Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΤΑΔΕ λέγει Κύριος· βάδισον καὶ κτῆσαι σεαυτῷ περίζωμα λινοῦν καὶ περίθου περὶ τὴν ὀσφύν σου, καὶ ἐν ὕδατι οὐ διελεύσεται. 1 Αυτά λέγει ο Κυριος προς τον προφήτην Ιερεμίαν· Πηγαινε και αγόρασε δια τον εαυτόν σου ζώνην λινήν, δέσε αυτήν γύρω από την μέσην σου. Η ζώνη αυτή δεν θα περάση από νερό, δεν θα βραχή. 1 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς ἐμέ, τὸν Ἱερεμίαν: «Πήγαινε καὶ ἀγόρασε διὰ τὸν ἑαυτόν σου ζώνην λινὴν καὶ ζῶσε μὲ αὐτὴν τὴν μέσην σου ἡ ζώνη ὅμως αὐτὴ δὲν θὰ βουτηχθῇ εἰς τὸ νερό, δὲν θὰ βραχῇ».
2 καὶ ἐκτησάμην τὸ περίζωμα κατὰ τὸν λόγον Κυρίου καὶ περιέθηκα περὶ τὴν ὀσφύν μου. 2 Απέκτησα την ζώνην αυτήν σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου και έζωσα αυτήν γύρω από την μέσην μου. 2 Καὶ ἐγώ, ὁ Ἱερεμίας, ἀγόρασα καὶ ἀπέκτησα τὴν ζώνην, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, καὶ μὲ αὐτὴν ἔζωσα τὴν μέσην μου.
3 καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 3 Ο Κυριος ωμίλησε πάλιν προς εμέ και μου είπε. 3 Ὁ Κύριος ὡμίλησε πάλιν εἰς ἐμέ, τὸν Ἱερεμίαν, καὶ μοῦ εἶπε:
4 λαβὲ τὸ περίζωμα τὸ περὶ τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι καὶ βάδισον ἐπὶ τὸν Εὐφράτην καὶ κατάκρυψον αὐτὸ ἐκεῖ ἐν τῇ τρυμαλιᾷ τῆς πέτρας. 4 Παρε την ζώνην αυτήν, την οποίαν έχεις περί την μέσην σου, σήκω και πήγαινε στον Ευφράτην ποταμόν και κατάχωσε αυτήν εις κάποιο κοίλωμα της πέτρας. 4 «Πάρε τὴν ζώνην, μὲ τὴν ὁποίαν ἔχεις ζωσμένην τὴν μέσην σου, καὶ σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὸν ποταμὸν Εὐφράτην καὶ κατάχωσέ την μὲ ἐπιμέλειαν καὶ προσοχὴν εἰς τὸ κοίλωμα κάποιου βράχου».
5 καὶ ἐπορεύθην καὶ ἔκρυψα αὐτὸ ἐν τῷ Εὐφράτῃ, καθὼς ἐνετείλατό μοι Κύριος. 5 Επήγα και την έκρυψα στον Ευφράτην ποταμόν, όπως με είχε διατάξει ο Κυριος. 5 Καὶ ἐπῆγα καὶ τὴν ἔκρυψε εἰς τὸν Εὐφράτην, ὅπως μὲ διέταξεν ὁ Κύριος.
6 καὶ ἐγένετο μεθ' ἡμέρας πολλὰς καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάστηθι, βάδισον ἐπὶ τὸν Εὐφράτην καὶ λαβὲ ἐκεῖθεν τὸ περίζωμα, ὃ ἐνετειλάμην σοι τοῦ κατακρύψαι ἐκεῖ. 6 Επειτα από πολλάς ημέρας ο Κυριος μου είπε· Σηκω· πήγαινε στον Ευφράτην ποταμόν και πάρε από εκεί την ζώνην, την οποίαν εγώ σου έδωσα εντολήν να καταχώσης εκεί. 6 Ἔπειτα δὲ ἀπὸ χρόνον πολὺν ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὸν Εὐφράτην, καὶ πάρε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ζώνην, τὴν ὅποιην σὲ διέταξα νὰ καταχώσῃς ἐκεῖ μὲ ἐπιμέλειαν καὶ προσοχήν».
7 καὶ ἐπορεύθην ἐπὶ τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ ὤρυξα καὶ ἔλαβον τὸ περίζωμα ἐκ τοῦ τόπου, οὗ κατώρυξα αὐτὸ ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ διεφθαρμένον ἦν, ὃ οὐ μὴ χρησθῇ εἰς οὐθέν. 7 Μετέβην στον Ευφράτην ποταμόν, έσκαψα και επήρα την ζώνη από τον τόπον, όπου προηγουμένως την είχα χώσει. Και ιδού, είδον ότι η ζώνη αυτή είχε φθαρή τόσον πολύ, ώστε να μη είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή πλέον εις τίποτε. 7 Ἐγὼ δὲ ἐπῆγα εἰς τὸν ποταμὸν Εὐφράτην καὶ ἔσκαψα καὶ παρέλαβα τὴν ζώνην ἀπὸ τὸν τόπον, ὅπου τὴν εἶχα καταχώσει καὶ κατακρύψει.Ἀλλ' ἰδού· ἡ ζώνη εἶχε τόσον πολὺ φθαρῇ καὶ καταστραφῆ, ὥστε ἦταν πλέον ἀδύνατον νὰ χρησιμοποιηθῇ δι' ὀτιδήποτε.
8 καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων· τάδε λέγει Κύριος· 8 Ωμίλησε πάλιν ο Κυριος προς εμέ και είπε· Αυτά λέγει ο Κυριος· 8 Καὶ ὁ Κύριος ὡμίλησε πάλιν εἰς ἐμέ, τὸν Ἱερεμίαν, καί μου εἶπεν: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
9 οὕτω φθερῶ τὴν ὕβριν ᾿Ιούδα καὶ τὴν ὕβριν ῾Ιερουσαλήμ, 9 έτσι εγώ θα καταστρέψω το αλαζονικόν βασίλειον του Ιούδα και την υπερηφάνον Ιερουσαλήμ· 9 «Ἔτσι θὰ καταστρέψω τὸ ἀλαζονικὸν βασίλειον τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ὑπερήφανον πρωτεύουσάν του, τὴν Ἱερουσαλήμ·
10 τὴν πολλὴν ταύτην ὕβριν, τοὺς μὴ βουλομένους ὑπακούειν τῶν λόγων μου καὶ πορευθέντας ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς καὶ τοῦ προσκυνεῖν αὐτοῖς, καὶ ἔσονται ὥσπερ τὸ περίζωμα τοῦτο, ὃ οὐ χρησθήσεται εἰς οὐθέν. 10 τον πολύ αλαζονικόν και υπερήφανον αυτόν λαόν, εκείνους οι οποίοι δεν θέλουν να υπακούουν εις τα λόγιά μου, άλλα επορεύθησαν και ηκολούθησαν θεούς ξένους, ειδωλικούς, δια να υποταχθούν εις αυτούς και να τους προσκυνούν. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι θα γίνουν, όπως η ζώνη αυτή, η οποία εις τίποτε πλέον δεν θα χρησιμοποιηθή. 10 «θὰ τιμωρήσω» τὴν πολὺ μεγάλην, τὴν ὑπερβολικὴν αὐτὴν ἀλαζονείαν τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἠθέλησαν νὰ ὑπακούσουν εἰς τὰ λόγια μου, ἀλλὰ ἀκολούθησαν καὶ ἐλάτρευσαν ξένους εἰδωλολατρικοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους καὶ προσκυνοῦν.Οἱ ἀλαζόνες αὐτοὶ Ἰουδαῖοι θὰ γίνουν ὅπως ἡ ζώνη αὐτή, ἡ ὁποία ἔχει φθαρῇ καὶ εἶναι πλέον ἀδύνατον νὰ χρησιμοποιηθῇ δι’ ὀτιδήποτε.
11 ὅτι καθάπερ κολλᾶται τὸ περίζωμα περὶ τὴν ὀσφὺν τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ἐκόλλησα πρὸς ἐμαυτὸν τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραὴλ καὶ πάντα οἶκον ᾿Ιούδα τοῦ γενέσθαι μοι εἰς λαὸν ὀνομαστὸν καὶ εἰς καύχημα καὶ εἰς δόξαν, καὶ οὐκ εἰσήκουσάν μου. 11 Οπως συνδέεται στενώς και προσκολλάται η ζώνη γύρω από την μέσήν του ανθρώπου, έτσι προσεκόλλησα εγώ προς τον εαυτόν μου το βασίλειον του Ισραήλ και όλην την φυλήν του Ιούδα, ώστε αυτοί να γίνουν και να αναδειχθούν λαός μου ονομαστός, καύχημά μου και δόξα μου. Αυτοί όμως δεν υπήκουσαν εις τας εντολάς μου. 11 Διότι, ὅπως ἡ ζώνη προσκολλᾶται σφιχτὰ γύρω ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ παρόμοιον τρόπον ἐπροσκόλλησα σφιχτὰ γύρω ἀπὸ τὴν μέσην μου ὅλον τὸ «βόρειον» βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὅλον τὸ «νότιον» βασιλειον τοῦ Ἰούδα, διὰ νὰ γίνουν λαός μου ὀνομαστός, ξακουσμένος, τιμή, καύχημά μου καὶ δόξα μου.Αὐτοὶ ὅμως δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὰ λόγια μου».
12 καὶ ἐρεῖς πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον· πᾶς ἀσκὸς πληρωθήσεται οἴνου. καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι πρός σε· μὴ γνόντες οὐ γνωσόμεθα ὅτι πᾶς ἀσκὸς πληρωθήσεται οἴνου; 12 Θα είπης προς τον λαόν αυτόν· κάθε ασκί θα γέμιση από οίνον. Εάν όμως εκείνοι σου είπουν· Μηπως, τάχα, και δεν γνωρίζομεν ημείς, ότι κάθε ασκί θα γεμίση με οίνον; 12 «Ἐπίσης «λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἱερεμίαν» θὰ εἴπῃς πρὸς τὸν ἀλαζονικὸν αὐτὸν λαόν: «Κάθε ἀσκὶ θὰ γεμίσῃ μὲ κρασί».Ἐὰν δὲ αὐτοὶ σοῦ εἰποῦν· «μήπως νομίζεις ὅτι δὲν γνωρίζομεν ὅτι κάθε ἀσκὶ θὰ γεμίσῃ μὲ κρασί;»,
13 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ πληρῶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν τοὺς καθημένους υἱοὺς τοῦ Δαυὶδ ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς προφήτας καὶ τὸν ᾿Ιούδαν καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ μεθύσματι 13 Θα απαντήσης προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα γεμίσω με μέθην τους κατοίκους της χώρας αυτής και τους βασιλείς αυτών, τους απογόνους του Δαβίδ, οι οποίοι κάθηνται επί του θρόνου του, τους ιερείς, τους προφήτας, όλους τους Ιουδαίους και μάλιστα τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. 13 ἐσὺ τότε θὰ τοὺς ἀπαντήσῃς: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ θὰ ποτίσω μὲ μεθυστικὸν ποτὸν καὶ θὰ μεθύσω τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς καὶ τοὺς βασιλεῖς των, τοὺς διαδόχους καὶ ἀπογόνους τὸν Δαβίδ, οἱ ὁποῖοι κάθονται εἰς τὸν θρόνον του, καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς προφήτας καὶ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλους, ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
14 καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς ἄνδρα καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ τοὺς πατέρας αὐτῶν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν τῷ αὐτῷ. οὐκ ἐπιποθήσω, λέγει Κύριος, καὶ οὐ φείσομαι, καὶ οὐκ οἰκτειρήσω ἀπὸ διαφθορᾶς αὐτῶν. 14 Και θα διασκορπίσω όλους αυτούς, ένα προς ένα, άνδρας και τους αδελφούς αυτών και τους πατέρας αυτών και τα παιδιά των συγχρόνως. Δεν θα αισθανθώ κανένα πόθον δι' αυτούς, λέγει ο Κυριος. Δεν θα τους λυπηθώ, δεν θα τους σπλαγχνισθώ εις την συμφοράν των αυτήν. 14 Κατόπιν δὲ θὰ τοὺς διασκορπίσω τὸν ἕνα μετὰ τὸν ἄλλον, τοὺς ἄνδρες καὶ τοὺς ἀδελφούς των, καθὼς ἐπίσης καὶ τοὺς πατέρας των καὶ τοὺς υἱούς των, συγχρόνως ὅλους μαζί.Δὲν θὰ αἰσθανθῶ συμπάθειαν, λέγει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θὰ λυπηθῶ, οὔτε θὰ δείξω εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος εἰς τὴν συμφοράν των».
15 ᾿Ακούσατε, καὶ ἐνωτίσασθε καὶ μὴ ἐπαίρεσθε, ὅτι Κύριος ἐλάλησε. 15 Ακούσατε, βάλτε αυτά εις τα αυτιά σας και μη υπερηφανεύεσθε, διότι ο Κυριος ωμίλησε. 15 Ἀκοῦστε, δῶστε προσοχήν, βάλτε εἰς τὸ βάθος τῶν αὐτιῶν σας τὴν φωνήν μου καὶ μὴ ὑπερηφανεύεσθε, διότι ὁ Κύριος ὡμίλησε.
16 δότε τῷ Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν δόξαν πρὸ τοῦ συσκοτάσαι καὶ πρὸ τοῦ προσκόψαι πόδας ὑμῶν ἐπ' ὄρη σκοτεινά, καὶ ἀναμενεῖτε εἰς φῶς, καὶ ἐκεῖ σκιὰ θανάτου, καὶ τεθήσονται εἰς σκότος. 16 Δοξάσατε Κυριον τον Θεόν σας, πριν το σκότος της συμφοράς και του θανάτου σας καταλάβη· πριν σκοντάψουν τα πόδια σας εις όρη σκοτεινά. Και ενώ θα περιμένετε φως, θα επέλθη εναντίον σας η σκια του θανάτου και θα βυθισθήτε στο σκότος. 16 Δοξάστε τὸν Κύριον, τὸν Θεον σας, πρὶν σᾶς κατακυριεύσῃ τὸ σκοτάδι τῶν συμφορῶν καὶ πρὶν τὰ πόδια σας σκοντάψουν εἰς τὰ σκοτεινὰ ὅρη.Ἐνῷ δὲ σεῖς θὰ ἐλπίζετε καὶ θὰ ἀναμένετε φῶς, θὰ ἔλθῃ νὰ σᾶς σκεπάσῃ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ βυθισθῆτε εἰς τὸ σκοτάδι τῶν θλίψεων καὶ τῶν συμφορῶν.
17 ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσητε, κεκρυμμένως κλαύσεται ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἀπὸ προσώπου ὕβρεως, καὶ κατάξουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν δάκρυα, ὅτι συνετρίβη τὸ ποίμνιον Κυρίου. 17 Εάν δεν ακούσετε και δεν δεχθήτε τα λόγιά μου, θα κλαύσετε κρυφίως με σπαραγμόν καρδίας εξ αιτίας της υπερηφάνείας σας. Τα μάτια σας θα αναβλύσουν και θα τρέξουν δάκρυα, διότι το ποίμνιον του Κυρίου θα έχη συντριβή και καταστραφή. 17 Ἐὰν δὲν ὑπακούσετε εἰς τὴν προειδοποίησίν μου αὐτήν, θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε κρυφὰ ἕνεκα τῆς ἀλαζονείας σας· καὶ τὰ μάτια σας θὰ χύσουν δάκρυα, διότι σεῖς, ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, ποὺ εἶσθε τὸ λογικὸν ποίμνιον τοῦ Κυρίου, θὰ ὁδηγηθῆτε εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ θὰ καταστροφῆτε.
18 εἴπατε τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς δυναστεύουσι· ταπεινώθητε καὶ καθίσατε, ὅτι καθῃρέθη ἀπὸ κεφαλῆς ὑμῶν στέφανος δόξης ὑμῶν. 18 Είπατε στον βασιλέα και τους άρχοντας· ταπεινωθήτε, καθήσατε κατά γης, διότι αφηρέθη από την κεφαλήν σας ο στέφανος της δόξης σας. 18 Εἴπατε εἰς τὸν βασιλιᾶ καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντες τῆς αὐλῆς του: «Ταπεινωθῆτε καὶ καθῆστε κατὰ γῆς, διότι ἔχει ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὴν κεφαλήν σας τὸ ἔνδοξον στεφάνι σας.
19 πόλεις αἱ πρὸς νότον συνεκλείσθησαν. καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀνοίγων· ἀπῳκίσθη ᾿Ιούδας, συνετέλεσεν ἀποικίαν τελείαν. - 19 Πολεις, που ευρίσκονται εις τας νοτίους περιοχάς, θα κλεισθούν, επειδή δεν θα υπάρχη άνθρωπος να τους ανοίξη και κατοικήση εις αυτάς. Το βασίλειον του Ιούδα θα έχη οδηγηθή εξόριστον εις αιχμολωσίαν. Πλήρης θα είναι ο εποικισμός του εις την ξένην χώραν. 19 Πόλεις ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὰ νότια τῆς Ἰουδαίας «εἰς τὴν ἔρημον περιοχὴν Νεγκέβ» θὰ κλεισθοῦν ἀπὸ παντοῦ, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ τὶς ἀνοίξῃ διὰ νὰ δώσῃ πρόσβασιν πρὸς αυτές.Οἱ κάτοικοι τὸν βασιλείου τοῦ Ἰούδα θὰ ἀπελαθοῦν, θὰ ὁδηγηθοῦν αἰχμάλωτοι εἰς ξένην χώραν· ἡ ἐξορία καὶ ὁ ἀποικισμός των θὰ εἶναι ὁλοκληρωτικός».
20 ᾿Ανάλαβε ὀφθαλμούς σου, ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἴδε τοὺς ἐρχομένους ἀπὸ βορρᾶ· ποῦ ἐστι τὸ ποίμνιον, ὃ ἐδόθη σοι, πρόβατα δόξης σου; 20 Σηκωσε τα μάτια σου. Ιερουσαλήμ, και ίδε τους εχθρούς σου, που έρχονται από τον βορράν. Που είναι το ποίμνιον, που είχε δοθή εις σέ; Που είναι τα πρόβατα, που αποτελούσαν την δόξαν σου; 20 Σήκωσε τὰ μάτια σου, Ἱερουσαλήμ, κύτταξε μὲ ἐπιμονὴν καὶ προσοχὴν καὶ ἰδὲ τοὺς ἐχθρούς σου, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται ἐναντίον σου ἀπὸ τὸν βορρᾶν.Ποὺ εἶναι τὸ ποίμνιον, οἱ κατοικοί σου, τοὺς ὁποίους σοῦ εἶχεν ἐμπιστευθῇ ὁ Θεός; Τὸ ποίμνιον, οἱ κατοικοί σου, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὸ καύχημα καὶ τὴν δόξαν σου;
21 τί ἐρεῖς ὅταν ἐπισκέπτωνταί σε; καὶ σὺ ἐδίδαξας αὐτοὺς ἐπὶ σὲ μαθήματα εἰς ἀρχήν· οὐκ ὠδῖνες καθέξουσί σε καθὼς γυναῖκα τίκτουσαν; 21 Τι θα είπης, όταν οι εχθροί σου αυτοί θα σε επισκεφθούν απειλητικοί; Συ τους εδίδαξες και τους εξεπαίδευσες, δια να είναι φίλοι σου. Τωρα όμως, που έρχονται εναντίον σου ως εχθροί, δεν θα σε καταλάβουν ωδίνες, όμοιαι προς τας ωδίνας που καταλαμβάνουν την επίτοκον γυναίκα; 21 Τί θὰ ἔχῃς νὰ εἴπῃς, ὅταν οἱ ἐχθροὶ σὲ ἐπισκεφθοῦν ὡς τιμωροί; Σὺ τοὺς ἐδίδαξες ἀπ’ ἀρχῆς, ἀπὸ τότε ποὺ ἐγνωρίσθης μαζί των καὶ ἐζητοῦσες τὴν βοήθειάν των, καὶ ἔτσι τοὺς προπαρεσκεύασες μὲ τὴν προσχώρησίν σου εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, πῶς νὰ σὲ ἐξουσιάζουν.Τώρα λοιπόν, ποὺ ἔρχονται ἐναντίον σου διὰ νὰ σὲ καθυποτάξουν, δὲν θὰ σὲ καταλάβουν ὠδῖνες, ὅπως αὐτὲς ποὺ καταλαμβάνουν τὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γεννήσῃ;
22 καὶ ἐὰν εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· διατί ἀπήντησέ μοι ταῦτα; διὰ τὸ πλῆθος τῆς ἀδικίας σου ἀνεκαλύφθη τὰ ὀπίσθιά σου παραδειγματισθῆναι τὰς πτέρνας σου. 22 Εάν όμώς διαλογισθής και πης εν τη καρδία σου· Διατί συνέβησαν εις εμε αυταί αι συμφοραί; Θα σου είπω· εξ αιτίας του πλήθους των αδικιών σου περιέπεσες εις εξευτελισμόν. Ανεσύρθη το πίσω μέρος του φορέματός σου, ώστε να φαίνωνται αι πτέρναι σου. 22 Ἐὰν ὅμως σκεφθῇς καὶ εἰπῇς καθ' ἑαυτήν· «διατί μοῦ συνέβησαν ὅλα αὐτὰ τὰ κακά;», Θὰ σοῦ «ἀπαντήσω: Ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν ἀδικιῶν καὶ τῆς μεγάλης ἐνοχῆς σου ἔχεις ἐξευτελισθῆ· ἀνεσύρθη τὸ πίσω μέρος τοῦ φορέματός σου, ὥστε νὰ φαίνωνται οἱ γυμνὲς πτέρνες τῶν ποδιῶν σου.
23 εἰ ἀλλάξεται Αἰθίοψ τὸ δέρμα αὐτοῦ καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, καὶ ὑμεῖς δυνήσεσθε εὖ ποιῆσαι μεμαθηκότες τὰ κακά. 23 Οσον είναι δυνατόν, να αλλάξη ο Αιθίοψ το μαύρο δέρμα του και η πάρδαλις τα ποικίλματά της, άλλο τόσον και σεις θα ημπορέσετε να πράξετε το καλόν, διότι έχετε πλέον μάθει και συνηθίσει να πράττετε το κακόν. 23 Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀλλάξῃ ὁ Αἰθίοπας τὸ μαῦρο δέρμα του καὶ ἡ πολύχρωμη πάρδαλις τὰ ποικίλματα, ποὺ στολίζουν τὸ δέρμα της, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἠμπορέσετε καὶ σεῖς νὰ ἐργασθῆτε τὸ ἀγαθόν, διότι ἔχετε πλέον μάθει καὶ συνηθίσει νὰ ἐργάζεσθε τὸ κακὸν καὶ τὴν ἀδικίαν ἔχετε ζυμωθῆ μὲ τὴν ἁμαρτίαν.
24 καὶ διέσπειρα αὐτοὺς ὡς φρύγανα φερόμενα ἀπὸ ἀνέμου εἰς ἔρημον. 24 Θα τους διασκορπίσω, όπως διασκορπίζονται εις την έρημον τα φρύγανα, τα οποία παρασύρει ο άνεμος. 24 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἁμαρτία ἔγινε εἰς αὐτοὺς δευτέρα φύσις, θὰ τοὺς διασκορπίσω μὲ τόσην εὐκολίαν, μὲ ὅσην διασκορπίζονται τὰ ξερὰ χαμόκλαδα, τὰ ὁποῖα παρασύρονται ἀπὸ τὸν ἄνεμον εἰς τὴν ἔρημον.
25 οὕτως ὁ κλῆρός σου καὶ μερὶς τοῦ ἀπειθεῖν ὑμᾶς ἐμοί, λέγει Κύριος, ὡς ἐπελάθου μου καὶ ἤλπισας ἐπὶ ψεύδεσι. 25 Τέτοιος θα είναι ο κλήρος σας, αυτό θα είναι το μερίδιόν σας, διότι σεις εδείξατε ανυπακοήν προς εμέ, λέγει ο Κυριος. Με ελησμονήσατε και έστηρίξατε τας ελπίδας σας στους ψευδείς θεούς, εις τα είδωλα. 25 Τέτοια θὰ εἶναι ἡ τύχη σας, τέτοιο τὸ μερίδιόν σας, ἐπειδὴ σεῖς ἐδείξατε ἀνυπακοὴν εἰς Ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος· διότι σεῖς μὲ ἐλησμονήσατε καὶ ἐστηρίξατε ὅλες τὶς ἐλπίδες σας εἰς ψευδεῖς θεούς, τὰ μηδαμινὰ καὶ τιποτένια εἴδωλα.
26 κἀγὼ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω σου ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ὀφθήσεται ἡ ἀτιμία σου. 26 Και εγώ προς εξευτελισμόν σου, θα σηκώσω το ένδυμά σου, με το οποίον θα καλύψω το πρόσωπόν σου και θα αφήσω να γίνουν φανερά τα οπίσω μέρη του σώματός σου, η καταισχύνη σου· 26 Καὶ Ἐγώ, λοιπόν, διὰ νὰ σὲ ἐξευτελίσω καὶ διασύρω, θὰ ἀνασύρω τὸ πίσω μέρος τοῦ φορέματός σου καὶ μὲ αὐτὸ θὰ σκεπάσω τὸ πρόσωπόν σου, καὶ τότε θὰ φανοῦν τὰ ὀπίσθια μέρη τοῦ σώματός σου, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ καταισχύνην καὶ ἐντροπήν.
27 καὶ ἡ μοιχεία σου καὶ ὁ χρεμετισμός σου καὶ ἡ ἀπαλλοτρίωσις τῆς πορνείας σου ἐπὶ τῶν βουνῶν, καὶ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἑώρακα τὰ βδελύγματά σου· οὐαί σοι, ῾Ιερουσαλήμ, ὅτι οὐκ ἐκαθαρίσθης ὀπίσω μου· ἕως τίνος ἔτι; 27 η μοιχεία σου, ο οργασμός σου ωσάν θηλυμανούς ίππου, η επάνω εις τα βουνά πνευματική σου πορνεία με ξένους θεούς, η ειδωλολατρειά σου, όλα αυτά είναι γνωστά εις εμέ. Είδα και τα βδελυρά είδωλά σου που έχείς στους αγρούς των πεδιάδων. Αλλοίμονον εις σέ, Ιερουσαλήμ, διότι δεν εκαθαρίσθης από τους μολυσμούς της αμαρτίας σου, επειδή δεν με ηκολούθησες. Εως πότε ακόμη θα επιμένης εις την φαυλότητά σου; 27 Ὦ! οἱ μοιχεῖες «ἡ συνεχὴς εἰδωλολατρία» σου καὶ ὁ ἀσίγαστος καὶ ἀχαλίνωτος ὀργασμός σου πρὸς τὰ εἴδωλα, ποὺ εἶναι ὅμοιος πρὸς ἐκεῖνον τοῦ θηλυμανοῦς ἵππου· ὦ! ἡ πνευματική σου πορνεία μὲ ξένους θεοὺς ἐπάνω εἰς τὰ βουνά· ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ εἰς Ἐμέ.Εἶδα, ἐγνώρισα καὶ τὰ σιχαμερὰ εἴδωλά σου, ποὺ ἔχεις στήσει εἰς τὶς πεδιάδες τῶν ἀγρῶν.Ἀλλοίμονόν σου, Ἱερουσαλήμ, διότι ἔρχεται ἐναντίον σου ὄλεθρος καὶ καταστροφή, ἐπειδὴ δὲν ἐκαθαρίσθης ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς εἰδωλολατρίας μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσῃς Ἐμέ, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεόν.Μέχρι πότε θὰ ἐπιμένῃς ἀκόμη εἰς τὴν ἀποστασίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρίαν σου;