Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
2 ΑΚΟΥΣΑΤΕ λόγον Κυρίου πᾶσα ᾿Ιουδαία. | 2 Ολη η χώρα της Ιουδαίας, όλοι οι κατοικούντες εις αυτήν ακούσατε λόγον Κυρίου· | 2 Ακούσατε λόγον Κύριον ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας. |
3 τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· διορθώσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν, καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ. | 3 αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Διορθώσατε τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα σας, και εγώ θα σας εγκαταστήσω ασφαλώς και μονίμως στον τόπον αυτόν. | 3 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: «Διορθώσατε τὴν σνμπεριφοράν σας καὶ σωφρονισθῆτε ὡς πρὸς τὴν ὅλην διαγωγήν σας, καὶ Ἐγὼ θὰ ἀποσύρω τὶς ἀπειλὲς καὶ θὰ σᾶς ἀφήσω νὰ κατοικῆτε ἀσφαλῶς καὶ μονίμως εἰς τὸν τόπον αὐτόν. |
4 μὴ πεποίθατε ἐφ' ἑαυτοῖς ἐπὶ λόγοις ψευδέσιν, ὅτι τὸ παράπαν οὐκ ὠφελήσουσιν ὑμᾶς λέγοντες· ναὸς Κυρίου, ναὸς Κυρίου ἐστίν. | 4 Μη έχετε πεποίθησιν στον εαυτόν σας. Μη δίδετε εμπιστοσύνην εις τα ψευδή λόγια των ψευοοπροφητών, διότι τίποτε απολύτως δεν θα σας ωφελήσουν εκείνοι οι οποίοι λέγουν· Ο ναός του Κυρίου ευρίσκεται εις την χώραν μας, άρα ο Θεός είναι μαζή μας! | 4 Μὴ στηρίζετε τὴν πεποίθησιν καὶ τὴν ἐλπίδα σας εἰς τοὺς ἑαυτούς σας καὶ μὴ δίδετε ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ ἀπατηλὰ καὶ παραπλανητικὰ λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν.Διότι καθόλου δὲν πρόκειται νὰ σᾶς ὠφελῆσουν ὅσοι λέγουν: Ὁ ναὸς τοῦ Κυρίου εἶναι· ὁ ναὸς τὸν Κυρίου εἶναι αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν μας· ἑπομένως μᾶς προστατεύει ὁ Θεός· πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν κάποιος νὰ τὸν κυριεύσῃ καὶ νὰ μᾶς καταστρέψῃ; |
5 ὅτι ἐὰν διορθοῦντες διορθώσητε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν καὶ ποιοῦντες ποιήσητε κρίσιν ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πλησίον αὐτοῦ | 5 Μονον εάν με επιμέλειαν και αποφασιστικότητα διορθώσετε τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα των χειρών σας, εάν εφαρμόσετε και αποδόσετε δικαιοσύνην μεταξύ του ενός ανθρώπου και του άλλου ανθρώπου, | 5 Διότι μόνον ἐὰν ἀποφασίσετε σταθερὰ νὰ διορθώσετε τὴν συμπεριφοράν σας καὶ νὰ σωφρονισθῆτε, ὥστε νὰ ἀπονέμετε δικαιοσύνην μεταξὺ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου, τὸν πλησίον του· |
6 καὶ προσήλυτον καὶ ὀρφανὸν καὶ χήραν μὴ καταδυναστεύσητε καὶ αἷμα ἀθῷον μὴ ἐκχέητε ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων μὴ πορεύησθε εἰς κακὸν ὑμῖν, | 6 εάν δεν καταδυναστεύετε τον ξένον, το ορφανόν και την χήραν, εάν δεν χύνετε αίμα αθώου στον τόπον αυτόν και δεν τρέχετε πίσω από ξένους ειδωλολατρικούς θεούς, προς καταστροφήν σας και όλεθρόν σας, | 6 καὶ μόνον ἐὰν παύσετε νὰ καταπιέζετε καὶ νὰ ἐκμεταλλεύεσθε τὸν ἐθνικόν, ποὺ προσειλκύσθη εἰς τὴν ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγινε προσήλυτος, τὸ ὀρφανὸν καὶ τὴν χήραν· καὶ ἐὰν σταματήσετε νὰ χύνετε αἷμα ἀθώου ἀνθρώπου εἰς τὸν τόπον αὐτόν· καὶ ἐὰν σταματήσετε νὰ τρέχετε πίσω ἀπὸ ξένους θεούς, θεοὺς εἰδωλολατρικούς, πρὸς τιμωρίαν καὶ καταστροφήν σας, |
7 καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐν γῇ, ᾗ ἔδωκα τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος. | 7 εγώ θα σας εγκαταστήσω ως μονίμους κατοίκους εις την χώραν αυτήν, εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν έδωσα στους προγόνους σας από αρχαιοτάτων χρόνων, δια να γίνη και μείνη παντοτεινή σας κατοικία. | 7 τότε καὶ μόνον θὰ σᾶς ἐγκαταστήσω μονίμως καὶ ἀσφαλῶς εἰς τὸν τόπον τοῦτον, εἰς τὴν χώραν αὐτὴν τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν ἔδωκα ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς προπάτορές σας ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, διὰ νὰ τὴν κατέχουν αἰωνίως. |
8 εἰ δὲ ὑμεῖς πεποίθατε ἐπὶ λόγοις ψευδέσιν, ὅθεν οὐκ ὠφεληθήσεσθε, | 8 Εάν όμως σεις στηρίξετε την πεποίθησιν σας στους ψευδείς λόγους των ψευδοπροφητών, από τους οποίους τίποτε δεν έχετε να ωφεληθήτε, | 9 Ἐὰν ὅμως σεῖς δίδετε ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ ἀπατηλὰ καὶ παραπλανητικὰ λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἔχετε νὰ ὠφεληθῆτε τίποτε· |
9 καὶ φονεύετε καὶ μοιχᾶσθε καὶ κλέπτετε καὶ ὀμνύετε ἐπ' ἀδίκῳ καὶ θυμιᾶτε τῇ Βάαλ καὶ ἐπορεύεσθε ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων, ὧν οὐκ οἴδατε, τοῦ κακῶς εἶναι ὑμῖν | 9 και διαπράττετε φόνους και μοιχείας και κλέπτετε και ορκιζεσθε ψευδείς και αδίκους όρκους και προσφέρετε θυμίαμα στο είδωλον του Βααλ, εάν γενικώς, προς ιδικήν σας συμφοράν και θλίψιν, ακολουθήτε οπίσω ξένων θεών, οπίσω των ειδώλων, τα οποία προηγουμένως δεν γνωρίζατε, εάν καθ' ον χρόνον διαπράττετε ακόμη τας παραβάσεις αυτάς | 9 καὶ ἐὰν συνεχίσετε νὰ φονεύετε, νὰ μοιχεύετε, νὰ κλέπτετε, νὰ ψευδορκῆτε καὶ νὰ ἐπιορκῆτε, νὰ προσφέρετε θυμίαμα εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν θεὸν Βάαλ καὶ γενικῶς νὰ τρέχετε πρὸς τιμωρίαν καὶ καταστροφήν σας πίσω ἀπὸ ξένους θεούς, θεοὺς εἰδωλολατρικούς, τοὺς ὁποίους δὲν εἴχατε γνωρίσει προηγουμένως· |
10 καὶ ἤλθετε καὶ ἔστητε ἐνώπιον ἐμοῦ ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτῷ, καὶ εἴπατε· ἀπεσχήμεθα τοῦ μὴ ποιεῖν πάντα τὰ βδελύγματα ταῦτα, | 10 αμετανόητοι έλθετε και σταθήτε ενώπιόν μου στον οίκον μου, ο οποίος φέρει το Ονομά μου, και όρθιοι να μου ειπήτε, ότι ημείς έχομεν απομακρυνθή από όλα αυτά τα βδελυρά πράγματα, | 10 ἐὰν λοιπὸν συνεχίσετε νὰ ἐργάζεσθε ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν μετανοήσετε, ἔλθετε δὲ καὶ σταθῆτε ἐμπρός μου εἰς τὸν Ναὸν αὐτόν, ὁ ὁποῖος φέρει τὸ ὄνομά μου, καὶ εἴπητε μὲ αὐθάδειαν καὶ ὑποκρισίαν: «Ἔχομεν ἀπομακρυνθῇ, ἀπέχομεν πλέον ἀπὸ τὰ μισητὰ καὶ σιχαμερὰ αὐτὰ ἔργα!» |
11 μὴ σπήλαιον λῃστῶν ὁ οἶκός μου, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτῷ ἐκεῖ, ἐνώπιον ὑμῶν; καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἑώρακα, λέγει Κύριος, | 11 εγώ σας απαντώ· μήπως δια σας ο ναός μου, ο αφιερωμένος στο Ονομά μου, εγινε σπήλαιον ληστών; Ιδού εγώ βλέπω καλά, ποίοι είσθε και τι πράττετε, λέγει ο Κυριος. | 11 Ἐγὼ ἀπαντῶ: «Μήπως ὁ Ναός μου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀφιερωμένος εἰς τὸ ὄνομά μου, ἔγινε διὰ σᾶς σπήλαιον, ὅπου κατοικοῦν λησταί; Ἀλλ' ἰδού· Εγὼ ὡς παντογνώστης εἶδα καὶ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὴν ἁμαρτωλὴν καὶ ἀσεβῆ διαγωγήν σας· δὲν μοῦ διαφεύγει ἡ εἰδωλολατρία σας», λέγει ὁ Κύριος. |
12 ὅτι πορεύθητε εἰς τὸν τόπον μου τὸν ἐν Σηλώ, οὗ κατεσκήνωσα τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ ἔμπροσθεν, καὶ ἴδετε ἃ ἐποίησα αὐτῷ ἀπὸ προσώπου κακίας λαοῦ μου ᾿Ισραήλ. | 12 Πηγαίνετε στον τόπον μου, εις Σηλώ, όπου εις παλαιοτέραν εποχήν εγώ είχα κατασκηνώσει και επεκαλείτο εκεί το Ονομά μου, ιδέτε εκείνα, τα οποία εγώ έκαμα εξ αιτίας της παρανομίας του ισραηλιτικού λαού. | 12 Μὴ θαρρεῖτε ἑπομένως εἰς τὸν Ναόν, ἐφ' ὅσον ἐφανήκατε ἀσεβεῖς ἀπέναντί μου καὶ εἰσέρχεσθε ἀδιαφόρως εἰς αὐτόν.Καὶ διὰ νὰ βεβαιωθῆτε περὶ τούτου, πηγαίνετε εἰς τὸν τόπον, ὁ ὁποῖος ἦταν κάποτε ἰδικός μου, τὴν Σηλώ, ὅπου εἰς τὰ παλαιότερα χρόνια εἶχα κατασκηνώσει μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ τὴν ἱερὰν Κιβωτὸν πηγαίνετε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἴδετε τὶ ἔκαμα εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἕνεκα τῆς κακοηθείας καὶ ἀποστασίας τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου. |
13 καὶ νῦν ἀνθ' ὧν ἐποιήσατε πάντα τὰ ἔργα ταῦτα, καὶ ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου, καὶ ἐκάλεσα ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀπεκρίθητε, | 13 Και τώρα επειδή και σεις επράξατε όλα εκείνα τα πονηρά έργα των προγόνων σας και ωμίλησα προς σας και δεν ηθελήσατε να υπακούσετε, σας εκάλεσα και δεν απαντήσατε, | 13 Καὶ τώρα, ἐπειδὴ ἐκάματε ὅλα τὰ ἀσεβῆ καὶ βλάσφημα ἔργα τῶν προγόνων σας· σᾶς ὡμίλησα δὲ καὶ δὲν μοῦ ὑπηκούσατε, καὶ σᾶς ἐκάλεσα, σεῖς ὅμως δὲν ἀνταπεκρίθητε εἰς τὴν πρόσκλησίν μου, |
14 τοίνυν κἀγὼ ποιήσω τῷ οἴκῳ τούτῳ, ᾧ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτῷ, ἐφ' ᾧ ὑμεῖς πεποίθατε ἐπ' αὐτῷ, καὶ τῷ τόπῳ, ᾧ ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καθὼς ἐποίησα τῇ Σηλώ. | 14 λοιπόν, και εγώ θα πράξω στον τόπον αυτόν, όπου επικαλείται το Ονομά μου και στον οποίον και σεις είχατε πίστιν και πεποίθησιν, στον τόπον αυτόν τον οποίον εδωσα εις σας και στους προγόνους σας, θα κάμω ο,τι έκαμα και εις την περιοχήν Σηλώ. | 14 διὰ τοῦτο λοιπὸν θὰ κάμω καὶ Ἐγὼ εἰς τὸν οἶκον αὐτόν, τὸν Ναὸν τὸν ἀφιερωμένον εἰς Ἐμέ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπικαλεῖται τὸ Ὄνομά μου καὶ εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς ἐστηρίξατε τὴν πεποίθησίν σας, εἰς τὸν τόπον αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἔδωκα εἰς σᾶς καὶ εἰς τοὺς προπάτορές σας, ὅπως καὶ ὅ,τι ἔκαμα εἰς τὸ παλαιὸν κατοικητήριόν μου, τὴν Σηλώ. |
15 καὶ ἀπορρίψω ὑμᾶς ἀπὸ προσώπου μου, καθὼς ἀπέρριψα τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν, πᾶν τὸ σπέρμα ᾿Εφραίμ. | 15 Θα σας απορρίψω από ενώπιόν μου, όπως απέρριψα τους αδελφούς σας, όλην την φυλήν του Εφραίμ. | 15 Θὰ σᾶς ἀποδοκιμάσω καὶ θὰ σᾶς ἀπορρίψω ἀπὸ ἐμπρός μου, ὅπως ἀπέρριψα τοὺς ἀδελφούς σας Ἰσραηλίτας τοῦ βορείου βασιλείου, ὅλους τοὺς ἀπογόνους τῆς φυλῆς Ἐφραίμ». |
16 καὶ σύ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξιοῦ τοῦ ἐλεηθῆναι αὐτοὺς καὶ μὴ εὔχου καὶ μὴ προσέλθῃς μοι περὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι. | 16 Και συ, προφήτα Ιερεμία, παύσε να προσεύχεσαι υπέρ του λαού αυτού και μη έχης την αξίωσιν να τους ελεήσω. Μη προσεύχεσαι υπέρ αυτών και μη προσέλθης ενώπιόν μου μεσιτεύων δι' αυτούς, διότι εγώ δεν θα σε ακούσω. | 16 «Καὶ σὺ ἀπὸ τὴν πλευράν σου», λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, «ἐφ’ ὅσον τέτοια εἶναι ἡ συμπεριφορά των, παῦσε νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἱκετεύῃς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦτου καὶ μὴ ἔχῃς τὴν ἀξίωσιν νὰ ἐλεηθοῦν αὐτοὶ ἐκ μέρους μου· μὴ προσεύχεσαι ὑπὲρ αὐτῶν καὶ μὴ παρουσιασθῇς ἐνώπιόν μου μεσιτεύων ὑπὲρ αὐτῶν, διότι δὲν θὰ σὲ εἰσακούσω. |
17 ἦ οὐχ ὁρᾷς τί αὐτοὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ῾Ιερουσαλήμ; | 17 Αλήθεια, δεν βλέπεις τι κάμνουν αυτοί εις τας διαφόρους πόλστου 'Ιουδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ; | 17 Ἀλήθεια, δὲν βλέπεις πῶς συμπεριφέρονται δημοσίως ὅλοι αὐτοὶ καὶ τί κάμνουν εἰς τὶς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ; |
18 οἱ υἱοὶ αὐτῶν συλλέγουσι ξύλα, καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν καίουσι πῦρ, καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τρίβουσι σταῖς τοῦ ποιῆσαι χαυῶνας τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔσπεισαν σπονδὰς θεοῖς ἀλλοτρίοις, ἵνα παροργίσωσί με. | 18 Τα παιδιά των μαζεύουν ξύλα, οι γονείς των καίουν αυτά εις πυρ, αι δε γυναίκες ζυμώνουν φυράματα, δια να κατασκευάσουν άρτους, προσφοράς τιρός τιμήν της στρατιάς των αστέρων του ουρανού και να προσφέρουν σπονδάς εις ξένους θεούς, δια να με εξοργίζουν εναντίον των. | 18 Οἱ υἱοί των μαζεύουν ξύλα καὶ οἱ πατέρες των ἀνάβουν μὲ τὰ ξύλα αὐτὰ φωτιά, οἱ δὲ γυναῖκες τῶν ζυμώνουν φυράματα διὰ νὰ κατασκευάσουν μεγάλους ἄρτους «γλυκίσματα στρογγυλά, ἐπίπεδα, ὅμοια πρὸς τὸν δίσκον τῆς σελήνης» πρὸς τιμὴν τῶν πολυαρίθμων ἄστρων τὸν οὐρανοῦ «κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Πρὸς τιμὴν τῆς «βασιλίσσας τὸν οὐρανοῦ», καὶ προσφέρουν σπονδὰς εἰς θεοὺς ξενους, εἰδωλολατρικούς, διὰ νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργήν μου. |
19 μὴ ἐμὲ αὐτοὶ παροργίζουσι; λέγει Κύριος· οὐχὶ ἑαυτούς, ὅπως καταισχυνθῇ τὰ πρόσωπα αὐτῶν; | 19 Μηπως με αυτά, που διαπράττουν και με εξοργίζουν, βλάπτουν εμέ; λέγει ο Κυριος. Δεν βλάπτουν τον εαυτόν των με αποτέλεσμα να καταισχυνθούν τα πρόσωπά των; | 19 Ἀλλὰ μήπως μὲ τὴν ἀσεβῆ καὶ βλάσφημον συμπεριφοράν των, μὲ τὴν ὁποίαν προκαλοῦν τὴν ὀργήν μου, βλάπτουν πράγματι Ἐμέ; Λέγει ὁ Κύριος· μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν βλάπτουν τοὺς ἑαυτούς των, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατεντροπιάζωνται τὰ πρόσωπά των;» |
20 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ὀργὴ καὶ θυμός μου χεῖται ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ πᾶν ξύλον τοῦ ἀγροῦ αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ γεννήματα τῆς γῆς, καὶ καυθήσεται καὶ οὐ σβεσθήσεται. | 20 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, η οργή και ο θυμός μου θα εκσπάσουν και θα εκχυθούν εναντίον της χώρας αυτής, εναντίον των ανθρώπων, που κατοικούν αυτήν, και εναντίον των κτηνών, εναντίον όλων των δένδρων της υπαίθρου και των προϊόντων της χώρας των. Ο θυμός μου θα ανάψη και δεν θα σβήση. | 20 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Νά· ἡ ὀργὴ καὶ ὁ θυμός μου θὰ ἐκσπάσουν καὶ θὰ ἐκχυθοῦν κατὰ τῆς χώρας αὐτῆς· ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν εἰς αὐτὴν καὶ ἐναντίον τῶν ζώων· καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν δένδρων τῶν ἀγρῶν των καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν γεννημάτων τῆς χώρας.Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργή μου θὰ ἀνάψουν καὶ δὲν θὰ σβήσουν». |
21 τάδε λέγει Κύριος· τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν συναγάγετε μετὰ τῶν θυσιῶν ὑμῶν καὶ φάγετε κρέα. | 21 Αυτά λέγει ο Κυριος· Μαζέψτε και πάρτε από τα μάτιά μου τα ολοκαυτώματα σας, όπως και όλας τας άλλας θυσίας σας, και φάγετε μόνοι σας τα κρέατα. Τιποτε δεν έχετε να ωφεληθήτε από αυτά, | 21 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Μαζεύσατε καὶ συγκεντρώσατε τὰ κρέατα τῶν ὁλοκαυτωμάτων σας μαζὶ μὲ ἐκεῖνα τῶν θυσιῶν σας καὶ φάγετέ τα σεῖς· διότι Ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκην θυσιῶν! |
22 ὅτι οὐκ ἐλάλησα πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, περὶ ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίας· | 22 διότι εγώ δεν ωμίλησα προς τους προγόνους σας, δεν έδωσα εις αυτούς εντολήν, κατά την έποχην εκείνην, που τους έβγαλα ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, περί ολοκαυτωμάτων και άλλων θυσιών. | 22 Διότι Ἐγὼ δὲν ὡμίλησα εἰς τοὺς προπάτορές σας καὶ δὲν ἔδωκα καμμίαν ἐντολὴν εἰς αὐτούς, κατὰ τὴν ἐποχὴν ποὺ τοὺς ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ τοὺς ὠδήγησα εἰς τὴν γῆν Χαναάν, περὶ ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἄλλων θυσιῶν. |
23 ἀλλ' ἢ τὸ ρῆμα τοῦτο ἐνετειλάμην αὐτοῖς, λέγων· ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Θεόν, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς λαόν· καὶ πορεύεσθε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς μου, αἷς ἂν ἐντείλωμαι ὑμῖν, ὅπως ἂν εὖ ᾖ ὑμῖν. | 23 Αλλά κυρίως τους έδωσα αυτήν την εντολήν λέγων· Ακούσατε τους λόγους μου, συμμορφωθήτε προς τας εντολάς μου και εγώ θα είμαι ο Θεός σας και σεις θα είσθε ο λαός μου. Βαδίζετε όλους τους δρόμους των εντολών μου, δια να κατευοδωθήτε και ευτυχήσετε. | 23 Τοὺς ἔδωκα μόνον αὐτὴν τὴν ἐντολὴν καὶ τοὺς εἶπα: Ἀκοῦστε τὴν φωνήν μου, συμμορφωθῆτε πρὸς τὶς ἐντολές μου, καὶ Ἐγὼ θὰ εἶμαι εἰς σᾶς Θεός, καὶ σεῖς θὰ εἶσθε εἰς Ἐμὲ λαὸς ἐκλεκτός.Πορεύεσθε δὲ εἰς ὅλα, ὅσα Ἐγὼ σᾶς ὑποδεικνύω καὶ σᾶς δίδω ἐντολήν, διὰ νὰ εὐτυχῆτε. |
24 καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐ προσέσχε τὸ οὖς αὐτῶν, ἀλλ' ἐπορεύθησαν ἐν τοῖς ἐνθυμήμασι τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς κακῆς καὶ ἐγενήθησαν εἰς τὰ ὄπισθεν καὶ οὐκ εἰς τὰ ἔμπροσθεν. | 24 Αλλα εκείνοι δεν με άκουσαν. Δεν ήνοιξαν τα αυτιά των να προσέξουν εις τα λόγια μου, άλλα επορεύθησαν σύμφωνα με τας πονηράς επιθυμίας των διεφθαρμένων καρδιών των και έτσι οπισθοδρόμησαν δεν προώδευσαν. | 24 Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μὲ ἄκουσαν, δὲν ἔδωσαν προσοχὴν εἰς ὅσα τοὺς εἶπα' ἀλλ' ἐβάδισαν σύμφωνα μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς κλίσεις καὶ πονηρὲς ἐπιθυμίες τῆς διεστραμμένης καὶ πεισματικῶς ἀμετανόητον καρδίας των· ἔτσι ἐπροχώρησαν πρὸς τὸ χειρότερον καὶ ὄχι πρὸς τὸ καλύτερον. |
25 ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐξήλθοσαν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, καὶ ἐξαπέστειλα πρὸς ὑμᾶς πάντας τοὺς δούλους μου, τοὺς προφήτας, ἡμέρας καὶ ὄρθρου, καὶ ἀπέστειλα, | 25 Από την εποχήν, κατά την οποίαν οι προπάτορές των εβγήκαν ελεύθεροι από την χώραν της Αιγύπτου, και μέχρι της ημέρας αυτής έστειλα προς σας όλους τους δούλους μου, τους προφήτας, τους έστειλα να ομιλούν προς αυτούς από πρωΐας μέχρις εσπέρας. | 25 Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ οἱ προπάτορές των ἐγκατέλειψαν, ἐλεύθεροι πλέον, τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ μέχρι τὴν ἡμέραν αὐτήν, ἀπέστελλα συνεχῶς, χωρὶς διακοπήν, πρὸς σᾶς ὅλους τοὺς δούλους μου, τοὺς προφήτας· τοὺς ἀπέστελλα νὰ τοὺς διδάσκουν μὲ ζῆλον ἀπὸ πολὺ ἐνωρὶς μέχρι τὸ βράδυ! |
26 καὶ οὐκ εἰσήκουσάν μου, καὶ οὐ προσέσχε τὸ οὖς αὐτῶν, καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν. | 26 Εκείνοι όμώς δεν με ήκουσαν, δεν ηνοιξαν τα αυτιά των, να προσέξουν τα λόγιά μου και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών περισσότερον από τους προγόνους των. | 26 Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μὲ εἰσήκουσαν καὶ δὲν ἔδωσαν προσοχὴν εἰς τὰ λεγόμενά μου· ἀλλὰ συνέχισαν νὰ ἀντιλέγουν καὶ νὰ μένουν σκληροτράχηλοι καὶ πεισματικὰ ἀνυπάκουοι περισσότερον ἀπὸ τοὺς προπάτορές των». |
28 καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον· τοῦτο τὸ ἔθνος, ὃ οὐκ ἤκουσε τῆς φωνῆς Κυρίου οὐδὲ ἐδέξατο παιδείαν, ἐξέλιπεν ἡ πίστις ἐκ στόματος αὐτῶν. - | 28 Θα είπης λοιπόν συ, προφήτα Ιερεμία, εις αυτούς τούτον τον λόγον· Αυτό είναι το έθνος, τα οποίον δεν ήκουσε την φωνήν του Κυρίου του, ούτε και εδέχθη την παιδαγωγίαν και μόρφωσιν παρά του Θεού. Εξηφανίσθη η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια από το στόμα αυτών. | 28 Σὺ λοιπόν, Ἱερεμία, θὰ εἴπῃς εἰς αὐτοὺς τὸν λόγον τοῦτον: «Αὐτὸ τὸ ἔθνος εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπειθάρχησεν εἰς τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου τοῦ, οὔτε ἐδέχθη τὴν παιδαγωγίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς διόρθωσιν.Ἀπέλιπεν ἡ εἰλικρίνεια, ἡ ἀξιοπιστία καὶ ἡ φιλαλήθεια ἀπὸ τὸ στόμα των». |
29 Κεῖραι τὴν κεφαλήν σου καὶ ἀπόρριπτε καὶ ἀνάλαβε ἐπὶ χειλέων θρῆνον, ὅτι ἀπεδοκίμασε Κύριος καὶ ἀπώσατο τὴν γενεὰν τὴν ποιοῦσαν ταῦτα. | 29 Εις ένδειξιν πένθους ξύρισε τας τρίχας της κεφαλής σου και απόρριψε τας. Ανάλαβε θρήνους και μοιρολόγια εις τα χείλη σου, διότι ο Κυριος απεδοκίμασε και απέκρουσε την γενεάν, η οποία διαπράττει αυτάς τας παρανομίας. | 29 «Ὁ Κύριος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Προφήτην· ἢ κατ' ἄλλους, πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, λέγει:» «Πρὸς δήλωσιν πένθους διὰ τὰ ἐπερχόμενα κακά, ξύρισε τὴν κεφαλήν σου καὶ πέταξε μακριὰ τὶς τρίχες· ἀνάλαβε θρῆνον καὶ μοιρολόγι εἰς τὰ χείλη σου, διότι ὁ Κύριος ἀπεδοκίμασε καὶ ἀπώθησε τὴν ἀσεβῆ αὐτὴν γενεάν, ἡ ὁποία ἐργάζεται αὐτὲς τὶς ἀνομίες. |
30 ὅτι ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ιούδα τὸ πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ, λέγει Κύριος· ἔταξαν τὰ βδελύγματα αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτόν, τοῦ μιᾶναι αὐτόν· | 30 Διότι οι Ιουδαίοι διέπραξαν πονηρίας ενώπιόν μου, λέγει ο Κυριος. Εφθασαν μέχρι του σημείου να εγκαταστήσουν τα βδελυρά των είδωλα στον ναόν μου, εκεί όπου επικαλείται το Ονομά μου, δια να τον μολύνουν. | 30 Διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἔκαμαν ἐνώπιόν μου ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον φαίνεται ἀσεβὲς καὶ πονηρὸν εἰς τὰ μάτιά μου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τίποτε δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποκρυβῇ, λέγει ὁ Κύριος.Ἐτόλμησαν νὰ στήσουν τὰ σιχαμερά των εἴδωλα εἰς τὸν Ναόν μου, ὁ ὁποῖος φέρει καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἀναφέρεται τὸ ἅγιον ὄνομά μου, διὰ νὰ τὸν λερώσουν καὶ τὸν μολύνουν. |
31 καὶ ᾠκοδόμησαν τὸν βωμὸν τοῦ Ταφέθ, ὅς ἐστιν ἐν φάραγγι υἱοῦ ᾿Εννόμ, τοῦ κατακαίειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν ἐν πυρί, ὃ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐ διενοήθην ἐν τῇ καρδίᾳ μου. | 31 Εκτισαν βωμόν του Ταφέθ, που ευρίσκεται εις την φάραγγα του υιού Εννόμ, δια να κατακαίουν εκεί επάνω στο πυρ τους υιούς και τας θυγατέρας των, πράγμα το οποίον εγώ ποτέ δεν τους διέταξα να το κάμουν, ούτε καν και το εσκέφθην. | 31 Καὶ ἔκτισαν τὸν βωμὸν τοῦ Ταφέθ, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὴν φάραγγα τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἐννόμ, διὰ νὰ θυσιάζουν κατακαίοντες τοὺς υἱοὺς καὶ τὶς θυγατέρες των εἰς τὸν θεὸν Μολόχ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον Ἐγὼ δὲν τοὺς διέταξα νὰ κάμουν, ἀλλὰ καὶ οὔτε κὰν ἐσκέφθηκα κάτι τέτοιο. |
32 διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· Βωμὸς τοῦ Ταφὲθ καὶ φάραγξ υἱοῦ ᾿Εννόμ, ἀλλ' ἢ Φάραγξ τῶν ἀνῃρημένων, καὶ θάψουσιν ἐν τῷ Ταφὲθ διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν τόπον. | 32 Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος και δεν θα ονομάζουν πλέον την περιοχήν “Βωμός του Ταφέθ” η “Φαραγξ υιού Εννόμ”, αλλά θα την ονομάζουν «“Φαραγξ των φονευομένων”, τους οποίους θα θάψουν εις Ταφέθ, διότι όλοι οι άλλοι τόποι θα έχουν γεμίσει και δεν θα υπάρχη άλλου χώρος εις ταφήν των φονευομένων. | 32 Διὰ τοῦτο ἰδού· ἔρχονται ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες δὲν θὰ ὀνομάζουν πλέον τὸν τόπον «Βωμὸς τοῦ Ταφέθ» ἢ «Φάραγξ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἐννόμ», ἀλλὰ «Φάραγξ τῶν φονευομένων», τοὺς ὁποίους θὰ θάψουν εἰς τὴν τοποθεσίαν Ταφέθ, ἐπειδὴ δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἄλλος χῶρος ταφῆς ἐκείνων ποὺ θὰ φονεύωνται. |
33 καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τοῦ λαοῦ τούτου εἰς βρῶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποσοβῶν. | 33 Οι νεκροί του λαού αυτού θα είναι άταφοι, τροφή των ορνέων του ουρανού και των θηρίων της γης. Και δεν θα υπάρχη κανείς άνθρωπος να απομακρύνη τα όρνεα και τα θηρία από τα πτώματα. | 33 Καὶ τὰ πτώματα τῶν νεκρῶν τοῦ ἀποστάτου αὐτοῦ λαοῦ θὰ εἶναι ἐκτεθειμένα πρὸς τροφὴν τῶν σαρκοβόρων ὀρνέων τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν θηρίων τῆς γῆς· δὲν θὰ ὑπάρχῃ δὲ κανείς, ποὺ θὰ ἀποδιώκῃ τὰ ὄρνεα καὶ τὰ θηρία ἀπὸ τὰ πτώματα τῶν νεκρῶν ἀνθρώπων. |
34 καὶ καταλύσω ἐκ πόλεων ᾿Ιούδα καὶ ἐκ διόδων ῾Ιερουσαλὴμ φωνὴν εὐφραινομένων καὶ φωνὴν χαιρόντων, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης, ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ. | 34 Θα καταργήσω και θα καταπαύσω εις τας πόλεις της χώρας Ιούδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ γενικώς, φωνήν ανθρώπων που ευφραίνονται, φωνήν ανθρώπων που χαίρουν, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης, διότι η χώρα αυτή θα έχη πλέον παραδοθή εις καταστροφήν και ερήμωσιν. | 34 Ἐπὶ πλέον θὰ καταργήσω καὶ θὰ κατασιωπήσω ἀπὸ τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ τὴν φωνὴν ἐκείνων ποὺ εὐφραίνονται καὶ τὴν φωνὴν ἐκείνων ποὺ χαίρουν, καὶ τὴν χαρουμένη φωνὴν γαμβροῦ καὶ νύμφης, διότι ὁλόκληρος ἡ χώρα θὰ καταστραφῇ καὶ θὰ μεταβληθῇ εἰς ἔρημον τόπον». |