Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρός με· ἐὰν στῇ Μωσῆς καὶ Σαμουὴλ πρὸ προσώπου μου, οὐκ ἔστιν ἡ ψυχή μου πρὸς αὐτούς· ἐξαπόστειλον τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ ἐξελθέτωσαν. 1 Ο Κυριος είπε προς εμέ· Εάν και αυτός ακόμη ο Μωϋσής και ο Σαμουήλ σταθούν ενώπιόν μου και προσευχηθούν υπέρ εκείνων, η ψυχή μου δεν θα κλίνη με το μέρος των, δεν θα τους λυπηθή. Στείλε μακράν από την Ιερουσαλήμ τον λαόν αυτόν, ας εξέλθουν από την Ιουδαίαν. 1 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὸς ὁ μέγας προφήτης καὶ νομοθέτης Μωϋσῆς καὶ ὁ ζηλωτὴς προφήτης Σαμουὴλ σταθοῦν ἐνώπιόν μου προσευχόμενοι καὶ μεσιτεύοντες ὑπὲρ αὐτῶν, ἡ ψυχή μου δὲν θὰ τοὺς λυπηθῇ καὶ δὲν θὰ τοὺς συμπαθήσῃ! Διῶξε τὸν λαόν, ἀπομάκρυνέ τον· ἂς φύγουν ἀπ' ἐμπρός μου!
2 καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι πρὸς σέ· ποῦ ἐξελευσόμεθα; καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ὅσοι εἰς θάνατον, εἰς θάνατον· καὶ ὅσοι εἰς μάχαιραν, εἰς μάχαιραν· καί ὅσοι εἰς λιμόν, εἰς λιμόν· καὶ ὅσοι εἰς αἰχμαλωσίαν, εἰς αἰχμαλωσίαν. 2 Και αν θα σε ερωτήσουν, που θα πάμε; Θα απαντήσης προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος. Οσοι από σας πρόκειται να αποθάνετε από θανατηφόρον νόσον, βαδίζετε προς τον θάνατον. Οσοι πρόκειται να φονευθήτε από έχθρικην μάχαιραν, θα φονευθήτε από αυτήν. Οσοι πρόκειται να αποθάνετε από τον λιμόν, θα αποθάνετε από τον λιμόν. Και όσοι πρόκειται να αιχμαλωτισθήτε, θα μεταβήτε αιχμάλωτοι εις την ξένην. 2 Ἐὰν δὲ σὲ ἐρωτήσουν, «ποὺ θὰ πάμε;», ἀπάντησε πρὸς αὐτοὺς τοῦτο: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ὅσοι ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ ἀποθάνετε ἀπὸ μολυσματικὴν ἀρρώστιαν, προχωρῆστε πρὸς τὸν θάνατον.Ὅσοι ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ φονευθῆτε ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι, προχωρῆστε νὰ φονευθῆτε ἀπὸ αὐτό.Ὅσοι ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ ἀποθάνετε ἀπὸ τὴν πεῖναν, πηγαίνετε νὰ ἀποθάνετε ἀπὸ πεῖναν.Καὶ ὅσοι ἀπὸ σᾶς πρόκειται νὰ ὁδηγηθῆτε εἰς αἰχμαλωσίαν, προχωρῆστε εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν.
3 καὶ ἐκδικήσω ἐπ' αὐτοὺς τέσσαρα εἴδη, λέγει Κύριος· τὴν μάχαιραν εἰς σφαγὴν καὶ τοὺς κύνας εἰς διασπασμὸν καὶ τὰ θηρία τῆς γῆς καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ εἰς βρῶσιν καὶ εἰς διαφθοράν. 3 Θα στείλω εναντίον αυτών, λέγει ο Κυριος, τέσσαρα ειδή τιμωρίας. Την έχθρικήν μάχαιραν δια την σφαγήν των, τους κύνας δια τον διαμελισμόν των σωμάτων των, τα θηρία της γης και τα πετεινά του ουρανού, δια να καταφάγουν τας σάρκας των και τους εξαφανίσουν. 3 Καὶ θὰ ἐξαποστείλω ἐναντίον τους τέσσερα εἴδη τιμωριῶν, λέγει ὁ Κύριος: Τὴν μάχαιραν τῶν ἐχθρῶν διὰ τὴν σφαγήν των· τοὺς σκύλους διὰ νὰ ξεσχίσουν καὶ κατακομματιάσουν τὰ πτώματά των· τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ διὰ νὰ τοὺς καταβροχθίσουν καὶ τοὺς ἐξαφανίσουν.
4 καὶ παραδώσω αὐτοὺς εἰς ἀνάγκας πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς διὰ Μανασσῆ υἱὸν ᾿Εζεκίου βασιλέως ᾿Ιούδα, περὶ πάντων ὧν ἐποίησεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 4 Θα παραδώσω αυτούς δούλους εις εξυπηρέτησιν των αναγκών όλων των βασιλείων της γης, εξ αιτίας του Μανασσή, υιού του Εζεκίου, βασιλέως Ιούδα, δι' όλα τα αμαρτήματα, τα οποία αυτός διέπραξε εις την Ιερούσαλήμ. 4 Θὰ τοὺς παραδώσω εἰς διαφόρους πόνους καὶ θλίψεις καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀναγκῶν ὅλων τῶν βασιλείων τῆς γῆς, ἕνεκα τοῦ βασιλιᾶ Μανασσῆ, υἱοῦ του Ἐζεκία, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ τὴν ὅλην ἀσεβῆ διαγωγήν του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ».
5 τίς φείσεται ἐπὶ σοί, ῾Ιερουσαλήμ; καὶ τίς δειλιάσει ἐπὶ σοί; ἢ τίς ἀνακάμψει εἰς εἰρήνην σοι; 5 Ποιός θα σε λυπηθή, Ιερουσαλήμ; Ποιός θα καταληφθή από δέος και συμπάθειαν δια τας θλίψεις σου; Ποιός θα παρεκκλίνη από την οδόν του, δια να σε χαιρετήση· 5 Ποῖος θὰ σὲ λυπηθῇ, Ἱερουσαλήμ; Ποῖος θὰ αἰσθανθῇ δειλίαν καὶ θὰ ἐκδηλώσῃ συμπάθειαν διὰ τὰ δεινά σου; Ἢ ποῖος θὰ ἀλλάξῃ τὴν πορείαν του καὶ θὰ παρεκκλίνῃ ἀπὸ αὐτὴν διὰ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τῆς καταστάσεώς σου;
6 σὺ ἀπεστράφης με, λέγει Κύριος, ὀπίσω πορεύσῃ, καὶ ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου καὶ διαφθερῶ σε, καὶ οὐκέτι ἀνήσω αὐτούς. 6 Συ με εγκατέλειψες, λέγει ο Κυριος. Εστρεψες προς εμέ τα νώτα σου. Και εγώ θα απλώσω τιμωρόν την χείρα μου και θα σε εξολοθρεύσω και δεν θα σε αφήσω να ζήσης. 6 «Σὺ μὲ ἀπεδοκίμασες, ἔστρεψες ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν σου μὲ περιφρόνησιν», λέγει ὁ Κύριος, «μοῦ ἐγύρισες τὴν πλάτην «ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Θὰ ταπεινωθῇς».Καὶ Ἐγὼ τώρα θὰ ἀπλώσω τὸ παντοκρατορικὸν χέρι μου καὶ θὰ σὲ καταστρέψω, καὶ ἀφοῦ παύσω πλέον νὰ μακροθυμῶ, δὲν θὰ ἀφήσω τὰ τέκνα σου νὰ ζήσουν.
7 καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ· ἐν πύλαις λαοῦ μου ἠτεκνώθησαν, ἀπώλεσαν τὸν λαόν μου διὰ τὰς κακίας αὐτῶν. 7 Θα διασκορπίσω τα τέκνα σου εξόριστα ανά τα διάφορα έθνη. Αι πόλστου λαού της υπαίθρου έχασαν τα τέκνα των. Εχασαν τον λαόν, που κατοικούσεν εις αυτάς εξ αιτίας των κακιών των. 7 Καὶ θὰ διασκορπίσω τοὺς κατοίκους σου ὡς ἐξορίστους μεταξὺ τῶν διαφόρων ἐθνῶν.Οἱ πόλεις μὲ τὸν πολὺν πληθυσμὸν ἔμειναν ἔρημες, χωρὶς κατοίκους· ἔχασαν τὸν λαόν μου, ὁ ὁποῖος κατοικοῦσε εἰς αὐτές, ἕνεκα τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς εἰδωλολατρίας των.
8 ἐπληθύνθησαν αἱ χῆραι αὐτῶν ὑπὲρ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης· ἐπήγαγον ἐπὶ μητέρα νεανίσκους ταλαιπωρίαν ἐν μεσημβρίᾳ, ἐπέρριψα ἐπ' αὐτὴν ἐξαίφνης τρόμον καὶ σπουδήν. 8 Αι χήραι αυτών επληθύνθησαν περισσότερον από την άμμον της θαλάσσης. Εφερα εις μητέρα νεαρών ανδρών θλίψιν βαρείαν εν πλήρει μεσημβρία, έρριψα επάνω εις αυτήν αιφνιδίως τρόμον και αναταραχήν. 8 Οἱ χῆρες τῶν ἔγιναν πλῆθος πολύ, περισσότερον ἀπὸ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.Ἔφερα εἰς τὴν μητέρα νεαρῶν πολεμιστῶν μεγάλην θλῖψιν ἔξαφνα, εἰς ἀπρόσμενον ὥραν, ἔρριψα ἐπάνω της αἰφνιδίως φόβον καὶ ταραχήν.
9 ἐκενώθη ἡ τίκτουσα ἑπτά, ἀπεκάκισεν ἡ ψυχὴ αὐτῆς, ἐπέδυ ὁ ἥλιος αὐτῇ ἔτι μεσούσης τῆς ἡμέρας, κατῃσχύνθη καὶ ὠνειδίσθη· τοὺς καταλοίπους αὐτῶν εἰς μάχαιραν δώσω ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν. 9 Η πολύτεκνος μητέρα έμεινεν έρημος από παιδιά. Επόνεσε και εσβησεν η ψυχή της. Εδυσε πλέον δι αυτήν ο ήλιος, ενώ ακόμη ήτο μεσημβρία. Εδοκίμασεν αισχύνην και όνειδος δια την ατεκνίαν της. Τους απομείναντας από αυτούς θα παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των εις σφαγήν. 9 Ἡ μητέρα πολλῶν τέκνων ἔμεινεν ἔρημη ἀπὸ παιδιά· βυθισμένη εἰς τὸ πένθος ἀπέκαμεν, ἐλιποψύχησεν ἔδυσε πλέον δι' αὐτὴν ὁ ἥλιος, ἐνῷ ἦταν ἀκόμη μεσημέρι.Κατεντροπιάσθη, ἀπεγοητεύθη, ἐγέμισεν ἀπὸ ὄνειδος διὰ τὴν ἀτεκνίαν.Ὅσοι κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας ἀπέμειναν, θὰ τοὺς παραδώσω εἰς τὸ μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν των πρὸς σφαγήν».
10 Οἴμοι ἐγὼ μῆτερ, ὡς τίνα με ἔτεκες; ἄνδρα δικαζόμενον καὶ διακρινόμενον πάσῃ τῇ γῇ· οὔτε ὠφέλησα, οὔτε ὠφέλησέ με οὐδείς· ἡ ἰσχύς μου ἐξέλιπεν ἐν τοῖς καταρωμένοις με. 10 Αλλοίμονον εις εμέ, μητέρα μου, θρηνολογεί ο προφήτης. Ωσάν ποίον αν-θρωπον με εγέννησες; Ανθρωπον συρόμενον εις διαδικασίας και φιλονεικίας εις όλην την χώραν. Ούτε εγώ άλλον τινά ωφέλησα, ούτε και κανείς με ωφέλησεν. Εσβησεν η αντοχή μου εξ αιτίας εκείνων, οι οποίοι με κατηρώντο. 10 Ὁ Ἱερεμίας θρηνεῖ καὶ λέγει: Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ, μητέρα μου, ὡσὰν ποίου εἴδους ἄνθρωπον μὲ ἐγέννησες διὰ νὰ εἶμαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων; Μὲ ἐγέννησες διὰ νὰ εἶμαι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δικάζεσαι, διακρίνεται διὰ τοὺς ἐλέγχους, διὰ τὶς ἐπιπλήξεις, διὰ τὴν διδασκαλίαν εἰς ὅλην τὴν χώραν.Ἐγὼ οὔτε κανένα ὠφέλησα, ἀλλ' οὔτε καὶ ὠφέλειαν ἔλαβα ἀπὸ κανένα ἄλλον.Ἡ ψυχική μου ἀντοχὴ καὶ δύναμις ἐξηντλήθησαν ἀπὸ τὶς κατάρες καὶ λοιδορίες, ποὺ δέχομαι ἐκ μέρους ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀκούουν τὶς προφητεῖες μου.
11 γένοιτο, δέσποτα, κατευθυνόντων αὐτῶν, εἰ μὴ παρέστην σοι ἐν καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν καὶ ἐν καιρῷ θλίψεως αὐτῶν εἰς ἀγαθὰ πρὸς τὸν ἐχθρόν. 11 Ας πραγματοποιηθούν, Δέσποτα, αι καταραι των εχθρών μου, εάν εγώ δεν επαρουσιάσθην ενώπιόν σου δια της προσευχής εις περίοδον των συμφορών και εις καιρόν αυτών των θλίψεων και να σε παρακαλέσω· ας δώσης προς τους εχθρούς μου αγαθά. 11 Εἴθε, δέσποτα Κύριε, νὰ ἐκπληρωθοῦν καὶ νὰ εὐοδωθοῦν οἱ ἐναντίον μου κατάρες των, ἐὰν ἐγὼ δὲν ἔχω παρονσιασθῇ ἐνώπιόν σου μὲ τὴν προσευχὴν καὶ ἱκεσίαν μου ὑπὲρ αὐτῶν κατὰ τὴν περίοδον τῶν συμφορῶν των καὶ κατὰ τὴν περίοδον τῶν θλίψεων των· εἴθε οἱ ἐναντίον μου κατάρες των νὰ εὐοδωθοῦν καὶ οἱ ἐχθροί μου αὐτοὶ νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθά σου.
12 εἰ γνωσθήσεται σίδηρος; καὶ περιβόλαιον χαλκοῦν ἡ ἰσχύς σου. 12 Μηπως, τάχα, θα γίνη γνωστή σιδηρά πολεμική των εχθρών; Η δύναμίς σου θα φανή ωσάν να είναι ασθενής, ωσάν λεπτόν περίβλημα χαλκού. 12 «Ὁ Θεός, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν λαόν, λέγει:» «Ὅταν ἐμφανισθῇ ὁ ἐχθρός, τοῦ ὁποίου ἡ πολεμικὴ δύναμις εἶναι ἰσχυρὰ ὅπως ὁ σίδηρος, τὶ θὰ κάμῃς; Ἡ ἰδική σου δύναμις θὰ εἶναι ἀσθενέστερη, ὅπως τὸ περίβλημα τοῦ χαλκοῦ εἶναι ἀσθενέστερον ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ σιδήρου.
13 καὶ τοὺς θησαυρούς σου εἰς προνομὴν δώσω ἀντάλλαγμα διὰ πάσας τὰς ἁμαρτίας σου καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου. 13 Θα παραδώσω τους θησαυρούς σου, λέγει ο Θεός, εις λαφυραγωγίαν, αντάλλαγμα δι' όλας τας αμαρτίας σου καθ' όλην την έκτασιν της χώρας σου. 13 Τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ πλύυτη σου θὰ παραδώσω εἰς λεηλασίαν ὡς ἀντάλλαγμα καὶ ἀντίδοσιν δι’ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου καθ' ὅλην τὴν ἔκτασιν τῆς Ἰουδαίας, τῆς χώρας σου.
14 καὶ καταδουλώσω σε κύκλῳ τοῖς ἐχθροῖς σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ οὐκ ᾔδεις· ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ θυμοῦ μου, ἐφ' ὑμᾶς καυθήσεται. 14 Θα σε υποτάξω δούλον στους γύρω εχθρούς σου, εις χώραν την οποίαν δεν γνωρίζεις. Διότι άναψεν η φωτιά του θυμού μου εναντίον σας και θα σας κάψη. 14 Καὶ θὰ σὲ καθυποτάξω ὡς δοῦλον εἰς τοὺς γύρω ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν ἐχθρούς σου, αὐτοὶ δὲ θὰ σὲ ὁδηγήσουν ὡς αἰχμάλωτον εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν δὲν γνωρίζεις.Διότι φωτιὰ ἔχει ἀνάψει μέσα μου, πυρκαϊὰ ἀπὸ τὴν δικαίαν ὀργήν μου, καὶ θὰ σᾶς κατακαύσῃ».
15 Κύριε, μνήσθητί μου καὶ ἐπίσκεψαί με καὶ ἀθῴωσόν με ἀπὸ τῶν καταδιωκόντων με μὴ εἰς μακροθυμίαν· γνῶθι ὡς ἔλαβον περὶ σοῦ ὀνειδισμὸν 15 Κυριε, λέγει ο προφήτης, μνήσθητί μου και άλα εις επίσκεψίν μου εν τη καλωσύνη μου προς σωτηρίαν. Απάλλαξέ με από εκείνους, οι οποίοι με καταδιώκουν. Μη εξακολουθής να δείχνεσαι μακρόθυμος προς αυτούς. Μαθε ότι εγώ υπέστην εξευτελισμούς και καταφρονήσεις δια το Ονομά σου 15 Κύριε, «λέγει ὁ Ἱερεμίας», ἐνθυμήσου με, φρόντισέ με καὶ ἀθώωσέ με ἀπὸ τὶς κατηγορίες ἐκείνων ποὺ μὲ καταδιώκουν, μὴ μὲ παραδώσῃς εἰς τὰ χέρια των καὶ μὴ μακροθυμῇς πρὸς αὐτούς.Μάθε ὅτι χάριν Σοῦ ἐδέχθην ὀνειδισμοὺς καὶ χλευασμοὺς
16 ὑπὸ τῶν ἀθετούντων τοὺς λόγους σου· συντέλεσον αὐτούς, καὶ ἔσται ὁ λόγος σου ἐμοὶ εἰς εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καρδίας μου, ὅτι ἐπικέκληται τὸ ὄνομά σου ἐπ' ἐμοί, Κύριε παντοκράτωρ. 16 εκ μέρους των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι παραβαίνουν τας εντολάς σου. Τιμώρησέ τους ολοκληρωτικώς. Και τότε τα λόγια σου θα είναι εις εμέ ευφροσύνη και χαρά καρδίας, διότι εγώ το Ονομά σου με πίστιν έχω επικαλεσθή, Κυριε παντοκράτορ. 16 ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τὶς ἅγιες ἐντολές σου.Τιμώρησέ τους, ἀποτελείωσέ τους, καὶ τότε θὰ εἶναι ὁ λόγος σου εἰς ἐμὲ πρόξενος χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης εἰς τὴν καρδίαν μου, διότι τὸ ἅγιον Ὄνομά σου ἔχω ἐγὼ ἐπικαλεσθῇ, Κύριε παντοκράτορ.
17 οὐκ ἐκάθισα ἐν συνεδρίῳ αὐτῶν παιζόντων, ἀλλὰ εὐλαβούμην ἀπὸ προσώπου χειρός σου· καταμόνας ἐκαθήμην, ὅτι πικρίας ἐνεπλήσθην. 17 Δεν παρεκάθησα εγώ εις τας συγκεντρώσεις των, όταν αυτοί διεσκέδαζαν, διότι εσεβόμην σε και εφοβούμην την τιμωρόν χείρα σου. Μονος εκαθήμην· εγέμισεν η ψυχή μου από πικρίαν. 17 Δὲν παρεκάθησα ποτὲ εἰς τὰ συνέδριά των, ὅταν αὐτοὶ διεσκέδαζαν χλευάζοντες καὶ ἐργαζόμενοι ἔργα ἄξια γέλωτος, ἀλλ’ ἔδειχνα βαθύτατον σεβασμὸν καὶ ἱερὸν δέος πρὸς τὸ τιμωρὸν χέρι Σου.Ἐκαθόμουν μόνος, χωρισμένος ἐντελῶς ἀπὸ αὐτούς, διότι ἡ ψυχή μου ἐγέμισεν ἀπὸ πικρίαν.
18 ἵνα τί οἱ λυποῦντές με κατισχύουσί μου; ἡ πληγή μου στερεά, πόθεν ἰαθήσομαι; γινομένη ἐγενήθη μοι ὡς ὕδωρ ψευδὲς οὐκ ἔχον πίστιν. 18 Διατί αυτοί, οι οποίοι με θλίβουν, υπερισχύουν εναντίον μου; Η πληγή μου είναι μόνιμος και μεγάλη. Ποτε θα θεραπευθώ από αυτήν; Εγινεν εις εμέ ωσάν μολυσμένον επιβλαβές νερό, στο οποίον δεν έχει εμπιστοσυνην κανείς. 18 Διατὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ λυποῦν, ὑπερισχύουν εἰς βάρος μου; Ἡ πληγὴ τῆς ψυχῆς μου εἶναι μεγάλη καὶ ἀθεράπευτος· ἀπὸ ποὺ καὶ πότε θὰ θεραπευθῶ; Ἡ προφητεία μου κατήντησεν ὅπως τὸ νερό, ποὺ τρέχει συνεχῶς καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἄστατον· καὶ ὅπως εἰς τὸ ἄστατον νερὸ δὲν ἔχει κανεὶς ἐμπιστοσύνην, ἔτσι δὲν ἔχουν ἐμπιστοσύνην καὶ εἰς τὰ λόγια τῆς προφητείας μου, διότι δὲν τὰ θεωροῦν ἀξιόπιστα καὶ ἀληθινά!
19 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν ἐπιστρέψῃς, καὶ ἀποκαταστήσω σε, καὶ πρὸ προσώπου μου στήσῃ· καὶ ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα μου ἔσῃ· καὶ ἀναστρέψουσιν αὐτοὶ πρὸς σέ, καὶ σὺ οὐκ ἀναστρέψεις πρός αὐτούς. 19 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος προς τον προφήτην· Εάν επιοτρεψης προς εμέ με πίστιν και ειλικρίνειαν, θα σε αποκαταστήσω εις την προτέραν σου θέσιν και θα σου δώσω το δικαίωμα μετά θάρρους να ίστασαι ενώπιόν μου. Εάν ξεχωρίσης τον αληθινόν και τίμιον λόγον μου από τον ανάξιον και ψευδή, θα είσαι συ ωσάν το ιδικόν μου στόμα, και τότε θα επιστρέψουν οι άλλοι προς σέ, συ δε δεν θα επιστρέψης προς αυτούς. 19 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὸν Ἱερεμίαν: «Ἐὰν ἐπιστρέψῃς εἰς Ἐμὲ μὲ ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην καὶ παύσῃς ἀπὸ τοῦ νὰ ὑπολογίζῃς τὴν ἀνθρωπίνην κρίσιν καὶ ἐκτίμησιν, θὰ σὲ ἀποκαταστήσω εἰς τὴν προηγουμένην σου θέσιν, ὁπότε θὰ ἠμπορῆς νὰ στέκεσαι ἐνώπιόν μου μὲ παρρησίαν καὶ θάρρος, ὅπως καὶ προηγουμένως.Καὶ ἐὰν διακρίνῃς μεταξὺ τοῦ πολυτίμου, ἀληθινοῦ καὶ εἰλικρινοῦς λόγου μου καὶ τοῦ εὐτελοῦς καὶ ψευδοῦς λόγου τῶν ἀνθρώπων, τότε θὰ γίνῃς ὅπως τὸ ἰδικόν μου ἀληθινὸν καὶ ἀψευδὲς στόμα.Καὶ τότε θὰ ἐπιστρέψουν εἰς σὲ οἱ ἄλλοι, θὰ σὲ ἔχουν ἀνάγκην καὶ θὰ σὲ παρακαλοῦν, ἐνῷ σὺ δὲν θὰ ἐπιστρέψῃς πρὸς αὐτούς.
20 καὶ δώσω σε τῷ λαῷ τούτῳ ὡς τεῖχος ὀχυρὸν χαλκοῦν, καὶ πολεμήσουσι πρὸς σὲ καὶ οὐ μὴ δύνωνται πρὸς σέ, διότι μετὰ σοῦ εἰμι τοῦ σῴζειν σε 20 Θα σε καταστήσω απέναντι του λαού αυτού ως ένα οχυρόν εκ χαλκού τείχος. Αυτοί θα πολεμήσουν εναντίον σου, αλλά δεν θα δυνηθούν να σε καταβάλουν, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, να σε σώζω 20 Καὶ θὰ σὲ καταστήσω ἐνώπιον τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ὡσὰν ἕνα ὀχυρὸν τεῖχος κατεσκευασμένον ἀπὸ χαλκόν.Αὐτοὶ δὲ θὰ πολεμήσουν ἐναντίον σου, ἀλλὰ δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ σὲ νικήσουν, διότι μαζί σου θὰ εἶμαι Ἐγώ, διὰ νὰ σὲ σώζω
21 καὶ τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε ἐκ χειρὸς πονηρῶν καὶ λυτρώσομαί σε ἐκ χειρὸς λοιμῶν. 21 και να σε γλυτώνω από τα χέρια των πονηρών ανθρώπων· και θα σε γλυτώσω από ανθρώπους διεφθαρμένους. 21 καὶ νὰ σὲ λυτρώνω ἀπὸ τὰ ἁρπακτικὰ χέρια ἀνθρώπων πονηρῶν, καὶ θὰ σὲ γλυτώσω ἀπὸ τὴν τυραννικὴν λαβὴν ἀνθρώπων διεφθαρμένων».