Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:39
Δύση: 17:10
Σελ. 22 ημ.
357-9
16ος χρόνος, 6154η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40 (Μ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπεκρίθη Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Ιὼβ καὶ εἶπε· 1 Απηυθύνθη ακόμη ο Θεός από το νέφος προς τον σιωπώντα Ιώβ και είπε· 1 Καὶ ἀπεκρίθη Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἰὼβ σιωπῶντα καὶ εἶπε:
2 μὴ κρίσιν μετὰ ἱκανοῦ ἐκκλινεῖ, ἐλέγχων δὲ Θεὸν ἀποκριθήσεται αὐτήν; 2 “μήπως και θα ημπορέση κανείς να αποφύγη να κριθή με εμέ τον παντοδύναμον; Οταν δε εκφράζη παράπονα και ελέγχους προς τον Θεόν, ημπορεί να αποκριθή δια την επίκρισίν του αυτήν;”. 2 «Σιωπᾷς τώρα.Ἀλλὰ ποῖος θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἀποφύγῃ, ὅπως κριθῇ μετ’ ἐμοῦ του δυνατοῦ; Ὅταν δὲ ἐλέγχῃ τὸν Θεόν, ὀφείλει νὰ ἀποκριθῇ διὰ τὴν ἐπίκρισίν του ταύτην».
3 ὑπολαβὼν δὲ ᾿Ιὼβ λέγει τῷ Κυρίῳ· 3 Απαντών ευλαβως ο Ιώβ είπε προς τον Κυριον· 3 Λαβῶν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπε πρὸς τὸν Κύριον:
4 τί ἔτι ἐγὼ κρίνομαι, νουθετούμενος καὶ ἐλέγχων Κύριον, ἀκούων τοιαῦτα οὐθὲν ὤν; ἐγὼ δὲ τίνα ἀπόκρισιν δῶ πρὸς ταῦτα; χεῖρα θήσω ἐπὶ στόματί μου· 4 “προς τι εγώ και τώρα, που νουθετούμαι από τον Κυριον, να παραπονεθώ συμβουλεύων και ελέγχων τον Κυριον εγώ, ο οποίος δεν είμαι τίποτε; Ποίαν δε απάντησιν θα δώσω εγώ εις αυτά; Θα βάλω το χέρι μου στο στόμα μου, δια να το κλείσω και να σιωπήσω πλέον. 4 «Τί νὰ ἀποκριθῶ καὶ τώρα ἀκόμη, ὁπότε ἀκούω τοὺς τόσον σοφοὺς καὶ ἀποστομωτικοὺς λόγους; Νὰ παραπονεθῶ συμβουλεύων τὰ πρέποντα καὶ ἐλέγχων τὸν Κύριον ἐγώ, ποὺ δὲν εἶμαι τίποτε; Ποίαν δὲ ἀπάντησιν νὰ δώσω ἐγὼ εἰς αὐτά; Θὰ θέσω τὴν χεῖρα μου εἰς τὸ στόμα μου καὶ θὰ μείνω ἀμίλητος καὶ βουβός.
5 ἅπαξ λελάληκα, ἐπὶ δὲ τῷ δευτέρῳ οὐ προσθήσω. 5 Μια φορά ωμίλησα κατά ανόητον τρόπον· δεν πρέπει και δευτέραν φοράν κατά τον αυτόν τρόπον να ομιλήσω”. 5 Μιὰ φορὰ ἔκαμα τὸ λάθος νὰ ὁμιλήσω, ὅπως ὡμίλησα.Ἐὰν ὅμως πρόκειται καὶ δευτέραν φορὰν νὰ ὁμιλήσω, δὲν θὰ τολμήσω νὰ εἴπω πάλιν τὰ αὐτά».
6 ἔτι δὲ ὑπολαβὼν ὁ Κύριος εἶπε τῷ ᾿Ιὼβ ἐκ τοῦ νέφους· 6 Λαβών πάλιν ο Κυριος τον λόγον είπε προς τον Ιώβ από το νέφος· 6 Λαβῶν δὲ πάλιν τὸν λόγον ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Ἰὼβ ἀπὸ τὸ σύννεφον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον τοῦ ὡμίλει:
7 μή, ἀλλὰ ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀπόκριναι· 7 “μη σταματάς την συζήτησιν, αλλά ζώσε ως ανδρείος ανήρ την οσφύν σου, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δέ, εάν ημπορής απάντησέ μου. 7 «Μὴ φύγῃς· ἀλλὰ ζῶσε σὰν ἄνδρας τὴν ὀσφύν σου ἐτοιμαζόμενος πρὸς σπουδαῖον ἔργον, θὰ σὲ ἐρωτήσω δὲ ἐγώ, σὺ δὲ δίδε μου ἀπόκρισιν.
8 μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρίμα. οἴει δέ με ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἢ ἵνα ἀναφανῇς δίκαιος; 8 Μη αρνείσαι και δεν ημπορείς να αρνηθής την δικαίαν απόφασίν μου και ενέργειαν σχετικώς πρυς σέ. Νομίζεις ότι δι' άλλον λόγον ενήργησα εγώ δια σέ, ει μη μόνον δια να αναδειχθής δίκαιος; 8 Μὴ ἀρνῆσαι τὴν δικαίαν μου κρίσιν καὶ ἐνέργειαν· νομίζεις δέ, ὅτι πρὸς ἄλλον σκοπὸν ἐνήργησα διὰ σὲ παρὰ διὰ νὰ ἀναδειχθῇς δίκαιος;
9 ἦ βραχίων σοί ἐστι κατὰ τοῦ Κυρίου, ἢ φωνῇ κατ᾿ αὐτὸν βροντᾷς; 9 Μηπως ο ιδικός σου βραχίων είναι τόσον ισχυρός, ώστε να υψωθή και να συγκριθή με τον παντοδύναμον βραχίονα του Κυρίου; Η η φωνή σου ομοιάζει με την φωνήν του, η οποία είναι ως η βροντή; 9 Ἢ ὑπάρχει εἰς σὲ βραχίων δυνάμεως, ποὺ νὰ δύναται νὰ συγκριθῇ πρὸς τὸν βραχίονα τοῦ Κυρίου, ἢ μὲ τὴν φωνήν σου βροντᾷς καὶ σὺ ἐνώπιον αὐτοῦ;
10 ἀνάλαβε δὴ ὕψος καὶ δύναμιν, δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίασαι. 10 Σηκωσε, λοιπόν, το ανάστημά σου, πάρε επάνω σου την δύναμίν σου, ενδύσου δόξαν και τιμήν, 10 Πάρε λοιπὸν ἐπάνω σου, ἂν ἔχῃς τόσον βραχίονα καὶ τόσην φωνήν, ὕψος καὶ δύναμιν, ἐνδύθητι δὲ δόξαν καὶ τιμήν.
11 ἀπόστειλον δὲ ἀγγέλους ὀργῇ, πάντα δὲ ὑβριστὴν ταπείνωσον· 11 στείλε, αν ημπορής, τους αγγέλους σου με εντολήν και οργήν, ταπείνωσε δε κάθε αλαζόνα και ασεβή. 11 Ἀπόστειλον δὲ ἀγγέλους μὲ ὁρμὴν καὶ ἀκατάσχετον δραστικότητα, ταπείνωσε δὲ κάθε ἀλαζόνα καὶ βλάσφημον.
12 ὑπερήφανον δὲ σβέσον, σῆψον δὲ ἀσεβεῖς παραχρῆμα, 12 Σβήσε και εξάλειψε από προσώπου της γης κάθε υπερήφανον. Φέρε αμέσως σήψιν και αποσύνθεσιν στους ασεβείς. 12 Ἐξάλειψε δὲ καὶ σβῆσε κάθε ὑπερήφανον, φέρε δὲ αὐτοστιγμεῖ τὴν σαπίλαν καὶ διάλυσιν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς.
13 κρύψον δὲ εἰς γῆν ὁμοθυμαδόν, τὰ δὲ πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας ἔμπλησον· 13 Θαψε τους και κρύψε τους όλους μαζή εις την γην, τα δε πρόσωπά των γέμισέ τα από καταισχύνην και εξευτελισμόν. 13 Θάψε τους δὲ εἰς τὴν γῆν ὅλους μαζί, τὰ δὲ πρόσωπά των γέμισέ τα ἀπὸ ἀτιμίαν καὶ καταισχύνην.
14 ὁμολογήσω ὅτι δύναται ἡ δεξιά σου σῶσαι. 14 Τοτε θα διακηρύξω και εγώ, ότι η δεξιά σου δύναται να σε σώση από κινδύνους. 14 Τότε θὰ ὁμολογήσω, ὅτι ἔχει τὴν δύναμιν ἡ δεξιά σου νὰ σοῦ ἐξασφαλίσῃ τὴν σωτηρίαν καὶ τὸν θρίαμβον.
15 ἀλλὰ δὴ ἰδοὺ θηρία παρά σοι, χόρτον ἴσα βουσὶν ἐσθίουσιν. 15 Ιδού όμως ότι θηρία μεγάλα πλησίον σου τρώγουν τον χόρτον ωσάν βόϊδια. 15 Ἀλλ' ἰδοὺ λοιπὸν πλησίον σου δημιουργηθὲν μετὰ σοῦ ἐν ἐκ τῶν θηρίων μεγάλης δυνάμεως, ὁ ἱπποπόταμος, ποὺ τρώγει χόρτον ὅσον καὶ τὰ βόδια.
16 ἰδοὺ δὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀσφύϊ, ἡ δὲ δύναμις αὐτοῦ ἐπ᾿ ὀμφαλοῦ γαστρός· 16 Ιδού εις ένα από αυτά, στον ιπποπόταμον, η δύναμίς του ευρίσκεται εις την οσφύν του και την καθιστά ισχυράν και αλύγιστον. Μαλιστα δε η δύναμίς του είναι στον ομφαλόν της κοιλίας του. 16 Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ δύναμίς του ὑπάρχει εἰς τὴν ὀσφὺν καὶ τὸν κάνει ἀλύγιστον, εἶναι δὲ ἀκόμη ἡ δύναμίς του εἰς τοὺς μῦς καὶ τὸν ὀμφαλὸν τῆς κοιλίας του.
17 ἔστησεν οὐρὰν ὡς κυπάρισσον, τὰ δὲ νεῦρα αὐτοῦ συμπέπλεκται· 17 Υψώνει την ουράν του, που είναι υψηλή και ευθεία όπως το κυπαρίσσι. Τα νεύρα του συμπλέκονται μεταξύ των. 17 Στήνει τὴν οὐράν του σὰν κυπαρίσσι, τὰ νεῦρα δὲ τῶν μηρῶν του εἶναι συμπλεγμένα καὶ σφιγμένα.
18 αἱ πλευραὶ αὐτοῦ πλευραὶ χάλκειαι, ἡ δὲ ράχις αὐτοῦ σίδηρος χυτός. 18 Τα πλευρά του είναι ισχυρά ωσάν χαλκός και η ράχις του είναι ωσάν χυτός σίδηρος. 18 Αἱ πλευραί του εἶναι πλευραὶ χάλκιναι, ἡ ράχις του δὲ εἶναι σκληρὰ σὰν σίδηρος σφυρηλατημένος.
19 τοῦτ᾿ ἔστιν ἀρχὴ πλάσματος Κυρίου, πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ. 19 Το θηρίον δηλαδή αυτό, ο ιπποπόταμος, είναι θαυμαστόν πλάσμα του Κυρίου. Δημιούργημα τόσον ισχυρόν, ώστε μόνον υπό των αγγέλων του Θεού είναι δυνατόν να περιπαίζεται. 19 Μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἱπποπόταμος εἶναι ἐκλεκτὸν καὶ θαυμαστὸν πλάσμα τοῦ Κυρίου, φτιασμένον νὰ περιγελᾶται καὶ νὰ περιπαίζεται ἀπὸ τοὺς ἀσυγκρίτως δυνατωτέρους του ἀγγέλους τοῦ Κυρίου.
20 ἐπελθὼν δὲ ἐπ᾿ ὄρος ἀκρότομον ἐποίησε χαρμονὴν τετράποσιν ἐν τῷ ταρτάρῳ. 20 Οταν δια την ανεύρεσιν της τροφής του εξέρχεται από τον ποταμόν και ανέρχεται εις απόκρημνον λόφον, που έχει χλόην, προκαλεί χαράν εις τα τετράποδα, τα οποία ευρίσκονται κάτω εις την πεδιάδα. 20 Ὅταν δὲ ἐλλείψει τροφῆς εἰς τὴν πεδιάδα ἀναγκάζεται νὰ ἀνέλθῃ ἐπὶ ὄρους ἀποτόμου διὰ νὰ χορτασθῇ ἀπὸ τὴν ἐκεῖ φυομένην χλόην, κατερχόμενος εἶτα εἰς τὴν πεδιάδα προκαλεῖ χαρὰν εἰς τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα κτήνη.
21 ὑπὸ παντοδαπὰ δένδρα κοιμᾶται, παρὰ πάπυρον καὶ κάλαμον καὶ βούτομον. 21 Κοιμάται κάτω από διάφορα δένδρα, πλησίον στο παπύρι, εις τα καλάμια και εις τα ψαθιά. 21 Κάτω ἀπὸ παντὸς εἴδους δένδρα κοιμᾶται, πλησίον παπύρου καὶ καλάμης καὶ λιμναίων φυτῶν.
22 σκιάζονται δὲ ἐν αὐτῷ δένδρα μεγάλα σὺν ραδάμνοις καὶ κλῶνες ἀγροῦ. 22 Ριπτούν επάνω εις αυτόν την σκιαν των δένδρα μεγάλα και τρυφερά βλαστάρια και κλώνοι, που υψώνονται στους αγρούς. 22 Ρίπτουν δὲ τὴν σκιάν τους εἰς αὐτὸν δένδρα μεγάλα μαζὶ μὲ κλάδους τρυφεροὺς καὶ κλώνους τοῦ ἀγροῦ.
23 ἐὰν γένηται πλήμμυρα, οὐ μὴ αἰσθηθῇ· πέποιθεν ὅτι προσκρούσει ὁ ᾿Ιορδάνης εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ. 23 Εάν πλημμυρίση ο ποταμός, αυτός δεν θα αισθανθή τίποτε. Εχει πεποίθησιν εις την δύναμίν του και όταν ακόμα προσκρούση στο στόμα του ο Ιορδάνης ποταμός. 23 Ἐὰν γίνῃ πλημμύρα, δὲν θὰ τὴν αἰσθανθῇ οὔτε θὰ ἐνοχληθῇ ἀπὸ αὐτήν· διατηρεῖ τὸ θάρρος καὶ τὴν αὐτοπεποίθησίν του, καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς πέσῃ μὲ ὁρμὴν εἰς τὸ στόμα του μὲ κίνδυνον νὰ τὸν πνίξῃ.
24 ἐν τῷ ὀφθαλμῷ αὐτοῦ δέξεται αὐτόν, ἐνσκολιευόμενος τρήσει ρῖνα. 24 Εάν ημπορή κανείς, ας τον συλλάβη φανερά ενεργών. Η ας διατρυπήση, αν ημπορή, το ρύγχος του χρησιμοποιών προς τούτο παγιδευτικά μέσα. 24 Ὅποιος μπορεῖ, ἂς τὸν συλλάβῃ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ἀποπειρώμενος τὴν σύλληψιν κατ’ εὐθεῖαν καὶ διὰ φανερὰς ἐνεργείας, ἂς διατρυπήσῃ δὲ τὴν μύτην του, ἔστω καὶ μὲ παγιδευτικὰ καὶ σκολιὰ μέσα.
25 ἄξεις δὲ δράκοντα ἐν ἀγκίστρῳ, περιθήσεις δὲ φορβαίαν περὶ ρῖνα αὐτοῦ; 25 Ημπορείς συ να συλλάβης τον δράκοντα τον μεγάλον, τον κροκόδειλον, με άγκιστρον, να βάλης δε γύρω από το ρύγχος του χαλινάρι; 25 Θὰ ἑλκύσῃς δὲ τὸν κροκόδειλον μὲ ἄγκιστρον, θὰ βάλῃς δὲ γύρω ἀπὸ τὴν μύτην του καπίστριον;
26 εἰ δήσεις κρίκον ἐν τῷ μυκτῆρι αὐτοῦ, ψελλίῳ δὲ τρυπήσεις τὸ χεῖλος αὐτοῦ; 26 Μηπως και ημπορείς να δέσης κρίκον στους ρώθωνάς του, να τρυπήσης δε το χείλος του και να του περάσής χαλκάν; 26 Ἢ μήπως θὰ προσδέσῃς κρίκον εἰς τὸν μυκτῆρα του, θὰ τρυπήσῃς δὲ μὲ μεταλλίνην χαλκάδα τὸ χεῖλος του;
27 λαλήσει δέ σοι δεήσει, ἱκετηρίᾳ μαλακῶς; 27 Μηπως αυτός τρέμων την δύναμίν σου θα σου ομιλήση ικετευτικά, μαλακά και ήρεμα; 27 Θὰ σοῦ ὁμιλήσῃ δὲ οὗτος μὲ δέησιν καὶ μὲ μακρὰν ἱκεσίαν μαλακὰ καὶ ἥμερα;
28 θήσεται δὲ μετὰ σοῦ διαθήκην; λήψῃ δὲ αὐτὸν δοῦλον αἰώνιον; 28 Μηπως και θα θελήση να συνάψη μαζή σου σύμφωνον φιλίας; Μηπως και έχεις την δύναμιν να τον πάρής και να τον κρατήσης παντοτεινόν δούλον σου; 28 Θὰ συνάψῃ δὲ μαζί σου συνθήκην; Θὰ τὸν παραλάβῃς δὲ δοῦλον παντοτεινόν;
29 παίξῃ δὲ ἐν αὐτῷ ὥσπερ ὀρνέῳ ἢ δήσεις αὐτὸν ὥσπερ στρουθίον παιδίῳ; 29 Θα παίξης, τάχα, μαζή του όπως παίζεις με ένα πουλί η ημπορείς να τον δέσης, όπως δένεις ένα σπουργίτην, που τον δίνεις στο παιδί για να παίζη; 29 Θὰ παίξῃς δὲ μαζί του, ὅπως παίζεις μὲ ὄρνεον; Ἡ θὰ τὸν δέσῃς σὰν σπουργίτην, διὰ νὰ τὸν δώσῃς εἰς παιδίον νὰ τὸν κρατῇ καὶ νὰ παίζῃ μὲ αὐτόν;
30 ἐνσιτοῦνται δὲ ἐν αὐτῷ ἔθνη, μεριτεύονται δὲ αὐτὸν Φοινίκων ἔθνη; 30 Τρέφονται από τας σάρκας του έθνη, οι δε εμπορικοί λαοί των Φοινίκων κόπτουν αυτόν εις μεγάλα τεμάχια και τον εμπορεύονται. 30 Χρησιμοποιοῦν δὲ ὡς τροφὴν τὰς σάρκας του οἱ ἐθνικοί, κόπτουν δὲ αὐτὸν εἰς μερίδας καὶ τεμάχια σὰν τὰ χονδρὰ ψάρια πρὸς ἐμπορίαν οἱ διεξάγοντες τὸ ἐμπόριον λαοὶ τῶν Φοινίκων;
31 πᾶν δὲ πλωτὸν συνελθὸν οὐ μὴ ἐνέγκωσι βύρσαν μίαν οὐρᾶς αὐτοῦ καὶ ἐν πλοίοις ἁλιέων κεφαλὴν αὐτοῦ. 31 Οποιοδήποτε πλοίον και αν έλθη, δεν θα ημπορέσή ούτε το δέρμα της ουράς του να σηκώση. Και εις τα πλοιάρια των αλιέων δεν θα καταστή δυνατόν να φέρουν ζωντανήν την κεφαλήν του. 31 Ὅλα δὲ τὰ πλοῖα δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ ἀποσπάσουν καὶ νὰ φέρουν ἐν δέρμα κροκοδείλου, ὄχι ὁλόκληρον, ἀλλὰ τμῆμα ἐκ τῆς ὀλιγώτερον ἐπικινδύνου οὐρᾶς του, καὶ εἰς πλοῖα ἁλιέων δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ κόψουν ἀπὸ ζῶντα κροκόδειλον τὴν κεφαλὴν καὶ νὰ φέρουν ταύτην.
32 ἐπιθήσεις δὲ αὐτῷ χεῖρα μνησθεὶς πόλεμον τὸν γινόμενον ἐν σώματι αὐτοῦ, καὶ μηκέτι γινέσθω. 32 Εάν δε τολμήσης και βάλης το χέρι σου επάνω εις αυτόν, θα ενθυμηθής τον αγώνα, που γίνεται στο σώμα του, και θα είπης· Ποτέ πλέον να μη γίνη τέτοιος αγών κατά του κροκοδείλου. 32 Ἐὰν δὲ βάλῃς ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα σου, ὅταν θὰ ἐνθυμηθῇς ἔπειτα τὸν πόλεμον, ποὺ γίνεται εἰς τὸ σῶμα του, θὰ εἴπῃς; «Ποτὲ πλέον νὰ μὴ γίνῃ ἀγὼν μετὰ κροκοδείλου».