Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Τῇ Μωάβ. (Μασ. ΜΗ´) | Εναντίον της χώρας Μωάβ. | Εναντίον τῆς Μωάβ. |
1 ΟΥΤΩΣ εἶπε Κύριος· οὐαὶ ἐπὶ Ναβαῦ, ὅτι ὤλετο· ἐλήφθη Καριαθαίμ, ᾐσχύνθη ᾿Αμὰθ καὶ ἡττήθη. | 1 Ετσι είπεν ο Κυριος· Αλλοίμονον εις την Ναβαύ, διότι θα παραδοθή εις όλεθρον. Εκυριεύθη η Καριαθέμ, ενικήθη και κατεντροπιάσθη η Αμάθ. | 1 Ἔτσι ὠμίλησε καὶ αὐτὰ εἶπεν ὁ Κύριος: Ἀλλοίμονον εἰς τὴν πόλιν Ναβαῦ, διότι θὰ ἐξολοθρευθῇ.Ἡ πόλις Καριαθὲμ ἐκυριεύθη· χατεντροπιάσθη, περιῆλθεν εἰς σύγχυσιν ἡ πόλις Ἀμὰθ καὶ ἐνικήθη. |
2 οὐκ ἔστιν ἔτι ἰατρεία Μωάβ, γαυρίαμα ἐν ᾿Εσεβών· ἐλογίσαντο ἐπ' αὐτὴν κακά· ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνους, καὶ παῦσιν παύσεται, ὄπισθέν σου βαδιεῖται μάχαιρα. | 2 Καμμία θεραπεία δεν υπάρχει πλέον δια την Μωάβ, Εσβησεν η δόξα και το καύχημα της Εσεβών. Οι εχθροί της εσχεδίασαν και απεφάσισαν εναντίον της κακά. Ειπαν· “θα κατακόψωμεν αυτήν, ώστε να μη υπάρχη πλέον μεταξύ των εθνών”. Ασφαλώς και βεβαίως θα τερματισθή η ύπαρξίς της. Η μάχαιρα η καταστρεπτική θα σε ακολουθή, χώρα Μωάβ, κατά πόδας. | 2 Δὲν ὑπάρχει πλέον καμμία θεραπεία διὰ τὴν χώραν Μωάβ· ἔσβησεν ἡ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς πόλεως Ἐσεβών.Οἱ ἐχθροί της ἐσκέφθησαν καὶ ἐσχεδίασαν ἐναντίον της σχέδια καταστροφικά.Ἀπεφάσισαν: «Ἐμπρός, ἂς τὴν καταστρέψωμεν, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ πλέον ὡς ἔθνος».Ὁπωσδήποτε θὰ σταματήσῃ πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ ὑπάρχῃ.Ἡ φονικὴ μάχαιρα τῶν ἐχθρῶν θὰ σὲ ἀκολουθῇ, χώρα τῆς Μωάβ, κατὰ πόδας. |
3 ὅτι φωνὴ κεκραγότων ἐξ ᾿Ωρωναίμ, ὄλεθρος καὶ σύντριμμα μέγα· | 3 Ακούονται θρηνώδεις κραυγαί ανθρώπων, οι οποίοι κραυγάζουν εις Ωρωναίμ· “μεγάλος ο όλεθρος και μεγάλη η συντριβή σου”! | 3 Δυνατὲς θρηνητικὲς κραυγὲς ἀνθρώπων ἀκούονται ἀπὸ τὴν Ὠρωναίμ: «Μεγάλος εἶναι ὁ ὄλεθρος καὶ μεγάλη ἡ καταστροφή σου! |
4 συνετρίβη Μωάβ, ἀναγγείλατε εἰς Ζογόρα, | 4 “Η Μωάδ κατεστράφη, αναγγείλατε αυτό εις Ζογόρα”. | 4 Ἡ χώρα τῆς Μωὰβ κατεστράφη, ἀναγγείλατε τὸ θλιβερὸν τοῦτο γεγονὸς εἰς τὴν πόλιν Ζογόρα». |
5 ὅτι ἐπλήσθη ᾿Αλὼθ ἐν κλαυθμῷ, ἀναβήσεται κλαίων ἐν ὁδῷ ᾿Ωρωναίμ, κραυγὴν συντρίμματος ἠκούσατε· | 5 Η Αλώθ εγέμισεν από θρήνους και κλαυθμούς. Ενώπιον της μεγάλης καταστροφής κάθε άνθρωπος θα ανεβή κλαίων την οδόν προς Ωρωναίμ. Ηκούσατε την κραυγήν της συντριβής της. | 5 Ἡ πόλις Ἀλὼθ ἐγέμισε ἀπὸ θρήνους καὶ κλαυθμούς.Οἱ ἡττημένοι Μωαβῖται θὰ ἀνεβαίνουν τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν πόλιν Ὤρωναίμ, κλαίοντες καὶ θρηνοῦντες.Ἀκούσατε τὴν κραυγὴν τῆς συντριβῆς καὶ καταστροφῆς τῆς Μωάβ. |
6 φεύγετε καὶ σώσατε τὰς ψυχὰς ὑμῶν καὶ ἔσεσθε ὥσπερ ὄνος ἄγριος ἐν ἐρήμῳ. | 6 Φεύγετε και σώσατε την ζωήν σας· γενήτε ωσάν οι άγριοι όνοι εις την έρημον. | 6 «Φεύγετε μακριά! Καὶ σώσατε τὴν ζωήν σας καὶ γίνετε ὡσὰν ἄγριοι ὄνοι εἰς ἔρημον τόπον». |
7 ἐπειδὴ ἐπεποίθεις ἐν ὀχυρώμασί σου, καὶ σὺ συλληφθήσῃ· καὶ ἐξελεύσεται Χαμὼς ἐν ἀποικίᾳ καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ ἅμα. | 7 Θα κυριευθής και συ, επειδή είχες στηρίξει την πεποίθησίν σου εις τα οχυρώματά σου και οχι εις εμέ. Ο ειδωλικός θεός σου Χαμώς θα απαχθή εις αιχμαλωσίαν και οι ιερείς του μαζή με τους άρχοντάς του. | 7 Ἐπειδὴ «σύ, ἡ Μωάβ» εἶχες στηρίξει τὴν πεποίθησιν καὶ τὶς ἐλπίδες σου εἰς τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα σου «καὶ ὄχι εἰς Ἐμέ, τὸν ἀληθινὸν Θεόν», θὰ κυριευθῇς, θὰ νικηθῇς καὶ σύ.Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ ἐθνικὸς εἰδωλικός σου θεός, ὁ Χαμώς, θὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, ὅπως ἐπίσης οἱ ἱερεῖς του μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές του. |
8 καὶ ἥξει ὄλεθρος ἐπὶ πᾶσαν πόλιν, καὶ πόλις οὐ μὴ σωθῇ, καὶ ἀπολεῖται ὁ αὐλών, καὶ ἐξολοθρευθήσεται ἡ πεδινή, καθὼς εἶπε Κύριος. | 8 Ολεθρος θα επέλθη εις κάθε πόλιν. Καμμία πόλις δεν θα διασωθή από την καταστροφήν. Θα καταστραφή ο αυλών, η κοιλάς αυτή του Ιορδάνου· θα εξολοθρευθή η απέραντος πεδινή περιοχή της Μωάβ, όπως είπεν ο Κυριος. | 8 Καὶ θὰ ἐπέλθῃ καταστροφὴ εἰς κάθε πόλιν τῆς Μωάβ, καὶ καμμία πόλις δὲν θὰ διασωθῇ ἀπὸ τὴν καταστροφήν, θὰ καταστραφοῦν καὶ οἱ κοιλάδες «τὰ βαθύπεδα», θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐντελῶς καὶ οἱ «πόλεις ποὺ ὑπάρχουν εἰς τίς» πεδινὲς περιοχές, ὅπως ἀκριβῶς εἶπεν ὁ Κύριος. |
9 δότε σημεῖα τῇ Μωάβ, ὅτι ἁφῇ ἀναφθήσεται, καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις αὐτῆς εἰς ἄβατον ἔσονται· πόθεν ἔνοικος αὐτῇ; | 9 Δωσατε πειστικά σημεία εις την Μωάβ, ότι εξαπαντος θα παραδοθή στο καταστρεπτικός πυρ. Ολαι αι πόλεις της θα γίνουν άβατοι από τους ανθρώπους και έρημοι. Από που θα έλθη κάτοικος εις αυτήν; | 9 Δώσατε εἰς τὴν Μωὰβ πειστικὰ καὶ ἀναμφισβήτητα σημεῖα, ὅτι ὁπωσδήποτε θὰ παραδοθῇ εἰς τὴν φωτιά, καὶ ὅλες οἱ πόλεις της θὰ καταστοῦν ἔρημες, ἀπάτητες, ἀπροσπέλαστες εἰς τοὺς ἀνθρώπους.Ἀπὸ ποὺ θὰ ἔλθῃ κάτοικος εἰς τὴν χώραν τῆς Μωάβ; «Ἀπὸ πουθενά!» |
10 ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς, ἐξαίρων μάχαιραν αὐτοῦ ἀφ' αἵματος. | 10 Επικατάρατος είναι εκείνος, ο οποίος πράττει τα έργα του Κυρίου αμελώς. Επικατάρατος εκείνος, ο οποίος, παρά την διαταγήν του Κυρίου, αναστέλλει την μάχαιράν του από την σφαγήν των εχθρών. | 10 Καταράμενος νὰ εἶναι καθένας, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μὲ ἀμέλειαν καὶ ἀδιαφορίαν! Καταράμενος νὰ εἶναι καθένας, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὴν διαταγὴν τοῦ Κυρίου, ἐμποδίζει τὴν μάχαιραν του ἀπὸ τοῦ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἔτσι τὴν στερεῖ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ! |
11 ἀνεπαύσατο Μωὰβ ἐκ παιδαρίου καὶ πεποιθὼς ἦν ἐπὶ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, οὐκ ἐνέχεεν ἐξ ἀγγείου εἰς ἀγγεῖον καὶ εἰς ἀποικισμὸν οὐκ ᾤχετο· διὰ τοῦτο ἔστη γεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, καὶ ὀσμὴ αὐτοῦ οὐκ ἐξέλιπε. | 11 Απ' αρχής της υπάρξεώς της η Μωάβ, έζη εν ησυχία και ειρήνη. Είχε πεποίθησιν εις την δόξαν και την δύναμίν της. Δεν εξεκενώθη από ένα δοχείον εις άλλο ο λαός της δεν ωδηγήθη αιχμάλωτος εις την εξορίαν. Εμεινεν ώσαν οίνος αμετακίνητος, που διετήρησε την ευχάριστον γεύσιν του και δεν έχασε την ευωδίαν του! | 11 Ἡ χώρα τῆς Μωὰβ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τῆς ζωῆς της, ἐζοῦσε ἥσυχα, εἰρηνικὰ καὶ εἶχε πεποίθησιν εἰς τὴν δόξαν καὶ τὴν δύναμίν της.Ὁ λαὸς τῆς Μωὰβ δὲν ἐξεκενώθη ἀπὸ τὸ ἕνα δοχεῖον εἰς τὸ ἄλλο ὅπως τὸ κρασί· «ἔτσι δὲν ἔχασε τὴν δύναμίν της, ὅπως δὲν χάνει τὴν δύναμίν του τὸ κρασί, ποῦ, ὅσον περισσότερον μένει εἰς τὸ βαρέλι, διατηρεῖ καὶ αὐξάνει τὸ ἄρωμα καὶ τὴν δύναμίν του»· ὁ λαὸς τῆς Μωὰβ δὲν ἐξερριζώθη καὶ δὲν μετεφέρθη αἰχμάλωτος εἰς ἄλλην χώραν.Ἐπειδὴ ἔμεινεν ἀμετακίνητος, διὰ τοῦτο διετήρησε τὴν εὐχάριστον γεῦσιν του καὶ δὲν ἔχασε τὸ ὡραῖον ἄρωμά του.Διετηρήθη εἰς εὐτυχίαν καὶ εὐημερίαν καὶ δὲν ἐδοκίμασεν ἀτυχίες, δυστυχίες. |
12 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι αὐτοῦ ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ ἀποστελῶ αὐτῷ κλίνοντας, καὶ κλινοῦσιν αὐτὸν καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ λεπτυνοῦσι καὶ τὰ κέρατα αὐτοῦ συγκόψουσι. | 12 Δια τούτο ιδού, λέγει ο Κυριος, έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας εγώ θα αποστείλω μεταγγιστάς, οι οποίοι θα μεταγγίσουν τον οίνον· τα δε πήλινα σκεύη, εις τα οποία εφυλάσσετο, θα τα συντρίψουν. Οι εχθροί θα κατακόψουν όλην την δύναμιν της Μωάβ. | 12 Διὰ τοῦτο, ἰδού! ἔρχονται ἡμέρες αὐτῆς, λέγει ὁ Κύριος, κατά τὶς ὁποῖες θὰ ἀποστείλω ἐναντίον τῆς Μωὰβ ὡς μεταγγιστὰς τοὺς Χαλδαίους, οἱ ὁποῖοι θὰ μεταγγίσουν, θὰ μεταφέρουν τοὺς Μωαβῖτες εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, τὰ δὲ ἀγγεῖα των «ὅπου ἐφυλάσσοντο ὡς οἶνος», δηλαδὴ τὶς πόλεις των, ὅπου κατοικοῦσαν ἥσυχοι, θὰ τὶς ἀδειάσουν, θὰ τὶς καταστρέψουν καὶ θὰ τὶς συντρίψουν «ἀκόμη» θὰ συλήσουν τὸν πλοῦτον, δηλαδὴ τὴν δόξαν των, καὶ θὰ κατακόψουν τοὺς ἄνδρες τῶν Μωαβιτῶν «δηλαδὴ κάθε πηγὴν καὶ δύναμιν ἀντιστάσεως». |
13 καὶ καταισχυνθήσεται Μωὰβ ἀπὸ Χαμώς, ὥσπερ κατῃσχύνθη οἶκος ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Βαιθὴλ ἐλπίδος αὐτῶν πεποιθότες ἐπ' αὐτοῖς. | 13 Οι Μωαβίται θα κατεντροπιασθούν δια το άψυχον και ανίκανον να τους σώση είδωλον του Χαμώς, όπως κατεντροπιάσθησαν οι Ισραηλίται από την Βαιθήλ, όπου είχαν στηρίξει την ελπίδα των αυτοί, που επίστευαν εις τα είδωλα. | 13 Καὶ τότε οἱ Μωαβῖται θὰ κατεντροπιασθοῦν, διότι τὸ νεκρὸν εἴδωλόν των, ὁ θεὸς Χαμώς, δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ὅπως εἶχαν κατεντροπιασθῇ καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, διότι ἐστήριξαν τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸ νεκρὸν εἴδωλόν των, τὴν χρυσῆν δαμαλίδα, ποὺ ἔστησαν εἰς τὴν Βαιθήλ, ὅταν ἀρνήθηκαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐπίστευσαν εἰς τὰ εἴδωλα. |
14 πῶς ἐρεῖτε· ἰσχυροί ἐσμεν καὶ ἄνθρωπος ἰσχύων εἰς τὰ πολεμικά; | 14 Και λοιπόν, σεις οι Μωαβίται πως θα πήτε· “είμεθα ισχυροί και κάθε άνδρας από μας είναι δυνατός εις τα πολεμικά όπλα”; | 14 Κατόπιν τούτων σεῖς, οἱ Μωαβῖται, πῶς θὰ εἴπητε γεμᾶτοι ἔπαρσιν «εἴμεθα δυνατοὶ καὶ ὁ καθένας μας εἶναι ἰσχυρὸς πολεμιστής, ἱκανὸς εἰς τὴν πολεμικὴν τέχνην»; |
15 ὤλετο Μωὰβ πόλις αὐτοῦ, καὶ ἐκλεκτοὶ νεανίσκοι αὐτοῦ κατέβησαν εἰς σφαγήν· | 15 Ιδού, ότι όλαι αι πόλεις της χώρας Μωάβ παρεδόθησαν στον όλεθρον. Οι εκλεκτοί δε νέοι άνδρες της ωδηγήθησαν εις σφαγήν. | 15 Κατεστράφησαν οἱ πόλεις τῆς Μωάβ, καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ νεαροὶ πολεμισταί της «ὁδηγήθησαν εἰς σφαγὴν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης. |
16 ἐγγὺς ἡμέρα Μωὰβ ἐλθεῖν, καὶ πονηρία αὐτοῦ ταχεῖα σφόδρα. | 16 Η ημέρα καταδίκης της Μωάβ πλησιάζει να έλθη και η σύμφορά της έρχεται πολύ ταχέως. | 16 Ἡ ἡμέρα τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς καταστροφῆς τῆς Μωὰβ πλησιάζει, ἡ δὲ κακία της θὰ ἑξαφανισθῇ μὲ πολλὴν ταχύτητα. |
17 κινήσατε αὐτῷ, πάντες κυκλόθεν αὐτοῦ, πάντες εἰδότες ὄνομα αὐτοῦ· εἴπατε· πῶς συνετρίβη βακτηρία εὐκλεής, ράβδος μεγαλώματος; | 17 Συγκλονισθήτε και κλαύσατε δια τον όλεθρον της Μωάβ όλοι οι γύρω από αυτήν λαοί. Ολοι όσοι την εγνωρίζατε, είπατε· “πως συνετρίβη η ένδοξος βακτηρία, η ισχυρά αυτή ράβδος;” | 17 Συγκλονισθῆτε, θρηνήσατε διὰ τὸν ὄλεθρον αὐτὸν τῆς Μωάβ, ὅλοι οἱ λαοί, οἱ ὁποῖοι τὴν περιβάλλετε, ὅλοι ὅσοι τὴν γνωρίζετε καὶ ἐνδιαφερεσθε δι' αὐτήν· εἴπατε: «Πῶς συνετρίβη ἡ ἔνδοξος καὶ δυνατὴ αὐτὴ βακτηρία, ἡ στιβαρὰ καὶ μεγαλοπρεπὴς αὐτὴ βασιλικὴ ράβδος;» |
18 κατάβηθι ἀπὸ δόξης καὶ κάθισον ἐν ὑγρασίᾳ, καθημένη Δαιβών· ἐκτριβήσεται, ὅτι ὤλετο Μωάβ, ἀνέβη εἰς σὲ λυμαινόμενος ὀχύρωμά σου. | 18 Σεις, οι κάτοικοι της Δαιβών, κατεβήτε από την δόξαν σας, καθίσατε κάτω στο υγρόν έδαφος. Η Δαιβών θα καταστραφή, αφού εχάθη ολόκληρος η περιοχή Μωάβ. Επήλθεν εναντίον σου εκείνος, ο οποίος θα καταστρέψη και θα συλήση τα οχυρωματά σου. | 18 Κατεβῆτε ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς δόξης σας καὶ καθήσατε κάτω εἰς τὸ ὑγρὸν ἔδαφος σεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς Δαιβών.Ἡ Δαιβὼν θὰ ἐξολοθρευθῇ, διότι ἐχάθη ὅλη ἡ χώρα τῆς Μωάβ.Ἐπετέθη ἐναντίον σου «χώρα τῆς Μωάβ» ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ καταστρέψῃ, θὰ λεηλατήσῃ καὶ θὰ ἀπογυμνώσῃ τὰ ὠχυρωμένα φρούριά σου. |
19 ἐφ' ὁδοῦ στῆθι καὶ ἔπιδε, καθημένη ἐν ᾿Αροήρ, καὶ ἐρώτησον φεύγοντα καὶ σῳζόμενον καὶ εἰπόν· τί ἐγένετο; | 19 Σεις, που κατοικείτε εις την Αροήρ,. σταθήτε στον δρόμον σας και ερωτήσατε αυτούς, που πανικόβλητοι φεύγουν και προσπαθούν να σωθούν, και ειπέτε τους· “τι συνέβη”; | 19 Σεῖς, οἱ ὁποῖοι κατοικεῖτε εἰς τὴν πόλιν Ἀροήρ, σταθῆτε εἰς τὴν ὁδὸν καὶ κυττάξατε μὲ προσοχὴν καὶ ἐρωτήσατε αὐτοὺς ποὺ τρέχουν κα τὰ τρομαγμένοι καὶ φεύγουν πανικόβλητοι, διὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ πέστε τους: «Τί συνέβη;» |
20 κατῃσχύνθη Μωάβ, ὅτι συνετρίβη· ὀλόλυξον καὶ κέκραξον, ἀνάγγειλον ἐν ᾿Αρνών, ὅτι ὤλετο Μωάβ· | 20 Θα σας απαντήσουν· “η Μωάβ κατεντροπιάσθη, διότι συνετρίβη και κατεστράφη”. Θρηνήσατε, κραυγάσατε, αναγγείλατε εις την Αρνών, ότι εξωλοθρεύθη η Μωάβ... | 20 «Οἱ δὲ κυριευμένοι ἀπὸ πανικὸν φυγάδες θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:» «Ἡ Μωὰβ κατεντροπιάσθη, διότι ἐνικήθη καὶ συνετρίβη.Θρηνήσατε, ὑψώσατε κραυγὴν ἰσχυράν, ἀναγγείλατε εἰς τὴν πόλιν Ἀρνών, ὅτι ἐξωλοθρεύθη ἡ Μωάβ!» |
21 καὶ κρίσις ἔρχεται εἰς τὴν γῆν Μεισὼρ ἐπὶ Χελὼν καὶ Ρεφὰς καὶ Μωφὰθ | 21 Δικαία κρίσις και τιμωρία επέρχεται εναντίον της χώρας Μεισώρ και των, πόλεών της Χελών, Ρεφάς, Μωφάθ, | 21 Δικαία κρίσις καὶ τιμωρία, ποὺ σημαίνει πλήρη καταστροφήν, ἔρχεται ἐπίσης ἐναντίον τῆς πεδιάδος Μεισὼρ καὶ τῶν πόλεων τῆς Χελὼν καὶ Ρεφὰς καὶ Μωφὰθ |
22 καὶ ἐπὶ Δαιβὼν καὶ ἐπὶ Ναβαῦ καὶ ἐπ' οἶκον Δαιβλαθαὶμ | 22 εναντίον της Δαίδων και της Ναβαύ, εναντίον των απογόνων Δαιβλαθαίμ. | 22 καὶ ἐναντίον τῆς Δαιβὼν καὶ κατὰ τῆς Ναβαῦ καὶ ἐναντίον τῶν ἀπογόνων τοῦ Δαιβλαθαὶμ |
23 καὶ ἐπὶ Καριαθαὶμ καὶ ἐπ' οἶκον Γαιμὼλ καὶ ἐπ' οἶκον Μαὼν | 23 Εναντίον της Καριαθαίμ και των απογόνων Γαιμώλ, εναντίον του οίκου Μαών, | 23 καὶ ἐναντίον τῆς Καριαθαὶμ καὶ ἐναντίον τῶν ἀπογόνων τοῦ Γαιμὼλ καὶ κατὰ τῶν ἀπογόνων τοῦ Μαὼν |
24 καὶ ἐπὶ Καριὼθ καὶ ἐπὶ Βοσὸρ καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις Μωὰβ τὰς πόρρω καὶ τὰς ἐγγύς. | 24 εναντίον της Καριώθ και της Βοσόρ και εναντίον όλων των πόλεων της χώρας Μωάβ, αι οποίαι ευρίσκονται μακράν και πλησίον. | 24 καὶ ἐναντίον τῆς Καριὼθ καὶ ἐναντίον τῆς Βοσὸρ καὶ γενικῶς ἐναντίον ὅλων τῶν πόλεων τῆς Μωάβ, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται μακρὰν καὶ πλησίον. |
25 κατεάχθη κέρας Μωάβ, καὶ τὸ ἐπίχειρον αὐτοῦ συνετρίβη. | 25 Εσπασεν η δύναμις της Μωάβ, συνετρίβησαν τα πολεμικά όπλα εις τα χέρια του λαού της. | 25 Ἔσπασε ἡ δύναμις, ἡ ἐξουσία τῆς Μωάβ, καὶ ὁ βραχίονάς της συνετρίβη, δηλαδὴ τὰ πολεμικὰ ὅπλα, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ χέρια τοῦ στρατοῦ της. |
26 μεθύσατε αὐτόν, ὅτι ἐπὶ Κύριον ἐμεγαλύνθη· καὶ ἐπικρούσει Μωὰβ ἐν χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς γέλωτα καὶ αὐτός. | 26 Σεις, οι επιδρομείς, οι Χαλδαίοι, μεθύσατε τον λαόν της Μωάβ με τον οίνον του θυμού του Κυρίου, διότι ο λαός αυτός υψώθη και αυθαδίασεν εναντίον του Κυρίου του. Οι Μωαβίται εχειροκροτούσαν με χαράν δια τον όλεθρον του Ιούδα, αλλά και οι ίδιοι θα γίνουν αντικείμενον γέλωτος και εμπαιγμού. | 26 Σεῖς, οἱ Χαλδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιτίθεσθε κατὰ τοῦ λαοῦ τῆς Μωάβ, μεθύσατέ τον μὲ τὸ μεθυστικὸν καὶ πικρὸν ποτήριον τῆς δικαίας ἀγανακτήσεως καὶ ὀργῆς τοῦ Κυρίου, διότι ὁ λαὸς αὐτὸς ὕψωσεν ἐγωϊστικῶς τὸν ἑαυτόν του καὶ αὐθαδίασε μὲ θράσος ἐναντίον τοῦ Κυρίου.Οἱ Μωαβῖται ἐχειροκροτοῦσαν καὶ ἐπανηγύριζαν μὲ χαιρεκακίαν διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν Ἰουδαίων· τώρα ὅμως θὰ γίνουν καὶ αὐτοί, μὲ τὴν σειράν των, ἀντικείμενον χλευασμοῦ καὶ χαιρεκάκου γέλωτος. |
27 καὶ εἰ μὴ εἰς γελοιασμὸν ἦν σοι ᾿Ισραήλ; ἢ ἐν κλοπαῖς σου εὑρέθη, ὅτι ἐπολέμεις αὐτόν; | 27 Μηπως ο ισραηλιτικός λαός δεν έγινε δια σε αντικείμενον χλευασμού και γέλωτος; Διατί αυτό; Μηπως και τον συνέλαβες ως κλέπτην της περιουσίας σου και δια τούτο επολεμούσες εναντίον του; | 27 Μήπως δὲν ἔγινε διὰ σέ, λαὲ τῆς Μωάβ, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀντικείμενον χλευασμοῦ καὶ χαιρέκακον γέλωτος; Ἀλλὰ διατὶ αὐτὴ ἡ χλεύη; Μήπως τὸν συνέλαβες νὰ κλέπτῃ τὴν περιουσίαν σου καὶ διὰ τοῦτο τὸν περιεφρόνησες καὶ τὸν ἐπολεμοῦσες; |
28 κατέλιπον τὰς πόλεις καὶ ᾤκησαν ἐν πέτραις οἱ κατοικοῦντες Μωάβ, ἐγενήθησαν ὥσπερ περιστεραί νοσσεύουσαι ἐν πέτραις στόματι βοθύνου. | 28 Ετιμωρήθησαν οι Μωαβίται, δια τούτο και εγκατέλειψαν τας πόλεις των και κατώκησαν στους βράχους. Εγιναν ωσάν περιστεραί, αι οποίαι έχουν κατασκευάσει τας φωλεάς των εις τας οπάς αποτόμων βράχων. | 28 Οἱ κάτοικοι τῆς Μωὰβ ἐγκατέλειψαν τὶς πόλεις καὶ κατοίκησαν εἰς τὰ σπήλαια τῶν βράχων.Ἔγιναν ὅπως τὰ περιστέρια, ποὺ ἔχουν τὶς φωλιές των εἰς τὶς τρύπες «τὸ χεῖλος τῶν ὀπῶν» ἀποτόμων βράχων. |
29 ἤκουσα ὕβριν Μωάβ, ὕβρισε λίαν ὕβριν αὐτοῦ καὶ ὑπερηφανίαν αὐτοῦ, καὶ ὑψώθη ἡ καρδία αὐτοῦ. | 29 Ηκουσα την αλαζονείαν των Μωαβιτών. Κατελήφθη από πολλήν υπερηφάνειαν και αναίδειαν. Υψώθη εγωϊστικώς η καρδία του λαού αυτού. | 29 Ἄκουσα τὴν βλάσφημον ὑπερηφάνειαν τοῦ λαοῦ τῆς Μωάβ· ὑπερηφανεύθη πάρα πολὺ καὶ κατεφρόνησε κατὰ τρόπον ἐξόχως περιφρονητικὸν καὶ ὑβριστικὸν τὸν Θεόν, ὑψώθη δὲ ἀπὸ ἔπαρσιν καὶ ὑπερηφάνειαν ἡ καρδία του. |
30 ἐγὼ δὲ ἔγνων ἔργα αὐτοῦ· οὐχὶ τὸ ἱκανὸν αὐτοῦ, οὐχ οὕτως ἐποίησε. | 30 Εγώ γνωρίζω τα έργα της αλαζονείας και επιδείξεώς του. Ο εγωισμός του και αι φιλοδοξίαι του ήσαν ανώτερα από την άξίαν και τα έργα του. | 30 Ἐγὼ δέ, ὁ Κύριος, ἐγνώρισα «καὶ γνωρίζω» τὰ ἀλαζονικὰ ἔργα του.Ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἐπίδειξις καὶ οἱ ἐγωιστικὲς φιλοδοξίες του ἦσαν ἀνώτερες ἀπὸ τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἀξίαν του. |
31 διὰ τοῦτο ἐπὶ Μωὰβ ὀλολύζετε πάντοθεν, βοήσατε ἐπ' ἄνδρας κειράδας αὐχμοῦ· | 31 Δια τούτο θρηνείτε από παντού δια τον όλεθρον της Μωάβ. Κραυγάσατε με πόνον δια τους αιχμαλώτους, των οποίων εις ένδειξιν καταφρονήσεως εξύρισαν την κεφαλήν και τον πώγωνα και τους εγκατέλειψαν εις στέρησιν. | 31 Διὰ τοῦτο ἀπὸ παντοῦ θρηνήσατε μὲ γοεροὺς κλαυθμοὺς διὰ τὴν καταστροφὴν τῆς Μωάβ, ἀφήσατε κραυγὴν πόνου διὰ τοὺς αἰχμαλώτους μὲ τὴν ξυρισμένην κεφαλὴν καὶ τὰ ξυρισμένα γένεια, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἐκγαταλελειμμένοι εἰς παντελῆ στέρησιν καὶ πτωχείαν. |
32 ὡς κλαυθμὸν ᾿Ιαζὴρ ἀποκλαύσομαί σοι, ἄμπελος Σεβημά, κλήματά σου διῆλθε θάλασσαν, ᾿Ιαζὴρ ἥψαντο· ἐπὶ ὀπώραν σου, ἐπὶ τρυγηταῖς σου ὄλεθρος ἐπέπεσε. | 32 Οπως κλαίει η Ιαζήρ την καταστροφήν της, θα κλαύσω και εγώ δια σε αμπελοφόρε Σεβημά. Τα κλήματά σου επεξετάθησαν έως την Νεκράν Θαλασσαν, έφθασαν εις την Ιαζήρ. Εις τας οπώρας των δένδρων σου και στον τρυγητόν των αμπέλων σου επέπεσεν όλεθρος. | 32 Ὅπως κλαίει καὶ θρηνεῖ ἡ πόλις Ἰαζήρ, ἔτσι θὰ θρηνολογήσω καὶ ἐγώ, ὁ προφήτης, διὰ σέ, τὴν ἀμπελοφόρον Σεβημά.Τὰ κλήματά σου, Σεβημά, ἐξηπλώθησαν καὶ ἔφθασαν δυτικῶς μέχρι τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης, ἐπλησίασαν εἰς τὴν πόλιν Ἰαζήρ.Ἀλλ' εἰς τοὺς πλουσίους καρπούς σου καὶ εἰς τοὺς τρυγητὰς τῶν ἀμπελώνων σου ἐπέπεσεν ἀφανισμὸς καὶ καταστροφή. |
33 συνεψήθη χαρμοσύνη καὶ εὐφροσύνη ἐκ τῆς Μωαβίτιδος καὶ οἶνος ἦν ἐπὶ ληνοῖς σου· πρωΐ οὐκ ἐπάτησαν οὐδὲ δείλης, οὐκ ἐποίησαν αἰδάδ. | 33 Εκάησαν και εξηφανίσθησαν χαρά και ευφροσύνη από την χώραν Μωάβ. Ο οίνος ευρίσκετο ακόμα στους ληνούς, όταν επέδραμον οι εχθροί. Αλλα ούτε το πρωί ούτε το απόγευμα επάτησαν πλέον τας σταφυλάς οι Μωαβίται. Δεν έβγαλαν τας συνήθεις χαρμοσύνους κραυγάς δια τον τρυγητόν και το πάτημα των σταφυλών. | 33 Ἀφηρέθη καὶ ἐξηφανίσθη κάθε ἀγαλλίασις καὶ εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Μωάβ, καὶ τὸ κρασὶ ἦταν ἀκόμη εἰς τὰ πατητήρια τῶν σταφυλιῶν, ὅταν εἰσώρμησαν οἱ ἐχθροί σου.Ἀλλ’ ἀπὸ τότε οὔτε τὸ πρωῒ οὔτε τὸ ἀπόγευμα ἐπάτησαν πλέον τὰ σταφύλια οἱ Μωαβῖται.Δὲν ἔβγαλαν πλέον, ὅσοι πατοῦν τὰ σταφύλια εἰς τοὺς ληνούς, τὶς συνηθισμένες χαρούμενες κραυγές. |
34 ἀπὸ κραυγῆς ᾿Εσεβὼν ἕως ᾿Ελεαλὴ αἱ πόλεις αὐτῶν ἔδωκαν φωνὴν αὐτῶν, ἀπὸ Ζογὸρ ἕως ᾿Ωρωναὶμ καὶ ᾿Αγλάθ-Σαλισία, ὅτι καὶ τὸ ὕδωρ Νεβρεὶν εἰς κατάκαυμα ἔσται. | 34 Από την κραυγήν της Εσεβών έως την Ελεαλή, όλαι αι πόλεις αφήκαν κραυγάς οδύνης και πόνου. Από Ζογόρ έως Ωρωναίμ και από Αγλαθ-Σαλισία, διότι και αυτά τα πηγαία ύδατα της Νεβρείν παρεδόθησαν εις πυρκαϊάν, εις καταστροφήν, και η χώρα έμεινε άνυδρος και ξηρά. | 34 Ἀπὸ τὴν ἰσχυρὰν κραυγὴν ἀγωνίας τῆς Ἐσεβὼν μέχρι τὴν Ἐλεαλὴ ὅλες οἱ πόλεις ἐστέναζαν καὶ ἐθρηνοῦσαν· ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ζογὸρ ἕως τὴν Ὠρωναίμ καὶ τὴν Ἀγλάθ - Σαλισία καὶ αὐτὰ τὰ ἄφθονα νερά «οἱ πηγές» τῆς Νεβρεῖν παρεδόθησαν εἰς τὴν φωτιά. |
35 καὶ ἀπολῶ τὸν Μωάβ, φησὶ Κύριος, ἀναβαίνοντα ἐπὶ τὸν βωμὸν καὶ θυμιῶντα θεοῖς αὐτοῦ. | 35 Θα εξολοθρεύσω τους Μωαβίτας, λέγει ο Κυριος, κάθε άνθρωπον, ο οποίος ανεβαίνει προς τους βωμούς και προσφέρει θυμίαμα στους ειδωλικους θεούς του. | 35 Καὶ θὰ ἐξολοθρεύσω τοὺς Μωαβῖτες, λέγει ὁ Κύριος, καθένα, ὁ ὁποῖος ἀνεβαίνει εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμοὺς καὶ προσφέρει θυσίαν θυμιάματος εἰς τοὺς θεούς του, οἱ ὁποῖοι εἶναι νεκρὰ εἴδωλα. |
36 διὰ τοῦτο καρδία μου, Μωάβ, ὥσπερ αὐλοὶ βομβήσουσι, καρδία μου ἐπ' ἀνθρώπους κειράδας ὥσπερ αὐλὸς βομβήσει· διὰ τοῦτο ἃ περιεποιήσατο, ἀπώλετο ἀπὸ ἀνθρώπου. | 36 Δια τούτο η καρδία μου, ω χώρα Μωάβ, βομβεί, ως εάν πολλοί αυλοί αναδίδουν ήχον. Η καρδία μου θα αποδώση βόμβον ωσάν αυλός, δι' ανθρώπους αιχμαλώτους, τους οποίους εις καταφρόνησιν έχουν κουρεύσει και ξυρίσει. Εκείνα τα οποία επί τόσον χρόνον η χώρα Μωάβ είχεν αποκτήσει και περιποιηθή, κατεστράφησαν από τους εχθρούς. | 36 Ἐπειδὴ δὲ θλίβομαι διὰ τὶς ἐπερχόμενες καταστροφές, διὰ τοῦτο ἡ καρδία μου, ὡ χώρα τῆς Μωάβ, γεμάτη λύπην καὶ πόνον κλαίει μὲ λυγμούς, ὅπως βομβοῦν πολλοὶ αὐλοὶ πένθους· μάλιστα! Ἡ καρδία μου διὰ τοὺς δυστυχεῖς καὶ ἐγκαταλελειμμένους εἰς τὴν στέρησιν αἰχμαλώτους μὲ τὴν ξυρισμένην κεφαλὴν καὶ τὰ ξυρισμένα γένεια θὰ θρηνήσῃ, θὰ βομβήσῃ ὅπως ὁ πένθιμος αὐλός, καθ’ ὅσον ὅλα ἐκεῖνα, ὅσα οἱ ἄνθρωποι τῆς Μωὰβ ἀπέκτησαν μὲ κόπον πολὺν καὶ ἐπεριποιήθησαν, κατεστράφησαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των καὶ ἐχάθησαν. |
37 πᾶσαν κεφαλὴν ἐν παντὶ τόπῳ ξυρηθήσονται, καὶ πᾶς πώγων ξυρηθήσεται, καὶ πᾶσαι χεῖρες κόψονται, καὶ ἐπὶ πάσης ὀσφύος σάκκος. | 37 Εις κάθε τόπον θα ξυρίσουν την κεφαλήν των ανθρώπων της Μωάβ· θα ξυρισθή και το γένειάν των· θα κατακοπούν τα χέρια των και όλαι αι οσφύες των θα περιζωσθούν πένθιμον σάκκινον ένδυμα. | 37 Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι τῆς Μωὰβ θὰ βυθισθοῦν εἰς βαθὺ πένθος, θὰ ὑποβληθοῦν εἰς κάθε τόπον εἰς τὸ ξύρισμα τῆς κεφαλῆς των· θὰ ξυρισθῇ καὶ τὸ γένι κάθε ἀνθρώπου· καὶ ὅλα τὰ χέρια θὰ ἀποκοποῦν, καὶ οἱ ὀσφύες ὅλων θὰ ζωσθοῦν πένθιμον, τρίχινον, σάκκινον ἔνδυμα. |
38 καὶ ἐπὶ πάντων τῶν δωμάτων Μωὰβ καὶ ἐπὶ ταῖς πλατείαις αὐτῆς, ὅτι συνέτριψα τὸν Μωάβ, φησὶ Κύριος, ὡς ἀγγεῖον, οὗ οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ. | 38 Ολολυγμός και θρήνος θα ακούεται επάνω εις όλα τα δώματα της Μωάβ και εις τας πλατείας αυτής, διότι εγώ συνέτριψα την χώραν Μωάβ, λέγει Κυριος, όττως συντρίβει κανείς ένα πήλινον αγγείον, που δεν το χρειάζεται πλέον. | 38 Θρῆνοι δὲ καὶ κλαυθμοὶ θὰ ἀκούωνται ἐπάνω εἰς ὅλα τὰ δώματα τῶν οἰκιῶν τῆς Μωὰβ καὶ εἰς τὶς πλατεῖες της, διότι Ἐγὼ συνέτριψα τοὺς Μιοαβῖτες, λέγει ὁ Κύριος, ὅπως συντρίβει κανεὶς ἕνα πήλινον δοχεῖον, τὸ ὁποῖον τοῦ εἶναι πλέον ἄχρηστον. |
39 πῶς κατήλλαξε; πῶς ἔστρεψε νῶτον Μωάβ; ᾐσχύνθη καὶ ἐγένετο Μωὰβ εἰς γέλωτα καὶ ἐγκότημα πᾶσι τοῖς κύκλῳ αὐτῆς. | 39 Πως κατετροπώθη η Μωάβ; Πως οι άνδρες της έστρεψαν πανικόβλητοι τα νώτα των στους εχθρούς; Κατεντροπιάσθη, έγινεν η χώρα Μωάβ περίγελως, αντικείμενον της οργής όλων των κύκλω αυτής. | 39 Πῶς ἄλλαξε; Πῶς μετεβλήθησαν τὰ πράγματα καὶ κατεστράφη ἡ Μωάβ; Πῶς οἱ ἄλλοτε ἰσχυροὶ Μωαβῖται ἔστρεψαν τὰ νῶτα των καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγὴν πρὸ τῶν ἐχθρῶν των; Κατεντροπιάσθη ἡ χώρα Μωάβ, ἔγινε ἀντικείμενον γέλωτος καὶ χλευασμοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀντικείμενον ἐπιμόνου ὀργῆς καὶ μνησικακίας ὅλων τῶν λαῶν ποὺ τὴν περικυκλώνουν! |
40 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· | 40 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· | 40 Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος· |
41 ἐλήφθη ᾿Ακκαριώθ, καὶ τὰ ὀχυρώματα συνελήφθη· | 41 εκυριεύθη η Ακκαριώθ και τα οχυρώματα αυτής κατελήφθησαν. | 41 κατελήφθη ἡ πόλις Ἀκκαριὼθ καὶ τὰ ὀχυρώματα τῆς ἐκυριεύθησαν. |
42 καὶ ἀπολεῖται Μωὰβ ἀπὸ ὄχλου, ὅτι ἐπὶ τὸν Κύριον ἐμεγαλύνθη. | 42 Η Μωάβ θα καταστροφή ανάμεσα από τους λαούς, διότι υπερηφανεύθη εναντίον του Κυρίου. | 42 Καὶ ἡ Μωὰβ θὰ καταστροφῇ ἐξ ὁλοκλήρου ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς λαούς, διότι ὑπερηφανεύθη, ὕψωσε τὸ ἀνάστημά της ἐναντίον τοῦ Κυρίου. |
43 παγὶς καὶ φόβος καὶ βόθυνος ἐπὶ σοί, καθήμενος Μωάβ· | 43 Παγίδες και φόβοι και λάκκοι υπάρχουν δια σας, που κατοικείτε την χώραν Μωάβ. | 43 Παγίδες θανατηφόροι καὶ κακὰ ποὺ ἐμπνέουν φόβον καὶ λάκκοι ὀλέθριοι θὰ ὑπάρχονν διὰ σᾶς, ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὴν χώραν τῆς Μωάβ. |
44 ὁ φεύγων ἀπὸ προσώπου τοῦ φόβου ἐμπεσεῖται εἰς τὸν βόθυνον, καὶ ὁ ἀναβαίνων ἐκ τοῦ βοθύνου συλληφθήσεται ἐν τῇ παγίδι, ὅτι ἐπάξω ταῦτα ἐπὶ Μωὰβ ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῆς. | 44 Εκείνος, ο οποίος θα διαφύγη τον φόβον και τον κίνδυνον εκ μέρους των ανθρώπων, θα πέση στον λάκκον· και εκείνος ο οποιος ανεβαίνει από τον λάκκον, θα συλληφθή εις την παγίδα αιχμάλωτος. Αυτά θα επιφέρω εναντίον της Μωάβ κατά τον χρόνον, που θα την επισκεφθώ προς δικαίαν τιμωρίαν της. | 44 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἐκεῖνος ποὺ διαφείγει τὸν κίνδυνον καὶ τὸν φόβον τῶν ἀνθρώπων, θὰ πέσῃ μέσα εἰς τὸν ὀλέθριον λάκκον! Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὸν λάκκον, θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν παγίδα ὡς αἰχμάλωτος! Διότι «Ἐγώ, ὁ Κύριος» θὰ ἐπιφέρω αὐτὰ ἐναντίον τῆς Μωὰβ κατὰ τὸν χρόνον ποὺ θὰ τὴν ἐπισκεφθῶ διὰ νὰ τῆς ἐπιβάλω τὴν δικαίαν τιμωρίαν. |