Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:53
Σελ. 10 ημ.
286-80
16ος χρόνος, 6083η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38 (ΛΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΕΤΑ δὲ τὸ παύσασθαι ᾿Ελιοὺν τῆς λέξεως εἶπεν ὁ Κύριος τῷ ᾿Ιὼβ διὰ λαίλαπος καὶ νεφῶν· 1 Οταν έπαυσεν ο Ελιούς να ομιλή, είπεν ο Κυριος δια μέσου της λαίλαπος και των νερών· 1 Όταν δὲ ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ ὁ Ἐλιούς, εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Ἰὼβ ἐκ μέσου τῆς λαίλαπος καὶ τῶν νεφῶν τῶν κυκλούντων αὐτόν:
2 τίς οὗτος ὁ κρύπτων με βουλήν, συνέχων δὲ ρήματα ἐν καρδίᾳ, ἐμὲ δὲ οἴεται κρύπτειν; 2 “ποιός είναι αυτός, ο οποίος με τας εξηγήσεις που δίδει συσκοτίζει και αποκρύπτει τας ιδικάς μου βουλάς, κρατεί δε εις την καρδίαν του λόγους αστηρίκτους και νομίζει ότι εγώ είμαι εκείνος, που κρύπτω τας βουλάς μου; 2 «Ποῖος εἶναι αὐτός, ποὺ διὰ τῆς κακῆς ἐξηγήσεώς του ἀποκρύπτει τὸν πραγματικὸν σκοπὸν καὶ τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῆς βουλῆς καὶ τοῦ σχεδίου μου, κρατεῖ δὲ ἐπιμόνως εἰς τὴν καρδίαν του λόγους ἀνοήτους καὶ ἀσυστάτους, νομίζει δὲ ὅτι ἐγώ, κρύπτω καὶ συσκοτίζω τὰς βουλάς μου;
3 ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι. 3 Ζώσε, λοιπόν, την μέσην σου ως ανήρ πολεαιστής και πάρε θάρρος, διότι εγώ θα σε ερωτήσω, συ δε δος μου απόκρισιν. 3 Ζώσθητι σὰν ἄνθρωπος ἕτοιμος πρὸς δρᾶσιν τὴν ὀσφύν σου, συμμάζευσε τὸν νοῦν σου καὶ στάσου σοβαρὸς καὶ προσεκτικός, θὰ σὲ ἐρωτήσω δὲ ἐγώ, σὺ δὲ δίδε μου ἀπόκρισιν.
4 ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τὴν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν. 4 Που ήσουνα, όταν εγώ εθεμελίωνα την γην; Απάντησέ μου, εάν έχης σύνεσιν. 4 Ποὺ ἦσο, ὅταν ἐγὼ ἐθεμελίωνα τὴν γῆν; Ἀπάγγειλόν μου, ἐὰν γνωρίζῃς σοφὴν καὶ φωτισμένην γνῶσιν.
5 τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς; 5 Ποιός έθεσε τα μέτρα αυτής; Πές μου, εάν το γνωρίζης. Ποιός, όταν αυτή οικοδομείτο, έβαλε νήμα στάθμης δια την ακρίβειαν της οικοδομής; 5 Ποῖος ἔθεσε τὰ μέτρα, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινεν; Εἰπέ μου, ἐὰν ἠξεύρῃς.Ἢ ποῖος ἔβαλεν ἐπ’ αὐτῆς σχοινίον, διὰ νὰ χαράξῃ τὰς γραμμάς της καὶ νὰ μετρήσῃ τὰς διαστάσεις της;
6 ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς; 6 Επάνω δε εις ποίαν βάσιν έχουν εμπηχθή στερεά οι κρίκοι αυτής; Ποιός είναι εκείνος, που έβαλε τον ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, δια να την υποβαστάζη στερεάν και ακλόνητον; 6 Ἐπάνω δὲ εἰς τί ἔχουν ἐμπηχθῆ στερεὰ οἱ κρίκοι καὶ αἱ βάσεις, ποὺ τὴν κρατοῦν ἀσάλευτον; Ποῖος δὲ εἶναι Αὐτός, ποὺ ἔβαλε τὸν θεμέλιον λίθον, ὁ ὁποῖος τὴν στηρίζει καὶ τὴν ὑποβαστάζει;
7 ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου. 7 Οταν εδημιουργήθησαν τα άστρα, οι άγγελοί μου με εδοξολόγησαν με μεγάλην φωνήν. 7 Ὅταν ἔγιναν τὰ ἄστρα, μὲ μεγάλην φωνὴν μὲ ἀνύμνησαν ὅλοι οἱ ἀγγελοί μου.
8 ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη. 8 Εγώ έφραξα με πύλας τας ακτάς της θαλάσσης, όταν αυτή δημιουργουμένη και εξερχομένη από το χάος εφαίνετο, ως εάν εξήρχετο από την κοιλίαν της μητρός της με την βοήθειαν μαίας. 8 Ἔθεσα δὲ μὲ πύλας φραγμοὺς εἰς τὴν θάλασσαν, ὅταν ἐξεγεννᾶτο βγαίνουσα ἀπὸ τὸ χάος, ὅπου ὡς εἰς μητρικὴν κοιλίαν ἐνεκλείετο πρότερον.
9 ἐθέμην δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα. 9 Τα νέφη του ουρανού τα έθεσα ως ενδυμασίαν της, με ομίχλην δέ, που μερικές φορές απλώνεται εις την επιφάνειάν της, την εσπαργάνωσα. 9 Ἔθεσα δὲ εἰς αὐτὴν νέφη, ποὺ σχηματίζονται ὑπεράνω αὐτῆς, τὴν ἐσπαργάνωσα δὲ μὲ ὁμίχλην, ποὺ καταλαμβάνει συχνάκις τὴν ἐπιφάνειάν της.
10 ἐθέμην δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας. 10 Εθεσα εις αυτήν όρια, διότι ετοποθέτησα ολόγυρα κλειδιά και πύλας. 10 Ἔθεσα δὲ εἰς αὐτὴν σύνορα, τοποθετήσας τριγύρω κλεῖθρα καὶ πύλας.
11 εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα. 11 Είπα δε εις αυτήν· Εως στο σημείον αυτό θα έλθης και δεν θα το υπερβής. Αλλά τα κύματά σου θα συντριβούν μέσα σου, μέσα εις τα όρια, που εγώ σου εχάραξα. 11 Εἶπα δὲ εἰς αὐτήν: «Μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ θὰ ἔλθῃς καὶ δὲν θὰ ὑπερβῇς αὐτό, ἀλλὰ τὰ κύματά σου θὰ συντρίβουν μέσα σου καὶ ἐντὸς τῶν ὁρίων σου».
12 ἦ ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν; ἑωσφόρος δὲ εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν 12 Η μήπως επί της ιδικής σου εποχής εγώ έχω τακτοποιήσει τον ήλιον, ο οποίος από της πρωΐας στέλλει το φως του; Επί των ημερών σου δε ο αυγερινός είδε την τακτικήν και κανονικήν πορείαν του, 12 Ἢ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν σου καὶ ὑπὸ τὰ ὄμματά σου ἔχω τακτοποιήσει τὸ ἄστρον τῆς χαραυγῆς; Ὁ αὐγερινὸς δὲ εἶδε τὴν τακτικὴν καὶ κανονικὴν πορείαν του,
13 ἐπιλαβέσθαι πτερύγων γῆς, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς; 13 ώστε να απλώνη το ορθρινόν φως έως εις τα άκρα της γης, να αποκαλύπτη δε και να διασκορπίζη από αυτήν τους ασχημονούντας ασεβείς, τους ανθρώπους του σκότους; 13 τὴν ὁποίαν ἐκτελεῖ διὰ νὰ καταλαμβάνῃ μὲ τὸ ἐπακολουθοῦν εἰς αὐτὸν φῶς τὰς ἐσχατιὰς τῆς γῆς καὶ νὰ διασκορπίζῃ ἀπὸ τὰ καταγώγιά τους τοὺς ὀργιάζοντας καὶ συνωμοτοῦντας κατὰ τὴν νύκτα ἀσεβεῖς;
14 ἦ σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπ‘Ι γῆς; 14 Η μήπως συ επήρες από την γην χώμα, έφτιασες πηλόν και έπλασες ον ζων, τον άνθρωπον, έδωσες εις αυτόν λογικόν και ομιλίαν και τον έθεσες κυρίαρχον επάνω εις την γην; 14 Ἢ μήπως σύ, ἀφοῦ ἔλαβες χῶμα ἀπὸ τὴν γῆν, ἔπλασες ἐξ αὐτοῦ πηλὸν καὶ ἔδωκες εἰς αὐτὸν ζωὴν καὶ τὸν ἔθεσες ἐπὶ τῆς γῆς μὲ στόμα νὰ λαλῇ;
15 ἀφεῖλες δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας; 15 Αφῄρεσες συ το φως από τους ασεβείς και συνέτριψες τον προς την αδικίαν εκτεινόμενον βραχίονα των υπερηφάνων; 15 Σὺ δὲ ἀφήρεσες τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς, συνέτριψες δὲ τὸν βραχίονα καὶ τὴν δύναμιν τῶν ὑπερηφάνων;
16 ἦλθες δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας; 16 Κατήλθες συ στον βυθόν της θαλάσσης, όπου υπάρχουν αι πηγαί της, εις δε τους πυθμένας των θαλασσών περιεπάτησες; 16 Ἦλθες δὲ σὺ εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης, ὅπου ὑπάρχουν αἱ πηγαὶ τῶν ὑδάτων τῆς, περιεπάτησας δὲ καὶ εἰς αὐτὰς τὰς ἐσχατιὰς τοῦ θαλασσίου πυθμένας;
17 ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν; 17 Ανοίγονται ενώπιόν σου με φόβον αι κατάκλειστοι πύλαι της περιοχής, όπου κυριαρχεί ο θάνατος, οι δε θυρωροί του άδου, όταν σε είδαν, ετρόμαξαν και υπεστάλησαν; 17 Ἀνοίγονται δὲ εἰς σὲ ἐκ φόβου αἱ ἀπαραβίαστοι καὶ βαρεῖαι πύλαι τοῦ τόπου, ὅπου βασιλεύει ὁ θάνατος κρατῶν κλεισμένους τοὺς ἀποθαμένους, οἱ θυρωροὶ δὲ τοῦ Ἅδου, ὅταν σὲ εἶδαν, κατελήφθησαν ἀπὸ τρόμον;
18 νενουθέτησαι δὲ τὸ εὖρος τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν; ἀνάγγειλον δή μοι, πόση τίς ἐστι; 18 Εχεις γνωρίσει, πόσον είναι το πλάτος της κάτω από τον ουρανόν εκτεινομένης γης; Είπέ μου, λοιπόν, πόση είναι η έκτασις της; 18 Ἔχεις δὲ λάβει γνῶσιν περὶ τοῦ πόσον εἶναι τὸ πλάτος τῆς ἐκτεινομένης ὑπὸ τὸν οὐρανὸν οἰκουμένης; Ἠμπορεῖς λοιπὸν να μοῦ ἀναγγείλῃς πόση περίπου εἶναι ἡ ἔκτασις αὐτῆς;
19 ἐν ποίᾳ δὲ γῇ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους δὲ ποῖος ὁ τόπος; 19 Εις ποίον δε τόπον της γης κατοικεί το φως κατά το διάστημα της νυκτός; Ποίος δε είναι ο τόπος, όπου διαμένει το σκότος; 19 Εἰς ποῖον δὲ τόπον τῆς γῆς διανυκτερεύει τὸ φῶς; Ποῖος δὲ εἶναι ὁ τόπος, ὅπου διαμένει τὸ σκότος;
20 εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δὲ καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν; 20 Ημπορείς να με οδήγησης εις τα σύνορα των; Μηπως γνωρίζστους δρόμους των; 20 Θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ μὲ ὁδηγήσῃς εἰς τὰ σύνορά των; Ἐὰν δὲ καὶ γνωρίζῃς τοὺς δρόμους, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὰς κατοικίας των, θὰ μοῦ ἐδείκνυες αὐτούς;
21 οἶδας ἄρα ὅτι τότε γεγέννησαι, ἀριθμὸς δὲ ἐτῶν σου πολύς; 21 Μηπως και γνωρίζστούτο, διότι τότε που εδημιουργείτο το φως και εξεχώριζα αυτό από το σκότος, είχες και συ γεννηθή, ο δε αριθμός των ετών σου είναι μεγάλος; 21 Πρέπει νὰ γνωρίζῃς τοῦτο, διότι τότε, ποὺ ἐδημιουργεῖτο τὸ φῶς καὶ ἐξεχώριζεν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, εἶχες γεννηθῇ βέβαια, ὁ ἀριθμὸς δὲ τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ εἶναι πολύς!
22 ἦλθες δὲ ἐπὶ θησαυροὺς χιόνος, θησαυροὺς δὲ χαλάζης ἑώρακας; 22 Εχεις έλθει συ εις τα μέρη, όπου είναι αποταμιευμένοι οι θησαυροί της χιόνος; Εχεις δε ίδει και τους θησαυρούς της χαλάζης; 22 Ἦλθες δὲ σὺ εἰς τὸ μέρος, ὅπου φυλάσσονται οἱ θησαυροὶ τῆς χιόνος, ἔχεις δὲ ἴδει καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς χαλάζης;
23 ἀπόκειται δέ σοι εἰς ὥραν ἐχθρῶν εἰς ἡμέραν πολέμων καὶ μάχης; 23 Μηπως αυτά είναι εκεί φυλαγμένα, δια να τα χρησιμοποίησης συ εις ώραν μάχης, εις ημέραν πολέμων εναντίον των εχθρών σου; 23 Διὰ σὲ δὲ ἐτοιμάσθησαν καὶ φυλάσσονται οἱ θησαυροὶ αὐτοί, διὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιῇς κατὰ τὴν ὥραν, ποὺ πρέπει νὰ τιμωρηθοῦν οἱ ἐχθροί, καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν πολέμων καὶ μάχης πρὸς αὐτούς;
24 πόθεν δὲ ἐκπορεύεται πάχνη ἢ διασκεδάννυται νότος εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν; 24 Από που έρχεται η πάχνης; Η πως ο νότιος άνεμος σκορπίζεται εις την υπό τον ουρανόν γην; 24 Ἀπὸ ποῖον δὲ μέρος βγαίνει ἡ παγωμένη δροσιά, ποὺ ξηραίνει τὰ χόρτα, ἢ πῶς σκορπίζεται ὁ νοτιὰς εἰς τὴν κάτω τοῦ οὐρανοῦ ἐκτεινομένην χώραν;
25 τίς δὲ ἡτοίμασεν ὑετῷ λάβρῳ ρύσιν, ὁδὸν δὲ κυδοιμῶν 25 Ποίος δε ητοίμασεν άφθονον ροήν των υδάτων με μεγάλην βροχήν, όπως επίσης και τον δρόμον εις τας βροντάς, που την συνοδεύουν, 25 Ποῖος δὲ ἐτοίμασεν ὁρμητικὴν ρεῦσιν εἰς σφοδρὰν βροχήν, καθὼς καὶ δρόμον εἰς τὰς βροντάς, ποὺ συνοδεύουν αὐτήν,
26 τοῦ ὑετίσαι ἐπὶ γῆν, οὗ οὐκ ἀνήρ, ἔρημον, οὗ οὐχ ὑπάρχει ἄνθρωπος ἐν αὐτῇ, 26 δια να ποτίση με την βροχήν αυτήν την γην εκεί, που δεν υπάρχει άνθρωπος, να την καλλιεργήση εις ερήμους περιοχάς, όπου δεν κατοικεί κανείς, 26 διὰ νὰ κάμῃ βροχὴν εἰς τὴν γῆν, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος διὰ νὰ τὴν καλλιεργήσῃ πρὸς διατροφήν του, εἰς ἔρημον, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος εἰς αὐτήν,
27 τοῦ χορτάσαι ἄβατον καὶ ἀοίκητον καὶ τοῦ ἐκβλαστῆσαι ἔξοδον χλόης; 27 δια να χορτάση την διψασμένην απάτητον και ακατοίκητον περιοχήν, ώστε αυτή να βλαστήση πλουσίαν χλόην; 27 διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν διψασμένην γῆν, ποὺ εἶναι ἀπάτητος καὶ ἀκατοίκητος, καὶ διὰ νὰ ἐκβλαστήσῃ αὕτη ξεφούντωμα πρασινάδας;
28 τίς ἐστιν ὑετοῦ πατήρ; τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς βώλους δρόσου, 28 Ποιός από τους ανθρώπους είναι ο πατήρ της βροχής; Ποιός δε είναι εκείνος, ο οποίος έχει γεννήσει τας χονδράς σταγόνας της δρόσου; 28 Ποῖος ἐκ τῶν ἀνθρώπων εἶναι πατὴρ τῆς βροχῆς; Ποῖος δὲ εἶναι αὐτός, ποὺ ἔχει γεννήσει τὰς χονδρὰς σταγόνας τῆς δρόσου;
29 ἐκ γαστρὸς δέ τίνος ἐκπορεύεται ὁ κρύσταλλος; πάχνην δὲ ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν, 29 Από την κοιλίαν δε ποίου βγαίνει και εκπορεύεται ο πάγος; Την πάχνην στον ουρανόν ποιός την έχει γεννήσει, 29 Ἀπὸ τὴν κοιλίαν δὲ ποίου βγαίνει ὁ πάγος; Τὰς νιφάδας δὲ τῆς χιόνος ποῖος ἔχει γεννήσει εἰς τὸν οὐρανόν;
30 ἣ καταβαίνει ὥσπερ ὕδωρ ρέον; πρόσωπον ἀσεβοῦς τίς ἔπληξε; 30 η οποία πάχνη κατεβαίνει εις την γην ωσάν το νερό που τρέχει; Ποιός δε ετρομοκράτησε τον ασεβή και τον έκαμε να συσταλή καταπτοημένος; 30 Ἡ ὁποία καταπίπτει σὰν νερὸ τρεχούμενον ἐπὶ τῆς γῆς; Ποῖος δὲ κατετρόμαξε καὶ ἠνάγκασε νὰ συμμαζευθῇ ἀπὸ φόβον τὸ πρόσωπον τοῦ ἀσεβοῦς διὰ τοιούτων θεομηνίων;
31 συνῆκας δὲ δεσμὸν Πλειάδος καὶ φραγμὸν ᾿Ωρίωνος ἤνοιξας; 31 Μηπως εξεύρεις με ποίον είδος δεσμού είναι δεμένα μεταξύ των τα άστρα της Πλειάδος η μήπως μπορείς να διάσπασης τον δεσμόν των αστέρων του Ωρίωνος; 31 Καταλαβαίνεις δέ, πῶς γίνεται ὁ σύνδεσμος, μὲ τὸν ὁποῖον δένονται μεταξύ των τὰ ἄστρα τῆς Πλειάδος, καὶ σὺ ἤνοιξας τὸν δίκην τάφρου φραγμόν, ποὺ χωρίζει ἀπ’ ἀλλήλων τὰ ἄστρα τοῦ Ὠρίωνος;
32 ἦ διανοίξεις μαζουρὼθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ ῞Εσπερον ἐπὶ κόμης αὐτοῦ ἄξεις αὐτά; 32 Η μήπως συ θα διανοίξης και θα καθορίσης στο καθένα από τα ζώδια τον δρόμον, που πρέπει να ακολουθήση, δια να καταλάβη τον τόπον του εις την ωρισμένην εκάστοτε εποχήν; Μηπως και ημπορείς να αρπάξης, σαν από την κόμην του, τον Εσπερον, δια να τον μεταφέρης, όπου θέλεις; 32 Ἢ θὰ διανοίξῃς σὺ εἰς ἕκαστον ἀπὸ τὰ ζώδια τὸν δρόμον διὰ νὰ καταλάβῃ τὸν ἀνήκοντα εἰς αὐτὸ μῆνα τὴν ὡρισμένην ἐν τῷ ἐνάστρῳ οὐρανῷ θέσιν του; Καὶ σὺ θὰ ὁδηγήσῃς τὰ ἄστρα τῆς μεγάλης Ἄρκτου νὰ κινοῦνται ἐπὶ τῆς οὐρᾶς της, χωρὶς αὕτη νὰ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὰ λοιπὰ ἄστρα της;
33 ἐπίστασαι δὲ τροπὰς οὐρανοῦ ἢ τὰ ὑπ᾿ οὐρανὸν ὁμοθυμαδὸν γινόμενα; 33 Γνωρίζεις δε τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους γίνονται αι μετακινήσεις των αστέρων του ουρανού, η όλα ομού τα υπό τον ουρανόν γινόμενα φυσικά φαινόμενα; 33 Γνωρίζεις δὲ τοὺς νόμους, κατὰ τοὺς ὁποίους γίνονται ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ αἱ μετατροπαὶ καὶ μετακινήσεις τῶν ἄστρων, ἢ αὐτὰ ποὺ ἐξ ἐπιδράσεως τῶν μετατροπῶν αὐτῶν γίνονται ἀπὸ συμφώνου εἰς τὴν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ἐκτεινομένην γῆν;
34 καλέσεις δὲ νέφος φωνῇ, καὶ τρόμῳ ὕδατος λάβρου ὑπακούσεταί σου; 34 Ημπορείς να καλέσης και να διατάξης τα νέφη με την φωνήν σου και εκείνα με τρόμον να σε υπακούσουν και να μεταβληθούν εις ορμητικήν βροχήν; 34 Δύνασαι δὲ νὰ καλέσῃς μὲ φωνὴν σύννεφον καὶ θὰ σὲ ὑπακούσῃ ἆραγε τοῦτο μετὰ τρόμου, ἐκδηλουμένου διὰ ραγδαίας καὶ χειμαρρώδους βροχῆς;
35 ἀποστελεῖς δὲ κεραυνοὺς καὶ πορεύσονται; ἐροῦσι δέ σοι· τί ἐστι; 35 Ημπορείς να διατάξης και να στείλης τους κεραυνούς, όπου θέλεις, και εκείνοι σύμφωνα με την διαταγήν σου να πορευθούν; Θα πουν μήπως, ευπειθείς εις σέ· Τι συμβαίνει; Διάταξε και υπακούομεν. 35 Θὰ δυνηθῇς δὲ νὰ ἐξαποστείλῃς κεραυνοὺς καὶ θὰ κατευθυνθοῦν οὗτοι, ὅπου σὺ θέλεις, θὰ εἴπουν δὲ εἰς σὲ εὐπειθεῖς εἰς τὴν διαταγήν σου: «Τί εἶναι; Ἐδῶ εἴμεθα, ἐκτελεσταὶ τῶν διαταγῶν σου».
36 τίς δὲ ἔδωκε γυναιξὶν ὑφάσματος σοφίαν ἢ ποικιλτικὴν ἐπιστήμην; 36 Ποίος έδωσεν εις τας γυναίκας σοφίαν και επιδεξιότητα, ώστε να κατασκευάζουν υφάσματα η καλαισθητικήν ικανότητα, ώστε να κεντούν θαυμαστά ποικίλματα; 36 Ποῖος δὲ ἔδωκεν εἰς τὰς γυναῖκας σοφίαν καὶ δεξιότητα ὑφαντικήν, ὥστε νὰ κατασκευάζουν θαυμάσια ὑφάσματα, ἢ καλαισθητικὴν ἱκανότητα, ὥστε νὰ κοσμοῦν αὐτὰ μὲ θαυμαστὰ ποικίλματα;
37 τίς δὲ ὁ ἀριθμῶν νέφη σοφίᾳ, οὐρανὸν δὲ εἰς γῆν ἔκλινε; 37 Ποίος είναι εκείνος, που αριθμεί τα νέφη και κατέχει την ακριβή γνώσιν περί αυτών, κάμνει δε τον ουρανόν να κλίνη μέχρι της γης; 37 Ποῖος δὲ εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ σοφίαν μετρᾷ τὰ νέφη, ὥστε οὔτε πλεονάζοντα νὰ προκαλοῦν κατακλυσμόν, οὔτε ἐξ ἐλλείψεώς των νὰ προκαλῆται λειψυδρία· ποῖος δὲ κλίνει τὸν οὐρανὸν πρὸς τὴν γῆν, ὥστε νὰ ἀδειάζῃ τὰ ὑδροφόρα νέφη του εἰς αὐτήν;
38 κέχυται δὲ ὥσπερ γῆ κονία, κεκόλληκα δὲ αὐτὸν ὥσπερ λίθῳ κύβον. 38 Ποτε γίνεται ωσάν κονιορτός η ομίχλη, απλώνεται και σκεπάζει την γην, και πότε την κάμνω να σκληρύνεται σαν λίθος μεταβαλλομένη εις πάγον και εις χάλαζάν με ακριβή γεωμετρικά σχήματα; 38 Χύνεται δὲ ἢ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους σκόνη ἀναμιγνυομένη μὲ τὴν βροχὴν εἰς μᾶζαν πηκτὴν σὰν τὴν γῆν, προσκολλᾷ δὲ τὸν ἕνα βῶλον τῆς γῆς πρὸς τὸν ἄλλον σὰν κύβον ἐπὶ ἅλλου λιθίνου κύβου.
39 θηρεύσεις δὲ λέουσι βοράν, ψυχὰς δὲ δρακόντων ἐμπρήσεις; 39 Ημπορείς συ να θηρεύσης δια τους λέοντας τροφήν; Είσαι εις θέσιν να χορτάσης την πείναν των δρακόντων; 39 Ἠμπορεῖς δὲ σὺ νὰ θηρεύσῃς διὰ τοὺς λέοντας τροφήν, δύνασαι δὲ νὰ χορτάσῃς τὴν πεῖναν τῶν δρακόντων;
40 δεδοίκασι γὰρ ἐν κοίταις αὐτῶν, κάθηνται δὲ ἐν ὕλαις ἐνεδρεύοντες. 40 Διότι αυτοί φοβούνται και ανησυχούν δια την τροφήν των μέσα εις τας φωλεάς των, παραμονεύουν δε εις τας λόχμας, δια να συλλάβουν την λείαν των. 40 Διότι αὐτοὶ φοβοῦνται καὶ κρύπτονται εἰς τὰς τρύπας των, κάθηνται δὲ εἰς πυκνὰ δάση ἐνεδρεύοντες διὰ νὰ συλλάβουν τὴν λείαν των.
41 τίς δὲ ἡτοίμασε κόρακι βοράν; νεοσσοὶ γὰρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι, τὰ σῖτα ζητοῦντες. 41 Ποιός ητοίμασε τροφήν δια τον κόρακα; Διότι και αυτά τα μικρά πουλιά του κόρακος, καθώς πετούν από δω και από εκεί, φωνάζουν προς τον Κυριον και ζητούν την απαραίτητον δι' αυτά τροφήν. 41 Ποῖος δὲ ἡτοίμασε διὰ τοὺς κόρακας τροφήν; Διότι τὰ μικρὰ πουλιὰ τοῦ κόρακος φωνάζουν πρὸς τὸν Κύριον πετώντα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ζητοῦντα νὰ εὕρουν τὴν ἀναγκαίαν δι’ αὐτὰ τροφήν.