Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
5 ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ' ἄνθρωπον καὶ στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ' αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῇ ἡ καρδία αὐτοῦ· 5 Επικατάρατος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που έχει τας ελπίδας του εις άλλον άνθρωπον και στηρίζει την αδυναμίαν του εις αυτόν, η δε καρδία του έχει απομακρυνθή από τον Κυριον. 1 Καταράμενος νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος στηρίζει τὴν πεποίθησιν καὶ τὴν ἐλπίδα του εἰς ἄλλον ἂνθρωπον· ὁ ὁποῖος στηρίζει τὴν ἀδυναμίαν του εἰς ἀνθρωπίνην δύναμιν καὶ τοῦ ὁποίου ἡ καρδία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Κύριον.
6 καὶ ἔσται ὡς ἡ ἀγριομυρίκη ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐκ ὄψεται ὅταν ἔλθῃ τὰ ἀγαθά, καὶ κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ἥτις οὐ κατοικεῖται. 6 Αυτός θα είναι ωσάν το αρμυρίκι εις την έρημον και όταν άκομα έλθουν τα αγαθά, δεν θα τα απολαύση. Θα κατοικήση εις παραθαλασσίους αγόνους περιοχάς, εις την έρημον, εις χώραν αλμυράν, η οποία δεν κατοικείται από ανθρώπους. 2 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ὁμοιάζῃ πρὸς τὸ ἀρμυρίκι εἰς τὴν ἔρημον γῆν· δὲν θὰ ἰδῇ, οὔτε θὰ αἰσθανθῇ οὔτε θὰ ἀπολαύσῃ τὰ ἀγαθά, ὅταν ἒλθουν· διότι αὐτὸς ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς ἄγονες παραθαλάσσιες περιοχὲς καὶ εἰς τὴν ἔρημον, εἰς χώραν ἁλμυράν, ἡ ὁποία δὲν κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους.
7 καὶ εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὃς πέποιθεν ἐπὶ τῷ Κυρίῳ καὶ ἔσται Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ· 7 Εξ αντιθέτου ευλογημένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έχει στηρίζει την πεποίθησίν του στον Κυριον και η έλπις αυτού είναι ο Κυριος. 3 Εὐλογημένος δὲ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει στηρίξει τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησίν του εἰς τὸν Κύριον, καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἡ σταθερὴ καὶ μονίμη ἐλπίδα του.
8 καὶ ἔσται ὡς ξύλον εὐθηνοῦν παρ' ὕδατα, καὶ ἐπὶ ἰκμάδα βαλεῖ ρίζαν αὐτοῦ καὶ οὐ φοβηθήσεται ὅταν ἔλθῃ καῦμα, καὶ ἔσται ἐπ' αὐτῷ στελέχη ἀλσώδη, ἐν ἐνιαυτῷ ἀβροχίας οὐ φοβηθήσεται καὶ οὐ διαλείψει ποιῶν καρπόν. 8 Αυτός θα ομοιάζη ωσσν το δένδρον, το οποίον ευδοκιμεί, μεγαλώνει και καρποφορεί πλησίον των υδάτων, διότι ρίπτει τας ρίζας του εις υγρόν έδαφος και δεν έχει να φοβηθή τίποτε, όταν επέλθουν καύματα. Πυκνοί θα είναι οι κλάδοι του, και εις περίοδον ακόμη ανομβρίας δεν θα φοβηθή τίποτε και δεν θα παύση ποτέ να δίδη καρπούς. 4 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ὁμοιάζῃ πρὸς δένδρον, τὸ ὁποῖον ἀναπτύσσεται, εὐδοκιμεῖ καὶ καρποφορεῖ κοντὰ εἰς τὰ ὕδατα, διότι βυθίζει τὶς ρίζες του εἰς ὑγρὸν καὶ δροσερὸν χῶμα καὶ διὰ τοῦτο δὲν φοβεῖται, ὅταν ἔλθῃ καύσων.Τὰ κλαδιὰ καὶ τὸ φύλλωμά του θὰ εἶναι πυκνὰ καὶ καταπράσινα, κατὰ τὴν περίοδον δὲ τῆς ἀνομβρίας καὶ ξηρασίας δὲν θὰ φοβηθῇ καὶ δὲν θὰ παύσῃ ἀπὸ τοῦ νὰ παράγῃ ὥριμον καρπόν.
9 βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τίς γνώσεται αὐτόν; 9 Η καρδία του ανθρώπου είναι βαθεία και ανεξερεύνητος, περισσότερον από όλα τα άλλα πράγματα. Αυτός είναι ο άνθρωπος· και ποιός ημπορεί να γνωρίση εις βάθος και πλάτος αυτόν; 5 Ἡ καρδία τοῦ ἄνθρωπον εἶναι βαθεῖα, ἀφανής, ἄγνωστος καὶ ἀνεξερεύνητος περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο πρᾶγμα· αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος.Κατὰ συνέπειαν ποῖος ἠμπορεῖ νὰ τὸν γνωρίσῃ; Κανείς!
10 ἐγὼ Κύριος ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφροὺς τοῦ δοῦναι ἑκάστῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ κατὰ τοὺς καρποὺς τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ. 10 Εγώ μόνον είμαι ο Κυριος και Θεός, ο οποίος εξετάζω τας καρδίας των ανθρώπων και ερευνώ τους νεφρούς, δια να δίδω στον καθένα σύμφωνα με τους δρόμους και τους τρόπους της ζωής του και με τους καρπούς των έργων του. 6 Ἐγὼ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐξετάζω καὶ ἐρευνῶ τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὰ βάθη τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων· ἐρευνῶ δὲ καὶ δοκιμάζω τὰ εἰς τοὺς νεφροὺς τῶν ἀπόκρυφα συναισθήματα, ὥστε νὰ δίδω εἰς τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὴν ὅλην διαγωγήν του καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων του.
11 ἐφώνησε πέρδιξ, συνήγαγεν ἃ οὐκ ἔτεκε· ποιῶν πλοῦτον αὐτοῦ οὐ μετὰ κρίσεως, ἐν ἡμίσει ἡμερῶν αὐτοῦ ἐγκαταλείψουσιν αὐτόν, καὶ ἐπ' ἐσχάτων αὐτοῦ ἔσται ἄφρων. 11 Ελάλησεν η πέρδικα και συνεκέντρωσε γύρω της παιδιά, τα οποία δεν εγέννησε. Ετσι και εκείνος, που θησαυρίζει πλουτη αδίκως, θα τον εγκαταλείψουν στο ήμισυ της ζωής του και αυτός εν τέλει θα αποδειχθή ασύνετος και αμυαλος. 7 Ἡ πέρδικα ἐφώναξε «ἐκακάρισε» καὶ ἐμάζευσε γύρω της νεοσσούς, τοὺς ὁποίους δὲν ἐγέννησεν.Ὅμοιος μὲ αὐτὴν εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θησαυρίζει πλούτη μὲ ἀδικίες.Τὰ ἄδικα πλούτη θὰ τὸν ἐγκαταλείψουν εἰς τὸ ἥμισυ τῆς ζωῆς του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδειχθῇ τελικῶς ἄμυαλος καὶ ἀσύνετος.
12 θρόνος δόξης ὑψωμένος, ἁγίασμα ἡμῶν, 12 Ενδοξος θρόνος, στημένος υψηλά είναι ο άγιος ναός μας. 8 Θρόνος ἔνδοξος, ποὺ ἔχει στηθῆ ὑψηλά, εἶναι ὁ ἅγιος Ναός μας «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἔνδοξε θρόνε, ὕψιστε Κύριε, Ἅγιέ μας».
13 ὑπομονὴ ᾿Ισραήλ, Κύριε, πάντες οἱ καταλιπόντες σε καταισχυνθήτωσαν, ἀφεστηκότες ἐπὶ τῆς γῆς γραφήτωσαν, ὅτι ἐγκατέλιπον πηγὴν ζωῆς, τὸν Κύριον. 13 Συ, δέ, Κυριε, είσαι ελπίδα και η υπομονή του ισραηλιτικού λαού. Ολοι εκείνοι, οι οποίοι σε εγκατέλειψαν, θα καταισχυνθούν. Ωσάν γραμμένο στο χώμα όνομα, που σβήνεται και χάνεται, έτσι είναι οι νεκροί, αυτοί που απεμακρύνθησαν από σέ, διότι εγκατέλειψαν σέ, την πηγήν της ζωής, τον Κυριον. 9 Σύ, Κύριε, εἶσαι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ὑπομονὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· ὅλοι, ὅσοι σὲ ἐγκατέλειψαν, θὰ κατεντροπιασθοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ Σέ, θὰ σβήσουν καὶ θὰ χαθοῦν, ὅπως τὰ ὀνόματα ποὺ γράφονται εἰς τὸ χῶμα· θὰ χαθοῦν, διότι ἐγκατέλειψαν τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς, Σὲ τὸν Κύριον.
14 ἴασαί με, Κύριε, καὶ ἰαθήσομαι· σῶσόν με, καὶ σωθήσομαι· ὅτι καύχημά μου σὺ εἶ. 14 Θεράπευσέ με, Κυριε, από τας σωματικάς και ψυχικάς ασθενείας και θα θεραπευθώ, σώσον με και θα σωθώ, διότι συ είσαι το καύχημά μου. 10 Ἰάτρευσέ με, Κύριε, καὶ θὰ ἰατρευθῶ· σῶσέ με καὶ θὰ σωθῶ, διότι Σὺ εἶσαι τὸ καύχημά μου.
15 ἰδοὺ αὐτοὶ λέγουσι πρός με· ποῦ ἐστιν ὁ λόγος Κυρίου; ἐλθέτω. 15 Ιδού, αυτοί ειρωνικώς μου λέγουν· Που είναι αι υποσχέσεις και αι απειλαί του Κυρίου; Ας πραγματοποιηθούν! 11 Ἰδού· αὐτοί, οἱ ἐχθροί μου, λέγουν πρὸς ἐμέ: «Ποὺ εἶναι ἡ τιμωρία, μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς ἀπειλεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου; Ἂς ἐπαληθευθῇ λοιπὸν ἡ ἀπειλή!»
16 ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου καὶ ἡμέραν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, σὺ ἐπίστῃ· τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου πρὸ προσώπου σού ἐστι. 16 Εγώ δεν εθεώρησα κόπον και δεν εκουράσθην να ακολουθώ όπισθέν σου, τηρών τας εντολάς σου, και ημέρας των ανθρώπων δεν επεθύμησα. Συ τα γνωρίζεις όλα αυτά. Οσα δε εξέρχονται από τα χείλη μου, είναι ενώπιόν σου φανερά. 12 Ἐγὼ ὅμως δὲν ἐκουράσθηκα καὶ δὲν ἀπέκαμα, ἔστω καὶ ὀνειδιζόμενος, νὰ Σὲ ἀκολουθῶ, ἡμέραν δὲ τιμωρίας τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων δὲν ἐπεθύμησα· Σὺ γνωρίζεις πολὺ καλὰ τοῦτο.Σὺ γνωρίζεις ὅτι λέγω ἀλήθειαν, διότι ὅσα λόγια βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη μου, εἶναι φανερὰ καὶ γνωστὰ εἰς Σέ· τίποτε δὲν εἶναι κρυφόν.
17 μὴ γενηθῇς μοι εἰς ἀλλοτρίωσιν φειδόμενός μου ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ. 17 Εις ημέραν συμφορών και θλίψεων μη φανής απέναντί μου, Κυριε, ξένος και αδιάφορος, αλλά δείξε προς εμέ το έλεός σου. 13 Μὴ φανῇς ἐνώπιόν μου ξένος καὶ ἀντίδικος, ἀλλὰ λυπήσου με καὶ προστάτευσέ με κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ μὲ εὔρουν πόνοι, ἀσθένειες, συμφορές.
18 καταισχυνθήτωσαν οἱ διώκοντές με, καὶ μὴ καταισχυνθείην ἐγώ· πτοηθείησαν αὐτοί, καὶ μὴ πτοηθείην ἐγώ· ἐπάγαγε ἐπ' αὐτοὺς ἡμέραν πονηράν, δισσὸν σύντριμμα σύντριψον αὐτούς. 18 Ας κατεντροπιασθούν οι καταδιώκοντές με και ας μη καταισχυνθώ εγώ. Αυτοί ας καταληφθούν από τρόμον και δέος και οχι εγώ. Εξαπόστειλε έναντίον των ημέραν τιμωρίας και θλίψεως, σύντριψέ τους εξ ολοκλήρου και κατάστρεψε τους. 14 Ἂς κατεντροπιασθοῦν ὅσοι μὲ καταδιώκουν, καὶ ἄς μὴ κατεντροπιασθῶ ἐγώ· ἂς κυριευθοῦν ἀπὸ τρόμον καὶ φόβον αὐτοί, καὶ ἂς μὴ κατατρομοκρατηθῶ ἐγώ.Φέρε καὶ ρῖψε ἐπάνω των τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν τοῦ πόνου, τῆς συμφορᾶς καὶ τῆς καταδίκης, σύντριψέ τους ὁλοκληρωτικά, κατάστρεψέ τους!
19 Τάδε λέγει Κύριος· βάδισον καὶ στῆθι ἐν ταῖς πύλαις υἱῶν λαοῦ σου, ἐν αἷς εἰσπορεύονται ἐν αὐταῖς βασιλεῖς ᾿Ιούδα καὶ ἐν αἷς ἐκπορεύονται ἐν αὐταῖς, καὶ ἐν πάσαις ταῖς πύλαις ῾Ιερουσαλὴμ 19 Αυτά λέγει ο Κυριος· Πηγαινε και στάσου εις τας πύλας των ανθρώπων του λαού σου, δια των οποίων εισέρχονται οι βασιλείς του Ιούδα και δια των οποίων εξέρχονται, και εις όλας τας άλλας πύλας της Ιερουσαλήμ 15 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς ἐμέ, τὸν Ἱερεμίαν: «Προχώρησε, πήγαινε καὶ στάσου εἰς τὶς πύλες τῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ σου, ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἰσέρχονται καὶ ἐξέρχονται οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα, καὶ εἰς ὅλες τὶς ἄλλες πύλες τῆς Ἱερουσαλήμ·
20 καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου, βασιλεῖς ᾿Ιούδα, καὶ πᾶσα ᾿Ιουδαία καὶ πᾶσα ῾Ιερουσαλήμ, οἱ εἰσπορευόμενοι ἐν ταῖς πύλαις ταύταις· 20 και θα πης εις αυτούς· Βασιλείς του Ιουδαϊκού βασιλείου, όλη η χώρα της Ιουδαίας και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, οι εισερχόμενοι δια των πυλών αυτών της πόλεως, ακούσατε τον λόγον του Κυρίου. 16 καὶ θὰ εἰπῇς εἰς αὐτούς: Ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, βασιλεῖς τοῦ Ἰούδα καὶ ὅλη ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι εἰσέρχεσθε ἀπὸ τὶς πύλες αὐτές.
21 τάδε λέγει Κύριος· φυλάσσεσθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν καὶ μὴ αἴρετε βαστάγματα ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ μὴ ἐκπορεύεσθε ταῖς πύλαις ῾Ιερουσαλὴμ 21 Αυτά λέγει ο Κυριος· προσέχετε τον εαυτόν σας και την ζωήν σας. Μη μεταφέρετε βάρη κατά την ημέραν των Σαββάτων, μη εξέρχεσθε από τας πύλας της Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν αυτήν. 17 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Προσέχετε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν πρὸς τοῦτο μὴ σηκώνετε καὶ μὴ μεταφέρετε φορτία κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας τῶν Σαββάτων καὶ μὴ βγαίνετε ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ δι' ἐργασίαν.
22 καὶ μὴ ἐκφέρετε βαστάγματα ἐξ οἰκιῶν ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ πᾶν ἔργον οὐ ποιήσετε· ἁγιάσατε τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων, καθὼς ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καὶ οὐκ ἤκουσαν καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν 22 Μη βγάλετε και μεταφέρετε φορτία από τας οικίας σας κατά την ημέραν των Σαββάτων και κανένα έργον δεν πρέπει να κάμνετε κατ' αυτήν. Αφιερώσατε τας ημέρας αυτάς του Σαββάτου στον Θεόν, όπως εγώ έδωσα εντολήν στους προγόνους σας, οι οποίοι όμως δεν ήκουσαν και δεν έκλιναν το αυτί των εις τα λόγιά μου. 18 Μὴ βγάζετε καὶ μὴ μεταφέρετε φορτία ἀπὸ τὶς οἰκίες σας κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων καὶ μὴ ἐργάζεσθε κανένα ἔργον.Φυλάσσετε καὶ ἁγιάζετε τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων, ὅπως διέταξα τοὺς προπάτορές σας, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν ὑπήκουσαν καὶ δὲν ἔκλιναν πρόθυμα καὶ προσεκτικὰ τὸ αὐτί των εἰς τὸ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια μου,
23 καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν τοῦ μὴ ἀκοῦσαί μου καὶ τοῦ μὴ δέξασθαι παιδείαν. 23 Αυτοί εσκλήρυναν τον τράχηλόν των περισσότερον από τους πατέρας των, ώστε να μη υπακούσουν εις εμέ και να μη δεχθούν την σωτήριον δι' αυτούς παιδαγωγίαν. 19 ἀλλὰ συνέχισαν νὰ μένουν σκληροτράχηλοι καὶ πεισματικὰ ἀνυπάκουοι περισσότερον ἀπὸ τοὺς προπάτορές των, ὥστε νὰ μὴ ὑπακούσουν εἰς Ἐμὲ καὶ νὰ μὴ δεχθοῦν τὴν φιλάνθρωπον καὶ σωτήριον παιδαγωγίαν μου.
24 καὶ ἔσται ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητέ μου, λέγει Κύριος, τοῦ μὴ εἰσφέρειν βαστάγματα διὰ τῶν πυλῶν τῆς πόλεως ταύτης ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων τοῦ μὴ ποιεῖν πᾶν ἔργον, 24 Εάν προσέξετε και ακούσετε τα λόγια μου και τα δεχθήτε, λέγει ο Κυριος, ώστε να μη μεταφέρετε φορτία δια μέσου των πυλών της πόλεως κατά τας ημέρας των Σαββάτων, εάν αγιάζετε την ημέραν του Σαββάτου ώστε να μη κάνετε έργον, 20 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο: Ἐὰν ἀκούσετε μὲ προσοχὴν εἰς ἐμὲ καὶ ἀποδεχθῆτε προθύμως τὴν ἐντολήν μου, λέγει ὁ Κύριος, ὥστε νὰ μὴ εἰσάγετε καὶ μεταφέρετε φορτία διὰ μέσου τῶν πυλῶν τῆς πόλεως αὐτῆς, τῆς Ἱερουσαλήμ, κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων, καὶ ἐὰν φυλάσσετε καὶ ἁγιάζετε τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων μὲ τὸ νὰ μὴ ἐργάζεσθε κανένα ἔργον,
25 καὶ εἰσελεύσονται διὰ τῶν πυλῶν τῆς πόλεως ταύτης βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καθήμενοι ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ καὶ ἐπιβεβηκότες ἐφ' ἅρμασι καὶ ἵπποις αὐτῶν, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν, ἄνδρες ᾿Ιούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ κατοικισθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς τὸν αἰῶνα. 25 τότε θα εισέλθουν δια των πυλών της πόλεως αυτής βασιλείς και άρχοντες, οι οποίοι θα καθίσουν επάνω στον θρόνον Δαδίδ επιβαίνοντες επάνω εις πολεμικά άρματα και στους ίππους των· οι βασιλείς αυτοί και όλοι οι αυλικοί των, άνδρες Ιουδαίοι και όσοι κατοικούν την Ιερουσαλήμἴ η δε πόλις αυτή θα κατοικήται στον αιώνα. 21 τότε θὰ συνεχίσουν νὰ εἰσέρχωνται διὰ τῶν πυλῶν τῆς πόλεως αὐτῆς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι θὰ κατέχουν τὴν ἰδίαν βασιλικὴν ἐξουσίαν ποὺ κατεῖχε καὶ ὁ Δαβίδ, ἐπιβαίνοντες ἐπάνω εἰς τὰ πολεμικά των ἅρματα καὶ τοὺς ἵππους των· οἱ βασιλεῖς αὐτοὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῆς αὐλῆς των, οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰούδα καὶ οἱ κάτοικοι τῆς, Ἱερουσαλήμ.Ἡ πόλις δὲ αὐτὴ θὰ κατοικῆται εἰς τὸν αἰῶνα.
26 καὶ ἥξουσιν ἐκ τῶν πόλεων ᾿Ιούδα καὶ κυκλόθεν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐκ γῆς Βενιαμὶν καὶ ἐκ γῆς πεδινῆς καὶ ἐκ τοῦ ὄρους καὶ ἐκ τῆς πρὸς νότον φέροντες ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας καὶ θυμιάματα καὶ μαναὰ καὶ λίβανον, φέροντες αἴνεσιν εἰς οἶκον Κυρίου. 26 Και θα έρχωνται εις την Ιερουσαλήμ από τας άλλας πόλεις της περιοχής Ιούδα και όσοι κατοικούν γύρω από την Ιερουσαλήμ, άνθρωποι από την φυλην Βενιαμίν, από την πεδινήν περιοχήν, από τα όρη, από την χώραν που εκτείνεται προς νότον, φέροντες ολοκαυτώματα και άλλας θυσίας και θυμιάματα, δώρα και λιβάνι. Θα τα προσκομίζουν ως ευχαριστίαν και δοξολογίαν στον ναόν του Κυρίου. 22 Καὶ θὰ ἔρχωνται εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες πόλεις, ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Βενιαμὶν καὶ ἀπὸ τὶς πεδινὲς περιοχὲς τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀπὸ τὶς ὀρεινὲς καὶ ἀπὸ τὶς νότιες περιοχές «τὴν Νεγκέβ», φέροντες ὁλοκαυτώματα καὶ ἄλλες θυσίες καὶ θυμιάματα καὶ δῶρα καὶ λιβανωτόν· αὐτὰ ὅλα θὰ τὰ φέρουν καὶ θὰ τὰ προσφέρουν ὡς θυσίαν εὐχαριστήριον εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
27 καὶ ἔσται ἐὰν μὴ ἀκούσητέ μου τοῦ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων, τοῦ μὴ αἴρειν βαστάγματα καὶ μὴ εἰσπορεύεσθαι ταῖς πύλαις ῾Ιερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων, καὶ ἀνάψω πῦρ ἐν ταῖς πύλαις αὐτῆς, καὶ καταφάγεται ἄμφοδα ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐ σβεσθήσεται. 27 Εάν όμως δεν με υπακούσετε, ώστε να σέβεσθε και να αγιάζετε την ημέραν του Σαββάτου, να μη σηκώνετε βάρη, να μη εισέρχεσθε και εξέρχεσθε από τας πύλας της Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν των Σαββάτων, εγώ θα ανάψω φωτιάν εις τας πύλας της πόλεως αυτής, η οποία θα καταφάγη τας οδούς της Ιερουσαλήμ και δεν θα σβήση. 23 Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπακούσετε εἰς Ἐμέ, ὥστε νὰ φυλάσσετε καὶ νὰ ἁγιάζετε τὴν ἡμέραν τῆς ἀργίας τῶν Σαββάτων, νὰ μὴ σηκώνετε φορτία καὶ νὰ μὴ εἰσέρχεσθε «καὶ ἐξέρχεσθε» ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Σαββάτων, τότε θὰ βάλω φωτιὰ εἱς τὶς πύλες της, ἡ ὁποία καὶ θὰ κατακαύσῃ τοὺς δρόμους καὶ τὶς συνοικίες τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν θὰ σβήσῃ».