Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:32
Δύση: 18:51
Σελ. 11 ημ.
287-79
16ος χρόνος, 6084η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΑΝ ἐξαποστείλῃ ἀνὴρ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἀπέλθῃ ἀπ' αὐτοῦ καὶ γένηται ἀνδρί ἑτέρῳ, μὴ ἀνακάμπτουσα ἀνακάμψει πρὸς αὐτὸν ἔτι; οὐ μιαινομένη μιανθήσεται ἡ γυνὴ ἐκείνη; καὶ σὺ ἐξεπόρνευσας ἐν ποιμέσι πολλοῖς· καὶ ἀνέκαμπτες πρός με; λέγει Κύριος. 1 Εάν ένας ανήρ δώση διαζύγιον εις την γυναίκα του και την αποπέμψη από τον οίκον του, εκείνη δε φύγη και έλθη εις γάμο κοινωνίαν με άλλον άνδρα μήπως ημπορεί αυτή να επιστρέψη προς τον σύζυγόν της; Δεν θεωρείται η γυνή εκείνη νομικώς μολυσμένη, ακάθαρτος; Πως λοιπόν είναι δυνατόν να επιστρέψη στον πρώτον αυτής σύζυγον; Και συ Ιερουσαλήμ, επόρνευσες πνευματικώς, διότι συνεδέθης και παρεδόθης εις πολλούς ειδωλολατρικούς θεούς ως προς ποιμένας σου. Και συ παρ' όλον τούτο θα είχες την τόλμην να επανέλθης προς εμέ; Λέγει ο Κυριος. 1 Εὰν ἕνας ἄνδρας δώσῃ διαζύγιον εἰς τὴν σύζυγόν του καὶ τὴν ἀποπέμψῃ, ἐκείνη δέ, ἀφοῦ φύγῃ καὶ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτόν, ὑπανδρευθῇ ἄλλον ἄνδρα, μήπως ἔχει τὸ δικαίωμα ἀπὸ τὸν Νόμον νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν πρὸς τὸν πρῶτον της ἄνδρα; Δὲν θεωρεῖται ἡ γυναῖκα αὐτή, ἐφ' ὅσον ἦλθεν εἰς γαμικὴν σχέσιν μὲ τὸν δεύτερον σύζυγόν της, νομικῶς μολυσμένη καὶ ἀκάθαρτη καὶ ἄρα ἀπαγορεύεται νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ νὰ ὑπανδρευθῇ πάλιν τὸν πρῶτον σύζυγόν της; «Ἀσφαλῶς, ναί».Καὶ σύ, Ἱερουσαλήμ, ἐνῷ ὑπανδρεύθης «πνευματικῶς» τὸν ἕνα καὶ μόνον ἀληθινὸν Θεόν, ἐπόρνευσες πνευματικῶς, διότι συνεδέθης καὶ συνέζησες μὲ πολλοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους ἐδέχθης ὡς ποιμένας σου.Καὶ μετὰ τὴν ἑκουσίαν αὐτὴν πνευματικὴν πορνείαν διεκδικεῖς τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιστρέψῃς εἰς Ἐμέ; Λέγει ὁ Κύριος.
2 ἆρον τοὺς ὀφθαλμούς σου εἰς εὐθεῖαν καὶ ἰδέ· πῶς οὐχὶ ἐξεφύρθης; ἐπὶ ταῖς ὁδοῖς ἐκάθισας αὐτοῖς ὡσεὶ κορώνη ἐρημουμένη καὶ ἐμίανας τὴν γῆν ἐν ταῖς πορνείαις σου καὶ ἐν ταῖς κακίαις σου. 2 Σηκωσε τα μάτια σου, κύτταξε κατ' ευθείαν μακράν έμπροσθέν σου. Πως είναι ποτέ δυνατόν να μη έχης μολυνθή συμφυρθείσα με την φαυλότητα της ειδωλολατρείας; Ωσάν εγκαταλελειμμένη και έρημος κουρούνα εκάθισες και συ στους δρόμους της ειδωλολατρείας αναμένουσα εκείνους, με τους οποίους θα εμολύνεσο. Και έτσι με την πνευτικήν πορνείαν της ειδωλολατρείας σου και τας άλλας κακίας σου εμόλυνες την χώραν σου. 2 Σήκωσε τὰ μάτια σου καὶ κύτταξε κατ' εὐθεῖαν μακριά «κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Ὑψηλά».Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἐμολύνθης καὶ νὰ μὴ ἐζυμώθης κυριολεκτικὰ μὲ τὴν σιχαμερὴν εἰδωλολατρίαν; Εἰς τοὺς ἐρήμους δρόμους τῆς εἰδωλολατρίας ἐκάθισες καὶ ἐπερίμενες ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἐμολύνεσο· ἐκάθισες ὅπως ἡ ἔρημη καὶ ἀπομονωμένη κουρούνα καὶ ἐμόλυνες τὴν χώραν σου μὲ τὶς πνευματικὲς πορνεῖες τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τὶς βδελυκτὲς κακίες σου.
3 καὶ ἔσχες ποιμένας πολλοὺς εἰς πρόσκομμα σεαυτῇ· ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας. 3 Απέκτησες πολλούς ειδωλολατρικούς θεούς ως ποιμένας σου, πρόσκομμα και εμπόδιον εις την ζωήν σου. Το πρόσωπόν σου έγινεν αναιδές ωσάν της πόρνης. Με αναισχυντίαν απηυθύνεσο προς όλους. 3 Καὶ ἀπέκτησες πολλοὺς πνευματικοὺς ποιμένας, τοὺς εἰοωλολατρικοὺς θεούς· ἔτσι δὲ ἔβλαψες τὸν ἑαυτόν σου, διότι ὑπέφερες δεινά, ἀφοῦ αὐτοὶ ἔγιναν πρόσκομμα καὶ ἐμπόδιον εἰς τὴν ζωήν σου.Ἀπέκτησες καὶ διατηρεῖς ἀδιάντροπον καὶ θρασὺ πρόσωπον πόρνης· ἔγινες ὅλως διόλου ἀναίσχυντη, ἔχασες κάθε ἐντροπὴν πρὸς ὅλους.
4 οὐχ ὡς οἶκόν με ἐκάλεσας καὶ πατέρα καὶ ἀρχηγὸν τῆς παρθενίας σου; 4 Δεν ανεγνώρισες και δεν ωνόμασες τον ναόν μου, τον ευρισκόμενον εις την πόλιν σου, ως οίκον μου, και εμέ ως πατέρα σου, ως αρχηγόν σου από της νεανικής σου ηλικίας; 4 Σὺ δὲν μὲ ἀνεγνώρισες ὡς οἶκον καταφυγῆς καὶ φρούριον ἀσφαλείας «κατ' ἄλλους: Σὺ δὲν ἀνεγνώρισες τὸν Ναὸν ὡς κατοικητήριόν μου» καὶ ὡς πατέρα καὶ κηδεμόνα σου καὶ ὡς ἀρχηγὸν ἀπὸ τὰ νεανικά σου χρόνια;
5 μὴ διαμενεῖ εἰς τὸν αἰῶνα ἢ φυλαχθήσεται εἰς νῖκος; ἰδοὺ ἐλάλησας καὶ ἐποίησας τὰ πονηρὰ ταῦτα καὶ ἠδυνάσθης. 5 Είπες από μέσα σου· Θα παραμείνη πάντοτε ωργισμένος ο Κυριος, θα κρατή διαρκώς τον θυμύν του; Ιδού, τι ελαλησες και όμως διέπραξες όλα αυτά τα πονηρά. Επεδόθης με επιμονήν εις αυτά. 5 Καυχώμενοι δὲ ὅτι μὲ ἔχετε πνευματικὸν πατέρα καὶ κηδεμόνα, ἐσκεφθήκατε καὶ εἴπατε: «Μήπως ὁ Θεὸς θὰ παραμείνῃ ὠργισμένος αἰωνίως ἢ θὰ διατηρῇ συνεχῶς τὴν ὀργήν του μέχρι τέλους;» «Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Μήπως νομίζεις ὅτι τὸ ψεῦδος σου καὶ τῶν λόγων ἡ χλεύη θὰ διαμείνουν αἰωνίως; Ἢ νομίζεις ὅτι δι' αὐτῶν θὰ ἐπικρατήσῃς καὶ θὰ νικήσῃς;» Ἰδού, τί εἶπες καὶ ἠσύχασες καὶ διὰ τοῦτο ἔπραξες ὅλα τὰ πονηρὰ καὶ σιχαμερὰ ἔργα καὶ ἐπέμεινες εἰς τὴν ἀναισχυντίαν καὶ εἰδωλολατρίαν».
6 Καὶ εἶπε Κύριος πρός με ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Ιωσίου τοῦ βασιλέως· εἶδες ἃ ἐποίησέ μοι ἡ κατοικία τοῦ ᾿Ισραήλ; ἐπορεύθησαν ἐπὶ πᾶν ὄρος ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους, καὶ ἐπόρνευσαν ἐκεῖ. 6 Επί των ημερών του βασιλέως Ιωσιου ο Κυριος μου είπε· Είδες τι μου έκαμεν ο Ισραηλιτικός λαός; Μετέβησαν εις κάθε όρος υψηλον, όπου υπάρχουν τα είδωλα και κάτω από κάθε πυκνόφυλλον δένδρον, και εκεί παρεδόθησαν εις την πορνείαν, όπως οι ειδωλολάτραι. 6 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμὲ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωσία: «Ἔμαθες τί ἔκαμαν εἰς Ἐμὲ τὸ πλῆθος τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ; Μετέβησαν εἰς κάθε ὑψηλὸν βουνὸν καὶ κάτω ἀπὸ κάθε πυκνόφυλλον δένδρον καὶ ἐκεῖ παρεδόθησαν εἰς τὴν εἰδωλολατρικὴν πορνείαν.
7 καὶ εἶπα μετὰ τὸ πορνεῦσαι αὐτὴν ταῦτα πάντα· πρός με ἀνάστρεψον, καὶ οὐκ ἀνέστρεψε· καὶ εἶδε τὴν ἀσυνθεσίαν αὐτῆς ἡ ἀσύνθετος ᾿Ιούδα. 7 Παρ' όλον τούτο εγώ, έπειτα από την ειδωλολατρείαν των και την εκτροπήν εις την πορνείαν, είπα προς αυτούς· Επιστρέψατε εν μετανοία προς εμέ και δεν επέστρεψαν. Την εκ μέρους του Ισραήλ καταπάτησιν αυτήν του Νομου και των διαθηκών την είδεν η επίσης παράνομος αδελφή της φυλή Ιούδα. 7 Καὶ μετὰ τὴν εἰδιολολατρικήν των πορνείαν εἶπα εἰς αὐτοὺς ὅλα αὐτά: «Γυρίστε πίσω μὲ συντριβὴν καὶ μετάνοιαν πρὸς Ἐμέ».Καὶ δὲν ἐπέστρεψαν.Καὶ τὴν ἑκουσίαν αὐτὴν παράβασιν τῆς μὲ τὸν Ἰσραὴλ διαθήκης τοῦ Θεοῦ καὶ γενικῶς τοῦ Νόμου τὴν εἶδεν ἡ ἐπίσης παράνομος καὶ παραβάτις φυλή «τὸ βασίλειον» τοῦ Ἰούδα.
8 καὶ εἶδον διότι περὶ πάντων ὧν κατελήφθη, ἐν οἷς ἐμοιχᾶτο ἡ κατοικία ᾿Ισραήλ, καὶ ἐξαπέστειλα αὐτὴν καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς· καὶ οὐκ ἐφοβήθη ἡ ἀσύνθετος ᾿Ιούδα καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπόρνευσε καὶ αὐτή. 8 Επειδή εγώ είδα όλα εκείνα, εις τα οποία είχε παρασυρθή και υπό των οποίων είχε κυριευθή η φυλή του Ισραήλ, την ειδωλολατρικήν αυτής μοιχείαν, δια τούτο την απέστειλα εις αιχμαλωσίαν. Παρέδωσα εις τα χέρια της ως προς γυναίκα αποπεμπομένην έγγραφον διαζυγίου. Αν και τα είδεν αυτά η παράνομος φυλή Ιούδα, δεν εφοβήθη, άλλα και αυτή εβαδισε προς τον ίδιον ειδωλολατρικόν δρόμον και εξεπόρνευσεν ειδωλολατρικώς. 8 Ἐπειδὴ δὲ Ἐγὼ εἶδα ὅλα ἐκεῖνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρεσύρθη καὶ ἐκυριαρχεῖτο τὸ πλῆθος τὸν Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ μὲ τὰ ὁποῖα διέπραττε τὴν εἰδωλολατρικὴν μοιχείαν, τὸν ἀπέστειλα εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν· καὶ ἔδωκα εἰς τὰ χέρια τὸν Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἔγγραφον διαζύγιον, ὅπως ὁ ἄνδρας ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὴν γνναῖκα του καὶ τὴν ἀποπέμπει.Καὶ ἐνῷ, ἡ παράνομος καὶ παραβάτις φυλή «τὸ βασίλειον» τοῦ Ἰούδα εἶδεν ὅλα αὐτά, δὲν ἐφοβήθη καὶ δὲν ἀνεχαιτίσθη εἰς τὸ νὰ μιμηθῇ τὸν Ἰσραήλ, ἀλλ' ἀκολούθησε τὰ ἴχνη ἐκείνου· ἐβάδισε καὶ αὐτὴ τὸν ἴδιον παράνομον εἰδωλολατρικὸν δρόμον καὶ παρεδόθη καὶ αὐτὴ εἰς τὴν εἰδωλολατρικὴν πορνείαν.
9 καὶ ἐγένετο εἰς οὐθὲν ἡ πορνεία αὐτῆς, καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον. 9 Ούτε την παραμικράν σημασίαν εδωσεν εις την πορνείαν της και εμοίχευσε την πνευματικήν πορνείαν με τα ξύλινα και τα πέτρινα είδωλα. 9 Καὶ τὸ χειρότερον ἦταν ὅτι καθόλου δὲν ἐθεωροῦσε τὴν βδελυκτὴν εἰδωλολατρίαν ὡς παρανομίαν, καὶ συνέχιζε τὴν εἰδωλολατρικήν της μοιχείαν μὲ τὸ νὰ λατρεύῃ τὰ ξόανα «ξύλινα εἰδωλικὰ ἀγάλματα» καὶ τὰ πέτρινα εἴδωλα.
10 καὶ ἐν πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη πρός με ἡ ἀσύνθετος ᾿Ιούδα ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῆς, ἀλλ' ἐπὶ ψεύδει. 10 Παρ' όλας δε τας τιμωρίας εναντίον του βασιλείου του Ισραήλ, η παράνομος αδελφή του, το δασίλειον του Ιούδα, δεν επέστρεψε προς εμέ εξ όλης της καρδίας της, άλλα μόνον εξωτερικώς και υποκριτικώς. 10 Καὶ τὸ χειρότερον ὅλων εἶναι τοῦτο: Παρ’ ὅλην τὴν πανωλεθρίαν, ποὺ ὑπέστη διὰ τὴν ἀσέβειάν του τὸ βόρειον βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ, ἡ παράνομος καὶ παραβάτις φυλή «τὸ βασίλειον» τοῦ Ἰούδα δὲν ἐπέστρεψε πρὸς ἐμὲ μὲ ὅλην τὴν καρδιά της, ἀλλὰ μόνον ψευδῶς καὶ ὑποκριτικῶς».
11 καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἐδικαίωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τῆς ἀσυνθέτου ᾿Ιούδα. 11 Τοτε, λέγει ο προφήτης, είπε προς εμέ ο Κυριος· Το βασίλειον του Ισραήλ ημπορεί να προβάλη δικαιολογίαν πλέον προς εμέ, συγκρίνον εαυτό, προς όσα έκαμε το περισσότερον άπιστον εις εμέ βασίλειον του Ιούδα. 11 Τότε «λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας» ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ: «Τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι μέχρις ἐνὸς σημείου δικαιολογημένον ἀπέναντί μου διὰ τὴν ἀποστασίαν του, συγκρινόμενον πρὸς τὴν σνμπεριφορὰν τῶν παρανόμων καὶ παραβατῶν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα· ἐπειδὴ ἡ φυλὴ αὐτή «τὸ νότιον βασίλειον», ἐνῷ εἶχεν ἰδεῖ τὶς σνμφορὲς τοῦ βορείου βασιλείου, συνέχισε νὰ πράττῃ τὰ παράνομα ἔργα ποὺ ἐπροκάλεσαν τὰ φοβερὰ δεινὰ τοῦ Ἰσραήλ.
12 πορεύου καὶ ἀνάγνωθι τοὺς λόγους τούτους πρὸς βορρᾶν καὶ ἐρεῖς· ἐπιστράφηθι πρός με, ἡ κατοικία τοῦ ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος, καὶ οὐ στηριῶ τὸ πρόσωπόν μου ἐφ' ὑμᾶς· ὅτι ἐλεήμων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐ μηνιῶ ὑμῖν εἰς τὸν αἰῶνα. 12 Πηγαινε και ανάγνωσε τους λόγους μου αυτούς προς βορράν και είπε· Επιστρέψατε προς εμέ, λαέ του ισραηλιτικού βασιλείου, λέγει ο Κυριος. Δεν θα στρέψω ωργισμένον εναντίον σας το πρόσωπόν μου, διότι εγώ είμαι ελεήμων, λέγει ο Κυριος, και δεν θα μείνω δια παντός ωργισμένος εναντίον σας. 12 Πήγαινε, λοιπόν, «λέγει ὁ φιλάνθρωπος Κύριος εἰς τὸν Ἱερεμίαν» καὶ ἀνάγνωσε τοὺς λόγους μου τούτους πρὸς βορρᾶν καὶ εἰπέ: «Ἐπίστρεψε πρὸς Ἐμέ, πλῆθος τὸν Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, λέγει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θὰ στρέψω πλέον σκνθρωπὸν καὶ σνωφρυωμένον τὸ πρόσωπόν μου ἐναντίον σας.Διότι Ἐγὼ εἶμαι συμπαθητικὸς καὶ εὔσπλαγχνος, λέγει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θὰ εἶμαι ὠργισμένος οὔτε θὰ μνησικακῶ κατὰ τῶν παρεκτροπῶν σας αἰωνίως.
13 πλήν, γνῶθι τὴν ἀδικίαν σου, ὅτι εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου ἠσέβησας καὶ διέχεας τὰς ὁδούς σου εἰς ἀλλοτρίους ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους, τῆς δὲ φωνῆς μου οὐχ ὑπήκουσας, λέγει Κύριος. 13 Πλην, αναγνωρίσατε και συναισθανθήτε την παρανομίαν σας, διότι εδείξατε ασέβειαν εις αυτόν τον Κυριον και Θεόν σας, εξεχύσατε και εξεδαπανήσατε την ζωήν σας εις ξένους ειδωλικούς θεούς και ελατρεύσατε αυτούς κάτω από κάθε ευσκιόφυλλον δένδρον. Δεν υπηκούσατε δε εις την ιδικήν μου φωνήν, λέγει ο Κυριος. 13 Πλὴν ὅμως ἀναγνωρίσατε, συναισθανθῆτε καὶ παραδεχθῆτε τὴν ἀδικίαν καὶ ἐνοχήν σας, διότι εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν σας ἐδείξατε ἀσέβιαν, καὶ μὲ τρόπον ὁρμητικὸν καὶ ἀκάθεκτον ἐσπαταλήσατε τὴν ζωήν σας εἰς ξενους εἰδωλολατρικοὺς θεούς «τοὺς δαίμονες», τοὺς ὁποίους ἐλατρεύσατε κάτω ἀπὸ κάθε πυκνόφυλλον δένδρον καὶ δὲν ὑπακούσατε εἰς τὴν ἰδικήν μου φωνήν «ποὺ ἔλεγε: Δὲν πρέπει νὰ ἔχῃς ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ Ἐμέ», λέγει ὁ Κύριος».
14 ἐπιστράφητε, υἱοὶ ἀφεστηκότες, λέγει Κύριος, διότι ἐγὼ κατακυριεύσω ὑμῶν καὶ λήψομαι ὑμᾶς ἕνα ἐκ πόλεως καὶ δύο ἐκ πατριᾶς καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς Σιὼν 14 Επιστρέψατε, λοιπόν, σεις, οι υιοί της αποστασίας, λέγει ο Κυριος, διότι εγώ θα γίνω και πάλιν ο Κυριος σας και εξουσιαστής σας. Θα σας πάρω ένα από κάθε πόλιν και δύο από κάθε πατριάν και θα σας εισαγάγω εις την Σιών. 14 «Μετανοήσατε καὶ ἐπιστρέψατε, υἱοὶ ποὺ ἔχετε ἀποστατήσει, λέγει ὁ Κύριος, διότι Ἐγὼ θὰ γίνω πάλιν ὁ μόνος Κύριός σας καὶ θὰ σᾶς παραλάβω ἕνα ἀπὸ κάθε πόλιν καὶ δύο ἀπὸ κάθε φυλὴν καὶ θὰ σᾶς εἰσαγάγω εἰς τὴν Σιών·
15 καὶ δώσω ὑμῖν ποιμένας κατὰ τὴν καρδίαν μου, καὶ ποιμανοῦσιν ὑμᾶς ποιμαίνοντες μετ' ἐπιστήμης. 15 Θα σας δώσω ποιμένας καλούς σύμφωνα με την καρδίαν μου, οι οποίοι θα σας ποιμαίνουν με γνώσιν και σύνεσιν. 15 καὶ θὰ σᾶς δώσω πνευματικοὺς ποιμένας, ὅπως τοὺς ποθεῖ ἡ καρδιά μου, οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ σᾶς ποιμαίνουν μὲ σοφίαν καὶ διάκρισιν.
16 καὶ ἔσται ἐὰν πληθυνθῆτε καὶ αὐξηθῆτε ἐπὶ τῆς γῆς, λέγει Κύριος, ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· κιβωτὸς διαθήκης ἁγίου ᾿Ισραήλ, οὐκ ἀναβήσεται ἐπὶ καρδίαν, οὐκ ὀνομασθήσεται οὐδὲ ἐπισκεφθήσεται καὶ οὐ ποιηθήσεται ἔτι. 16 Οταν δε πληθυνθήτε και αυξηθήτε κατά τας ημέρας εκείνας εις την γην, λέγει ο Κυριος, δεν θα λέγουν πλέον οι άνθρωποι “η Κιβωτός της Διαθήκης του αγίου Θεού του Ισραήλ”, ούτε θα την σκεφθούν στον νουν και την καρδίαν, ούτε θα αναφέρουν το όνομά της, οϋτε θα μεταβαίνουν εις επί-σκεψιν αυτής, ούτε θα κατασκευάσουν άλλην τινά ομοίαν προς αυτήν. 16 Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο: Ὅταν θὰ πληθυνθῆτε καὶ θὰ αὐξηθῆτε εἰς τὴν χώραν, λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες κανεὶς ἀνθρωπος δὲν θὰ εἴπῃ πλέον: «Ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ ἁγίου Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ!» Δὲν θὰ διανοηθοῦν πλέον τὴν Κιβωτόν, δὲν θὰ τὴν ἀναφέρουν κἀν ὡς ὄνομα, οὔτε θὰ μεταβαίνουν διὰ νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦν, ἀλλ' οὔτε καὶ θὰ κατασκευάσουν πλέον ἄλλην Κιβωτόν, ὁμοίαν πρὸς αὐτήν.
17 ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καλέσουσι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ Θρόνον Κυρίου, καὶ συναχθήσονται πάντα τὰ ἔθνη εἰς αὐτὴν καὶ οὐ πορεύσονται ἔτι ὀπίσω τῶν ἐνθυμημάτων τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς πονηρᾶς. 17 Κατά τας ημέρας εκείνας, κατά την ευλογημένην εκείνην περίοδον, θα αναγνωρίσουν και θα ονομάσουν οι άνθρωποι την Ιερουσαλήμ θρόνον Κυρίου και θα συγκεντρωθούν δλα τα έθνη εις αυτήν και δεν θα ακολουθούν πλέον τας ενθυμήσεις και επιθυμίας της πονηράς των καρδίας. 17 Κατὰ δὲ τὶς εὐτυχισμένες καὶ εὐλογημένες ἐκεῖνες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσσίου καὶ κατὰ τὴν περίοδον ἐκείνην θὰ ὀνομάσουν καὶ θὰ ἀναγνωρίσουν τὴν Ἱερουσαλὴμ «Θρόνον τοῦ Κυρίου».Θὰ συγκεντρωθοῦν δὲ εἰς αὐτήν, χάριν εὐσεβείας, ὅλα τὰ ἔθνη καὶ δὲν θὰ ἀκολουθοῦν πλέον τὶς ἐπίμονες κλίσεις καὶ ἁμαρτωλὲς διαθέσεις τῆς πονηρὰς καρδίας των.
18 ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις συνελεύσονται ὁ οἶκος ᾿Ιούδα ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ ἥξουσιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀπὸ γῆς βορρᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν ἐπὶ τὴν γῆν, ἣν κατεκληρονόμησα τοὺς πατέρας αὐτῶν. 18 Κατά τας ευλογημένος εκείνας ημέρας θα συγκεντρωθούν επί το αυτό και θα ενωθούν μεταξύ των η φυλή του Ιούδα και αι άλλαι φυλαί του Ισραήλ. Θα έλθουν στο αυτό μέρος από τον βορράν και από όλας τας χώρας της οικουμένης, εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν έδωκα ως κληρονομίαν στους προγόνους των. 18 Κατὰ τὶς εὐτυχισμένες καὶ εὐλογημένες ἐκεῖνες ἡμέρες θὰ συγκεντρωθοῦν, θὰ συνενωθοῦν μεταξύ των εἰς ἕνα λαόν, ὡσὰν μέλη τῆς ἰδίας οἰκογενείας, τὸ βασιλέων τοῦ Ἰούδα μὲ τὸ βασίλειον τὸν Ἰσραήλ, καὶ θὰ φθάσουν ἀπὸ τὶς χῶρες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὰ βορειοανατολικὰ καὶ ἀνατολικὰ τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες χῶρες τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν ἔδωκα ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς προπάτορές των».
19 καὶ ἐγὼ εἶπα· γένοιτο, Κύριε· ὅτι τάξω σε εἰς τέκνα καὶ δώσω σοι γῆν ἐκλεκτήν, κληρονομίαν Θεοῦ παντοκράτορος ἐθνῶν. καὶ εἶπα· πατέρα καλέσετέ με καὶ ἀπ' ἐμοῦ οὐκ ἀποστραφήσεσθε. 19 Και εγώ ο προφήτης, γεμάτος χαράν, είπα· είθε, Κυριε, να πραγματοποιηθή αυτό. Ο δε Κυριος απήντησε· Ναι, έχω ορίσει σας ως τέκνα μου και θα σας δώσω την χώραν την εκλεκτήν, κληρονομίαν του Θεού, του παντοκράτορος όλων των εθνών. Και είπα προς σας· Ασφαλώς θα με αναγνωρίσετε και θα με καλέσετε Πατέρα σας και δεν θα μακρυνθήτε πλέον από εμέ. 19 Ὁ προφήτης Ἱερεμίας, γεμᾶτος χαρὰν δι' ὅσα ἔμελλε νὰ ἀπολαύσῃ εἰς τὸ μέλλον ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, συνεύχεται: «Ἐγὼ τότε εἶπα: Εἴθε, Κύριε, νὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλα αὐτά! «Ὁ Κύριος ἀπάντησε καὶ εἶπε:» «Ἰδού· σᾶς ἔχω καταστήσει τέκνα μου, σᾶς υἱοθέτησα καὶ θὰ σᾶς δώσω τὴν ἐκλεκτὴν χώραν «τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας», τὴν κληρονομίαν τοῦ Θεοῦ, τοῦ δημιουργοῦ καὶ παντοκράτορος ὅλων τῶν ἐθνῶν.Καὶ «Ἐγὼ ὁ Θεός» εἶπα πρὸς σᾶς: Θὰ μὲ ἀναγνωρίσετε καὶ θὰ μὲ ἀποκαλέσετε Πατέρα καὶ δὲν θὰ ἀπομακρυνθῆτε πλέον ἀπὸ Ἐμέ».
20 πλὴν ὡς ἀθετεῖ γυνὴ εἰς τὸν συνόντα αὐτῇ, οὕτως ἠθέτησεν εἰς ἐμὲ ὁ οἶκος ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος. 20 Δυστυχώς όμως, όπως μία γυναίκα φαίνεται άπιστος στον άνδρα της, κατά παρόμοιον τρόπον ο ισραηλιτικός λαός έδειχθη άπιστος προς εμέ, λέγει ο Κυριος. 20 «Δυστυχῶς ὅμως συνέβη τοῦτο: Ὅπως ἡ ἄπιστη γυναῖκα ἀπατᾷ, προδίδει καὶ ἐγκαταλείπει τὸν σύζυγόν της, ἔτσι ἀπάτησε, ἐπρόδωσε καὶ ἐγκατέλειψε καὶ Ἐμὲ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός», λέγει ὁ Κύριος.
21 φωνὴ ἐκ χειλέων ἠκούσθη κλαυθμοῦ καὶ δεήσεως υἱῶν ᾿Ισραήλ, ὅτι ἠδίκησαν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, ἐπελάθοντο Θεοῦ ἁγίου αὐτῶν. 21 Αλλά εβγήκεν από τα χείλη των και ηκούσθη φωνή μετανοίας των Ισραηλιτών μετά κλαυθμών και δεήσεων, ότι εδείχθησαν άδικοι εις την ζώην των, ελησμόνησαν τον άγιον Θεόν των. 21 Ἀλλὰ «λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας» ἀκούσθηκε φωνὴ μετανοίας ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἰσραηλιτῶν, φωνὴ ἀνάμεικτη μὲ κλαυθμὸν καὶ ἱκεσίαν, διότι ἐδείχθησαν ἀποστάται, παράνομοι καὶ ἄδικοι εἰς τὴν ζωήν των καὶ διότι ἐλησμόνησαν τὸν ἅγιον Θέον των.
22 ἐπιστράφητε, υἱοί, ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συντρίμματα ὑμῶν. ἰδοὺ δοῦλοι ἡμεῖς ἐσόμεθά σοι, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἶ. 22 Επιστρέψατε, παιδιά μου, επιστρέψατε εν μετάνοια και εγώ θα θεραπεύσω τα συντρίμματά σας. Και εκείνοι απήντησαν· Ιδού, είμεθα ημείς δούλοί σου, διότι συ είσαι ο Κυριος μας και ο Θεός μας. 22 «Ἐπιστρέψατε ἐν μετανοίᾳ «λέγει ὁ Θεός», ἄπιστοι καὶ ἀποστάται υἱοί, ἐπιστρέψατε καὶ Ἐγὼ θὰ συγχωρήσω τὴν ἀπιστίαν σας καὶ θὰ θεραπεύσω τὰ συντρίμματά σας».Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπαντοῦν: «Ἰδού, δοῦλοι σου εἴμεθα ἡμεῖς, διότι σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός μας.
23 ὄντως εἰς ψεῦδος ἦσαν οἱ βουνοὶ καὶ ἡ δύναμις τῶν ὀρέων, πλὴν διὰ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν ἡ σωτηρία τοῦ ᾿Ισραήλ. 23 Αναγνωρίζομεν, ότι πράγματι ψευδείς ήσαν οι ειδωλολατρικοί τόποι των βουνών, ματαία και ανύπαρκτος η δύναμις των ειδώλων που ελατρεύοντο εις τα βουνά. Μονον δια του Κυρίου και Θεού μας θα έλθη η σωτηρία στον ισραηλιτικόν λαόν.' 23 Πράγματι! Ἡ πικρὴ πεῖρα μᾶς ἐδίδαξεν ὅτι οἰ ὑψηλοὶ εἰδωλολατρικοὶ τόποι καὶ ἡ δῆθεν δύναμις, ποὺ ἐνομίζαμε ὅτι ἀντλούσαμε ἀπὸ τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο εἰς τὰ βουνά, ἦσαν ψεύδη ἐπιζήμια καὶ ὀλέθρια.Μόνον διὰ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἠμῶν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔλθῃ ἡ σωτηρία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
24 ἡ δὲ αἰσχύνη κατηνάλωσε τοὺς μόχθους τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπὸ νεότητος ἡμῶν, τὰ πρόβατα αὐτῶν καὶ τοὺς μόσχους αὐτῶν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν. 24 Η αισχύνη, εις την οποίαν οδηγούν τα είδωλα, κατέφαγε και κατεδαπάνησε τους κόπους των πατέρων ημών από την νεότητα μας· τα πρόβατά των, τους μόσχους των, τους υιούς των και τας θυγατέρας των. 24 Ἡ δὲ ἐπαίσχυντος εἰδωλολατρία καὶ οἱ βδελυκτὲς θυσίες εἰς τὰ εἴδωλα «τοὺς δαίμονες» κατεβρόχθισαν ἄπληστα, ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφανίσεως καὶ ὑπάρξεώς μας ὡς ἔθνους, τοὺς μόχθους τῶν προπατόρων μας· δηλαδὴ τὰ πρόβατά των καὶ τὰ μοσχάρια των, ἀλλὰ καὶ τοὺς υἱοὺς καὶ τὶς θυγατέρες των!
25 ἐκοιμήθημεν ἐν τῇ αἰσχύνῃ ἡμῶν, καὶ ἐπεκάλυψεν ἡμᾶς ἡ ἀτιμία ἡμῶν, διότι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμάρτομεν ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπὸ νεότητος ἡμῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ οὐχ ὑπηκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. 25 Επέσαμεν κάτω εις την γην κατεντροπιασμένοι δια τα σφάλματά μας. Μας κατέκλυσεν η καταισχύνη μας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεού μας. Ημείς και οι πατέρες ημών από της νεαράς μας ηλικίας μέχρι της ημέρας αυτής δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας. 25 Ἐκοιμηθήκαμε κατὰ γῆς, βουτηγμένοι μέσα εἰς τὴν ἐντροπὴν τῆς ἀσεβείας μας, καὶ μᾶς ἐσκέπασεν ἡ ὕβρις, τὸ αἶσχος καὶ ἡ ἀτίμωσις· διότι τόσον ἠμεῖς, ὅσον καὶ οἱ προπάτορές μας, ἁμαρτήσαμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς ἐμφανίσεως καὶ ὑπάρξεώς μας ὡς ἔθνους μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς· καὶ ἐνῷ ὑπακούσαμε μὲ τόσην θερμότητα εἰς τὰ εἴδωλα «τοὺς δαίμονες», δὲν ὑπακούσομε εἰς τὴν στοργικὴν καὶ φιλάνθρωπον φωνὴν τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ μας».