Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΥΠΟΛΑΒΩΝ δὲ ᾿Ελιοὺς λέγει· | 1 Συνεχίζων τον λόγον ο Ελιούς είπεν· | 1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἐλιοὺς εἶπεν: |
2 ἀκούσατέ μου, σοφοί· ἐπιστάμενοι, ἐνωτίζεσθε τὸ καλόν· | 2 “ακούσατε αυτά, που θα σας είπω, όσοι είσθε σοφοί. Βαλετε εις τα αυτιά σας το καλόν σεις, που γνωρίζετε πολλά. | 2 «Ἀκούσατε ὅσα θὰ εἴπω, ὅσοι εἶσθε σοφοί·· βάλετέ τα εἰς τὰ αὐτιά σας, σεῖς ποὺ ξεύρετε πολλά. |
3 ὅτι οὖς λόγους δοκιμάζει, καὶ λάρυγξ γεύεται βρῶσιν. | 3 Οτι, όπως ακριβώς ο λάρυγξ γεύεται το φαγητόν και μας πληροφορεί περί αυτού, ετσι και η ακοή, όργανον της διανοίας, κρίνει και ξεχωρίζει το ορθόν από το πεπλανημένον. | 3 Διότι τὸ αὐτί, ἐφ’ ὅσον μένει ἀχώριστον ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν φωτισμένον αὐτί, κρίνει καὶ ξεχωρίζει τὸ ὀρθὸν ἀπὸ τὴν πλάνην, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ λάρυγξ γεύεται τὸ φαγητὸν καὶ μᾶς ὁδηγεῖ εἰς ὀρθὴν κρίσιν περὶ τῆς ποιότητος αὐτοῦ. |
4 κρίσιν ἑλώμεθα ἑαυτοῖς, γνῶμεν ἀνὰ μέσον ἑαυτῶν ὅ,τι καλόν. | 4 Ας εκλέξωμεν, λοιπόν, μαζή δια τον εαυτόν μας την δικαίαν κρίσιν και ας μάθωμεν να συζητούμεν μεταξύ μας ο,τι είναι καλόν και ορθόν. | 4 Ἂς ἐκλέξωμεν λοιπὸν τὴν δικαίαν κρίσιν διὰ τοὺς ἑαυτούς μας, ἂς μάθωμεν μεταξύ μας συζητοῦντες ὅ,τι εἶναι καλὸν καὶ ὀρθόν. |
5 ὅτι εἴρηκεν ᾿Ιώβ· δίκαιός εἰμι, ὁ Κύριος ἀπήλλαξέ μου τὸ κρίμα, | 5 Ας εξετάσωμεν αυτό, που είπεν ο Ιώβ· Είμαι δίκαιος, και παρ' όλα αυτά ο Κυριος δεν μου απέδωσε το δίκαιόν μου. | 5 Ἔλθετε νὰ συσκεφθῶμεν ἐπὶ ζητήματος σοβαροῦ, διότι ἔχει εἴπει ὁ Ἰώβ: «Εἶμαι δίκαιος καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ὁ Κύριος μοῦ ἀφήρεσε τὸ δίκαιόν μου. |
6 ἐψεύσατο δὲ τῷ κρίματί μου, βίαιον τὸ βέλος μου ἄνευ ἀδικίας. | 6 Διέψευσε την γνώμην μου περί της αθωότητός μου, με έκρινεν ως ψεύστην. Χωρίς να πράξω κάτι το άδικον, έρριψε με ορμήν το βέλος της η θεία οργή του και με επλήγωσε βαθείά! | 6 Μὲ μετεχειρίσθη δὲ ὡς ψεύστην καὶ ἄδικον, ὅταν ἐδίκαζε τὴν ὑπόθεσίν μου· τὸ βέλος, πού, χωρὶς νὰ πράξω ἄδικόν τι, μοῦ ἔρριψεν ἡ ὀργή του, εἶναι σκληρὸν καὶ μὲ ἐπλήγωσε βαθειά». |
7 τίς ἀνὴρ ὥσπερ ᾿Ιώβ, πίνων μυκτηρισμὸν ὥσπερ ὕδωρ, | 7 Ποιός, λοιπόν, άλλος άνθρωπος ευρίσκεται στοιαύτην οδύνην και κατάπτωση, όπως ο Ιώβ, ο οποίος καθημερινώς, σαν με νερό, ποτίζεται με περιφρόνησιν από τους ανθρώπους, | 7 Ποῖος ἄνθρωπος ὑπάρχει σὰν τὸν Ἰώβ, ποὺ νὰ εἶναι ποτισμένος σὰν μὲ νερὸ τὴν κακίαν τοῦ χλευασμοῦ, ὥστε νὰ λοιδορῇ τοὺς πάντας; |
8 οὐχ ἁμαρτὼν οὐδὲ ἀσεβήσας ἢ ὁδοῦ κοινωνήσας μετὰ ποιούντων τὰ ἄνομα τοῦ πορευθῆναι μετὰ ἀσεβῶν; | 8 χωρίς να έχη αμαρτήσει ούτε και ασεβήσει, όπως ο ίδιος βεβαιώνει, χωρίς να έχη συμμετάσχει εις πονηρά έργα, η να έχη περιπατήσει μαζή με όλλους στον δρόμον των εργαζομένων τας παρανομίας και γενικώς στον δρόμον των ασεβών; | 8 Ποῖος εἶναι ποὺ δὲν ἡμάρτησεν, οὔτε ἠσέβησεν ἢ καὶ δὲν συμμετέσχε μὲ ἐκείνους, ποὺ πράττουν τὰ παράνομα, ὥστε νὰ μὴ πηγαίνῃ ποτὲ μὲ ἀσεβεῖς καὶ νὰ μὴ συνταυτίζεται μὲ αὐτούς, ὅπως διατείνεται διὰ τὸν ἑαυτόν του πλανώμενος ὁ Ἰώβ; |
9 μὴ γὰρ εἴπῃς, ὅτι οὐκ ἔσται ἐπισκοπὴ ἀνδρὸς καὶ ἐπισκοπὴ αὐτῷ παρὰ Κυρίου. | 9 Ας μη είπης συ, που με ακούεις, ότι δεν υπάρχει επίβλεψις και πρόνοια δια τον άνθρωπον εκ μέρους του Κυρίου. | 9 Κάμνω τὰς ἐρωτήσεις αὐτάς, διότι κατ’ οὐδένα λόγον ἐπιτρέπεται νὰ εἴπῃς καὶ σύ, ποὺ μὲ ἀκούεις, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐπίβλεψις διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ πρόνοια δι' αὐτὸν ἀπὸ τὸν Κύριον. |
10 διό, συνετοὶ καρδίας ἀκούσατέ μου· μή μοι εἴη ἔναντι Κυρίου ἀσεβῆσαι καὶ ἔναντι Παντοκράτορος ταράξαι τὸ δίκαιον· | 10 Δια τούτο ακούσατέ μου σεις, οι συνετοί και νοήμονες άνδρες. Ποτέ να μη δώση ο Θεός και είπω λόγια ασεβή απέναντι του Κυρίου και να διαστρέψω απέναντι του Παντοκράτορας το δίκαιον και την δικαίαν κρίσιν. | 10 Δι’ αὐτό, ὅσοι ἔχετε καρδίαν συνετὴν καὶ μὴ τυφλωμένην ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν, ἀκούσατε αὐτά, ποὺ θὰ εἴπω.Μὴ γένοιτό ποτὲ εἰς ἐμὲ νὰ ἀσεβήσω εἰς τὸν Κύριον καὶ νὰ εἴπω διὰ τὸν Παντοκράτορα, ὅτι διετάραξε καὶ παρεβίασε τὸ δίκαιον. |
11 ἀλλὰ ἀποδιδοῖ ἀνθρώπῳ καθὰ ποιεῖ ἕκαστος αὐτῶν, καὶ ἐν τρίβῳ ἀνδρὸς εὑρήσει αὐτόν. | 11 Αλλά ανταποδίδει και θα ανταποδιδή ο Κυριος στον κάθε άνθρωπον ανάλογά με τα έργα, που πράττει αυτός. Θα συναντήση και θα κρίνη αυτόν σύμφωνα με την πορείαν της ζωής του. | 11 Ἀλλὰ ἀνταποδίδει εἰς τὸν ἄνθρωπον σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα, ποὺ πράττει ὁ καθένας ἀπὸ αὐτούς, καὶ θὰ εὕρῃ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον βαδίζει, καὶ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τῆς ζωῆς του θὰ τὸν μεταχειρισθῇ. |
12 οἴει δὲ τὸν Κύριον ἄτοπα ποιήσειν; ἢ ὁ Παντοκράτωρ ταράξει κρίσιν, ὃς ἐποίησε τὴν γῆν; | 12 Εχεις την γνώμην, ότι είναι δυνατόν ποτέ ο Κυριος να πράξη κάτι το άτοπον; Η ο Παντοκράτωρ, που εδημιούργησε και κυβερνά τον κόσμον, θα διαταράξη το δίκαιον; Ποτέ στον αιώνα τον άπαντα. | 12 Νομίζεις δέ, ὅτι ὁ Κύριος θὰ πράξῃ ποτὲ ἄτοπα, ἢ ὁ Παντοκράτωρ, ποὺ ἐποίησε τὴν γῆν, θὰ διαταράξῃ τὸ δίκαιον, αὐτὸς ὁ δημιουργὸς τῆς τάξεως καὶ τῆς ἁρμονίας; |
13 τίς δέ ἐστιν ὁ ποιῶν τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ τὰ ἐνόντα πάντα; | 13 Ποιός είναι εκείνος, που εδημιούργησε όλην την υπ' ουρανόν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν; Ο Θεός. | 13 Ποῖος δὲ εἶναι αὐτός, ποὺ ἐποίησε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συντηρῇ τὴν γῆν, ἥτις ἐκτείνεται ὑπὸ τὸν οὐρανόν, καθὼς καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν ἐν αὐτῇ; Ὁ Θεὸς καὶ μόνον αὐτός. |
14 εἰ γὰρ βούλοιτο συνέχειν καὶ τὸ πνεῦμα παρ᾿ αὐτῷ κατασχεῖν, | 14 Εάν ο Κυριος ήθελε να αναστείλη και να δεσμεύση τον ζωογόνον αέρα, που αναπνέομεν, | 14 Διότι, ἐὰν ἤθελε νὰ ἀποσύρῃ καὶ νὰ συγκρατήσῃ τὴν συντηροῦσαν τὸν κόσμον δύναμίν του καὶ νὰ κρατήσῃ παρ’ ἑαυτῷ τὴν ζωοποιοῦσαν τὸν ἄνθρωπον καὶ πᾶν ζῶον πνοήν του, |
15 τελευτήσει πᾶσα σάρξ ὁμοθυμαδόν, πᾶς δὲ βροτὸς εἰς γῆν ἀπελεύσεται, ὅθεν καὶ ἐπλάσθη. | 15 κάθε ζωντανός οργανισμός θα απέθνησκεν αμέσως. Ολοι δε οι θνητοί θα κατήρχοντο στον τάφον νεκροί, εις την γην από την οποίαν επλάσθησαν. | 15 θὰ τελευτήσῃ τότε μαζὶ καὶ ἐν μιᾷ στιγμῇ κάθε ζωντανὴ σάρξ, καὶ κάθε θνητὸς ποὺ ζῇ εἰς τὴν γῆν, θὰ ἀπέλθῃ ἐκεῖ, ἀπὸ ὅπου καὶ ἐπλάσθη. |
16 εἰ δὲ μὴ νουθετῇ, ἄκουε ταῦτα, ἐνωτίζου φωνὴν ρημάτων. | 16 Εάν συ, ω Ιώβ, δεν δέχεσαι νουθεσίας και συμβουλάς, άκουσε τώρα αυτά· Δώσε προσοχήν στους λόγους μου. | 16 Ἐὰν δέ, ὦ Ἰώβ, δὲν δέχεσαι συμβουλάς, ἄκουε τουλάχιστον αὐτά, ποὺ θὰ εἴπω· βάλε μέσα εἰς τὰ αὐτιά σου τὴν φωνὴν τῶν λόγων μου. |
17 ἰδὲ σὺ τὸν μισοῦντα ἄνομα καὶ τὸν ὀλλύντα τοὺς πονηροὺς ὄντα αἰώνιον δίκαιον. | 17 Ιδέ συ, που νομίζεις ότι ο Κυριος σε αδικεί, και μάθε ότι ο Θεός μισεί τα παράνομα πράγματα, καταστρέφει και εξολοθρεύει τους πονηρούς. Είναι αιωνίως ο απολύτως δίκαιος. | 17 Ἄνοιξε τὰ μάτια σου καὶ σύ, καὶ ἴδε Αὐτόν, ποὺ μισεῖ τὰ παράνομα καὶ καταστρέφει τοὺς πονηρούς.Ἴδε Τον, ὅτι εἶναι αἰωνίως καὶ παντοτεινὰ δίκαιος. |
18 ἀσεβὴς ὁ λέγων βασιλεῖ· παρανομεῖς, ἀσεβέστατε, τοῖς ἄρχουσιν· | 18 Είναι κατά την γνώμην σου ασεβής εκείνος, που ελεύθερα ημπορεί να πη στον παραβαίνοντα τον νόμον βασιλέα· “Παρανομείς” και θα αποκαλέση κάθε παρεκτρέπομενον άρχοντα, “ασεβέστατε”! | 18 Εἶναι λοιπὸν ἀσεβὴς καὶ ἄδικος κατὰ τὴν γνώμην σου Αὐτός, ποὺ μετ’ ἐξουσίας λέγει εἰς τὸν παραβαίνοντα τὸν νόμον βασιλέα· «Παρανομεῖς»· καὶ εἰς κάθε παρεκτρεπόμενον ἄρχοντα· «Ἀσεβέστατε». |
19 ὃς οὐκ ἐπῃσχύνθη πρόσωπον ἐντίμου, οὐδὲ οἶδε τιμὴν θέσθαι ἁδροῖς θαυμασθῆναι πρόσωπα αὐτῶν. | 19 Αυτός που δεν επτοήθη και δεν υπεστάλη ενώπιον ενδόξου και ισχυρού ανθρώπου, ούτε γνωρίζει να αποδίδη τιμάς και κολακείας και να εκφράζεται με θαυμασμόν δια τους παρανομούντος μεγάλους. | 19 Αὐτός, ποὺ δὲν ἐντράπη ποτὲ πρόσωπον ἀνθρώπου, ὀσονδήποτε ἐνδόξου καὶ ἰσχυροῦ, οὐδὲ γνωρίζει νὰ τιμᾷ μεγάλους παρανομοῦντας, ὥστε νὰ θαυμάζωνται τὰ πρόσωπά των παρὰ τὰ φαῦλα ἔργα των. |
20 κενὰ δὲ αὐτοῖς ἀποβήσεται τὸ κεκραγέναι καὶ δεῖσθαι ἀνδρός· ἐχρήσαντο γὰρ παρανόμως ἐκκλινομένων ἀδυνάτων. | 20 Εξ αντιθέτου δέ, δια μερικούς κόλακας θα αποδειχθή ότι είναι μάταιον να κράζουν προς τους ισχυρούς της ημέρας και να ζητούν την βοήθειαν εκ μέρους αυτών. Διότι εφέρθησαν και οι ίδιοι παρανόμως, παρεθεώρησαν τους αδυνάτους και κατεπάτησαν το δίκαιόν των. | 20 Εἰς ὅσους δὲ στηρίζονται εἰς εὐνοίας ἰσχυρῶν, τὸ ὅτι κράζουν καὶ παρακαλοῦν ἄνδρα διαθέτοντα ἐπιρροήν, θὰ ἀποβῇ ἄνευ κέρδους καὶ εἰς πλήρη ματαίωσιν τῶν ἐλπίδων των, διότι ἔκαμαν χρῆσιν παρανομιῶν, παραμερίζοντες τοὺς ἀδυνάτους καὶ καταπατοῦντες τὸ δίκαιον αὐτῶν. |
21 αὐτὸς γὰρ ὁρατής ἐστιν ἔργων ἀνθρώπων, λέληθε δὲ αὐτὸν οὐδὲν ὧν πράσσουσιν, | 21 Διεψεύσθησαν αι προσδοκίαι των, διότι ο Θεός επιβλέπει και παρακολουθεί τα έργα των ανθρώπων. Τιποτε δεν διαφεύγει την προσοχήν του από αυτά, που πράττουν οι άνθρωποι. | 21 Καὶ θὰ διαψευσθοῦν αἱ ἐλπίδες των, διότι ὁ Θεὸς εἶναι θεατὴς τῶν ἔργων τῶν ἀνθρώπων, δὲν ξεφεύγει δὲ τὴν προσοχήν του τίποτε ἀπὸ αὐτά, ποὺ πράττουν οὗτοι. |
22 οὐδὲ ἔσται τόπος τοῦ κρυβῆναι τοὺς ποιοῦντας τὰ ἄνομα· | 22 Ούτε δε και υπάρχει τόπος, δια να κρυβούν αυτοί, που διαπράττουν τας παρανομίας. | 22 Οὔτε ὑπάρχει τόπος διὰ νὰ κρυβοῦν αὐτοί, ποὺ ποιοῦν τὰ ἄνομα ἔργα. |
23 ὅτι οὐκ ἀπ᾿ ἄνδρα θήσει ἔτι· | 23 Και δεν ημπορεί ο παράνομος να στηρίζη τας ελπίδας του εις την βοήθειαν του οιουδήποτε ανθρώπου. | 23 Θὰ ἐπέλθῃ λοιπὸν ἄφευκτος ἡ τιμωρία των.Διότι, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς εἶναι μάρτυς ἀλάνθαστος τῶν ἔργων των, δὲν θὰ ἐξαρτήσῃ πλέον τὴν κρίσιν Του ἀπὸ μαρτυρίας ἢ ἀπὸ ἀπολογίαν ἀνδρός. |
24 ὁ γὰρ Κύριος πάντας ἐφορᾷ ὁ καταλαμβάνων ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός· | 24 Διότι ο Κυριος επιβλέπει όλους και δεν πλανάται ποτέ. Κατανοεί και τα πλέον ανεξιχνίαστα από τους ανθρώπους πράγματα, ένδοξα και εξαίρετα, τα οποία δεν είναι δυνατόν κανείς να εξαριθμήση. | 24 Διότι ὁ Κύριος ἐπιβλέπει ὅλους καὶ δὲν πλανᾶται Αὐτός, ὁ Ὁποῖος κατέχει καὶ καταλαμβάνει εἰς τὸν νοῦν Του ἀνεξερεύνητα καὶ ἔνδοξα καὶ καταπληκτικά, τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀριθμός, ἀλλ' εἶναι ἀναρίθμητα. |
25 ὁ γνωρίζων αὐτῶν τὰ ἔργα καὶ στρέψει νύκτα καὶ ταπεινωθήσονται. | 25 Ο Κυριος γνωρίζει τα έργα των. Ανατρέπει αυτούς κατά την νύκτα και τους | 25 Αὐτός, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τῶν παρανομούντων τὰ ἔργα καὶ κατὰ τὴν διαρκειαν μιᾶς νυκτὸς θὰ τοὺς ἀναποδογυρίσῃ καὶ θὰ ταπεινωθοῦν. |
26 ἔσβεσε δὲ ἀσεβεῖς, ὁρατοὶ δὲ ἐναντίον αὐτοῦ, | 26 Εσβησε το φως των ασεβών ο Κυριος και τους εξηφάνισε, διότι ορατοί ήσαν ενώπιόν του αυτοί και τα έργα των· | 26 Ἔσβησε δὲ καὶ ἐξηφάνισε τοὺς ἀσεβεῖς, καὶ οὗτοι κατεστραμμένοι ὁλοκληρωτικῶς ἐγένοντο ὁρατοὶ ἐνώπιον Αὐτοῦ. |
27 ὅτι ἐξέκλιναν ἐκ νόμου Θεοῦ, δικαιώματα δὲ αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνωσαν | 27 διότι παρεξέκλιναν από τον νόμον του Θεού, δεν ανεγνώρισαν και δεν ετήρησαν τας εντολάς του· | 27 Διότι ἔκλιναν ἔξω καὶ παρεξετράπησαν ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔμαθον δὲ τὰ δικαιώματα Αὐτοῦ. |
28 τοῦ ἐπαγαγεῖν ἐπ᾿ αὐτὸν κραυγὴν πενήτων, καὶ κραυγὴν πτωχῶν εἰσακούσεται. | 28 και έγιναν έτσι αιτία και αφορμή να φθάση προς αυτόν η κραυγή των αδικουμένων πενήτων, να εισακουσθή η κραυγή των πτωχών και αδυνάτων. | 28 Οὕτω δὲ συνετέλεσαν εἰς τὸ νὰ φθάσῃ εἰς Αὐτὸν ἡ κραυγὴ τῶν ἀπροστατεύτων πτωχῶν, καὶ ὁ Θεὸς ἀσφαλῶς θὰ εἰσακούσῃ τὴν κραυγὴν ταύτην τῶν πτωχῶν. |
29 καὶ αὐτὸς ἡσυχίαν παρέξει, καὶ τίς καταδικάσεται; καὶ κρύψει πρόσωπον, καὶ τίς ὄψεται αὐτόν; καὶ κατὰ ἔθνους καὶ κατὰ ἀνθρώπου ὁμοῦ | 29 Οταν δε ο Θεός δώση ειρήνην και δικαίωσιν εις κάποιον, ποιός θα ημπορέση να εκφέρη καταδικαστικήν απόφασιν; Οταν δε από αγανάκτησιν κρύψη και αποστρέψη το πρόσωπόν του, ποιός θα ημπορέση να τον ίδη; Αυτός είναι κριτής ολοκλήρου έθνους, όπως επίσης και του ενός μόνον ανθρώπου. | 29 Καὶ Αὐτὸς εἰσακούων τὴν κραυγὴν τῶν πτωχῶν θὰ παράσχῃ εἰρήνην καὶ ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ συνταράσσοντα αὐτοὺς δεινά, καὶ τότε τίς θὰ δυνηθῇ νὰ καταδικάσῃ ἢ νὰ διαταράξῃ αὐτούς; Καὶ θὰ κρύψῃ τὸ πρόσωπόν του ἀποσύρων τὴν προστασίαν του, καὶ τότε ποῖος θὰ ἴδῃ Αὐτὸν καὶ πάλιν εὐμενῶς ἐπιβλέποντα; Καὶ τοῦτο συμβαίνει τόσον, ὅταν πρόκειται περὶ ἔθνους ὁλοκλήρου, ὅσον καὶ ἐπὶ ἐνὸς μόνον ἀνθρώπου. |
30 βασιλεύων ἄνθρωπον ὑποκριτὴν ἀπὸ δυσκολίας λαοῦ. | 30 Αυτός παραχωρεί ως βασιλέα άνθρωπον δόλιον και ιδιοτελή, ένεκα της κακότητος του λαού. | 30 Αὐτὸς παραχωρεῖ νὰ βασιλεύῃ ἄνθρωπος ὑποκριτὴς καὶ ἰδιοτελὴς καὶ ἄδικος, ἕνεκα τῆς δυσκολίας καὶ δυστροπίας τοῦ λαοῦ. |
31 ὅτι πρὸς τὸν ἰσχυρὸν ὁ λέγων· εἴληφα, οὐκ ἐνεχυράσω· | 31 Αυτά δι' εκείνον, που λέγει προς τον ισχυρόν Θεόν· “Εχω έως τώρα πάρει από σε τιμωρίας. Δεν θα ζητήσω εγγύησιν και ενέχυρον, που να με ασφαλίζη από άλλους. | 31 Λέγω ταῦτα, διότι ἐκεῖνος, ποὺ λέγει εἰς τὸν ἰσχυρὸν Θεόν: «Ἔχω λάβει παρὰ σοῦ τιμωρίας· δὲν θὰ ζητήσω ἐνέχυρον, ποὺ νὰ μὲ ἀσφαλίζῃ καὶ ἀπὸ νέας τιμωρίας. |
32 ἄνευ ἐμαυτοῦ ὄψομαι, σὺ δεῖξόν μοι, εἰ ἀδικίαν εἰργασάμην, οὐ μὴ προσθήσω. | 32 Είμαι ανίκανος από τον εαυτόν μου να ίδω το ορθόν. Συ, ο ισχυρός, δείξε μου, αν διέπραξα κάποιον αδικίαν και εγώ υπιόσχομαι να μη την επαναλάβω στο μέλλον”. | 32 Εἶμαι ἀνίκανος ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ μὲ μόνας τὰς δυνάμεις μου νὰ ἴδω.Σὺ ὁ ἰσχυρὸς δεῖξε μου, ἐὰν ἔπραξα πρᾶξιν ἄδικον δὲν θὰ ἐπαναλάβω αὐτήν». |
33 μὴ παρὰ σοῦ ἀποτίσει αὐτήν; ὅτι ἀπώσῃ, ὅτι σὺ ἐκλέξῃ, καὶ οὐκ ἐγώ· καὶ τί ἔγνως, λάλησον. | 33 Μηπως σύμφωνα με την ιδικήν σου εκτίμησιν και με την ιδικήν σου γνώμην θα κανονίση ο Θεός την τιμωρίαν; Αλλά συ την τιμωρίαν, που θα επιτρέψη ο Θεός, θα την απωθήσης, διότι έχεις την απαίτησιν να εκλέξης συ, και οχι εγώ ο Θεός. Επάνω εις αυτά τα μεγάλα θέματα τι γνωρίζεις, και τι γνώμην έχεις, ω Ιώβ; Ομίλησε. | 33 Θὰ ἀκούσῃ αὐτὸς τὸ ἐρώτημα: «Μήπως κατὰ τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ προτίμησιν θὰ ὤφειλεν ὁ Θεὸς νὰ πληρώσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὴν ἀδικίαν αὐτήν; Διότι σὺ τὴν τιμωρίαν, ποὺ θὰ ἐπιβάλῃ ὁ ἰσχυρός, θὰ τὴν ἀπωθήσῃς καὶ δὲν θὰ τὴν ἐγκρίνῃς, διότι ἔχεις τὴν ἀπαίτησιν σὺ νὰ ἐκλέξῃς καὶ ὄχι Ἐγὼ ὁ Θεός».Ἐμπρὸς λοιπόν, τί ἠξεύρεις, εἰπέ μας τὸ καὶ κατάστησον ἡμᾶς κοινωνοὺς τῆς σοφίας σου! |
34 διὸ συνετοὶ καρδίας ἐροῦσι ταῦτα, ἀνὴρ δὲ σοφὸς ἀκήκοέ μου τὸ ρῆμα. | 34 Διότι αυτά, που είπαμε, είναι αληθινά και σοφά. Ανδρες δε συνετοί θα είπουν τα ίδια. Καθε σοφός άνθρωπος θα ακούση και θα δεχθή τα λόγια μου αυτά. | 34 Δι’ αὐτὰ λοιπόν, ποὺ εἴπομεν ἀνωτέρω, οἱ ἔχοντες τὴν ἀληθινὴν τῆς καρδίας σύνεσιν θὰ εἴπουν τὰ εἰς τοὺς κατωτέρω 35-37 στίχους, κάθε ἄνθρωπος δέ, ποὺ ἔχει τὴν ἀληθινὴν σοφίαν, θὰ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ποὺ θὰ εἴπω. |
35 ᾿Ιὼβ δὲ οὐκ ἐν συνέσει ἐλάλησε, τὰ ρήματα αὐτοῦ οὐκ ἐν ἐπιστήμῃ. | 35 Το συμπέρασμα, είναι, ότι ο Ιώβ δεν ωμίλησε με σύνεσιν. Τα λόγια του δεν ήσαν λόγια σοφίας και επιστήμης. | 35 Ὁ Ἰὼβ δὲν ὡμίλησε μὲ σύνεσιν, τὰ λόγια του δὲ δὲν ἐνεπνέοντο ἀπὸ ἀληθινὴν σοφίαν. |
36 οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ μάθε, ᾿Ιώβ, μὴ δῷς ἔτι ἀνταπόκρισιν, ὥσπερ οἱ ἄφρονες, | 36 Δεν αρκεί όμως να παραδεχθής αυτό, που είπα. Αλλά μάθε, ω Ιώβ, ακόμη να μη δώσης πλέον ανταπόκρισιν εις τας δοκιμασίας σου, όπως οι άφρονες, αυτοί που είναι εστερημένοι της αληθινής σοφίας. | 36 Δὲν εἶναι δὲ ἀρκετὸν να ἀναγνωρίσῃς τοῦτο, ἀλλὰ μάθε, ὦ Ἰώβ, να μὴ δώσῃς πλέον εἰς τὰς δοκιμασίας, ποὺ θὰ ὑποστῇς εἰς τὸ μέλλον, ἀνταπόκρισιν, καθὼς οἱ ἄφρονες καὶ στερούμενοι τῆς ἀληθινῆς σοφίας, |
37 ἵνα μὴ προσθῶμεν ἐφ᾿ ἁμαρτίαις ἡμῶν, ἀνομία δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν λογισθήσεται, πολλὰ λαλούντων ρήματα ἐναντίον τοῦ Κυρίου. | 37 Τούτο δε και δια να μη προσθέσωμεν με τα ασύνετα λόγια μας και άλλας αμαρτίας εις τας μέχρι σήμερον διαπραχθείσας παρανομίας μας. Ασφαλώς δε θα καταλογισθή εις βάρος μας ως ανομία, όταν λέγωμεν τέτοια λόγια εναντίον του Κυρίου”. | 37 διὰ νὰ μὴ προσθέσωμεν μὲ τὰ ἀσύνετα αὐτὰ λόγια μας καὶ ἄλλας ἁμαρτίας εἰς ὅσας ἐπράξαμεν μέχρι τοῦδε, ὠρισμένως δὲ θὰ λογαριασθῇ εἰς βάρος μας ὡς ἀνομία, ὅταν λέγωμεν τοιούτους λόγους ἐναντίον τοῦ Κυρίου». |