και κατενόησα τα αποκαλυπτικά αυτά ενύπνια, που μου εχαρισεν ο Κυριος, και ησθάνθην ότι ο ύπνος μου ήτο κατ' εξοχήν γλυκύς και ευχάριστος. 26 Ὁ προφήτης Ἱερεμίας, γεμᾶτος ἰκανοποίησιν ἀπὸ ὅσα εἶδεν εἰς τὶς ἀποκαλυπτικὲς δράσεις του, λέγει: Ἐξύπνησα, ἐσηκώθηκα ἀπὸ τὸν ὕπνον μου, ἐστοχάσθηκα καὶ κατενόησα ὅσα μοῦ ἀπεκάλυψεν ὁ Κύριος εἰς τὰ προφητικὰ ὄνειρα, καὶ ἔνιωσα ὅτι ὁ ἐκστατικὸς ὕπνος μου ὑπῆρξεν εἰς ἐμὲ γλυκὺς καὶ εὐχάριστος.
27 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ σπερῶ τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ τὸν ᾿Ιούδαν σπέρμα ἀνθρώπου καὶ σπέρμα κτήνους. 27 Δια τούτο, λέγει ο Κυριος, ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας εγώ θα πληθύνω τον Ισραηλιτικόν λαόν και την φυλήν του Ιούδα εις ανθρώπους και εις κτήνη. 27 «Διὰ τοῦτο.Ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ αὐξήσω ἀριθμητικῶς τὸν Ἰσραηλιτικὸν καὶ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, ἀλλὰ καὶ τὰ κατοικίδια ζῶα.
28 καὶ ἔσται ὥσπερ ἐγρηγόρουν ἐπ' αὐτοὺς καθαιρεῖν καὶ κακοῦν, οὕτως γρηγορήσω ἐπ' αὐτοὺς τοῦ οἰκοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν, φησὶ Κύριος. 28 Οπως δε άλλοτε εγρηγορούσα εναντίον αυτών, δια να τους κρημνίσω από τα αγαθά και την δόξαν των και να τους αποστείλω συμφοράς, ετσι θα αγρυπνώ τώρα δι' αυτούς, δια να τους ανοικοδομήσω και τους καταφυτεύσω και τους εγκαταστήσω μονίμως εις την χώραν των, λέγει ο Κυριος. 28 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ὅπως ἄλλοτε ἀγρυπνοῦσα ἐναντίον των, διὰ νὰ τοὺς ξερριζώνω, νὰ τοὺς ἐλαττώνω καὶ τοὺς ἀνατρέπω καὶ νὰ τοὺς καταστρέφω, κατὰ παρόμοιον τρόπον τώρα θὰ ἀγρυπνῶ ὑπὲρ αὐτῶν, διὰ νὰ τοὺς ἀνοικοδομῶ καὶ νὰ τοὺς καταφυτεύω εἰς τὴν χώραν των, λέγει ὁ Κύριος.
29 ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐ μὴ εἴπωσιν· οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα, καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ᾑμωδίασαν. 29 Κατά τας ευτυχείς εκείνας ημέρας της επανόδου της ελευθερίας και της ανέσεως, δεν θα είπουν πλέον οι άνθρωποι την παροιμίαν· “οι πατέρες έφαγαν το άγουρο σταφύλι και εμούδιασαν τα δόντια των τέκνων”. 29 Κατὰ τὶς εὐλογημένες ἐκεῖνες ἡμέρες τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν οἱ ἄνθρωποι δὲν θὰ εἴπουν πλέον τὴν παροιμίαν: «Οἱ πατέρες ἔφαγαν ἄγουρο, ξινὸ σταφύλι καί, ἀντὶ νὰ μουδιάσουν τὰ ἰδικά των δόντια, ἐμούδιασαν τὰ δόντια τῶν παιδιῶν των».
30 ἀλλ' ἢ ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται, καὶ τοῦ φαγόντος τὸν ὄμφακα αἱμωδιάσουσιν οἱ ὀδόντες αὐτοῦ. 30 Αλλα ο καθένας θα τιμωρηθή δια θανάτου δια την ιδικήν του αμαρτίαν. Θα μουδιάσουν τα δόντια εκείνου, ο οποίος θα φάγη τα άγουρα σταφύλια. 30 Εἰς τὸ ἐξῆς δὲν θὰ τιμωρῆται ἄλλος διὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἄλλου ἀλλ’ ὁ καθένας θὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον διὰ τὴν ἰδικήν του ἁμαρτίαν.Ἐκείνου δὲ ποὺ ἔφαγε τὸ ἄγουρο, ξινὸ σταφύλι, μόνον ἐκείνου θὰ μουδιάζουν τὰ δόντια καὶ ὄχι ἄλλου».
31 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ καὶ τῷ οἴκῳ ᾿Ιούδα διαθήκην καινήν, 31 Ιδού, έρχονται ευτυχείς ημέραι, λέγει ο Κυριος, και θα συνάψω με τους Ισραηλίτας και τους Ιουδαίους νέαν Διαθήκην. 31 «Ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ συνάψω μὲ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ μὲ τὸν οἶκον Ἰούδα «μὲ τὸν νέον Ἰσραὴλ τῆς χάριτος» διαθήκην νέαν.
32 οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριος. 32 Αυτή δεν θα είναι όμοία με την Διαθήκην, την οποίαν συνήψα με τους προγόνους των κατά την εποχήν εκείνην, που εν τη στοργή μου και τη παντοδυναμία μου τους επήρα από τα χέρια και τους εβγαλα ελευθέρους από την Αίγυπτον, διότι εκείνοι δεν έμειναν πιστοί και δεν ετήρησαν την Διαθήκην μου, και εγώ τους παρημέλησα εξ αιτίας των παρανομιών των, λέγει ο Κυριος. 32 Ἡ νέα αὐτὴ διαθήκη δὲν θὰ εἶναι ὁμοία μὲ ἐκείνην ποὺ ἔκαμα μὲ τοὺς προπάτορες τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν τοὺς ἔπιασα ἀπὸ τὸ χέρι, διὰ νὰ τοὺς βγάλω ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.Ἡ διαθήκη ἐκείνη θὰ καταργηθῇ, διότι αὐτοὶ δὲν ἔμειναν πιστοὶ εἰς τὴν διαθήκην μου, διὰ τοῦτο καὶ Ἐγὼ τοὺς παρημέλησα, λέγει ὁ Κύριος.
33 ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος· διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν. 33 Αυτή είναι η Διαθήκη μου, την οποίαν εγώ θα συνάψω με τον ισραηλιτικόν λαόν έπειτα από τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κυριος. Θα δώσω ασφαλώς και βεβαίως Νομους κατανοητούς και δεκτούς εις την διάνοιάν των· θα γράψω αυτούς εις την καρδίαν των. Θα είμαι δι' αυτούς ο Θεός των και αυτοί θα είναι δι' εμέ ο λαός μου. 33 Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ νέα διαθήκη, τὴν ὁποίαν θὰ συνάψω μὲ τὸν οἶκον τοῦ νέου πνευματικοῦ Ἰσραὴλ ὕστερα ἀπὸ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, λέγει ὁ Κύριος.Δηλαδὴ θὰ δώσω ὁπωσδήποτε τοὺς νόμους μου κατανοητοὺς καὶ ἰκανοποιητικοὺς εἰς τὴν διάνοιάν των καὶ θὰ ἐγγράψω αὐτοὺς ὄχι εἰς πλάκες λίθινες, ἀλλὰ βαθιὰ εἰς τὶς καρδιές των καὶ θὰ εἶμαι εἰς αὐτοὺς Θεός, αὐτοὶ δὲ θὰ εἶναι εἰς Ἐμὲ λαὸς ἐκλεκτός.
34 καὶ οὐ μὴ διδάξωσιν ἕκαστος τὸν πολίτην αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ λέγων· γνῶθι τὸν Κύριον· ὅτι πάντες εἰδήσουσί με ἀπὸ μικροῦ αὐτῶν ἕως μεγάλου αὐτῶν, ὅτι ἵλεως ἔσομαι ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν οὐ μὴ μνησθῶ ἔτι. - 34 Δεν θα διδάξουν πλέον ο καθένας τον συμποπολίτην του και ο αδελφός τον αδελφόν του λέγων· “μάθε από εμέ και γνώρισε τον Κυριον”, διότι πάντες θα με γνωρίσουν από τον μικρόν έως τον μεγάλον, επειδή εγώ θα είμαι γεμάτος έλεος και συγγνώμην δια τας αμαρτίας των. Και δεν θα ενθυμηθώ πλέον τας αμαρτίας των. 34 Καὶ δὲν θὰ διδάσκουν τότε ὁ καθένας των τὸν συμπατριώτην του καὶ τὸν ἀδελφόν του, λέγων: «Μάθε, γνώρισε τὸν Κύριον».Διότι ὅλοι θὰ μὲ γνωρίζουν, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρόν των ἕως τὸν πιὸ μεγάλον ἀπὸ αὐτούς.Θὰ μὲ γνωρίζουν δὲ ὅλοι, διότι θὰ εἶμαι γεμᾶτος ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνίαν εἰς τὶς ἀδικίες των καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῶ πλέον τὶς ἁμαρτίες των».
35 ᾿Εὰν ὑψωθῇ ὁ οὐρανὸς εἰς τὸ μετέωρον, φησὶ Κύριος, καὶ ἐὰν ταπεινωθῇ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς κάτω, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀποδοκιμῶ τὸ γένος ᾿Ισραήλ, φησὶ Κύριος, περὶ πάντων, ὧν ἐποίησαν. 35 Και εάν, έστω, υψωθή ο ουρανός στο χάος του διαστήματος, λέγει ο Κυριος, και εάν η επιφάνεια της γης βυθισθή κάτω, εγώ δεν θα αποδοκιμάσω πλέον το ισραηλιτικόν γένος, λέγει ο Κυριος, δι' όλας εκείνας τας παρανομίας, τας οποίας διέπραξαν. 35 «Καὶ ἂν ἀκόμη συμβῇ ὥστε ὁ οὐρανὸς νὰ ὑψωθῇ εἰς τὸ ἀχανὲς διάστημα, λέγει ὁ Κύριος, καὶ ἐὰν ἀκόμη συμβῇ ὥστε τὸ ἔδαφος «ἢ ἡ ἐπιφάνεια» τῆς γῆς νὰ βυθισθῇ κάτω εἰς τὴν ἀβυθομέτρητον ἄβυσσον, Ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ ἀποδοκιμάσω τὸ Ἰσραηλιτικὸν γένος, λέγει ὁ Κύριος, δι’ ὅλες τὶς παρανομίες καὶ τὴν ἀποστασίαν ποὺ διέπραξαν».
36 οὕτως εἶπε Κύριος ὁ δοὺς τὸν ἥλιον εἰς φῶς τῆς ἡμέρας, σελήνην καὶ ἀστέρας εἰς φῶς τῆς νυκτός, καὶ κραυγὴν ἐν θαλάσσῃ καὶ ἐβόμβησε τὰ κύματα αὐτῆς, Κύριος παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ· 36 Ετσι είπεν ο Κυριος, ο οποίος δίδει τον ήλιον, ώστε να φωτίζεται η ημέρα, την σελήνην και τους αστέρας εις φως της νυκτός, την βοήν της θαλάσσης, όταν συνταράση τα κύματα της ο Κυριος, του οποίου το Ονομα είναι ο Παντοκράτωρ. 36 Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος καθώρισε τὸν ἥλιον διὰ νὰ φωτίζῃ μὲ τὸ φῶς του τὴν ἡμέραν, τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρες διὰ νὰ φωτίζουν μὲ τὸ φῶς των τὴν νύκτα καὶ τὴν βοὴν τῆς θαλάσσης, ὅταν Αὐτὸς ὑψώνῃ καὶ συνταράσσῃ τὰ κύματά της· ἔτσι εἶπεν Αὐτός, τοῦ Ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι Κύριος παντοκράτωρ.
37 ἐὰν παύσωνται οἱ νόμοι οὗτοι ἀπὸ προσώπου μου, φησὶ Κύριος, καὶ τὸ γένος ᾿Ισραὴλ παύσεται γενέσθαι ἔθνος κατὰ πρόσωπόν μου πάσας τὰς ἡμέρας. 37 Και εάν ατονήσουν και παύσουν οι νόμοι, που διέπουν τον ουρανόν και την γην, λέγει ο Κυριος, τότε και το ισραηλιτικόν γένος θα παύση πλέον να είναι έθνος ενώπιόν μου όλας τας ημέρας. 37 «Ἐὰν ποτὲ παύσουν νὰ λειτουργοῦν οἱ φυσικοὶ αὐτοὶ νόμοι, οἱ σχετικοὶ μὲ τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια σώματα καὶ φαινόμενα, λέγει ὁ Κύριος, τότε καὶ τὸ Ἰσραηλιτικὸν γένος «ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος» θὰ παύσῃ νὰ ὑπάρχῃ ὡς ἔθνος ἐνώπιόν μου ὅλες τὶς ἡμέρες».
38 ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ οἰκοδομηθήσεται πόλις τῷ Κυρίῳ ἀπὸ πύργου ᾿Αναμεὴλ ἕως πύλης τῆς γωνίας· 38 Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας η πόλις Σιών θα ανοικοδομηθή εις δόξαν του Κυρίου από τον πύργον του Αναμεήλ μέχρι και της πύλης της γωνίας. 38 «Ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ πόλις τῆς Σιών, ἡ Ἱερουσαλήμ, θὰ ἀνοικοδομηθῇ πρὸς δόξαν Κυρίου ἀπὸ τὸν πύργον Ἀναμεήλ «εἰς τὰ βορειοανατολικά» μέχρι τὴν πύλην τῆς Γωνίας «εἰς τὰ βορειοδυτικά».Δηλαδὴ ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ ἐπεκταθῇ.
39 καὶ ἐξελεύσεται ἡ διαμέτρησις αὐτῆς ἀπέναντι αὐτῶν ἕως βουνῶν Γαρὴβ καὶ περικυκλωθήσεται κύκλῳ ἐξ ἐκλεκτῶν λίθων· 39 Και θα επεκταθούν τα όρια αυτής έως τα υψώματα Γαρήβ, η δε πόλις θα κλεισθή όλόγυρα με τείχος από πολυτίμους λίθους. 39 Καὶ τότε ἡ γραμμὴ τῶν ὁρίων της θὰ ἐκτείνεται κατ’ εὐθεῖαν μέχρι τὰ ὑψώματα «τὸν λόφον» Γαρήβ· καὶ ἡ πόλις θὰ περιτειχισθῇ μὲ τεῖχος ἀπὸ λίθους ἐκλεκτούς, δηλαδὴ μεγάλους καὶ ἰσχυρούς.
40 καὶ πάντες ᾿Ασαρημὼθ ἕως Ναχὰλ Κέδρων, ἕως γωνίας πύλης ἵππων ἀνατολῆς ἁγίασμα τῷ Κυρίῳ, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ἐκλίπῃ καὶ οὐ μὴ καθαιρεθῇ ἕως τοῦ αἰῶνος. 40 Ολη η αγροτική περιοχή έως εις την κοιλάδα των Κέδρων και μέχρι της γωνίας της πύλης των ίππων προς ανατολάς, θα είναι αφιερωμένη στον Κυριον. Ποτέ πλέον δεν θα παύση υπάρχουσα η νέα Σιών και δεν θα κρημνισθή στον αιώνα του αιώνος. 40 Ὅλη δὲ ἡ ἀγροτικὴ περιοχὴ μέχρι τὴν Κοιλάδα τῶν Κέδρων καὶ μέχρι τὴν γωνίαν τῆς Πύλης τῶν Ἵππων, πρὸς ἀνατολάς, θὰ εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὸν Κύριον.Καὶ ποτὲ πλέον «ἡ νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δὲν θὰ παύσῃ νὰ ὑπάρχῃ καὶ οὐδέποτε θὰ κατακρημνισθῆ ἢ θὰ καταστροφῇ, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος!»