Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ιὼβ λέγει· 1 Επήρεν ακολούθως τον λόγον ο Ιώβ και είπεν· 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
2 εἰ γάρ τις ἱστῶν στήσαι μου τὴν ὀργήν, τὰς δὲ ὀδύνας μου ἄραι ἐν ζυγῷ ὁμοθυμαδόν, 2 “εάν κανείς θελήση να ζυγίση την θείαν εναντίον μου οργήν και μαζή με όλας τας οδύνας μου την τοποθετήση στον ένα δίσκον του ζυγού, 2 «Εἴθε νὰ εὑρίσκετο κάποιος, ποὺ νὰ σταματήσῃ τὴν ἀπὸ τὰ βάσανά μου ἀγανάκτησίν μου καὶ ἀνυπομονησίαν μου, νὰ σηκώσῃ δὲ τοὺς πόνους καὶ τὴν δυστυχίαν μου καὶ νὰ ζυγίσῃ ὅλα μαζὶ εἰς ζυγαριάν.
3 καὶ δὴ ἄμμου παραλίας βαρυτέρα ἔσται. ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε τὰ ρήματά μού ἐστι φαῦλα· 3 εις δε τον άλλον την άμμον της θαλάσσής, θα έβλεπεν ότι η θεία οργή και αι θλίψεις μου είναι βαρύτεροι από την άμμον, που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. Φαίνεται όμως ότι τα λόγια των παραπόνων μου είναι απρεπή και άσεμνά. 3 Θὰ τὰ εὕρῃ βαρύτερα ἀπὸ τὴν ἄμμον τὴν δυσβάστακτον τῆς παραλίας.Ἀλλά, καθὼς φαίνεται, τὰ λόγια τῶν παραπόνων μου εἶναι ἄσχημα καὶ ἀξιοκατάκριτα.
4 βέλη γὰρ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μού ἐστιν, ὧν ὁ θυμὸς αὐτῶν ἐκπίνει μου τὸ αἷμα· ὅταν ἄρξωμαι λαλεῖν, κεντοῦσί με. 4 Τα βέλη όμώς του Κυρίου έχουν εμπηχθή στο σώμα μου και η δριμύτης των μου πίνει το αίμα. Οταν δε αρχίζω να ομιλώ, εκείνα με κεντούν οδινηρώς. 4 Τὰ εἶπα ὅμως ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ πόνου.Διότι τὰ βέλη τοῦ Κυρίου εἶναι εἰς τὸ σῶμα μου καὶ ὁ θυμός των μοῦ πίνει τελείως τὸ αἷμα ὅταν δὲ ἀρχίσω νὰ ὁμιλῶ, μὲ κεντοῦν καὶ μοῦ προκαλοῦν πόνον, ὁ ὁποῖος μὲ σπρώχνει εἰς παράπονα ἄτοπα.
5 τί γάρ; μὴ διακενῆς κεκράξεται ὄνος ἄγριος, ἀλλ᾿ ἢ τὰ σῖτα ζητῶν; εἰ δὲ καὶ ρήξει φωνὴν βοῦς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ βρώματα; 5 Τι λοιπόν; Μηπως, τάχα, ο άγριος όνος φωνάζει αναιτίως, πάρα μόνο εάν πεινά και ζητή την τροφήν του; Μηπως το βόϊδι αφήνει την ισχυράν κραυγή του, όταν υπάρχη η τροφή του εις την φάτνην του; Οχι. 5 Διότι τί φρονεῖτε; Μήπως θὰ κράξῃ ὁ ἄγριος ὄνος χωρὶς λόγον καὶ αἰτίαν, ἐκτὸς ἐὰν πεινᾷ καὶ ζητῇ τροφήν; Εἴπατε δέ, ἐὰν εἶναι πιθανὸν καὶ νὰ ἐκβάλῃ ἰσχυρὰν φωνὴν ὁ βοῦς, ὅταν ἔχῃ ἐμπρός του εἰς τὴν φάτνην φαγητόν;
6 εἰ βρωθήσεται ἄρτος ἄνευ ἁλός; εἰ δὲ καὶ ἔστι γεῦμα ἐν ρήμασι κενοῖς; 6 Μηπως τρώγετε ευχαρίστως ψωμί χωρίς άλατι; Οχι. Μηπως ημπορεί ποτέ να παρατεθή γεύμα με άδεια λόγια και χωρίς τρόφιμα; 6 Ἢ ἐὰν θὰ φαγωθῇ εὐχαρίστως ἄρτος χωρὶς ἁλάτι; Ἢ καὶ ἐὰν ὑπάρχῃ γεῦμα μὲ λόγια μόνον ἀδειανὰ ἀπὸ τρόφιμα;
7 οὐ δύναται γὰρ παύσασθαί μου ἡ ὀργή· βρόμον γὰρ ὁρῶ τὰ σῖτά μου ὥσπερ ὀσμὴν λέοντος· 7 Λέγω αυτά, διότι δεν ημπορεί να εξαλειφθή η αηδία και η δυσφορία, που μου προκαλούν τα φαγητά. Σαν βρώμην, με την οποίαν τρέφονται τα ζώα και οχι άνθρωποι βλέπω τας τροφάς μου και η μυρωδιά των μου προκαλεί αηδίαν, όπως η δυσώδης αποφορά του λέοντος. 7 Λέγω ταῦτα, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παύσῃ ἡ ἀηδία καὶ ἀποστροφὴ πρὸς τὰ φαγητά.Διότι σὰν βρόμην, μὲ τὴν ὁποίαν τρέφονται ζῶα καὶ ὄχι ἄνθρωποι, βλέπω τὰς τροφάς, ποὺ μοῦ φέρουν, καὶ ἡ μυρωδιά των μοῦ διεγείρει τὴν ἀποστροφὴν ὡς μυρωδιὰν λέοντος.
8 εἰ γὰρ δώῃ καὶ ἔλθοι μου ἡ αἴτησις, καὶ τὴν ἐλπίδα μου δώῃ ὁ Κύριος. 8 Είθε να ευδοκήση ο Κυριος και εκπληρωθή το προ αυτόν αίτημά μου. Είθε να μου δώση ο Κυριος αυτό, που ποθώ και ελπίζω. 8 Ὤ! εἴθε νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μοῦ ἔλθῃ ἡ πραγματοποίησις τοῦ αἰτήματός μου, καὶ αὐτὸ ποὺ ποθῶ καὶ περιμένω καὶ ἐλπίζω, εἴθε νὰ μου τὸ δώσῃ ὁ Κύριος.
9 ἀρξάμενος ὁ Κύριος τρωσάτω με, εἰς τέλος δὲ μή με ἀνελέτω. 9 Ο Κυριος, ο οποίος ήρχισε να με κτυπά με τας θλίψεις, ας με κτυπήση ακόμη εφ' όσόν το θέλει. Αλλάα ας μη μου στείλη εν τέλει τον θάνατον. 9 Ἀφοῦ ἤρχισεν ὁ Κύριος νὰ μὲ κτυπᾷ, ἄς μοῦ δώσῃ καὶ τὸ τελειωτικὸν κτύπημα.Εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐχηθῶ, ὅπως μὴ μὲ φονεύσῃ τελειωτικά.
10 εἴη δέ μου πόλις τάφος, ἐφ᾿ ἧς ἐπὶ τειχέων ἡλλόμην ἐπ᾿ αὐτῆς, οὐ φείσομαι· οὐ γὰρ ἐψευσάμην ρήματα ἅγια Θεοῦ μου. 10 Είθε ο τάφος μου να είναι εντός της πόλεως, εις τα τείχη της οποίας ως παιδίον επηδούσα και έπαιζα. Δεν θα λυπηθώ τότε. Ζητώ τούτο, διότι δεν εφέρθην με δολιότητα απέναντι του Θεού, ούτε διέψευσα με παραβάσεις της ζωής μου τα άγια λόγια του. 10 Εἴθε νὰ μὴ ἐπανέλθω πάλιν εἰς τὴν πόλιν, ἀλλὰ νὰ ἀποθάνω καὶ νὰ γίνουν δι’ ἐμὲ τάφος ὅλα καὶ μετ' αὐτῶν καὶ ἡ πόλις αἐτή, εἰς τὰ τείχη τῆς ὁποίας κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς εὐτυχίας μου ἐπήδων καμαρώνων τὴν ἰσχὺν καὶ ὀχύρωσίν της.Δὲν θὰ λυπηθῶ τὴν ζωήν μου.Ἐπιθυμῶ τὸν θάνατον.Διότι δὲν περιεφρόνησα, ὡς νὰ ἦσαν ψεύτικα, τὰ ἅγια λόγια τοῦ Θεοῦ μου.
11 τίς γάρ μου ἡ ἰσχύς, ὅτι ὑπομένω; ἢ τίς μου ὁ χρόνος, ὅτι ἀνέχεταί μου ἡ ψυχή; 11 Επικαλούμαι τον θάνατον, διότι πόση και ποία είναι η δύναμις και η αντοχή μου, δια να υπομένω τόσα βάσανα; Επί πόσον χρόνον ακόμη η ψυχή μου θα ανέχεται την ταλαιπωρίαν αυτήν; 11 Ποθῶ τὸν θάνατον.Διότι ποία καὶ πόση εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἀντοχή μου, ὥστε νὰ ὑπομένω τόσα δεινά; Πόσος δὲ εἶναι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μου, ὥστε νὰ δεικνύῃ ἀνοχὴν καὶ ὑπομονὴν ἡ ψυχή μου, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ ἀπολαύσῃ καὶ ἔτη εὐτυχίας;
12 μὴ ἰσχὺς λίθων ἡ ἰσχύς μου; ἢ αἱ σάρκες μού εἰσι χάλκεαι; 12 Μηπως, τάχα, ο δύναμίς μου έχει την αντοχήν των λίθων η αι σάρκες μου είναι καμωμένες από χαλκόν, ώστε να είναι αναίσθητοι στον πόνον; 12 Μήπως ἡ δύναμις καὶ ἀντοχή μου εἶναι σὰν τὴν σκληρότητα καὶ ἀναισθησίαν τῶν λίθων; Ἢ μήπως αἱ σάρκες μου εἶναι χάλκιναι;
13 ἢ οὐκ ἐπ᾿ αὐτῷ ἐπεποίθειν; βοήθεια δὲ ἀπ᾿ ἐμοῦ ἄπεστιν. 13 Εις τον Κυριον δεν είχα έως τώρα στηρίξει την πεποίθησιν και την ελπίδα μου; Και όμως κάθε βοήθεια απεμακρύνθη από εμέ. 13 Ἢ μήπως δὲν εἶχα στηρίξει τὴν ἐλπίδα μου καὶ πεποίθησίν μου εἰς τὸν Θεόν; Καὶ ὅμως πᾶσα βοήθεια ἔφυγεν ἀπ’ ἐμοῦ.Πῶς λοιπὸν νὰ ἐλπίζω εἰς ἡμέρας καλύτερος;
14 ἀπείπατό με ἔλεος, ἐπισκοπὴ δὲ Κυρίου ὑπερεῖδέ με. 14 Ευσπλαγχνία εκ μέρους Θεού και ανθρώπων με απηρνήθη. Η δε στοργική επίσκεψις του Κυρίου με παρέβλεψε. 14 Ἡ συμπάθεια καὶ εὐσπλαγχνία τῶν φίλων καὶ τῶν ἀνθρώπων μὲ ἀπηρνήθη, ἡ ἐποπτεία δὲ καὶ ἐπίσκεψις τοῦ Κυρίου μὲ παρέβλεψε.
15 οὐ προσεῖδόν με οἱ ἐγγύτατοί μου· ὥσπερ χειμάρρους ἐκλείπων ἢ ὥσπερ κῦμα παρῆλθόν με. 15 Και οι πλέον στενοί συγγενείς μου δεν έρριψαν ούτε ένα βλέμμα συμπαθείας εις εμέ. Επέρασαν από εμπρός μου σαν τον χείμαρρον, που φεύγει γρήγορα και εγκαταλείπει την κοίτην του. Ωσάν το κύμα με αντιπαρήλθον. 15 Δὲν μὲ ἐπρόσεξαν οἱ πλέον στενοὶ καὶ πλησιέστεροι πρὸς ἐμὲ φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἀλλ’ ὅλοι αὐτοὶ ἐπέρασαν ἀπὸ ἐμπρός μου σὰν τὸν χείμαρρον, ποὺ φεύγει γρήγορα καὶ χάνεται ἀφήνων ζηρὰν τὴν κοίτην του, καὶ σὰν τὸ κῦμα, πού, μόλις φανῇ, ἐξαφανίζεται.
16 οἵτινές με διευλαβοῦντο, νῦν ἐπιπεπτώκασί μοι ὥσπερ χιὼν ἢ κρύσταλλος πεπηγώς· 16 Εκείνοι που άλλοτε είχαν μεγάλον σεβασμόν και εκτίμησιν προς εμέ, με συνήντησαν τόσον κρύοι και παγωμένοι, όσον κρύο είναι το χιόνι και ο παγωμένος κρύσταλλος. 16 Αὐτοί, ποὺ ἄλλοτε, κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς εὐτυχίας μου, μοῦ ἐδείκνυον σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν, τώρα, ποὺ ἐδυστύχησα, ἔχουν πέσει ἐπάνω μου ψυχροὶ σὰν τὸ χιόνι ἢ σὰν τὸ πηγμένον κρύσταλλον.
17 καθὼς τακεῖσα θέρμης γενομένης οὐκ ἐπεγνώσθη ὅπερ ἦν, 17 Οπως όταν από την θερμότητα του ηλίου λυώνη το χιόνι και δεν φαίνεται τι ήτο αυτό προηγουμένως, 17 Χάνονται καὶ ἐξαφανίζονται τώρα, σὰν τὸ χιόνι, πού, ὅταν γίνῃ θερμὸς ὁ καιρός, λειώνει καὶ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνῃ πλέον, σάν τί ἦτο προτήτερα ἐκεῖ.
18 οὕτω κἀγὼ καταλείφθην ὑπὸ πάντων. ἀπωλόμην δὲ καὶ ἔξοικος ἐγενόμην. 18 έτσι και εγώ εγκατελείφθην από όλους. Εχω χαθή πλέον δι' αυτούς και ευρίσκομαι μακράν από το σπίτι μου. 18 Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐγκατελείφθην ἀπὸ ὅλους τοὺς φίλους καὶ γνωστούς, ἐχάθηκα δὲ ἀπὸ τὴν κοινωνίαν καὶ εἰς τὸ τέλος ἠναγκάσθην νὰ ἐξωσθῶ καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι μου.
19 ἴδετε ὁδοὺς Θαιμανῶν, ἀτραποὺς Σαβῶν, οἱ διορῶντες· 19 Ιδέτε τας πορείας των Θαιμανών, ιδέτε τας δυσβάτους ατραπούς των Σαβαίων, πως πορευόμενοι δια μέσου καυστικών ερήμων τόπων ποθούν δροσερόν ύδωρ. Ετσι και εγώ επόθησα ως δροσερόν ύδωρ την παρηγορίαν. 19 Ἴδετε τὰς πεζοπορίας, ποὺ κάνουν οἱ Θαιμανοὶ διὰ μέσου τῆς Ἀραβίας, καθὼς καὶ τὰς ἐξορμήσεις, ποὺ κάνουν εἰς δύσβατα μονοπάτια οἱ Σαβαῖοι· ἴδετε ταῦτα σεῖς· διὰ μέσου παρομοιώσεως ἠμπορεῖτε νὰ διακρίνετε ὅτι, ὅπως ἐκεῖνοι διψοῦν εἰς τὰ ἔρημα αὐτὰ μέρη βαδίζοντες, ἔτσι καὶ ἐγὼ διψῶ δι’ ὀλίγον νερὸ συμπαθείας.
20 καὶ αἰσχύνην ὀφειλήσουσιν οἱ ἐπὶ πόλεσι καὶ χρήμασι πεποιθότες. 20 Εκείνοι που στηρίζουν την πεποίθησίν των εις τας οχυράς πόλεις των και εις τα πλούτη των, θα πληρώσουν την πεποίθησιν των αυτήν με καταισχύνην. 20 Ὅπως δὲ διαψεύδονται εἰς τὰς ἐλπίδας των αὐτοί, ποὺ ζητοῦν εἰς τὰ ξηροπόταμα νερό, οὕτω καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν στηρίξει τὴν πεποίθησιν τους εἰς τὰς ὠχυρωμένας πόλεις καὶ εἰς τὰ χρήματα, ποὺ ἀπέκτησαν, ὄχι δὲ καὶ εἰς τὸν Θεόν, θὰ καταισχυνθοῦν.
21 ἀτὰρ δὲ καὶ ὑμεῖς ἐπέβητέ μοι ἀνελεημόνως, ὥστε ἰδόντες τὸ ἐμὸν τραῦμα φοβήθητε· 21 Τωρα δε και σεις οι φίλοι μου έχετε επιτεθή εναντίον μου χωρίς οίκτον, χωρίς ευσπλαγχνίαν, ώστε όταν είδατε την συμφοράν μου, κατελήφθητε από φόβον και τρόμον. 21 Ἀλλ’ ὅμως καὶ εἰς, σὰν ἄλλα ξεροπόταμα, δὲν μὲ ἐδροσίσατε μὲ λόγους παρηγορητικούς, ἀλλ' ἐπέσατε ἐπάνω μου χωρὶς ἔλεος καὶ συμπάθειαν, ὥστε, ἀφοῦ εἴδατε τώρα τὴν πληγὴν καὶ τὴν ἀσθένειάν μου, φοβήθητε καὶ σεῖς, μήπως πάθετε διὰ τὴν ἀσυμπαθείαν σας τὰ ἴδια μὲ ἐμέ.
22 τί γάρ; μή τι ἡμᾶς ᾔτησα ἢ τῆς παρ᾿ ὑμῶν ἰσχύος ἐπιδέομαι, 22 Διατί αυτή η συμπεριφορά σας; Μηπως εγώ εζήτησα κάτι το υλικόν από σας, η ευρέθηκα εις ανάγκην και επεκαλέσθην την δύναμίν σας, 22 Ἡ συμπεριφορά σας πρὸς ἐμὲ ὑπῆρξεν ἀσυμπαθὴς καὶ σκληρά.Διότι τί ἔκαμα, διὰ νὰ δικαιολογῆται αὕτη; Μήπως σᾶς ἐζήτησα κάτι ἀπὸ τὴν περιουσίαν σας πρὸς ἀνακούφισιν τῆς πτωχείας μου καὶ τῶν τόσων ἀναγκῶν μου; Ἢ μήπως ἐχρειάσθην νὰ μὲ συνδράμετε μὲ τὴν δύναμίν σας,
23 ὥστε σῶσαί με ἐξ ἐχθρῶν ἢ ἐκ χειρὸς δυναστῶν ρύσασθαί με; 23 ώστε να με σώσετε από τους εχθρούς μου η να με γλυτώσετε από τας χείρας των τυράννων; 23 ὥστε νὰ μὲ σώσετε ἀπὸ ἐχθρούς, ποὺ μοῦ ἐπετέθησαν, ἢ νὰ μὲ γλυτώσετε ἀπὸ τὰς χεῖρας τυράννων ἰσχυρῶν;
24 διδάξατέ με, ἐγὼ δὲ κωφεύσω· εἴ τι πεπλάνημαι, φράσατέ μοι. 24 Διδάξατέ με και πληροφορήσατέ με. Εγώ δε ωσάν κωφός δεν θα ανοίξω το στόμα μου. Εάν εις κάτι έχω πλανηθή, είπατέ το ελευθέρως. 24 Διδάξατέ με δι’ αὐτά, ποὺ ἀγνοῶ, ἐγὼ δὲ εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν δὲν θὰ σᾶς ἀντιλέξω, ἀλλὰ θὰ σιωπήσω σὰν ἕνας κωφός, ποὺ τοῦ ὁμιλοῦν καὶ δὲν ἀπαντᾷ.Ἐὰν δὲ ἔχω πλανηθῆ εἰς κάτι, εἴπατέ μού το καὶ θὰ σᾶς ἀκούσω.
25 ἀλλ᾿ ὡς ἔοικε, φαῦλα ἀληθινοῦ ρήματα, οὐ γὰρ παρ᾿ ὑμῶν ἰσχὺν αἰτοῦμαι· 25 'Αλλα, όπως φαίνεται, είναι απρεπή και άσχημα τα λόγια εκείνου, ο οποίος λέγει την αλήθειαν. Την αλήθειαν είπατε, διότι εγώ δεν ζήτω να με ενισχύσετε με την ιδικήν σας δύναμιν, 25 Ἀλλ’ ὅπως εἶναι φανερόν, ὑποφερτὰ καὶ ἱκανὰ μόνα των νὰ πείσουν εἶναι τὰ λόγια ἐκείνου, ποὺ λέγει γυμνὴν τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν.Αὐτὴν εἴπατε καὶ σεῖς, διότι ἐγὼ δὲν ζητῶ νὰ μοῦ ἐπιβληθῆτε μὲ τὴν ἰδικήν σας δύναμιν.
26 οὐδὲ ἔλεγχος ὑμῶν ρήμασί με παύσει, οὐδὲ γὰρ ὑμῶν φθέγμα ρήματος ἀνέξομαι. 26 ούτε όμως και ο έλεγχος τον οποίον ενδεχομένως απευθύνετε προς εμέ θα σταματήση τα λόγια των παραπόνων μου. Ούτε ένα λόγον ελεγκτικόν θα ανεχθώ, εφ' όσον δεν επιμαρτυρείται από τα πράγματα. 26 Οὔτε ὁ ἔλεγχός σας, ποὺ γίνεται μόνον μὲ λόγια, θὰ καταπαύσῃ τὸ παραπόνον μου καὶ τὴν θλῖψιν μου, διότι, ἐφ’ ὅσον τὰ λόγια δὲν ἔχουν καὶ τὴν ἐκ τῶν πραγμάτων πειστικότητα, δὲν θὰ ἀνεχθῶ τίποτε ἐξ ὅσων λέγετε.
27 πλὴν ὅτι ἐπ᾿ ὀρφανῷ ἐπιπίπτετε, ἐνάλλεσθε δὲ ἐπὶ φίλῳ ὑμῶν. 27 Ετσι φερόμενοι επιτίθεσθε εναντίον μου, όπως εις ένα ανυπεράσπιστον ορφανόν παιδί. Με ορμήν πηδάτε εναντίον εμού του φίλου σας. 27 Δὲν ἐπιτυγχάνετε τίποτε ἄλλο μὲ τοὺς ἀσυμπαθεῖς λόγους σας πλὴν τοῦ ὅτι πίπτετε κατ’ ἐμοῦ καὶ σεῖς, ὅπως πίπτουν κατὰ τοῦ ὀρφανοῦ (σκληροὶ δανεισταὶ νὰ εἰσπράξουν τὰ χρέη τοῦ πατρός του), πηδάτε δὲ μὲ ὁρμὴν κατὰ τοῦ φίλου σας, ὅπως τὰ ἄγρια θηρία πηδοῦν κατὰ τῆς λείας των.
28 νυνὶ δὲ εἰσβλέψας εἰς πρόσωπα ὑμῶν οὐ ψεύσομαι. 28 Τωρα δε ατενίζων σας κατά πρόσωπον, δεν θα είπω ψέματα, αλλά την αλήθειαν. 28 Τώρα δέ, ἀφοῦ ἀτενίσω κατάματα τὰ πρόσωπά σας, δὲν θὰ ψευσθῶ, ἀλλὰ θὰ εἴπω τὴν ἀλήθειαν.
29 καθίσατε δὴ καὶ μὴ εἴη ἄδικον, καὶ πάλιν τῷ δικαίῳ συνέρχεσθε. 29 Καθίσατε, λοιπόν, και μη εκτρέπεσθε εις αδίκους κρίσεις εναντίον μου, 29 Καθίσατε λοιπὸν καὶ μὴ σπεύδετε, ἀλλὰ κρίνατε ψυχραίμως.Καὶ εἴθε νὰ μὴ εἶναι ἄδικόν τι εἰς τὰς κρίσεις σας, ἀλλ’ ἀναθεωροῦντες τὰ ὅσα μοῦ συμβαίνουν, συμφωνήσατε πρὸς τὸ δίκαιον.
30 οὐ γάρ ἐστιν ἐν γλώσσῃ μου ἄδικον· ἢ ὁ λάρυγξ μου οὐχὶ σύνεσιν μελετᾷ; 30 διότι εις την γλώσσαν μου δεν υπάρχει τίποτε το άδικον. Μηπως, τάχα, ο λάρυγξ μου δεν λέγει, όσα ο νους μου με σύνεσιν μελετά και αποδέχεται; 30 Διότι εἰς τὴν γλῶσσαν μου δὲν ὑπάρχει λόγος τις ἄδικος.Ἢ μήπως ὁ λάρυγγάς μου δὲν λέγει, ὅσα μετὰ συνέσεως καὶ κρίσεως φωτισμένης μελετῶ προηγουμένως καὶ σκέπτομαι, ἐὰν πρέπῃ νὰ τὰ εἴπω;