Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (ΛΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΥ μὴν δὲ ἀλλὰ ἄκουσον, ᾿Ιώβ, τὰ ρήματά μου καὶ λαλιὰν ἐνωτίζου μου· 1 Ακουσε, λοιπόν, και συ Ιώβ τα λόγια μου. Δώσε προσοχήν εις αυτά, τα οποία θα είπω. 1 Οὐχὶ δὲ μόνον σεῖς, οἱ τρεῖς φίλοι, ἀλλὰ καὶ σύ, ὦ Ἰώβ, ἄκουσε τοὺς λόγους μου καὶ δέχθητι εἰς τὸ βάθος τῶν αὐτιῶν σου αὐτὰ ποὺ θὰ λαλήσω.
2 ἰδοὺ γὰρ ἤνοιξα τὸ στόμα μου, καὶ ἐλάλησεν ἡ γλῶσσά μου. 2 Ιδού, ήνοιξα το στόμα μου και η γλώσσα πλέον θα αρχίση να ομιλή. 2 Ἄκουσέ με, διότι, ὅπως βλέπεις, ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἤρχισε νὰ λαλῇ ἡ γλῶσσά μου.
3 καθαρά μου ἡ καρδία ρήμασι, σύνεσις δὲ χειλέων μου καθαρὰ νοήσει. 3 Από καθαράν και απροκατάληπτον καρδίαν θα εξέλθουν τα λόγια μου. Τα δε συνετά λόγια, που θα βγουν από τα χείλη μου, θα είναι καθαρά και ξάστερα, ώστε εύκολα να τα κατανόηση κανείς. 3 Ἢ καρδία μου δὲ εἶναι ἀνιδιοτελὴς καὶ καθαρὰ ἀπὸ κάθε προκατάληψιν καὶ συνεπῶς καὶ οἱ λόγοι μου θὰ εἶναι εἰλικρινεῖς, ἡ δὲ συνετὴ καὶ ἐκ γνώσεως τῶν πραγμάτων προερχομένη γνώμη, ποὺ θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὰ χείλη μου, εἶναι καθαρὰ κατὰ τὴν ἀντίληψιν καὶ νόησιν.
4 πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσάν με, πνοὴ δὲ Παντοκράτορος ἡ διδάσκουσά με. 4 Το Πνεύμα του Θεού με εδημιούργησε, η πνοή δε και η έμπνευσις Κυρίου του Παντοκράτορας είναι αυτή, που που με διδάσκει. 4 Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐδημιούργησεν, ἡ πνοὴ δὲ καὶ ἔμπνευσις τοῦ Παντοκράτορος μὲ διδάσκει.
5 ἐὰν δύνῃ, δός μοι ἀπόκρισιν πρὸς ταῦτα· ὑπόμεινον, στῆθι κατ᾿ ἐμὲ καὶ ἐγὼ κατὰ σέ. 5 Εάν βέβαια ημπορρής, δος μου ελεύθερα απάντησιν εις αυτά. Μονον δείξε υπομονήν καθ' ον χρόνον θα ομιλώ. Στάσου σταθερά απέναντί μου, όπως και εγώ θα σταθώ απέναντί σου. 5 Ἐὰν δύνασαι νὰ ἀντείπῃς εἰς ὅσα θὰ εἴπω, δός μου ἐλευθέρως ἀπάντησιν εἰς αὐτά· μόνον δεῖξε ὑπομονὴν εἰς αὐτά, ὥστε ψυχραίμως νὰ τὰ κρίνῃς· στάσου σταθερὰ ἐμπρός μου καὶ ἐγὼ οὕτω θὰ σταθῶ ἐμπρός σου.
6 ἐκ πηλοῦ διήρτισαι σὺ ὡς καὶ ἐγώ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ διηρτίσμεθα. 6 Είμεθα και οι δυο ίσοι. Από πηλόν έχεις πλασθή συ, όπως και εγώ. Από την ίδια λάσπη έχομεν πλασθή και απαρτισθή και οι δυο μας. 6 Εἴμεθα καὶ οἱ δύο μας ἴσοι.Ἀπὸ πηλὸν ἔχεις πλασθῆ σύ, ὅπως καὶ ἐγώ, ἀπὸ τὸν αὐτὸν πηλὸν ἔχομεν συναρμολογηθῆ καὶ οἱ δύο.
7 οὐχ ὁ φόβος μού σε στροβήσει, οὐδὲ ἡ χείρ μου βαρεῖα ἔσται ἐπὶ σοί. 7 Δεν θέλω να σε ταράξη ο φόβος μου, ούτε και το χέρι μου να πέση βαρύ επάνω σου. 7 Δὲν θὰ σὲ συγχύσῃ ὁ φόβος μου, οὔτε ἡ δύναμις τῆς χειρός μου θὰ πέσῃ ἐπὶ σοῦ βαρεῖα, ὥστε διὰ τοῦ φόβου ἢ διὰ βίας τινὸς νὰ σὲ πείσω.
8 πλὴν εἶπας ἐν ὠσί μου, φωνὴν ρημάτων σου ἀκήκοα, 8 Πρέπει όμως να ομιλήσω, διότι με τα ίδια μου τα αυτιά άκουσα όσα είπες. Τους λόγους της ιδικής σου φωνής ήκουσα, 8 Ὅμως πλανώμενος εἶπες εἰς τὰ αὐτιά μου· ἔχω ἀκούσει τὴν φωνὴν τῶν ἐσφαλμένων λόγων σου· διότι εἶπες:
9 διότι λέγεις· καθαρός εἰμι οὐχ ἁμαρτών, ἄμεμπτός εἰμι, οὐ γὰρ ἠνόμησα. 9 διότι διεκήρυξες· Εγώ είμαι καθαρός, δεν έχω αμαρτήσει, είμαι άμεμπτος, δεν παρέβην τον νόμον του Κυρίου. 9 «Εἶμαι καθαρός, διότι δὲν ἡμάρτησα· εἶμαι ἄμεμπτος καὶ χωρὶς ψεγάδι, διότι δὲν παρέβην τὸν θεῖον νόμον.
10 μέμψιν δὲ κατ᾿ ἐμοῦ εὗρεν, ἥγηται δέ με ὥσπερ ὑπεναντίον· 10 Ο Κυριος όμως εύρεν εναντίον μου μομφήν και κατηγορίαν. Με εθεώρησεν ως εχθρόν του. 10 Κατηγορίαν δὲ καὶ μομφὴν ἐναντίον μου εὗρεν ὁ Κύριος· μὲ ἔχει δὲ νομίσει ὡς ἐχθρόν του, παρὰ τὸ ὅτι ὑπῆρξα εὐλαβὴς καὶ ὑπήκοος εἰς αὐτόν.
11 ἔθετο δὲ ἐν ξύλῳ τὸν πόδα μου, ἐφύλαξε δέ μου πάσας τὰς ὁδούς· 11 Εκλεισεν στο βασανιστικόν ξύλον τα πόδια μου, ώστε να μη μπορώ να κινηθώ. Εφρούρησε όλους τους δρόμους, από τους οποίους, τυχόν, θα διηρχόμην. 11 Ἔθεσε δὲ τὸν πόδα μου μέσα εἰς τὸ τιμωρητικὸν ὄργανον, ποὺ λέγεται ξύλον, καὶ τὸν ἔσφιξεν ἐκεῖ, ὥστε νὰ μὴ δύναμαι νὰ κινηθῶ, ἐφρούρησε δὲ ὅλους τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ ἐπερνοῦσα».
12 πῶς γὰρ λέγεις· δίκαιός εἰμι, καὶ οὐκ ἐπακήκοέ μου; αἰώνιος γάρ ἐστιν ὁ ἐπάνω βροτῶν. 12 Πως λέγεις· είμαι δίκαιος και όμως ο Κυριος δεν με έχει εισακούσει; Αιώνιος είναι ο Κυριος, ανώτερος από όλους τους θνητούς της γης. Με απεριόριστα δικαιώματα επάνω όλων. 12 Τὰ παράπονά σου ὅμως αὐτὰ εἶναι ἄδικα.Διότι πῶς λέγεις· «εἶμαι δίκαιος, καὶ ὅμως δὲν ἔχει ἐπακούσει ὁ Θεὸς τὰς δεήσεις μου»; Ὁ λόγος σου αὐτὸς εἶναι ἄτοπος.Διότι Αὐτός, ποὺ εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τοὺς θνητούς, δὲν εἶναι ὅμοιος πρὸς τοὺς θνητοὺς κυριάρχους τῆς γῆς, ἀλλ’ εἶναι αἰώνιος.
13 λέγεις δέ· διατί τῆς δίκης μου οὐκ ἐπακήκοέ μου πᾶν ρῆμα; 13 Συ λέγεις· Διατί, όταν ο Κυριος με εδίκαζε, δεν είχεν ακούσει κανένα από τους λόγους υπερασπίσεώς μου, που είπα; 13 Λέγεις δέ: «Διατὶ ὁσάκις μὲ ἐδίκασε, δὲν ἔχει ἐπακούσει κανένα ἀπὸ τοὺς λόγους, ποὺ τοῦ εἶπα;»
14 ἐν γὰρ τῷ ἅπαξ λαλῆσαι ὁ Κύριος, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ 14 Αβάσιμον το παράπονόν σου, διότι ο Κυριος απαντά και πρώτην και δεύτερον φοράν, κατά τον ένα η τον άλλον τρόπον. 14 Καὶ τὸ παράπονόν σου αὐτὸ εἶναι ἀβάσιμον, διότι ὁ Θεός, ἀφοῦ λαλήσῃ ἅπαξ, λαλεῖ καὶ δευτέραν φορὰν
15 ἐνύπνιον, ἢ ἐν μελέτῃ νυκτερινῇ, ὡς ὅταν ἐπιπίπτῃ δεινὸς φόβος ἐπ᾿ ἀνθρώπους ἐπὶ νυσταγμάτων ἐπὶ κοίτης. 15 Παραδείγματος χάριν με ενύπνιον η με σκέψεις και μελέτας, που προκαλούν στους ανθρώπους νυκτεριναί οπτασίαι, όταν κατά τον ύπνον των επιπίπτη μεγάλος φόβος στους ανθρώπους· κατά τας ώρας, που νυσταγμένοι απλώνονται εις την κλίνην των. 15 μὲ ἐνύπνιον, ἢ μὲ σκέψεις καὶ μελέτην, ποὺ προκαλοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὀπτασίαι νυκτεριναί, ὅπως συμβαίνει, ὅταν ἐπέρχεται κατὰ τὸν βαθὺν ὕπνον τῶν δεινὸς φόβος εἰς τοὺς ἀνθρώπους, κατὰ τὰς ὥρας τῶν νυσταγμῶν των εἰς τὴν κλίνην των.
16 τότε ἀνακαλύπτει νοῦν ἀνθρώπων, ἐν εἴδεσι φόβου τοιούτοις αὐτοὺς ἐξεφόβησεν 16 Τοτε αποκαλύπτει και φωτίζει τον νουν των ανθρώπων και αφού τους καταπλήξη και τους εκφοβίση με τέτοια είδη φόβων, αποκαλύπτει και εντυπώνει εις αυτούς την αλήθειαν· 16 Τότε διὰ τῶν μέσων αὐτῶν ἐλευθερώνει τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ κάλυμμα, ποὺ τοὺς ἐμποδίζει νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθειαν, καὶ μὲ τὰ τοιαῦτα εἴδη τοῦ φόβου ἐκφοβίζει αὐτοὺς καὶ ἐντυπώνει βαθέως τὰς ἀποκαλύψεις του.
17 ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἀπὸ ἀδικίας, τὸ δὲ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ πτώματος ἐρρύσατο. 17 με κύριον σκοπόν να απομακρύνη τον άνθρωπον από την αμαρτίαν, το δε σώμα του και τον όλον εαυτόν του να τον γλυτώση από σοβαράς και θανασίμους πτώσεις. 17 Σκοπός του δὲ εἶναι νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν οὕτω παιδευόμενον ἄνθρωπον ἀπὸ πᾶν εἶδος ἀδικίας, τὸ σῶμα του δὲ καὶ ὅλον τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπὸ πτῶσιν σοβαράν.
18 ἐφείσατο δὲ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀπὸ θανάτου καὶ μὴ πεσεῖν αὐτὸν ἐν πολέμῳ. 18 Να λυπηθή και προφυλάξη την ζωήν του από τον θάνατον και να τον περιφρουρήση, ώστε να μη πέση νεκρός κατά τον πόλεμον. 18 Νὰ φεισθῇ δὲ καὶ νὰ προφυλάξῃ τὴν ψυχήν του ἀπὸ τὸν πνευματικὸν θάνατον καὶ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ πέσῃ νεκρὸς εἰς πόλεμον ἢ εἰς ὁποιανδήποτε σύγκρουσιν καὶ φιλονικίαν.
19 πάλιν δὲ ἤλεγξεν αὐτὸν ἐπὶ μαλακίᾳ ἐπὶ κοίτης καὶ πλῆθος ὀστῶν αὐτοῦ ἐνάρκησε· 19 Ο Κυριος, οχι μόνον με όνειρα και οπτασίες καθοδηγεί τον άνθρωπον, αλλά και τον θλίβει και τον παιδαγωγεί δια μέσου των θλίψεων, εξαπλώνων αυτόν ασθενή επάνω εις την κλίνην του, ώστε να αδρανούν όλα τα κόκκαλά του. 19 Πάλιν δὲ τιμωρεῖ καὶ παιδαγωγεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος ἐπάνω εἰς τὴν ἀσθένειαν, τὴν ὁποίαν περνᾷ εἰς τὸ κρεββάτι καὶ διὰ τῆς ὁποίας τοῦ μουδιάζει τὸ πλῆθος τῶν ὀστῶν του.
20 πᾶν δὲ βρωτὸν σίτου οὐ μὴ δύνηται προσδέξασθαι καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ βρῶσιν ἐπιθυμήσει, 20 Κατά το διάστημα της ασθενείας του και εξ αιτίας της ασθενείας του, κάθε φαγώσιμον δεν ημπορεί να το δεχθή και να το φάγη. Η ψυχή του θα επιθυμή τροφήν, αλλά δεν θα έχη όρεξιν να την φάγη, 20 Κάθε δὲ φαγώσιμον ἀπὸ σῖτον λόγῳ τῆς ἀσθενείας δὲν δύναται νὰ τὸ δεχθῇ καὶ νὰ τὸ φάγῃ, καὶ ἡ ψυχή του θὰ ἐπιθυμῇ τροφήν, ἀλλ’ ὅταν ἐγγίζουν τὰ χείλη του εἰς αὐτήν, θὰ δοκιμάζῃ ἀηδίαν.
21 ἕως ἂν σαπῶσιν αὐτοῦ αἱ σάρκες καὶ ἀποδείξῃ τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ κενά· 21 μέχρις ότου από την ασθένειαν και την ασιτίαν εξαντληθή ο άνθρωπος, πέσουν τα πάχη και αι πολλαί σάρκες και φανέρωση η ασθένεια του τα κόκκαλά του ολοφάνερα κάτω από το δέρμα. 21 Καὶ ἡ ἀπὸ τῆς ἀσθενείας ἐξάντλησις παρατείνεται, ἕως ὅτου φθαροῦν αἱ πολλαὶ σάρκες τοῦ ἀσθενοῦς καὶ φανερώσῃ ἡ ἀσθένεια τὰ ὀστᾶ του κενὰ ἀπὸ σάρκας, ὥστε νὰ δύνανται ταῦτα νὰ μετρηθοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ δέρμα, τὸ ὁποῖον τὰ καλύπτει.
22 ἤγγισε δὲ εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, ἡ δὲ ζωὴ αὐτοῦ ἐν ᾅδη. 22 Ετσι δε η ψυχή του πλησιάζει προς τον θάνατον και η ζωή του εγγίζει στον άδην. 22 Πλησιάζει δὲ οὕτω ἡ ψυχή του εἰς τὸν θάνατον, ἡ δὲ ζωή του πλησιάζει εἰς τὸν Ἅδην.
23 ἐὰν ὦσι χίλιοι ἄγγελοι θανατηφόροι, εἷς αὐτῶν οὐ μὴ τρώσῃ αὐτόν· ἐὰν νοήσῃ τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸς Κύριον, ἀναγγείλῃ δὲ ἀνθρώπῳ τὴν ἑαυτοῦ μέμψιν, τὴν δὲ ἄνοιαν αὐτοῦ δείξῃ, 23 Εάν υπάρχουν πάρα την κλίνην του χίλιοι άγγελοι από εκείνους, που έχουν ως έργον και αποστολήν να φέρουν τον θάνατον, κανείς από αυτούς δεν θα τον πληγώση και δεν θα τον θανατώση, αρκεί μόνον αυτός να συναισθανθή με την καρδία του και επιστρέψη δια της μετανοίας προς τον Κυριον, ομολογηση δε εις κάθε άνθρωπον την αξίαν μομφής και καταδίκης συμπεριφοράν του, δείξη δε φανερά την ασύνετον διαγωγήν του απέναντι του Θεού. 23 Ἐὰν ὑπάρχουν παρὰ τὴν κλίνην τῆς ἀσθενείας του χίλιοι ἄγγελοι ἐξ ἐκείνων, ποὺ ἔχουν ἀποστολὴν νὰ ἐπιφέρουν τὸν θάνατον, οὔτε ἕνας ἐξ αὐτῶν δὲν θὰ πληγώσῃ αὐτὸν μόνον ἐὰν μὲ τὴν καρδίαν του καταλάβῃ νὰ ἐπιστραφῇ διὰ μετανοίας πρὸς τὸν Κύριον, διακηρύξῃ δὲ εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ τὸν ἐπισκέπτεται, τὴν συμπεριφοράν του τὴν ἀξίαν μέμψεως, δείξῃ δὲ καὶ καταστήσῃ φανερὰν τὴν κατὰ τὸ παρελθὸν ἀσύνετον καὶ ἄφρονα διαγωγήν του,
24 ἀνθέξεται τοῦ μὴ πεσεῖν εἰς θάνατον, ἀνανεώσει δὲ αὐτοῦ τὸ σῶμα ὥσπερ ἀλοιφὴν ἐπὶ τοίχου, τὰ δὲ ὀστᾶ αὐτοῦ ἐμπλήσει μυελοῦ· 24 Τοτε ο Θεός θα τον βαστάση και θα τον στήριξη, ώστε να μη πέση νεκρός. Θα ανανεώση δε αυτού το σώμα, όπως ανανεώνεται ο ασπριζόμενος τοίχος. Τα δε οστά του θα γεμίσουν από μυελόν. 24 τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν βαστάσῃ καὶ θὰ τὸν στηρίξῃ νὰ μὴ πέσῃ πεθαμένος εἰς τὸν τάφον, θὰ ξανακαινουργώσῃ δὲ τὰ σῶμα του, ὅπως τὸ νέον δι’ ἀσβεστώματος ἢ χρωματισμοῦ ἄσπρισμα τῆς παλαιωθείσης ἐπιφανείας τοίχου, τὰ ὀστᾶ του δὲ θὰ τὰ γεμίσῃ μυελὸν καὶ θὰ τὰ λιπάνῃ·
25 ἁπαλυνεῖ δὲ αὐτοῦ τὰς σάρκας ὥσπερ νηπίου, ἀποκαταστήσει δὲ αὐτὸν ἀνδρωθέντα ἐν ἀνθρώποις. 25 Τας εξηντλημένας και απεξηραμμένας σάρκας του θα τας θεραπεύση και θα τας καταστήση απαλας ο Κυριος, όπως του μικρού παιδιού. Θα αποκαταστήση δε αυτόν νέον άνδρα μεταξύ των άλλων ανθρώπων. 25 τὰς ξηρὰς δὲ καὶ ἀδυνάτους σάρκας του θὰ τὰς κάμῃ ἁπαλὰς σὰν τὰς σάρκας τοῦ νηπίου, θὰ ἀποκαταστήσῃ δὲ αὐτὸν ὑγιᾶ καὶ δυνατὸν ἄνδρα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
26 εὐξάμενος δὲ πρὸς Κύριον, καὶ δεκτὰ αὐτῷ ἔσται, εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ· ἀποδώσει δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην. 26 Οταν δε ευχηθή και απευθύνη δεήσεις προς τον Κυριον, θα γίνουν δεκτά τα αιτήματά του. Θα παρουσιασθή ενώπιον του Κυρίου με πρόσωπον ιλαρόν και χαρωπόν εκφράζων δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Θεόν. Εις τους αποδεχομένους κατ' αυτόν τον τρόπον την συνετήν παιδαγωγίαν, θα αποδώση ο Κυριος την δικαίωσιν και την αμοιβήν των δικαίων. 26 Θὰ εὐχηθῇ δὲ καὶ θὰ ἀπευθύνῃ δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ θὰ γίνουν δεκτὰ τὰ αἰτήματά του, θὰ προσέλθῃ δὲ πρὸς τὸν Κύριον μὲ πρόσωπον ἱλαρὸν καὶ χαρωπόν, μὲ ἐκδήλωσιν τῆς ἐσωτερικῆς του χαρᾶς καὶ διὰ λόγων, θὰ ἀποδώσῃ δὲ ὁ Θεὸς εἰς τοὺς οὕτω παιδαγωγουμένους ὑπ’ Αὐτοῦ τὴν ἀμοιβὴν τῶν δικαίων.
27 εἶτα τότε ἀπομέμψεται ἄνθρωπος αὐτὸς ἑαυτῷ λέγον· οἷα συνετέλουν καὶ οὐκ ἄξια ἤτασέ με ὧν ἥμαρτον. 27 Επειτα, υπό το φως της δικαιώσεως, ο άνθρωπος θα κατηγορήση ο ίδιος τον εαυτόν του λέγων· Ποία και πόσα έργα άξια κατακρίσεως δεν διέπραξα ενώπιον του Κυρίου, και ο Κυριος δεν με ετιμώρησεν ανάλογα με τας αμαρτίας μου! 27 Ἔπειτα, ὅταν θὰ δικαιωθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ἄνθρωπος οὗτος θὰ μεμφθῇ αὐτὸς ἑαυτὸν λέγων:«Ὁποῖα ἀξιοκατάκριτα ἔργα συνετέλουν, καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐτιμώρησεν ἀξίως τῶν ὅσων ἡμάρτησα.
28 σῶσον ψυχήν μου τοῦ μὴ ἐλθεῖν εἰς διαφθοράν, καὶ ἡ ζωή μου φῶς ὄψεται. 28 Σώσε, Κυριε, την ζωήν μου, δια να μη κατέλθω εις την φθοράν του τάφου και του άδου. Διότι με την ιδικήν σου χάριν και δύναμιν η ζωη μου θα ίδη πάλιν το φως της χαράς. 28 Σῶσον, Κύριε, τὴν ψυχήν μου, ἵνα μὴ ἔλθῃ εἰς τὸ σκότος καὶ τὴν φθορὰν τοῦ τάφου καὶ τοῦ Ἅδου, καὶ ἡ ζωή μου τότε θὰ παραταθῇ ἐν ἀπολαύσει τοῦ φωτὸς καὶ τῆς χαρᾶς, μακρὰν τοῦ σκοτεινοῦ τάφου».
29 ἰδοὺ ταῦτα πάντα ἐργᾶται ὁ ἰσχυρὸς ὁδοὺς τρεῖς μετὰ ἀνδρός. 29 Ιδού, όλα αυτά εργάζεται ο παντοδύναμος Κυριος. Πολλάς μεθόδους προς σωτηρίαν χρησιμοποιεί δι' ένα έκαστον άνθρωπον. 29 Ἰδοὺ ὅλα αὐτὰ ἐργάζεται ὁ ἰσχυρὸς Κύριος, χρησιμοποιῶν δι' ἕνα ἕκαστον ἄνθρωπον πολλὰς μεθόδους πρὸς σωτηρίαν.
30 καὶ ἐρρύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου, ἵνα ἡ ζωή μου ἐν φωτὶ αἰνῇ αὐτόν. 30 Και έτσι ο δια μέσου των θλίψεων και των άλλων ενεργειών του Θεού παιδαγωγηθείς και σωθείς άνθρωπος, αναφωνεί· εγλύτωσεν ο Θεός την ζωήν μου από τον θάνατον, ώστε η ζωη μου στο φως του παρόντος βίου να είναι γεμάτη από δοξολογίας προς αυτόν. 30 Καὶ ὁ παιδαγωγηθεὶς καὶ σωθεὶς ἀναφωνεῖ εὐγνωμόνως: «Ὁ Θεὸς ἐγλύτωσε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὸν θάνατον, οὕτως ὥστε ἡ ζωή μου εἰς τὸ φῶς τοῦ παρόντος βίου να εἶναι γεμάτη ἀπὸ αἴνους πρὸς Αὐτόν».
31 ἐνωτίζου, ᾿Ιώβ, καὶ ἄκουέ μου· κώφευσον, καὶ ἐγώ εἰμι λαλήσω. 31 Ανοιξε τα αυτιά σου, Ιώβ, και άκουσε αυτά, που σου λέγω. Σιώπα ως εάν είσαι κωφός. Εγώ είμαι εκείνος, που θα ομιλήσω. 31 Ἄνοιξε τὰ αὐτιά σου, Ἰώβ, καὶ ἄκουσε τοὺς λόγους μου· σιώπα, σὰν νὰ ἦσο κωφός, καὶ ἐγὼ εἶμαι ποὺ θὰ λαλήσω.
32 εἰ εἰσί σοι λόγοι, ἀποκρίθητί μοι· λάλησον, θέλω γὰρ δικαιωθῆναί σε. 32 Εάν όμως έχης λόγους να αποκριθής, απάντησέ μου. Ομίλησε, διότι θέλω να ακούσω τας δικαιολογίας σου και να σου αποδώσω το δίκαιον. 32 Ἐὰν ὑπάρχουν εἰς σὲ σκέψεις καὶ ἀντιρρήσεις εἰς ὅσα εἶπα, δός μου ἀπόκρισιν ὁμίλησε, διότι θέλω νὰ ἀναγνωρισθῇ τὸ δίκαιόν σου.
33 εἰ μή, σὺ ἄκουσόν μου· κώφευσον καὶ διδάξω σε σοφίαν. 33 Εάν όμως και δεν έχης τίποτε να είπης, άκουσέ με, σιώπα και εγώ θα διδάξω εις σε την αληθινήν σοφίαν”. 33 Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃς ἀντίρρησίν τινα, ἄκουσε ἐκεῖνα, ποὺ θὰ εἴπω· σιώπα, καὶ θὰ σὲ διδάξω θείαν σύνεσιν καὶ σοφίαν».