Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει· 1 Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και απαντών στον Ιώβ είπεν· 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει εἰς ἀπάντησιν τῶν ὅσων εἶπεν ὁ Ἰωβ:
2 μέχρι τίνος λαλήσεις ταῦτα, πνεῦμα πολυρρῆμον τοῦ στόματός σου; 2 “έως πότε θα ομιλής κατ' αυτόν τον τρόπον και σαν ορμητικός άνεμος θα ξεχύνωνται τα λόγιά σου από το φλύαρον στόμα σου; 2 «Ἕως πότε θὰ ὁμιλῇς αὐτά, ποὺ τὰ πολλά σου λόγια σὰν σφοδρὸς ἄνεμος βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα σου;
3 μὴ ὁ Κύριος ἀδικήσει κρίνων ἢ ὁ τὰ πάντα ποιήσας ταράξει τὸ δίκαιον; 3 Μηπως ο Κυριος θα δειχθή άδικος εις τας κρίσστου η αυτός που εδημιούργησε τα πάντα, θα διαταράξη την ηθικήν τάξιν και το δίκαιον; 3 Μήπως, ὅταν κρίνῃ ὁ Κύριος, εἶναι δυνατὸν νὰ διαπράξῃ ἀδικίαν; Ἢ μήπως αὐτός, ποὺ ἐξ ἀγαθότητος ἐποίησε τὰ πάντα, θὰ ταράξῃ καὶ θὰ ἀνατρέψῃ τὸ δίκαιον;
4 εἰ οἱ υἱοί σου ἥμαρτον ἐναντίον αὐτοῦ, ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀνομίας αὐτῶν. 4 Εάν τα παιδιά σου ημάρτησαν ενώπιον του Κυρίου, διατί παραπονείσαι; Ο Θεός τους έστειλε την τιμωρίαν σύμφωνα με τας ανομίας, που διέπραξαν. 4 Ἐὰν τὰ παιδιά σου ἡμάρτησαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τὰ ἔστειλεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν χεῖρα καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀνομίας των, καὶ αὐτὴ τὰ ἐτιμώρησε.
5 σὺ δὲ ὄρθριζε πρὸς Κύριον παντοκράτορα δεόμενος. 5 Συ όμως πρέπει να σηκώνεσαι κάθε πρωϊ λίαν ενωρίς και να προσεύχεσαι προς Κυριον τον παντοκράτορα. 5 Σὺ ὅμως, ἀντιθέτως πρὸς ὅ,τι ὑπῆρξαν τὰ παιδιά σου, προσεύχου πολὺ πρωῒ πρὸς τὸν Κύριον τὸν παντοκράτορα, οὐχὶ παραπονούμενος κατ' αὐτοῦ, ἀλλὰ ταπεινῶς ἱκετεύων αὐτόν.
6 εἰ καθαρὸς εἶ καὶ ἀληθινός, δεήσεως ἐπακούσεταί σου, ἀποκαταστήσει δέ σοι δίαιταν δικαιοσύνης· 6 Εάν είσαι καθαρός και απηλλαγμένος από τας αμαρτίας πραγματικά ευσεβής άνθρωπος, ο Θεός εν τη δικαιοσύνη του θα σε αποκαταστήση και θα σου αποδώση τα αγαθά σου. 6 Ἐὰν δὲ εἶσαι καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἐνοχὴν καὶ δίκαιος καὶ εὐθύς, ὁ Θεὸς θὰ ἐπακούσῃ τὴν προσευχήν σου, θὰ σοῦ δώσῃ δὲ πάλιν κατοικίαν μὲ οἰκογένειαν ζῶσαν ἐν δικαιοσύνῃ.
7 ἔσται οὖν τὰ μὲν πρῶτά σου ὀλίγα, τὰ δὲ ἔσχατά σου ἀμύθητα. 7 Ετσι δε η προηγουμένη ζωη σου και τα προηγούμενα αγαθά σου θα είναι ολίγα εν συγκρίσει προς εκείνα τα οποία θα σου δώση κατόπιν ο Θεός και τα οποία θα είναι αδιήγητα. 7 Καὶ οὔτω λοιπὸν θὰ εἶναι ἐκεῖνα μέν, ποὺ εἶχες προτήτερα καὶ τὰ ἔχασες, ὀλίγα, τὰ τελευταῖα σου δὲ θὰ εἶναι ἀναρίθμητα καὶ ἀδιήγητα.
8 ἐπερώτησον γὰρ γενεὰν πρώτην, ἐξιχνίασον δὲ κατὰ γένος πατέρων· 8 Ρωτησε περί αυτών, που σου λέγω, την προγενεστέραν γενέαν μας. Εξέτασε και εξιχνίασε με προσοχήν μίαν εκάστην των γενεών των πιο απομεμακρυσμένων προγόνων μας, 8 Αὐτὸ ποὺ σοῦ προλέγω, θὰ γίνῃ ἀσφαλῶς.Διότι ἐρώτησε περὶ τούτου τὴν προγενεστέραν μας γενεάν, ἐξέτασε δὲ καὶ ἐρεύνησε μὲ προσοχὴν καὶ μίαν ἕκαστην γενεὰν τῶν πιὸ ἀπομακρυσμένων προγόνων μας.
9 χθιζοὶ γάρ ἐσμεν καὶ οὐκ οἴδαμεν, σκιὰ γάρ ἐστιν ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὁ βίος. 9 διότι ημείς είμεθα χθεσινοί άνθρωποι και επομένως δεν γνωρίζομεν πολλά. Σκια είναι η ζωή μας εδώ εις την γην και παρέρχεται ταχέως. 9 Σὲ παραπέμπω δὲ εἰς αὐτούς, ποὺ ἔζησαν πολλὰ χρόνια πρὸ ἡμῶν, διότι ἡμεῖς εἴμεθα χθεσινοὶ καὶ δὲν ἔχομεν γνῶσιν ἀρκετὴν διότι τοῦ καθενός μας ὁ ἐπὶ γῆς βίος εἶναι σὰν σκιὰ καὶ ὁ καθένας μας ἑξαφανίζεται, προτοῦ νὰ λάβῃ πεῖραν καὶ γνῶσιν πλήρη.
10 ἦ οὐχ οὗτοί σε διδάξουσι καὶ ἀναγγελοῦσι καὶ ἐκ καρδίας ἐξάξουσι ρήματα; 10 Οι πρόγονοί μας αυτοί δεν είναι εκείνοι, που θα σε διδάξουν τη αλήθειαν και θα σου αναγγείλουν συνετά πράγματα, βγαλμένα από τας καρδίαι των; 10 Ἢ μήπως οἱ πρόγονοί σου οὗτοι δὲν θὰ σὲ διδάξουν καὶ δὲν θὰ βγάλουν ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν τοὺς λόγους εἰλικρινεῖς καὶ ὠφελίμους;
11 μὴ θάλλει πάπυρος ἄνευ ὕδατος ἢ ὑψωθήσεται βούτομον ἄνευ πότου; 11 Μηπως το παπύρι βάλλει και αναπτύσσεται χωρίς νερό η μήπως το ψαθί αυξάνει χωρίς να πίνη νερό; 11 Μήπως θάλλει καὶ αὐξάνει ὁ πάπυρος χωρὶς νερὸν ἢ μήπως θὰ ὑψωθῇ καὶ θὰ μεγαλώσῃ ἡ καλαμιὰ χωρὶς νὰ ποτισθῇ;
12 ἔτι ὂν ἐπὶ ρίζης καὶ οὐ μὴ θερισθῇ, πρὸ τοῦ πιεῖν πᾶσα βοτάνη οὐχὶ ξηραίνεται; 12 Ασφαλώς θα ξηρανθή, ενώ ακόμη ευρίσκεται εις την ρίζαν του, πριν θερισθή εφ' όσον δεν ποτίζεται. Το ίδιο και κάθε φυτόν δεν ξηραίνεται χωρίς το νερό; 12 Καὶ δὲν ξηραίνεται, καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι στὴν ρίζα του, χωρὶς νὰ προφθάσῃ νὰ θερισθῇ, κάθε φυτὸν καὶ βότανον, ἐφ’ ὅσον δὲν πίῃ νερόν;
13 οὕτως τοίνυν ἔσται τὰ ἔσχατα πάντων τῶν ἐπιλανθανομένων τοῦ Κυρίου· ἐλπὶς γὰρ ἀσεβοῦς ἀπολεῖται. 13 Αυτή θα είναι η τύχη και αυτά θα είναι τα τελευταία όλων των ανθρώπων, οι οποίοι λησμονούν τον Κυριον. Διότι η ελπίς του ασεβούς επάνω εις τα υλικά αγαθά και εις την δύναμίν του χάνεται. 13 Ἔτσι ἀκριβῶς θὰ εἶναι καὶ τὰ ἔσχατα τῆς ζωῆς ὅλων ἐκείνων, ποὺ λησμονοῦν καὶ δὲν λογαριάζουν τὸν Κύριον.Διότι ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐλπίζει καὶ στηρίζει τὴν εὐτυχίαν του ὁ ἀσεβής, θὰ χαθοῦν.
14 ἀοίκητος γὰρ αὐτοῦ ἔσται ὁ οἶκος, ἀράχνη δὲ αὐτοῦ ἀποβήσεται ἡ σκηνή. 14 Ακατοίκητον θα μείνη το σπίτι του, σαν την αράχνην θα καταντήση η σκηνή και η κατοικία του. 14 Διότι τὸ σπίτι του θὰ καταντήσῃ νὰ εἶναι ἀκατοίκητον, καὶ δὲν θὰ μένῃ πλέον αὐτὸς εἰς αὐτό, σὰν τὴν ἀράχνην δὲ θὰ καταστῇ ἡ σκηνὴ καὶ ἡ κατοικία του.
15 ἐὰν ὑπερείσῃ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, οὐ μὴ στῇ· ἐπιλαβομένου δὲ αὐτοῦ, οὐ μὴ ὑπομείνῃ· 15 Εάν θελήση να βάλη αντερείσματα, δια να στηρίξη την οικίαν του, δεν θα σταθή. Εάν απλώση τα χέρια του και θελήση να την βαστάξη, δεν θα μπορέση να την κρατήση· θα πέση. 15 Ἐὰν θέσῃ στηρίγματα ὑποκάτω τῆς οἰκίας του διὰ νὰ τὴν στερεώσῃ, δὲν θὰ σταθῇ αὕτη.Ἐὰν δὲ τὴν συγκρατήσῃ στερεὰ ζητῶν νὰ τὴν ἐξασφαλίσῃ ἀπὸ ὅλας τὰς πλευάς της, δὲν θὰ καταμείνῃ αὕτη.
16 ὑγρὸς γάρ ἐστιν ὑπὸ ἡλίου, καὶ ἐκ σαπρίας αὐτοῦ ὁ ράδαμνος αὐτοῦ ἐξελεύσεται. 16 Ο τρυφερός βλαστός, ο οποίος ευρίσκεται υπό την ευεργετικήν επίδρασιν του ηλίου, φυτρώνει τρεφόμενος από την αποσύνθεσιν του παλαιού φυτού. 16 Θὰ χαθῇ ἡ εὐτυχία του, διότι ὁμοιάζει πρὸς τὸ πράσινον φυτόν, τὸ ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου φυόμενον καὶ τοῦ ὁποίου τὰ βλαστάρια βγαίνουν ἀπὸ τὸ λιπασμένον χῶμα τοῦ κήπου, εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει φυτρώσει.
17 ἐπὶ συναγωγὴν λίθων κοιμᾶται, ἐν δὲ μέσῳ χαλίκων ζήσεται. 17 Εχει ζωτικότητα, ώστε αναπτύσσεται εν μέσω λίθων και ανάμεσα από χαλίκια θα ζήση. 17 Εἰς σωρὸν λίθων ἔχει ἐξαπλώσει τὸ φυτὸν τοῦτο τὰς ρίζας του, σὰν νὰ κοιμᾶται ἐπ’ αὐτῶν, οὕτω δὲ θὰ ζήσῃ μέσα εἰς χαλίκια καὶ ὄχι εἰς παχεῖαν γῆν.
18 ἐὰν καταπίῃ, ὁ τόπος ψεύσεται αὐτόν· οὐχ ἑώρακας τοιαῦτα, 18 Εάν όμως κάποια άλλη δύναμις καταστρέψη τον βλαστόν, ο τόπος του δεν θα τον αναγνώριση ούτε θα τον ενθυμηθή πλέον. Δεν τα είδες και δεν τα έμαθες αυτά; 18 Ἐὰν ἐκριζώσῃ τις καὶ καταστρέψῃ τὸ φυτὸν τοῦτο, ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἦτο φυτρωμένον μέν, ἀλλὰ χωρὶς ρίζας βαθείας, ὥστε νὰ ἀφήσῃ ἴχνη τινὰ τῆς ὑπάρξεώς του, θὰ τὸ ἀρνηθῇ καὶ θὰ τὸ διαψεύσῃ λέγων· δὲν ἐφύτρωσες ποτὲ ἐδῶ· δὲν ἔχεις ἴδει αὐτὰ ἐδῶ τὰ χαλίκια καὶ δὲν ἐρρίζωσες ποτὲ ἐδῶ.
19 ὅτι καταστροφὴ ἀσεβοῦς τοιαύτη, ἐκ δὲ γῆς ἄλλον ἀναβλαστήσει. 19 Οτι, δηλαδή, τέτοια θα είναι και η καταστροφή του ασεβούς ανθρώπου και άλλος θα αναβλαστήση και θα έλθη κατόπιν στον τόπον του; 19 Διότι ἡ καταστροφὴ τοῦ ἀσεβοῦς εἶναι τέτοια, ὁλοκληρωτικὴ δηλαδὴ καὶ ἑξαφανιστική, ἀπὸ τὴν γῆν δὲ εἰς τὴν θέσιν του ἄλλος ὅμοιός του θὰ ξεφυτρώσῃ.
20 ὁ γὰρ Κύριος οὐ μὴ ἀποποιήσεται τὸν ἄκακον, πᾶν δὲ δῶρον ἀσεβοῦς οὐ δέξεται. 20 Ο Κυριος όμως δεν θα αρνηθή και δεν θα αποκηρύξη ποτέ τον αθώον. Εξ αντιθέτου κανένα δώρον ασεβούς δεν θα δεχθή. 20 Θὰ συμβοῦν δὲ ταῦτα, διότι ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀπορρίψῃ τὸν δίκαιον καὶ ἐλεύθερον ἀπὸ κακίαν ἄνθρωπον, τοῦ ἀσεβοῦς ὅμως δὲν θὰ δεχθῇ οἱονδήποτε δῶρον καὶ ἀφιέρωμα, ὁσονδήποτε καὶ ἂν εἶναι πολύτιμον καὶ δαπανηρόν.
21 ἀληθινῶν δὲ στόμα ἐμπλήσει γέλωτος, τὰ δὲ χείλη αὐτῶν ἐξομολογήσεως· 21 Το στόμα των ευσεβών ανθρώπων, των ακεραίων και ενάρετων, θα γέμιση από γέλια και χαρές, τα δε χείλη των από δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Κυριον. 21 Τὸ στόμα δὲ τῶν εἰλικρινῶν καὶ εὐθέων ἀνθρώπων θὰ γεμίσῃ ὁ Θεὸς μὲ γέλωτα καὶ μὲ πᾶν εἶδος ἐκδηλώσεων χαρᾶς, τὰ δὲ χείλη των θὰ πληρωθοῦν ἀπὸ εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας εἰς τὸν Ὕψιστον.
22 οἱ δὲ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐνδύσονται αἰσχύνην, δίαιτα δὲ ἀσεβοῦς οὐκ ἔσται. 22 Οι εχθροί των θα φορέσουν σαν ένδυμα καταισχύνην και εξευτελισμόν, κατοικία δεν θα υπάρχη δια τους ασεβείς. 22 Ἀντιθέτως ὅμως οἱ ἐχθροί των θὰ περιβληθοῦν ὡς ἔνδυμα τὴν ἐντροπὴν καὶ ἡ κατοικία τοῦ ἀσεβοῦς δὲν θὰ ὑπάρξῃ».