Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης λέγει· | 1 Ελαβε τον λόγον ο Βαλδάδ ο Σαυχίτης και είπε· | 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Βαλδὰδ ὁ Σαυχίτης εἶπε: |
2 τί γὰρ προοίμιον ἢ φόβος παρ᾿ αὐτοῦ ὁ ποιῶν τὴν σύμπασαν ἐν ὑψίστῳ; | 2 “ποίον άλλο προοίμιον της απαντήσεώς μου ταιριάζει ειμή μόνον ο φόβος τον οποίον εμπνέει Εκείνος, ο οποίος εδημιούργησεν, εξακολουθεί δε να κυβερνά και να συγκρατή την εν τοις υψίστοις δημιουργίαν; | 2 «Τί ἄλλο βεβαίως εἶναι καὶ αὐτὴ ἡ ἀρχὴ τῆς ἐκδηλώσεως τῆς δυνάμεώς Του παρὰ φόβος, ὁ ὁποῖος ἐμπνέεται παρ’ Αὐτοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐποίησε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συγκρατῇ πᾶσαν τὴν ἐν τοῖς ὑψίστοις ὑπερουράνιον δημιουργίαν; |
3 μὴ γάρ τις ὑπολάβοι ὅτι ἐστὶ παρέκλυσις πειραταῖς, ἐπὶ τίνας δὲ οὐκ ἐπελεύσεται ἔνεδρα παρ᾿ αὐτοῦ; | 3 Μηπως, τάχα, και νομίζει κανείς ότι θα βραδύνη και θα ματαιωθή η τιμωρός ενέργεια του Θεού και εναντίον αυτών ακόμη των αγρίων πειρατών, που λυμαίνονται τας θαλάσσας; Εναντίον δε ποίων, οσονδήποτε ισχυροί και αν είναι, δεν θα επέλθουν ολέθριοι ενέδραι από αυτόν τον Θεόν; | 3 Ἡ δύναμίς Του εἶναι ἀκαταγώνιστος.Διότι ἂς μὴ νομίσῃ τις, ὅτι ὑπάρχει ἐπιβράδυνσις τῆς ἐνεργείας του εἰς τοὺς πειρατὰς ἕνεκα ἀντιστάσεως αὐτῶν ἐπὶ ποίους δέ, ὀσονδήποτε ἰσχυροὶ καὶ ἂν εἶναι, δὲν θὰ ἐπέλθουν ὀλέθριαι ἐνέδραι ἀπὸ Αὐτόν; |
4 πῶς γὰρ ἔσται δίκαιος βροτὸς ἔναντι Κυρίου; ἢ τίς ἂν ἀποκαθαρίσαι αὐτὸν γεννητὸς γυναικός; | 4 Ολοι είναι υπεύθυνοι απέναντι αυτού, διότι πως είναι δυνατόν να δικαιωθή θνητός άνθρωπος ενώπιον του Κυρίου; Η ποιός, γεννηθείς από γυναίκα και το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος έχων, είναι δυνατόν να καθαρίση τον εαυτόν του; | 4 Ὅλοι ὑπόκεινται εἰς τὴν ὀργὴν καὶ τὰς τιμωρίας του.Διότι πῶς θὰ δικαιωθῇ ὁ θνητὸς ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου; Ἢ ποῖος γεννηθεὶς ἀπὸ γυναῖκα καὶ κληρονομήσας τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα θὰ ἠδύνατο νὰ καθαρίσῃ τὸν ἑαυτόν του; |
5 εἰ σελήνῃ συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει, ἄστρα δὲ οὐ καθαρὰ ἐναντίον αὐτοῦ. | 5 Εάν ο Θεός αντιπαραθέση τον εαυτόν του με την πανσέληνον, παύει αυτή να φωτίζη. Τα δε ολόλαμπρα άστρα δεν είναι καθαρά και φωτεινά ενώπιον του. | 5 Ἐὰν ὁ Θεὸς βάλῃ ἑαυτὸν εἰς τὴν αὐτὴν σειρὰν μὲ τὴν ἔχουσαν ὅλην τὴν λάμψιν τῆς σελήνην, παύει αὕτη νὰ φωτίζῃ· τὰ λαμπρὰ δὲ ἄστρα δὲν εἶναι καθαρὰ καὶ φωτεινὰ ἐνώπιον Αὐτοῦ. |
6 ἔα δέ, ἄνθρωπος σαπρία καὶ υἱὸς ἀνθρώπου σκώληξ. | 6 Ποσω μάλλον ο άνθρωπος, ο οποίος είναι σαπίλα και αποσύνθεσις, και ο απόγονος ανθρώπου, που είναι ένας σκώληξ; | 6 Πόσῳ δὲ μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι σαπίλα, καὶ ὁ ἀπόγονος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι σκώληξ;» |