Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:53
Σελ. 10 ημ.
286-80
16ος χρόνος, 6083η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 (Λ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΝΥΝΙ δὲ κατεγέλασάν μου ἐλάχιστοι, νῦν νουθετοῦσί με ἐν μέρει ὧν ἐξουδένουν τοὺς πατέρας αὐτῶν, οὓς οὐχ ἡγησάμην ἀξίους κυνῶν τῶν ἐμῶν νομάδων. 1 Τωρα όμως με περιγελούν και οι νέοι ακόμη, άνθρωποι χωρίς κοινωνικήν αξίαν. Με νουθετούν εν τινί μέτρω εκείνοι, τους πατέρας των οποίων εγώ καταφρονούσα και δεν τους εθεωρούσα αξίους να συγκρίνω ούτε με τους κύνας των ποιμνίων μου. 1 Τώρα ὅμως, ποὺ δοκιμάζομαι, μὲ κατεξευτελίζουν καὶ μὲ περιγελοῦν καὶ αὐτοὶ οἱ πολὺ νέοι καὶ τὰ παιδιά, τώρα μὲ νουθετοῦν ἐν μέρει καὶ θέσει συμβούλου αὐτοί, τῶν ὁποίων τοὺς πατέρας ἐθεώρουν ἀξίους διὰ τίποτε, τοὺς ὁποίους ἐλογάριαζα ὅτι ἤξιζον ὅσον καὶ οἱ σκύλοι, ποὺ ἐφύλατταν τὰ ποίμνια καὶ τὰ κοπάδια μου.
2 καί γε ἰσχὺς χειρῶν αὐτῶν ἱνατί μοι; ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπώλετο συντέλεια. 2 Και πράγματι, εις τι θα μου ήτο χρήσιμος η δύναμις των χειρών των; Εις τίποτε. Διότι είχε χαθή και δεν υπήρχε πλέον εις αυτούς η σύνεσις και η δύναμις εις επιτέλεσιν και ολοκλήρωσιν καλού έργου. 2 Ἀληθῶς, ἡ δύναμις τῶν χειρῶν των εἰς τὶ θὰ μοῦ ἦτο χρήσιμος; Ἐχάθη κάτω ἀπὸ αὐτοὺς ἡ παίδευσις καὶ ἡ σύνεσις; Καὶ ὅταν λείπῃ ἡ κρίσις, τί ὠφελεῖ ἡ ἀκυβέρνητος τῶν χειρῶν δύναμις;
3 ἐν ἐνδείᾳ καὶ λιμῷ ἄγονος· οἱ φεύγοντες ἄνυδρον ἐχθὲς συνοχὴν καὶ ταλαιπωρίαν, 3 Ξηροί και άγονοι κατήντησαν, λόγω της πτωχείας και της πείνης των. Αυτοί έφυγαν προς χώραν προ πολλού καιρού άνυδρον και ξηράν και συνήντησαν εις αυτήν στενοχωρίαν και ταλαιπωρίαν· 3 Λόγῳ τῆς πτωχείας καὶ τῆς πείνης κατέστησαν σὰν τὴν γῆν τὴν ἄγονον, αὐτοὶ ποὺ ἔφευγον πρὸς τὴν πρὸ πολλοῦ ξηρὰν καὶ ἄνυδρον γῆν διὰ νὰ ἐμπέσουν εἰς στενοχώριαν καὶ ταλαιπωρίαν.
4 οἱ περικυκλοῦντες ἅλιμα ἐπὶ ἠχοῦντι, οἵτινες ἅλιμα ἦν αὐτῶν τὰ σῖτα, ἄτιμοι δὲ καὶ πεφαυλισμένοι, ἐνδεεῖς παντὸς ἀγαθοῦ, οἳ καὶ ρίζας ξύλων ἐμασσῶντο ὑπὸ λιμοῦ μεγάλου. 4 οι περιπλανώμενοι εις αλμυρούς παραλίους τόπους, όπου βοΐζουν τα κύματα της θαλάσσης και οι οποίοι ως μόνην των τροφήν είχαν τα αλμυρά εκεί χόρτα. Ασημοι δε και εξευτελισμένοι και εις αγρίαν κατάστασιν, στερούμενοι κάθε αγαθόν, και οι οποίοι ένεκα της μεγάλης πείνης των εμασσούσαν και αυτάς ακόμη τας ρίζας των δένδρων· 4 Αὐτοὶ ποὺ περιεκύκλωναν τὰ χόρτα τὰ ἁλμυρά, ποὺ φυτρώνουν εἰς πυκνοὺς θάμνους, οἱ ὁποῖοι βουΐζουν, ὅταν φυσᾷ ἄνεμος· οἱ ὁποῖοι ὡς μόνην τροφὴν εἶχον αὐτὰ τὰ ἄλιμα, ἐξηυτελισμένοι δὲ καὶ εἰς ἀγρίαν κατάστασιν, στερούμενοι κάθε ἀγαθόν, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς μεγάλης πείνης των ἐμασοῦσαν ἀκόμη καὶ ρίζας δένδρων.
5 ἐπανέστησάν μοι κλέπται, 5 αυτοί επανεστάτησαν εναντίον μου, δια να με κλέπτουν. 5 Ἐπαναστατοῦσαν ἐναντίον μου διὰ νὰ μὲ κλέπτουν
6 ὧν οἱ οἶκοι αὐτῶν ἦσαν τρῶγλαι πετρῶν, 6 Αυτοί των οποίων τα σπίτια ήσαν τρώγλαι εις τα σπήλαια των βράχων. 6 αὐτοί, τῶν ὁποίων τὰ σπίτια ἦσαν τρῶγλαι καὶ σπήλαια βράχων,
7 ἀνὰ μέσον εὐήχων βοήσονται· οἳ ὑπὸ φρύγανα ἄγρια διῃτῶντο, 7 Ανάμεσα στους αντηχούντας βράχους εφώναζαν ο ένας τον άλλον. Κατω από ξηρούς αγρίους θάμνους χώνονται και κατοικούν. 7 ἀναμέσον τῶν θάμνων σπρωχνόμενοι καὶ φιλονεικοῦντες, ποῖος νὰ ἁρπάξῃ περισσότερα ἅλιμα, φωνάζουν δυνατὰ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι χώνονται καὶ κατοικοῦν κάτω ἀπὸ ξηροὺς θάμνους καὶ ἄγρια φρύγανα.
8 ἀφρόνων υἱοὶ καὶ ἀτίμων, ὄνομα καὶ κλέος ἐσβεσμένον ἀπὸ γῆς. 8 Είναι παιδιά ανθρώπων, που δεν έχουν φρόνησιν και δεν απολαμβάνουν τιμήν· με σβησμένον εντελώς το όνομα και την δόξαν των από την γην. 8 Παιδιὰ γονέων, ποὺ οὔτε φρόνησιν εἶχαν, οὔτε τιμήν τινα ἀπελάμβαναν, μὲ σβησμένον ἐντελῶς ἀπὸ τὴν γῆν τὸ ὄνομά των καὶ τὸ τελευταῖον ἴχνος τῆς δόξης των.
9 νυνὶ δὲ κιθάρα ἐγώ εἰμι αὐτῶν, καὶ ἐμὲ θρύλλημα ἔχουσιν· 9 Τωρα όμως εγώ έγινα κιθάρα, με την οποίαν παίζουν και διασκεδάζουν. Με έχουν ως διασκεδαστικόν μολόγημα εις τας συζητήσεις των. 9 Τώρα ὅμως ἐγὼ ἔγινα ὄργανον, μὲ τὸ ὁποῖον παίζουν, καὶ μὲ ἔχουν παροιμιώδη καὶ διαφημιζόμενον περίγελων.
10 ἐβδελύξαντο δέ με ἀποστάντες μακρὰν ἀπὸ δὲ τοῦ προσώπου μου οὐκ ἐφείσαντο πτύελον. 10 Με εσιχάθησαν και απεμακρύνθησαν από εμένα. Δεν εδίστασαν δε να με πτύσουν κατά πρόσωπον με το σάλιο των εις έκφρασιν της καταφρονήσεώς των. 10 Μὲ ἀηδιάζουν δὲ καὶ μὲ σιχαίνονται στεκόμενοι μακρὰν ἀπὸ ἐμέ, δὲν τσιγκουνεύονται δὲ νὰ ριπτοῦν τὰ πτύελά των εἰς τὸ πρόσωπόν μου.
11 ἀνοίξας γὰρ φαρέτραν αὐτοῦ ἐκάκωσέ με, καὶ χαλινὸν τοῦ προσώπου μου ἐξαπέστειλαν. 11 Ολα δε αυτά, διότι ο Θεός ήνοιξε την φαρέτραν του, που περιείχε ταλαιπωρίας και πόνους δι' εμέ, και με εβασάνισε. Αυτοί δε οι άνθρωποι απέβαλαν κάθε χαλινόν και έγιναν θρασείς εναντίον μου. 11 Ὅλα δὲ αὐτὰ μοῦ συμβαίνουν, διότι ὁ Θεὸς ἀνοίξας τὴν φαρέτραν του μοῦ ἐπέφερε κακὰ καὶ πόνους πολλούς, αὐτοὶ δὲ ἀπέβαλον κάθε χαλινὸν καὶ ἐστράφησαν κατ’ ἐμοῦ μὲ ἀναίσχυντον πρόσωπον.
12 ἐπὶ δεξιῶν βλαστοῦ ἐξανέστησαν, πόδα αὐτῶν ἐξέτειναν καὶ ὡδοποίησαν ἐπ᾿ ἐμὲ τρίβους ἀπωλείας αὐτῶν. 12 Ιστανται αυτοί οι ευτελείς πλαγίως από εμέ εις τα δεξιά, απλώνουν τα πόδια των, δια να σκοντάψω, και με ωθούν προς δρόμους ολέθρου και καταστροφής. 12 Ὅταν ἤρχιζα κάπως νὰ ἀναβλαστάνω καὶ νὰ ἀνακουφίζωμαι, ἐξηγείροντο κατ’ ἐμοῦ ἀπὸ τὰ δεξιά μου, ἐξήπλωναν τοὺς πόδας των διὰ νὰ μὲ πεδικλώσουν νὰ σκοντάψω καὶ ἤνοιξαν δρόμους κατ’ ἐμοῦ διὰ νὰ μὲ καταστρέψουν.
13 ἐξετρίβησαν τρίβοι μου, ἐξέδυσαν γάρ μου τὴν στολήν· βέλεσιν αὐτοῦ κατηκόντισέ με, 13 Κατεστράφησαν οι δρόμοι μου, από τους οποίους θα ημπορούσα να διαφύγω τον όλεθρον. Διότι αυτοί με απεγύμνωσαν από τα αρχοντικά μου ενδύματα και από την δύναμίν μου. Ο δε Θεός με ηκόντισε και με επληγωσε με τα βέλη του. 13 Κατεστράφησαν οἱ ἰδικοί μου δρόμοι καὶ μοῦ ἀπεκλείσθη πᾶσα διέξοδος ὀλέθρου.Διότι αὐτοὶ μὲ ἀπεγύμνωσαν ἀπὸ κάθε ὁπλισμὸν καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά μου· καὶ ὁ Θεὸς μὲ κατεπλήγωσε μὲ τὰ βέλη τῶν δοκιμασιῶν.
14 κέχρηται δέ μοι ὡς βούλεται, ἐν ὀδύναις πέφυρμαι. 14 Με εχρησιμοποίησεν, όπως αυτός ηθέλησεν, ώστε να είμαι ζυμωμένος με τας οδύνας και τας ταλαιπωρίας. 14 Ἔχει δὲ κάμει κρίσιν μαζί μου καὶ μὲ κατεδίκασεν, ὅπως Αὐτὸς θέλει.Μὲ πόνους πολλοὺς ἔχω ζυμωθῆ.
15 ἐπιστρέφονταί μου αἱ ὀδύναι, ᾤχετό μου ἡ ἐλπὶς ὥσπερ πνεῦμα καὶ ὥσπερ νέφος ἡ σωτηρία μου. 15 Οι πόνοι μου διαρκώς επανέρχονται και εφορμούν εναντίον μου. Εχει χαθή κάθε ελπίς σωτηρίας, ωσάν τον άνεμον ο οποίος έρχεται και φεύγει. Η σωτηρία μου εχάθη ωσάν το παροδικόν νέφος. 15 Οἱ πόνοι μου ἐπιστρέφουν σὰν πνοὴ ἀνέμου φεύγει καὶ διαλύεται ἡ ἐλπίς μου, καὶ ὅπως φεύγει τὸ σύννεφον, ὅταν τὸ σπρώχνουν οἱ ἄνεμοι, ἔτσι φεύγει καὶ ἡ διάσωσίς μου ἀπὸ τὰς συμφοράς.
16 καὶ νῦν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐκχυθήσεται ἡ ψυχή μου, ἔχουσι δέ με ἡμέραι ὀδυνῶν· 16 Και τώρα έχει πλέον ατονήσει η ψυχή μου, ώστε υπάρχει φόβος να χυθή προς τα έξω και να σβήση. Ημέραι δε δυστυχίας και οδύνης με έχουν στενώς περικυκλώσει. 16 Καὶ τώρα ἔχει τόσον πολὺ παραλύσει ἡ ψυχή μου, ὥστε κινδυνεύει αὕτη νὰ χυθῇ ἔξω σὰν νερὸ καὶ νὰ μὲ περιλούσῃ πίπτουσα ἐπάνω μου· μὲ κατέχουν δὲ ἡμέραι πόνων.
17 νυκτί δέ μου τὰ ὀστᾶ συγκέχυται, τὰ δὲ νεῦρά μου διαλέλυται. 17 Κατά την νύκτα τα κόκκαλά μου, εξ αιτίας των πόνων, φαίνονται ότι έχουν εξαρθρωθή και ανακατεύονται τα νευρά μου από την πολλήν εξάντλησιν, σαν να έχουν διαλυθή. 17 Κατὰ δὲ τὴν νύκτα τὰ κόκκαλά μου ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πόνους μου φαίνονται, ὅτι ἐξαρθρώνονται καὶ ἀνακατεύονται, τὰ νεῦρα μου δὲ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐξάντλησιν εἶναι σὰν νὰ διελύθησαν.
18 ἐν πολλῇ ἰσχύϊ ἐπελάβετό μου τῆς στολῆς, ὥσπερ τὸ περιστόμιον τοῦ χιτῶνός μου περιέσχε με. 18 Ενεκα της δριμύτητος και της εκτάσεως της ασθενείας μου, το ένδυμά μου με έχει ισχυρώς περισφίξει. Κολλά επάνω στο πληγωμένο σώμα μου και με σφίγγει, όπως το περιλαίμιον του χιτώνος μου. 18 Μὲ πολλὴν δύναμιν ἡ ἀσθένεια ἔπιασε τὴν στολὴν καὶ ἐνδυμασίαν μου, ἠ ὁποία κολλᾷ ἐπάνω μου λόγῳ τῶν ὑγρῶν καὶ τοῦ πύου, ἅτινα ἐκρέουν ἀπὸ τὸ πληγιασμένον σῶμα μου, μὲ σφίγγει καὶ μὲ περικλείει σὰν τὸ περιλαίμιον τοῦ ὑποκαμίσου μου.
19 ἥγησαι δέ με ἴσα πηλῷ, ἐν γῇ καὶ σποδῷ μου ἡ μερίς· 19 Ω Κυριε, με την ασθένειαν αυτήν με έφερες εις τέτοιαν θέσιν, ώστε να φαίνωμαι σαν λάσπη. Το χώμα και η στάχτη είναι ο τόπος μου. 19 Μὲ ἔχεις δὲ ἐκλάβει, Κύριε, σὰν πηλόν, καὶ τὸ δοθέν μοι ὑπὸ σοῦ μερίδιον ὑπάρχει εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς τὴν στάκτην, ἐπὶ τῶν ὁποίων λόγῳ τῆς ἀσθενείας μου κατάκειμαι.
20 κέκραγα δὲ πρός σε καὶ οὐκ ἀκούεις μου, ἔστησαν δὲ καὶ κατενόησάν με· 20 Εφώναξα και φωνάζω, Κυριε, προς σέ. Δεν με ήκουσες και ούτε με ακούεις. Οι εχθροί μου εστάθησαν και κατενόησαν την καταφρόνησίν σου προς εμέ. 20 Ἐφώναξα δὲ μὲ κραυγὴν μεγάλην εἰς σὲ καὶ δὲν μὲ ἀκούεις, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐγκαταλελειμμένον εἰς αὐτὴν τὴν ἀθλίαν κατάστασιν ἐστάθησαν οἱ διαβάται καὶ παρετήρουν μὲ οἶκτον τὴν δυστυχίαν μου.
21 ἐπέβης δέ μοι ἀνελεημόνως, χειρὶ κραταιᾷ με ἐμαστίγωσας· 21 Επέπεσες επάνω μου ασπλάγχνως, και με χείρα δυνατήν με εμαστίγωσας. 21 Ἐπῆλθες δὲ κατ’ ἐμοῦ χωρὶς ἔλεος καὶ συμπάθειαν, μὲ δυνατὴν χεῖρα μὲ ἐμαστίγωσες.
22 ἔταξας δέ με ἐν ὀδύναις, καὶ ἀπέρριψάς με ἀπὸ σωτηρίας. 22 Με κατέταξες και με άφησες να ζω εν μέσω αδιηγήτων βασάνων. Με επεταξες μακρυά από την σωτηρίαν. 22 Μὲ ἔταξες δὲ καὶ μὲ προώρισες νὰ ὑποφέρω πόνους καὶ βάσανα καὶ μὲ ἐπέταξες μακρὰν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν.
23 οἶδα γὰρ ὅτι θάνατός με ἐκτρίψει, οἰκία γὰρ παντὶ θνητῷ γῆ. 23 Γνωρίζω, βέβαια, ότι ο θάνατος θα με κατασυντρίψη και θα με αφανίση. Διότι οριστική κατοικία δια κάθε άνθρωπον είναι η γη με τους τάφους της. 23 Δὲν πρόκειται λοιπὸν νὰ σωθῶ ἀπὸ τὰ δεινὰ αὐτά.Διότι ἠξεύρω καλά, ὅτι ὁ θάνατος θὰ μὲ κατασυντρίψῃ καὶ θὰ μὲ ἀφανίσῃ, διότι διὰ πάντα θνητὸν ἄνθρωπον οἰκία εἶναι ἡ γῆ μὲ τοὺς τάφους της.
24 εἰ γὰρ ὄφελον δυναίμην ἐμαυτὸν χειρώσασθαι, ἢ δεηθείς γε ἑτέρου, καὶ ποιήσει μοι τοῦτο. 24 Μηπως, τάχα, έτσι που κατήντησα, πρέπει με τα ίδια μου τα χέρια να θέσω τέρμα εις την ζωήν μου, η να παρακαλέσω κάποιον άλλον να με θανατώση; 24 Ὄχι· δὲν θὰ σωθῶ ἀπὸ τὰ δεινά μου ποτέ.Διότι, ἐὰν ὁ θάνατος ἔθετε τέρμα εἰς αὐτά, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θανατώσω τὸν ἑαυτόν μου γινόμενος αὐτόχειρ, ἢ τουλάχιστον νὰ παρακαλέσω κάποιον ἄλλον νὰ κάμῃ τοῦτο εἰς ἐμέ.
25 ἐγὼ δὲ ἐπὶ παντὶ ἀδυνάτῳ ἔκλαυσα, ἐστέναξα ἰδὼν ἄνδρα ἐν ἀνάγκαις. 25 Εγώ δέ, ο οποίος ασπλάγχνως σήμερα έχω εγκαταλειφθή από όλους, όταν έβλεπα βασανιζόμενον αδύνατον άνθρωπον, έκλαια και εστέναζα δια την δυστυχίαν του. 25 Ἐγὼ ὅμως, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν δεικνύεται τώρα καμμία συμπάθεια, εἰς τὸ παρελθὸν ἔκλαιον ἐκ συμπαθείας πρὸς πάντα ἀδύνατον καὶ θλιβόμενον, ἐστέναζον δέ, ὅταν ἔβλεπα ἄνθρωπον εὑρισκόμενον εἰς ἀνάγκας.
26 ἐγὼ δὲ ἐπέχων ἀγαθοῖς, ἰδοὺ συνήντησάν μοι μᾶλλον ἡμέραι κακῶν. 26 Ενῷ λοιπόν εγώ, ως εκ της αγαθότητάς μου και της συμπαραστάσεως προς τους άλλους, επερίμενα ως αμοιβήν μου αγαθά, απροσδοκήτως είδα να έρχωνται εναντίον μου ημέραι συμφορών. 26 Ἐνῷ δὲ ἐγὼ ἐπερίμενα διὰ τὴν συμπεριφοράν μου αὐτὴν ὡς ἀνταμοιβὴν ἀγαθά, ἰδοὺ ὅτι μὲ συνήντησαν περισσότερον ἡμέραι ἀθλιότητος καὶ δυστυχίας.
27 ἡ κοιλία μου ἐξέζεσε καὶ οὐ σιωπήσεται, προέφθασάν με ἡμέραι πτωχείας. 27 Η κοιλία μου βράζει και δεν θα σταματήση τον βρασμόν και την φλεγμονήν της. Με κατέλαβαν ημέραι στερήσεως και δυστυχίας. 27 Ἡ κοιλία μου βράζει καὶ δὲν θὰ σταματήσῃ ὑποφέρουσα ἀπὸ τὸν ἀναβρασμόν, ποὺ τῆς φέρουν τὰ παντοειδῆ δεινά μου, μὲ ἐπρόφθασαν καὶ μὲ κατέλαβον ἀπροσδοκήτως ἡμέραι θλίψεως καὶ στερήσεων.
28 στένων πεπόρευμαι ἄνευ φιμοῦ, ἕστηκα δὲ ἐν ἐκκλησίᾳ κεκραγώς. 28 Στενάζω, περιπατώ, πηγαίνω έδω και εκεί χωρίς φίμωτρον στο στόμα μου, δια να εμποδίζη τους στεναγμούς μου. Πηγαίνω εις τας συνάξστου λαού, φωνάζω δυνατά και ζητώ βοήθειαν. 28 Ἀπὸ πολλοῦ περιπατῶ πλανώμενος ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, στενάζων διαρκῶς χωρὶς φίμωτρον εἰς τὸ στόμα μου καὶ εἰς τοὺς στεναγμούς μου, πηγαίνω δὲ εἰς τὰς διαφόρους συνάξεις τοῦ λαοῦ φωνάζων δυνατὰ καὶ ζητῶν βοήθειαν ἀπὸ ὅλους.
29 ἀδελφὸς γέγονα σειρήνων, ἑταῖρος δὲ στρουθῶν. 29 Εγινα αδελφός νυκτοβίων ωρυομένων ζώων. Συντροφος στρουθοκαμήλων, που εκβάλλουν αγρίας κραυγάς. 29 Ἔχω γίνει ἀδελφὸς τῶν νυκτοβίων πτηνῶν, ποὺ εἰς τὸ σκότος ἐκβάλλουν θρηνώδεις φωνάς, σύντροφος δὲ τῶν στρουθοκαμήλων, ποὺ καὶ αὐταὶ ἐκβάλλουν τρομακτικοὺς συριγμούς.
30 τὸ δὲ δέρμα μου ἐσκότωται μεγάλως, τὰ δὲ ὀστᾶ μου ἀπὸ καύματος. 30 Το δέρμα μου έχει μαυρίσει από τας πληγάς και τα αίματα. Τα δε κόκκαλά μου εκάησαν από τον πυρετόν της ασθενείας μου. 30 Τὸ δέρμα μου ἀπὸ τὰς πληγὰς καὶ τὰ αἵματα ἔχει πάρα πολὺ μαυρίσει, τὰ δὲ κόκκαλά μου ἐξηράνθησαν καὶ ἐκάησαν ἀπὸ τὸν ἐκ τῆς ἀσθενείας μου πυρετόν.
31 ἀπέβη δὲ εἰς πένθος μου ἡ κιθάρα, ὁ δὲ ψαλμός μου εἰς κλαυθμὸν ἐμοί. 31 Η κιθάρα έγινε δι' εμέ όργανον, που παίζονται πένθιμα μοιρολόγια. Το τραγούδι μου θρήνος και κλαυθμός μου. 31 Μετεβλήθη δὲ ἡ κιθάρα εἰς ὄργανον, ποὺ παίζονται πένθιμα μοιρολόγια, ὁ δὲ αὐλὸς καὶ τὸ φλάουτον ἔγινε δι’ ἐμὲ ὄργανον, ποὺ προκαλεῖ κλάματα καὶ λυγμοὺς μὲ τοὺς σκοπούς του.