Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52 (ΝΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΝΤΟΣ εἰκοστοῦ καὶ ἑνὸς ἔτους Σεδεκίου ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Αμειτάαλ, θυγάτηρ ῾Ιερεμίου, ἐκ Λοβενά. 1 Ο Σεδεκίας εις ηλικίαν είκοσι και ενός ετών έγινε βασιλεύς. Εβασίλευσεν επί ένδεκα έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμειτάαλ και ήτο θυγάτηρ του Ιερεμίου, του καταγόμενου από την Λοβενά. 1 Ο Σεδεκίας ἦταν εἴκοσι ἐνὸς ἐτῶν, ὅταν ἀνῆλθεν εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰούδα, καὶ ἐβασίλευσεν ἐπὶ ἕνδεκα ἔτη εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ἀμειτάαλ, ἦταν δὲ θυγατέρα τοῦ Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Λοβενά.
4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν μηνὶ τῷ δεκάτῳ, δεκάτῃ τοῦ μηνός, ἦλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ περιεχαράκωσαν αὐτὴν καὶ περιῳκοδόμησαν αὐτὴν τετραπέδοις λίθοις κύκλῳ. 4 Κατά το ένατον έτος της βασιλείας του, τον δέκατον μήνα, την δεκάτην του μηνός αυτού, επήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, και όλη η στρατιωτική αυτού δύναμις, εναντίον της Ιερουσαλήμ. Την επολιόρκησεν, ανήγειρε χαρακώματα και οικοδόμησε γύρω από αυτήν τείχη με λίθους τετραπλεύρους πελεκητούς. 4 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ἐπειδὴ ὁ βασιλιᾶς Σεδεκίας ἐπανεστάτησεν ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, κατὰ τὸ ἔνατον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Σεδεκία, τὸν δέκατον μῆνα, τὴν δεκάτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς ἐπέπεσεν ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, καὶ ὅλη ἡ στρατιωτική του δύναμις ἐναντίον τῆς Ἰερουσαλήμ· τὴν ἐπολιόρκησαν καὶ ἔκτισαν γύρω ἀπὸ αὐτὴν ὀχυρωματικόν «πολιορκητικόν» τεῖχος μὲ μεγάλους λίθους τετραπλεύρους πελεκητούς.
5 καὶ ἦλθεν ἡ πόλις εἰς συνοχὴν ἕως ἑνδεκάτου ἔτους τῷ βασιλεῖ Σεδεκίᾳ· 5 Η πόλις επολιορκείτο μέχρι του ενδεκάτου έτους της βασιλείας του Σεδεκίου. 5 Ἔτσι ἡ πολιορκουμένη πόλις εὑρέθη εἰς πολὺ δύσκολον θέσιν μέχρι τοῦ ἑνδεκάτου ἔτους τῆς βασιλείας του Σεδεκία.
6 ἐν τῇ ἐνάτῃ τοῦ μηνὸς καὶ ἐστερεώθη ὁ λιμὸς ἐν τῇ πόλει, καὶ οὐκ ἦσαν ἄρτοι τῷ λαῷ τῆς γῆς. 6 Κατά την ενάτην του τετάρτου μηνός του έτους αυτού η πείνα ενετάθη παρά πολύ εις την Ιερουσαλήμ. Αρτοι δεν υπήρχον πλέον δια τον λαόν της πόλεως. 6 Κατὰ τὴν ἐνάτην ἡμέραν τοῦ τετάρτου μηνός «τοῦ ἑβραϊκοῦ ἡμερολογίου» ἡ πεῖνα ἐνετάθη πάρα πολὺ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, μέχρι σημείου νὰ μὴ ὑπάρχουν πλέον καθόλου ψωμιὰ διὰ τὸν λαὸν τῆς πόλεως.
7 καὶ διεκόπη ἡ πόλις, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ ἐξῆλθον νυκτὸς κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης ἀναμέσον τοῦ τείχους καὶ τοῦ προτειχίσματος, ὃ ἦν κατὰ τὸν κῆπον τοῦ βασιλέως, καὶ οἱ Χαλδαῖοι ἐπὶ τῆς πόλεως κύκλῳ. καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τὴν εἰς ῎Αραβα, 7 Τοτε έγινεν ένα ρήγμα στο τείχος της πόλεως και όλοι οι πολεμισταί άνδρες εξήλθαν από την πόλιν κατά το διάστημα της νυκτός δια της οδού, που ωδηγούσεν εις την πύλην την ευρισκομένην μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού τείχους πλησίον στους κήπους του βασιλέως. Οι Χαλδαίοι εξηκολούθουν να πολιορκούν την Ιερουσαλήμ. Οι φυγάδες εξήλθον και εβάδισαν την οδόν, η οποία ωδηγούσε εις την κοιλάδα του Ιορδάνου. 7 Τότε ἡ ἀντίστασις τῶν πολιορκουμένων ἔσπασεν «ἐνῷ τὰ τείχη τῆς πόλεως ὑπέστησαν ρῆγμα», καὶ ὅλοι οἱ πολεμισταὶ ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν ἐβγῆκαν «μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ Σεδεκίαν» κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ννκτὸς ἀπὸ τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ἐπερνοῦσε ἀπὸ τὴν πύλην ποὺ εὑρίσκετο μεταξὺ τῶν δύο τειχῶν «τοῦ ἐσωτερικοῦ καὶ τὸν ἐξωτερικοῦ» πλησίον τοῦ βασιλικοῦ κῆπου.Ἡ ἔξοδος αὐτή «τοῦ Σεδεκία καὶ τῶν πολεμιστῶν» ἔγινε καθ' ὃν χρόνον οἱ Χαλδαῖοι συνέχιζαν νὰ πολιορκοῦν τὴν Ἱερουσαλήμ.Ὅσοι ἐβγῆκαν καὶ διέφυγαν, ἀκολούθησαν τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὠδηγοῦσε πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς κοιλάδος τοῦ Ἰορδάνη.
8 καὶ κατεδίωξεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ὀπίσω τοῦ βασιλέως καὶ κατέλαβον αὐτὸν ἐν τῷ πέραν ῾Ιεριχώ, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ διεσπάρησαν ἀπ' αὐτοῦ. 8 Ο στρατός όμως των Χαλδαίων, αντιληφθείς αυτούς, τους κατεδίωξεν οπίσω του βασιλέως, τον οποίον και συνέλαβαν πέραν από την Ιεριχώ. Ολοι οι δούλοι του βασιλέως διεσκορπίσθησαν και απεμακρύνθησαν από αυτόν. 8 Ἀλλ’ ὁ στρατὸς τῶν Χαλδαίων ἔτρεξε καὶ κατεδίωξε τὸν βασιλιᾶ Σεδεκίαν καὶ τὸν ἐπρόφθασαν πέραν ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ.Ὅλοι δὲ οἱ δοῦλοι «ὁ στρατός» του τὸν ἐγκατέλειψαν, διεσκορπίσθησαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ αὐτόν.
9 καὶ συνέλαβον τὸν βασιλέα καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ μετὰ κρίσεως. 9 Οι Χαλδαίοι συνέλαβαν τον βασιλέα και τον ωδήγησαν προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, ο οποίος και εξέφερε καταδικαστικήν απόφασιν εναντίον αυτού. 9 Οἱ Βαβυλώνιοι συνέλαβαν τὸν βασιλιᾶ Σεδεκίαν καὶ τὸν «ὁδήγησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Δεβλαθά, ὁ ὁποῖος ἔκρινε καὶ κατεδίκασε τὸν Σεδεκίαν.
10 καὶ ἔσφαξε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τοὺς υἱοὺς Σεδεκίου κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας ᾿Ιούδα ἔσφαξεν ἐν Δεβλαθά. 10 Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος έσφαξε τους υιούς του Σεδεκίου εμπρός εις τα μάτια του, όπως επίσης έσφαξε και όλους τους άρχοντας της Ιουδαίας εις Δεβλαθά. 10 Καὶ ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος «ὁ Ναβουχοδονόσορ» ἔσφαξε τοὺς υἱοὺς τοῦ Σεδεκία ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του.Ἔσφαξεν ἐπίσης εἰς τὴν Δεβλαθὰ καὶ ὅλους τοὺς ἄρχοντας τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα.
11 καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς Σεδεκίου ἐξετύφλωσε καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν πέδαις, καὶ ἤγαγεν αὐτὸν βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἔδωκεν αὐτὸν εἰς οἰκίαν μύλωνος ἕως ἡμέρας ἧς ἀπέθανε. 11 Εβγαλε τα μάτια του Σεδεκίου και τον ετυφλωσε, τον έδεσε με χειροπέδας και τον ωδήγησεν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εις την Βαβυλώνα αιχμάλωτον. Τον παρέδωκεν εις την οικίαν ενός μυλωνά, όπου και παρέμεινε μέχρι του θανάτου του. 11 Ἀκόμη ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔβγαλε τὰ μάτια τοῦ Σεδεκία καὶ ἔδεσε τὰ χέρια του μὲ ἁλυσίδες, καὶ τὸν ὡδήγησεν ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τὸ σπίτι ἑνὸς μυλωνᾶ, ὅπου παρέμεινε μέχρι τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου του.
12 καὶ ἐν μηνὶ πέμπτῳ, δεκάτῃ τοῦ μηνός, ἦλθε Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος ὁ ἑστηκὼς κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος εἰς ῾Ιερουσαλήμ, 12 Κατά την δεκάτην ημέραν του πέμπτου μηνός ήλθεν ο Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρας, ο έμπιστος του βασιλέως της Βαβυλώνος, εις την Ιερουσαλήμ 12 Καὶ κατὰ τὴν δεκάτην ἡμέραν τοῦ πέμπτου μηνὸς ἦλθεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος «κατὰ τὸ ἑβραϊκὸν κείμενον: Ὁ ἀρχιστράτηγος ἢ ὁ ἄρχων τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς», πρόσωπον ἔμπιστον, τοῦ στενοῦ περιβάλλοντος τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος,
13 καὶ ἐνέπρησε τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ πάσας τὰς οἰκίας τῆς πόλεως, καὶ πᾶσαν οἰκίαν μεγάλην ἐνέπρησεν ἐν πυρί. 13 και επυρπόλησε τον ναόν του Κυρίου, τα ανάκτορα του βασιλέως, όλας τας οικίας της πόλεως, και κάθε μεγάλην οικίαν την παρέδωκεν στο πυρ. 13 καὶ κατέκαυσε τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ ἀνάκτορον τοῦ βασιλιᾶ καὶ ὅλα τὰ σπίτια τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ· ἐπίσης κάθε μεγάλην οἰκίαν τὴν παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιά.
14 καὶ πᾶν τεῖχος ῾Ιερουσαλὴμ κύκλῳ καθεῖλεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων, ἡ μετὰ τοῦ ἀρχιμαγείρου. 14 Ο στρατος των Χαλδαίων μαζή με τον αρχιμάγειρον και υπό την διοίκησιν αυτού εκρήμνισαν ολο το γύρω τείχος της πόλεως. 14 Ἀκόμη ὁ στρατὸς τῶν Βαβυλωνίων, ποὺ συνώδευε τὸν ἀρχιμάγειρον Ναβουζαρδάν, ἐγκρέμισε καὶ ὅλον τὸ τεῖχος ποὺ εὑρίσκετο γύρω - γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
16 καὶ τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ κατέλιπεν ὁ ἀρχιμάγειρος εἰς ἀμπελουργοὺς καὶ εἰς γεωργούς. 16 Ο αρχιμάγειρος αφήκεν εις την περιοχήν της Ιουδαίας μερικούς πτωχούς κατοίκους, αμπελουργούς και γεωργούς. 16 Ὁ δὲ ἀρχιμάγειρος ἀφῆκεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν μερικοὺς πτωχοὺς κατοίκους· τοὺς ἀφῆκε δὲ διὰ νὰ καλλιεργοῦν τὰ ἀμπέλια καὶ τὰ χωράφια τῆς χώρας.
17 καὶ τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς τοὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τὰς βάσεις καὶ τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν τὴν ἐν οἴκῳ Κυρίου συνέτριψαν οἱ Χαλδαῖοι καὶ ἔλαβον τὸν χαλκὸν αὐτῶν καὶ ἀπήνεγκαν εἰς Βαβυλῶνα. 17 Οι Χαλδαίοι συνέτριψαν τους χάλκινους στύλους, που υπήρχον στον ναόν του Κυρίου, τας βάσεις και την χαλκίνην δεξαμένην, που υπήρχαν εις την αυλήν του ναού του Κυρίου, επήραν τον χαλκόν αυτόν και τον μετέφεραν εις την Βαβυλώνα. 17 Οἱ Βαβυλώνιοι ἔσπασαν καὶ κατεκομμάτιασαν τοὺς χαλκίνους στύλους ποὺ ἦσαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, τὶς βάσεις καὶ τὴν χαλκίνην δεξαμενὴν ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου, παρέλαβαν δὲ τὸν χαλκὸν τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν, τὸν ὁποῖον καὶ μετέφεραν εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
18 καὶ τὴν στεφάνην καὶ τὰς φιάλας καὶ τὰς κρεάγρας καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ χαλκᾶ, ἐν οἷς ἐλειτούργουν ἐν αὐτοῖς, 18 Επήραν επίσης την στεφάνην και τας φιάλας και τας κρεάγρας και όλα τα χάλκινα σκεύη, δια των οποίων διεξήγετο η υπηρεσία στον ιερόν χώρον του ναού. 18 Παρέλαβαν ἐπίσης τὴν στεφάνην καὶ τὶς φιάλες καὶ τὶς κρεάγρες «=μεγάλα πηρούνια, μὲ τὰ ὁποῖα ἔβγαζαν τὰ κρέατα ἀπὸ τὴν φωτιὰ ἢ τοὺς λέβητες» καὶ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη, τὰ ὁποῖα οἱ Λευΐται ἐχρησιμοποιοῦσαν κατὰ τὴν λατρείαν διὰ τὸ θυσιαστήριον καὶ τὶς θυσίες τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
19 καὶ τὰ σαφφὼθ καὶ τὰ μασμαρὼθ καὶ τοὺς ὑποχυτῆρας καὶ τὰς λυχνίας καὶ τὰς θυΐσκας καὶ τοὺς κυάθους, ἃ ἦν χρυσᾶ χρυσᾶ καὶ ἃ ἦν ἀργυρᾶ ἀργυρᾶ, ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος. 19 Επήραν τους λέβητας και τους κρατήρας, τους υποχυτήρας και τας λυχνίας, τα θυμιατήρια και τους κυάθους, εκ των υποίων άλλα μεν ήσαν χρυσά και αλλά ήσαν αργυρά. Ολα τα επήρεν ο αρχιμάγειρος. 19 Ἐπίσης παρέλαβαν τὰ σαφφώθ «=κρατῆρες» καὶ τὰ μασμαρώθ «=ραντιστῆρες τοῦ αἵματος τῶν θυσιῶν» καὶ τοὺς ὑποχυτῆρες «=ἀγγεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα ἔχυναν τὸ λάδι εἰς τὶς λυχνίες, λαδικὰ» καί τις λυχνίες καὶ τὰ θυμιατήρια καὶ τοὺς κυάθους «=μικρὲς γαβάθες· εἶδος μικροῦ ποτηριοῦ», ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα ἦσαν χρυσᾶ καὶ ἄλλα ἀργυρᾶ· ὅλα τὰ ἐπῆρε ὁ ἀρχιμάγειρος.
20 καὶ οἱ στῦλοι δύο καὶ ἡ θάλασσα μία καὶ οἱ μόσχοι δώδεκα χαλκοῖ ὑποκάτω τῆς θαλάσσης, ἃ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν εἰς οἶκον Κυρίου· οὐκ ἦν σταθμὸς τοῦ χαλκοῦ αὐτῶν. 20 Επῇρεν ακόμη τους δύο στύλους, την χαλκίνην δεξαμενήν και τους δώδεκα χαλκίνους μόσχους, που υπεβάσταζαν την δεξαμένην, αυτά τα οποία είχε κατασκευάσει ο βασιλεύς Σολομών δια τον ναόν του Κυρίου. Ητο ανυπολόγιστος ο ονκος του λεηλατηθέντος χαλκού. 20 Ἀκόμη παρέλαβε τοὺς δύο στύλους καὶ τὴν μίαν «θάλασσαν» «=μεγάλην χαλκίνην δεξαμενὴν νεροῦ» καὶ τοὺς δώδεκα χαλκίνους μόσχους, οἱ ὁποῖοι ὑπεβάσταζαν τὴν «θάλασσαν», ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα εἶχε κατασκευάσει ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.Ὁ χαλκὸς τῶν ἀντικειμένων αὐτῶν ἦταν τόσον πολύς, ὥστε δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ζυγισθῇ!
21 καὶ οἱ στῦλοι, τριακονταπέντε πηχῶν· ὕψος τοῦ στύλου τοῦ ἑνός, καὶ σπαρτίον δώδεκα πήχεων περιεκύκλου αὐτόν, καὶ τὸ πάχος αὐτοῦ δακτύλων τεσσάρων κύκλῳ, 21 Καθένας από τους δύο αυτούς στύλους είχεν ύψος τριάκοντα πέντε εβραϊκούς πήχεις η δε περίμετρος του κάθε στύλου, που τον περιέβαλεν, ήτο δώδεκα εβραϊκοί πήχεις. Το πάχος δε της περιμέτρου ήτο τέσσαρες δάκτυλοι. 21 Ὅσον ἀφορᾷ δὲ εἰς τοὺς δύο μεγάλους στύλους, τὸ ὕψος τοῦ καθενὸς ἦταν τριάντα πέντε ἑβραϊκοὶ πήχεις, ἢ δὲ περίμετρος τοῦ κάθε στύλου ἦταν δώδεκα ἑβραϊκοὶ πήχεις· οἱ προεξοχὲς τῶν κοίλων ραβδώσεων κάθε στύλου «ἢ τὸ βάθος τῶν κοίλων ραβδώσεων» εἶχαν πάχος τέσσερις δακτύλους.
22 καὶ γεῖσος ἐπ' αὐτοῖς χαλκοῦν, καὶ πέντε πήχεων τὸ μῆκος ὑπεροχὴ τοῦ γείσους τοῦ ἑνός, καὶ δίκτυον καὶ ρόαι ἐπὶ τοῦ γείσους κύκλῳ, τὰ πάντα χαλκᾶ· καὶ κατὰ ταῦτα τῷ στύλῳ τῷ δευτέρῳ, ὀκτὼ ρόαι τῷ πήχει τοῖς δώδεκα πήχεσι. 22 Το κιονόκρανον, που ευρίσκετο επάνω στον κάθε στύλον, ήτο και αυτό χάλκινον και είχεν ύψος πέντε εβραϊκούς πήχεις. Κυκλω από κάθε κιονόκρανον υπήρχε σκαλιστόν δίκτυον και ομοιώματα καρπού ροδιάς, όλα χάλκινα. Τα ίδια υπήρχαν και στον δεύτερον στύλον. Εις κάθε δε πήχυν από τους δώδεκα πήχεις της περιμέτρου, υπήρχαν και οκτώ ομοιώματα καρπών ροδιάς. 22 Τὸ κιονόκρανον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς κάθε στῦλον, ἦταν ἐπίσης χάλκινον, εἶχε δὲ ὕψος πέντε ἑβραϊκοὺς πήχεις «2,25 μέτρα».Γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ κάθε κιονόκρανον ὑπῆρχε σκαλιστὸν δικτυωτὸν ὁμοίωμα καὶ καλλιτεχνικὰ ὁμοιώματα καρπῶν ροδιᾶς, ὅλα χάλκινα.Παρόμοια ὑπῆρχαν καὶ εἰς τὸν δεύτερον στῦλον.Ὑπῆρχαν εἰς κάθε πῆχυν «ἀπὸ τοὺς δώδεκα πήχεις τῆς περιμέτρου ἐκάστου στύλου» καὶ ὀκτὼ καλλιτεχνικὰ ὁμοιώματα καρπῶν ροδιᾶς.
23 καὶ ἦσαν αἱ ρόαι ἐνενηκονταὲξ τὸ ἓν μέρος, καὶ ἦσαν αἱ πᾶσαι ρόαι ἑκατὸν ἐπὶ τοῦ δικτύου κύκλῳ. 23 Γυρω από το δικτυωτόν υπήρχαν ενενηνταέξ ρόδια εξωτερικώς, εν συνόλω υπήρχον εκατόν. 23 Τοιουτοτρόπως ὑπῆρχαν ἐνενῆντα ἕξι ὁμοιώματα καρπῶν ροδιᾶς ἐπάνω εἰς τὶς τετράπλευρες ὄψεις τῶν κιονοκράνων.Ὅλα δὲ τὰ ὁμοιώματα τῶν καρπῶν ροδιᾶς, ποὺ ὑπῆρχαν γύρω - γύρω, ἦσαν ἑκατόν.
24 καὶ ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος τὸν ἱερέα τὸν πρῶτον καὶ τὸν ἱερέα τὸν δευτεροῦντα καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς φυλάττοντας τὴν ὁδὸν 24 Ο αρχιμάγειρος επήρεν ακόμη τον αρχιερέα και τον δεύτερον ιερέα και τους τρεις, οι οποίοι εφύλαττον την είσοδον. 24 Καὶ ὁ Ναβουζαρδάν, ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ Ναβουχοδονόσορος, συνέλαβεν ὡς αἰχμαλώτους τὸν ἀρχιερέα «τὸν Σαραίαν» καὶ τὸν δευτέρας σειρᾶς «ἢ τὸν ἀναπληρωτὴν τοῦ ἀρχιερέως) ἱερέα (τὸν Σοφονίαν) καὶ τοὺς τρεῖς ἀξιωματούχους «τοὺς ἐπιστάτας τῶν θυρωρῶν» ποὺ ἐφύλασσαν τὴν εἴσοδον
25 καὶ εὐνοῦχον ἕνα, ὃς ἦν ἐπιστάτης τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν, καὶ ἑπτὰ ἄνδρας ὀνομαστοὺς τοὺς ἐν προσώπῳ τοῦ βασιλέως, τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῇ πόλει, καὶ τὸν γραμματέα τῶν δυνάμεων, τὸν γραμματεύοντα τῷ λαῷ τῆς γῆς, καὶ ἑξήκοντα ἀνθρώπους ἐκ τοῦ λαοῦ τῆς γῆς, τοὺς εὑρεθέντας ἐν μέσῳ τῆς πόλεως· 25 Επῇρεν ένά ευνούχον, ο οποίος ήτο επόπτης των πολεμιστών ανδρών, επτά επισήμους άνδρας του βασιλικού περιβάλλοντος, οι οποίοι ευρέθησαν εις την Ιερουσαλήμ, τον γραμματέα επί των στρατιωτικών δυνάμεων, τον στρατολόγον της χώρας και εξήντα άλλους ανθρώπους από τον λαόν της χώρας, που ευρέθησαν μέσα εις την πόλιν. 25 «ἀπὸ δὲ τὴν πόλιν» συνέλαβεν ἐπίσης ἕνα εὐνοῦχον «ἀξιωματοῦχον τῆς αὐλῆς», ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπὶ κεφαλῆς τῶν πολεμιστῶν, καὶ ἑπτὰ ἄλλους ἐπισήμους, προσωπικοὺς συμβούλους «ἐμπίστους ἀνθρώπους» τοῦ βασιλιᾶ Σεδεκία, οἱ ὁποῖοι εὑρέθησαν εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸν γραμματέα «ἀξιωματικόν», ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ στρατολογικοῦ γραφείου τοῦ στρατοῦ τῆς Ἰουδαίας, καὶ ἄλλους ἑξῆντα «ἐπισήμους, προκρίτους» ἄνδρες ἀπὸ τὸν λαὸν τῆς χώρας, οἱ ὁποῖοι εὑρέθησαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
26 καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ βασιλέως καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά, 26 Ο Ναβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρας του βασιλέως επήρεν αυτούς και τους ωδήγησεν εις Δεβλαθά προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος. 26 Ὅλους αὐτοὺς τοὺς παρέλαβεν ὁ Ναβουζαρδάν, ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ βασιλιᾶ, τοὺς μετέφερε δὲ καὶ τοὺς παρουσίασεν εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν πόλιν Δεβλαθά «ἢ Ριβλά».
27 καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν Δεβλαθά, ἐν γῇ Αἰμάθ. 27 Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος διέταξε και τούς εφονεύσαν εις την πόλιν Δεβλαθά, εις την περιοχήν Αιμάθ. 27 Καὶ ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος ἐφόνευσε τούτους εἰς τὴν Λεβλαθά, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Αἰμάθ.
31 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ ἔτει, ἀποικισθέντος τοῦ ᾿Ιωακεὶμ βασιλέως ᾿Ιούδα ἐν τῷ δωδεκάτῳ μηνί, ἐν τῇ τετράδι καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἔλαβεν Οὐλαιμαραδὰχ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῷ ἐνιαυτῷ, ᾧ ἐβασίλευσε, τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωακεὶμ βασιλέως ᾿Ιούδα καὶ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐξ οἰκίας, ἧς ἐφυλάσσετο· 31 Κατά το τριακοστόν έβδομον έτος της αιχμαλωσίας του Ιωακείμ, βασιλέως των Ιουδαίων, τον δωδέκατον μήνα, την εικοστήν τετάρτην του μηνός αυτού, έγινε βασιλεύς της Βαβυλώνος ο Ουλαιμαραδάχ. Κατά το έτος, που ανήλθεν στον θρόνον, ετίμησε τον Ιωακείμ βασιλέα της Ιουδαίας, και τον έβγαλεν από την φυλακήν, εις την οποίαν έμενε φυλακισμένος. 31 Συνέβη δὲ τοῦτο: Κατὰ τὸ τριακοστὸν ἕβδομον ἔτος τῆς ἐξορίας καὶ αἰχμαλωσίας τοῦ Ἰωακείμ (ὀρθότερον: Ἰωαχὶμ ἢ Ἰεχονία», βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα, τὸν δωδέκατον μῆνα, τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ μηνὸς αὐτοῦ, τὸ ἔτος κατὰ τὸ ὁποῖον ἀνεκηρύχθη καὶ ἐνεθρονίσθη ὁ Οὐλαιμαραδάχ «υἱὸς καὶ διάδοχος τοῦ Ναβουχοδονόσορος» ὡς βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ὁ νέος αὐτὸς βασιλιᾶς ἔδειξε τὴν εὔνοιαν καὶ καλωσύνην του πρὸς τὸν Ἰωακείμ «Ἰωαχὶμ ἢ Ἰεχονίαν», τὸν βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα· τὸν ἀνώρθωσε καὶ τὸν ὕψωσε καὶ τὸν ἀπεφυλάκισεν ἀπὸ τὸ σπίτι, ὅπου ἦταν φυλακισμένος.
32 καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ χρηστὰ καὶ ἔδωκε τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπάνω τῶν βασιλέων τῶν μετ' αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι· 32 Ωμιλησε προς αυτόν με καλωσύνην και ετοποθέτησε τον θρόνον του πρώτον μεταξύ των άλλων συναιχμαλώτων του βασιλέων εις την Βαβυλώνα. 32 Ὁ Οὐλαιμαραδάχ «ἢ Εὐϊαλμαρωδάχ» ὠμίλησε πρὸς τὸν Ἰωαχίμ «ἢ Ἰεχονίαν» μὲ εὐμένειαν καὶ καλωσύνην καὶ ἐτοποθέτησε τὸν θρόνον του ὑψηλότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί του ἐξόριστοι καὶ αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
33 καὶ ἤλλαξε τὴν στολὴν τῆς φυλακῆς αὐτοῦ καὶ ἤσθιεν ἄρτον διὰ παντὸς κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἔζησε. 33 Αντικατέστησε την ενδυμασίαν της φυλακής με άλλην και συνέτρωγε με αυτόν πάντοτε όλας τας ημέρας της ζωής του. 33 Ἔτσι ὁ Ἰωαχὶμ ἄλλαξε τὴν στολὴν ποὺ ἐφοροῦσε εἰς τὴν φυλακὴν μὲ ἄλλα ἐνδύματα, καὶ ἔτρωγεν εἰς τὸ βασιλικὸν τραπέζι μαζὶ μὲ τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος ὅλες τὶς «ὑπόλοιπες» ἡμέρες τῆς ζωῆς του.
34 καὶ ἡ σύνταξις αὐτῷ ἐδίδοτο διὰ παντὸς παρὰ τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος ἐξ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἕως ἡμέρας, ἧς ἀπέθανεν. 34 Ο,τι άλλο εχρειάζετο δια την συντήρησίν του εχορηγείτο εις αυτόν πάντοτε από τον βασιλέα της Βαβυλώνος κάθε ημέραν μέχρι της ημέρας του θανάτου του. 34 Τὰ δὲ ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς του κατεβάλλοντο συνεχῶς καὶ πάντοτε ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος καθημερινῶς μέχρι τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἰωαχὶμ ἀπέθανε.