Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49 (ΜΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΜΒ´) ΚΑΙ προσῆλθον πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως καὶ ᾿Ιωανὰν καὶ ᾿Αζαρίας υἱὸς Μαασαίου καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου 1 Τοτε όλοι οι αρχηγοί του στρατο και μαζή με αυτούς ο Ιωανάν και ο Αζαρίας, υιός του Μαασαίου, και όλος ο λαός από τον μικρότερον έως τον μεγαλύτερον, 1 Κατόπιν ὅλοι οἰ στρατιωτικοὶ ἀρχηγοὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωαναν καὶ τὸν Ἀζαριαν, υἱὸν τοῦ Μαασαίου, καὶ ὅλος ὁ λαός, ἀπὸ τὸν μικρότερον ἕως τὸν μεγαλύτερον, προσῆλθαν
2 πρὸς ῾Ιερεμίαν τὸν προφήτην καὶ εἶπαν αὐτῷ· πεσέτω δὴ τὸ ἔλεος ἡμῶν κατὰ πρόσωπόν σου καὶ πρόσευξαι πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου περὶ τῶν καταλοίπων τούτων, ὅτι κατελείφθημεν ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν, καθὼς οἱ ὀφθαλμοί σου βλέπουσι· 2 προσήλθαν προς τον προφήτην Ιερεμίαν και του ειπαν· “υποβάλλομεν ενώπιόν σου θερμήν την παράκλησιν να προσευχηθής εις Κυριον τον Θεόν σου δια τους απομείναντας αυτούς Ιουδαίους. Διότι από τους τόσους πολλούς, που άλλοτε είμεθα, τώρα ολίγοι έχομεν απομείνει, όπως βλέπεις και με τα ίδια σου τα μάτια. 2 εἰς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Σὲ ἱκετεύομεν θερμῶς καὶ σὲ παρακαλοῦμεν ταπεινῶς νὰ προσευχηθῇς εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν σου διὰ τοὺς Ἰουδαίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἀπέμειναν καὶ ἐπέζησαν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν Βαβυλωνίων διότι ἀπὸ τόσοι πολλοί, ποὺ ἤμεθα ἄλλοτε, ἀπεμείναμεν ὀλίγοι, ὅπως ἄλλωστε βλέπεις καὶ σὺ μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια.
3 καὶ ἀναγγειλάτω ἡμῖν Κύριος ὁ Θεός σου τὴν ὁδόν, ᾗ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ λόγον ὃν ποιήσομεν. 3 Ας καταστήση εις ημάς γνωστήν ο Κυριος ο Θεός σου, την οδόν, την οποίαν πρέπει να πορευθώμεν και το τι πρέπει να πράξωμεν”. 3 Προσευχήσου καὶ ἂς μᾶς γνωστοποίησῃ ὁ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ βαδίσωμεν καὶ τὶ πρέπει νὰ κάμωμεν».
4 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ῾Ιερεμίας· ἤκουσα, ἰδοὺ ἐγὼ προσεύξομαι ὑπὲρ ὑμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν κατὰ τοὺς λόγους ὑμῶν· καὶ ἔσται, ὁ λόγος, ὃν ἂν ἀποκριθήσεται Κύριος ὁ Θεός, ἀναγγελῶ ὑμῖν, οὐ μὴ κρύψω ἀφ' ὑμῶν ρῆμα. 4 Ο Ιερεμίας είπεν εις αυτούς·“ήκουσα την παράκλησίν σας και ιδού εγώ θα κάμω προσευχήν δια σας προς τον Κυριον τον Θεόν μας, σύμφωνα με την παράκλησίν σας. Ο,τι δε Κυριος ο Θεός μου αποκριθή, θα το καταστήσω εις σας γνωστόν. Τιποτε δεν θα αποκρύψω από σας”. 4 Ὁ προφήτης Ἱερεμίας τοὺς ἀπάντησε: «Ἄκουσα τὸ αἴτημα σας· ἰδοὺ ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ ὑπὲρ ὑμῶν εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν μας, ὅπως μὲ παρεκαλέσατε.Ὁποιανδήποτε δὲ ἀπάντησιν δώσῃ ὁ Κύριος καὶ Θεός, θὰ σᾶς τὴν γνωστοποιήσω· δὲν πρόκειται νὰ ἀποκρύψω τίποτε ἀπὸ σᾶς».
5 καὶ αὐτοὶ εἶπαν τῷ ῾Ιερεμίᾳ· ἔστω Κύριος ἐν ἡμῖν εἰς μάρτυρα δίκαιον καὶ πιστόν, εἰ μὴ κατὰ πάντα τὸν λόγον, ὃν ἐὰν ἀποστείλῃ Κύριος πρὸς ἡμᾶς, οὕτως ποιήσωμεν· 5 Εκείνοι απήντησαν στον Ιερεμίαν· “ας είναι ο Κυριος δι' ημάς μάρτυς δίκαιος και αξιόπιστος και ας μας ανταποδώση κατά την δικαιοσύνην του, εάν ημείς δεν συμμορφωθώμεν κατά πάντα προς τον λόγον, τον οποίον δια μέσου σου θα στείλη προς ημάς ο Κυριος. Ημείς θα πράξωμεν ο,τι ο Κυριος θα διατάξη. 5 Αὐτοὶ δὲ μὲ τὴν σειράν των ἀπάντησαν εἰς τὸν Ἱερεμίαν: «Εἴθε νὰ εἶναι ὁ Κύριος μάρτυς δίκαιος, ἀληθινὸς καὶ ἀξιόπιστος ἐνώπιόν μας, ἐὰν δὲν συμμορφωθῶμεν μὲ ἀκρίβειαν πρὸς ὅλες τὶς ὁδηγίες, τὶς ὁποῖες θὰ ἀποστείλῃ ὁ Κύριος εἰς ἡμᾶς μέσῳ σοῦ· σὲ βεβαιώνομεν ὅτι ἔτσι θὰ πράξωμεν.
6 καὶ ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν κακόν, τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, οὗ ἡμεῖς ἀποστέλλομέν σε πρὸς αὐτόν, ἀκουσόμεθα, ἵνα βέλτιον ἡμῖν γένηται, ὅτι ἀκουσόμεθα τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. - 6 Είτε ευχάριστος είτε δυσάρεστος είναι η εντολή του Κυρίου του Θεού μας, δια την οποίαν ημείς στέλλομεν σε ως μεσίτην μας προς αυτόν. Θα υπακούσωμεν, δια να γίνη έτσι καλύτερα και ωραιότερα η ζωή μας. Θα υπακούσωμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας”. 6 Εἴτε εὐχάριστος εἴτε δυσάρεστος εἶναι ἡ φωνή - ἀπάντησις Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, περὶ τῆς ὁποίας ἡμεῖς σὲ ἱκετεύσαμεν νὰ τὸν παρακαλέσῃς ὑπὲρ ἡμῶν, θὰ ὑπακούσωμεν εἰς αὐτήν, διὰ νὰ γίνῃ ἡ ζωή μας καλύτερη καὶ εὐτυχέστερη· ναί, θὰ ὑπακούσωμεν εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας».
7 Καὶ ἐγενήθη μεθ' ἡμέρας δέκα ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν. 7 Επειτα από δέκα ημέρας ήλθε λόγος παρά Κυρίου προς τον Ιερεμίαν, 7 Ἔπειτα ἀπὸ δέκα ἡμέρες ἀπηυθύνθη πρὸς τὸν Ἱερεμίαν λόγος ἀποκαλυπτικὸς τοῦ Κυρίου.
8 καὶ ἐκάλεσε τὸν ᾿Ιωανὰν καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως καὶ πάντα τὸν λαὸν ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου 8 οπότε ο Ιερεμίας προσεκάλεσε ταν Ιωανάν, τους αρχηγούς του στρατού και όλον τον λαόν από μικρόν έως μεγάλον 8 Τότε ὁ Ἱερεμίας προσεκάλεσε τὸν Ἰωανὰν καὶ τοὺς στρατιωτικοὺς ἀρχηγοὺς καὶ ὅλον τὸν λαόν, ἀπὸ τὸν μικρότερον ἕως τὸν μεγαλύτερον,
9 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· 9 και είπεν εις αυτούς· “έτσι ωμίλησεν ο Κυριος· 9 καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς: «Ἔτσι μου ἀπάντησε ὁ Κύριος, τὸν Ὁποῖον μὲ ἱκετεύσατε νὰ παρακαλέσω ὑπὲρ ὑμῶν:
10 ἐὰν καθίσαντες καθίσητε ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, οἰκοδομήσω ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ φυτεύσω ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω, ὅτι ἀναπέπαυμαι ἐπὶ τοῖς κακοῖς, οἷς ἐποίησα ὑμῖν. 10 Εάν παραμείνετε εις την χώραν αυτήν, θα σας ανοικοδομήσω και δεν θα σας καταστρέψω. Θα σας φυτεύσω και δεν θα σας εκριζώσω, διότι έχει ικανοποιηθή πλέον η δικαιοσύνη μου με τας τιμωρίας, τας οποίας έχω αποστείλει εναντίον σας. 10 «Ἐὰν πράγματι ἐπιθυμῆτε νὰ παραμείνετε εἰς τὴν χώραν αὐτήν, θὰ σᾶς ἀνοικοδομήσω καὶ δὲν θὰ σᾶς καταστρέψω πλέον, θὰ σᾶς φυτεύσω, θὰ σᾶς ριζώσω εἰς τὴν χώραν αὐτὴν καὶ δὲν θὰ σᾶς ξερριζώσω πλέον, διότι ἔχει ἤδη ἰκανοποιηθῆ ἡ δικαιοσύνη μου διὰ τῆς παιδαγωγικῆς τιμωρίας ποὺ ἐπέφερα ἐναντίον σας· ἐπληρώθη πλέον ἡ ἐναντίον σας δικαία ὀργή μου.
11 μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου βασιλέως Βαβυλῶνος, οὗ ὑμεῖς φοβεῖσθε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, μὴ φοβηθῆτε, φησὶ Κύριος, ὅτι μεθ' ὑμῶν ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαι ὑμᾶς καὶ σῴζειν ὑμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτοῦ· 11 Μη φοβείσθε τον βασιλέα της Βαβυλώνος, τον οποίον σεις τώρα φοβείσθε. Μη φοβείσθε, λέγει ο Κυριος, διότι εγώ είμαι μαζή σας, ώστε να σας γλυτώνω και να σας σώζω από τα χέρια αυτού. 11 Μὴ φοβηθῆτε τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, τοῦ ὁποίου τώρα φοβεῖσθε πράγματι τὸ πρόσωπον.Μὴ φοβηθῆτε, λέγει ὁ Κύριος, διότι Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας, ὥστε νὰ σᾶς γλυτώνω καὶ νὰ σᾶς σώζω ἀπὸ τὰ χέρια του.
12 καὶ δώσω ὑμῖν ἔλεος καὶ ἐλεήσω ὑμᾶς καὶ ἐπιστρέψω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν ὑμῶν. 12 Θα δώσω προς σας το έλεός μου, θα σας ελεήσω και θα σας επαναφέρω εις την χώραν σας. 12 Καὶ θὰ δώσω εἰς σᾶς τὸ ἔλεός μου, θὰ σᾶς ἐλεήσω καὶ θὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθῶ, θὰ σᾶς φέρω δὲ πάλιν πίσω «ὀρθότερον: Θὰ φέρω πάλιν πίσω τοὺς αἰχμαλώτους» εἰς τὴν χώραν σας».
13 καὶ εἰ λέγετε ὑμεῖς· οὐ μὴ καθίσωμεν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ πρὸς τὸ μὴ ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου, 13 Εάν όμως σεις πήτε, δεν θα παραμείνωμεν εις την χώραν αυτήν και δεν θα υπακούσωμεν εις την εντολήν αυτού του Κυρίου, 13 Ἐὰν ὅμως σεῖς πῆτε: «Δὲν θὰ παραμείνωμεν εἰς τὴν χώραν αὐτήν «τὴν Ἰουδαίαν» - ὁπότε θὰ παρακούσετε εἰς τὴν φωνήν - ἐντολὴν τοῦ Κυρίου -
14 ὅτι εἰς γῆν Αἰγύπτου εἰσελευσόμεθα καὶ οὐ μὴ ἴδωμεν πόλεμον καὶ φωνὴν σάλπιγγος οὐ μὴ ἀκούσωμεν καὶ ἐν ἄρτοις οὐ μὴ πεινάσωμεν καὶ ἐκεῖ οἰκήσομεν, 14 αλλά θα μεταβώμεν εις την χώραν της Αιγύπτου και θα κατοικήσωμεν εκεί, δια να μη ίδωμεν πλέον πόλεμον, να μη ακούσωμεν πολεμικά σαλπίσματα, να μη στερηθώμεν από το ψωμί και να μη πεινάσωμεν, 14 ἀλλὰ θὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, ὅπου δὲν θὰ ἴδωμεν πόλεμον καὶ δὲν θὰ ἀκούσωμεν πολεμικὰ σαλπίσματα καὶ δὲν θὰ στερηθῶμεν τὸ ψωμί, καὶ «διὰ τοὺς λόγους αὐτούς» ἐκεῖ θὰ κατοικήσωμεν»·
15 διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου· οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν ὑμεῖς δῶτε τὸ πρόσωπον ὑμῶν εἰς Αἴγυπτον καὶ εἰσέλθητε ἐκεῖ κατοικεῖν, 15 δια τούτο ακούσατε τυν λόγον του Κυρίου· έτσι είπεν ο Κυριος· εάν σεις κατευθυνθήτε εις την Αιγυπτον και εισέλθετε και κατοικήσετε εκεί, 15 ἐὰν λοιπὸν σεῖς πῆτε αὐτά, τότε, δι' ὅλους τοὺς ἀνωτέρω λόγους, ἀκοῦστε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ἐὰν σεῖς ἀποφασίσετε νὰ κατευθυνθῆτε εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐὰν εἰσέλθετε εἰς αὐτὴν διὰ νὰ κατοικήσετε ἐκεῖ,
16 καὶ ἔσται, ἡ ρομφαία, ἣν ὑμεῖς φοβεῖσθε ἀπὸ προσώπου αὐτῆς, εὑρήσει ὑμᾶς ἐν γῇ Αἰγύπτου, καὶ ὁ λιμός, οὗ ὑμεῖς λόγον ἔχετε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καταλήψεται ὑμᾶς ὀπίσω ὑμῶν ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ ἐκεῖ ἀποθανεῖσθε. 16 η ρομφαία, την οποίαν σεις φοβείσθε, θα σας εύρη εις την χώραν της Αιγύπτου και η πείνα, την οποίαν τώρα τρέμετε, θα σας ακολουθήση εις την Αιγυπτον. Εκεί δε και θα αποθάνετε. 16 τότε θὰ συμβῇ τοῦτο· τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί, τὸ ὁποῖον σεῖς φοβεῖσθε, θὰ σᾶς προφθάσῃ καὶ θὰ σᾶς εὕρῃ εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου· ἀλλὰ καὶ ἡ πεῖνα, τὴν ὁποίαν φοβεῖσθε πάρα πολύ, θὰ σᾶς ἀκολουθήσῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ ἐκεῖ θὰ ἀποθάνετε.
17 καὶ ἔσονται πάντες οἱ ἄνθρωποι καὶ πάντες οἱ ἀλλογενεῖς, οἱ θέντες τὸ πρόσωπον αὐτῶν εἰς γῆν Αἰγύπτου ἐνοικεῖν ἐκεῖ, ἐκλείψουσιν ἐν τῇ ρομφαίᾳ καὶ ἐν τῷ λιμῷ, καὶ οὐκ ἔσται αὐτῶν οὐθεὶς σῳζόμενος ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐγὼ ἐπάγω ἐπ' αὐτούς. 17 Ολοι οι Ιουδαίοι και όλοι εκείνοι, οι οποίοι έχουν έλθει από άλλα έθνη και οι οποίοι θα έχουν στρέψει το πρόσωπόν των, δια να μεταβούν εις την χώραν της Αιγύπτου, δια να εγκατασταθούν εκεί, θα αποθάνουν εν στόματι ρομφαίας η από τον λιμόν, και κανείς από αυτούς δεν θα διασωθή από τας τιμωρίας και συμφοράς, τας οποίας εγώ θα εξαποστείλω εναντίον των. 17 Ὅλος δὲ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἔλθει ἀπὸ ἄλλες χῶρες καὶ ἄλλα ἔθνη, οἱ ὁποῖοι ἀπεφάσισαν νὰ εσέλθουν εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ νὰ κατοικήσουν ἐκεῖ, θὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ ἐπιζήσῃ οὔτε θὰ διασωθῇ ἀπὸ τὸν ὄλεθρον καὶ τὴν καταστροφήν, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ θὰ καταφέρω ἐναντίον των».
18 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· καθὼς ἔσταξεν ὁ θυμός μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ῾Ιερουσαλήμ, οὕτως στάξει ὁ θυμός μου ἐφ' ὑμᾶς εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἔσεσθε εἰς ἄβατον καὶ ὑποχείριοι καὶ εἰς ἀρὰν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν καὶ οὐ μὴ ἴδητε οὐκέτι τὸν τόπον τοῦτον, 18 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· όπως ωσάν βροχή έπεσεν ο θυμός μου εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, έτσι θα εκσπάση ο θυμός μου και εναντίον υμών, οι οποίοι θα εισέλθετε εις την Αίγυπτον. Θα είσθε εγκαταλελειμμένοι ωσάν εις την έρημον και άβατον γην, υποχείριοι στους άλλους, αντικείμενα κατάρας και εμπαιγμού και δεν θα επανίδετε πλέον ποτέ τον τόπον τούτον”. 18 Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Ὅπως ἀκριβῶς ἐξέσπασε καὶ ἔπεσεν ὡς βροχὴ ὁ θυμός μου ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔτσι ἀκριβῶς θὰ ξεσπάσῃ καὶ θὰ πέσῃ ὡς βροχὴ ὁ θυμός μου ἐναντίον σας, ἐὰν εἰσέλθετε εἰς τὴν Αἴγυπτον.Καὶ θὰ γίνετε ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους οὐδεὶς θὰ πλησιάζῃ καὶ θὰ συναναστρέφεται· θὰ εἶσθε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν ἄλλων καὶ ἀντικείμενα κατάρας καὶ χλευασμοῦ, οὐδέποτε δὲ θὰ ἰδῆτε πλέον τὴν χώραν αὐτήν, τὴν Ἰουδαίαν».
19 ἃ ἐλάλησε Κύριος ἐφ' ὑμᾶς τοὺς καταλοίπους ᾿Ιούδα· μὴ εἰσέλθητε εἰς Αἴγυπτον. καὶ νῦν γνόντες γνώσεσθε 19 Αυτά είναι εκείνα, τα οποία είπεν ο Κυριος προς σας τους απολειφθέντας εις την γην Ιούδα. Μη μεταβήτε εις την Αίγυπτον. Και τώρα μάθετε καλά τούτο. 19 Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς σᾶς τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἔχετε ἀπομείνει μετὰ τὴν εἰσβολὴν τῶν Βαβυλωνίων εἰς τὴν Ἰουδαίαν: «Μὴ εἰσέλθετε εἰς τὴν Αἴγυπτον».Καὶ τώρα ἐννοήσατε καὶ μάθετε καλὰ τοῦτο·
20 ὅτι ἐπονηρεύσασθε ἐν ψυχαῖς ὑμῶν ἀποστείλαντές με λέγοντες· πρόσευξαι περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον, καὶ κατὰ πάντα, ἃ ἐὰν λαλήσῃ σοι Κύριος, ποιήσομεν. 20 Εσκεφθήκατε πονηρά και ολέθρια εναντίον της ζωής σας, όταν με απεστείλατε προς τον Κυριον, ειπόντες· Καμε προσευχήν δι' ημάς προς τον Κυριον και όλα όσα ο Κυριος θα αποκάλυψη εις σέ, ημείς θα τα πράξωμεν. 20 ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐφέρθητε μὲ εἰλικρίνειαν, ἀλλὰ μὲ πονηρίαν, καὶ διὰ τοῦτο ἐπροξενήσατε κακὸν εἰς τὴν ζωήν σας, ὅταν μὲ ἀπεστείλατε εἰς τὸν Κύριον λέγοντες: «Προσευχήσου δι’ ἡμᾶς εἰς τὸν Κύριον, καὶ ἡμεῖς σύμφωνα μὲ ὅλα ὅσα θὰ σοῦ εἴπῃ ὁ Κύριος θὰ πράξωμεν».
21 καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου, ἧς ἀπέστειλέ με πρὸς ὑμᾶς. 21 Σεις όμως δεν υπηκούσατε εις την εντολήν του Κυρίου, την οποίαν δια μέσου εμού σας έστειλεν ο Κυριος. 21 Σεῖς ὅμως δὲν ὑπακούσατε εἰς τὴν φωνήν - ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποίαν δι’ Ἐμοῦ ἀπέστειλε πρὸς σᾶς.
22 καὶ νῦν ἐν ρομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐκλείψετε ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ὑμεῖς βούλεσθε εἰσελθεῖν κατοικεῖν ἐκεῖ. 22 Και τώρα εν στόματι ρομφαίας και δια της πείνης θα σβήσετε και θα εξαφανισθήτε στον τόπον, οπού σεις θέλετε να εισέλθετε και να εγκατασταθήτε. 22 Τώρα λοιπὸν διὰ τῆς σφαγῆς μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ καὶ διὰ τῆς πείνας θὰ ἀποθάνετε καὶ θὰ ἐξαφανισθῆτε εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς θέλετε νὰ μεταβῆτε καὶ νὰ ἐγκατασταθῆτε· δηλαδὴ εἰς τὴν Αἴγυπτον».