Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
᾿Επὶ τοὺς ἀλλοφύλους. (Μασ. ΜΖ΄ 1-7). | Κατά των Φιλισταίων. (Μασ.ΜΖ' 1-7). | Kατὰ τῶν Φιλισταίων. (Μασ.ΜΖ' 1-7). |
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· | 1 Αυτά λέγει ο Κυριος· | 1 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: |
2 ἰδοὺ ὕδατα ἀναβαίνει ἀπὸ βορρᾶ καὶ ἔσται εἰς χειμάρρουν κατακλύζοντα καὶ κατακλύσει γῆν καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, πόλιν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ· καὶ κεκράξονται οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἀλαλάξουσιν ἅπαντες οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν. | 2 Ιδού, αναβαίνουν από τον βορράν ύδατα, ωσάν χείμαρροι κατακλύζοντες τα πάντα. Θα πλημμυρίσουν την γην και ο,τι υπάρχει επάνω εις αυτήν, τας πόλεις και τους κατοίκους αυτών. Οι άνθρωποι θα εκβάλουν κραυγάς, θα αλαλάξουν θρηνολογούντες όλοι, όσοι κατοικούν εις την γην. | 2 Ἰδού! Ὕδατα «πολυάριθμα στρατεύματα Βαβυλωνίων» ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸν βορρᾶν καὶ ὡς ὑπερχειλισμένος χείμαρρος θὰ πλημμυρίσουν τὴν γῆν καὶ πᾶν ὅ,τι ὑπάρχει εἰς αὐτήν «δηλαδὴ τὶς πόλεις καὶ ὅσους κατοικοῦν εἰς αὐτές».Καὶ ἐξ ἀφορμῆς τῆς πολυαρίθμου καὶ ὁρμητικῆς αὐτῆς εἰσβολῆς τῶν Βαβυλωνίων οἱ ἄνθρωποι θὰ κραυγάσουν δυνατά, ὅλοι δὲ οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θὰ ἐκβάλουν κραυγὴν πόνου καὶ θρήνου. |
3 ἀπὸ φωνῆς ὁρμῆς αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ὁπλῶν τῶν ποδῶν αὐτοῦ καὶ ἀπὸ σεισμοῦ τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ, ἤχου τροχῶν αὐτοῦ οὐκ ἐπέστρεψαν πατέρες ἐφ' υἱοὺς αὐτῶν ἀπὸ ἐκλύσεως χειρῶν αὐτῶν | 3 Από τας κραυγάς των επερχομένων με ορμήν εχθρών, από τας οπλάς των ποδών του ιππικού του και από τον μεγάλον πάταγον των πολεμικών αρμάτων του, από τον θόρυβον των τροχοφόρων οχημάτων, κατετρόμαξαν τόσον πολύ και οι γονείς, ώστε δεν εγύρισαν πίσω εις αναζήτησιν των παιδιών των, διότι παρέλυσαν τα χέρια των. | 3 Ἀπὸ τὶς κραυγὲς καὶ τὸν θόρυβον τοῦ ἐπερχομένου ἐχθροῦ, ἀπὸ τὸ ποδοβολητὸ τοῦ προελαύνοντος ἱππικοῦ του καὶ ἀπὸ τὸν μεγάλον πάταγον τῶν πολεμικῶν του ἁρμάτων καὶ ἀπὸ τὸν ὑπόκωφον θόρυβον τῶν τροχοφόρων ὀχημάτων του ἐπανικοβλήθησαν ὅλοι τόσον πολύ, ὥστε καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ πατέρες ἐλησμόνησαν τοὺς υἱούς των καὶ δὲν ἐπέστρεψαν διὰ νὰ τοὺς ἀναζητήσουν, διότι ἀπὸ τὸν φόβον παρέλυσαν τὰ χέρια των. |
4 ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπερχομένῃ τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς ἀλλοφύλους. καὶ ἀφανιῶ τὴν Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα καὶ πάντας τοὺς καταλοίπους τῆς βοηθείας αὐτῶν, ὅτι ἐξολοθρεύσει Κύριος τοὺς καταλοίπους τῶν νήσων. | 4 Αυτά θα γίνουν κατά την ημέραν, που έρχεται, δια να καταστρέψη ο Κυριος όλους τους Φιλισταίους. Τοτε θα εξαφανίσω, λέγει ο Κυριος, την Τυρον και την Σιδώνα και όλους τους βοηθούς των, που έχουν απομείνει. Ο Κυριος θα εξολοθρεύση επίσης και τους εναπομείναντος εις τας νήσους. | 4 Αὐτὰ θὰ συμβοῦν, διότι ἔφθασεν ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ καταστραφοῦν ὅλοι οἰ Φιλισταῖοι.Τότε «λέγει ὁ Κύριος» θὰ ἐξαφανίσω τὴν Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα καὶ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους συμμάχους των.Ὁ Κύριος θὰ ἐξολοθρεύσῃ ἐπίσης ὅσους ἔχουν ἀπομείνει εἰς τὰ νησιά. |
5 ἥκει φαλάκρωμα ἐπὶ Γάζαν, ἀπερρίφη ᾿Ασκάλων καὶ οἱ κατάλοιποι ᾿Ενακίμ. | 5 Η Γαζα θα αποψιλωθή, θα ομοιάζη προς φαλακράν κεφαλήν· θα απορριφθή η Ασκάλων, όπως επίσης και οι απομείναντες γίγαντες Ενακίμ. | 5 Ἡ Γάζα θὰ ἀποψιλωθῇ τόσον πολύ, ὥστε θὰ ὁμοιάζῃ μὲ φαλακρὰν κεφαλήν, ἡ Ἀσκάλων θὰ ἀπορριφθῇ καὶ θὰ βυθισθῇ εἰς σιωπήν, ὅπως ἐπίσης καὶ ὅσοι γίγαντες ἀπέμειναν, δηλαδὴ ὅλοι οἱ ἰσχυροὶ ἄνδρες. |
6 ἕως τίνος κόψεις, ἡ μάχαιρα τοῦ Κυρίου; ἕως τίνος οὐχ ἡσυχάσεις; ἀποκατάστηθι εἰς τὸν κολεόν σου, ἀνάπαυσαι καὶ ἐπάρθητι. | 6 Συ, μάχαιρα του Κυρίου, έως πότε θα κατακόπτης; Εως πότε δεν θα ησυχασης; Εμπα εις την θήκην σου, στάσου και αναπαύσου! | 6 Ὦ, μάχαιρα τοῦ Κυρίου «βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορ, ποὺ πολεμεῖς τοὺς Φιλισταίους κατὰ παραχώρησιν τοῦ Κυρίου», μέχρι πότε θὰ κόπτῃς καὶ θὰ κατασφάζῃς Φιλισταίους; Μέχρι πότε δὲν θὰ ἠσυχάσῃς; Ἐπίστρεψε καὶ τοποθετήσου πάλιν εἰς τὴν θήκην σου· ἀναπαύσου καὶ στάσου ὄρθια! |
7 πῶς ἡσυχάσει; καὶ Κύριος ἐνετείλατο αὐτῇ ἐπὶ τὴν ᾿Ασκάλωνα καὶ ἐπὶ τὰς παραθαλασσίους, ἐπὶ τὰς καταλοίπους, ἐπεγερθῆναι. Τῇ ᾿Ιδουμαίᾳ (Μασ. ΜΘ´, 7–22 ). - Τάδε λέγει Κύριος· οὐκ ἔστιν ἔτι σοφία ἐν Θαιμάν, ἀπώλετο βουλὴ ἐκ συνετῶν, ᾤχετο σοφία αὐτῶν, | 7 Πως όμως θα ησυχάση; Διότι ο Κυριος την διέταξε, να επέλθη εναντίον της Ασκάλωνος, όλων των παραλίων μερών και των πόλεων, που απέμειναν. Εναντίον της Ιδουμαίας (Μασ. Μθ', 7-22). Αυτά λέγει ο Κυριος· Δεν υπάρχει πλέον σοφία εις την Θαιμάν. Εχάθη η σοφή συμβουλή των συνετών ανθρώπων, έφυγε πλέον η σοφία των. | 7 Ἀλλὰ πῶς νὰ ἀναπαυθῇ καὶ πῶς νὰ ἠσυχάσῃ, ὅταν ὁ Κύριος τὴν διέταξε νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ τῆς Ἀσκάλωνος καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν παραλίων πόλεων καὶ τῶν ἄλλων περιοχῶν, ποὺ ἔχουν ἀπομείνει; Κατὰ τῆς Ἰδουμαίας. «Μασ.Μθ', 7-22».Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δὲν ὑπάρχει πλέον ἡ περίφημος σοφία εἰς τὴν πόλιν Θαιμὰν τῆς Ἰδουμαίας, ἐξέλιπεν ἡ σοφὴ συμβουλὴ τῶν συνετῶν ἀνθρώπων, ἐχάθη ἡ σοφία των· |
8 ἠπατήθη ὁ τόπος αὐτῶν. βαθύνατε εἰς κάθισιν οἱ κατοικοῦντες ἐν Δαιδάν, ὅτι δύσκολα ἐποίησεν· ἤγαγον ἐπ' αὐτὸν ἐν χρόνῳ, ᾧ ἐπεσκεψάμην ἐπ' αὐτόν. | 8 Εις την απάτην και την πλάνην εβυθίσθη ο τόπος. Οι κάτοικοι της Δαιδάν, κατεβήτε προς ασφάλειάν σας εις βάθη κρυπτών, μείνατε εκεί, διότι εις δύσκολον θέσιν προμηνύουσαν όλεθρον σας έφερεν ο Θεός. Επέφερα εναντίον της Ιδουμαίας καταστροφήν εις χρόνον, κατά τον οποίον την επεσκέφθην, δια να αποδώσω εις αυτήν την δικαίαν τιμωρίαν. | 8 ἡ χώρα των ἐβυθίσθη εἰς τὴν ἀπάτην καὶ τὴν πλάνην.Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως Δαιδὰν τῆς Ἰδουμαίας, καταφύγετε καὶ κρυφθῆτε εἰς τὶς ὑπόγειες βαθειὲς κρύπτες, διότι ὁ Κύριος σᾶς ἔφερεν εἰς δύσκολον θέσιν.Ἔφερα «λέγει ὁ Κύριος» κατὰ τῶν Ἰδουμαίων τὴν καταστροφήν, τότε ποὺ τοὺς ἐπεσκέφθην διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσω. |
9 ὅτι τρυγηταὶ ἦλθόν σοι, οἳ οὐ καταλείψουσί σοι κατάλειμμα· ὡς κλέπται ἐν νυκτὶ ἐπιθήσουσι χεῖρα αὐτῶν. | 9 Ιδού, ήλθαν οι τρυγηταί, οι εχθροί σου, οι οποίοι θα περισυλλέξουν και θα καταστρέψουν τα πάντα και δεν θα αφήσουν τίποτε δια σέ. Οπως αιφνιδίως έρχονται οι κλέπται κατά τον καιρόν της νυκτός, έτσι θα επέλθουν και θα επιβάλουν τας χείρας των εναντίον σου οι εχθροί σου. | 9 Διότι, πράγματι· ἐπέδραμαν ἐναντίον σου ὡς τρυγητοὶ ἐκεῖνοι «οἱ Βαβυλώνιοι» ποὺ θὰ σὲ καταστρέφουν καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἀφήσουν εἰς σὲ κανένα ὑπόλοιπον.Ὅπως οἱ κλέπται ἔρχονται ἔξαφνα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἔτσι καὶ οἱ Βαβυλώνιοι θὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον σου ἔξαφνα καὶ ἀπροειδοποίητα καὶ θὰ σὲ κυριεύσουν. |
10 ὅτι ἐγὼ κατέσυρα τὸν ῾Ησαῦ, ἀνεκάλυψα τά κρυπτὰ αὐτῶν, κρυβῆναι οὐ μὴ δύνωνται· ὤλοντο διά χεῖρα ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ γείτονος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν | 10 Εγώ έσυρα προς τα κάτω και εταπείνωσα τον Ησαύ, απεκάλυψα τα κρησφύγετα των Ιδουμαίων, ώστε να μη ημπορούν να αποκρυβούν. Εξωλοθρεύθησαν με τα χέρια των αδελφών των και των γειτόνων των, | 10 Ἐγὼ ἀνέσυρα τὸν Ἡσαῦ «τοὺς Ἰδουμαίους» ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ καὶ ἀπρόσιτα κρησφύγετά των καὶ τοὺς ἔσυρα κατὰ γῆς, ἀπεκάλυψα τοὺς κρυψῶνες των, καὶ ἑπομένως δὲν ἠμποροοῦν πλέον νὰ κρυφθοῦν.Ἐξωλοθρεύθησαν ἀπὸ ἐμφυλίους πολέμους, ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν γειτόνων των, καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον |
11 ὑπολείπεσθαι ὀρφανόν σου, ἵνα ζήσητε· καὶ ἐγὼ ζήσομαι, καὶ αἱ χῆραι ἐπ' ἐμὲ πεποίθασιν. | 11 και δεν απέμεινεν ούτε ένα ορφανόν ιδικόν σου, ώστε να το αναζήσετε. Εγώ όμως θα είμαι ο αιωνίως ζων, και αι χήραι, αι οποίαι έχουν στηρίξει εις εμέ την πεποίθησίν των, θα ζουν εν ασφαλεία. | 11 μεταξύ σου «λαὲ τῆς Ἰδουμαίας» οὔτε ἕνα ὀρφανὸν ἰδικόν σου, ὥστε δι’ αὐτὸν νὰ ἀναστηθῆτε ὡς ἔθνος καὶ νὰ ζήσετε πάλιν.Ἐγὼ ὅμως, ὁ Κύριος, εἶμαι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ζῇ ἀϊδίως, καὶ οἱ εὐσεβεῖς χῆρες σας, ποὺ ἐστηρίχθησαν μὲ ἀπόλυτον πίστιν εἰς Ἐμέ, θὰ ζήσουν. |
12 ὅτι τάδε εἶπε Κύριος· οἷς οὐκ ἦν νόμος πιεῖν τὸ ποτήριον, ἔπιον· καὶ σὺ ἀθῳωμένη οὐ μὴ ἀθῳωθῇς, ὅτι πίνων πίεσαι· | 12 Αυτά είπεν ο Κυριος· Εκείνοι οι Ιουδαίοι, στους οποίους ο Νομος της θείας δικαιοσύνης δεν επέβαλε να πιουν το ποτήριον του ολέθρου, το έπιαν. Συ, λοιπόν, η Ιδουμαία κατ' ουδένα λόγον δεν θα απαλλαγής από το ποτήριον αυτό. Οπωσδήποτε θα το πίης δια τας αμαρτίας σου. | 12 Διότι αὐτὰ εἶπεν ὁ Κύριος: Ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ὁ νόμος τῆς θείας δικαιοσύνης δὲν ὑπεχρέωνε νὰ πιοῦν τὸ ποτήριον τῆς θλίψεως καὶ τῆς καταστροφῆς, τὸ ἤπιαν.Ἑπομένως σύ, ἡ Ἰδουμαία, διατὶ θὰ ἀθωωθῇς; Καὶ σὺ λοιπὸν δὲν θὰ μείνῃς ἀτιμώρητη, δὲν θὰ ἀθωωθῇς, ἀλλὰ θὰ πιῇς ὁπωσδήποτε τὸ ποτήριον τοῦτο τοῦ ὀλέθρου. |
13 ὅτι κατ' ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, ὅτι εἰς ἄβατον καὶ εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς κατάρασιν ἔσῃ ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις αὐτῆς ἔσονται ἔρημοι εἰς αἰῶνα. | 13 Ωρκίσθηκα στον εαυτόν μου, λέγει ο Κυριος, ότι θα είσαι εν ίμέσω των άλλων χωρών αντικείμενον χλευασμού και κατάρας και όλαι αι πόλεις σου θα μείνουν έρημοι δια παντός. | 13 Διότι ὠρκίσθηκα εἰς τὸν ἑαυτόν μου «ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει κανεὶς μεγαλύτερός μου, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ὁρκισθῶ», λέγει ὁ Κύριος, ὅτι σύ, ἡ Ἰδουμαία, θὰ εἶσαι μεταξὺ τῶν ἄλλων χωρῶν ἀδιάβατη, ἀκατοίκητη, ἀντικείμενον χλευασμοῦ, ὀνειδισμοῦ καὶ κατάρας, ὅλες δὲ οἱ πόλεις σου θὰ εἶναι ἔρημες αἰωνίως. |
14 ἀκοὴν ἤκουσα παρὰ Κυρίου, καὶ ἀγγέλους εἰς ἔθνη ἀπέστειλε· συνάχθητε καὶ παραγένεσθε εἰς αὐτήν, ἀνάστητε εἰς πόλεμον. | 14 Ηκουσα από τον Κυριον πληροφορίαν, λέγει ο Ιερεμίας, ότι απέστειλεν αγγελιαφόρους εις τα έθνη να είπουν· Συγκεντρωθήτε, ελάτε εναντίον της Ιδουμαίας, εξεγερθήτε εις πόλεμον κατ' αυτής. | 14 Ἄκουσα πληροφορίαν, ἔλαβα μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριον «λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας» ὅτι ἀπέστειλεν ἀγγελιαφόρους εἰς τὰ ἔθνη νὰ διακηρύξουν: «Συγκεντρωθῆτε, οἱ πολεμισταί, καὶ βαδίσατε ἐναντίον τῆς Ἰδουμαίας· ἐξεγερθῆτε καὶ ἐτοιμασθῆτε διὰ πόλεμον ἐναντίον της». |
15 μικρὸν ἔδωκά σε ἐν ἔθνεσιν, εὐκαταφρόνητον ἐν ἀνθρώποις. | 15 Μικρόν έθνος σε κατέστησα μεταξύ των άλλων εθνών, ω Ιδουμαία, άξιον καταφροήσεως εν μέσω των ανθρώπων. | 15 Ἰδουμαία· ἄσημον, μικρὸν καὶ ἀδύνατον ἔθνος σὲ κατέστησα μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἄξιον περιφρονήσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. |
16 ἡ παιγνία σου ἐνεχείρησέ σοι, ἰταμία καρδίας σου κατέλυσε τρυμαλιὰς πετρῶν, συνέλαβεν ἰσχὺν βουνοῦ ὑψηλοῦ· ὅτι ὕψωσεν ὥσπερ ἀετὸς νοσσιὰν αὐτοῦ, ἐκεῖθεν καθελῶ σε· | 16 Η ασύνετος και παιγνιώδης ζωη σου σε παρέδωσεν, η εγωϊστική καρδία σου σε έκαμε να αναζητής καταλύματα εις τας οπάς των βράχων. Κατέλαβες απρόσιτον υψηλόν ορος· επάνω εις τα υψώματα εθεμελίωσες κατοικίας, όπως ο αετός την φωλεάν του. Αλλα και από εκεί εγώ θα σε κρημνίσω. | 16 Ἡ εἰδωλολατρικὴ ζωή σου, ἡ τρυφηλὴ καὶ ἀκόλαστη, οἱ σαρκικὲς ἐπιθυμίες σου σὲ παρεπλάνησαν «σὲ ἀπάτησαν»· ἡ ἐγωϊστικὴ καὶ θρασεῖα καρδία σου σὲ ἀνάγκασε νὰ καταφύγῃς εἰς τὶς σχισμὲς τῶν βράχων, κατέλαβες καὶ ὀχυρὰ ὑψώματα εἰς τὰ ὑψηλὰ καὶ ἀπρόσιτα βουνά· διότι ἀνέβηκες ὑψηλὰ καὶ ἔστησες τὸ καταφύγιόν σου, ὅπως ὁ ἀετὸς κτίζει τὴν φωλιά του εἰς τὶς ὑψηλὲς καὶ ἀπρόσιτες κορυφὲς τῶν βουνῶν.Ὅμως καὶ ἀπὸ Ἐκεῖ ψηλὰ Ἐγὼ θὰ σὲ κρημνίσω! |
17 καὶ ἔσται ἡ ᾿Ιδουμαία εἰς ἄβατον, πᾶς ὁ παραπορευόμενος ἐπ' αὐτὴν συριεῖ. | 17 Η Ιδουμαία θα γίνη χώρα έρημος και άβατος, καθένας, που θα διέρχεται δια μέσου αυτής, θα συρίζη από έκπληξιν εις βάρος της. | 17 Τοιουτοτρόπως ἡ Ἰδουμαία θὰ ἐρημωθῇ, θὰ καταστῇ ἄβατος, καὶ κάθε ἕνας ποὺ θὰ διέρχεται ἀπὸ αὐτήν, θὰ σφυρίζῃ γεμᾶτος χαιρεκακίαν καὶ ἔκπληξιν διὰ τὸ κατάντημά της. |
18 ὥσπερ κατεστράφη Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ αἱ πάροικοι αὐτῆς, εἶπε Κύριος παντοκράτωρ, οὐ μὴ καθίσει ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ οὐ μὴ κατοικήσει ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου. | 18 Οπως κατεστράφησαν τα Σοδομα και τα Γομμορα και αι πλησίον αυτών πόλεις, είπεν ο Κυριος, ο παντοκράτωρ, έτσι θα καταστραφή και θα ερημωθή η Ιδουμαία. Δεν θα έγκατασταθή εκεί άνθρωπος, δεν θα κατοικήσουν πλέον εκεί υιοί ανθρώπων. | 18 Ὅπως κατεστράφησαν παλαιότερα τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καὶ οἱ γειτονικές των πόλεις, εἶπεν ὁ παντοκράτωρ Κύριος, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ εἰς τὴν Ἰδουμαίαν δὲν θὰ ἐγκατασταθῇ ἄνθρωπος· δὲν θὰ κατοικήσῃ πλέον εἰς αὐτὴν ἀπόγονος ἀνθρώπου, ἀνθρωπίνη ὕπαρξις! |
19 ἰδοὺ ὥσπερ λέων ἀναβήσεται ἐκ μέσου τοῦ ᾿Ιορδάνου εἰς τόπον Αἰθάμ, ὅτι ταχὺ ἐκδιώξω αὐτοὺς ἀπ' αὐτῆς· καὶ τοὺς νεανίσκους ἐπ' αὐτὴν ἐπιστήσατε, ὅτι τίς ὥσπερ ἐγώ; καὶ τίς ἀντιστήσεταί μοι; καὶ τίς οὗτος ποιμήν, ὃς στήσεται κατὰ πρόσωπόν μου; | 19 Ιδού, όπως ανεβαίνει ορμητικός και άγριος ο λέων ανάμεσα από την κοιλάδα του Ιορδάνου στον τόπον Αιθάμ, κατά παρόμοιον τρόπον θα επέλθη και ο εχθρός εναντίον της. Διότι εγώ δια των εχθρών θα εκδιώξω τους Ιδουμαίους από την χώραν αυτήν. Ετοιμάσατε και εξαπολύσατε εναντίον αυτής τους νεαρούς πολεμιστάς σας, εχθροί της Ιδουμαίας. Ποιός άλλος είναι όπως εγώ, λέγει ο Κυριος; Ποιός ημπορεί να αντισταθή εις εμέ; Ποιός είναι ο ποιμήν και άρχων εκείνος, ο οποίος ημπορεί να σταθή όρθιος ενώπιόν μου; | 19 Ἰδού! Ὅπως ἀνεβαίνει τὸ ἄγριον λιοντάρι ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη πρὸς τὴν τοποθεσίαν Αἰθάμ, ἔτσι ἐπέρχονται οἱ ἐχθροὶ Βαβυλώνιοι ἐνάντιον τῆς Ἰδουμαίας, διότι Ἐγώ, ὁ Κύριος, θὰ διώξω πολὺ γρήγορα τοὺς Ἰδουμαίους ἀπὸ τὴν χώραν των.Ἐχθροὶ τῆς Ἰδουμαίας, τοποθετήσατε καὶ παρατάξατε κατὰ τῆς Ἰδουμαίας τοὺς νεαροὺς πολεμιστάς σας.Ὅλα αὐτὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν, διότι ποῖος εἶναι τόσον ἰσχυρός, ὅσον εἶμαι Ἐγώ, ὁ παντοκράτωρ Κύριος; Ποῖος δὲ ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ εἰς Ἐμέ; Καὶ ποῖος εἶναι ὁ ποιμένας ἐκεῖνος τῶν λαῶν, ὁ ὁποῖος δύναται νὰ σταθῇ ἐμπρός μου καὶ νὰ μὲ ἀντιμετωπίσῃ; |
20 διὰ τοῦτο ἀκούσατε βουλὴν Κυρίου, ἣν ἐβουλεύσατο ἐπὶ τὴν ᾿Ιδουμαίαν, καὶ λογισμὸν αὐτοῦ, ὃν ἐλογίσατο ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Θαιμάν· ἐὰν μὴ συμψηθῶσι τὰ ἐλάχιστα τῶν προβάτων, ἐὰν μὴ ἀβατωθῇ ἐπ' αὐτοὺς κατάλυσις αὐτῶν· | 20 Δια τούτο ακούσατε την απόφασίν του Κυρίου, την όποίαν έλαβεν εναντίον της Ιδουμαίας και το σχέδιόν του, το οποίον κατήρτισεν εναντίον των κατοίκων της Θαιμάν. Ασφαλώς και βεβαίως και τα ελάχιστα από τα απομείναντα πρόβατά της θα ψηθούν και θα φαγωθούν από τους εχθρούς. Εξάπαντος θα γίνη άβατον και ακατοίκητον το κατάλυμά των από τους κατοίκους του. | 20 Διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὴν ἀπόφασιν τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν ἔλαβε διὰ τὴν Ἰδουμαίαν, καὶ τὸ σχέδιον του, τὸ ὁποῖον συνέλαβε καὶ κατέστρωσεν ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Θαιμάν: Ὁπωσδήποτε, δίχως ἄλλο καὶ τὰ ἐλάχιστα πρόβατα ποὺ θὰ ἀπομείνουν, θὰ συγκεντρωθοῦν καὶ θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της· ὁπωσδήποτε, δίχως ἄλλο θὰ ἀφανισθῇ, θὰ γίνῃ ἔρημον καὶ ἄβατον τὸ κατάλυμά των μετὰ τὴν ἐξολόθρευσιν τῶν κατοίκων της. |
21 ὅτι ἀπὸ φωνῆς πτώσεως αὐτῶν ἐφοβήθη ἡ γῆ, καὶ κραυγή σου ἐν θαλάσσῃ ἠκούσθη. | 21 Από τον κρότον της πτώσεως και συντριβής των Ιδουμαίων ετρόμαξεν η γη. Η θρηνώδης κραυγή σου έφθασε μέχρι της θαλάσσης. | 21 Ἀπὸ τὸν πάταγον τῆς πτώσεως καὶ τῆς καταστροφῆς τῶν Ἰδουμαίων ἐγέμισε ἀπὸ φόβον καὶ τρόμον ἡ γῆ, ῆ δὲ θρηνητικὴ κραυγή σου ἔγινε ἀκουστὴ μέχρι τὴν θάλασσαν. |
22 ἰδοὺ ὥσπερ ἀετὸς ὄψεται καὶ ἐκτενεῖ τὰς πτέρυγας ἐπ' ὀχυρώματα αὐτῆς· καὶ ἔσται ἡ καρδία τῶν ἰσχυρῶν τῆς ᾿Ιδουμαίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὡς καρδία γυναικὸς ὠδινούσης. | 22 Ιδού, όπως ο αετός από τα ύψη επιβλέπει με ακρίβειαν το θήραμά του, εκτείνει τας πτέρυγας του και επιπίπτει κατ' αυτού, ετσι θα επιπέσουν όρμητικοί εναντίον των οχυρωμάτων της Ιδουμαίας οι εχθροί της. Και τότε, κατά την ημέραν εκείνην της επιδρομής, η καρδία των ισχυρών ανθρώπων της Ιδουμαίας θα είναι όπως η δειλή και πανικόβλητος καρδία γυναικός, που ευρίσκεται εις τας ωδίνας του τοκετού | 22 Ἰδού· ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος μὲ τὰ στρατεύματά του θὰ ἐφορμήσουν κατὰ τῶν ὀχυρωμάτων τῆς Ἰδουμαίας, ὅπως ὁ ἀετὸς σκοπεύει ἀπὸ ὑψηλὰ τὸ θῦμα του, στοχεύει μὲ ἀκρίβειαν, ἀνοίγει καὶ τεντώνει τὶς φτεροῦγες του καὶ ἐφορμᾷ ἀκάθεκτος ἐναντίον του.Καὶ κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν ἡ καρδία τῶν ἰσχυρῶν ἀνδρῶν τῆς Ἰδουμαίας θὰ κυριευθῇ ἀπὸ δειλίαν καὶ ὀδύνην, ὅπως ἡ καρδία τῆς γνναίκας, ἢ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὶς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. |