Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ιὼβ λέγει· | 1 Ελαβε τον λόγον ο Ιώβ και είπεν· | 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον, ὁ Ἰὼβ εἶπεν: |
2 ἀκούσατε ἀκούσατέ μου τῶν λόγων, ἵνα μὴ ᾖ μοι παρ᾿ ὑμῶν αὕτη ἡ παράκλησις. | 2 “ακούσατε, ακούσατε τα λόγια μου με προσοχήν, δια να μη είναι τέτοια, τόσον δηλαδή πικρά και καυστική η παρηγορία μου εκ μέρους σας. | 2 «Ἀκούσατε, ἀκούσατε, σᾶς παρακαλῶ, τοὺς λόγους μου, διὰ νὰ μὴ εἶναι ὡς μόνη παρηγορία σας πρὸς ἐμὲ οἱ πικροὶ λόγοι, τοὺς ὁποίους μοῦ εἴπατε. |
3 ἄρατέ με, ἐγὼ δὲ λαλήσω, εἶτ᾿ οὐ καταγελάσετέ μου. | 3 Βαστάξατέ με, υπομείνατέ με και εγώ θα ομιλήσω. Κατόπιν δε είμαι βέβαιος, ότι δεν θα με περιγελάσετε πλέον. | 3 Βαστάσατέ με, ἐγὼ δὲ θὰ ὁμιλήσω, καὶ ἔχω πεποίθηση, ὅτι δὲν θὰ μὲ καταγελάσετε. |
4 τί γάρ; μὴ ἀνθρώπου μου ἡ ἔλεγξις; ἢ διατί οὐ θυμωθήσομαι; | 4 Μηπως, τάχα, από άνθρωπον υποφέρω και προς άνθρωπον απευθύνω τα παράπονά μου; Η αφού τόσον πολύ ταλαιπωρούμαι και πάσχω, διατί δεν θα δυσφορήσω και δεν θα αγανακτήσω; | 4 Διότι τί νομίζετε; Μήπως εἰς ἄνθρωπον ἀπευθύνω τὰ παράπονά μου καὶ ἀνθρωπίνας ἐνεργείας ἐλέγχω; Ἢ, ἀφοῦ τόσον πολὺ ὑποφέρω, διατὶ δὲν θὰ ἀγανακτήσω; |
5 εἰσβλέψαντες εἰς ἐμὲ θαυμάσετε χεῖρα θέντες ἐπὶ σιαγόνι· | 5 Εάν με παρατηρήσετε με προσοχήν και κατανόησιν, θα καταληφθήτε από τρομεράν κατάπληξιν, άναυδοι και αμίλητοι θα στηρίξετε την σιαγόνα σας επάνω στο χέρι σας. | 5 Ἀφοῦ μὲ κυττάξετε προσεκτικὰ καὶ ἀντιληφθῆτε, τί ὑποφέρω, ἂς σᾶς καταλάβῃ κατάπληξις καὶ σιωπήσατε θέσαντες τὴν χεῖρα εἰς τὸ στόμα σας. |
6 ἐάν τε γὰρ μνησθῶ, ἐσπούδακα, ἔχουσι δέ μου τὰς σάρκας ὀδύναι. | 6 Διότι, εάν και εγώ ενθυμηθώ τι ήμουνα, και λάβω υπ' όψιν μου που κατήντησα, κυριεύομαι από τρόμον. Πονοι δε δυνατοί καταλαμβάνουν τας σάρκας μου και συγκλονίζουν το σώμα μου. | 6 Διότι καὶ ἐγώ, ἐὰν ἐνθυμηθῶ τὰ ὅσα μοῦ συνέβησαν, ἐζαλίσθηκα ἀπὸ τὴν σκέψιν καὶ σπουδὴν τῶν μυστηρίων τῆς θείας Προνοίας, κατακυριεύουν δὲ τὰς σάρκας μου τρόμοι καὶ πόνοι. |
7 διατὶ ἀσεβεῖς ζῶσι, πεπαλαίωνται δὲ καὶ ἐν πλούτῳ; | 7 Μου έρχονται δε αι σκέψεις· Διατί οι ασεβείς, αντί να τιμωρηθούν από τον Θεόν δια τας ασεβείας των, τουναντίον ζουν κατά κανόνα μακράν ζωήν, φθάνουν εις βαθύ γήρας και απολαμβάνουν τα αγαθά του πλούτου των; | 7 Διατὶ οἱ ἀσεβεῖς ζοῦν καὶ φθάνουν εἰς πολὺ βαθὺ γῆρας καὶ περνοῦν τὴν ζωήν των μὲ πλοῦτον; |
8 ὁ σπόρος αὐτῶν κατὰ ψυχήν, τὰ δὲ τέκνα αὐτῶν ἐν ὀφθαλμοῖς. | 8 Οι απόγονοί των προοδεύουν όπως θέλει η ψυχή των, βλέπουν δε τα τέκνα των ολόγυρά των και χαίρονται τα μάτια των. | 8 Οἱ ἀπόγονοί των εὐδοκιμοῦν, ὅπως θέλει ἡ ψυχή των, τὰ δὲ τέκνα των τὰ βλέπουν μὲ τὰ μάτια των καὶ τὰ χαίρονται. |
9 οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι, φόβος δὲ οὐδαμοῦ, μάστιξ δὲ παρὰ Κυρίου οὐκ ἔστιν ἐπ᾿ αὐτοῖς. | 9 Τα σπίτια των είναι γεμάτα από αγαθά. Δεν υπάρχει κανένας φόβος πουθενά δι' αυτούς. Ούτε και καμμία τιμωρία στέλλεται εκ μέρους του Κυρίου εναντίον των. | 9 Τὰ σπίτια των εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν, φόβος δὲ ἐξ ἀπειλῶν καὶ ἐπιβουλῆς ἀνθρώπων δὲν τοὺς ἔρχεται ἀπὸ κανὲν μέρος, ράβδος δὲ Κυρίου μαστίζουσα δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτούς. |
10 ἡ βοῦς αὐτῶν οὐκ ὠμοτόκησε, διεσώθη δὲ αὐτῶν ἐν γαστρὶ ἔχουσα καὶ οὐκ ἔσφαλε. | 10 Καμμία από τις αγελάδες των δεν αποβάλλει. Εγκυος διασώζεται κατά κανόνα από κάθε κίνδυνον, γεννά όμαλως και δεν αποτυγχάνει. | 10 Ἡ ἀγελάς των δὲν ἀπέβαλεν, ὅταν ἦτο ἔγκυος, διεσώθη καὶ δὲν ἀπέτυχεν, ἀλλ’ ἐγέννησεν ὁμαλῶς καὶ κανονικά. |
11 μένουσε δὲ ὡς πρόβατα αἰώνια, τὰ δὲ παιδία αὐτῶν προσπαίζουσιν | 11 Η οικογένειά των με τα παιδιά των, ωσάν πρόβατα, ζη και ανανεώνεται. Τα δε παιδιά των χαρούμενα παίζουν ολόγυρά των. | 11 Αὐτοὶ δὲ πληθυνόμενοι διὰ τῶν γεννήσεων παραμένουν μακρόβιοι σὰν πρόβατα ἀνανεούμενα, σὰν νὰ ἦσαν αἰώνια, τὰ δὲ παιδιά των χαρούμενα πηδοῦν καὶ παίζουν, |
12 ἀναλαβόντες ψαλτήριον καὶ κιθάραν καὶ εὐφραίνονται φωνῇ ψαλμοῦ. | 12 Αυτοί δε αφού πάρουν μουσικά όργανα, ψαλτήριον και κιθάραν, διασκεδάζουν και γλεντούν με τα χαρούμενα τραγούδια των τη συνοδεία των μουσικών οργάνων. | 12 ἔχοντες στὰ χέρια των μουσικὰ ὄργανα, ψαλτήριον καὶ κιθάραν, καὶ εὐφραίνονται μὲ τὴν φωνὴν τοῦ αὐλοῦ. |
13 συνετέλεσαν δὲ ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν, ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησαν. | 13 Ετσι διέρχονται την ζωήν των, φθάνουν στο τέλος του βίου των βυθισμένοι μέσα εις τα αγαθά, και αναπαυμένοι κοιμώνται τον ύπνον του θανάτου και κατέρχονται στον άδην. | 13 Ἐπέρασαν δὲ οἱ ἀσεβεῖς ὁλόκληρον τὸν βίον τους μὲ ἀγαθά, καὶ εἰς τὸ τέλος χωρὶς νὰ δοκιμάσουν τὴν ἀγωνίαν τοῦ θανάτου, μὲ ἀνάπαυσιν, χωρὶς τὸν τρόμον τοῦ ᾅδου ἀπέθαναν, σὰν νὰ ἐκοιμήθησαν. |
14 λέγει δὲ Κυρίῳ· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι· | 14 Ασεβείς δε καθώς είναι, λέγει ο καθένας από αυτούς προς τον Θεόν· Φυγε μακράν από εμέ. Δεν θέλω να γνωρίσω τα θελήματά σου και τας εντολάς σου. | 14 Λέγει δὲ ὁ ἀσεβὴς εἰς τὸν Κύριον: «Φύγε μακρὰν ἀπὸ ἐμέ· δὲν θέλω νὰ μάθω τοὺς δρόμους τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς, εἰς τοὺς ὁποίους παραγγέλλεις νὰ βαδίζουν οἱ ἄνθρωποι. |
15 τί ἱκανός, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; καὶ τίς ὠφέλεια, ὅτι ἀπαντήσομεν αὐτῷ; | 15 Ποίαν ωφέλειαν είναι ικανός να μας δώση ο Θεός, ώστε να γίνωμεν δούλοι εις αυτόν; Ποίαν ωφέλειαν έχομεν να αποκομίσωμεν, εάν σπεύσωμεν εις απάντησιν και υποταγήν προς αυτόν; | 15 Κατὰ τί εἶναι ἱκανὸς ὁ Θεός, διὰ νὰ δουλεύσωμεν εἰς αὐτόν; Καὶ ποία ὠφέλεια γιὰ μᾶς, διὰ νὰ σπεύσωμεν εἰς ἀπάντησίν του καὶ νὰ τὸν παρακαλέσωμεν;» |
16 ἐν χερσὶ γὰρ ἦν αὐτῶν τὰ ἀγαθά, ἔργα δὲ ἀσεβῶν οὐκ ἐφορᾷ. | 16 Αυτά σκέπτονται και λέγουν οι ασεβείς, διότι έχουν εις τα χέρια των άφθονα τα υλικά αγαθά και διότι φρονούν, ότι ο Θεός δεν επιβλέπει εις τα άνομα έργα των και δεν τιμωρεί τους ασεβείς δι' αυτά. | 16 Τὰ λέγουν αὐτά οἰ ἀσεβεῖς, διότι ἔχουν εἰς τὰ χέρια των τὰ ἀγαθά, ὁ Θεὸς δὲ δὲν ἐπιβλέπει εἰς τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσῃ καὶ ἀφαιρέσῃ ἐξ αὐτῶν τὴν εὐτυχίαν καὶ τὰ πλούτη των. |
17 οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ ἀσεβῶν λύχνος σβεσθήσεται, ἐπελεύσεται δὲ αὐτοῖς ἡ καταστροφή, ὠδῖνες δὲ αὐτοὺς ἕξουσιν ἀπὸ ὀργῆς. | 17 Δεν θα μείνουν όμως αιώνιοι και ατιμώρητοι. Ασφαλώς και ανυπερθέτως ο λύχνος της ζωής των, η ευτυχία και η χαρά των, θα σβήσουν και θα εκλείψουν. Θα επέλθη δε εναντίον αυτών η καταστροφή. Θα τους κυριεύσουν ισχυροί πόνοι και ωδίνες από την επερχομένην εναντίον των θείαν οργήν. | 17 Πλὴν ὅμως, ἂν καὶ μακροθυμεῖ ὁ Θεός, καὶ τῶν ἀσεβῶν ὁ λύχνος θὰ σβήσῃ καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς καὶ εὐτυχίας των, θὰ ἐπέλθῃ δὲ καταστροφὴ εἰς αὐτούς, πόνοι δὲ καὶ θλίψεις ἀπὸ τὴν θείαν ὀργὴν θὰ καταλάβουν αὐτούς. |
18 ἔσονται δὲ ὥσπερ ἄχυρα ὑπ᾿ ἀνέμου ἢ ὥσπερ κονιορτός, ὃν ὑφείλετο λαῖλαψ. | 18 Θα γίνουν ωσάν τα άχυρα, τα οποία αφαρπάζει και διασκορπίζει ο άνεμος, η ωσάν κονιορτός, που τον αφήρπασε και τον διεσκόρπισεν η καταιγίς. | 18 Καὶ θὰ εἶναι σὰν τὰ ἄχυρα, ποὺ τὰ παίρνει καὶ τὰ σκορπίζει ἄνεμος δυνατός, ἢ σὰν τὴν σκόνην, ποὺ τὴν ἐξεπάστρεψεν ἀνεμοταραχὴ καὶ μπόρα. |
19 ἐκλίποι υἱοὺς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, ἀνταποδώσει πρὸς αὐτὸν καὶ γνώσεται. | 19 Θα εξανεμισθούν και θα χαθούν τα υπάρχοντά των. Τιποτε δεν θα απολειφθή δια τα παιδιά των. Διότι ο Κυριος θα τιμωρήση τον ασεβή εις την παρούσαν και εις την μέλλουσαν ζωήν. Και θα γνωρίση αυτός την δριμύτητα της θείας οργής. | 19 Θὰ χαθοῦν τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀσεβοῦς καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ τὰ παιδιά του, θὰ ἀνταποδώσῃ δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος εἰς τὸν μέλλοντα βίον, καὶ τότε θὰ γνωρίσῃ καὶ θὰ αἰσθανθῇ καὶ αὐτὸς τὴν ἀνταπόδοσιν αὐτήν. |
20 ἴδοισαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τὴν ἑαυτοῦ σφαγήν, ἀπὸ δὲ Κυρίου μὴ διασωθείη· | 20 Τα μάτια του ιδίου του ασεβούς πρέπει να ιδούν και θα ιδούν την φοβεράν εκ μέρους του Κυρίου τιμωρίαν και δεν θα διασωθή αυτός από την μάστιγα της οργής του Κυρίου. | 20 Εἴθε νὰ ἐτιμωρεῖτο εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν ὁ ἴδιος ἀντὶ τῶν παιδιῶν του καὶ νὰ ἔβλεπαν τὰ μάτια του τὴν σφαγὴν καὶ καταστροφήν του, ἀπὸ δὲ τὸν Κύριον εἴθε νὰ μὴ εἶχε διασωθῇ οὔτε εἰς τὸν πρόσκαιρον βίον. |
21 ὅτι τὸ θέλημα αὐτοῦ ἐν οἴκῳ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀριθμοὶ μηνῶν αὐτοῦ διῃρέθησαν. | 21 Αι συνέπειαι του παρανόμου θελήματός του και της ασεβούς ζωής του θα επιπέσουν επάνω εις αυτόν και στον οίκον του. Θα απολαύση αυτά, που ειργάσθη. Και οι αριθμοί των μηνών της ζωής του θα διχοτομηθούν· δεν θα ολοκληρωθή η ζωή του. | 21 Εἴθε νὰ ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια του τὴν καταστροφήν.Διότι τὸ θέλημα καὶ ἐνδιαφέρον του ὑπάρχει ἐν τῷ οἴκῳ του, ἐφ' ὅσον καὶ αὐτὸς ζῇ καὶ εὑρίσκεται μέσα εἰς τὸν οἶκον του, τώρα ὅμως οἱ ἀριθμοὶ τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς του ἐκόπησαν εἰς τὰ δύο, καὶ ἀπέθανεν, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἔπαυσε πλέον νὰ ἐνδιαφέρεται, τί θὰ συμβῇ εἰς τὸ σπίτι του.Βέβαια εἰς ἡμᾶς φαίνονται ἀνεξήγητα πολλὰ ἐκ τῶν συμβαινόντων εἰς τὸν βίον τῶν ἀσεβῶν. |
22 πότερον οὐχὶ ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καὶ ἐπιστήμην; αὐτὸς δὲ φόνους διακρινεῖ; | 22 Λοιπόν ο Κυριος δεν είναι εκείνος ο οποίος μας διδάσκει σύνεσιν και επιστήμην και δικαιοσύνην; Αυτός, λοιπόν, δεν είναι Εκείνος, που κρίνει δικαίως τα εγκλήματα των ανθρώπων και τους φόνους, που διαπράττουν αυτοί; | 22 Ἀλλὰ μήπως ὁ Κύριος δὲν εἶναι, ποὺ διδάσκει σύνεσιν καὶ γνῶσιν καὶ σοφίαν; Ἠμεῖς θὰ διδάξωμεν Αὐτόν; Δὲν βλέπει δὲ Αὐτὸς καὶ δὲν διακρίνει τὰ κακουργήματα καὶ τοὺς φόνους τῶν ἀνθρώπων; |
23 οὗτος ἀποθανεῖται ἐν κράτει ἁπλοσύνης αὐτοῦ, ὅλος δὲ εὐπαθῶν καὶ εὐθηνῶν· | 23 Και όμως αυτός ο ασεβής συμβαίνει να κρατή μέχρι τέλους την δύναμιν και τα πλούτη του, να αποθνήσκη δε εν μέσω απολαύσεων και της αφθονίας των αγαθών του. | 23 Οὗτος, ἀνήκων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀσεβῶν, θὰ ἀποθάνῃ μὲ κραταιὰν ὑγείαν καὶ εὐημερίαν, καλοπερνῶν καὶ εὐτυχῶν ὁλόκληρος, χωρὶς νὰ τοῦ λείπῃ τίποτε. |
24 τὰ δὲ ἔγκατα αὐτοῦ πλήρη στέατος, μυελὸς δὲ αὐτοῦ διαχεῖται. | 24 Τα σπλάγχνα του είναι υγιή και γεμάτα από πάχος. Ο μυελός των οστέων του εκχειλίζει, χύνεται προς τα έξω και λιπαίνει το εσωτερικον του. | 24 Τὰ δὲ σωθικά του εἶναι γεμᾶτα πάχος, ὁ μυελὸς δὲ τῶν ὀστῶν του χύνεται ἔξω ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὰ λιπαίνει. |
25 ὁ δὲ τελευτᾷ ὑπὸ πικρίας ψυχῆς, οὐ φαγὼν οὐδὲν ἀγαθόν. | 25 Ο άλλος όμως, ο ευσεβής, συμβαίνει να αποθνήσκη με την πικρίαν εις την ψυχήν, χωρίς να έχη απολαύση τίποτε καλόν, κανένα αγαθόν της ζωής. | 25 Ὁ δὲ ἄλλος, παρὰ τὸ ὅτι συχνάκις εἶναι δίκαιος, ἀποθνήσκει ἀπὸ τὴν πικρίαν καὶ θλῖψιν τῆς ψυχῆς, χωρὶς νὰ ἀπολαύσῃ τίποτε καλὸν καὶ ἀγαθόν. |
26 ὁμοθυμαδὸν δὲ ἐπὶ γῆς κοιμῶνται, σαπρία δὲ αὐτοὺς ἐκάλυψεν. | 26 Αλλά, μαζή κοιμώνται και οι δύο τον ύπνον του θανάτου, η αποσύνθεσις δε και η σαπίλα του τάφου εκάλυψε και τους δύο. | 26 Μαζὶ δὲ καὶ ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ δίκαιος κοιμῶνται τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου ἐπὶ τῆς αὐτῆς γῆς, ἡ σαπίλα δὲ ἐκάλυψεν αὐτούς. |
27 ὥστε οἶδα ὑμᾶς ὅτι τόλμῃ ἐπίκεισθέ μοι· | 27 Το συμπέρασμα είναι, ότι γνωρίζω καλά σας και τας ιδέας σας και ότι επιτίθεσθε εναντίον μου με θρασύτητα | 27 To συμπέρασμά μου ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπα, εἶναι ὅτι σᾶς γνωρίζω καλά.Δὲν ἔσφαλα δηλαδή, ποὺ ἐπέμεινα, ὅτι μὲ ἀδικίαν καὶ μὲ τόλμην μὲ κατηγορήσατε καὶ μὲ ἐθέσατε εἰς ἐνόχλησιν. |
28 ὥστε ἐρεῖτε· ποῦ ἐστιν οἶκος ἄρχοντος; καὶ ποῦ ἐστιν ἡ σκέπη τῶν σκηνωμάτων τῶν ἀσεβῶν; | 28 και λέγετε· Που είναι ο οίκος του ασεβούς άρχοντος; Που είναι αι στέγαι των πολυαρίθμων κατοικιών, που είχαν οι ασεβείς; | 28 Ὥστε σεῖς θὰ εἴπητε: «Ποῦ εἶναι ὁ οἶκος τοῦ ἀσεβοῦς ἄρχοντος; Καὶ ποῦ εἶναι τὸ σκέπασμα τῶν σπιτιῶν τῶν ἀσεβῶν; Δὲν κατεστράφησαν καὶ δὲν ἐξηφανίσθησαν ὅλα;» |
29 ἐρωτήσατε παραπορευομένους ὁδόν, καὶ τὰ σημεῖα αὐτῶν οὐκ ἀπαλλοτριώσετε· | 29 Ερωτήσατε σχετικώς τους ταξιδιώτας, αυτούς που διέρχονται διαφόρους δρόμους πόλεων και χωρίων, και τας αξιοσημείωτους πληροφορίας που θα σας δώσουν μη τας απορρίπτετε. | 29 Ἐρωτήσατε ὅμως τοὺς ταξιδιώτας, ποὺ περνοῦν παρὰ τὴν ὁδὸν διαφόρων πόλεων καὶ χωρίων καὶ βλέπουν πολλὰ καὶ ἔχουν μεγάλην πεῖραν.Καὶ ὅσα αὐτοὶ παρετήρησαν καὶ ἐσημείωσαν, σεῖς δὲν θὰ τὰ ἀποξενώσετε τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς προσοχῆς σας. |
30 ὅτι εἰς ἡμέραν ἀπωλείας κουφίζεται ὁ πονηρός, εἰς ἡμέραν ὀργῆς αὐτοῦ ἀπαχθήσονται. | 30 Αυτοί θα σας πουν, ότι ο πονηρός μένει ανάλαφρος και αναπαυμένος μέχρι της ημέρας, κατά την οποίαν θα εκσπάση εναντίον του η καταστροφή. Θα έλθη η ημέρα της οργής του Κυρίου, κατά την οποίαν θα απαχθούν εις καταστροφήν οι ασεβείς. | 30 Αὐτοὶ λοιπὸν θὰ σᾶς πληροφορήσουν, ὅτι ὁ πονηρὸς ἀνακουφίζεται καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς ἀπωλείας καὶ τοῦ θανάτου του, καὶ ὅτι οἱ ἀσεβεῖς θὰ ἀπαχθοῦν διὰ τὴν εἰς τὸν μέλλοντα βίον ἡμέραν τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου. |
31 τίς ἀπαγγελεῖ ἐπὶ προσώπου αὐτοῦ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; καὶ αὐτὸς ἐποίησε, τίς ἀνταποδώσει αὐτῷ; | 31 Εφ' όσον όμως ζη ο ασεβής και κρατεί την δύναμίν του, ποιός θα τολμήση να τον ελέγξη κατά πρόσωπον και να του αναφέρη τα κακά, τα οποία αυτός επραγματοποίησεν εις την ζωήν του; Ποιός είναι ικανός να ανταποδώση εις αυτόν την δικαίαν τιμωρίαν δι' αυτά; | 31 Ὁ πονηρός, διατηρῶν μέχρι τέλους τὴν ἐπιρροήν του, ἐμπνέει εἰς τὸ περιβάλλον του τὸν τρόμον.Ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ ἐλέγξῃ αὐτὸν κατὰ πρόσωπον διὰ τὸν ἄτοπον τρόπον τῆς συμπεριφορᾶς του καὶ νὰ τοῦ ἀναφέρῃ τὰ ὅσα αὐτὸς ἐποίησε κακά; |
32 καὶ αὐτὸς εἰς τάφους ἀπηνέχθη καὶ ἐπὶ σωρῶν ἠγρύπνησεν. | 32 Και όταν αποθάνη, θα οδηγηθή στον τάφον με πομπήν και δόξαν και από το άγαλμα, το οποίον θα του στήσουν, θα φαίνεται, ως εάν αγρυπνή και επιβλέπη εις πλήθος σκηνωμάτων νεκρών. | 32 Καὶ εἰς τὸ τέλος αὐτὸς μετεφέρθη μετὰ μεγάλης πομπῆς εἰς μεγαλοπρεπεῖς τάφους, καὶ διὰ τοῦ ἀνεγερθέντος ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ ἀνδριάντος ὑψοῦται ὡς ἄγρυπνος φρουρὸς ἐπὶ πλήθους τάφων. |
33 ἐγλυκάνθησαν αὐτῷ χάλικες χειμάρρου, καὶ ὀπίσω αὐτοῦ πᾶς ἄνθρωπος ἀπελεύσεται, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἀναρίθμητοι. | 33 Και εις αυτόν ακόμη τον άδην θα φαίνεται, ότι και τα χαλίκια του χειμάρρου του χαμογελούν. Υστερα βέβαια από αυτόν και κάθε άνθρωπος θα κατεβή εκεί στον άδην, όπως και προ αυτού έχουν κατεβή πολυάριθμοι. | 33 Καὶ ἐν τῷ ᾅδη τὰ χαλίκια, ποὺ κατεβάζει ὁ ἐκεῖ χείμαρρος, εἶναι ἐλαφρὰ καὶ γλυκὰ δι’ αὐτόν, καὶ δὲν θὰ εἶναι μόνος ἐκεῖ.Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἀπέλθῃ ἐκεῖ κάθε ἄνθρωπος, καὶ πρὸ αὐτοῦ ἔχουν καταβῆ ἀναρίθμητοι. |
34 πῶς δὲ παρακαλεῖτέ με κενά; τὸ δὲ ἐμὲ καταπαύσασθαι ἀφ᾿ ὑμῶν οὐδέν. | 34 Πως λοιπόν σεις με παρηγορείτε με κούφια λόγια; Καμμίαν παρηγορίαν, καμμίαν ανάπαυσιν δεν μου φέρουν τα λόγια σας”. | 34 Πῶς λοιπὸν μοῦ παρέχετε παρηγορίαν ματαίαν καὶ ἀδειανὴν ἀπὸ κάθε πραγματικότητα; Ἡ προσπάθειά σας νὰ μὲ καθησυχάσετε καὶ νὰ καταπαύσω θλιβόμενος καὶ πόνων, δὲν ἀξίζει τίποτε. |