Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
2 ΚΑΙ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθῆσαί σε τῷ ἁγίῳ ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος 2 Είπεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν· αυτά λέγει ο Κυριος προς τον ίσραήλιτικόν λαόν· Ενεθυμήθην το προς σε έλεός που, σου είχα δείξει, όταν ευρίσκεσο ακόμα εις την αρχήν της υπάρξεώς σου, και την μεγάλην τότε προς σε αγάπην μου δια την απακαταστασίν σου εις την γην της Επαγγελίας, πράγμα, το οποίον έπρεπε να κάμη σέ, Ισραηλιτικέ λαέ, να ακολούθησης εμέ, τον άγιον και αληθινόν Θεόν. 1 Ο Κύριος εἶπεν εἰς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν.Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν: «Ἐνεθυμήθην τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν μου πρὸς σὲ κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ὑπάρξεώς σου καὶ τῆς παραμονῆς σου εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν τελείαν ἀγάπην καὶ ἰδιαιτέραν φροντίδα μου διὰ τὴν ἀπελευθέρωσίν σου ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου καὶ τὴν ἀποκατάστασίν σου εἰς τὴν γῆν Χαναάν· αὐτὰ ἔπρεπε νὰ σὲ κάμουν, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, ὥστε νὰ συνεχίσῃς νὰ ἀκολουθῇς Ἐμέ, τὸν μόνον ἅγιον καὶ ἀληθινὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, λέγει ὁ Κύριος,
3 ἅγιος ᾿Ισραήλ· τῷ Κυρίῳ ἀρχὴ γεννημάτων αὐτοῦ· πάντες οἱ ἔσθοντες αὐτὸν πλημμελήσουσι, κακὰ ἥξει ἐπ' αὐτούς, φησὶ Κύριος. 3 Ησο ενώπιόν μου, Ισραηλιτικέ λαέ, ως απαρχή γεννημάτων, που προσφέρεται θυσία στον Κυριον. Οσοι θα ετολμούσαν να φάγουν κάτι από σε και να σε αδικήσουν, αυτοί θα ήσαν υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. Κακά και συμφοραί θα ήρχοντο εναντίον αυτών, λέγει ο Κυριος. 2 ὁ μόνος ἅγιος καὶ ἀληθινὸς Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ.Σύ, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, ἤσουν ἐνώπιον Ἐμοῦ τοῦ Κυρίου ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἄλλους λαούς, ὅπως τὰ προσφερόμενα ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον πρωτογεννήματα μεταξὺ τῶν ἄλλων καρπῶν.Καὶ ὅπως τὰ ἐκλεκτὰ πρωτογεννήματα, «αἱ ἀπαρχαί», ποὺ προσεφέροντο ὡς θυσία εἰς τὸν Θεόν, δὲν ἐπετρέπετο νὰ φαγωθοῦν ἀπὸ ἄλλους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἔτσι καὶ μὲ σέ, Ἰσραηλιτικὲ λαέ· ὅσοι θὰ ἐτολμοῦσαν νὰ σὲ βλάψουν εἰς τὸ παραμικρὸν ἢ νὰ σὲ φάγουν, θὰ ἦσαν ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκεις ὡς ἀπαρχή· καὶ ὄχι μόνον θὰ ἦσαν ἔνοχοι, ἀλλὰ καὶ συμφορὲς καὶ κακὰ θὰ ἤρχοντο ἐναντίον των, λέγει ὁ Κύριος.Τόσον πολὺ ἔχεις τιμηθῆ σύ, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός».
4 ἀκούσατε λόγον Κυρίου, οἶκος ᾿Ιακώβ, καὶ πᾶσα πατριὰ οἴκου ᾿Ισραήλ. 4 Ακούσατε τα λόγια του Κυρίου, φυλαί του Ιακώβ και όλαι αι οικογενειαι του οίκου Ισραήλ. 3 «Ἀκοῦστε ὅμως καὶ ἄλλον λόγον τὸν Κυρίου, οἱ ἀπόγονοι «οἱ δώδεκα φυλές» τοῦ Ἰακὼβ καὶ ὅλες οἱ πατριαρχικὲς οἰκογένειες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
5 τάδε λέγει Κύριος· τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοὶ πλημμέλημα, ὅτι ἀπέστησαν μακρὰν ἀπ' ἐμοῦ καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν; 5 Αυτά λέγει ο Κυριος· Ποίον, έστω και μικράν, έλλειψιν ευρήκαν εις εμέ οι προγονοί σας και έφυγαν μακράν από εμέ, επορεύθησαν δε και ηκολούθησαν τα μάταια είδωλα, δια να γίνουν έτσι και αυτοί μηδαμινοί και τιποτένιοι; 4 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ποῖον σφάλμα, ποίαν παραμικρὰν ἔστω ἔλλειψιν εὑρῆκαν εἰς Ἐμὲ οἱ πατέρες σας, εἰς τί τοὺς ἀδίκησα, ὥστε ἀπεστάτησαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ Ἐμὲ καὶ ἀκολούθησαν τὰ κούφια καὶ τιποτένια εἴδωλα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταντήσουν καὶ αὐτοὶ εἰδωλολάτραι μηδαμινοί, κούφιοι καὶ τιποτένιοι;
6 καὶ οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος ὁ ἀναγαγὼν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὁ καθοδηγήσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀπείρῳ καὶ ἀβάτῳ, ἐν γῇ ἀνύδρῳ καὶ ἀκάρπῳ, ἐν γῇ, ᾗ οὐ διώδευσεν ἐν αὐτῇ ἀνὴρ οὐθὲν καὶ οὐ κατῴκησεν ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου; 6 Δεν ενεθυμήθησαν τας ευεργεσίας μου και δεν είπαν· Που είναι ο Κυριος, ο οποίος μας έβγαλεν από την χώραν της Αιγύπτου, αυτός ο οποίος μας ωδήγησε δια μέσου της ερήμου, δια μέσου περιοχής αγνώστου και αδιαβάτου εις γην άνυδρον, ακαλλιέργητον και άκαρπόν, από την οποίαν κανείς δεν διήρχετο ούτε και κατοικούσεν εκεί άνθρωπος; 5 Αὐτοί, ἐπειδὴ ἐλησμόνησαν τὶς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀγάπην μου, οὐδέποτε εἶπαν: «Ποὺ εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐλευθέρωσε καὶ μᾶς ἀνέβασε εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου· ὁ ὁποῖος μᾶς ὡδήγησε μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημον, μέσα ἀπὸ τὴν ἐκτεταμένην, ἀχανῆ καὶ δύσκολον νὰ τὴν βαδίσῃ κανεὶς γῆν μέσα ἀπὸ τὴν ἄνυδρον καὶ ἄκαρπον χώραν τῆς ἐρήμου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ἐπέρασεν, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐκατοίκησε ἄνθρωπος;»
7 καὶ ἤγαγον ὑμᾶς εἰς τὸν Κάρμηλον τοῦ φαγεῖν ὑμᾶς τοὺς καρποὺς αὐτοῦ καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ· καὶ εἰσήλθατε καὶ ἐμιάνατε τὴν γῆν μου καὶ τὴν κληρονομίαν μου ἔθεσθε εἰς βδέλυγμα. 7 Εγώ ο Θεός, ασφαλείς σας ωδήγησα εις την καρποφόρον γην της Παλαιστίνης, δια να φάγετε τους καρπούς αυτής και να απολαύσετε τα αγαθά της. Απέναντι των ευεργεσιών μου αυτών, σεις τι επράξατε, πως εφερθήκατε; Εισήλθατε, λέγει ο Κυριος, και εμολύνατε την χώραν μου, την γην της Επαγγελίας, κατεστήσατε βδελυράν και μισητήν την κληρονομίαν μου. 6 Ἐγὼ ὁ Κύριος σᾶς ὡδήγησα καὶ σᾶς ἔφερα εἰς τὴν καρποφόρον Παλαιστίνην, τὴν χώραν τῆς ἀφθονίας, διὰ νὰ φάγετε καὶ ἀπολαύσετε τοὺς καρποὺς καὶ τὸν πολύν της πλοῦτον.Σεῖς ὅμως, ὅταν εἰσήλθατε εἰς αὐτήν, ὑβρίσατε καὶ ἐμολύνατε μὲ τὴν εἰδωλολατρίαν τὴν εὐλογημένην καὶ πλουσίαν αὐτὴν χώραν μου καὶ τὴν γῆν, ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς κληρονομίαν, τὴν κατεστήσατε μισητὴν καὶ σιχαμερήν.
8 οἱ ἱερεῖς οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος; καὶ οἱ ἀντεχόμενοι τοῦ νόμου οὐκ ἠπίσταντό με, καὶ οἱ ποιμένες ἠσέβουν εἰς ἐμέ, καὶ οἱ προφῆται ἐπροφήτευον τῇ Βάαλ καὶ ὀπίσω ἀνωφελοῦς ἐπορεύθησαν. 8 Και οι ιερείς ακόμη δεν ανεζήτησαν τον Κυριον λέγοντες· που είναι ο Κυριος; Οι ασχολούμενοι με τον Νομον δεν με εγνώριζαν. Οι άρχοντες του λαού εφέροντο με ασέβειαν απέναντί μου και οι προφήται επροφήτευαν προς χάριν του ειδωλικού θεού Βααλ και ηκολούθουν τα μάταια και ανωφελή είδωλα. 7 Οἱ ἱερεῖς οὐδέποτε ἐρώτησαν ἀναζητοῦντες τὸν Κύριον: «Ποὺ εἶναι ὁ Κύριος;» Καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ νομοδιδάσκαλοι, ποὺ ἐρμηνεύουν καὶ διδάσκουν τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, μὲ ἀγνοοῦσαν.Ἐπίσης οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες ἐφέροντο ἀπέναντί μου μὲ ἀσέβειαν.Ἐπὶ πλέον οἱ ψευδοπροφῆται ἐπροφήτευαν χάριν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Βάαλ καὶ ἀκολουθοῦσαν τὰ ἄχρηστα καὶ βλαβερὰ εἴδωλα.
9 διὰ τοῦτο ἔτι κριθήσομαι πρὸς ὑμᾶς λέγει Κύριος, καὶ πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν ὑμῶν κριθήσομαι. 9 Δια τούτο θα έλθω εις συζήτησιν και αντιδικίαν προς σας, λέγει ο Κυριος, όπως επίσης και προς τους απογόνους σας. 8 Ἕνεκα τῆς ἀσεβοῦς αὐτῆς διαγωγῆς σας θὰ ἔλθω καὶ πάλιν εἰς συζήτησιν καὶ δίκην μαζί σας, λέγει ὁ Κύριος· θὰ ἔλθω εἰς ἀντιδικίαν καὶ ἔλεγχον καὶ πρὸς τοὺς ἀπογόνους σας· δὲν παραιτοῦμαι ἀπὸ τοῦ νὰ ἔλθω εἰς κρίσιν πρὸς ὅλους.
10 διότι διέλθετε εἰς νήσους Χεττιεὶμ καὶ ἴδετε, καὶ εἰς Κηδὰρ ἀποστείλατε καὶ νοήσατε σφόδρα, καὶ ἴδετε εἰ γέγονε τοιαῦτα. 10 Περάσατε και επισκεφθήτε τα ειδωλολατρικά έθνη της Κυπρου και των άλλων νήσων της Μεσογείου Θαλάσσης, υπάγετε και προς ανατολάς προς τους κατοίκους της Κηδάρ, προσέξατε και ίδετε, εάν εκεί έγιναν τέτοιά γεγονότα, ωσάν αυτά που συνέβησαν εις την Ιουδαίαν. 9 Περάστε λοιπὸν εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη τῶν νήσων τῆς Μεσογείου θαλάσσης «τῶν νήσων ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὰ δυτικὰ τῆς Παλαιστίνης» καὶ παρατηρήσατε· ὅπως ἐπίσης στείλατε ἀνθρώπους καὶ εἰς τοὺς νομάδες κατοίκους τῆς Κηδάρ, ποὺ ζοῦν πέραν τοῦ Ἰορδάνου εἰς τὰ ἀνατολικὰ τῆς Παλαιστίνης· ἐρευνῆστε δὲ μὲ ἐπιμέλειαν καὶ προσέξτε καλὰ καὶ ἴδετε ἐὰν εἰς τὶς χῶρες αὐτὲς συνέβησαν γεγονότα ὅμοια μὲ αὐτὰ ποὺ συνέβησαν εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας.
11 εἰ ἀλλάξωνται ἔθνη θεοὺς αὐτῶν· καὶ οὗτοι οὐκ εἰσὶ θεοί. ὁ δὲ λαός μου ἠλλάξατο τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐξ ἧς οὐκ ὠφεληθήσονται. 11 Εάν, δηλαδή, τα ειδωλολατρικά αυτά έθνη ήλλαξαν τους θεούς των με άλλους θεούς· και όμώς οι θεοί των δεν είναι αληθινοί αλλά ψευδείς θεοί, είδωλα. Ο λαός μου όμώς ήλλαξε την δόξαν του, τον αληθινόν θεόν του, με άλλους ψευδείς θεούς, από τους οποίους τίποτε ούτε ωφελήθη ούτε θα ωφεληθή. 10 Ἐάν, δηλαδή, τὰ ἐδωλολατρικὰ ἔθνη, εἴτε εἰς τὴν Δύσιν εἴτε εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἄλλαξαν τοὺς θεούς των - οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι κἂν πραγματικοὶ θεοὶ ἀλλὰ ψεύτικοι - μὲ ἄλλους θεούς· ἀπ' ἐναντίας ὁ λαός μου ἀντήλλαξε τὴν Δόξαν καὶ τὸ Σέμνωμά του, τὸν ἔνδοξον ἀληθινὸν Θεόν του, μὲ τὰ μάταια, κούφια καὶ τιποτένια εἴδωλα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα οὐδεμίαν ὠφέλειαν ἔχουν νὰ λάβουν.
12 ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφριξεν ἐπὶ πλεῖον σφόδρα, λέγει Κύριος. 12 Κατάπληκτος έμεινεν ο ουρανός ενώπιον της αποστασίας αυτής, κατελήφθη από α-περίγραπτον φρίκην δια την διαγωγήν σας, λέγει ο Κυριος. 11 Ἔμεινε καταπληκτος ὁ ἄλογος καὶ ἀναίσθητος οὐρανὸς διὰ τὴν ἀχαρακτήριστον αὐτὴν ἀποστασίαν καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ ὑπερβολικὴν φρίκην καὶ τρόμον διὰ τὴν ὑβριστικὴν αὐτὴν διαγωγήν, λέγει ὁ Κύριος.
13 ὅτι δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαός μου· ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν. 13 Διότι ο λαός μου διέπραξε κατά τον αυτόν χρόνον δύο πονηρά και ολέθρια σφάλματα· εγκατέλιπαν εμέ, ο οποίος ήμην δι' αυτούς πηγή ζωογόνου ύδατος, και ήνοιξαν δια τον εαυτόν τους λάκκους κατεστραμμένους, οι οποίοι δεν θα ημπορέσουν να συγκρατήσουν νερό. 12 Μὲ τὴν συμπεριφοράν του αὐτὴν ὁ λαός, ποὺ ἀγάπησα καὶ ἐτίμησα, ἔκαμε δύο ὀλέθρια λάθη: Ἐγκατέλειψαν Ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἶμαι δι' αὐτοὺς ἡ ἀστείρευτος πηγὴ ὕδατος, ποὺ παρέχει εἰς πάντα τὴν ζωήν, καὶ ἄνοιξαν διὰ τοὺς ἑαυτούς των στέρνες κατεστραμμένες, οἱ ὁποῖες δὲν ἠμποροῦν νὰ συγκροτήσουν τὸ νερό, ποὺ συναθροίζεται εἰς αὐτές.
14 Μὴ δοῦλός ἐστιν ᾿Ισραὴλ ἢ οἰκογενής ἐστι; διατί εἰς προνομὴν ἐγένετο; 14 Μηπως ο ισραηλιτικός λαός είναι και μένει ωσάν ένας κοινός και ευτελής δούλος απέναντί μου, η δούλος, έστω, ο οποίος εγεννήθη στον οίκον του κυρίου του; Διατί, λοιπόν, κατήντησε δούλος αλλοεθνών και έγινε θύμα λεηλασίας; 13 Μήπως ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶναι ἀπέναντί μου ὡς ἕνας συνηθισμένος, εὐκαταφρόνητος καὶ εὐτελὴς δοῦλος, ἢ ἔστω δοῦλος ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὸν οἶκον τοῦ κυρίου του; Διατὶ λοιπὸν ὁ περιφανὴς καὶ περίβλεπτος αὐτὸς λαὸς κατήντησε δοῦλος εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν καὶ ὑπέστη διαρπαγὴν καὶ λαφυραγώγησιν ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν;
15 ἐπ' αὐτὸν ὠρύοντο λέοντες καὶ ἔδωκαν τὴν φωνὴν αὐτῶν, οἳ ἔταξαν τὴν γῆν αὐτοῦ εἰς ἔρημον, καὶ αἱ πόλεις αὐτοῦ κατεσκάφησαν παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι. 15 Εναντίον αυτού επετέθησαν οι εχθροί του ωρυόμενοι ώσαν λέοντες. Εξέβαλαν τας αγρίας κραυγάς των. Αυτοί ερήμωσαν την χώραν του, κατέσκαψαν και εκρήμνισαν τας πόλστου, ώστε να μη είναι δυνατόν πλέον να κατοικηθούν. 14 Ἐναντίον του ὥρμησαν μὲ βρυχηθμοὺς ὡσὰν λιοντάρια οἱ ἐχθροί του καὶ ἐξέβαλαν τὶς ἄγριες καὶ ὠργισμένες κραυγές των.Οἱ ἐχθροὶ κατέστησαν ἔρημον τὴν χώραν του, καὶ οἱ πόλεις του ἐκρημνίσθησαν, ἐκάησαν καὶ κατεσκάφησαν μέχρι σημείου, ὥστε νὰ μείνουν ἀκατοίκητες.
16 καὶ υἱοὶ Μέμφεως καὶ Τάφνας ἔγνωσάν σε καὶ κατέπαιζόν σου. 16 Οι κάτοικοι των πόλεων Μέμφεως και Ταφνας της Αιγύπτου σε είδαν εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν και εχάρησαν και σε ενέπαιζαν! 15 Καὶ οἱ κάτοικοι τῶν Αἰγυπτιακῶν πόλεων Μέμφιδος καὶ Τάφνας σὲ εἶδαν, λαέ μου, εἰς τὴν ἀθλίαν αὐτὴν κατάστασιν τῆς ὑποδουλώσεως καὶ ἐρημώσεως καὶ γεμᾶτοι χαιρεκακίαν διὰ τὰ δεινά σου σὲ ἐχλεύαζαν!
17 οὐχὶ ταῦτα ἐποίησέ σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ; λέγει Κύριος ὁ Θεός σου. 17 Ολα αυτά δεν συνέβησαν εις βάρος σου, λέγει Κυριος ο Θεός σου, επειδή συ με εγκατέλιπες; 16 Ὅλα δὲ αὐτὰ δὲν συνέβησαν εἰς σέ, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψες Ἐμέ, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ ἐθεοποίησες τὰ εἴδωλα; Λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός σου.
18 καὶ νῦν τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ Αἰγύπτου τοῦ πιεῖν ὕδωρ Γηῶν; καὶ τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ ᾿Ασσυρίων τοῦ πιεῖν ὕδωρ ποταμῶν; 18 Και τώρα σε ερωτώ· Τι υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία οδηγεί εις την Αίγυπτον, ώστε να θέλης να πίνης ύδωρ από την Γηών, πόλιν της Αιγύπτου; Ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία όδηγεί στους Ασσυριους, ώστε να πίνης νερά από τους ποταμούς της χώρας των; 17 Τώρα λοιπὸν σὲ ἐρωτῶ: Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ σοῦ, τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ τοῦ δρόμου, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὥστε νὰ θέλῃς νὰ πιῇς νερὸ τῆς Γηών, δηλαδὴ νερὸ ἀπὸ τὸν Νεῖλον; Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ σοῦ καὶ τοῦ δρόμου, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς τοὺς Ἄσσυρίους, ὥστε νὰ πιῇς νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸν τῆς Ἀσσυρίας, δηλαδὴ τὸν Εὐφράτην;
19 παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία σου, καὶ ἡ κακία σου ἐλέγξει σε· καὶ γνῶθι καὶ ἰδέ, ὅτι πικρόν σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου· καὶ οὐκ εὐδόκησα ἐπὶ σοί, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου. 19 Η αποστασία σου από εμέ θα σε τιμωρήση και η κακία σου θα σε ελέγχη και θα σε συγκλονίζη. Από αυτά που υφίστασαι, μάθε και ιδέ, δτι είναι πολύ πικρόν δια σέ, να εγκατάλειψης εμέ τον Θεόν σου και προστάτην, λέγει Κυριος ο Θεός σου· έπαυσα να σε περιβάλλω με ευμένειαν και προστασίαν. 18 Θὰ σὲ τιμωρήσῃ ἡ ἀποστασία σου ἀπὸ Ἐμέ, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἡ δὲ ἁμαρτία καὶ κακία σου θὰ σὲ ἐλέγχουν συνεχῶς.Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ λοιπόν, ποὺ ὑποφέρεις, μάθε καὶ ἰδὲ ὅτι εἶναι εἰς σὲ πολὺ ὀδυνηρόν, δυσάρεστον καὶ πικρὸν τὸ νὰ ἐγκαταλείπῃς Ἐμέ, τὸν ἀληθινὸν Θεόν, λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός σου.Διὰ τοῦτο δὲν εὐαρεστήθηκα νὰ σὲ προστατεύσω καὶ ἀναπαύσω· ποτὲ δὲν ἀναπαύθηκα εἰς σέ, λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός σου.
20 ὅτι ἀπ' αἰῶνος συνέτριψας τὸν ζυγόν σου, διέσπασας τοὺς δεσμούς σου καὶ εἶπας· οὐ δουλεύσω σοι, ἀλλὰ πορεύσομαι ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου κατασκίου, ἐκεῖ διαχυθήσομαι ἐν τῇ πορνείᾳ μου. 20 Διότι από αρχαιότητα χρόνια, συ συνέτριψες τον ωφελιμον ζυγόν των εντολών μου και είπες· Δεν θα δουλεύω εις σέ, αλλά θα ανεβώ εις κάθε υψηλόν βουνόν και κάτω από κάθε ευσκιόφυλλον δένδρον εκεί θα εκχυθώ εις την ειδωλολατρικήν ασυδοσίαν και την πορνείαν μου. 19 Διότι ἀπὸ τὰ πολὺ παλαιὰ χρόνια ὄχι ἁπλῶς ἀπέβαλες, ἀλλὰ συνέτριψες τὸν εὐεργετικὸν ζυγὸν τῶν ἁγίων ἐντολῶν μου, διέσπασες τὰ σωτήρια τῆς νομοθεσίας μου δεσμά σου καὶ εἶπες μὲ θράσος καὶ περιφρόνησιν: «Δὲν θὰ δουλεύσω πλέον εἰς Σέ, ἀλλὰ θὰ μεταβῶ διὰ νὰ προσφέρω θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα εἰς κάθε ὑψηλὸ βουνὸ καὶ κάτω ἀπὸ κάθε δένδρον, ποὺ ἔχει παχὺν ἴσκιον· ἐκεῖ θὰ διαχυθῶ καὶ θὰ «πέσω μὲ τὰ μοῦτρα» καὶ μὲ βουλιμίαν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, τὴν πνευματικὴν πορνείαν».
21 ἐγὼ δὲ ἐφύτευσά σε ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινήν· πῶς ἐστράφης εἰς πικρίαν, ἡ ἄμπελος ἡ ἀλλοτρία; 21 Εγώ ιουδαϊκέ λαέ, σε εφύτευσα ως άμπελον εξαιρετικήν και καρποφόρον. Πως τώρα μετεστράφης και έγινες εις πικρίαν δι' εμέ; Πως έγινες άμπελος αγρία και νόθος; 20 Ἐγὼ ὅμως, Ἰουδαϊκὲ λαέ, σὲ ἐφύτευσα ἄμπελον ὄχι τυχαίαν καὶ συνηθισμένην, ἀλλὰ καλήν, καρποφόρον· ὄχι τὴν μὲν ἀληθινήν, τὴν δὲ ψευδῆ, ἀλλὰ ὅλην ἐκλεκτὴν καὶ ἐξαίρετον.Πῶς λοιπὸν τώρα μετεστράφης καὶ ἔφθασες εἰς ἀντίθεσιν, ἀποστασίαν καὶ ὀργὴν πρὸς Ἐμέ; Πῶς ἀπεξενώθης ἀπὸ Ἐμὲ καὶ ἔγινες ἄμπελος νόθος καὶ ἀγνώριστος;
22 ἐὰν ἀποπλύνῃ ἐν νίτρῳ καὶ πληθύνῃς σεαυτῇ πόαν, κεκηλίδωσαι ἐν ταῖς ἀδικίαις σου ἐναντίον ἐμοῦ, λέγει Κύριος. 22 Εάν πλυθής εξωτερικώς με νίτρον, εάν χρησιμοποιήσης άφθονον ποτάσσαν από στα-χτην φυτών, πάλιν θα μείνης κηλιδωμένη με τας αδικίας, τας οποίας έπραξες ενώπιόν μου, λέγει ο Κυριος. 21 Ἔχεις τόσον πολὺ διαφθαρῆ ψυχικῶς, κατήντησες τόσον ἀκάθαρτη πνευματικῶς, ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη πλυθῇς ἐξωτερικῶς μὲ νίτρον «εἶδος ἀπορρυπαντικοῦ» καὶ μὲ ἄφθονη ποσότητα ποτάσσας ἀπὸ φυτικὴν τέφραν, καὶ πάλιν οἱ ψυχικὲς κηλῖδες τῆς βαρειᾶς ἐνοχῆς καὶ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν καὶ πονηριῶν σου, τὶς ὁποῖες διέπραξες μὲ τὴν ἐλευθέραν θέλησίν σου, θὰ παραμείνουν ἐνώπιόν μου, λέγει ὁ Κύριος.
23 πῶς ἐρεῖς· οὐκ ἐμιάνθην καὶ ὀπίσω τῆς Βάαλ οὐκ ἐπορεύθην; ἰδὲ τὰς ὁδούς σου ἐν τῷ πολυανδρίῳ καὶ γνῶθι τί ἐποίησας. ὀψὲ φωνὴ αὐτῆς ὠλόλυξε, 23 Και πως θα τολμήσης να είπης· Εγώ δεν εμολύνθην και δεν επορεύθην πίσω από το είδωλον Βααλ; Ιδέ όμώς τας οδούς, που ηκολουθησες, και τα ίχνη των οδών εις την κοιλάδα του πολυανδρίου, την κοιλάδα Εννομ. Μαθε και κατανόησε καλά, τι διέπραξες. Αμυαλη καμήλα, που τρέχει δι' ανεύρεσιν ύδατος· προς το βραδύ θα κραυγάση, σαν να αφήνη ολολυγμούς! 22 Πῶς λοιπὸν τολμᾷς νὰ εἰπῇς· «καθόλου δὲν ἐμολύνθηκα ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ δὲν ἀκολούθησα πίσω ἀπὸ τὸ εἴδωλον τοῦ θεοῦ Βάαλ»; Παρατήρησε τὴν ὅλην ἁμαρτωλὴν συμπεριφοράν σου εἰς τὸ «πολυάνδριον», τὴν κοιλάδα Ἐννόμ, ὅπου προσφέρονται ἀνθρωποθυσίες, δηλαδὴ τὸν τόπον ὅπου ἁμάρτανες, καὶ ἐννόησε καλὰ τί ἔκαμες.Ὁμοιάζεις μὲ ἄμαυλη νεαρὴ καμήλα «ἤ, κατ’ ἄλλην γραφήν, ἀγρίαν ὄνον», ποὺ τρέχει μὲ ὁρμὴν διψασμένη νὰ εὕρῃ νερὸ διὰ νὰ σβήσῃ τὴν δίψαν της· πρὸς τὸ βράδυ ἀφήνει ἰσχυρὰν καὶ ὀξεῖαν φωνήν.
24 τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἐπλάτυνεν ἐφ' ὕδατα ἐρήμου, ἐν ἐπιθυμίαις ψυχῆς αὐτῆς ἐπνευματοφορεῖτο, παρεδόθη· τίς ἐπιστρέψει αὐτήν; πάντες οἱ ζητοῦντες αὐτὴν οὐ κοπιάσουσιν, ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτῆς εὑρήσουσιν αὐτήν. 24 Τρέχει εις τας οδούς της με μεγάλην ταχύτητα προς τα ύδατα ερήμου τόπου. Επάνω εις την σφοδράν επιθυμίαν της, τρέχει με τόσην ταχύτητα, ως εάν φέρεται από τον άνεμον. Ποιός ημπορεί να την συγκρατήση και να την επαναφέρη; Αλλά όλοι όσοι ζητούν να την εύρουν, δεν θα κοπιάσουν, θα την εύρουν εύκολα όταν έλθη ο καιρός της καταισχύνης της. 23 Τρέχει εἰς τὸν δρόμον της μὲ μεγάλα βήματα καὶ ὁρμὴν πρὸς τὰ ὕδατα ἐρήμου τόπου «δηλαδὴ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς τρέχει μὲ πολλὴν λαιμαργίαν καὶ πόθον πρὸς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν».Εἶναι κυριευμένη ἀπὸ τέτοιαν σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, ὥστε τρέχει παράφορος καὶ μὲ τόσην ὁρμήν, ὡσὰν νὰ φέρεται ἀπὸ ἄνεμον· παρεδόθη ἒξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν.Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἀναχαιτίσῃ καὶ νὰ τὴν γυρίσῃ πίσῳ; Ὅλοι ὅσοι τὴν ἀναζητοῦν, δὲν θὰ κουρασθοῦν νὰ τὴν εὔρουν· διότι θὰ τὴν εὔρουν εὔκολα ταπεινωμένην, κατεντροπιασμένην καὶ παραδεδομένην εἰς τὴν ἁμαρτίαν· «κατὰ συνέπειαν θὰ τὴν εὔρουν ἀνίσχυρον καὶ ἄρα εὔκολα ἠμποροῦν νὰ τὴν βάλουν εἰς τὸ χέρι».
25 ἀπόστρεψον τὸν πόδα σου ἀπὸ ὁδοῦ τραχείας καὶ τὸν φάρυγγά σου ἀπὸ δίψους. ἡ δὲ εἶπεν· ἀνδριοῦμαι· ὅτι ἠγαπήκει ἀλλοτρίους καὶ ὀπίσω αὐτῶν ἐπορεύετο. 25 Και λέγω τώρα εις σέ· Αλλαξε διεύθυνσιν, απομάκρυνε τα πόδιά σου από τας τραχείας ειδωλολατρικάς οδούς, ω Ισραήλ, και μη θελήσης να ικανοποίησης την δίψαν του λάρυγγός σου από τα ύδατα της ειδωλολατρείας. Η αγρία αυτή όμως κάμηλος του Ισραήλ απαντά· Εκεί εγώ ενισχύομαι. Λέγει δε αυτά, διότι έχει αγαπήσει ξένους, ειδωλολατρικούς θεούς και τρέχει οπίσω από αυτούς. 24 Ἰσραηλιτικὲ λαέ· γύρισε πίσω καὶ φύγε μακριά, ἀπομάκρυνε τὰ πόδια σου ἀπὸ τὸν ἄγριον, βλαβερὸν καὶ τραχὺν δρόμον τῆς εἰδωλολατρίας καὶ μὴ ἐπιχειρήσῃς νὰ σβήσῃς τὴν δίψαν τοῦ λάρυγγός σου μὲ τὰ βρωμερὰ νερὰ τῆς εἰδωλολατρίας.Ἡ ἀγρία ὅμως καμήλα, ὁ ἀποστατημένος Ἰσραήλ, μετὰ τὴν συμβουλὴν αὐτὴν εἶπε: «Δὲν ἔχω ἀνάγκην τοῦ Θεοῦ· ἔχω τὴν δύναμιν νὰ ἀντεπεξέλθω καὶ νὰ ἐπαρκέσω εἰς τὸν ἑαυτόν μου»! Ἀπάντησε μὲ τέτοιο θράσος, διότι εἶχεν ἀγαπήσει ξένους, ψευδεῖς θεούς, τὰ εἴδωλα, καὶ ἔτρεχε πίσω ἀπὸ αὐτούς».
26 ὡς αἰσχύνη κλέπτου ὅταν ἁλῷ, οὕτως αἰσχυνθήσονται οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν καὶ οἱ προφῆται αὐτῶν. 26 Οπως καταισχύνεται ο κλέπτης, όταν συλληφθή επ' αυτοφώρω, έτσι θα κατεντραπιασθούν και οι 'Ι σραηλίται μαζή με τους βασιλείς των και τους άρχοντας και τους ιερείς των και τους προφήτας των. 25 «Ὅπως κατεντροπιάζεται ὁ κλέπτης, ὅταν συλληφθῇ ἐπ' αὐτοφώρῳ, ἔτσι θὰ κατεντροπιασθοῦν καὶ οἱ Ἰσραηλῖται «οἱ Ἰουδαῖοι»· αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς των καὶ οἱ ἄρχοντές των καὶ οἱ ἱερεῖς των καὶ οἱ προφῆται των.
27 τῷ ξύλῳ εἶπαν, ὅτι πατήρ μου εἶ σύ, καὶ τῷ λίθῳ· σὺ ἐγέννησάς με, καὶ ἔστρεψαν ἐπ' ἐμὲ νῶτα καὶ οὐ πρόσωπα αὐτῶν· καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν ἐροῦσιν· ἀνάστα καὶ σῶσον ἡμᾶς. 27 Είπαν αυτοί στο ξόανον, στο ξύλινον άγαλμα, ότι συ είσαι ο πατήρ μας· και στο λίθινον άγαλμα, ότι συ μας έχεις γεννήσει. Και εγύρισαν προς εμέ τα νώτα των και όχι τα πρύσωπά των. Αλλά κατά τον καιρόν, που θα επέλθουν εναντίον των θλίψεις και συμφοραί, θα πουν προς εμέ· Σηκω, Κυριε, και σώσε μας. 26 Οἱ Ἰουδαῖοι ἔφθασαν εἰς τέτοιο σημεῖον ἠθικῆς πωρώσεως καὶ ἀναισθησίας, ὥστε εἶπαν εἰς τὸ εἴδωλον ξόανον, «σὺ εἶσαι ὁ πατέρας μας»· εἰς δὲ τὸ λίθινον ἄγαλμα, «σὺ μᾶς ἐγέννησες»! Καὶ ἐγύρισαν πρὸς Ἐμὲ τὴν πλάτην των καὶ ὄχι τὰ πρόσωπά των.Ὅμως κατὰ τὸν καιρὸν τῶν ἐθνικῶν δοκιμασιῶν, τῶν συμφορῶν καὶ τῶν θλίψεών των θὰ ἀποταθοῦν εἰς Ἐμὲ καὶ θὰ μοῦ εἰποῦν: «Κύριε, σήκω ἐπάνω καὶ σῶσε μας»!
28 καὶ ποῦ εἰσιν οἱ θεοί σου, οὓς ἐποίησας σεαυτῷ; εἰ ἀναστήσονται καὶ σώσουσί σε ἐν καιρῷ τῆς κακώσεώς σου; ὅτι κατ' ἀριθμὸν τῶν πόλεών σου ἦσαν θεοί σου, ᾿Ιούδα, καὶ κατ' ἀριθμὸν διόδων τῆς ῾Ιερουσαλὴμ ἔθυον τῇ Βάαλ. 28 Και εγώ τότε θα τους ερωτήσω· που είναι οι θεοί σου, τους οποίους κατεσκεύασες εις προστασίαν και σωτηρίαν σου; Δεν θα σηκωθούν εκείνοι να σε σώσουν εις την περίοδον αυτήν της ταλαιπωρίας σου; Διότι οι ειδωλολατρικοί θεοί σας, ω Ιουδαίοι, ήσαν πολυάριθμοι, όσαι και αι πόλεις σας, ώστε κάθε πόλις να έχη τον θεόν της. Και εις κάθε δρόμον της Ιερουσαλήμ υπήρχον ιδιαίτερα αγάλματα του Βααλ, προς τα οποία προσεφέρατε θυσίας. 27 Ἀλλὰ τότε Ἐγὼ θὰ τοὺς ἐρωτήσω: «Καὶ ποῦ εἶναι οἱ θεοί σου, Ἰσραηλιτικὲ λαέ, τοὺς ὁποίους κατεσκεύασες διὰ τὸν ἑαυτόν σου; Δὲν θὰ στικωθοῦν νὰ σὲ σώσουν κατὰ τὸν καιρὸν τῶν ἐθνικῶν συμφορῶν σου;» Διότι οἱ θεοί σου, Ἰουδαϊκὲ λαέ, δὲν εἶναι ὀλίγοι· εἶναι τόσον πολλοὶ εἰς ἀριθμόν, ὅσος καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν πόλεών σου, ἀφοῦ κάθε πόλις ἔχει τὸν ἰδικόν της, τὸν προστάτην θεόν της.Μάλιστα δὲ εἰς κάθε δρόμον τῆς Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχαν ἀγάλματα τοῦ Βάαλ, εἰς τὰ ὁποῖα προσεφέρατε θυσίαν».
29 ἱνατί λαλεῖτε πρός με; πάντες ὑμεῖς ἠσεβήσατε καὶ πάντες ὑμεῖς ἠνομήσατε εἰς ἐμέ, λέγει Κύριος. 29 Διατί, λοιπόν, τώρα απευθύνεσθε προς εμέ και ζητείτε βοήθειαν; Ολοι σεις εδείξατε ασέβειαν, όλοι σας παρενομήσατε απέναντι του Κυρίου. 28 «Διατὶ λοιπὸν ἀπευθύνσθε τώρα πρὸς Ἐμὲ καὶ ζητεῖτε τὴν βοήθειάν μου; Ὅλοι σας χωρὶς καμμίαν ἐξαίρεσιν ἐδείξατε ἀσέβειαν πρὸς Ἐμέ· ὅλοι σας χωρὶς καμμίαν ἐξαίρεσιν παρέβητε τὸν ἅγιον νόμον μου, λέγει ὁ Κύριος.
30 μάτην ἐπάταξα τὰ τέκνα ὑμῶν, παιδείαν οὐκ ἐδέξασθε· μάχαιρα κατέφαγε τοὺς προφήτας ὑμῶν ὡς λέων ὀλοθρεύων, καὶ οὐκ ἐφοβήθητε. 30 Ματαίως ετιμώρησα τα τέκνα σας μήπως συνετισθήτε. Τιποτε δεν ωφεληθήκατε από την παιδαγωγικήν αυτήν θλίψιν. Εχθρική μάχαιρα κατέφαγε τους ψευδοπροφήτας σας. Ωσάν φοβερός λέων ολέθρου επήλθεν εναντίον σας ο εχθρός σας, και όμως σεις δεν εφοβηθήκατε! 29 Εἰς μάτην ἐτιμώρησα τὰ τέκνα σας μὲ σκοπὸν νὰ συνέλθετε· δὲν ἐδεχθήκατε τὰ πλήγματα τῆς παιδαγωγικῆς ράβδου μου· μάχαιρα τιμωρητικὴ κατέσφαξε τοὺς ψευδοπροφήτας σας.Ὁ ἐχθρὸς ὥρμησεν ἐναντίον σας ὡσὰν λιοντάρι ποὺ λεηλατεῖ καὶ καταστρέφει· καὶ ὅμως σεῖς δὲν ἐφοβηθήκατε!
31 ἀκούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· μὴ ἔρημος ἐγενόμην τῷ ᾿Ισραὴλ ἢ γῆ κεχερσωμένη; διατί εἶπεν ὁ λαός μου· οὐ κυριευθησόμεθα καὶ οὐχ ἥξομεν πρός σε ἔτι; 31 Ακούσατε, λοιπόν, τον λόγον του Κυρίου· αυτά λέγει ο Κυριος προς σας· Μηπως εγώ υπήρξα δια τον ισραηλιτικον λαόν έρημος και άκαρπος γη, γη χέρσος και ακαλλιέργητος; Διατί ο λαός μου είπε· δεν θα υποταχθώμεν εις την ίδικήν σου εξουσίαν, δεν θα έλθωμεν πλέον προς σέ. 30 Τώρα λοιπὸν σεῖς, ἡ παροῦσα γενεά, ἀκοῦστε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου· αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Μήπως ὑπῆρξα διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν γῆ ἔρημος, ἄκαρπος, ἄγονος καὶ χέρσα; Διατὶ λοιπὸν ὁ λαός μου εἶπεν· «εἴμεθα κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ μας· δὲν θὰ δεχθῶμεν τὴν ἰδικήν σου κυριαρχίαν καὶ δὲν θὰ ἔλθωμεν πλέον εἰς Σέ»;
32 μὴ ἐπιλήσεται νύμφη τὸν κόσμον αὐτῆς καὶ παρθένος τὴν στηθοδεσμίδα αὐτῆς; ὁ δὲ λαός μου ἐπελάθετό μου ἡμέρας, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. 32 Μηπως η νύμφη λησμονεί τα κοσμήματά της και η παρθένος τον πολύτιμον στηθόδεσμόν της; Ομως ο λαός μου με έλησμόνησε και μάλιστα επί χρόνον πολύν, τον οποίον κανείς δεν ημπορεί να υπολογίση. 31 Μήπως εἶναι δυνατὸν νὰ λησμονήση ἡ νύμφη τὰ κοσμήματα καὶ τὸν νυμφικὸν στολισμόν της καὶ ἡ παρθένος τὸν πολύτιμον στηθόδεσμόν της, ποὺ τονίζει τὴν κομψότητα καὶ λαμπρότητά της; Καὶ ὅμως ὁ λαός μου ἐλησμόνησε τὸν στολισμὸν καὶ τὴν εὐπρέπειαν, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐλάμπρυνα, καὶ μάλιστα ἐπὶ πάρα πολλές, ἀναρίθμητες ἡμέρες.
33 τί ἔτι καλὸν ἐπιτηδεύσεις ἐν ταῖς ὁδοῖς σου τοῦ ζητῆσαι ἀγάπησιν; οὐχ οὕτως· ἀλλὰ καὶ σὺ ἐπονηρεύσω τοῦ μιᾶναι τὰς ὁδούς σου. 33 Ποίον, λοιπόν, καλόν ενδιεφέρθης να κάμης εις την πορείαν της ζωής σου, ώστε να έχης το δικαίωμα να ζητήσης την αγάπην μου; Κανένα. Αλλά εξ αντιθέτου διέπραξες πονηρίας, ώστε να μιάνης με την ειδωλολατρειάν σου την ζωην σου. 32 Ποία λοιπὸν ἀγαθὰ ἔργα ἐφρόντισες νὰ ἐργασθῇς εἰς τὴν ζωήν σου, διὰ νὰ ἐξαλείψῃς τὰ ἁμαρτήματά σου καὶ νὰ καθαρισθῇς ἀπὸ αὐτά, ὥστε νὰ ζητήσῃς καὶ νὰ ἀξιωθῇς τῆς ἰδικῆς μου ἀγάπης; Κανένα! Ἀπ' ἐναντίας κατέβαλες κάθε ἀντίθετον προσπάθειαν καὶ ἐργάσθηκες τέτοια πονηρὰ ἔργα, ὥστε νὰ καταστήσῃς ἀκάθαρτον τὴν ζωήν σου μὲ τὴν εἰδωλολατρίαν.
34 καὶ ἐν ταῖς χερσί σου εὑρέθησαν αἵματα ψυχῶν ἀθώων· οὐκ ἐν διορύγμασιν εὗρον αὐτούς, ἀλλ' ἐπὶ πάσῃ δρυΐ. 34 Εις δε τα χέρια σου ευρέθησαν αίματα αθώων ανθρώπων. Και διέπραξες τους φόνους αυτούς όχι κρυφίως εις κάποιον απόμερον λάκκον, αλλά φανερά κάτω από κάθε δρυν, όπου συ προσέφερες θυσίαν τα αθώα νήπιά σου. 33 Ἐπὶ πλέον εἰς τὰ χέρια σου εὑρέθησαν αἵματα ἀθώων ἀνθρώπων.Τὸ δὲ φοβερὸν εἶναι ὅτι οἱ φόνοι αὐτοὶ δὲν διεπράχθησαν κρυφὰ εἰς κάποια σκοτεινὰ σπήλαια καὶ ἀπομέρους λάκκους, ἀλλὰ φανερὰ κάτω ἀπὸ κάθε βελανιδιάν, ὅπου προσέφερες θυσίαν τὰ ἀθῶα βρέφη σου.
35 καὶ εἶπας· ἀθῷός εἰμι, ἀλλὰ ἀποστραφήτω ὁ θυμὸς αὐτοῦ ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοὺ ἐγὼ κρίνομαι πρὸς σὲ ἐν τῷ λέγειν σε· οὐχ ἥμαρτον. 35 Και παρ' όλον τούτο είπες· Είμαι αθώος. Ας απομακρυνθή ο θυμός του Κυρίου από ε-μέ. Ιδού όμώς ότι εγώ έρχομαι εις αντιδικίαν προς σε· θα σε κρίνω, ακριβώς διότι συ αναιδώς ισχυρίζεσαι και διακηρύττεις· δεν έχω αμαρτήσει. 34 Καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, ἀντὶ νὰ ὁμολογήσῃς τὶς ἁμαρτίες σου, εἶπες μὲ ἀναίσχυντον ὕφος: Εἶμαι ἀθῶος· ἂς ἀπομακρυνθῇ λοιπὸν ὁ θυμός Του ἀπὸ ἐμέ»! Ἀλλ' Ἐγώ «ὁ Κύριος», ἰδού· θὰ σὲ εἰσαγάγω εἰς κρίσιν, διότι σὺ μὲ ἀναγκάζεις πρὸς τοῦτο, ἀφοῦ ἐπιμένεις, χωρὶς μάλιστα νὰ ἐντρέπεσαι, ἰσχυριζόμενος ὅτι «δὲν ἁμάρτησα»!
36 τί κατεφρόνησας σφόδρα τοῦ δευτερῶσαι τὰς ὁδούς σου; καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου καταισχυνθήσῃ, καθὼς κατῃσχύνθης ἀπὸ ᾿Ασσούρ. 36 Διατί τόσον με περιεφρόνησες, ώστε πολλές φορές να βαδίσης στους ειδωλολατρικούς σου δρόμους; Αλλά προλέγω· όπως κατησχύνθης από τους Αιγυπτίους, έτσι θα καταισχυνθής τώρα και από τους Ασσυρίους. 35 Διατὶ μὲ ἐπεριφρόνησες τόσον πολὺ καὶ μὲ τόσον θράσος, ὥστε ὄχι μίαν φορὰν καὶ ἀπὸ ἀδυναμίαν, ἀλλ’ ἐπανειλημμένως καὶ ἐνσυνειδήτως νὰ βαδίσῃς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς δρόμους σου; Ὅμως σὲ προειδοποιῷ: Θὰ κατεντροπιασθῇς ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους, ὅπως ἔχεις κατεντροπιασθῇ ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους.
37 ὅτι καὶ ἐντεῦθεν ἐξελεύσῃ, καὶ αἱ χεῖρές σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου· ὅτι ἀπώσατο Κύριος τὴν ἐλπίδα σου, καὶ οὐκ εὐοδωθήσῃ ἐν αὐτῇ. 37 Θα εξέλθης από την χώραν σου αυτήν νικημένος και αιχμάλωτος με τα χέρια σου επάνω στο κεφάλι σου, διότι ο Κυριος απέκρουσε και εματαίωσε την ελπίδα βοηθείας σου από ξένους λαούς. Δεν θα επιτύχης να λάβης καμμίαν βοήθειαν από αυτούς. 36 Διότι θὰ ἀναγκασθῇς νὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν χώραν σου καὶ νὰ βγῇς ἀπὸ αὐτὴν καὶ μάλιστα μὲ τὰ χέρια σου ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι σου, λόγῳ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τοῦ βαρυτάτου πένθους σου· διότι ὁ Κύριος ἀπέρριψε καὶ ἐματαίωσε τὴν ἐλπίδα, ποὺ ἐστήριξες εἰς τὴν βοήθειαν ξένων λαῶν· καὶ δὲν θὰ ἐπιτύχῃς νὰ λάβῃς τελικῶς καμμίαν βοήθειαν ἀπὸ αὐτούς «τοὺς Αἰγυπτίους».