Σάββατο, 05 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 19:03
Σελ. 3 ημ.
279-87
16ος χρόνος, 6076η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΜΝΩΝ τῇ ψυχῇ μου, στένων ἐπαφήσω ἐπ᾿ αὐτὸν τὰ ρήματά μου· λαλήσω πικρίᾳ ψυχῆς μου συνεχόμενος 1 Πασχων ψυχικώς, αποκαμωμένος και στενάζων συνεχώς θα αφήσω να πέσουν επάνω εις αυτόν τα λόγια μου. Θα ομιλήσω κατεχόμενος και πιεζόμενος από την πικρίαν της ψυχής μου· 1 Κουρασμένος ἀπὸ τὴν ζωήν μου, στενάζων θὰ ἀφήσω νὰ ἔλθουν πρὸς αὐτὸν τὰ λόγια μου· θὰ ὁμιλήσω κατεχόμενος καὶ πιεζόμενος ἀπὸ πικρίαν ψυχῆς.
2 καὶ ἐρῶ πρὸς Κύριον· μή με ἀσεβεῖν δίδασκε· καὶ διατί με οὕτως ἔκρινας; 2 και θα είπω προς τον Κυριον· Μη με διδάσκεις, Κυριε, εξ αιτίας των τιμωριών σου να παραπονούμαι και να φαίνωμαι ασεβής ενώπιόν σου. Διατί με έκρινες και με κατεδίκασες τόσον πολύ; 2 Καὶ θὰ εἴπω πρὸς τὸν Κύριον: Μὴ μὲ διδάσκῃς διὰ τῶν τιμωριῶν σου νὰ παραπονοῦμαι καὶ νὰ ἀσεβῶ ἐνώπιόν σου· καὶ διατὶ μὲ ἔκρινες οὕτως, ὥστε νὰ πάσχω τόσον πολλά;
3 ἦ καλόν σοι, ἐὰν ἀδικήσω, ὅτι ἀπείπω ἔργα χειρῶν σου, βουλῇ δὲ ἀσεβῶν προσέσχες; 3 Είναι, τάχα, καλόν δια σέ, εάν υπό το βάρος των δοκιμασιών εκτραπώ εις άδικα παράπονα; Διότι συ έχεις απαρνηθή τους ευσεβείς, αυτά τα έργα των χειρών σου, έδωσες δε προσοχήν εις τας σκέψεις και τας αποφάσεις των ασεβών; 3 Ἢ σοῦ φαίνεται καλόν, ἐὰν ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν ἐκτραπῶ εἰς ἄδικα παράπονα; Λέγω τοῦτο, διότι ἀπηρνήθης τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου, ποὺ σὲ ἀναγνωρίζουν ὡς Κύριόν των, ἐπρόσεξες δὲ τὰ μετὰ σκέψεως πολλῆς ἀποφασισμένα σχέδια τῶν ἀσεβῶν.
4 ἦ ὥσπερ βροτὸς ὁρᾷ καθορᾷς ἢ καθὼς ὁρᾷ ἄνθρωπος βλέψῃ; 4 Η βλέπεις και συ από του ύψους σου, όπως ο κάθε θνητός; Η καθώς βλέπει ο άνθρωπος, θα ίδης και συ; 4 Ἢ καθὼς ὁ θνητὸς βλέπει, βλέπεις καὶ Σὺ ἀπὸ τοῦ ὕψους σου; Ἢ καθὼς βλέπει ὁ ἄνθρωπος, θὰ ἴδῃς καὶ σύ;
5 ἦ ὁ βίος σου ἀνθρώπινός ἐστιν ἢ τὰ ἔτη σου ἀνδρός; 5 Μηπως ο βίος σου είναι σαν των ανθρώπων βραχύς η τα έτη σου είναι ολίγα, όσα είναι τα έτη ενός ανδρός; 5 Ἢ μήπως ὁ βίος σου εἶναι σὰν τοῦ ἀνθρώπου βραχὺς ἢ εἶναι τὰ ἔτη σου ὀλίγα, ὅσα ἑνὸς ἀνδρός;
6 ὅτι ἀνεζήτησας τὴν ἀνομίαν μου καὶ τὰς ἁμαρτίας μου ἐξιχνίασας; 6 Και δια την βραχύτητα αυτήν του βίου μου ανεζήτησες την ανομίαν μου και εφρόντισες επιμελώς να εύρης τας αμαρτίας μου και να με τιμωρήσης δι' αυτάς; 6 Διατὶ λοιπὸν ἐζήτησες νὰ εὕρῃς τὴν παράβασιν τοῦ νόμου σου, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπέπεσα, καὶ ἐξηρεύνησας μετὰ προσοχῆς τὰς ἁμαρτίας μου, ὡσὰν νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ξεφύγω καὶ νὰ μὴ προφθάσῃς νὰ μὲ τιμωρήσῃς;
7 οἶδας γὰρ ὅτι οὐκ ἠσέβησα· ἀλλὰ τίς ἐστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν σου ἐξαιρούμενος; 7 Διότι γνωρίζεις ότι δεν υπήρξα ασεβής απεναντί σου. Αλλά ποιός είναι εκείνος, ο οποίος θα ημπορέση να με απαλλάξη από τας τιμωρίας των χειρών σου; 7 Παραπονοῦμαι λοιπόν, διότι ἀπὸ τὴν ἔρευναν τῶν ἁμαρτιῶν μου, ποὺ ἔκαμες, ἠξεύρεις ὅτι οὐδὲν τὸ ἀσεβὲς διέπραξα.Ἀλλὰ ποῖος ὑπάρχει, ποὺ θὰ μὲ ἠλευθέρωνε καὶ θὰ μὲ ἀπέσπα ἀπὸ τὰς τιμωρητικάς σου χεῖρας;
8 αἱ χεῖρές σου ἔπλασάν με καὶ ἐποίησάν με, μετὰ ταῦτα μεταβαλών με ἔπαισας. 8 Αυτά τα χέρια σου με έπλασαν. Με έφεραν εκ της ανυπαρξίας εις την ύπαρξιν. Κατόπιν όμως, σαν να μετέβαλες γνώμην και στάσιν, και με εκτύπησες. 8 Αἱ χεῖρες σου μὲ ἔπλασαν καὶ μὲ ἐποίησαν.Ἄραγε μετὰ ταῦτα μετέβαλες γνώμην καὶ μὲ ἐκτύπησες ρίψας με εἰς τόσην ἀθλιότητα;
9 μνήσθητι ὅτι πηλόν με ἔπλασας, εἰς δὲ γῆν με πάλιν ἀποστρέφεις. 9 Ενθυμήσου ότι από πηλόν μέ έπλασες και ώρισες να επιστρέφω πάλιν εις την γην. 9 Ἐνθυμήσου, ὅτι ἀπὸ πηλὸν μὲ ἔπλασας καὶ τόσον ἀσθενῆ καὶ εὔθραυστον, ὡς τὰ ἐκ πηλοῦ σκεύη· μὲ τὰ κτυπήματά σου δὲ συντρίβεις τὴν ἀσθένειάν μου καὶ μὲ ἐπαναφέρεις εἰς τὴν γῆν.
10 ἦ οὐχ ὥσπερ γάλα με ἤμελξας, ἐτύρωσας δέ με ἴσα τυρῷ; 10 Μηπως η αρχή της υπάρξεώς μου δεν ήτο ρευστή, ωσάν το γάλα που αρμέγεται, και, όπως αυτό γίνεται έπειτα τυρός, έτσι και εις εμέ έδωκες κατόπιν στερεάν σύστασιν; 10 Ἢ δὲν μὲ ἤμελξες εἰς ὑγρὰν τὸ κατ’ ἀρχὰς κατάστασιν, ὅπως εἶναι τὸ γάλα, καὶ δὲν μοῦ ἔδωκες μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου στερεὰν σύστασιν, ὅπως ἀκριβῶς τὸ γάλα μεταβάλλεται εἰς τυρόν;
11 δέρμα δὲ καὶ κρέας με ἐνέδυσας, ὀστέοις δὲ καὶ νεύροις με ἐνεῖρας. 11 Με ενέδυσες με δέρμα και με κρέας. Εθεσες μέσα εις αυτά οστά και νεύρα. 11 Μὲ ἐνέδυσες δὲ μὲ δέρμα καὶ μὲ κρέας, παρενέβαλες δὲ μέσα εἰς αὐτὰ ὀστᾶ καὶ νεῦρα.
12 ζωὴν δὲ καὶ ἔλεος ἔθου παρ᾿ ἐμοί, ἡ δὲ ἐπισκοπή σου ἐφύλαξέ μου τὸ πνεῦμα. 12 Μαζή με την ζωήν μου έδωκες συγχρόνως και το έλεός σου. Η δε άγρυπνος επίβλεψίς σου και πρόνοια μου εφύλαξαν την ζωήν από εκείνους, που την επεβουλεύοντο. 12 Ζωὴν δὲ καὶ εὔνοιαν καὶ εὐεργεσίας πολλὰς μοῦ ἔδωκες, τὰς ὁποίας ἔθεσας ὡς δῶρα πλούσια πλησίον μου, ἡ ἐπίσκεψις δὲ καὶ ἄγρυπνος ἐπίβλεψίς σου μοῦ ἐφύλαξε τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοὺς ἐπιβουλευομένους αὐτὴν κινδύνους.
13 ταῦτα ἔχων ἐν σεαυτῷ οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐθέν. 13 Επειδή αυτά είχες μέσα εις την άπειρον τελειότητά σου, γνωρίζω ότι δύνασαι τα πάντα και τίποτε δεν είναι εις σε αδύνατον. 13 Αὐτὰ δέ, ποὺ ὑποφέρω τώρα, τὰ ἠξεύρεις, καὶ τὸ σχέδιόν σου, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον συμβαίνουν ταῦτα εἰς ἐμέ, τὸ κρατεῖς κρυμμένον μέσα σου καὶ παραμένει ἄγνωστον εἰς ἐμέ· γνωρίζω ὅμως ὅτι δύνασαι τὰ πάντα, καὶ τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατον εἰς σέ.
14 ἐάν τε γὰρ ἁμάρτω, φυλάσσεις με, ἀπὸ δὲ ἀνομίας οὐκ ἀθῷόν με πεποίηκας. 14 Εάν αμαρτήσω με βλέπεις, και από την αμαρτίαν μου δεν με αθωώνεις. 14 Ἀλλὰ καὶ τὰ ἠξεύρεις ὅλα.Διότι καὶ ἐὰν ἁμαρτήσω, δέν σοῦ διαφεύγει καμμία ἁμαρτία μου.Τὸ παντέφορον Ὄμμα σου μὲ παρατηρεῖ.Ἀπὸ κάθε παράβασιν δὲ τοῦ νόμου Σου δὲν μὲ ἔχεις ἀθωώσει ποτέ.
15 ἐάν τε γὰρ ἀσεβήσω, οἴμοι· ἐὰν δὲ ὦ δίκαιος, οὐ δύναμαι ἀνακύψαι, πλήρης γὰρ ἀτιμίας εἰμί. 15 Εάν διαπράξω ασεβείας, αλλοιμονόν μου! Εάν πάλιν γίνω και μείνω δίκαιος, δεν ημπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου ενώπιόν σου, διότι και τότε θα είμαι γεμάτος από εξευτελισμόν και αθλιότητα. 15 Καὶ πῶς νὰ μὲ ἀθωώσῃς; Διότι καὶ ἐὰν ἐκτραπῶ εἰς ἀσεβεῖς πράξεις, ἀλλοόμονόν μου.Ἐὰν δὲ πάλιν τηρήσω πᾶσαν δικαιοσύνην, καὶ τότε δὲν δύναμαι νὰ σηκώσω τὴν κεφαλὴν ἐνώπιόν Σου, διότι εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ ἀτιμίαν καὶ ἀθλιότητα.
16 ἀγρεύομαι γὰρ ὥσπερ λέων εἰς σφαγήν, πάλιν γὰρ μεταβαλὼν δεινῶς με ὀλέκεις 16 Συλλαμβάνομαι εις την παγίδα σαν τον υπερήφανον λέοντα, τον οποίον θέλουν να εξοντώσουν. Οταν ετσι με συλλάβης και αλλάξης την φιλάνθρωπόν σου διάθεσιν, με καταστρέφεις κατά ένα φοβερόν τρόπον. 16 Δὲν σηκώνω δὲ κεφαλήν, διότι τότε λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας μου συλλαμβάνομαι ὑπὸ σοῦ σὰν τὸν ἀγέρωχον λέοντα, τὸν ὁποῖον πιάνουν διὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν.Καὶ ἐγὼ σὰν εἰς σφαγὴν συλλαμβάνομαι, διότι, ὅταν μὲ πιάσῃς, ἀφοῦ μεταβάλῃς τὴν φιλάνθρωπον διάθεσίν σου, μὲ καταστρέφεις κατὰ τρόπον δεινόν.
17 ἐπανακαινίζων ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ἔτασίν μου· ὀργῇ δὲ μεγάλῃ μοι ἐχρήσω, ἐπήγαγες δὲ ἐπ᾿ ἐμὲ πειρατήρια. 17 Με υποβάλλεις εις νέαν εξέτασιν και έρευναν σχετικώς με τας πράξεις μου. Συνέπεια δε αυτής της εξετάσεως ακολουθεί, ότι με μεταχειρίζεσαι με μεγάλην οργήν και μου αποστέλλεις θλίψεις και δοκιμασίας. 17 Μὲ καταστρέφεις ὑποβάλλων με ἐκ νέου εἰς ἐξέτασιν καὶ ἐρευνῶν τὰς πράξεις μου· ὡς συνέπεια διὰ τῆς ἐξετάσεως ταύτης ἐπακολουθεῖ τὸ ὅτι μὲ μεταχειρίζεσαι μὲ μεγάλην ὀργήν, ἐπιφέρεις δὲ ἐπάνω μου θλίψεις καὶ δοκιμασίας.
18 ἱνατί οὖν ἐκ κοιλίας με ἐξήγαγες, καὶ οὐκ ἀπέθανον, ὀφθαλμὸς δέ με οὐκ εἶδε, 18 Διατί, λοιπόν, με έβγαλες από την κοιλίαν της μητρός μου, και δεν απέθανα πριν γεννηθώ, ώστε να μη με ίδη μάτι ανθρώπου; 18 Ἀλλ’ ἐὰν οὕτως ἢ ἂλλως θὰ ἐτιμωρούμην σκληρά, διατὶ λοιπὸν μὲ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου καὶ δὲν ἐπέθανα τότε; Διατὶ δὲν ἐχάθην ὁλοτελῶς, ὥστε νὰ μὴ μὲ ἴδῃ μάτι ἀνθρώπινον;
19 καὶ ὥσπερ οὐκ ὢν ἐγενόμην; διατί γὰρ ἐκ γαστρὸς εἰς μνῆμα οὐκ ἀπηλλάγην; 19 Και διατί δεν έγινα, ως εάν δεν υπήρξα ποτε; Διατί επί τέλους δεν εγεννήθην νεκρός, ώστε να μεταβώ κατ' ευθείαν από την κοιλίαν της μητρός μου στο μνήμα; 19 Καὶ διατὶ δὲν ἔγινα, σὰν νὰ μὴ ὑπῆρξα ποτέ; Διατὶ ἐπὶ τέλους δὲν ἐγεννήθην νεκρός, ὥστε ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου νὰ εὕρω τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν δεινῶν μου μέσα εἰς τὸ μνῆμα;
20 ἦ οὐκ ὀλίγος ἐστὶν ὁ χρόνος τοῦ βίου μου; ἔασόν με ἀναπαύσασθαι μικρὸν 20 Βραχύς και ολίγος δεν είναι ο χρόνος της ζωής μου; Αφησέ με να αναπαυθώ ολίγον, 20 Ἢ μήπως δὲν εἶναι ὀλίγος ὁ χρόνος τοῦ βίου, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ παραταθῇ ἡ ζωή μου; Ἄφησέ με νὰ ἀναπαυθῶ ὀλίγον, διερχόμενος τὰς ὀλίγας αὐτὰς ἡμέρας μου μὲ κάποιαν ἀνακούφισιν,
21 πρὸ τοῦ με πορευθῆναι ὅθεν οὐκ ἀναστρέψω, εἰς γῆν σκοτεινὴν καὶ γνοφεράν, 21 πριν μεταβώ εκεί, από όπου δεν θα επιστρέψω πλέον, εις τόπον, δηλαδή, σκοτεινόν και ζοφερόν· 21 προτοῦ νὰ πορευθῶ εἰς τόπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ γυρίσω πάλιν, καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι χώρα σκοτεινὴ καὶ μαύρη,
22 εἰς γῆν σκότους αἰωνίου, οὗ οὐκ ἔστι φέγγος, οὐδὲ ὁρᾶν ζωὴν βροτῶν. 22 εις περιοχήν, που βασιλεύει αιώνιον σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει ουδέ το ελάχιστον φέγγος και από όπου δεν ημπορεί κανείς να ίδη την ζωήν των θνητών ανθρώπων της γης. 22 χώρα, ποὺ ἐπικρατεῖ αἰώνιον σκότος, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὐδὲ ἀμυδρόν τι φῶς, οὔτε ἠμπορεῖ κανεὶς ἀπ' ἐκεῖ να ἴδῃ τὴν ζωήν, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν γῆν οἱ θνητοὶ ἄνθρωποι».