Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· πορεύου καὶ κατάβηθι εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως ᾿Ιούδα καὶ λαλήσεις ἐκεῖ τὸν λόγον τοῦτον 1 Αυτά λέγει ο Κυριος προς τον προφήτην· πήγαινε, κατέβα στον οίκον του βασιλέως Ιούδα και εκεί θα είπης αυτόν τον λόγον· 1 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν: «Πήγαινε ἀπὸ τὸν Ναόν, ὅπου εὐρίσκεσαι, καὶ κατέβα χαμηλότερα εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦ βασιλιᾶ τὸν Ἰούδα, ἐκεῖ δὲ νὰ εἰπῇς τὰ λόγια αὐτά.
2 καὶ ἐρεῖς· ἄκουε λόγον Κυρίου, βασιλεῦ ᾿Ιούδα ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυίδ, σὺ καὶ ὁ οἶκός σου καὶ ὁ λαός σου καὶ οἱ εἰσπορευόμενοι ταῖς πύλαις ταύταις· 2 θα πης άκουε λόγον Κυρίου, βασιλεύ Ιούδα, ο οποίος κάθεσαι στον θρόνον Δαβίδ, συ και ο οίκός σου και ο λαός σου και όλοι, όσοι εισέρχονται δια των πυλών τούτων εις την πόλιν. 2 Θὰ εἰπῇς: «Ἄκουε τὸν λόγον Κυρίου, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, σὺ ὁ ὁποῖος κάθεσαι εἰς τὸν θρόνον τὸν Δαβὶδ ὡς διάδοχος του· σὺ καὶ ὅλος ὁ βασιλικός σου οἶκος «ἄρχοντες καὶ αὐλικοί» καὶ ὁ λαός σου καὶ ὅσοι εἰσέρχονται διὰ τῶν πυλῶν αὐτῶν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
3 τάδε λέγει Κύριος· ποιεῖτε κρίσιν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἐξαιρεῖσθε διηρπασμένον ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος αὐτὸν καὶ προσήλυτον καὶ ὀρφανὸν καὶ χήραν μὴ καταδυναστεύετε καὶ μὴ ἀσεβῆτε καὶ αἷμα ἀθῷον μὴ ἐκχέητε ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ. 3 Αυτά λέγει ο Κυριος· κρίνατε με δικαιοσύνην, βγάλτε από τα χέρια του αδικούντος τον καταπιεζόμενον και αδικούμενον· προσήλυτον και ορφανόν και χήραν μη καταδυναστεύετε, μη ασεβήτε προς τον Θεόν και μη χύνετε αίμα αθώον στον τόπον τούτον. 3 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δικάζετε μὲ εὐθυκρισίαν καὶ ἀσκεῖτε δικαιοσύνην μεταξὺ τὸν λαοῦ· γλυτῶστε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ καταπιεστοῦ καὶ ἐκμεταλλευτοῦ ὅποιον πιέζεται καὶ ἀδικεῖται.Μὴ τυραννεῖτε καὶ μὴ καταθλίβετε τὸν ἐθνικόν, ποὺ προσειλκύσθη εἰς τὴν ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγινε προσήλυτος, ὅπως ἐπίσης τὸν ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν καὶ μὴ ἀσεβεῖτε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἀκόμη μὴ χύνετε αἷμα ἀθῶον εἰς τὸν τόπον αὐτόν.
4 διότι ἐὰν ποιοῦντες ποιήσητε τὸν λόγον τοῦτον, καὶ εἰσελεύσονται ἐν ταῖς πύλαις τοῦ οἴκου τούτου βασιλεῖς καθήμενοι ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ καὶ ἐπιβεβηκότες ἐφ' ἁρμάτων καὶ ἵππων, αὐτοὶ καὶ οἱ παῖδες αὐτῶν, καὶ ὁ λαὸς αὐτῶν· 4 Διότι, εάν τηρήσετε πιστώς την εντολήν αυτήν, τότε ασφαλείς και ένδοξοι θα εισέλθουν από τας πύλας του ανακτόρου αυτού βασιλείς, καθήμενοι επί του θρόνου Δαβίδ, οι οποίοι θα επιβαίνουν επάνω εις πολεμικά άρματα και ίππους, αυτοί και οι αυλυκοί των και ο λαός των. 4 Διότι ἐὰν ἐφαρμόσετε μὲ πιστότητα, εὐσυνειδησίαν καὶ ἀκρίβειαν τὴν ἐντολὴν αὐτήν, τότε θὰ συνεχίσουν νὰ εἰσέρχωνται διὰ τῶν πυλῶν αὐτὸν τοῦ παλατιοῦ βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ κάθωνται εἰς τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ ὡς διάδοχοί του καὶ θὰ ἐπιβαίνουν εἰς πολεμικὰ ἅρματα καὶ ἵππους, αὐτοὶ καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι, οἱ αὐλικοὶ καὶ ὁ λαός των.
5 ἐὰν δὲ μὴ ποιήσητε τοὺς λόγους τούτους, κατ' ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται ὁ οἶκος οὗτος. 5 Εάν όμως δεν τηρήσετε τους λόγους αυτούς, ωρκίσθηκα στον εαυτόν μου, λέγει ο Κυριος, ότι θα παραδοθή εις ερήμωσιν ο οίκος αυτός και ο λαός αυτός. 5 Ἐὰν ὅμως δὲν ἐφαρμόσετε τοὺς λόγους αὐτούς, τότε, ὠρκίσθηκα εἰς τὸν ἑαυτόν μου «εἰς τὴν ἄπειρόν μου τελειότητα, εἰς τὴν μακαρίαν ζωήν μου, γεγονὸς ποὺ σημαίνει τὴν ἀμετάθετον ἀπόφασίν μου», λέγει ὁ Κύριος, ὅτι τὸ βασιλικὸν αὐτὸ ἀνάκτορον, ὅπως καὶ ὁ λαός, θὰ παραδοθοῦν εἰς ἐρήμωσιν!
6 ὅτι τάδε λέγει Κύριος κατὰ τοῦ οἴκου βασιλέως ᾿Ιούδα· Γαλαὰδ σύ μοι, ἀρχὴ τοῦ Λιβάνου, ἐὰν μὴ θῶ σε εἰς ἔρημον, πόλεις μὴ κατοικηθησομένας· 6 Διότι αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον του οίκου βασιλέως Ιούδα. Συ είσαι δι' εμέ, όπως η περιοχή Γαλαάδ, η κορυφή του Λιβάνου, και όμως θα σε παραδώσω εις ερήμωσιν και θα μείνης ώσάν τας πόλεις εκείνας, αι οποίαι δεν έχουν κατοίκους, 6 Διότι, ναί· αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ἐναντίον τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τοῦ βασιλιᾶ του Ἰούδα: Σύ, Ἱερουσαλήμ, εἶσαι δι' ἐμὲ ὡραία, λαμπρὰ καὶ χαρούμενη ὅπως ἡ περιοχὴ Γαλαάδ, μεγαλοπρεπὴς ὅπως ἡ κορυφὴ τοῦ Λιβάνου· ἐν τούτοις, ἐπειδὴ ἔγινες ἀγνώμων ἀπέναντί μου, θὰ σὲ καταστήσω ἔρημον, ἡ ὁποία θὰ ὁμοιάζῃ μὲ πόλεις ποὺ δὲν ἔχουν κατοίκους.
7 καὶ ἐπάξω ἐπὶ σὲ ὀλοθρεύοντα ἄνδρα καὶ τὸν πέλεκυν αὐτοῦ, καὶ ἐκκόψουσι τὰς ἐκλεκτὰς κέδρους σου καὶ ἐμβαλοῦσιν εἰς τὸ πῦρ. 7 θα εξεγείρω και θα επιφέρω εναντίον σου εξολοθρευτάς άνδρας με τους πελέκεις των, οι οποίοι θα κατακόψουν τας κλεκτάς κέδρους σου και θα τας ρίψουν στο πυρ. 7 Καὶ θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον σου ἄνδρας, οἱ ὁποῖοι καταστρέφουν καὶ ἑξαφανίζουν, καθένας μὲ τὸ τιμωρητικὸν τσεκούρι του, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ κόψουν σύρριζα τὶς ἐκλεκτὲς κέδρους σου «τοὺς μεγάλους κατὰ τὴν ὑπεροχὴν ἄνδρας σου» καὶ θὰ τὶς ρίψουν εἰς τὴν φωτιά.
8 καὶ διελεύσονται ἔθνη διὰ τῆς πόλεως ταύτης καὶ ἐρεῖ ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· διατί ἐποίησε Κύριος οὕτως τῇ πόλει ταύτῃ τῇ μεγάλῃ; 8 Διάφορα έθνη θα περάσουν δια μέσου της πόλεως αυτής και ο καθένας από τους ανθρώπους αυτούς θα λέγη προς τον πλησίον του· διατί ο Κυριος επέφερε τοιαύτην καταοτροφήν εις την μεγάλην αυτήν πόλιν; 8 Καὶ ἀπὸ τὴν πόλιν αὐτήν, τὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ περάσουν πολλὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, καθένας δὲ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας αὐτοὺς θὰ λέγῃ πρὸς τὸν πλησίον του: Διατὶ ὁ Κύριος ἐπέφερε τόσον μεγάλην καταστροφὴν εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν πόλιν;
9 καὶ ἐροῦσιν· ἀνθ' ὧν ἐγκατέλιπον τὴν διαθήκην Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν θεοῖς ἀλλοτρίοις καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς. 9 Και θα λάβουν ως απάντησιν· Διότι οι άνθρωποι της πόλεως αυτής εγκατέλειψαν την διαθήκην Κυρίου του Θεού των, προσεκύνησαν ξένους θεούς και έγιναν δούλοι εις τα είδωλα. 9 Εἰς αὐτοὺς δὲ ποὺ ὑποβάλλουν τὴν ἐρώτησιν αὐτήν, θὰ ἀπαντήσουν: Ὁ Κύριος τὴν κατέστρεψε, διότι οἱ κατοικοί της ἐγκατέλειψαν καὶ ἀθέτησαν τὴν διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ των καὶ ἐπροσκύνησαν ξένους εἰδωλολατρικοὺς θεοὺς καὶ ἔγιναν δοῦλοι εἰς αὐτούς».
10 Μὴ κλαίετε τὸν τεθνηκότα μηδὲ θρηνεῖτε αὐτόν· κλαύσατε κλαυμῷ τὸν ἐκπορευόμενον, ὅτι οὐκ ἐπιστρέψει ἔτι, οὐδὲ ὄψεται τὴν γῆν πατρίδος αὐτοῦ. 10 Μη κλαίετε εκείνον, που απέθανε· μη θρηνείτε δι' αυτόν. Κλαύσατε με μεγάλον κλαυθμόν αυτόν, ο οποίος πορεύεται εις εξορίαν και ο οποίος δεν θα επιστρέψη πλέον, ούτε και θα ίδη ποτέ την γην της πατρίδος του. 10 «Μὴ κλαίετε τὸν εὐσεβῆ βασιλιᾶ Ἰωσίαν, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποθάνει, καὶ μὴ τὸν θρηνεῖτε.Κλάψετε μᾶλλον μὲ κλαυθμὸν μεγάλον τὸν βασιλιᾶ Ἰωαχάζ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσία, ὁ ὁποῖος πορεύεται αἰχμάλωτος τοῦ φαραὼ Νεχαὼ εἰς τὴν ἐξορίαν, διότι δὲν πρόκειται νὰ ἐπιστρέψῃ πλέον, οὔτε νὰ ἰδῇ τὴν γῆν τῆς πατρίδος του.
11 διότι τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ Σελλὴμ υἱὸν ᾿Ιωσία τὸν βασιλεύοντα ἀντὶ ᾿Ιωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ὃς ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ τόπου τούτου· οὐκ ἀναστρέψει ἐκεῖ ἔτι, 11 Αυτά ακόμη, λέγει ο Κυριος, δια τον Σελλήμ, τον υιόν του Ιωσίου, που βασιλεύει αντί του Ιωσίου του πατρός του και ο οποίος ωδηγήθη αιχμάλωτος εις την εξοριαν. Δεν θα επιστρέψη πλέον εις την πατρίδα του, 11 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ τὸν Σελλήμ «ἢ Σαλούμ, ποὺ μετὰ τὴν στέψιν του ὠνομάσθη Ἰωάχαζ», τὸν υἱὸν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωσία, ὁ ὁποῖος διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον τὸν πατέρα του Ἰωσίαν, καὶ ὁ ὁποῖος «Σελλήμ» αἰχμαλωτίσθη καὶ ὠδηγήθη ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν εἰς τὴν ἐξορίαν· αὐτὸς δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ ποτὲ πλέον «ἐκεῖ» εἰς τὴν πατρίδα του,
12 ἀλλ' ἢ ἐν τῷ τόπῳ, οὗ μετῴκισα αὐτόν, ἐκεῖ ἀποθανεῖται καὶ τὴν γῆν ταύτην οὐκ ὄψεται ἔτι. - 12 αλλά στον τόπον, όπου εγώ τον μετώκησα, εκεί θα αποθάνη και δεν θα ίδη πλέον την χώραν αυτήν. 12 ἀλλ’ εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν ὁποίαν τὸν μετῴκισα· ἐκεῖ θὰ ἀποθάνῃ, τὴν χώραν δὲ αὐτήν, δηλαδὴ τὴν πατρίδα του, δὲν θὰ τὴν ἰδῇ πλέον».
13 ῏Ω ὁ οἰκοδομῶν οἰκίαν αὐτοῦ οὐ μετὰ δικαιοσύνης καὶ τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ οὐκ ἐν κρίματι, παρὰ τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐργᾶται δωρεὰν καὶ τὸν μισθὸν αὐτοῦ οὐ μὴ ἀποδώσει αὐτῷ. 13 Ω συ Ιωακείμ, βασιλεύ των Ιουδαίων, ο οποίος κτίζεις τα ανάκτορά σου με αδικίας και καταδυναστεύσεις, συ ο οποίος εξαναγκάζστον πλησίον σου δωρεάν να εργάζεται δια σε και δεν του δίδστον δίκαιον μισθόν του ! 13 «Ὦ σύ, βασιλιᾶ Ἰωακίμ «ἀδελφὲ καὶ διάδοχε τὸν Ἰωάχαζ», ὁ ὁποῖος κτίζεις τὰ ἀνάκτορά σου χωρὶς δικαιοσύνην καὶ τὰ ὑπερῶα σου μὲ ἀδικίες· σύ, ὁ ὁποῖος ἀναγκάζεις τὸν πλησίον σου νὰ ἐργάζεται διὰ λογαριασμόν σου δωρεὰν καὶ χωρὶς νὰ τοῦ καταβάλλῃς τὸν μισθόν του!
14 ᾠκοδόμησας σεαυτῷ οἶκον σύμμετρον, ὑπερῷα ριπιστὰ διεσταλμένα θυρίσι καὶ ἐξυλωμένα ἐν κέδρῳ καὶ κεχρισμένα ἐν μίλτῳ. 14 Εκτισες δια τον εαυτόν σου επιβλητικόν ανάκτορον, ευάερα υπερώα με ευρέα ανοίγματα παραθύρων, των οποίων η ξυλεία είναι από κέδρους και έχουν χρισθή με σμάλτον. 14 Ἔκτισες διὰ τὸν ἑαυτόν σου ἀνάκτορον μεγαλοπρεπές, ἄνετον καὶ λαμπρόν, ποὺ διαθέτει εὐάερα ἀνώγεια δωμάτια μὲ μεγάλα ἀνοίγματα διὰ παράθυρα, μὲ ξύλίνα πλαίσια ἀπὸ κέδρον, τὰ ὁποῖα ἔχουν χρισθῆ μὲ κιννάβαρι «κόκκινον χρῶμα».
15 μὴ βασιλεύσῃς, ὅτι σὺ παροξύνῃ ἐν ῎Αχαζ τῷ πατρί σου; οὐ φάγονται καὶ οὐ πίονται· βέλτιον ἦν σὲ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην. 15 Μηπως νομίζεις, ότι θα βασιλεύσης επί πολύ; Εφ' όσον και συ παροργίζστον θεόν, όπως και ο πατέρας σου ο Αχαζ, συ και οι άνθρωποί σου δεν θα χαρούν τα ανάκτορά σου και τα καλά σου· δεν θα φάγουν και δεν θα πίουν ευφραινόμενοι. Ητο καλύτερον δια σε να ήσο δίκαιος εις τας κρίσεις σου και να τηρής δικαιοσύνην. 15 Μήπως νομίζεις ὅτι πρόκειται νὰ βασιλεύσῃς ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα; Ὄχι! Ἐφ' ὅσον δὲ καὶ σὺ ἐξοργίζεις ὑπερβολικὰ Ἐμέ, τὸν Θεόν, ὅπως ὁ προπάππος σου Ἄχαζ, οὔτε θὰ χαρῇς ἐπὶ πολὺ τὸν θρόνον σου, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἄνθρωποί σου θὰ χαροῦν τὰ μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορά σου· δὲν θὰ φάγουν καὶ δὲν θὰ πιοῦν διασκεδάζοντες καὶ εὐφραινόμενοι.Ἑπομένως θὰ ἦταν προτιμότερον διὰ σὲ νὰ εἶσαι εὐθὺς εἰς τὶς κρίσεις σου καὶ δίκαιος εἰς τὶς ἀποφάσεις σου.
16 οὐκ ἔγνωσαν, οὐκ ἔκριναν κρίσιν ταπεινῷ οὐδὲ κρίσιν πένητος· οὐ τοῦτό ἐστι τὸ μὴ γνῶναί σε ἐμέ, λέγει Κύριος; 16 Οι άνθρωποι όμώς παρ' όλα τα δείνα αυτά δεν ήλθαν εις συναίσθησιν, δεν απέδωσαν δικαιοσύνην στον ταπεινόν, ούτε δικαίαν κρίσιν στον πτωχόν. Και αυτό έγινε, διότι συ δεν ηθέλησες να γνωρίσης εμέ τον Θεόν σου, λέγει ο Κυριος. 16 Οἱ αὐλικοί σου, ποὺ ἀπονέμουν δικαιοσύνην, δὲν ἐγνώρισαν τὸν Θεόν, δὲν ἦλθαν εἰς συναίσθησιν τοῦ νόμου του καὶ δὲν ἔκριναν μὲ δικαιοσύνην τὸν ταπεινόν, οὔτε τὸν πτωχόν.Αὐτὸ μήπως δὲν ἔγινε, διότι σὺ δὲν ἠθέλησες νὰ γνωρίσῃς Ἐμέ, τὸν Θεόν σου; Λέγει ὁ Κύριος.
17 ἰδοὺ οὐκ εἰσὶν οἱ ὀφθαλμοί σου οὐδὲ ἡ καρδία σου καλή, ἀλλὰ εἰς τὴν πλεονεξίαν σου καὶ εἰς τὸ αἷμα τὸ ἀθῷον τοῦ ἐκχέειν αὐτὸ καὶ εἰς ἀδικήματα καὶ εἰς φόνον τοῦ ποιεῖν αὐτά. 17 Ιδού, δεν είναι ευθείς και ειλικρινείς οι οφθαλμοί σου, δεν είναι καλή η καρδία σου, αλλά έχει στραφή και επιδοθή εις την πλεονεξίαν και στο να χύνης αίμα αθώον, στο να διαπράττης αδιικήματα και να κάμνης φόνους. 17 Ἰδού· οἱ ὀφθαλμοί σου δὲν εἶναι εὐθεῖς καὶ εἰλικρινεῖς, οὔτε καὶ ἡ καρδιά σου.Οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἢ καρδιά σου εἶναι στραμμένα καὶ κυριευμένα ἀπὸ τὰ προσωπικά σου συμφέροντα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν νὰ χύνῃς αἷμα ἀθῶον, νὰ διαπράττῃς ἀδικήματα καὶ νὰ κάμνῃς φόνους».
18 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ ᾿Ιωακεὶμ υἱὸν ᾿Ιωσία βασιλέα ᾿Ιούδα· οὐαὶ ἐπὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον· οὐ μὴ κόψονται αὐτόν· ὦ ἀδελφέ, οὐδὲ μὴ κλαύσονται αὐτόν· οἴμοι Κύριε. 18 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον του Ιωακείμ, υιού του Ιωσίου, ο οποίος είναι βασιλεύς των Ιουδαίων· Αλλοίμονον στον άνδρα, αυτόν ! Δεν θα τον θρηνήσουν με κοπετούς λέγοντες, ω αδελφέ ! Ούτε θα κλαύσουν δι' αυτόν λέγοντες, αλλοίμονον Κυριε ! 18 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ἐναντίον τοῦ Ἰωακίμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωσία, ὁ ὁποῖος εἶναι βασιλιᾶς τοῦ Ἰούδα: «Ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἄνδρα αὐτόν· δὲν θὰ τὸν θρηνήσουν κατὰ τὸν θάνατόν του μὲ κοπετοὺς καὶ μοιρολόγια, λέγοντες: «Ὦ ἀδελφέ!» Οὔτε θὰ τὸν κλαύσουν λέγοντες: «Ἀλλοίμονον, κύριε!»
19 ταφὴν ὄνου ταφήσεται, συμψηθεὶς ριφήσεται ἐπέκεινα τῆς πύλης ῾Ιερουσαλήμ. - 19 Θα ενταφιασθή όπως ο όνος. Θα συρθή και θα ριφθή πέραν από την πύλην της Ιερουσαλήμ. 19 Αὐτὸς θὰ ταφῇ μὲ τὴν ἀτιμοτέραν ταφήν, θὰ ταφῇ ὅπως ὁ ὄνος· δηλαδὴ δὲν θὰ ταφῇ καθόλου, ἀλλὰ θὰ περιμαζευθῇ, θὰ συρθῇ μακριὰ καὶ θὰ ριφθῇ ἔξω καὶ πέραν ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλήμ».
20 ᾿Ανάβηθι εἰς τὸν Λίβανον καὶ κράξον καὶ εἰς τὴν Βασὰν δὸς τὴν φωνήν σου καὶ βόησον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης, ὅτι συνετρίβησαν πάντες οἱ ἐρασταί σου. 20 Ανέβα, ω Ιερουσαλήμ, στο όρος Λιβανον και κράξε, βγάλε φωνήν εκ Βασάν, βόησε ώστε να σε ακούσουν πέραν από την Νεκράν Θαλασσαν, διότι όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους περιέβαλες με αμαρτωλήν αγάπην, έχουν συντριβή. 20 Ὁ Κύριος ἀπευθύνεται διὰ τοῦ προφήτου Ἱερεμία εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ λέγει: «Λαὲ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀνέβα εἰς τὸ ὄρος Λίβανος, φώναξε δυνατά· ἀνέβα καὶ εἰς τὴν Βασὰν καὶ ὕψωσε τὴν φωνήν σου, κραύγασε, ὥστε νὰ ἀκουσθῇς πέραν τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, διότι ὅλοι, ὅσους ἀγάπησες περιπαθῶς, ἔχουν συντριβῆ.
21 ἐλάλησα πρὸς σὲ ἐν τῇ παραπτώσει σου, καὶ εἶπας· οὐκ ἀκούσομαι· αὕτη ἡ ὁδός σου ἐκ νεότητός σου, οὐκ ἤκουσας τῆς φωνῆς μου. 21 Ωμίλησα προς σέ, όταν παρεσύρεσο εις τας αμαρτωλάς πτώσεις σου, και είπες· δεν θα υπακούσω εις την φωνήν του Θεού. Αυτός ήτο ο δρόμος της ζωής σου από την νεότητα σου, δεν υπήκουσες εις την φωνήν εμού του Θεού σου. 21 Ὡμίλησα πρὸς σὲ κατὰ τὴν περίοδον τῶν πτώσεων καὶ τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ σὲ ἐκαλοῦσα εἰς μετάνοιαν.Σὺ ὅμως ἀρνήθηκες νὰ ὑπακούσῃς εἰς τὴν κλῆσιν μου καὶ εἶπες: «Δὲν θὰ σὲ ὑπακούσω»! Αὐτὸς ὑπῆρξεν ὁ τρόπος τῆς συμπεριφορᾶς σου ἀπὸ τὰ νεανικά σου χρόνια· οὐδέποτε ὑπήκουσες εἰς τὴν φωνήν μου.
22 πάντας τοὺς ποιμένας σου ποιμανεῖ ἄνεμος, καὶ οἱ ἐρασταί σου ἐν αἰχμαλωσίᾳ ἐξελεύσονται· ὅτι τότε αἰσχυνθήσῃ καὶ ἀτιμωθήσῃ ἀπὸ πάντων τῶν φιλούντων σε. 22 Δια τούτο όλους τους άρχοντάς σου θα διασκορπίση ο άνεμος· και όλοι εκείνοι, τους οποίους αγαπούσες περιπαθώς, θα βγουν αιχμάλωτοι πορευόμενοι εις την εξοριαν. Τοτε θα κατεντροπιασθής, θα περιπέσης εις μεγάλην ατιμίαν ένεκα του ολέθρου όλων εκείνων, οι οποίοι σε αγαπούσαν. 22 Διὰ τοῦτο ὅλους τοὺς ἄρχοντές σου, εἰς τοὺς ὁποίους ἐστήριξες τὶς ἐλπίδες σου, θὰ τοὺς σκορπίσῃ ὁ ἄνεμος· καὶ ὅλοι, ὅσους ἀγάπησες περιπαθῶς, θὰ συλληφθοῦν καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν.Τότε θὰ κατεντροπιασθῇς καὶ θὰ δοκιμάσῃς μεγάλην ἀνυποληψίαν καὶ περιφρόνησιν ἕνεκα τῆς καταστροφῆς ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀγαποῦσαν.
23 κατοικοῦσα ἐν τῷ Λιβάνῳ, ἐννοσσεύουσα ἐν ταῖς κέδροις, καταστενάξεις ἐν τῷ ἐλθεῖν σοι ὀδύνας ὡς τικτούσης. 23 Συ η φυλή Ιούδα, η οποία υπερήφανος και ασφαλής κατοικούσες ωσάν επάνω στο όρος Λιβανον, συ η οποία έθετες την φωλεάν σου επάνω εις τας κέδρους, θα αναστενάξης, όταν έλθουν εναντίον σου ωδίνες, που θα ομοιάζουν ωσάν εκείνας, που δοκιμάζει η ετοιμόγεννος. 23 Σύ, ἡ ἔνδοξος φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἡ ὁποία περιφανὴς καὶ περίβλεπτος καὶ ἀπὸ ὅλους περίφημος κατοικοῦσες ὡσὰν ἐπάνω εἰς τὸ μεγαλοπρεπὲς ὄρος Λίβανος καὶ ἔκτιζες τὴν φωλιά σου μαζὶ μὲ τοὺς νεοσσούς σου ἐπάνω εἰς τὶς πανύψηλες καὶ αἰωνόβιες κέδρους, θὰ ἀναστενάξῃς μὲ θρήνους, ὅταν θὰ ἔλθουν ἐναντίον σου πόνοι, ὅμοιοι μὲ ἐκείνους ποὺ δοκιμάζει ἡ ἐτοιμόγεννη γυναῖκα».
24 ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν γενόμενος γένηται ᾿Ιεχονίας υἱὸς ᾿Ιωακεὶμ βασιλεὺς ᾿Ιούδα ἀποσφράγισμα ἐπὶ τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου, ἐκεῖθεν ἐκσπάσω σε 24 Ορκίζομαι, λέγει ο Κυριος, ότι και εάν ακόμη ο Ιεχονίας, ο υιός του Ιωακείμ, γίνη βασιλεύς του Ιούδα, εγώ σέ, που ήσο ως πολύτιμον δακτυλίδιον στο δεξί μου χέρι, θα σε αποσπάσω από εκεί. 24 «Ὁρκίζομαι», λέγει ὁ Κύριος, «ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Ἰεχονίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωακίμ, γίνῃ βασιλιᾶς τοῦ Ἰούδα, ἔστω καὶ ἂν σύ, ὁ Ἰεχονίας, ἤσουν ὡσὰν τὸ πολύτιμον δακτυλίδι μὲ τὸν σφραγιδόλιθον εἰς τὸ δεξί μου χέρι, Ἐγὼ θὰ σὲ ἀποσπάσω ἀπὸ ἐκεῖ
25 καὶ παραδώσω σε εἰς χεῖρας τῶν ζητούντων τὴν ψυχήν σου, ὧν σὺ εὐλαβῇ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων· 25 Θα σε παραδώσω εις χέρια ανθρώπων, οι οποίοι ζητούν την ζωήν σου, και εις εκείνους τους οποίους συ φοβείσαι, εις τα χέρια δηλαδή των Χαλδαίων. 25 καὶ θὰ σὲ παραδώσω εἰς τὰ χέρια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἐπιμόνως νὰ σοῦ ἀφαιρέσουν τὴν ζωήν, εἰς ἐκείνους τοὺς ὁποίους φοβεῖσαι, δηλαδὴ εἰς τὰ χέρια τῶν Βαβυλωνίων.
26 καὶ ἀπορρίψω σε καὶ τὴν μητέρα σου τὴν τεκοῦσάν σε εἰς γῆν, οὗ οὐκ ἐτέχθης ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖ ἀποθανεῖσθε. 26 Θα απορρίψω σε και την μητέρα σου, η οποία σε εγέννησε, εις χώραν, όπου δεν έχεις γεννηθή και εκεί θα αποθάνετε. 26 Καὶ θὰ πετάξω σὲ καὶ τὴν μητέρα σου, ἡ ὁποία σὲ ἐγέννησεν, εἰς χώραν ξένην, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἐγεννήθης· ἐκεῖ δὲ θὰ ἀποθάνετε καὶ σὺ καὶ αὐτή.
27 εἰς δὲ τὴν γῆν, ἣν αὐτοὶ εὔχονται ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, οὐ μὴ ἀποστρέψωσιν. 27 Δεν θα επιστρέψουν δε εις την χώραν, εις την οποίαν με όλην των την ψυχήν εύχονται να επανέλθουν. 27 Εἰς δὲ τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτοὶ νοσταλγοῦν ἀπεγνωσμένως καὶ εὔχονται μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς ψυχῆς των νὰ γυρίσουν, δὲν θὰ ἐπιστρέψουν!
28 ἠτιμώθη ᾿Ιεχονίας ὡς σκεῦος, οὗ οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ, ὅτι ἐξερρίφη καὶ ἐξεβλήθη εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδει. 28 Πράγματι, ο Ιεχονίας κατεφρονήθη και κατηξευτελίσθη ωσάν σκεύος, του οποίου δεν έχούν πλέον καμμίαν ανάγκην. Διότι αυτός ερρίφθη και εξεβληθη εις χώραν, την οποίαν προηγουμένως δεν εγνώριζε. 28 Ὁ βασιλιᾶς Ἰεχονίας, μὲ τὸ νὰ ὁδηγηθῇ αἰχμάλωτος εἰς τὴν ἐξορίαν, ἐξηυτελίσθη καὶ περιεφρονήθη ὡσὰν σκεῦος, τὸ ὁποῖον κανεὶς δὲν χρειάζεται πλέον, διότι ἐσύρθη, ἐρρίφθη καὶ ἐξωρίσθη εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν ἕως τότε δὲν ἐγνώριζεν.
29 γῆ γῆ ἀκουε λόγον Κυρίου· 29 Γη, ολόκληρος η γη, άκουε τον λόγον του Κυρίου. 29 Ὦ γῆ! Ὦ γῆ! ἄκουε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
30 γράψον τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐκκήρυκτον ἄνθρωπον, ὅτι οὐ μὴ αὐξηθῇ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἀνὴρ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ ἄρχων ἔτι ἐν τῷ ᾿Ιούδᾳ. 30 Γράψε, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αποκηρυγμένος από τον Θεόν, δεν θα γεννηθή πλέον από αυτόν και δεν θα αναπτυχθή ανήρ, δια να καθίση επάνω στον θρόνον του Δαβίδ, βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα. 30 Κατάγραψε τὸν ἄνθρωπον αὐτόν «εἰς τοὺς βασιλικοὺς γενεαλογικοὺς καταλόγους» ὡς ἄνδρα ξένον, ἀποβεβλημένον καὶ ἀποκηρυγμένον ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι δὲν θὰ γεννηθῇ πλέον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν καὶ δὲν θὰ αὐξηθῇ ἀπὸ τὴν γενεάν του ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ καθήσῃ εἰς τὸν ἔνδοξον θρόνον τοῦ Δαβὶδ ὡς βασιλιᾶς εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα».