Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει· | 1 Ελαβε τον λόγον ο Σωφάρ ο Μιναίος και είπε· | 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος εἶπε: |
2 οὐχ οὕτως ὑπελάμβανον ἀντερεῖν σε ταῦτα, καὶ οὐχὶ συνίετε μᾶλλον ἢ καὶ ἐγώ. | 2 “δεν επίστευα, ότι συ θα αντέλεγες έτσι και απαντών θα έλεγες αυτά τα λόγια. Δεν καταλαβαίνεις συ καλύτερον, παρ' όσον εγώ. | 2 «Δὲν ἐνόμιζα, ὅτι θὰ ἀντέλεγες σὺ ἔτσι προβάλλων αὐτά, ποὺ εἶπες.Καὶ δὲν καταλαβαίνεις καλύτερον παρ’ ὅσον ἐγώ. |
3 παιδείαν ἐντροπῆς μου ἀκούσομαι, καὶ πνεῦμα ἐκ τῆς συνέσεως ἀποκρίνεταί μοι. | 3 Τας κατηγορίας σου, με τας οποίας ηθέλησες να με κάμης να εντραπώ, τας ήκουσα. Υπάρχει όμως και μέσα εις εμέ πνεύμα συνέσεως, που δίδει αποκρίσεις, δια να απαντήσω προς σέ. | 3 Ἤκουσα τὴν ἐλεγκτικὴν διδασκαλίαν, διὰ τῆς ὁποίας μὲ κινεῖς εἰς ἐντροπήν, καὶ πνεῦμα συνέσεως μοῦ ἀποκρίνεται ἐσωτερικῶς καὶ μὲ ὠθεῖ νὰ σοῦ ἀπαντήσω. |
4 μὴ ταῦτα ἔγνως ἀπὸ τοῦ ἔτι, ἀφ᾿ οὗ ἐτέθη ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς; | 4 Μηπως αυτά, που θα πω, τα έμαθες συ από τα παλαιότατα χρόνια, από την εποχήν, που επλάσθη και ετοποθετήθη ο άνθρωπος επάνω εις την γην; | 4 Μήπως αὐτά, ποὺ θὰ εἴπω, τὰ ἐγνώρισες ἀπὸ χρόνων παλαιῶν, ἀφ’ ὅτου ἐτέθη ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς· |
5 εὐφροσύνη γὰρ ἀσεβῶν πτῶμα ἐξαίσιον, χαρμονὴ δὲ παρανόμων ἀπώλεια, | 5 Οτι δηλαδή η χαρά και η καλοζωΐα των ασεβών καταλήγει εις απαισίαν κατάπτωσιν. Η πολλή δε και θορυβώδης χαρά των παρανόμων θα είναι απώλειά των και καταστροφή· | 5 Ὅτι δηλαδὴ ἡ εὐφροσύνη τῶν ἀσεβῶν καταλήγει εἰς κατάπτωσιν ἀπαισίαν καὶ ἔκτακτον, ἡ πολλὴ δὲ χαρὰ τῶν καταπατούντων τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπώλεια αὐτῶν καὶ καταστροφή. |
6 ἐὰν ἀναβῇ εἰς οὐρανὸν αὐτοῦ τὰ δῶρα, ἡ δὲ θυσία αὐτοῦ νεφῶν ἅψηται· | 6 έστω και αν τα δώρα των ασεβών φθάσουν μέχρι του ουρανού ενώπιον του Θεού, ο δε καπνός της ανοίας των εγγίση τα σύννεφα. Η τιμωρία του Θεού θα εκσπάση κατά του ασεβούς. | 6 Μὴ παραπλανηθῇς, ἐὰν ἀναβοῦν τὰ πρὸς τὸν Θεὸν δῶρα του εἰς τὸν οὐρανόν, ὁ δὲ καπνὸς τῆς θυσίας τοῦ ἀκουμβήσῃ εἰς τὰ σύννεφα καὶ φανῇ πρὸς στιγμὴν οὕτω, ὅτι ἡ θεία εὔνοια εἶναι μαζί του. |
7 ὅταν γὰρ δοκῇ ἤδη κατεστηρίχθαι, τότε εἰς τέλος ἀπολεῖται· οἱ δὲ εἰδότες αὐτὸν ἐροῦσι· ποῦ ἐστιν; | 7 Διότι, όταν ο ασεβής πιστεύση ότι είναι καλά στερεωμένος επί της γης, τότε θα εκσπάση εναντίον του η οριστική καταστροφή. 'Εκεινοι δε οι οποίοι τον εγνώριζαν, θα πουν· Που είναι τώρα ο ασεβής; | 7 Διότι, ὅταν φαίνεται ὅτι ἔχει πλέον στηριχθῆ ἀκλονήτως, τότε θὰ χαθῇ ὁριστικῶς καὶ διαπαντός· ἐκεῖνοι δέ, ποὺ ἐγνώρισαν τὴν δόξαν του, μὴ εὑρίσκοντες κανὲν ἴχνος αὐτοῦ, θὰ εἴπουν: (Ποῦ εἶναι;) |
8 ὥσπερ ἐνύπνιον ἐκπετασθὲν οὐ μὴ εὑρεθῇ, ἔπτη δὲ ὥσπερ φάσμα νυκτερινόν. | 8 Ωσάν το όνειρον, που επέταξε και διελύθη, έτσι και αυτός δεν θα ευρεθή. Εφυγε και διελύθη σαν νυκτερινό φάντασμα. | 8 Σὰν ἐνύπνιον, ποὺ ἐπέταξε καὶ ἐχάθη, ἔτσι καὶ αὐτὸς δὲν θὰ εὑρεθῇ, ἐπέταξε δὲ σὰν φάντασμα, ποὺ παρουσιάζεται τὴν νύκτα. |
9 ὀφθαλμὸς παρέβλεψε καὶ οὐ προσθήσει, καὶ οὐκέτι προσνοήσει αὐτὸν ὁ τόπος αὐτοῦ. | 9 Τα μάτια, τα οποία έως τώρα, ίσως και με κάποιον φθόνον, τον έβλεπαν, δεν πρόκειται να τον ιδούν και πάλιν. Η χώρα, μέσα εις την οποίαν υπερήφανος και ευτυχισμένος αυτός εζούσε, δεν θα τον ξαναϊδή πλέον. | 9 Τὸ μάτι, ποὺ τὸν εἶδε καὶ τὸν ἐζήλευσε, δὲν θὰ τὸν ξαναΐδῃ πλέον, καὶ ὁ τόπος, ποὺ ἐστέκετο προτήτερα ὑπερήφανος, δὲν θὰ τὸν καταλάβῃ, οὔτε θὰ τὸν ἀντιληφθῇ ποτὲ πλέον. |
10 τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ὀλέσαισαν ἥττονες, αἱ δὲ χεῖρες αὐτοῦ πυρσεύσαισαν ὀδύνας. | 10 Τα παιδιά του θα τα εξολοθρεύσουν κατώτεροί του και ασθενέστεροί του. Με τα ίδια του τα χέρια θα ανάψη την φωτιά των πόνων και των θλίψεών του. | 10 Τὰ παιδιά του θὰ ἐξολοθρεύσουν οἱ ἀσθενέστεροί του, ποὺ τοὺς περιεφρονεῖ διὰ τὴν ἀφάνειάν των, τὰ ἴδια του δὲ τὰ χέρια θὰ ἀνάψουν τὴν φωτιὰ τῶν πόνων τῆς δυστυχίας του. |
11 ὀστᾶ αὐτοῦ ἐνεπλήσθησαν νεότητος αὐτοῦ, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ χώματος κοιμηθήσεται. | 11 Τα οστά του διαποτισμένα από ασθενείας των ασωτιών της νεότητός του θα ταφούν και αυτά μαζή του στο χώμα του τάφου. | 11 Τὰ ὀστᾶ του ἔχουν γεμίσει ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν παρεκτροπῶν τῆς νεότητός του καὶ θὰ κοιμηθοῦν καὶ αὐτὰ μαζί του μέσα εἰς τὸ χῶμα τοῦ τάφου του. |
12 ἐὰν γλυκανθῇ ἐν στόματι αὐτοῦ κακία, κρύψει αὐτὴν ὑπὸ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ· | 12 Οταν αισθανθή την ύπουλον γλυκύτητα της αμαρτίας στο στόμα του, θα την κρύψη κάτω από την γλώσσαν του δια να την απολαμβάνη, τάχα, όσον το δυνατόν μακρότερον. | 12 Ὅταν ἡ κακία θὰ ἐξαπολύσῃ τὴν ἀπατηλὴν καὶ στιγμιαίαν γλυκύτηταα της εἰς τὸ στόμα του, αὐτὸς θὰ τὴν κρύψῃ κάτω ἀπὸ τὴν γλῶσσαν του, ἐπιζητῶν νὰ τὴν ἀπολαύσῃ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον. |
13 οὐ φείσεται αὐτῆς καὶ οὐκ ἐγκαταλείψει αὐτὴν καὶ συνάξει αὐτὴν ἐν μέσῳ τοῦ λάρυγγος αὐτοῦ, | 13 Με απληστίαν θα ρουφά την γλυκύτητα της αμαρτίας. Δεν θα την εγκαταλείψη. Θα την φέρη επιμελώς μέσα στον λάρυγγά του, δια να την απομυζά συνεχώς. | 13 Ἀπλήστως τὴν ἀπολαμβάνει καὶ δὲν λέγει ποτὲ ἀρκεῖ.Οὔτε θὰ τὴν ἐγκαταλείψῃ.Καὶ θὰ τὴν συνάξῃ ἐν μέσῳ τοῦ λάρυγγός του γευόμενος διαρκῶς αὐτήν. |
14 καὶ οὐ μὴ δυνηθῇ βοηθῆσαι ἑαυτῷ· χολὴ ἀσπίδος ἐν γαστρὶ αὐτοῦ. | 14 Η δολία όμως αυτή γλυκύτης της αμαρτίας δεν θα ημπορέση να τον βοηθήση προς μίαν ευτυχισμένην ζωήν, αλλά θα γίνη μέσα εις την κοιλίαν του δηλητήριον οχιάς. | 14 Καὶ δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἑαυτόν του, διότι καὶ ἡ τροφή, τὴν ὁποίαν θὰ λαμβάνῃ πρὸς στήριξιν τοῦ ὀργανισμοῦ του, θὰ μεταβάλλεται εἰς τὴν κοιλίαν του εἰς δηλητήριον τοῦ φιδιοῦ, ποὺ καλεῖται ἀσπίς. |
15 πλοῦτος ἀδίκως συναγόμενος ἐξεμεθήσεται, ἐξ οἰκίας αὐτοῦ ἐξελκύσει αὐτὸν ἄγγελος, | 15 Πλούτος, ο οποίος συνήχθη και απεθησαυρίσθη με αδικίας, θα γίνη εμετός. Ο τιμωρός άγγελος θα τον σύρη και θα τον πετάξη έξω από το σπίτι του. | 15 Ὁ πλοῦτος δέ, ὁ ὁποῖος συναθροίζεται μὲ ἀδικίας, θὰ ἀποβληθῇ δι’ ἐμετοῦ ἀπὸ τὴν οἰκίαν του, ὅπου τὸν φυλάσσει ὁ ἄδικος, θὰ τὸν βγάλῃ ἔξω ὄχι ἄνθρωπός τις, ἀλλ' ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου. |
16 θυμὸν δὲ δρακόντων θηλάσειεν, ἀνέλοι δὲ αὐτὸν γλῶσσα ὄφεως. | 16 Θα πίη το δηλητήριον φοβερών όφεων. Θα δηλητηρίαση και θα νεκρώση αυτόν γλώσσα φιδιού. | 16 Δηλητήριον δέ, ποὺ μὲ θυμὸν ἐκχύνουν δράκοντες, θὰ θηλάσῃ, θὰ τὸν φονεύσῃ δὲ μὲ τὸ δηλητήριον τῆς γλῶσσα φιδιοῦ. |
17 μὴ ἴδοι ἄμελξιν νομάδων, μηδὲ νομὰς μέλιτος καὶ βουτύρου. | 17 Δεν θα ιδή το άρμεγμα εις τας αγέλας των ζώων του. Ούτε θα χαρή από την διανομήν μέλιτος και βουτύρου. | 17 Δὲν θὰ ἴδῃ ἰκανοποιημένος ἄρμεγμα ἀπὸ ἀγέλας ζώων γαλακτοφόρων, οὔτε μοιρασιὲς μέλιτος καὶ βουτύρου. |
18 εἰς κενὰ καὶ μάταια ἐκοπίασε, πλοῦτον ἐξ οὗ οὐ γεύσεται, ὥσπερ στρίφνος ἀμάσητος, ἀκατάποτος· | 18 Κούφια και μάταια εκοπίασε δι' όλα αυτά. Δεν θα απολαύση τα αδικοσυναγμένα πλούτη του. Τα πλούτη του θα ομοιάζουν σαν το σκληρόν και αμάσητον κρέας, που δεν καταπίνεται. | 18 Στα κούφια καὶ μάταια ἐκοπίασε διὰ νὰ ἀποκτήσῃ πλοῦτον, τὸν ὁποῖον ἕνεκα τῆς τσιγκουνιᾶς του δὲν θὰ τὸν ἀπολαύσῃ· σὰν κρέας ἄκληρον, ποὺ δὲν μασᾶται καὶ δὲν καταπίνεται. |
19 πολλῶν γὰρ δυνατῶν οἴκους ἔθλασε, δίαιταν δὲ ἥρπασε, καὶ οὐκ ἔστησεν. | 19 Διότι αυτός πολλών πλουσίων και ισχυρών ανθρώπων έσπασε τα σπίτια. Αγαθά δια τα οποία δεν εκοπίασε, και σπίτι το οποίον ο ίδιος δεν οικοδόμησεν, ήρπασε, σαν να ήσαν ιδικά του. | 19 Θὰ συμβῇ δὲ αὐτὸ κατὰ λόγον δικαιοσύνης.Διότι αὐτὸς ἐτσάκισε τοὺς οἴκους πολλῶν ἀνθρώπων πλουσίων καὶ μὲ μεγάλην ἐπιρροὴν σπίτι δέ, ποὺ δὲν ἔκτισεν αὐτός, τὸ ἥρπασε, σὰν νὰ ἦτο ἰδικόν του. |
20 οὐκ ἔστιν αὐτοῦ σωτηρία τοῖς ὑπάρχουσιν, ἐν ἐπιθυμίᾳ αὐτοῦ οὐ σωθήσεται. | 20 Δεν θα υπάρξη δι' αυτόν ευτυχία και σωτηρία από τα πολλά υπάρχοντα του. Δεν θα εύρη χαράν και σωτηρίαν εις αυτά, τα οποία επεθύμησε και απέκτησε. | 20 Δὲν ὑπάρχει εὐτυχία καὶ σωτηρία εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, οὔτε θὰ εὕρῃ ποτὲ ἀπόλαυσιν καὶ σωτηρίαν μὲ ὅ,τι ἐπεθύμησε καὶ ὅταν ἤθελεν ἀποκτήσει αὐτά. |
21 οὐκ ἔστιν ὑπόλειμμα τοῖς βρώμασιν αὐτοῦ, διὰ τοῦτο οὐκ ἀνθήσει αὐτοῦ τὰ ἀγαθά. | 21 Δεν θα υπάρξη κάποιο υπόλειμμα από τα τρόφιμα του. Δια τούτο δεν θα ανθήσουν και δεν θα καρποφορήσουν τα αγαθά του. | 21 Δὲν ἀπομένει τίποτε ἀπὸ τὴν τροφήν του, ἀλλὰ θέλει νὰ καταφάγῃ αὐτὸς τὰ πάντα, δι’ αὐτὸ δὲ δὲν ἔχει νὰ περιμένῃ τις κανὲν καλὸν ἀπὸ τὰ ἀγαθά του. |
22 ὅταν δὲ δοκῇ ἤδη πεπληρῶσθαι, θλιβήσεται, πᾶσα δὲ ἀνάγκη ἐπ᾿ αὐτὸν ἐπελεύσεται. | 22 Οταν δε πιστεύση ότι είναι γεμάτος και χορτάτος από τα αγαθά, τότε θα εκσπάση εναντίον του η θλίψις. Καθε στέρησις και ταλαιπωρία θα τον καταλάβη. | 22 Ὅταν δὲ νομίζῃ, ὅτι τώρα πλέον ἔχει πληρωθῇ ἀπὸ ἀγαθά, θὰ θλιβῇ, θὰ ἐπέλθῃ δὲ ἐπ’ αὐτοῦ πᾶσα ἀνάγκη, ὥστε, παρ’ ὅλα του τὰ ἀγαθά, στερῆται τῶν πάντων. |
23 εἴ πως πληρῶσαι γαστέρα αὐτοῦ, ἐπαποστεῖλαι ἐπ᾿ αὐτὸν θυμὸν ὀργῆς, νίψαι ἐπ᾿ αὐτὸν ὀδύνας· | 23 Θα φθάση εις τέτοιαν στέρησιν και ανάγκην, ώστε να διερωτάται, πως θα μπορέση να γεμίση την αδειανήν κοιλίαν του. Ο Κυριος θα εξαποστείλη εναντίον του τον θυμόν της μεγάλης οργής του, θα τον περιλούση με πόνους και θλίψεις. | 23 Ἐὰν θὰ ἦτο κάπως δυνατὸν νὰ γεμίσῃ τὴν κοιλίαν του, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ματαίας ταύτης προσπαθείας του θὰ ἀποστείλῃ ὁ Θεὸς ἐπ' αὐτοῦ τὸν θυμὸν τῆς ὀργῆς του, θὰ πέσουν πόνοι καὶ ὀδύναι, βροχὴ ραγδαία νίπτουσα τὸ πρόσωπόν του. |
24 καὶ οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χειρὸς σιδήρου, τρώσαι αὐτὸν τόξον χάλκειον· | 24 Δεν θα ημπορέση να διασωθή από χέρι, που κρατεί σιδηράν μάχαιραν. Θα τον τραυματίση και θα τον διαπεράση βέλος, που ρίπτεται από χάλκινον τόξον. | 24 Καὶ δὲν θὰ σωθῇ ἀπὸ χεῖρα κρατοῦσαν σιδηρᾶν μάχαιραν θὰ πληγώσῃ αὐτὸν βέλος ριπτόμενον ἀπὸ τόξον χάλκινον. |
25 διεξέλθοι δὲ διὰ σώματος αὐτοῦ βέλος, ἀστραπαὶ δὲ ἐν διαίταις αὐτοῦ· περιπατήσαισαν ἐπ᾿ αὐτῷ φόβοι, | 25 Το βέλος θα διατρυπήση το σώμα του από το ένα άκρον έως το άλλο. Θα του επιφέρη τραύμα διαμπερές. Αστραπαί και κεραυνοί θα πέσουν εις την ιδιοκτησιάν του. Φοβοι αλλεπάλληλοι θα χορεύουν μέσα του και θα τον τυραννούν. | 25 Θὰ διέλθῃ δὲ τὸ ριφθὲν βέλος ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους εἰς τὸ ἄλλο διὰ μέσου τοῦ σώματός του μὲ τραῦμα διαμπερές, ἀστραπαὶ δὲ καὶ κεραυνοὶ θὰ πέσουν εἰς τὰ σπίτια του· καὶ φόβοι ἀλλεπάλληλοι καὶ συνεχεῖς θὰ τὸν καταλάβουν. |
26 πᾶν δὲ σκότος αὐτῷ ὑπομείναι· κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄκαυστον, κακώσαι δὲ αὐτοῦ ἐπήλυτος τὸν οἶκον. | 26 Ολο το σκοτάδι θα κατοικήση εντός αυτού. Μεγάλη παντοτεινή άσβεστη φωτιά θα τον κατακαίη. Θα καταστρέψη το σπίτι του επιδρομεύς, που θα έχη έλθει αυτό ξένην περιοχήν. | 26 Θὰ ὑποστῇ οὗτος κάθε σκότος, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη κατακαλύπτον αὐτόν, θὰ καταφάγῃ αὐτὸν φωτιά, ποὺ δὲν θὰ σβήνῃ ποτέ, ἀλλὰ θὰ παραμένῃ φωτιὰ ποὺ δὲν ἀναφθῇ ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἀπ' αὐτὸν τὸν Θεόν, καὶ θὰ καταστρέψῃ τὸ σπίτι του ἐπιδρομεὺς ἐρχόμενος ἀπὸ ξένον μέρος. |
27 ἀνακαλύψαι δὲ αὐτοῦ ὁ οὐρανὸς τὰς ἀνομίας, γῆ δὲ ἐπανασταίη αὐτῷ. | 27 Θα αποκαλύψη δε και θα κάμη ολοφάνερες ο ουρανός τας έως τώρα αποκρύφους μεγάλας ανομίας του. Η δε γη θα επαναστάτήση εναντίον του εξ αιτίας των ανομιών του. | 27 Θὰ φανερώσῃ δὲ ὁ οὐρανὸς τὰς ἀποκρύφους ἀνομίας του, ἡ δὲ γῆ θὰ ἐπανασταστήσηῃ κατ’ αὐτοῦ. |
28 ἑλκύσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀπώλεια εἰς τέλος, ἡμέρα ὀργῆς ἐπέλθοι αὐτῷ. | 28 Η ολοκληρωτική καταστροφή, σαν άλλος μαγνήτης, θα τραβήξη και θα εξολοθρεύση τον οίκον του. Θα επέλθη εναντίον του η ημέρα της οργής του Κυρίου. | 28 Θὰ ἑλκύσῃ δὲ τὸ σπίτι του σὰν ἄλλος μαγνήτης ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή· θὰ ἐπέλθῃ εἰς αὐτὸν ἡμέρα ὀργῆς. |
29 αὕτη ἡ μερὶς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς παρὰ Κυρίου, καὶ κτῆμα ὑπαρχόντων αὐτῷ παρὰ τοῦ ἐπισκόπου. | 29 Αυτό θα είναι το μερίδιον, που θα πάρη ο ασεβής από τον Κυριον. Αυτό θα είναι το κατάντημα των υπαρχόντων του από Εκείνον, ο οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τα πάντα, από τον Παντεπόπτην Θεόν. | 29 Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ μερίδιον, ποὺ θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον ὁ ἀσεβὴς ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ μόνον ἀπόκτημα ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, τὸ ὁποῖον θὰ δοθῇ εἰς αὐτὸν παρ' Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος ἐπισκοπεῖ καὶ παρακολουθεῖ τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων». |