Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ιὼβ λέγει· 1 Ο Ιώβ έλαβε τον λόγον και είπε· 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ λέγει:
2 καὶ δὴ οἶδα ὅτι ἐκ χειρός μου ἡ ἔλεγξίς ἐστι, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ βαρεῖα γέγονεν ἐπ᾿ ἐμῷ στεναγμῷ. 2 “λοιπόν γνωρίζω καλά το φρόνημά σας επί του προκειμένου. Νομίζετε, δηλαδή, ότι ασεβώς κατά του Θεού απευθύνω ελέγχον με υψωμένον το χέρι μου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και δι' αυτό βαρεία η χειρ του Θεού έχει πέσει επάνω μου ένεκα του στεναγμού και των παραπόνων μου. 2 «Καὶ τώρα ἀκόμη, ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα εἴπατε, γνωρίζω, ὅτι κατὰ τὴν γνώμην σας ἀπὸ τὴν χεῖρα μου, ὑψωμένην ἀσεβῶς κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἐκπέμπεται ὁ ἔλεγχος καὶ τὸ παραπόνον μου, καὶ δι’ αὐτὸ ἡ χείρ Του ἔχει γίνει βαρεῖα ἐξ αἰτίας τοῦ στεναγμοῦ μου καὶ τῶν παραπόνων μου.
3 τίς δ᾿ ἄρα γνοίη ὅτι εὕροιμι αὐτὸν καὶ ἔλθοιμι εἰς τέλος; 3 Ποιός όμως γνωρίζει, αν θα μπορέσω να συναντήσω τον Κυριον και αν η πορεία μου προς αυτόν θα κατευοδωθή στο τέλος. 3 Ποῖος δὲ θὰ ἐγνώριζεν, ὅτι θὰ εὕρισκα αὐτὸν καὶ θὰ ἠρχόμην εἰς τὸ τέλος τοῦ δρόμου, ποὺ θὰ μὲ ἔφερεν ἐνώπιόν Του;
4 εἴποιμι δὲ ἐμαυτοῦ κρίμα, τὸ δὲ στόμα μου ἐμπλήσαι ἐλέγχων· 4 Εάν τον εύρισκα, θα εξέθετα προς αυτόν την υπόθεσίν μου. Το δε στόμα μου θα εγεμιζεν από λόγους, που θα απεδείκνυαν την αθωότητά μου. 4 Τότε θὰ ἔλεγα εἰς Αὐτὸν τὴν ὑπόθεσίν μου, διὰ νὰ τὴν κρίνῃ Αὐτὸς καὶ βγάλῃ Αὐτὸς τὴν δικαίαν ἀπόφασιν, τὸ δὲ στόμα μου θὰ ἐγέμιζεν ἀπὸ παράπονα καὶ λόγους ἀποδεικνύοντας τὴν ἀθωότητά μου.
5 γνοίην δὲ ἰάματα, ἅ μοι ἐρεῖ, αἰσθοίμην δέ τίνα μοι ἀπαγγελεῖ. 5 Θα εγνώριζα δε και θα εδεχόμην την θεραπείαν, την οποίαν εκείνος θα μου έλεγε. Θα αισθανόμουν δε και θα εννοούσα καλώς εκείνα, που θα μου έλεγεν ο Κυριος. 5 Θὰ ἐγνώριζα δὲ λόγους θεραπευτικοὺς τῆς ψυχῆς μου, τοὺς ὁποίους θὰ μοῦ ἔλεγε, θὰ ᾐσθανόμην δὲ καὶ θὰ κατενόουν τί θὰ μοῦ εἴπῃ.
6 καὶ ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελεύσεταί μοι, εἶτα ἐν ἀπειλῇ μοι οὐ χρήσεται· 6 Θα εμφανισθή εις εμέ ως Θεός με άπειρον δύναμιν. Δεν θα κάμη όμως χρήσιν της απειλής εναντίον μου, δια να με αφήση έτσι να ομιλήσω ελεύθερα. 6 Καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐμὲ μὲ πολλὴν δύναμιν, ἔπειτα ὅμως δὲν θὰ μὲ μεταχειρισθῇ μὲ ἀπειλήν.
7 ἀλήθεια γὰρ καὶ ἔλεγχος παρ᾿ αὐτοῦ, ἐξαγάγοι δὲ εἰς τέλος τὸ κρίμα μου· 7 Διότι από αυτόν πηγάζει και προέρχεται η αλήθεια και ο δίκαιος έλεγχος. Είθε δε αυτός εν τη δικαιοσύνη και αλήθεια του να φέρη εις πέρας το δίκαιόν μου. 7 Διότι ἀπὸ Αὐτὸν ἐκπορεύεται ἀλήθεια καὶ δίκαιος ἔλεγχος, εἴθε δὲ κρίνων με κατὰ ἀλήθειαν καὶ δικαιοσύνην νὰ φέρῃ εἰς θριαμβευτικὸν πέρας τὸ κρινόμενον δίκαιόν μου.
8 εἰς γὰρ πρῶτα πορεύσομαι καὶ οὐκέτι εἰμί· τὰ δὲ ἐπ᾿ ἐσχάτοις τί οἶδα; 8 Που, λοιπόν, θα τον συναντήσω; Θα πορευθώ κατ' ευθείαν εμπρός, αλλ' όσον και αν προχωρήσω, δεν θα ευρεθώ πλησίον του. Εάν πάλιν βαδίσω προς τα οπίσω, τι θα γνωρίζω δι' αυτόν; 8 Ἀλλὰ ποὺ λοιπὸν θὰ συναντήσω τὸν Θεόν; Διότι ἐὰν πορευθῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς σπεύδων νὰ εἶμαι πρῶτος, καὶ τότε δὲν εἶμαι πλέον πλησίον του· ἐὰν δὲ μείνω μεταξὺ τῶν ἐσχάτων βαδίζων πρὸς τὰ ὀπίσω, καὶ πάλιν τί γνωρίζω περὶ αὐτοῦ;
9 ἀριστερὰ ποιήσαντος αὐτοῦ καὶ οὐ κατέσχον· περιβαλεῖ δεξιά, καὶ οὐκ ὄψεται. 9 Οταν αυτός έκαμε κάτι προς τα αριστερά, εγώ δεν το επρόλαβα. Θα γυρίση προς τα δεξιά, και πάλιν δεν θα τον ίδω. Οπου και αν στραφώ, όπου και αν βαδίσω, δεν θα ίδω τον Θεόν. 9 Ὅταν Αὐτὸς ἔκαμε κάτι ἀριστερά, ἐγὼ δὲν τὸν ἐπρόλαβα, θὰ γυρίσῃ δεξιά, καὶ πάλιν δὲν θὰ εἶναι ὁρατός.
10 εἶδε γὰρ ἤδη ὁδόν μου, διέκρινε δέ με ὥσπερ τὸ χρυσίον. 10 Εκείνος όμως είδε και γνωρίζει την πορείαν της ζωής μου και με εκαθάρισεν, όπως τον χρυσόν καθαρίζει το πυρ της καμίνου. 10 Ζητῶ νὰ μὲ κρίνῃ Αὐτός, διότι εἶδεν Αὐτὸς καὶ γνωρίζει πλέον καλὰ τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὸν τρόπον τῆς ζωῆς μου· μὲ διέκρινε δὲ διὰ τοῦ πυρὸς τῶν δοκιμασιῶν, ὅπως βγαίνει ἀπὸ τὸ χωνευτήριον ὁ καθαρὸς χρυσός.
11 ἐξελεύσομαι δὲ ἐν ἐντάλμασιν αὐτοῦ, ὁδοὺς γὰρ αὐτοῦ ἐφύλαξα καὶ οὐ μὴ ἐκκλίνω 11 Θα εξέλθω προς αυτόν βαδίζων και συμπεριφερόμενος σύμφωνα με τας εντολάς και τα προστάγματά του. Διότι εγώ και στο παρελθόν εφύλαξα τον δρόμον των εντολών του. Αλλά και στο μέλλον δεν θα παρεκκλίνω από αυτόν. 11 Θὰ ἐξέλθω δὲ βαδίζων καὶ συμπεριφερόμενος σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολάς του, διότι καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ἐφύλαξα τοὺς δρόμους τῶν προσταγμάτων του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ παρεκκλίνω ἀπὸ αὐτούς.
12 ἀπὸ ἐνταλμάτων αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ παρέλθω, ἐν δὲ κόλπῳ μου ἔκρυψα ρήματα αὐτοῦ. 12 Δεν θα αντιπαρέλθω με αδιαφορίαν τα προστάγματά του. Εις το βάθος δε του εσωτερικού μου έκρυψα ως πολύτιμον θησαυρόν τους λόγους του. 12 Δὲν θὰ περάσω μετ’ ἀδιαφορίας ἀπὸ τὰς ἐντολάς του, τοὺς λόγους του δὲ ἔκρυψα εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ μου ὡς πολύτιμον θησαυρόν.
13 εἰ δὲ καὶ αὐτὸς ἔκρινεν οὕτως, τίς ἐστιν ὁ ἀντειπὼν αὐτῷ; ὃ γὰρ αὐτὸς ἠθέλησε, καὶ ἐποίησε. 13 Εφ' όσον όμως αυτός έκρινε καλόν να ενεργήση έτσι προς εμέ, ποιός ημπορεί να του αντείπη; Διότι εκείνο που αυτός ηθέλησε, αυτό και έπραξε. 13 Ἐὰν δὲ καὶ Αὐτὸς ἔκρινε καὶ ἀπεφάσισεν οὕτως καὶ οὐχὶ ὅπως θέλομεν ἡμεῖς, ποῖος εἶναι, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχῃ τὴν τόλμην καὶ τὴν δύναμιν νὰ τοῦ ἀντείπῃ; Κανείς.Διότι ὅ,τι Αὐτὸς ἠθέλησε, συγχρόνως καὶ τὸ ἐποίησε.
14 διὰ τοῦτο ἐπ᾿ αὐτῷ ἐσπούδακα, νουθετούμενος δὲ ἐφρόντισα αὐτοῦ. 14 Δια τούτο και εγώ με πολλήν σπουδήν και ενδιαφέρον ήκουσα αυτόν. Οταν δέ με το θέλημά του η με την παιδαγωγίαν του με ενουθετούσε, εφρόντιζα να πορεύωμαι σύμφωνα με το θέλημά του. 14 Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ πολλὴν σπουδὴν καὶ ἐνδιαφέρον καὶ φόβον ἔδειξα εἰς Αὐτόν, ὅταν δὲ μὲ ἐνουθέτει, εἴτε μὲ τὰς ἐντολάς του εἴτε μὲ τὴν παιδαγωγίαν του, πολλὴν φροντίδα ἐπέδειξα, διὰ νὰ συμμορφωθῶ πρὸς Αὐτόν.
15 ἐπὶ τούτῳ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ κατασπουδασθῶ· κατανοήσω καὶ πτοηθήσομαι ἐξ αὐτοῦ. 15 Δια τούτο και θα τρέμω ενώπιον της παρουσίας του. Και εάν τον ίδω και τον κατανοήσω, θα καταληφθώ και θα συγκλονισθώ από φόβον μεγάλον εξ αιτίας του. 15 Δι’ αὐτὰ ὅλα, ὅταν ἀντικρύσω τὴν παρουσίαν του, θὰ ἔμβω εἰς θόρυβον καὶ φόβον μεγάλον θὰ τὸν ἀτενίσω καὶ θὰ ἀποπειραθῶ νὰ τὸν παρατηρήσω, ἀλλὰ θὰ καταληφθῶ ἀπὸ φόβον μεγάλον ἐξ Αὐτοῦ.
16 Κύριος δὲ ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου, ὁ δὲ Παντοκράτωρ ἐσπούδασέ με· 16 Ο Κυριος παρέλυσε την καρδίαν μου με την παρουσίαν του. Ο Παντοκράτωρ με κατετρόμαξε με τον αιφνιδιασμόν του. 16 Ὁ Κύριος ὅμως κατέστησεν ἁπαλὴν καὶ ἄνευ δυνάμεως τὴν καρδίαν μου· ὁ δὲ Παντοκράτωρ μὲ ἐνέβαλεν εἰς σοβαρὰς καὶ ἐμφόβους σκέψεις.
17 οὐ γὰρ ᾔδειν ὅτι ἐπελεύσεταί μοι σκότος, πρὸ προσώπου δέ μου ἐκάλυψε γνόφος. 17 Διότι δεν εγνώριζα, ούτε μου επερασεν από τον νουν, ότι θα επέλθη εναντίον μου τόσον σκοτάδι οδύνης και πόνου. Τωρα όμως με έχει σκεπάσει πυκνό και αδιαπέραστο σκοτάδι. 17 Διότι, ἔχων ἤρεμον τὴν συνείδησίν μου, δὲν ἐγνώριζα, ὅτι θὰ ἐπέλθῃ εἰς ἐμὲ σκότος δυστυχίας· ἤδη δὲ ἔπεσεν ὡς πυκνὸν κάλυμμα ἐμπρὸς εἰς τὸ πρόσωπόν μου σύννεφον σκοτεινόν.