Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ιὼβ λέγει· 1 Ελαβε τον λόγον ο Ιωβ και είπεν· 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
2 ἐπ᾿ ἀληθείας οἶδα, ὅτι οὕτως ἐστί· πῶς γὰρ ἔσται δίκαιος βροτὸς παρὰ Κυρίῳ; 2 “αναγνωρίζω πολύ καλά και ομολογώ ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Διότι πως είναι δυνατόν ένας θνητός άνθρωπος να είναι αναμάρτητος και δίκαιος ενώπιον του Κυρίου; 2 «Ἀληθῶς γνωρίζω καὶ συμφωνῶ μαζί σου ὅτι οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα.Οἱ δίκαιοι ὄντως προστατεύονται ἀπὸ τὸν Θεόν.Ἀλλὰ πῶς θὰ γίνῃ δίκαιος ὁ θνητὸς ἄνθρωπος πλησίον τοῦ Κυρίου;
3 ἐὰν γὰρ βούληται κριθῆναι αὐτῷ, οὐ μὴ ὑπακούσῃ αὐτῷ, ἵνα μὴ ἀντείπῃ πρὸς ἕνα λόγον αὐτοῦ ἐκ χιλίων· 3 Εάν δε κανείς αρνηθή αυτήν την πραγματικότητα και θελήση να έλθη εις αντιδικιάν με τον Κυριον, δεν θα είναι εις θέσιν να αποκριθή και να φέρη αντίρρησιν ούτε εις ένα από τους χιλίους λόγους, που θα είπη εις κατηγορίαν του ο Κυριος. 3 Κανεὶς δὲν εἶναι δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.Διότι, ἐὰν θελήσῃ κανεὶς νὰ κριθῇ μὲ τὸν Κύριον καὶ νὰ θέσῃ ὑπὸ ἀμφισβήτησιν τὸ δίκαιον τῆς κρίσεώς του, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτόν, ἀλλὰ θὰ μείνῃ ἄναυδος, διὰ νὰ μὴ ἀντιλέξῃ οὔτε εἰς ἕνα λόγον ἀπὸ τοὺς χιλίους λόγους κατηγορίας, ποὺ θὰ τοῦ εἴπη ὁ Κύριος.
4 σοφὸς γάρ ἐστι διανοίᾳ, κραταιός τε καὶ μέγας. τίς σκληρὸς γενόμενος ἐναντίον αὐτοῦ ὑπέμεινεν; 4 Αναυδος θα μείνη ο άνθρωπος, διότι ο Κυριος είναι ο πάνσοφος κατά τον νουν, παντοδύναμος και μέγας. Ποιός ποτέ, σκληρύνας τον εαυτόν του και αντιταχθείς προς τον Θεόν, ημπόρεσε να βαστάση την οργιών του; 4 Θὰ ἀποστομωθῇ πᾶς τις καὶ θὰ μείνῃ ἄφωνος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διότι ὁ Κύριος εἶναι σοφὸς κατὰ τὴν διάνοιαν καὶ κραταιὸς καὶ μέγας.Ποῖος σκληρύνας τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀντιταχθεὶς μετὰ πείσματος εἰς Αὐτόν, ἀντέσχε καὶ ἠμπόρεσε νὰ βαστάσῃ τὴν ὀργήν του;
5 ὁ παλαιῶν ὄρη καὶ οὐκ οἴδασιν, ὁ καταστρέφων αὐτὰ ὀργῇ· 5 Αυτός είναι που παλαιώνει και αχρηστεύει τα όρη, χωρίς εκείνα να αντιληφθούν τίποτε. Αυτός τα καταστρέφει επάνω εις την οργήν του. 5 Αὐτὸς εἶναι, ποὺ τὰ ἀγήραστα ὅρη τὰ γηράσκει καὶ τὰ ἐξαφανίζει τόσον εὔκολα, ὥστε δὲν ἀντιλαμβάνονται ταῦτα τὸν ἐξαφανισμόν τους· αὐτὸς καταστρέφει ταῦτα, ἀρκεῖ μόνον νὰ ὀργισθῇ κατ’ αὐτῶν.
6 ὁ σείων τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν ἐκ θεμελίων, οἱ δὲ στῦλοι αὐτῆς σαλεύονται· 6 Αυτός είναι που σείει εκ θεμελίων και συγκλονίζει την υπό τον ουρανόν γην και διαταράσσει τους στύλους, επί των οποίων αυτή έχει θεμελιωθή. 6 Αὐτὸς σείει τὴν ἐκτεινομένην ὑπὸ τὸν οὐρανὸν γῆν ἀπὸ τὰ θεμέλια της, οἱ ἀμετακίνητοι δὲ στῦλοι, ἐπὶ τῶν ὁποίων αὕτη στηρίζεται, σαλεύονται ὑπ’ Αὐτοῦ.
7 ὁ λέγων τῷ ἡλίῳ καὶ οὐκ ἀνατέλλει, κατὰ δὲ ἄστρων κατασφραγίζει· 7 Ο Κυριος είναι που, όταν θέλη, διατάσσει τον ήλιον και δεν ανατέλλει. Προς τα άστρα δε έχει τόσην δύναμιν, ώστε να μπορή να κρατή αυτά κλεισμένα και σφραγισμένα. 7 Αὐτὸς διατάσσει τὸν ἥλιον καὶ παύει οὗτος νὰ ἀνατέλλῃ, ἀπέναντι δὲ τῶν ἄστρων ἔχει τόσην δύναμιν, ὥστε κρατεῖ αὐτὰ ἐγκεκλεισμένα ὡς ὑπὸ σφραγῖδα.
8 ὁ τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος, καὶ περιπατῶν ὡς ἐπ᾿ ἐδάφους ἐπὶ θαλάσσης· 8 Αυτός είναι που με αποκλειστικά και μόνην την ιδικήν του δύναμιν απλώνει τον ουρανόν και βαδίζει επάνω εις την θάλασσαν, ως επάνω εις την ξηράν, 8 Αὐτὸς εἶναι, ποὺ ἐξήπλωσε μόνος καὶ ἐτέντωσεν ἅπαξ διὰ παντὸς ὑπεράνω μας τὸν οὐρανὸν ὡσὰν σκηνήν, καὶ αὐτὸς περιπατεῖ ἐπὶ τῆς θαλάσσης σὰν ἐπὶ ξηρᾶς.
9 ὁ ποιῶν Πλειάδα καὶ ῞Εσπερον καὶ ᾿Αρκτοῦρον, καὶ ταμιεῖα νότου· 9 Αυτός είναι που εδημιούργησε και διατηρεί εις την ύπαρξιν τους αστερισμούς της Πλειάδος, τον Εσπερον και τον Αρκτούρον του νοτίου ημισφαιρίου ως εάν είναι κλεισμένοι εις δωμάτια. 9 Αὐτὸς ἐποίησε καὶ διατηρεῖ τοὺς ἀστερισμούς τς, Πλειάδος καί του Ὠρίωνος καὶ τῆς Ἄρκτου καὶ τοὺς ὡς εἰς δωμάτια ἐγκεκλεισμένους ἀστερισμοὺς τοῦ Νοτίου ἠμισφαιρίου,
10 ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. 10 Αυτός είναι που κάμνει αναρίθμητα μεγάλα και ανεξερεύνητα έργα, ένδοξα και καταπληκτικά. 10 ὁ Ὁποῖος ποιεῖ ἔργα μεγάλα καὶ ἀνεξερεύνητα καὶ ἔνδοξα καὶ καταπληκτικά, τὰ ὁποῖα δὲν ἀριθμοῦνται
11 ἐὰν ὑπερβῇ με, οὐ μὴ ἴδω· ἐὰν παρέλθῃ με, οὐδ᾿ ὧς ἔγνων. 11 Εάν περάση ο Θεός εμπρός μου, δεν τον βλέπω καθόλου. Εάν διέλθη κοντά μου, ούτε καν και θα τον αντιληφθώ. 11 Ἐὰν περάσῃ ὁ Θεὸς ἀπ’ ἐπάνω μου, δὲν θὰ τὸν ἴδω διόλου· ἐὰν διέλθῃ ἀπὸ πλησίον μου, οὐδὲ κὰν θὰ λάβω γνῶσιν τούτου.
12 ἐὰν ἀπαλλάξῃ, τίς ἀποστρέψει ἢ τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ἐποίησας; 12 Εάν θελήση να αφαιρέση κάτι, ποιός ημπορεί να τον εμποδίση; Η ποιός είναι εις θέσιν να είπη εις αυτόν· Διατί το έκαμες; 12 Ἐὰν ἀφαιρέσῃ καὶ ἁρπάσῃ τι, ποῖος δύναται νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ καὶ νὰ τὸν ἐμποδίσῃ; Ἢ ποῖος θὰ εἴπῃ εἰς αὐτόν: Τί ἔκαμες;
13 αὐτὸς γὰρ ἀπέστραπται ὀργήν, ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐκάμφθησαν κήτη τὰ ὑπ᾿ οὐρανόν. 13 Διότι αυτός μόνος ημπορεί να αποτρέψη και ν' απομακρύνη την οργήν του. Κατω από την παντοδυναμίαν του κάμπτονται και αυτά τα κήτη, που υπάρχουν εις την θάλασσαν την υπό τον ουρανόν. 13 Κανεὶς δὲν τολμᾷ νὰ ἐμποδίσῃ Αὐτόν.Διότι, ὅταν ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή του, Αὐτὸς καὶ μόνος στρέφει αὐτὴν ἀλλαχοῦ καὶ ἀπομακρύνει αὐτήν.Ὑπ’ Αὐτοῦ καὶ τὰ μεγάλα κήτη, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν κάτωθι τοῦ οὐρανοῦ ἐκτεινομένην θάλασσαν, ἐκάμφθησαν.
14 ἐὰν δέ μου ὑπακούσηται, ἦ διακρινεῖ τὰ ρήματά μου· 14 Εάν θέλη, κάμνει δεκτήν την παράκλησίν μου. Εις την κρίσιν του επαφίενται τα παράπονά μου. 14 Ἐὰν δὲ ἀποκριθῶ εἰς Αὐτὸν καὶ μὲ ἀκούσῃ, θὰ διακρίνῃ ἄραγε καὶ θὰ δικάσῃ τοὺς λόγους μου τούτους;
15 ἐάν τε γὰρ ὦ δίκαιος, οὐκ εἰσακούσεταί μου, τοῦ κρίματος αὐτοῦ δεηθήομαι· 15 Οσον και αν υποτεθή δτι είμαι δίκαιος, δεν σημαίνει ότι ο Θεός υποχρεούται να ακούση την προσευχήν μου. Εγώ όμως έχω την ανάγκην να τον ικετεύω ζητών το έλεός του. 15 Διότι καὶ ἐὰν ἀκόμη παρουσιασθῶ κάπου ὡς δίκαιος, δὲν θὰ μὲ εἰσακούσῃ, διότι καὶ τότε θὰ ἔχω ἀνάγκην να ἐπικαλεσθῶ ἱκετευτικῶς τὴν ἐπιεικῆ του κρίσιν.
16 ἐάν τε καλέσω καὶ μὴ ὑπακούσῃ, οὐ πιστεύω ὅτι εἰσακήκοέ μου τῆς φωνῆς. 16 Οταν όμως τον παρακαλώ και δεν κάνη δεκτήν την δέησίν μου, αμφιβάλλω αν έχη κάμει δεκτήν την φωνήν της προσευχής μου. 16 Καὶ ἐὰν καλέσω Αὐτὸν διὰ προσευχῆς καὶ δὲν μὲ ἀποδοκιμάσῃ, ἀλλὰ σιωπηλῶς μὲ ἐνθαρρύνῃ, δὲν πιστεύω ὅτι ἔχει εἰσακούσει τὴν φωνήν μου.
17 μὴ γνόφῳ με ἐκτρίψῃ; πολλὰ δέ μου τὰ συντρίμματα πεποίηκε διακενῆς· 17 Εάν παρουσιασθώ ενώπιόν του με αλαζονικήν πεποίθησιν εις την δικαιοσύνην μου, φοβούμαι, μήπως τελικώς με συντρίψη μέσα εις την καταιγίδα και το σκότος του θανάτου. Αλλωστε πολλά είναι τα συντρίμματα, που μου έχει επιφέρει, μολονότι εγώ νομίζω ότι χωρίς λόγον. 17 Προβάλλων ἐνώπιον Αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην μου φοβοῦμαι, μήπως μὲ κονιορτοποιήσῃ διὰ θυέλλης καὶ καταιγίδος· πραγματικῶς δὲ ἔχει κάμει πολλὰ τὰ συντρίμματά μου, καίτοι ἡ συνείδησίς μου δὲν μοῦ μαρτυρεῖ ὅτι εἶμαι αἰτία τούτων.
18 οὐκ ἐᾷ γάρ με ἀναπνεῦσαι, ἐνέπλησε δέ με πικρίας. 18 Είναι πολλά και δεν με αφήνει ούτε να αναπνεύσω και να ζωογονηθώ· με εγέμισε πικρίαν. 18 Ναί· εἶναι πολλά, διότι δὲν μὲ ἀφήνει οὔτε νὰ ἀναπνεύσω, μὲ ἐγέμισε δὲ πικρίαν.
19 ὅτι μὲν γὰρ ἰσχύι κρατεῖ· τίς οὖν κρίματι αὐτοῦ ἀντιστήσεται; 19 Δια της παντοδυναμίας του κυριαρχεί στο σύμπαν και στους πάντας. Ποιός, λοιπόν, είναι δυνατόν να αντισταθή εις τας δικαίας κρίσεις και αποφάσστου; 19 Καὶ ὅσον μὲ ἀφορᾷ εἰς τὴν δύναμιν, ἐπικρατεῖ ὡς παντοδύναμος καὶ δὲν ἔχει ἄλλον ἰσχυρότερόν του.Ποῖος λοιπὸν θὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν δικαίαν κρίσιν καὶ ἀπόφασίν του;
20 ἐὰν γὰρ ὦ δίκαιος, τὸ στόμα μου ἀσεβήσει· ἐάν τε ὦ ἄμεμπτος, σκολιὸς ἀποβήσομαι. 20 Εάν τολμήσω να είπω, ότι είμαι αναμάρτητος και δίκαιος, το στόμα μου θα εκστομίση ασέβειαν. Εάν ισχυρισθώ ότι είμαι ακέραιος και άμεμπτος, θα φανώ σοφιστευόμενος και παραλογιζόμενος. 20 Κανείς.Οὔτε ἐγὼ λοιπόν.Διότι ἐὰν παρουσιασθῶ ἐνώπιον Του ὡς δίκαιος, τὸ στόμα μου θὰ ἀποδειχθῇ ψευδομένον καὶ ἀσεβές· καὶ ἐὰν ὑποστηρίξω ὅτι εἶμαι ἄμεμπτος καὶ ἀθῷος, θὰ καταντήσω νὰ ἀποδειχθῶ διεστραμμένος καὶ ἀνάποδος.
21 εἴτε γὰρ ἠσέβησα, οὐκ οἶδα τῇ ψυχῇ, πλὴν ὅτι ἀφαιρεῖταί μου ἡ ζωή. 21 'Εαν υπέπεσα εις βαρύ τι αμάρτημα ενώπιον του Θεού, δεν το γνωρίζω. Ενα μόνον γνωρίζω, ότι σβήνει η ζωη μου. 21 Διότι καὶ ἐὰν παρουσιάσας τὸν ἑαυτόν μου δίκαιον ἠσέβησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δὲν γνωρίζω τοῦτο διὰ τῆς συνειδήσεώς μου· παρὰ τὸ ὅτι ὅμως ἡ συνείδησίς μου δὲν μοῦ καταμαρτυρεῖ, ἡ ζωή μου ἐκλείπει ἀπὸ τὰς τιμωρίας καὶ θλίψεις.
22 διὸ εἶπον· μέγα καὶ δυνάστην ἀπολλύει ὀργή, 22 Δια τούτο και εγώ είπα· Τον μεγάλον και τον ισχυρόν εξ ίσου τους καταστρέφει η θεία οργή. 22 Δι’ αὐτὸ εἶπα: Τόσον τὸν μέγαν εἰς ἀρετήν, ὅσον καὶ τὸν καταδυναστεύοντα καὶ καταπιέζοντα τοὺς πλησίον, καταστρέφει ἐξ ἴσου ἡ θεία ὀργή.
23 ὅτι φαῦλοι ἐν θανάτῳ ἐξαισίῳ, ἀλλὰ δίκαιοι καταγελῶνται· 23 Διότι οι φαύλοι υπόκεινται εις αποτροπιαστικόν θάνατον. Αλλά και οι δίκαιοι εμπαίζονται δια τα παθήματά των. 23 Διότι καὶ οἱ φαῦλοι πλήττονται διὰ θανάτου ἀπαισίου, ἀλλὰ καὶ οἱ δίκαιοι γίνονται ἀντικείμενον γέλωτος μὲ τὰ παθήματά των.
24 παραδέδονται γὰρ εἰς χεῖρας ἀσεβοῦς. πρόσωπα κριτῶν αὐτῆς συγκαλύπτει· εἰ δὲ μὴ αὐτός ἐστι, τίς ἐστιν; 24 Διότι και οι δίκαιοι παραδίδονται πολλές φορές εις τα χέρια των ασεβών. Ο δε Κυριος σκεπάζει και συγκαλύπτει τα πρόσωπα των αδίκων κριτών της γης. Εάν δε δεν τα σκεπάζη ο Κυριος, ποίος είναι εκείνος που τα σκεπάζει και τα αποκρύπτει; 24 Διότι καὶ οἱ δίκαιοι ἔχουν παραδοθῇ πολλάκις εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὴν διάκρισιν τοῦ ἀσεβοῦς.Ὁ Θεὸς σκεπάζει καὶ δὲν φανερώνει τὰ ἄδικα πρόσωπα τῶν δικαστῶν τῆς γῆς.Ἐὰν δὲ δὲν εἶναι Αὐτός, ποὺ τὰ σκεπάζει, ποῖος λοιπὸν εἶναι ὁ συγκαλύπτων αὐτά;
25 ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος δρομέως· ἀπέδρασαν καὶ οὐκ εἴδοσαν. 25 Ο χρόνος της ζωής μου είναι ελαφρότερος και ταχύτερος από τον δρομέα, που τρέχει γρήγορα. Επέρασαν, χωρίς να το καταλάβω, αι ημέραι της ζωής μου. 25 Τῆς ἰδικῆς μου δὲ ζωῆς ὁ χρόνος εἶναι ἐλαφρότερος ἀπὸ δρομέα, ποὺ τρέχει γρήγορα· ἐπέρασαν, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, αἱ ἡμέραι μου καὶ δὲν εἶδον καλὸν καὶ εὐτυχίαν τινά.
26 ἢ καί ἐστι ναυσὶν ἴχνος ὁδοῦ ἢ ἀετοῦ πετομένου ζητοῦντος βοράν; 26 Μηπως τα πλοία, καθώς διασχίζουν την θάλασσαν, αφήνουν οπίσω των ίχνος της διαβάσεώς των η ο αετός, που πετά στον αέρα και ζητεί την τροφήν του; 26 Ἢ μήπως ὑπάρχει εἰς τὰ πλοῖα ἴχνος τῆς γραμμῆς, τὴν ὁποίαν διέπλευσαν, ἢ ἴχνος τῆς διαβάσεως τοῦ ἀετοῦ ποὺ πετᾷ, ὅταν ζητῇ νὰ ἁρπάσῃ τὸ θήραμά του; Ἄλλο τόσον ἀφῆκαν ἴχνη τῆς διαβάσεώς των καὶ αἱ ἡμέραι μου, ποὺ ἐπέρασαν γρήγορα, ὅπως γρήγορα πετᾷ καὶ ὁ ἀετός.
27 ἐάν τε γὰρ εἴπω, ἐπιλήσομαι λαλῶν, συγκύψας τῷ προσώπῳ στενάξω. 27 Εάν είπω· Θα λησμονήσω τα παθήματά μου, θα παύσω να ομιλώ τελείως δι' αυτά· τότε, αφού σκύψω με το πρόσωπόν μου προς τα κάτω, θα αναστενάξω. 27 Πῶς νὰ μὴ παραπονοῦμαι λοιπόν; Διότι καὶ ἐὰν εἴπω, θὰ ξεχάσω νὰ ὁμιλῶ καὶ θὰ παύσω νὰ λαλῶ, τότε θὰ σκύψω μὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω καὶ θὰ στενάζω.
28 σείομαι πᾶσι τοῖς μέλεσιν, οἶδα γάρ ὅτι οὐκ ἀθῶόν με ἐάσεις. 28 Συγκλονίζομαι εις όλα τα μέλη του σώματός μου. Διότι γνωρίζω, ότι δεν θα με καταστήσης αθώον και ανένοχον, και δεν θα με αφήσης δια τούτο ατιμώρητον. 28 Σείομαι ὁλόκληρος μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μου, διότι ἠξεύρω ὅτι δὲν θὰ μὲ εὕρῃς καὶ δὲν θὰ μὲ ἀφήσῃς ἀνένοχον καὶ ἀθῷον καὶ δὲν θὰ μοῦ συγχωρήσῃς τὴν ἐνοχήν.
29 ἐπειδὴ δέ εἰμι ἀσεβής, διατί οὐκ ἀπέθανον; 29 Αλλά αφού είμαι ασεβής, διατί να μη έχω αποθάνει έως τώρα; 29 Ἀφοῦ δὲ εἶμαι ἀσεβὴς καὶ δι' αὐτὸ τιμωροῦμαι, διατὶ δὲν ἀπέθανα ἕως τώρα, ὥστε νὰ τεθῇ τέρμα εἰς τὰ δεινά μου;
30 ἐὰν γὰρ ἀπολούσωμαι χιόνι καὶ ἀποκαθάρωμαι χερσὶ καθαραῖς, 30 Εάν λουσθώ πνευματικώς και γίνω λευκότερος από το χιόνι και αν καθαρισθώ με χέρια ολοκάθαρα, 30 Πρὸς τί νὰ ζῶ καὶ νὰ μὴ ἀποθάνω; Διότι καὶ τώρα ποὺ ζῶ, ἐὰν λουσθῶ μὲ χιόνι, ὥστε νὰ γίνει λευκὸς σὰν αὐτό, καὶ ἂν καθαρισθῶ μὲ χέρια καθαρά, πάντοτε θὰ μὲ εὑρίσκῃς ἀκάθαρτον
31 ἱκανῶς ἐν ρύπῳ με ἔβαψας, ἐβδελύξατο δέ με ἡ στολή· 31 είμαι και πάλιν αρκετά ρυπαρός ενώπιόν σου, ώστε και αυτή η ενδυμασία μου να με συχαίνεται. 31 πάλιν θὰ μὲ βάψῃς πάρα πολὺ μὲ ρύπον, ὥσε καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ σιχαίνωμαι τὰ ἐνδύματά μου
32 οὐ γὰρ εἶ ἄνθρωπος κατ᾿ ἐμέ, ᾧ ἀντικρινοῦμαι, ἵνα ἔλθωμεν ὁμοθυμαδὸν εἰς κρίσιν. 32 Διότι συ, Κυριε, δεν είσαι άνθρωπος, όπως εγώ, προς τον οποίον εγώ να αντιδικήσω και να ζητήσω να έλθωμεν μαζή εις αντιδικίαν. 32 Θὰ τιμωροῦμαι λοιπὸν διαρκῶς.Διότι δὲν εἶσαι ἄνθρωπος σὰν ἐμέ, πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ ἀντιδικήσω καὶ νὰ ζητήσω, ἵνα ἔλθωμεν καὶ οἱ δύο μαζὶ εἰς κρίσιν.
33 εἴθε ἦν ὁ μεσίτης ἡμῶν καὶ ἐλέγχων καὶ διακούων ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων· 33 Είθε να υπήρχε κάποιο μεσάζον πρόσωπον μεταξύ μας, το οποίον να ημπορούσε να δικάση μεταξύ ημών, αφού ακούση και τους δύο. 33 Εἴθε νὰ ὑπῆρχε μεταξύ μας ὁ μεσίτης, ὁ ὁποῖος καὶ νὰ εἶναι δυνατὸς νὰ ἐλέγχῃ καὶ νὰ ἀκούῃ μεταξὺ τῶν δύο μας, ἐπιβάλλων εἰς ἡμᾶς τὴν κρίσιν καὶ ἀπόφασίν του.
34 ἀπαλλαξάτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὴν ράβδον, ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ μή με στροβείτω, 34 Ας με απαλλάξη ο Κυριος από την ράβδον των συμφορών μου και ας μη με συγκλονίζη και ας μη με στροβιλίζη ο φόβος του. 34 Ἂς μὲ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν ράβδον τῶν συμφορῶν, ὁ φόβος δὲ ποὺ μὲ ἐκυρίευσεν ἀπὸ τὰ ἀλλεπάλληλα πλήγματα τῆς ράβδου του, ἂς μὴ μὲ ταράττῃ καὶ μὲ φέρῃ ἄνω - κάτω.
35 καὶ οὐ μὴ φοβηθῷ, ἀλλὰ λαλήσω· οὐ γὰρ οὕτω συνεπίσταμαι. 35 Αφοβος δε τότε, θα ημπορώ να ομιλώ ελευθέρως, διότι εις την κατάστασιν, που ευρίσκομαι, δεν γνωρίζω τι να είπω. 35 Καὶ τότε δὲν θὰ εἶμαι φοβισμένος, ἀλλὰ θὰ ὁμιλήσω· διότι ἔτσι φοβισμένος δὲν ἠμπορῶ νὰ συζητήσω καὶ νὰ συμφωνήσωμεν.