Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:32
Δύση: 18:51
Σελ. 11 ημ.
287-79
16ος χρόνος, 6084η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΑΝ ἐπιστραφῇ ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος, πρός με ἐπιστραφήσεται· καὶ ἐὰν περιέλῃ τὰ βδελύγματα αὐτοῦ ἐκ στόματος αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου μου εὐλαβηθῇ 1 Εάν μετανοήση ο ισραηλιτικός λαός, λέγει ο Κυριος, ας επιστρέψη προς εμέ. Εάν αποστραφή και καταστρέψη τα βδελυρά είδωλα, ώστε να μη τα άναφερη πλέον ούτε στο στόμα του, 1 Εὰν μετανοήσῃ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ», λέγει ὁ Κύριος, «ἂς ἐπιστρέψῃ ἐξ ὅλης ψυχῆς πρὸς Ἐμέ.Καὶ ἐὰν μαζὶ μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιαν τῆς καρδίας του ἀποστραφῇ καὶ ἀπορρίψη τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα καὶ τὶς μισητὲς εἰς Ἐμὲ προσευχὲς καὶ τάματά του, ὥστε νὰ μὴ τὰ ἀναφέρῃ πλέον κἀν, οὔτε μὲ τὸ στόμα του καὶ ἂν δείξῃ βαθὺν σεβασμὸν πρὸς τὸ πρόσωπόν μου
2 καὶ ὀμόσῃ· ζῇ Κύριος μετὰ ἀληθείας ἐν κρίσει καὶ ἐν δικαιοσύνῃ, καὶ εὐλογήσουσιν ἐν αὐτῷ ἔθνη καὶ ἐν αὐτῷ αἰνέσουσι τῷ Θεῷ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 2 εάν ορκισθή αληθινά, με τιμιότητα και ευθύτητα· “ζη Κυριος”, τότε θα δοξασθή. Και δι' αυτού όλα τα έθνη θα δοξάσουν τον Θεόν. Δι' αυτού οι λαοί θα υμνολογήσουν τον Θεόν εις την Ιερουσαλήμ. 2 καὶ ὁρκισθῇ μὲ εἰλικρίνειαν, μὲ εὐθύτητα καὶ τιμιότητα, μὲ διάθεσιν δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας μὲ τὶς λέξεις «ζῇ Κύριος», τότε διὰ τοῦ μετανοημένου αὐτοῦ λαοῦ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη θὰ δοξάσουν τὸν Θεὸν καὶ δι’ αὐτοῦ θὰ αἰνέσουν Αὐτὸν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
3 ὅτι τάδε λέγει Κύριος τοῖς ἀνδράσιν ᾿Ιούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν ῾Ιερουσαλήμ· νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις. 3 Αυτά λέγει ο Κυριος γενικώς στους Ιουδαίους και ειδικότερα εις εκείνους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ· Εκχερσώσατε και ανανεώσατε δια τον εαυτόν σας τους αγρούς των ψυχών σας και μη σπείρετε πλέον εις γην γεμάτην από ακάνθας. 3 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος γενικῶς πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰδικώτερα πρὸς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ: Ὀργιάσατε τὸν ἀγρὸν τῆς ψυχῆς σας, ποὺ ἔμεινε χέρσος· καλλιεργήσατε μὲ φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν τὴν ψυχήν σας, ὥστε νὴ γίνῃ κατάλληλος νὰ δεχθῇ τὸν θεῖον σπόρον καὶ μὴ σπείρετε πλέον εἰς ψυχὴν γεμάτην ἀπὸ τὰ ἀγκάθια τῆς εἰδωλολατρίας.
4 περιτμήθητε τῷ Θεῷ ὑμῶν καὶ περιτέμνεσθε τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν, ἄνδρες ᾿Ιούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ῾Ιερουσαλήμ, μὴ ἐξέλθῃ ὡς πῦρ ὁ θυμός μου καὶ ἐκκαυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων ἀπὸ προσώπου πονηρίας ἐπιτηδευμάτων ὑμῶν. - 4 Να περιτμηθήτε χάριν του Θεού σας, να περιτέμνετε και να αποβάλλετε την σκληροκαρδίαν σας, άνδρες Ιουδαίοι και σεις που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ, δια να μη εκσπάση εναντίον σας ώσαν φωτιά ο θυμός μου, να μη φλογισθή και ανάψη, οπότε κανείς δεν θα ημπορέση να την σβήση. Αυτά δε εξ αιτίας των πονηρών σας έργων και τρόπων ζωής. 4 Περιτμηθῆτε χάριν τοῦ Θεοῦ σας· δηλαδὴ περιτάμετε μόνοι σας, ἑκουσίως, ὄχι τὴν σάρκα, ἀλλὰ τὴν κακίαν, τὴν σκληρότητα τῆς καρδίας σας· ἀφαιρέσατε καὶ ἀποβάλετε ἀπὸ τὴν ψυχήν σας ὅ,τι περιττόν, μολυσμένον καὶ βλαβερόν, ἄνδρες Ἰουδαῖοι, καὶ ἰδιαιτέρως ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.Κάμετε μόνοι σας τὴν πνευματικὴν αὐτὴν περιτομήν, διὰ νὰ μὴ ἀνάψη καὶ καίεται ὡσὰν φωτιά, ποὺ φουντώνει ὁλοένα περισσότερον, ἐναντίον σας ὁ θυμὸς τῆς σφοδρᾶς ἀγανακτήσεώς μου· καὶ τότε κανεὶς δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ τὴν σβήσῃ καὶ νὰ σᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν φοβερὰν τιμωρίαν, ποὺ σᾶς ἀναμένεῖ.Τοῦτο δὲ θὰ συμβῇ λόγῳ τῶν πονηρῶν σας ἒργων· διότι ἡ φωτιὰ ἐκείνη ἔχει ὡς καύσιμον ὕλην τὴν κακίαν καὶ πονηρίαν τῶν ἔργων σας».
5 ᾿Αναγγείλατε ἐν τῷ ᾿Ιούδᾳ, καὶ ἀκουσθήτω ἐν ῾Ιερουσαλήμ· εἴπατε· σημάνατε ἐπὶ τῆς γῆς σάλπιγγι καὶ κεκράξατε μέγα· εἴπατε· συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς τὰς πόλεις τὰς τειχήρεις. 5 Αναγγείλατε εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ας γίνη ακουστόν και γνωστόν στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Είπατε· Σαλπίσατε εις την χώραν σας με σάλπιγγα, κράξατε μεγαλοφώνως· είπατε συγκεντρωθήτε και ας εισέλθωμεν εις τας οχυράς πόλεις. 5 Κάμετε γνωστὸν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰούδα, ἂς ἀκουσθῇ δὲ ἡ ἀγγελία αὐτὴ εἰδικώτερα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.Εἴπατε: «Σαλπίσατε εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας μὲ σάλπιγγα καὶ φωνάξατε μὲ ἰσχυρὰν κραυγήν.Εἴπατε: Συγκεντρωθῆτε, κινηθῆτε διὰ νὰ καταφύγωμεν εἰς τὶς ὀχυρὲς πόλεις, ὥστε νὰ ἀσφαλισθῶμεν.
6 ἀναλαβόντες φεύγετε εἰς Σιών· σπεύσατε, μὴ στῆτε, ὅτι κακὰ ἐγὼ ἐπάγω ἀπὸ βορρᾶ καὶ συντριβὴν μεγάλην. 6 Ο καθένας από σας ας αναλαβη ο,τι από το σπίτι του ημπορεί και καταφύγετε προς ασφάλειάν σας εις την Σιών. Σπεύσατε, μη σταματήσετε στον δρόμον και μη βραδύνετε, διότι εγώ επιφέρω συμφοράς από βορρά, μεγάλην καταστροφήν. 6 Ἀφοῦ ἀναλάβετε ἀπὸ τὰ σπίτια σας ὅσες ἀποσκευὲς σᾶς εἶναι ἀπαραίτητες καὶ χρήσιμες, καταφύγετε εἰς τὴν Σιών, διότι τὸ φρούριον καὶ τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἀσφαλέστερα τῶν ἄλλων πόλεων.Βιασθῆτε, μὴ καθυστερεῖτε, μὴ σταματήσετε πουθενά, διότι ἐγὼ θὰ προξενήσω συμφορὲς ἀπὸ τὸν βορρᾶν, πανωλεθρίαν φοβεράν.
7 ἀνέβη λέων ἐκ τῆς μάνδρας αὐτοῦ, ἐξολοθρεύων ἔθνη ἐξῆρε καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ τοῦ θεῖναι τὴν γῆν εἰς ἐρήμωσιν, καὶ αἱ πόλεις καθαιρεθήσονται παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι αὐτάς. 7 Καποιος ως άγριος λέων από την μάνδραν του εξήλθεν από την κατοικίαν του, σπείρει τυν όλεθρον και εξαφανίζει έθνη. Εβγήκεν από τον τόπον του, δια να καταστρέψη πόλεις, να τας καταστήση ερήμους, ώστε να μη κατοικούν πλέον εις αυτάς άνθρωποι. 7 Ἕνα λιοντάρι ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν φωλιά του, σκορπίζει τὸν φόβον καὶ τὴν καταστροφήν, ἐξολοθρεύει εἰς τὸ πέρασμά του τὰ ἔθνη.Ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν τόπον τῆς κατοικίας του διὰ νὰ καταστήσῃ τὴν χώραν ἔρημον· διὰ νὰ καταστρέψῃ τὶς πόλεις, νὰ τὶς ἐρημώσῃ καὶ νὰ τὶς καταστήσῃ ἀκατοίκητες.
8 ἐπὶ τούτοις περιζώσασθε σάκκους καὶ κόπτεσθε καὶ ἀλαλάξατε, διότι οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμὸς Κυρίου ἀφ' ὑμῶν. 8 Δια τας επερχομένος αυτάς συμφοράς ζωσθήτε εις ένδειξιν πένθους σάκκους· αρχίσατε κοπετούς και θρήνους αλαλάζοντες, διότι ο δίκαιος θυμός του Κυρίου δεν απεμακρύνθη από σας. 8 Ἕνεκα τῶν δεινῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα ἐπέρχονται εἰς τὴν χώραν, φορέσατε καὶ ζωσθῆτε εἰς ἔνδειξιν πένθους τρίχινον πένθιμον ἔνδυμα· ἀρχίσατε δὲ κοπετοὺς καὶ θρήνους ἀλαλάζοντες, διότι ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Κυρίου ἐναντίον σας δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ σᾶς, ἀφοῦ δὲν μετενοήσατε.
9 καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, ἀπολεῖται ἡ καρδία τοῦ βασιλέως καὶ ἡ καρδία τῶν ἀρχόντων, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐκστήσονται, καὶ οἱ προφῆται θαυμάσονται. 9 Κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της δικαίας τιμωρίας σας, λέγει ο Κυριος, το θάρρος του βασιλέως θα σβήση, όπως επίσης το θάρρος και η γενναιότης των αρχόντων. Οι ιερείς θα μείνουν κατάπληκτοι και οι προφήται θα κυριευθούν από απορίαν. 9 Καὶ κατὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν θὰ συμβῇ τοῦτο», λέγει ὁ Κύριος: «Ἡ καρδιὰ τοῦ βασιλέως θὰ κυριευθῇ ἀπὸ ἄμετρον φόβον καὶ πανικόν, ὥστε κυριολεκτικὰ θὰ σβήσῃ, ὅπως ἐπίσης ἡ καρδιὰ τῶν ἀρχόντων· διὰ τὶς ἀδόκητες συμφορὲς οἱ ἱερεῖς θὰ κυριευθοῦν ἀπὸ δέος καὶ κατάπληξιν, οἱ δὲ ψευδοπροφῆται ἀπὸ σύγχυσιν καὶ ἀπορίαν».
10 καὶ εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἄρα γε ἀπατῶν ἠπάτησας τὸν λαὸν τοῦτον καὶ τὴν ῾Ιερουσαλὴμ λέγων· εἰρήνη ἔσται ὑμῖν, καὶ ἰδοὺ ἥψατο ἡ μάχαιρα ἕως τῆς ψυχῆς αὐτῶν. 10 Εγώ είπα τότε στον θεόν, λέγει ο προφήτης· Ω Δέσποτα Κυριε, άραγε συ εξηπάτησες τον λαόν αυτόν και την Ιερουσαλήμ, διότι άλλοτε τους έλεγες ειρήνη θα είναι εις σας. Ιδού όμως ότι μάχαιρα ολέθρου ήγγισε και εισεχώρησεν έως την καρδίαν των. 10 Ἔπειτα ἐγὼ ὁ προφήτης εἶπα εἰς τὸν Θεόν: «Ὦ Δέσποτα Κύριε, ἑπομένως, μὲ τὸ νὰ ἐπιφέρῃς ὅλην αὐτὴν τὴν ἐρήμωσιν καὶ καταστροφήν, ἐξηπάτησες τὸν λαὸν αὐτόν «τὸν Ἰουδαϊκόν» καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐφ' ὅσον τοὺς ἔλεγες ἄλλοτε· «θὰ ἔχετε εἰρήνην! Τώρα ὅμως, ἰδού· τὸ κῦμα τῶν συμφορῶν τοὺς ἔπνιξεν ἡ μάχαιρα τοῦ ὀλέθρου ἔφθασε μέχρι τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των καὶ τοὺς ἐκτύπησε καίρια.
11 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐροῦσι τῷ λαῷ τούτῳ καὶ τῇ ῾Ιερουσαλήμ· πνεῦμα πλανήσεως ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὁδὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου οὐκ εἰς καθαρὸν οὐδ' εἰς ἅγιον. 11 Κατά τον καιρόν εκείνον των συμφορών θα πουν στον λαόν αυτόν και εις την Ιερουσαλήμ· ορμητικός καυστικός άνεμος διασκορπίζων τα πάντα έρχεται από τας περιοχάς της ερήμου. Ερχεται με κατεύθυνσιν εναντίον της θυγατρός μου της Ιερουσαλήμ και του λαού μου οχι όμως δια να καθαρίση και αγιάση αυτούς. 11 Κατὰ τὴν περίοδον ἐκείνην τῶν φοβερῶν συμφορῶν θὰ εἰποῦν εἰς τὸν Ἰουδαϊκὸν αὐτὸν λαὸν καὶ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ· ἄνεμος ὁρμητικὸς καὶ καυστικός, ποὺ παρασύρει καὶ στριφογυρίζει τὰ πάντα, ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἔρημον κατὰ τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου, τῆς Ἱερουσαλήμ· ὁ ἄνεμος ὅμως αὐτὸς δὲν ἔρχεται διὰ νὰ χωρίσῃ τὰ ἄχυρα ἀπὸ τὸ σιτάρι, νὰ καθαρίσῃ καὶ ἁγιάσῃ, νὰ διορθώσῃ τὴν κατάστασιν· ἔρχεται διὰ νὰ τιμωρήσῃ.
12 πνεῦμα πληρώσεως ἥξει μοι· νῦν δὲ ἐγὼ λαλῶ κρίματά μου πρὸς αὐτούς. 12 Ο ορμητικός αυτός άνεμος θα έλθη δια να εκπληρώση και πραγματοποίηση την καταδικαστικήν απόφασίν μου κατ' αυτών. Τωρα εγώ έχω εκδώσει και αναγγείλει την καταδίκην των προς αυτούς. 12 Ὁ ὁρμητικὸς καὶ καυστικὸς αὐτὸς ἄνεμος θὰ πνεύσῃ διὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασίν μου ἐναντίον των.Τώρα δὲ Ἐγὼ ἔχω ἐκδώσει τὴν ἐναντίον των καταδικαστικήν μου ἀπόφασιν διὰ τὴν δικαίαν τιμωρίαν των».
13 ἰδοὺ ὡς νεφέλη ἀναβήσεται καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ, κουφότεροι ἀετῶν οἱ ἵπποι αὐτοῦ· οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι ταλαιπωροῦμεν. 13 Ιδού, ώσαν νέφη ανεβαίνουν τα στρατεύματα του έχθρού, ώσαν καταιγίς επέρχονται τα άρματά του. Ελαφρότεροι και ταχύτεροι από τους αετούς είναι οι ίπιιοι του. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι περιεπέσαμεν εις ταλαιπωρίας μεγάλας. 13 Ἰδού! Τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα προελαύνουν, ἀνεβαίνονν ὡσὰν τὸ σύννεφον· τὰ πολεμικὰ ἅρματα τοῦ ἐχθροῦ τρέχουν τόσον γρήγορα, ὡσὰν τὴν καταιγίδα· τὸ ἱππικόν του προχωρεῖ ἐλαφρότερα, ταχύτερα καὶ ἀπὸ τοῖς ἀετούς, ὅταν αὐτοὶ ἐφορμοῦν διὰ νὰ ἀρπάξουν τὸ θήραμά των.Ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς, διότι ἔχομεν περιπέσει εἰς μεγάλες συμφορὲς καὶ ταλαιπωρίες!
14 ἀπόπλυνε ἀπὸ κακίας τὴν καρδίαν σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἵνα σωθῇς· ἕως πότε ὑπάρχουσιν ἐν σοὶ διαλογισμοὶ πόνων σου; 14 Ιερουσαλήμ, καθάρισε την καρδίαν σου από τας κακίας σου, δια να σωθής. Εως πότε θα παραμένουν έντος σου λογισμοί και καταστάσεις, που φέρουν οδύνην και καταστροφήν; 14 Ξέπλυνε καὶ καθάρισε τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὶς κακίες καὶ τὶς πονηρίες σου, Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ σωθῇς ἀπὸ τὴν συμφοράν.Ἕως πότε θὰ ὑπάρχουν εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ σου κόσμου πονηροὶ καὶ ὀλέθριοι λογισμοί, οἱ ὁποῖοι σοῦ προξενοῦν ἐλέγχους, ὀδύνες καὶ πόνους;
15 διότι φωνὴ ἀγγέλλοντος ἐκ Δὰν ἥξει, καὶ ἀκουσθήσεται πόνος ἐξ ὄρους ᾿Εφραίμ. 15 Διότι φωνή αγγελιαφόρου θα έλθη από την περιοχήν Δαν. Αγγελμα συμφοράς και δυστυχίας θα ακουσθή από το όρος Εφραίμ. 15 Διότι θὰ ἔλθῃ φωνὴ ἀγγελιαφόρου ἀπὸ τὴν περιοχὴν Δὰν «ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ βόρεια τῆς Παλαιστίνης» καὶ θὰ ἀκουσθῇ ἀπὸ τὴν περιοχὴν τοῦ ὄρους Ἐφραίμ «ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς Παλαιστίνης» εἴδησις πόνου καὶ συμφορᾶς.
16 ἀναμνήσατε ἔθνη, ἰδοὺ ἥκασιν· ἀναγγείλατε ἐν ῾Ιερουσαλήμ, συντροφαὶ ἔρχονται ἐκ γῆς μακρόθεν καὶ ἔδωκαν ἐπὶ τὰς πόλεις ᾿Ιούδα φωνὴν αὐτῶν. 16 Υπενθυμίσατε εις τα έθνη ότι, ιδού, καταστροφαί επέρχονται εναντίον της Ιουδαίας. Αναγγείλατε εις την Ιερουσαλήμ, ότι στρατεύματα έρχονται από μακρυνήν χώραν και κραυγάζουν απειλητικά εναντίον των πόλεων της Ιουδαίας. 16 Ὑπενθυμίσατε εἰς τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς ὅτι, ἰδού· ἐπέρχονται καταστροφὲς ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπως εἶχεν ἐξαγγελθῇ ἀπὸ τοὺς προφήτας.Ἀναγγείλατε εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὅτι «προελαύνουν στρατεύματα ἀπὸ χώραν μακρινήν, τὰ ὁποῖα ἀφήνουν ἀπειλητικὲς κραυγὲς κατὰ τῶν πόλεων τῆς Ἰουδαίας.
17 ὡς φυλάσσοντες ἀγρὸν ἐγένοντο ἐπ' αὐτὴν κύκλῳ, ὅτι ἐμοῦ ἠμέλησας, λέγει Κύριος. 17 Οι εχθροί την έχουν περικυκλώσει, όπως οι φύλακες περικυκλώνουν τον αγρόν. Τούτο δέ, διότι παρημέλησες τας εντολάς μου, λέγει ο Κυριος. 17 Οἱ ἐχθροὶ τὴν ἔχουν περικυκλώσει, ὅπως οἱ φύλακες περικυκλώνουν τὸν ἀγρὸν προκειμένου νὰ τὸν προστατεύσουν.Τοῦτο δὲ συνέβη, διότι ἔδειξες ἀδιαφορίαν πρὸς τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματά μου», λέγει ὁ Κύριος.
18 αἱ ὁδοί σου καὶ τὰ ἐπιτηδεύματά σου ἐποίησαν ταῦτά σοι· αὕτη ἡ κακία σου, ὅτι πικρά, ὅτι ἥψατο ἕως τῆς καρδίας σου. 18 Οι αμαρτωλοί δρόμοι, τους οποίους εβαδισες, και τα πονηρά έργα σου επέφεραν εναντίον σου αυτάς τας συμφοράς. Αυτή είναι η κακία σου και αι συνέπειαί της. Ιδέ πόσον πικρά είναι, διότι έφθασαν έως εις την καρδίαν σου. 18 «Ἡ ὅλη ἁμαρτωλὴ συμπεριφορὰ καὶ τὰ ἀσεβῆ ἔργα σου ἔφεραν ὡς ἀποτέλεσμα εἰς σὲ τὶς συμφορὲς αὐτές.Ἰδοὺ οἱ πικρὲς συνέπειες τῆς ἁμαρτωλῆς συμπεριφορᾶς σου· διότι σὲ ἐκτύπησαν κατάκαρδα!»
19 τὴν κοιλίαν μου, τὴν κοιλίαν μου ἀλγῶ, καὶ τὰ αἰσθητήρια τῆς καρδίας μου· μαιμάσσει ἡ ψυχή μου, σπαράσσεται ἡ καρδία μου, οὐ σιωπήσομαι, ὅτι φωνὴν σάλπιγγος ἤκουσεν ἡ ψυχή μου, κραυγὴν πολέμου. 19 Πονούν, λέγεις, πονούν τα σπλάγχνα μου. Ο πόνος επλημμύρισε την καρδίαν μου. Συγκλονίζεται η ψυχή μου, σπαράσσεται η καρδία μου. Δεν ημπορώ πλέον να σιωπήσω, διότι ήκουσα φωνήν σάλπιγγος, κραυγήν πολέμου. 19 «Καὶ ὁ Προφήτης, ὁ ὁποῖος ταυτίζει τὸν ἑαυτόν του μὲ τὴν χώραν του, ἡ ὁποία ὑποφέρει, ἀναφωνεῖ» Ἄχ! Πονοῦν, πονοῦν καὶ συγκλονίζονται τὰ σπλάγχνα μου, ὅπως καὶ τῆς γυναίκας ποὺ κοιλοπονεῖ· πονεῖ, σπαράσσεται ἡ καρδία μου, ὅλος ὁ ἐσωτερικός μου κόσμος.Ἡ ψυχή μου συνταράσσεται ἀπὸ τὴν ἀγωνίαν, ποὺ τὴν ἔχει κυριεύσει· σπαράσσεται καὶ καταξεσχίζεται ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸν φόβον! Δὲν ἠμπορῶ πλέον νὰ σιωπήσω, διότι ἡ ψυχή μου ἄκουσε φωνὴν πολεμικῆς σάλπιγγος, κραυγὴν πολεμικήν.
20 καὶ ταλαιπωρίαν συντριμμὸν ἐπικαλεῖται, ὅτι τεταλαιπώρηκε πᾶσα ἡ γῆ· ἄφνω τεταλαιπώρηκεν ἡ σκηνή, διεσπάσθησαν αἱ δέρρεις μου. 20 Καταστροφαί και συντρίμματα αναγγέλλονται. Ολη η χώρα μας ευρίσκεται υπό καταστροφήν και όλεθρον. Εταλαιπωρήθη έξαφνα η σκηνή μας, διερράγησαν τα δερμάτινα καλύμματα της. 20 Ἀναγγέλλονται διὰ τῆς σάλπιγγος ἐρείπια ἐπὶ ἐρειπίων καὶ καταστροφὲς ἐπὶ καταστροφῶν, διότι ὄλη ἡ χώρα ἐρημωθῇ, κατήντησεν ἄχρηστη· ἔξαφνα κατεστράφη, ἐρημώθη ἡ σκηνή μου «τὰ σπίτια, οἱ περιουσίες, ὁ λαός», ἐσχίσθησαν, ἔσπασαν τὰ δερμάτινα καλύμματά της.
21 ἕως πότε ὄψομαι φεύγοντας ἀκούων φωνὴν σαλπίγγων; 21 Εως πότε θα βλέπω πανικόβλητους φυγάδας και θα ακούω τον ήχον εχθρικών σαλπίγγων; 21 Ἕως πότε θὰ βλέπω λαὸν νὰ φεύγῃ πανικόβλητος διὰ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὸν πόλεμον καὶ ἕως πότε θὰ ἀκούω τὰ σαλπίσματα τῶν ἐχθρικῶν πολεμικῶν σαλπίγγων;
22 διότι οἱ ἡγούμενοι τοῦ λαοῦ μου ἐμὲ οὐκ ᾔδεισαν, υἱοὶ ἄφρονές εἰσι καὶ οὐ συνετοί· σοφοί εἰσι τοῦ κακοποιῆσαι, τὸ δὲ καλῶς ποιῆσαι οὐκ ἐπέγνωσαν. 22 Αυτά δε έγιναν, λέγει ο Κυριος, διότι οι άρχοντες του λαού μου δεν ηθέλησαν να με αναγνωρίσουν. Είναι άφρονες και ασύνετοι δια το καλόν, έξυπνοι όμως και σοφοί στο να διαπράττουν το κακόν. Το καλόν όμως δεν το αναγνωρίζουν και δεν θέλουν να το πράξουν. 22 «Ὁ Θεὸς ἀπαντᾷ εἰς τὸν θρῆνον τοῦ Προφήτου καὶ λέγει:» «Αὐτὰ συμβαίνουν, διότι οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ μου ἠρνήθησαν νὰ Μὲ ἀναγνωρίσουν ὡς Κύριον καὶ Θεόν των ἀπεδείχθησαν μωροί, ἄφρονες, ὄχι συνετοὶ καὶ γνωστικοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν.Εἶναι σοφοὶ καὶ συνετοὶ μόνον εἰς τὸ νὰ κάμουν τὸ κακὸν τὸ δὲ καλὸν οὔτε τὸ ἀναγνωρίζουν, οὔτε τὸ ἔχουν εἰς τιμὴν καὶ ὑπόληψιν, οὔτε γνωρίζουν νὰ τὸ ἐφαρμόζουν».
23 ἐπέβλεψα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἰδοὺ οὐθέν, καὶ εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οὐκ ἦν τὰ φῶτα αὐτοῦ· 23 Εστρεψα τα βλέμματά μου εις την γην και ιδού, τίποτε δεν υπήρχεν εις αυτήν. Τα ύψωσα εις ταν ουρανόν και δεν υπήρχον φωτεινοί αστέρες. 23 «Ἐγὼ ὁ προφήτης» ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου καὶ ἐκύτταξα τὴν γῆν, καὶ ἰδού· δὲν ὑπῆρχε τίποτε εἰς αὐτήν, παρὰ μόνον πλήρης ἐρήμωσις! Ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου καὶ εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ δὲν ὑπῆρχαν τὰ φωτεινά του ἄστρα, ἀλλ' ἦταν ἔρημος καὶ γυμνὸς φωτός.
24 εἶδον τὰ ὄρη, καὶ ἦν τρέμοντα, καὶ πάντας τοὺς βουνοὺς ταρασσομένους· 24 Εστρεψα τα βλέμματά μου εις τα όρη και τα είδα να τρέμουν· να ταράσσωνται όλοι οι λόφοι. 24 Ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου εἰς τὰ ὅρη καὶ διεπίστωσα ὅτι αὐτὰ ἔτρεμαν καὶ ὅλοι οἱ λόφοι ἐταράσσοντο.
25 ἐπέβλεψα, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν ἄνθρωπος, καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐπτοεῖτο· 25 Παρετήρησα μετά προσοχής και ιδού, δεν υπήρχεν άνθρωπος· και όλα τα πτηνά του ουρανού είχαν καταπτοηθή. 25 Παρετήρησα μὲ προσοχήν, καὶ ἰδού· δὲν ὑπῆρχε κανένας ἄνθρωπος, ὅλα δὲ τὰ πτηνά, ποὺ πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, εἶχαν κυριευθῇ ἀπὸ φόβον!
26 εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὁ Κάρμηλος ἔρημος, καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις ἐμπεπυρισμέναι πυρὶ ἀπὸ προσώπου Κυρίου, καὶ ἀπὸ προσώπου ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ ἠφανίσθησαν. 26 Παρετήρησα και είδον· και ιδού το πλούσιον και εύφορον όρος Καρμηλος ήτο έρημον. Ολαι αι πόλεις είχαν καταστραφή δια του πυρός ενώπιον του Κυρίου. Και εξ αιτίας του δικαίου θυμού και της οργής του όλα εξηφανίσθησαν. 26 Ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου, καὶ ἰδού· τὸ εὔφορον καὶ πλούσιον ὄρος Κάρμηλος ἀπεψιλώθη, ἐρημώθη· ὅλες δὲ οἱ πόλεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐπερνοῦσε ὁ ἐχθρός, εἶχαν πυρποληθῆ καὶ καταστροφῆ μὲ φωτιὰ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· ἐξ αἰτίας δὲ τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ θυμοῦ Του ὅλα ἐξωλοθρεύθησαν καὶ ἀφανίσθηκαν!
27 τάδε λέγει Κύριος· ἔρημος ἔσται πᾶσα ἡ γῆ, συντέλειαν δὲ οὐ μὴ ποιήσω. 27 Αυτά λέγει ο Κυριος· Ολη η γη θα ερημωθή, αλλά δεν θα την καταστρέψω εξ ολοκλήρου. 27 Ναί· αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: «Ὅλη ἡ χώρα «ἡ Παλαιστίνη» θὰ ἐρημωθῇ, δὲν θὰ τὴν καταστρέψω ὅμως ἐξ ὁλοκλήρου.
28 ἐπὶ τούτοις πενθείτω ἡ γῆ, καὶ συσκοτασάτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, διότι ἐλάλησα καὶ οὐ μετανοήσω, ὥρμησα καὶ οὐκ ἀποστρέψω ἀπ' αὐτῆς. 28 Δι' όσα δείνα και ολέθρια μέλλουν να συμβούν, ας πενθήση η γη, ας σκοτισθή ο ουρανός άνω, διότι ωμίλησα και δεν θα παλινωδήσω. Ωρμησα και δεν θα επιστρέψω, χωρίς να πραγματοποιήσω την απόφασίν μου. 28 Διὰ τὶς συμφορὲς καὶ τὰ δεινά, ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν, ἂς πενθήση ἡ γῆ καὶ ἂς σκοτεινιάσῃ ὁ οὐρανὸς ἄνω, καλυπτόμενος μὲ σύννεφα· διότι «Ἐγὼ ὁ Κύριος» τὸ εἶπα, τὸ ἀπεφάσισα καὶ δὲν θὰ μετανοήσω· ὥρμησα διὰ νὰ φέρω εἰς πέρας τὴν ἀπόφασίν μου καὶ δὲν θὰ ἀποσυρθῶ, οὔτε θὰ ἐγκαταλείψω τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν τῆς καταστροφῆς».
29 ἀπὸ φωνῆς ἱππέως καὶ ἐντεταμένου τόξου ἀνεχώρησε πᾶσα ἡ χώρα· εἰσέδυσαν εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ ἄλση ἐκρύβησαν καὶ ἐπὶ τὰς πέτρας ἀνέβησαν· πᾶσα πόλις ἐγκατελείφθη, οὐ κατοικεῖ ἐν αὐταῖς ἄνθρωπος. 29 Από τον θόρυβον του εχθρικού ιππικού και του τεταμένου τόξου, δια να εξαποστέλλη βέλη, επανικοβλήθησαν πάντες και ετράπησαν εις φυγήν, εισεχώρησαν εις τα σπήλαια, εκρύβησαν εις τα δάση, ανέβηκαν επάνω στους βράχους, δια να σωθούν. Ολαι αι πόλεις έχουν εγκαταλειφθή και δεν κατοικούν πλέον εις αυτάς άνθρωποι. 29 Ἕνεκα τοῦ φόβου ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς θορύβους καὶ τοὺς πολὺ δυνατοὺς κρότους τοῦ ἱππικοῦ καὶ τῶν τεντωμένων τόξων τῶν τοξοτῶν, ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ ἐξαποστείλουν βέλη, ἐτράπησαν εἰς φυγὴν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς χώρας.Ἐμπῆκαν εἰς τὰ σπήλαια, ἐκρύβησαν εἰς τὰ δάση, ἀνέβησαν εἰς τὶς βραχώδεις καὶ ἀπότομες περιοχές.Ὅλες οἱ πόλεις ἐγκατελείφθησαν, καὶ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ πλέον εἰς αὐτές.
30 καὶ σὺ τί ποιήσεις, ἐὰν περιβάλῃ κόκκινον καὶ κοσμήσῃ κόσμῳ χρυσῷ, ἐὰν ἐγχρίσῃ στίβι τοὺς ὀφθαλμούς σου; εἰ μάταιον ὡραϊσμός σου· ἀπώσαντό σε οἱ ἐρασταί σου, τὴν ψυχήν σου ζητοῦσιν. 30 Και συ, ενώπιον αυτών των συμφορών τι θα κάμης; Και εάν ακόμη φορέσης κόκκινον πολύτιμον ένδυμα, και εάν στολισθής με χρυσά κοσμήματα, και εάν χρίσης με ψιμμύθιον κύκλω τους οφθαλμούς σου, ώστε να φαίνονται μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι, μάταιος όλος αυτός ο καλλωπισμός. Οι έρασταί σου σε έχουν ήδη απωθήσει και ζητούν τον θάνατόν σου. 30 Καὶ σύ, ταλαίπωρη Ἱερουσαλήμ, ἐμπρὸς εἰς τὶς συμφορὲς αὐτὲς τί θὰ κάμῃς; Καὶ ἂν ἀκόμη φορέσῃς τὸ πολύτιμον καὶ ἀκριβὸ κόκκινο φόρεμά σου, καὶ ἐὰν στολισθῇς μὲ στολίδια χρυσᾶ, καὶ ἐὰν βάψῃς τὸν κύκλον τῶν ὀφθαλμῶν σου μὲ βαφὴν ἀπὸ στίβι «ὀξειδωμένον μαῦρον ἀντιμόνιον», διὰ νὰ φαίνωνται μεγαλύτεροι, λαμπρότεροι, «ἀραιότεροι, καὶ πάλιν μάταιος καὶ χωρὶς κανένα ὄφελος θὰ εἶναι ὅλος αὐτὸς ὁ στολισμός σου.Οἱ πρώην ἐρασταί σου σὲ ἀπώθησαν, σὲ ἐπεριφρόνησαν καὶ ἐπὶ πλέον ζητοῦν νὰ σὲ θανατώσουν.
31 ὅτι φωνὴν ὡς ὠδινούσης ἤκουσα, τοῦ στεναγμοῦ σου ὡς πρωτοτοκούσης, φωνὴ θυγατρὸς Σιών· ἐκλυθήσεται καὶ παρήσει τὰς χεῖρας αὐτῆς· οἴμοι ἐγώ, ὅτι ἐκλείπει ἡ ψυχή μου ἐπὶ τοῖς ἀνῃρημένοις. 31 Ηκουσα την κραυγήν σου, κόρη Ιερουσαλήμ, ώσαν την κραυγήν επιτόκου γυναικός. Ομοιάζει προς στεναγμόν και κραυγήν γυναικός, που πρώτην φοράν γεννά. Θα παραλύση και θα λιποθυμήση η Σιών από τον πόνον της, θα παραλύσουν τα χέρια της. Και ο προφήτης επιλέγει· Αλλοιμονον εις εμέ, η ζωη μου χάνεται, σβήνει η ψυχή μου δια το πλήθος εκείνων, που πρόκειται να σφαγούν! 31 Διότι, ἀλλοίμονον ἄκουσα τὴν ἰσχυρὰν κραυγήν σου, κόρη μου Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς κραυγὴν γυναικός, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ γεννήσῃ· πρὸς κραυγὴν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν ἀγωνίαν τοκετοῦ γυναικός, ποὺ πρόκειται νὰ γεννήσῃ διὰ πρώτην φοράν.Ἡ Σιὼν θὰ ἀτονήσῃ, θὰ λιποθυμήσῃ, καὶ τὰ χέρια της θὰ παραλύσουν χωρὶς νὰ ἠμποροῦν νὰ πολεμήσουν κατὰ τῶν ἐχθρῶν.»Καὶ ὁ Προφήτης, βλέπων μὲ τὸν προφητικόν του ὀφθαλμὸν τὰ μέλλοντα, μὴ δυνάμενος δὲ νὰ ὑποφέρῃ τὴν συμφοράν, καταπλήττεται, ὀλιγοψύχει καὶ ἀναφωνεῖ:» «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὸν δυστυχῆ! Ἀποθνήσκω· σβήνω κυριολεκτικά, καθὼς βλέπω τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ σφαγοῦν!»