Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ελιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει· 1 Ελαβε τον λόγον ο Ελιφάζ ο θαιμανίτης και είπε· 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης καὶ ἁπαντῶν εἰς τὸν Ἰὼβ εἶπεν:
2 πότερον σοφὸς ἀπόκρισιν δώσει συνέσεως πνεῦμα καὶ ἐνέπλησε πόνον γαστρὸς 2 “λοιπόν, και ο σοφός άνθρωπος θα δώση κενήν και αερώδη απάντησιν, διότι έχει γεμίσει την καρδίαν του με παράπονα, 2 «Ἄραγε ὁ σοφὸς θὰ δώσῃ ἀπάντησιν μὲ σοφίαν γεμάτην ἀπὸ ἀέρα καὶ μόνον, καὶ θὰ γεμίσῃ τὴν κοιλίαν του μὲ ἄνεμον λίβαν, σφοδρὸν καὶ καυστικόν, ὥστε νὰ τοῦ προκαλῆται πόνος,
3 ἐλέγχων ἐν ρήμασιν, οἷς οὐ δεῖ, καὶ ἐν λόγοις, οἷς οὐδὲν ὄφελος; 3 ώστε να εκφράζεται με λόγια, τα οποία δεν έπρεπε ποτέ να χρησιμοποιή και εις τα οποία καμμία δεν υπάρχει ωφέλεια; 3 ὑπερασπιζόμενος τὸν ἑαυτόν του μὲ λόγια ἀπρεπῆ καὶ μὲ λόγια, ποὺ δὲν προκαλοῦν καμμίαν ὠφέλειαν;
4 οὐ καὶ σὺ ἀπεποιήσω φόβον, συνετελέσω δὲ ρήματα τοιαῦτα ἔναντι τοῦ Κυρίου; 4 Και συ, λοιπόν, απεμάκρυνες από την καρδίαν σου τον φόβον του Θεού και εξεστόμισες αυτά τα λόγια ενώπιον του Κυρίου; 4 Καὶ σὺ δὲν ἀπηρνήθης τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, δὲν συνετέλεσες δὲ λόγια τοιαῦτα, ἀπρεπῆ καὶ ἀνωφελῆ ἀπέναντι οὐχὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ τοῦ Κυρίου;
5 ἔνοχος εἶ ρήμασι στόματός σου, οὐδὲ διέκρινας ρήματα δυναστῶν. 5 Είσαι ένοχος ενώπιον του Κυρίου δια τα λόγια, που διέφυγον από το στόμα σου, και δεν κατώρθωσες να διακρίνης, ότι τα λόγια αυτά είναι αλαζονικών και επηρμένων ανθρώπων, οι οποίοι ούτε τον Θεόν φοβούνται ούτε τους ανθρώπους εντρέπονται. 5 Εἶσαι ἔνοχος ἕνεκα τῶν λόγων τοῦ στόματός σου, οὐδὲ ἔκαμες διάκρισιν, ἀλλ’ ἐχρησιμοποίησες λόγους ἀγερώχων καὶ βλασφήμων ἀνθρώπων.
6 ἐλέγξαι σε τὸ σὸν στόμα καὶ μὴ ἐγώ, τὰ δὲ χείλη σου καταμαρτυρήσουσί σου· 6 Τα ίδιά σου τα λόγια θα σε καταδικάσουν και όχι εγώ. Τα χείλη σου είναι μάρτυρες κατηγορίας εναντίον σου. 6 Θὰ σὲ ἐλέγξῃ ὡς ἔνοχον τὸ στόμα σου καὶ ὄχι ἐγώ, τὰ δὲ χείλη σου, δι’ ὅσων εἶπες, θὰ μαρτυρήσουν ἐναντίον σου.
7 τί γάρ; μὴ πρῶτος ἀνθρώπων ἐγεννήθης; ἢ πρὸ θινῶν ἐπάγης; 7 Τι λοιπόν; Μηπως συ εγεννήθης πρώτος από όλους τους ανθρώπους και τα γνωρίζεις όλα; Η μήπως, τυχόν, και έχεις δημιουργηθή, πριν ακόμη γίνουν τα όρη και οι λόφοι επί της γης, αρχαιότερος και από αυτόν τον Αδάμ; 7 Διότι τί ἰδέαν ἔχεις διὰ τὸν ἑαυτόν σου; Μήπως σὺ ἐγεννήθης πρῶτος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ συνεπῶς ἔχεις ὅλην τὴν πεῖραν τῶν αἰώνων, κατὰ τοὺς ὁποίους ζοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ἢ μήπως συνεπήχθης εἰς ἄνθρωπον, προτοῦ γίνουν τὰ βουνὰ καὶ οἱ λόφοι, καὶ εἶσαι λοιπὸν καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἀδὰμ παλαιότερος;
8 ἦ σύνταγμα Κυρίου ἀκήκοας, ἢ συμβούλῳ σοι ἐχρήσατο ὁ Θεός, εἰς δὲ σὲ ἀφίκετο σοφία; 8 Η μήπως έχης ακούσει το άρρητον υπό του Θεού συντεταγμένον σχέδιον; Μηπως σε μετεχειρίσθη ο Θεός ως σύμδουλόν του; Εις σε δε επήλθε και επλημμύρισεν η σοφία, ώστε να θεωρής τον εαυτόν σου σοφώτερον από όλους τους άλλους; 8 Ἢ ἔχεις ἀκούσει τὸ μυστικὸν σχέδιον, τὸ συντεταγμένον ὑπὸ τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου; Ἢ μήπως σὲ ἐχρησιμοποίησεν ὡς σύμβουλόν του ὁ Θεός; Ἦλθε δὲ εἰς σὲ ἡ σοφία, ὥστε νὰ κατέχῃς σὺ αὐτήν, ὅσον κανένας ἄλλος;
9 τί γὰρ οἶδας, ὃ οὐκ οἴδαμεν; ἢ τί συνίεις σύ, ὃ οὐ καὶ ἡμεῖς; 9 Οχι βέβαια. Διότι τι περισσότερον γνωρίζεις συ, το οποίον ημείς δεν γνωρίζομεν; Η τι καταλαβαίνεις συ, το οποίον δεν ημπορούμεν και ημείς να εννοήσωμεν; 9 Ὄχι· δὲν κατέχεις σὺ ὁλόκληρον τὴν σοφίαν.Διότι, τί ἠξεύρεις σύ, τὸ ὁποῖον δὲν ἠξεύρομεν καὶ ἠμεῖς; Ἤ τί καταλαβαίνεις σύ, τὸ ὁποῖον δὲν ἐννοοῦμεν καὶ ἠμεῖς;
10 καί γε πρεσβύτης καί γε παλαιὸς ἐν ἡμῖν, βαρύτερος τοῦ πατρός σου ἡμέραις. 10 Ακόμη δε υπάρχει μεταξύ μας γέρων, παλαιός εις τα έτη και τας ημέρας, με βαρύτερον φορτίον ετών επί της ράχεώς του και από αυτόν τον πατέρα σου. 10 Ἐὰν δὲ προβάλλῃς τὴν λόγῳ τῆς ἡλικίας σου μεγάλην πεῖραν, ποὺ ἔχεις, ὑπάρχει ἀσφαλῶς γέρων καὶ παλαιὸς μεταξύ μας, μὲ πολὺ περισσοτέρας ἡμέρας ἀπὸ τὸν πατέρα σου.
11 ὀλίγα ὧν ἡμάρτηκας μεμαστίγωσαι, μεγάλως ὑπερβαλλόντως λελάληκας. 11 Εχεις μαστιγωθή και τιμωρηθή από τον Θεόν ολιγώτερον, από όσον έχεις αμαρτήσει ενώπιόν του. Μεγάλα και αυθάδη λόγια είπες και δεν συναισθάνεσαι το πλήθος των αμαρτιών σου. 11 Ἔχεις μαστιγωθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν πολὺ ὀλίγον, ἐν σχέσει πρὸς ὅσα ἔχεις ἁμαρτήσει, μὲ μεγάλην δὲ καὶ ὑπερβολικὴν γλῶσσαν ἔχεις ὁμιλήσει, μὴ συναισθανόμενος τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου.
12 τί ἐτόλμησεν ἡ καρδία σου, ἢ τί ὑπένεγκαν οἱ ὀφθαλμοί σου; 12 Τι ετόλμησεν η καρδία σου να εκστομιση ενώπιον του Θεού; Πως ετόλμησες και ύψωσες εγωιστϊκούς και αυθάδστους οφθαλμούς σου προς τον Θεόν; 12 Τί ἐτόλμησεν ἡ καρδία σου νὰ ἐκστομίσῃ εἰς τὸν Θεόν, ἤ τί ἐβάστασαν οἱ ὑψωθέντες εἰς τὸν οὐρανὸν ὀφθαλμοί σου, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ εἶναι ριγμένοι πρὸς τὰ κάτω, νεύοντες πρὸς τὴν γῆν;
13 ὅτι θυμὸν ἔρρηξας ἔναντι Κυρίου, ἐξήγαγες δὲ ἐκ στόματος ρήματα τοιαῦτα. 13 Διατί εξερράγης εις θυμόν ενώπιον του Κυρίου, έβγαλες δε από το στόμα σου λόγους τέτοιους απρεπείς κατά της δικαιοσύνης και αγαθότητος του Θεού; 13 Διότι ἐξέσπασες εἰς θυμὸν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἔβγαλες δὲ ἀπὸ τὸ στόμα σου λόγους τοιούτους κατὰ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀγαθότητός του, ποὺ δὲν ἐπετρέπετο νὰ ἐκστομίσῃς.
14 τίς γὰρ ὢν βροτός, ὅτι ἔσται ἄμεμπτος, ἢ ὡς ἐσόμενος δίκαιος γεννητὸς γυναικός; 14 Ημάρτησες βαρέως ενώπιον του Θεού, διότι ποιός άνθρωπος, ενώ είναι θνητός, ημπορεί να καυχηθή ότι θα είναι άμεμπτος και καθαρός; Ποιός που εγεννήθη από γυναίκα, ημπορεί να ισχυρισθή ότι είναι δίκαιος; 14 Παρεξετράπης καὶ ἠσέβησες.Διότι, ποῖος, ἐνῷ εἶναι θνητός, δύναται νὰ καυχηθῇ, ὅτι θὰ εἶναι ἄμεμπτος καὶ καθαρός; Ἢ ποῖος, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ γυναῖκα, θὰ παρουσιασθῇ, προβάλλων τὸν ἑαυτόν του, ὅτι θὰ εἶναι δίκαιος;
15 εἰ κατὰ ἁγίων οὐ πιστεύει, οὐρανὸς δὲ οὐ καθαρὸς ἐναντίον αὐτοῦ; 15 Εάν ο Θεός δεν μένει απόλυτα ικανοποιημένος από την αρετήν αγίων αγγέλων και δεν τους εμπιστεύεται πλήρως, εάν ο ουρανός, όπου κατοικούν οι άγγελοι, δεν είναι πλήρως καθαρός εν συγκρίσει προς την άπειρον αγιότητα του Θεού, 15 Ἐὰν δὲ ὁ Θεὸς δὲν ἐμπιστεύεται εἰς τοὺς ἁγίους, ἀλλὰ διαρκῶς ἐνισχύῃ αὐτούς, ἵνα μὴ ἐκπέσουν, ὁ οὐρανὸς δέ, ὅπου κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, δὲν εἶναι καθαρὸς συγκρινόμενος πρὸς τὴν ἄπειρον καθαρότητά του,
16 ἔα δὲ ἐβδελυγμένος καὶ ἀκάθαρτος ἀνήρ, πίνων ἀδικίας ἴσα ποτῷ· 16 πόσω μάλλον σιχαμερός και ακάθαρτος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος ρουφά καθημερινώς την αμαρτίαν σαν το νερό; 16 πόσῳ μᾶλλον σιχαμένος καὶ ἀκάθαρτος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πίνει ἀδικίας σὰν ποτόν.
17 ἀναγγελῶ δέ σοι, ἄκουέ μου· ἃ δὴ ἐώρακα, ἀναγγελῶ σοι, 17 Θα σου διηγηθώ κάτι και άκουσέ με. Θα σου διηγηθώ εκείνα, τα οποία ήκουσα και είδα· 17 Θὰ σοῦ ἀναγγείλω δὲ τώρα, καὶ σὺ ἄκουέ με, ὅσα ἔχω ἴδει εἰς πολλὰς περιπτώσεις ἐπιβεβαιούμενα, αὐτὰ θὰ σοῦ ἀναφέρω,
18 ἃ σοφοὶ ἐροῦσι καὶ οὐκ ἔκρυψαν πατέρες αὐτῶν· 18 αυτά, τα οποία είπαν άνδρες σοφοί και τα οποία οι πατέρες των δεν τα απέκρυψαν από αυτούς, αλλά τους τα μετέδωσαν. 18 τὰ ὁποῖα ἄνδρες σοφοὶ εἶπον καὶ δι’ ἐμοῦ τώρα θὰ ἐπαναλάβουν, καὶ δὲν ἔκρυψαν οἰ πατέρες των ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ τοὺς τὰ μετέδωκαν.
19 αὐτοῖς μόνοις ἐδόθη ἡ γῆ, καὶ οὐκ ἐπῆλθεν ἀλλογενὴς ἐπ᾿ αὐτούς. 19 Είναι καθαροί και αμιγείς από ξένας επιδράσεις, διότι εις την χώραν, που εδόθη εις αυτούς προς κατοικίαν των, δεν εγκατεστάθη κανένας ξένος μεταξύ των. 19 Εἰς αὐτοὺς μόνους ὡς εὐνοουμένους τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ὑπ' Αὐτοῦ ἡ γῆ καὶ δὲν ἦλθεν ἐναντίον του ξένος καὶ ἀλλόφυλος, ὁ ὁποῖος θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ νοθεύσῃ τὰς ἀληθεῖς παραδόσεις των.
20 πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν φροντίδι, ἔτη δὲ ἀριθμητὰ δεδομένα δυνάστῃ, 20 Ολόκληρος η ζωή του ασεβούς εκδαπανάται και ευρίσκεται συνεχώς υπό το κράτος της αγωνίας και της φροντίδος. Και αυτού ακόμη του ισχυρού κατά το σώμα και κατά την θέσιν αριθμημένα είναι τα έτη. 20 Ὅλος ὁ βίος τοῦ ἀσεβοῦς διατελεῖ ὑπὸ βασανιστικὴν φροντίδα καὶ ταραχήν, εἰς τὸν δυνάστην δὲ καὶ τύραννον ἔχουν δοθῆ μετρημένα τὰ ἔτη τῆς τυραννικῆς ἰσχύος του.
21 ὁ δὲ φόβος αὐτοῦ ἐν ὠσὶν αὐτοῦ· ὅταν δοκῇ ἤδη εἰρηνεύειν, ἥξει αὐτοῦ ἡ καταστροφή. 21 Ο φόβος, που τον συνέχει και τον κάμνει να αγωνιά, ευρίσκεται πάντοτε εις τα αυτιά του. Και όταν φαίνεται ότι έχεί πλέον ειρηνεύσει και ασφαλισθή, αιφνιδία θα εκσπάση εναντίον του η καταστροφή. 21 Ὁ φόβος δέ, ποὺ τὸν ταράττει, εἶναι πάντοτε εἰς τὰ αὐτιά του ὡς θόρυβος τρομακτικός.Ὅταν φαίνεται, ὅτι εἰρηνεύει πλέον καὶ ἐπικρατεῖ ἐν δόξῃ, θὰ ἔλθῃ αἰφνιδίως ἡ καταστροφή του.
22 μὴ πιστευέτω ἀποστραφῆναι ἀπὸ σκότους· ἐντέταλται γὰρ ἤδη εἰς χεῖρας σιδήρου, 22 Ας μη απατά τον εαυτόν του πιστεύων ότι θα γυρίση κάποτε πίσω και θα αποφύγη το σκοτάδι της συμφοράς και οδύνης. Εχει εκδοθή εντολή και διαταγή από τον Θεόν να περιπέση εις την εξουσίαν σιδηράς μαχαίρας. 22 Ἂς μὴ ἐλπίζῃ ποτέ, ὅτι θὰ γυρίσῃ ὀπίσω καὶ θὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀθλιότητος καὶ τῆς δυστυχίας, διότι τώρα εἶναι πλέον προωρισμένος διὰ νὰ πέσῃ εἰς χέρια, ποὺ κρατοῦν σιδηρᾶν μάχαιραν.
23 κατατέτακται δὲ εἰς σῖτα γυψίν· οἶδε δὲ ἐν ἑαυτῷ ὅτι μένει εἰς πτῶμα. ἡμέρα δὲ σκοτεινὴ αὐτὸν στροβήσει, 23 Εχει πλέον καταταχθή μεταξύ εκείνων, που έχουν ορισθή ως τροφή στους γύπας. Και ο ίδιος το γνωρίζει πλέον καλά και το φρονεί, ότι η κατάληξίς του θα είναι να γίνη πτώμα. Ημέρᾳ μαύρη και σκοτεινή θα τον συνταράξη και θα τον στροβιλίση. 23 Ἔχει δὲ καταδικασθῆ καὶ καταταχθῆ νὰ γίνῃ τροφὴ εἰς τοὺς γῦπας, ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα δὲ καὶ ἐγκατάλειψιν, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθεν, ἔχει καὶ ὁ ἴδιος σχηματίσει τὸ φρόνημα, ὅτι τοῦ ἐπιφυλάσσεται νὰ γίνῃ πτῶμα· ἡμέρα δὲ μαύρη εἰς δυστυχίαν θὰ τὸν στροβιλίσῃ.
24 ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις αὐτὸν καθέξει ὥσπερ στρατηγὸς πρωτοστάτης πίπτων. 24 Ανάγκη και θλίψις θα τον κυριεύση και θα πέση έξαφνα, όπως πίπτει ένας στρατηγός που πρωτοστατεί εις την μάχην και δεν ευρίσκει τρύπον διαφυγής. 24 Ἀνάγκη δὲ καὶ θλῖψις θὰ τὸν καταλάβῃ, ὥστε να μὴ δύναται νὰ διαφύγῃ ἀπὸ αὐτάς, καθὼς στρατηγὸς ποὺ στέκεται εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν καὶ ὡς μόνην διέξοδον ἔχει νὰ πέσῃ νεκρός.
25 ὅτι ἦρκε χεῖρας ἐναντίον τοῦ Κυρίου, ἔναντι δὲ Κυρίου παντοκράτορος ἐτραχηλίασεν, 25 Τούτο δέ, διότι εσήκωσε τα χέρια του εναντίον του Θεού, ύψωσε αυθάδη και αλαζονικόν τον τράχηλόν του εναντίον Κυρίου του παντοκράτορας. 25 Θὰ πάθῃ δὲ ὅλα αὐτά, διότι ἐσήκωσε βεβήλους καὶ ἀσεβεῖς χεῖρας κατὰ τοῦ Κυρίου, ἐτέντωσε δὲ τὸν τράχηλόν του αὐθαδῶς ἀπέναντι τοῦ Κυρίου παντοκράτορος, σὰν νὰ εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἀνταγωνισθῇ πρὸς αὐτόν·
26 ἔδραμε δὲ ἐναντίον αὐτοῦ ὕβρει ἐν πάχει νώτου ἀσπίδος αὐτοῦ, 26 Ετρεξεν ορμητικώς εναντίον του με υπερηφάνειαν και αλαζονείαν πιστεύων, ότι προφυλάσσεται και σκεπάζεται κάτω από την παχείαν και αδιαπέραστον ράχιν της ασπίδος του. 26 ἔτρεξε δὲ μὲ ὁρμὴν ἐναντίον αὐτοῦ μεθ’ ὕβρεως καὶ βλασφημίας, σὰν νὰ προβάλλῃ τὴν πυκνὴν καὶ ἀδιαπέραστον ἀπὸ τὸ δόρυ ράχιν τῆς ἀσπίδος του.
27 ὅτι ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν στέατι αὐτοῦ καὶ ἐποίησε περιστόμιον ἐπὶ τῶν μηρίων. 27 Διότι ήλειψε και εσκέπασε το πρόσωπόν του από λίπος και έκαμε ασφαλιστικούς περιδέσμους γύρω από τους παχυνθέντας μηρούς του. 27 Διότι ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὸ πάχος του καὶ ἔκαμε περίδεσμον τριγύρω ἀπὸ τοὺς ὑπερβολικῶς παχυνθέντας μηρούς του.
28 αὐλισθείη δὲ πόλεις ἐρήμους, εἰσέλθοι δὲ εἰς οἴκους ἀοικήτους· ἃ δὲ ἐκεῖνοι ἡτοίμασαν, ἄλλοι ἀποίσονται. 28 Θα καταντήση να έχη ως κατοικίαν του πόλεις ερειπωμένος και ερημωμένας. Θα εισελθη εις ακατοίκητα σπίτια. Οσα εκείνοι οι ασεβείς ητοίμασαν, άλλοι θα τα λεηλατήσουν και θα τα μετακομίσουν. 28 Κατέστησε δὲ κατοικίαν του πόλεις ἐρημωμένας, τὰς ὁποίας μὲ τὰ πολλά του πλοῦτη ἀνοικοδόμησεν, εἰσῆλθε δὲ εἰς μέγαρα, ποὺ δὲν κατῴκησαν ἄλλοι, ὅσα ὅμως οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἡτοίμασαν, ἄλλοι θὰ τὰ ἀρπάσουν καὶ θὰ τὰ μετακομίσουν.
29 οὔτε μὴ πλουτισθῇ, οὔτε μὴ μείνῃ αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα, οὐ μὴ βάλῃ ἐπὶ τὴν γῆν σκιὰν 29 Ούτε και θα αποκτήση πλούτη ο ασεβής. Εάν δε και αποκτήση πολλά αγαθά, δεν θα μείνουν μόνιμον κτήμα του, αλλά θα διασκορπισθούν. Θα είναι όμοιος με δένδρον, το οποίον πριν προλάβη να μεγαλώση και ρίψη σκιαν εις την γην, ξηραίνεται. 29 Οὔτε θὰ ἀποκτήσῃ πλούτη ὁ ἀσεβής, οὔτε τὰ ὑπάρχοντα, ποὺ τυχὸν θὰ περιέλθουν εἰς αὐτόν, θὰ τοῦ μείνουν ὁριστικῶς καὶ μονίμως· ὅμοιος πρὸς δένδρον δὲν θὰ ριζώσῃ εἰς τὴν γῆν, οὔτε θὰ βγάλῃ φύλλα, διὰ νὰ σκιάσῃ μὲ αὐτὰ τὸ ἔδαφος,
30 οὐδὲ μὴ ἐκφύγῃ τὸ σκότος. τὸν βλαστὸν αὐτοῦ μαράναι ἄνεμος, ἐκπέσοι δὲ αὐτοῦ τὸ ἄνθος. 30 Δεν θα διαφύγη τα σκοτάδια της δυστυχίας του· τον βλαστόν του θα τον μαράνη ο καυστικός άνεμος. Θα πέση το άνθος και δεν θα προφθάση να δέση εις καρπόν. 30 οὔτε θὰ ξεφύγῃ τὸ σκότος τῆς ἀθλιότητος, τὸν βλαστόν του δὲ θὰ μαράνῃ ὁ καυστικὸς ἄνεμος, θὰ πέσῃ δὲ καὶ δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ δέσῃ τὸ ἄνθος του.
31 μὴ πιστευέτω ὅτι ὑπομενεῖ, κενὰ γὰρ ἀποβήσεται αὐτῷ· 31 Ας μη έχη πεποίθησιν ο ασεβής ότι θα παραμείνη και θα υπερνικήση την δυστυχίαν. Διότι κάθε προσπάθειά του θα αποβή ματαία. 31 Ἂς μὴ ἐλπίζῃ ὁ ἀσεβής, ὅτι θὰ ἀνθέξῃ καὶ θὰ παραμείνῃ, διότι ὅλα ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐστήριζε τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας του, θὰ ἀποδειχθοῦν ἀδειανὰ καὶ μάταια.
32 ἡ τομὴ αὐτοῦ πρὸ ὥρας φθαρήσεται, καὶ ὁ ράδαμνος αὐτοῦ οὐ μὴ πυκάσῃ· 32 Θα τον κόψη και θα τον αρπάση προ της ώρας ο θάνατος, θα καταστροφή και δεν θα επιζήση. Ο βλαστός του δεν θα προλάβη να κάμη πυκνά φύλλα και διακλαδώσεις. 32 Καὶ ἂν παραβληθῇ πρὸς δένδρον, ὁ κορμός του παράκαιρα θὰ σαπίσῃ καὶ θὰ φθαρῇ, καὶ ὁ τρυφερός του βλαστὸς δὲν θὰ πυκνώσῃ, ὥστε νὰ βγάλῃ φύλλα πολλὰ καὶ σκιάν.
33 τρυγηθείη δὲ ὡς ὄμβραξ πρὸς ὥρας, ἐκπέσοι δὲ ὡς ἄνθος ἐλαίας. 33 Σαν το άγουρο σταφύλι θα τρυγηθή προ της ώρας του. Θα πέση, όπως πίπτει το άνθος της εληάς. 33 Θὰ τρυγηθῇ δὲ πρόωρα σὰν ἀγουρίδα, θὰ ἐκπέσῃ δὲ μαραμένος σὰν ἄνθος ἐλιᾶς.
34 μαρτύριον γὰρ ἀσεβοῦς θάνατος, πῦρ δὲ καύσει οἴκους δωροδεκτῶν. 34 Ενας τέτοιος δε πρόωρος και οδυνηρός θάνατος θα είναι τρανή μαρτυρία, ότι αυτός υπήρξεν ασεβής. Φωτιά θα κάψη τα σπίτια εκείνων, που δέχονται δώρα, δια να αθωώσουν τον ένοχον και δικάσουν τον αθώον. 34 Θὰ ἔχῃ δὲ τοιοῦτον τέλος, διότι ἕνας τέτοιος θάνατος μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει, ὅτι αὐτός, ποὺ καταλήγει εἰς αὐτόν, εἶναι ἀσεβής, πῦρ δὲ θὰ κατακαύσῃ τὰ σπίτια ἐκείνων, ποὺ δωροδοκοῦνται διὰ νὰ προσωποληπτοῦν καὶ στραγγαλίζουν τὸ δίκαιον.
35 ἐν γαστρὶ δὲ λήψεται ὀδύνας, ἀποβήσεται δὲ ἑαυτῷ κενά, ἡ δὲ κοιλία αὐτοῦ ὑποίσει δόλον. 35 Ενας τέτοιος ασεβής συλλαμβάνει εις την καρδίαν του οδυνηρά σχέδια εις βάρος των άλλων. Ολα όμως αυτά θα αποδειχθούν ανωφελή και μάταια δια τον εαυτόν του, η δε καρδία του θα βαστάζη δολιότητας και απάτας. 35 Ὁ τοιοῦτος δὲ ἀσεβὴς καὶ ἄδικος κριτὴς συλλαμβάνει ὡς ἄλλη ἔγκυος γυναῖκα εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας του ἐπιβλαβῆ καὶ ὀδυνηρὰ σχέδια κατὰ τοῦ πλησίον, ἀλλ' ὅλα αὐτὰ θὰ ἀποδειχθοῦν διὰ τὸν ἑαυτόν του μάταια καὶ ἀνωφελῆ, ἡ δὲ καρδία του καὶ τὸ ἐσωτερικόν του θὰ βαστάζῃ καὶ θὰ παρασκευάζῃ δόλους καὶ ἀπάτας».