Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44 (ΜΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 (Μασ. ΛΖ´) ΚΑΙ ἐβασίλευσε Σεδεκίας υἱὸς ᾿Ιωσία ἀντὶ ᾿Ιωακείμ, ὃν ἐβασίλευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύειν τοῦ ᾿Ιούδα· 1 Αντί του Ιωακείμ, εβασίλευσεν ο Σεδεκίας, υιός του Ιωσίου, τον οποίον ο Ναδουχοδονόσορ κατέστησεν ως βασιλέα, δια να βασιλεύη στο βασίλειον του Ιούδα. 1 Αντὶ τοῦ Ἰωακείμ «μᾶλλον Ἰωαχὶμ ἢ Ἰεχονία» ἀνέβη εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον ὁ Σεδεκίας, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσία.Τοῦτον ἐγκατέστησε βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ὁ Ναβουχοδονόσορ «ὁ ὁποῖος καὶ ἄλλαξε τὸ ὄνομά του ἀπὸ Ματθανίαν εἰς Σεδεκίαν».
2 καὶ οὐκ ἤκουσαν αὐτὸς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἐλάλησεν ἐν χειρὶ ῾Ιερεμίου. 2 Αλλά ούτε αυτός ούτε οι άρχοντες και το περιβάλον του ούτε ο λαός της χώρας ήκουσαν τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους ο Θεός είχε λαλήσει δια του Ιερεμίου. 2 Ἀλλ' οὔτε αὐτός, οὔτε οἱ ἄρχοντές του, οὔτε καὶ ὁ λαὸς τῆς χώρας ὑπήκουσαν εἰς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους εἶχεν ἑξαγγείλει διὰ στόματος τοῦ Ἱερεμία.
3 καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας τὸν ᾿Ιωάχαλ υἱὸν Σελεμίου καὶ τὸν Σοφονίαν υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα πρὸς ῾Ιερεμίαν λέγων· πρόσευξαι δὴ περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον. 3 Ο βασιλεύς Σεδεκίας απέστειλε τον Ιωάχαλ, υιόν του Σελεμίου, και τον Σοφονίαν υιόν του Μασαίου τον ιερέα, προς τον Ιερεμίαν, δια να του είπουν εκ μέρους του· Καμε προσευχήν, δεήθητι, υπέρ ημών προς τον Κυριον. 3 Ὁ βασιλιᾶς Σεδεκίας ἀπέστειλε τὸν Ἰωάχαλ, υἱὸν τοῦ Σελεμίου, καὶ τὸν ἱερέα Σοφονίαν, υἱὸν τοῦ Μαασαίου, πρὸς τὸν Ἱερεμίαν, διὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν ἐκ μέρους του: «Προσευχήσου, μεσολάβησε, παρακαλῶ, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Κύριον».
4 καὶ ῾Ιερεμίας ἦλθε καὶ διῆλθε διὰ μέσου τῆς πόλεως, καὶ οὐκ ἔδωκαν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τῆς φυλακῆς. 4 Ο Ιερεμίας ήλθεν εις την πόλιν, εκυκλοφόρει ελευθέρως δια μέσου της πόλεως, διότι δεν τον είχαν κλείσει ακόμη εις την φυλακήν. 4 Ὁ Ἱερεμίας ἐκινεῖτο τότε ἐλευθέρως εἰς τὴν πόλιν μεταξὺ τοῦ λαοῦ· δὲν τὸν εἶχαν ἀκόμη κλείσει εἰς τὴν φυλακήν.
5 καὶ δύναμις Φαραὼ ἐξῆλθεν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ἤκουσαν οἱ Χαλδαῖοι τὴν ἀκοὴν αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ. 5 Τοτε στρατιωτική δύναμις του Φαραώ αβγήκεν από την Αίγυπτον. Οι Χαλδαίοι, οι οποίοι τότε επολιορκούσαν την Ιερουσαλήμ, επληροφορήθησαν το γεγονός και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ, δια να αντεπεξέλθουν κατά των Αιγυπτίων. 5 Ἐν τῷ μεταξὺ στρατιωτικὴ δύναμις τοῦ Φαραὼ ἐκινήθη ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον πρὸς τὴν Ἰουδαίαν.Οἱ Χαλδαίοι, οἱ ὁποῖοι ἐπολιορκοῦσαν τότε τὴν Ἱερουσαλήμ, μόλις ἐπληροφορήθησαν τὴν εἴδησιν, ἀνέστειλαν τὴν πολιορκίαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Αἰγυπτίους.
6 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς ῾Ιερεμίαν λέγων· 6 Λογος Κυρίου τότε ήλθε προς τον Ιερεμίαν ο εξής· 6 Τότε ἀπηυθύνθη πρὸς τὸν Ἱερεμίαν λόγος ἀποκαλυπτικὸς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν:
7 οὕτως εἶπε Κύριος· οὕτως ἐρεῖς πρὸς βασιλέα ᾿Ιούδα τὸν ἀποστείλαντα πρὸς σὲ τοῦ ἐκζητῆσαί με· ἰδοὺ δύναμις Φαραὼ ἡ ἐξελθοῦσα ὑμῖν εἰς βοήθειαν ἀποστρέψουσιν εἰς γῆν Αἰγύπτου, 7 έτσι είπεν ο Κυριος· Θα είπης προς τον βασιλέα των Ιουδαίων, ο οποίος απέστειλε προς σε ανθρώπους, δια να με παρακαλέσης υπέρ αυτού. Ιδού, η στρατιωτική δύναμις του Φαραώ, η οποία εξήλθεν από την Αίγυπτον, δια να σας βοηθήση, θα επιστρέψη και πάλιν εις την Αίγυπτον. 7 «Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Αὐτὸ θὰ ἀπαντήσῃς πρὸς τὸν Σεδεκίαν, τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἰουδαίων, ὁ ὁποῖος ἀπέστειλεν ἀντιπροσώπους του διὰ νὰ μεσολαβήσῃς καὶ προσευχηθῇς εἰς Ἐμὲ ὑπὲρ αὐτῶν: Μὴ ἐλπίζετε τίποτε! Διότι, ἰδού· ἡ στρατιωτικὴ δύναμις τοῦ Φαραώ, ἡ ὁποία ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον μὲ σκοπὸν νὰ σᾶς βοηθήσῃ, θὰ ἐπιστρέψη πάλιν εἰς τὴν Αἴγυπτον,
8 καὶ ἀναστρέψουσιν αὐτοὶ οἱ Χαλδαῖοι, καὶ πολεμήσουσιν ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ συλλήψονται αὐτὴν καὶ καύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρί. 8 Οι δε Χαλδαίοι θα επανέλθουν και θα πολεμήσουν εναντίον της πόλεως αυτής. Θα την καταλάβουν και θα την παραδώσουν στο πυρ. 8 οἱ δὲ Χαλδαίοι, οἱ ὁποῖοι ἀνέστειλαν τὴν πολιορκίαν, θὰ ἐπιστρέφουν, διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τῆς πόλεως αὐτῆς «Ἱερουσαλήμ» καὶ θὰ τὴν καταλάβουν καὶ θὰ τὴν παραδώσουν εἰς τὴν φωτιά».
9 ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· μὴ ὑπολάβητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν λέγοντες· ἀποτρέχοντες ἀπελεύσονται ἀφ' ἡμῶν οἱ Χαλδαῖοι, ὅτι οὐ μὴ ἀπέλθωσι· 9 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· μη αυταπατάσθε λέγοντες, ότι εξάπαντος θα φύγουν από ημάς οι Χαλδαίοι· ότι, δεν θα απέλθουν. 9 Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: «Μὴ αὐταπατᾶσθε καὶ μὴ ἐπαναπαύεσθε λέγοντες: «Οἱ Χαλδαίοι θὰ φύγουν ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἡμᾶς»· διότι δὲν θὰ ἀποχωρήσουν!
10 καὶ ἐὰν πατάξητε πᾶσαν δύναμιν τῶν Χαλδαίων τοὺς πολεμοῦντας ὑμᾶς, καὶ καταλειφθῶσί τινες ἐκκεκεντημένοι ἕκαστος ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ, οὗτοι ἀναστήσονται καὶ καύσουσι τὴν πόλιν ταύτην ἐν πυρί. 10 Και εάν ακόμη σεις φονεύσετε και εξοντώσετε όλην την δύναμιν των Χαλδαίων, αυτούς, οι οποίοι πολεμούν εναντίον σας, απομείνουν δε μόνον μερικοί τραυματίαι στους διαφόρους τόπους, αυτοί θα σηκωθούν και θα παραδώσουν την πόλιν αυτήν στο πυρ. 10 Καὶ ἂν ἀκόμη φονεύσετε ὅλον τὸν στρατὸν τῶν Χαλδαίων, ὁ ὁποῖος πολεμεῖ ἐναντίον σας, ἀπομείνουν δὲ μόνον μερικοὶ πληγωμένοι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, αὐτοὶ θὰ σηκωθοῦν καὶ θὰ παραδώσουν τὴν πόλιν αὐτὴν εἰς τὴν φωτιά».
11 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἀνέβη ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως Φαραώ, 11 Οταν δε η στρατιωτική δύναμις των Χαλδαίων ανεχώρησεν από την Ιερουοαλήμ εξ αιτίας των στρατιωτικών δυνάμεων του Φαραώ, 11 Συνέβη δὲ τοῦτο: Καθ’ ὃν χρόνον ὁ στρατὸς τῶν Χαλδαίων, λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τοῦ προελαύνοντος στρατοῦ τοῦ Φαραώ, ἀνέστειλε τὴν πολιορκίαν τῆς Ἱερουσαλήμ,
12 ἐξῆλθεν ῾Ιερεμίας ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ πορευθῆναι εἰς γῆν Βενιαμὶν τοῦ ἀγοράσαι ἐκεῖθεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ. 12 ο Ιερεμίας εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ, δια να μεταβή εις την χώραν της φυλής του Βενιαμίν και να πάρη υπό την κατοχήν του τον αγρόν, τον οποίον επί παρουσία του λαού είχεν αγοράσει. 12 ὁ Ἱερεμίας ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ὥστε νὰ λάβῃ ὑπὸ τὴν κατοχήν του τὸ χωράφι, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀγοράσει παρουσίᾳ τοῦ λαοῦ.
13 καὶ ἐγένετο αὐτὸς ἐν πύλῃ Βενιαμίν, καὶ ἐκεῖ ἄνθρωπος, παρ' ᾧ κατέλυε, Σαρουΐα υἱὸς Σελεμίου, υἱοῦ ᾿Ανανίου, καὶ συνέλαβε τὸν ῾Ιερεμίαν λέγων· πρὸς τοὺς Χαλδαίους σὺ φεύγεις; 13 Εφθασεν εις την πύλην Βενιαμίν. Εκεί ήτο ο άνθρωπος, πλησίον του οποίου κατέλυεν ο Σαρουιΐα, υιός του Σελεμίου, υιού του Ανανίου. Αυτός, λοιπόν, συνέλαβε τον Ιερεμίαν λέγων προς αυτόν· “λοιπόν, συ πηγαίνεις προς τους Χαλδαίους;” 13 Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὴν πύλην Βενιαμίν, εὑρίσκετο ἐκεῖ ἄνθρωπος, κοντὰ εἰς τὸν ὁποῖον διέμενεν ὁ Σαρουΐα, υἱὸς τοῦ Σελεμίου, υἱοῦ τοῦ Ἀνανίου.Αὐτὸς συνέλαβε τὸν Ἱερεμίαν λέγοντάς του: «Πρὸς τοὺς Χαλδαίους, λοιπόν, πηγαίνεις ἐσύ;»
14 καὶ εἶπε· ψεῦδος, οὐκ εἰς τοὺς Χαλδαίους ἐγὼ φεύγω. καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτοῦ καὶ συνέλαβε Σαρουΐα τὸν ῾Ιερεμίαν καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν πρὸς τοὺς ἄρχοντας. 14 Ο Ιερεμίας του απήντησεν· “αυτό είναι ψευδος· δεν πηγαίνω εγώ στους Χαλδαίους”. Ο Σαρουΐα όμως δεν ήκουσεν αυτά, που του είπεν ο Ιερεμίας, τον συνέλαβε και τον ωδήγησεν στους άρχοντας. 14 Ὁ Ἱερεμίας ἀπάντησε εἰς τὴν ὑποψίαν τοῦ Σαρουΐα: «Ὄχι· αὐτὸ εἶναι ψέμα· ἐγὼ δὲν πηγαίνω εἰς τοὺς Χαλδαίους»! Ὁ Σαρουΐα ὅμως δὲν παρεδέχθη αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπεν ὁ Ἱερεμίας καὶ συνέλαβε τὸν Προφήτην, τὸν ὁποῖον καὶ ὠδήγησεν εἰς τοὺς ἄρχοντας.
15 καὶ ἐπικράνθησαν οἱ ἄρχοντες ἐπὶ ῾Ιερεμίαν καὶ ἐπάταξαν αὐτὸν καὶ ἀπέστειλαν αὐτὸν εἰς τὴν οἰκίαν ᾿Ιωνάθαν τοῦ γραμματέως, ὅτι ταύτην ἐποίησαν εἰς οἰκίαν φυλακῆς. 15 Οι άρχοντες επικράνθησαν και εξηρεθίσθησαν εναντίον του Ιερεμίου, τον εκτύπησαν και τον απέστειλαν εις την οικίαν του Ιωνάθαν του γραμματέως, διότι την οικίαν αυτού είχαν μεταβάλει εις φυλακήν. 15 Οἱ ἄρχοντες δυσηρεστήθησαν ἀπὸ τὴν διαγωγὴν τοῦ Ἱερεμία, τὸν ἐκτύπησαν καὶ τὸν ἀπέστειλαν πρὸς φυλάκισιν εἰς τὸ σπίτι τοῦ γραμματέως Ἰωνάθαν, διότι εἶχαν μεταβάλει αὐτὸ εἰς φυλακήν.
16 καὶ ἦλθεν ῾Ιερεμίας εἰς οἰκίαν τοῦ λάκκου καὶ εἰς τὴν χερὲθ καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ ἡμέρας πολλάς· 16 Ο Ιερεμίας ωδηγήγη στο υπόγειον της οικίας εκείνης, εις την κρύπτην, και εκεί έμεινεν επί πολλάς ημέρας. 16 Ἔτσι ὁ Ἱερεμίας ὠδηγήθη εἰς τὸ ὑπόγειον τοῦ σπιτιοῦ αὐτοῦ, εἰς τὴν σκοτεινὴν καὶ ὑγρὰν κρύπτην, ἐκεῖ δὲ ἔμεινεν ἐπὶ πολὺν χρόνον.
17 καὶ ἀπέστειλε Σεδεκίας καὶ ἐκάλεσεν αὐτόν, καὶ ἠρώτα αὐτὸν ὁ βασιλεὺς κρυφαίως εἰπεῖν, εἰ ἔστιν ὁ λόγος παρὰ Κυρίου, καὶ εἶπεν· ἔστιν· εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος παραδοθήσῃ. 17 Τοτε ο Σεδεκίας απέστειλεν ένα άνθρωπον και τον εκάλεσε. Τον ηρώτα ο βασιλεύς, δια να του είπη κρυφίως, εάν υπάρχη κανένας λόγος εκ μέρους του Κυρίου. Ο Ιερεμίας απήντησε· “μάλιστα, υπάρχει. Θα παραδοθής εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος”. 17 Ἀργότερα ὁ Σεδεκίας ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἱερεμίαν, ὁ δὲ βασιλιᾶς τὸν ἐρωτοῦσε ἰδιαιτέρως, μυστικά, νὰ τοῦ εἰπῇ ἐὰν ὑπάρχῃ κάποιος ἀποκαλυπτικὸς λόγος ἀπὸ τὸν Κύριον.«Ὑπάρχει»! ἀπάντησε ὁ Ἱερεμίας· «θὰ παραδοθῇς εἰς τὰ χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος»!
18 καὶ εἶπεν ῾Ιερεμίας τῷ βασιλεῖ· τί ἠδίκησά σε καὶ τοὺς παῖδάς σου καὶ τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι σὺ δίδως με εἰς οἰκίαν φυλακῆς; 18 Ο Ιερεμίας παραπονούμενος είπεν ακόμη στον βασιλέα· “εις τι εγώ έχω αδικήσει σε και τους αυλικούς σου και τον λαόν αυτόν, ώστε συ να με παραδώσης εις την φυλακήν, εις την οικίαν του γραμματέως; 18 Κατόπιν ὁ Ἱερεμίας εἶπε μὲ παράπονον εἰς τὸν βασιλιᾶ: «Εἰς τὶ ἔχω ἀδικήσει, ἔχω βλάψει, ἔχω «ζημιώσει σὲ καὶ τοὺς αὐλικούς σου καὶ τὸν λαὸν αὐτόν, ὥστε νὰ μὲ παραδώσῃς εἰς τὴν φυλακήν, εἰς τὸ σπίτι τοῦ γραμματέως;
19 καὶ ποῦ εἰσιν οἱ προφῆται ὑμῶν οἱ προφητεύσαντες ὑμῖν λέγοντες· ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην; 19 Και που είναι τώρα οι ψευδοπροφήται σας, οι οποίοι προεφήτευσαν ενώπιόν σας λέγοντες, ότι δεν θα έλθη ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εναντίον της χώρας αυτής; 19 Ποὺ εἶναι τώρα οἱ ψευδοπροφῆται σας, οἱ ὁποῖοι ἐπροφήτευσαν εἰς σᾶς καὶ σᾶς εἶπαν ὅτι «δὲν θὰ ἔλθῃ ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος ἐναντίον τῆς χώρας, αὐτῆς»;
20 καὶ νῦν, κύριε βασιλεῦ, πεσέτω τὸ ἔλεός μου κατὰ πρόσωπόν σου, καὶ τί ἀποστρέφεις με εἰς οἰκίαν ᾿Ιωνάθαν τοῦ γραμματέως καὶ οὐ μὴ ἀποθάνω ἐκεῖ; 20 Και τώρα, κύριε βασιλεύ, ας ακουσθή η ικεσία μου προς σέ. Διατί θέλεις να με αποστείλης πάλιν εις την φυλακήν της οικίας Ιωνάθαν του γραμματέως, δια να αποθάνω εκεί;” 20 Καὶ τώρα, κύριε βασιλιᾶ, ἄκουσε τὴν ἱκεσίαν μου, τὴν ὁποίαν ὑποβάλλω εἰς σέ! Διατὶ θέλεις νὰ μὲ ἀποστείλῃς πάλιν πίσω εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ γραμματέως Ἰωνάθαν; Δὲν θὰ ἀποθάνω ἐκεῖ;»
21 καὶ συνέταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐνεβάλοσαν αὐτὸν εἰς οἰκίαν τῆς φυλακῆς καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ἄρτον ἕνα τῆς ἡμέρας ἔξωθεν οὗ πέσσουσιν, ἕως ἐξέλιπον οἱ ἄρτοι ἐκ τῆς πόλεως. καὶ ἐκάθισεν ῾Ιερεμίας ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς. 21 Ο βασιλεύς έδωσε διαταγήν και έβαλαν αυτόν εις την αυλήν της φυλακής και του έδιδαν ένα άρτον κάβε ημέραν από τα εις την πόλιν αρτοποιεία, έως ότου έλλειψαν οι άρτοι από την πόλιν. Ετσι εκάθισεν ο Ιερεμίας εις την αυλήν της φυλακής. 21 Κατόπιν τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ τοῦ Προφήτου, ὁ βασιλιᾶς διέταξε καὶ ἐφυλάκισαν τὸν Ἱερεμίαν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς φυλακῆς «ποὺ ἦταν εἰς τὸν περίβολον τῶν ἀνακτόρων» καὶ ἔδιδαν εἰς αὐτὸν ἕνα ψωμὶ κάθε ἡμέραν ἀπὸ τὰ ἀρτοποιεῖα ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ἰδιαιτέραν συνοικίαν τῆς πόλεως «κατ’ ἄλλους: Ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῶν ἀρτοποιῶν», μέχρις ὅτου, λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας τροφίμων, ἔλειψαν τὰ ψωμιὰ ἀπὸ τὴν πόλιν.Τοιουτοτρόπως ὁ Ἱερεμίας παρέμεινεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς φυλακῆς.