Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ο λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν, ὅτε ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας τὸν Πασχὼρ υἱὸν Μελχίου καὶ Σοφονίαν υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα λέγων· 1 Λογος τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν, όταν ο βασιλεύς Σεδεκίας απέστειλε προς αυτόν τον Πασχώρ υιόν του Μελχίου, και τον Σοφονίαν υιόν του Μαασαίου τον ιερέα, οι οποίοι τον παρεκάλεσαν λέγοντες· 1 Ο λόγος, τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, ὅταν ὁ Σεδεκίας, ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἰουδαίας, ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν τὸν Πασχώρ, τὸν υἱὸν τοῦ Μελχίου, καὶ τὸν ἱερέα Σοφονίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Μαασαίου, μὲ τὴν ἀκόλουθον παράκλησιν:
2 ἐπερώτησον περὶ ἡμῶν τὸν Κύριον, ὅτι βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐφέστηκεν ἐφ' ἡμᾶς, εἰ ποιήσει Κύριος κατὰ πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, καὶ ἀπελεύσεται ἀφ' ἡμῶν. 2 Ερώτησε δι' ημάς τον Κυριον, διότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος επήλθεν εναντίον μας και έφθασεν, εάν ο Κυριος θα ενεργήση υπέρ ημών σύμφωνα με όλα τα θαυμαστά έργα, τα οποία άλλοτε έκαμε, και αν αναχωρήση έτσι ο βασιλεύς αυτός από ημάς. 2 «Ἐρώτησε, ζήτησε τὴν συμβουλὴν τοῦ Κυρίου δι' ἡμᾶς, διότι ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἐπετέθη ἐναντίον μας καὶ ἤδη ἔφθασεν· ἐρώτησε λοιπόν, ἐὰν ὁ Κύριος θὰ ἐνεργήσῃ ὑπὲρ ἡμῶν καὶ θὰ ἐργασθῇ διὰ τὴν σωτηρίαν μας σύμφωνα μὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ εἰργάσθη ἄλλοτε, καὶ ἐὰν θὰ ἐξαναγκάσῃ δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου τὸν Βαβυλώνιον βασιλιᾶ νὰ ἀποσυρθῇ καὶ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ ἡμᾶς».
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ῾Ιερεμίας· οὕτως ἐρεῖτε πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα ᾿Ιούδα· 3 Είπε προς αυτούς ο Ιερεμίας. Αυτά θα είπετε προς τον Σεδεκίαν, τον βασιλέα της χώρας Ιούδα· 3 Ὁ Ἱερεμίας ἀπάντησε πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Σεδεκία καὶ εἶπεν: «Ἔτσι θὰ ἀπαντήσετε εἰς τὸν Σεδεκίαν, τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα.
4 τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ μεταστρέψω τὰ ὅπλα τὰ πολεμικά, ἐν οἷς ὑμεῖς πολεμεῖτε ἐν αὐτοῖς πρὸς τοὺς Χαλδαίους τοὺς συγκεκλεικότας ὑμᾶς ἔξωθεν τοῦ τείχους, καὶ συνάξω αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ταύτης 4 αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα στρέψω εις τα οπίσω άχρηστα τα πολεμικά σας όπλα, με τα οποία σεις θέλετε να πολεμήσετε εναντίον των Χαλδαίων, οι οποίοι έξω από το τείχος σας έχουν περικλείσει. Και θα συγκεντρώσω αυτούς στο μέσον αυτής της πόλεως. 4 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ θὰ στρέψω εἰς τὰ ὀπίσω «θὰ καταστήσω ἄχρηστα» τὰ πολεμικά σας ὅπλα, μὲ τὰ ὁποῖα πολεμεῖτε ἐναντίον τῶν Χαλδαίων, οἱ ὁποῖοι τώρα σᾶς πολιορκοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος καὶ σᾶς ἔχουν κλείσει ἀπὸ παντοῦ· θὰ συνάξω δὲ τοὺς ἐχθρούς σας Χαλδαίους εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως αὐτῆς, τῆς Ἱερουσαλήμ.
5 καὶ πολεμήσω ἐγὼ ὑμᾶς ἐν χειρὶ ἐκτεταμένῃ καὶ ἐν βραχίονι κραταιῷ μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς μεγάλης 5 Εγώ θα πολεμήσω εναντίον σας με το χέρι μου απλωμένον και με τον παντοδύναμον βραχίονά μου, με θυμόν και μεγάλην οργήν. 5 Καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς πολεμήσω μὲ ἀπλωμένον τὸ χέρι μου καὶ μὲ τὸν πανίσχυρον βραχίονά μου, μὲ θυμὸν καὶ μεγάλην ὀργήν·
6 καὶ πατάξω πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, τοὺς ἀνθρώπους καί τὰ κτήνη, ἐν θανάτῳ μεγάλῳ, καὶ ἀποθανοῦνται. 6 Θα κτυπήσω όλους τους κατοίκους εις την πόλιν αυτήν, τους ανθρώπους και τα κτήνη, με μεγάλο θανατικό και θα αποθάνουν. 6 καὶ θὰ κτυπήσω ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως αὐτῆς, τόσον τοὺς ἀνθρώπους, ὅσον καὶ τὰ κτήνη, μὲ μεγάλην λοιμικήν «μολυσματικήν» θανατηφόρον ἀρρώστιαν, καὶ θὰ ἀποθάνονν.
7 καὶ μετὰ ταῦτα -οὕτως λέγει Κύριος- δώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα ᾿Ιούδα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ τὸν λαὸν τὸν καταλειφθέντα ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀπὸ τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ τοῦ λιμοῦ καὶ ἀπὸ τῆς μαχαίρας εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν τῶν ζητούντων τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ κατακόψουσιν αὐτοὺς ἐν στόματι μαχαίρας· οὐ φείσομαι ἐπ' αὐτοῖς καὶ οὐ μὴ οἰκτειρήσω αὐτούς. 7 Μετά ταύτα, έτσι λέγει ο Κυριος, θα παραδώσω τον Σεδεκίαν τον βασιλέα του βασιλείου Ιούδα και τους αυλικούς του και τον λαόν του, όλους όσοι απέμειναν εις την πόλιν αυτήν ζώντες από την θανατηφόρον ασθένειαν, από τον λιμόν και από την εχθρικήν μάχαιραν, θα τους παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν των, και θα τους κατακόψουν εν στόματι μαχαίρας. Εγώ δεν θα λυπηθώ δι' αυτούς ούτε θα τους σπλαγχνισθώ. 7 Ἔπειτα δὲ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πληγές - ἔτσι λέγει ὁ Κύριος - θὰ παραδώσω τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα Σεδεκίαν, τοὺς ἀξιωματούχους καὶ ὑπηρέτας του καὶ τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπέμεινεν εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, ἀφοῦ ἐπέζησεν ἀπὸ τὴν λοιμικήν, θανατηφόρον ἀρρώστιαν καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ ἀπὸ τὴν σφαγήν, εἰς τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν των, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν τὴν ζωήν· οἱ δὲ ἐχθροὶ θὰ τοὺς κατασφάξουν καὶ θὰ τοὺς κατακόψουν μὲ τὴν κόψιν τῆς μαχαίρας.Δὲν θὰ λυπηθῶ δι’ ἀυτοὺς καὶ δὲν θὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῶ!
8 καὶ πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν τὴν ὁδὸν τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ θανάτου· 8 Και προς τον λαόν τούτον θα είπης· αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ έχω θέσει ενώπιόν σας την οδόν της ζωής και την οδόν, που οδηγεί στον θάνατον. 8 Εἰς δὲ τὸν λαὸν αὐτὸν θὰ εἰπῇς: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ ἔχω παρουσιάσει ἐμπρός σας τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸν θάνατον.
9 ὁ καθήμενος ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀποθανεῖται ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενος προσχωρῆσαι πρὸς τοὺς Χαλδαίους τοὺς συγκεκλεικότας ὑμᾶς ζήσεται, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς σκῦλα, καὶ ζήσεται. 9 Εκείνος, ο οποίος θα καθίση εις την πόλιν αυτήν, θα αποθάνη φονευόμενος από εχθρικήν μάχαιραν η από λιμόν. Εκείνος, ο οποίος θα εξέλθη από την πόλιν αυτήν, δια να παραδοθή στους Χαλδαίους, που σας έχουν αποκλείσει, θα ζήση, αλλά η ζωή του θα είναι ωσάν τα λάφυρα, που περιπίπτουν εις χείρας των εχθρών. Οπωσδήποτε όμως θα ζήση. 9 Ὅποιος μείνῃ εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, θὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι καί «ἢ» ἀπὸ τὴν πεῖναν.Ὅποιος ὅμως ἐγκαταλείψῃ τὴν πόλιν αὐτὴν καὶ βγῇ διὰ νὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς Χαλδαίους, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἔχουν κυκλώσει γύρω - γύρω, θὰ κερδίσῃ τὴν ζωήν του καὶ θὰ ζήσῃ· ἡ δὲ ζωή του θὰ εἶναι ὡσὰν λάφυρον πολέμου εἰς τὰ χέρια τῶν Βαβυλωνίων, καὶ θὰ ζήσῃ.
10 διότι ἐστήρικα τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην εἰς κακὰ καὶ οὐκ εἰς ἀγαθά· εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος παραδοθήσεται, καὶ κατακαύσει αὐτήν ἐν πυρί. 10 Αυτά θα γίνουν, διότι εγώ έχω στρέψει και στηρίξει το πρόσωπόν μου εναντίον της πόλεως αυτής, δια να αποστείλω συμφοράς και οχι ευεργεσίας. Θα πέση η πόλις εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την παραδώση στο πυρ και θα την κατακαύση. 10 Αὐτὰ ὅλα θὰ πραγματοποιηθοῦν ὁπωσδήποτε.Διότι ἐστήριξα τὸ πρόσωπόν μου καὶ ἐκάρφωσα τὰ μάτια μου μὲ ἀπόφασιν στερεὰν καὶ ἀκλόνητον ἐναντίον τῆς πόλεως αὐτῆς, διὰ νὰ τὴν καταστρέψω καὶ ὄχι νὰ τὴν ὠφελήσω καὶ εὐεργετήσω.Ἡ Ἱερουσαλὴμ θὰ παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος θὰ τὴν πυρπολήσῃ καὶ θὰ τὴν κατακαύσῃ».
11 ὁ οἶκος βασιλέως ᾿Ιούδα, ἀκούσατε λόγον Κυρίου· 11 Ολος ο βασιλικός οίκος του βασιλέως του Ιούδα, όπως και ο βασιλικός οίκος του Δαβίδ, ακούσατε τον λόγον του Κυρίου. 11 «Ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ βασιλιᾶ του Ἰούδα, ἀκοῦστε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου:
12 οἶκος Δαυίδ, τάδε λέγει Κύριος· κρίνατε πρωΐ κρίμα καὶ κατευθύνατε καὶ ἐξέλεσθε διηρπασμένον ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος αὐτόν, ὅπως μὴ ἀναφθῇ ὡς πῦρ ἡ ὀργή μου καὶ καυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων. 12 Αυτά λέγει ο Κυριος· Αποδώσατε εκάστην πρωΐαν το δίκαιον, ευθύνατε τους δρόμους της ζωής σας προς τας εντολάς του Κυρίου, αποσπάσατε αθώον από τα χέρια εκείνου, ο οποίος τον αδικεί και τον καταπιέζει, δια να μη ανάψη ωσάν φωτιά η οργή μου και γίνη πυρκαϊά μεγάλη και δεν θα υπάρχη κανείς, που θα ημπορέση να την σβήση. 12 «Βασιλικὴ οἰκογένεια, ποὺ ἔχεις πρόγονόν σου τὸν Δαβίδ, αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Μὴ ἀργεῖτε, μετανοῆστε γρήγορα· ἀποδῶστε κάθε πρωῒ δικαιοσύνην, φέρεσθε μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν καὶ γλυτῶστε τὸν ἀθῶον, ποὺ καταπιέζεται, ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀδικεῖ, διὰ νὰ μὴ ἀνάψῃ ὡσὰν φωτιὰ ἡ ὀργή μου καὶ φουντώσῃ καὶ γίνῃ πυρκαϊά, ὁπότε κανεὶς δὲν θὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ τὴν σβήσῃ».
13 ἰδοὺ ἐγὼ πρός σε τὸν κατοικοῦντα τὴν κοιλάδα Σόρ, τὴν πεδεινήν, τοὺς λέγοντας· τίς πτοήσει ἡμᾶς; ἢ τίς εἰσελεύσεται πρὸς τὸ κατοικητήριον ἡμῶν; 13 Ιδού, εγώ έρχομαι εναντίον σου, ο οποίος κατοικείς την κοιλάδα Σορ και εις την πεδινήν, προς όλους σας, οι οποίοι πιστεύοντες εις τα απόρθητα της περιοχής σας λέγετε· ποιός θα μας καταπτοήαη; Ποιός είναι δυνατόν να εισέλθη στο καταφύγιόν μας; 13 Ἰδού· Ἐγὼ ἔρχομαι ἐναντίον σοῦ, ὁ ὁποῖος κατοικεῖς εἰς τὴν κοιλάδα Σόρ, τὴν πεδινὴν περιοχήν· ἔρχομαι πρὸς ὅλους σᾶς, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἔχετε ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ ὀχυρά σας, λέγετε: «Ποιὸς θὰ τολμήσῃ νὰ ἐπιτεθῇ ἐναντίον μας καὶ νὰ μᾶς ἐκφοβίσῃ; Ἢ ποιὸς θὰ ἠμπορέσῃ νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὸ καταφύγιόν μας;»
14 καὶ ἀνάψω πῦρ ἐν τῷ δρυμῷ αὐτῆς, καὶ ἔδεται πάντα τὰ κύκλῳ αὐτῆς. 14 Εγώ θα ανάψω φωτιά καταστροφής εις τα δάση της περιοχής, η οποία και θα καταφάγη όλα τα γύρω από αυτήν μέρη. 14 Καὶ θὰ ἀνάψω φωτιὰ εἰς τὰ δάση τῆς Ἱερουσαλήμ «ἤ, κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Εἰς τὸ πλῆθος τῶν οἰκημάτων καὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ», ἡ ὁποία καὶ θὰ καταφάγῃ ὅλα τὰ γύρω ἀπὸ αὐτὴν μέρη».