Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 (ΛϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΡΟΣΘΕΙΣ δὲ ἔτι ᾿Ελιοὺς λέγει· 1 Ο Ελιούς συνεχίζων τον λόγον του προσέθεσε· 1 Προσθέσας δὲ ὁ Ἐλιοὺς καὶ ἄλλα ἀκόμη εἰς τὰ ὑπ' αὐτοῦ λεχθέντα εἶπεν:
2 μεῖνόν με μικρὸν ἔτι, ἵνα διδάξω σε· ἔτι γὰρ ἐν ἐμοί ἐστι λέξις. 2 “κάμε ακόμη ολίγην υπομονήν, δια να σε διδάξω περισσότερα. Υπάρχουν έντος μου και άλλα νοήματα, τα οποία και θα πω. 2 «Ὑπόμεινόν με ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἀκουσέ με μὲ προσοχήν, διὰ νὰ διδάξω· διότι ὑπάρχουν μέσα μου καὶ ἄλλαι ἀκόμη σκέψεις, ποὺ θὰ τὰς ἐκφράσω διὰ λέξεων.
3 ἀναλαβὼν τὴν ἐπιστήμην μου μακράν, ἔργοις δέ μου δίκαια ἐρῶ ἐπ᾿ ἀληθείας 3 Θα πάρω την σοφίαν και γνώσιν μου από παλαιότερα χρόνια. Αναντίρρητα θα είναι τα γεγονότα, τα οποία εγώ με κάθε αλήθειαν και ειλικρίνειαν θα εκθέσω. 3 Θὰ ἀρχίσω καὶ θὰ ἀναλάβω τὴν γνῶσιν καὶ σοφίαν μου ἀπὸ μακράν, ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τῶν πραγμάτων, διὰ τὰ ἔργα δὲ τοῦ Θεοῦ μου θὰ εἴπω λόγια δίκαια καὶ ἐπὶ τῆς ἀληθείας στηριζόμενα,
4 καὶ οὐκ ἄδικα ρήματα ἀδίκως συνιεῖς. 4 Συνεπώς δεν θα ακούσης ούτε θα εννοήσης άδικα και ασύστατα λόγια, χωρίς καμμίαν ωφέλειαν. 4 καὶ συνεπῶς οὐχὶ εἰς ἄδικα καὶ ἀσύστατα λόγια ἀδίκως καὶ ἀνωφελῶς θὰ προσέξῃς.
5 γίνωσκε δὲ ὅτι ὁ Κύριος οὐ μὴ ἀποποιήσηται τὸν ἄκακον. δυνατὸς ἰσχύϊ καρδίας 5 Μαθε, λοιπόν, ότι ο Κυριος ουδέποτε θα αποστραφή και θα απαρνηθή τον άδολον και αθώον. Αυτός είναι άπειρος εις δύναμιν, εις σύνεσιν και σοφίαν. 5 Γνώριζε δέ, ὅτι ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀποποιηθῇ οὔτε θὰ ἀπαρνηθῇ τὸν ἄκακον καὶ ἐνάρετον.Αὐτός, ποὺ εἶναι δυνατὸς καὶ εἰς δύναμιν καὶ σύνεσιν καρδίας.
6 ἀσεβῆ οὐ μὴ ζωοποιήσει καὶ κρίμα πτωχῶν δώσει. 6 Ποτέ δε εξ άλλου δεν θα δώση ζωήν πράγματι ευτυχισμένην στον ασεβή. Παντοτε αποδίδει και θα αποδίδη το δίκαιον στον αδικούμενον πτωχόν. 6 Κατ’ οὐδένα δὲ λόγον θὰ δώσῃ ζωὴν πράγματι εὐτυχισμένην εἰς τὸν ἀσεβῆ, ἐνῷ ἐξ ἐναντίας θὰ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον εἰς τὸν ἀδικούμενον πτωχόν.
7 οὐκ ἀφελεῖ ἀπὸ δικαίου ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ· καὶ μετὰ βασιλέων εἰς θρόνον καὶ καθιεῖ αὐτοὺς εἰς νῖκος, καὶ ὑψωθήσονται. 7 Δεν θα αποστρέψη τους οφθαλμούς του και την προστασίαν του από τον δίκαιον. Θα υψώση και θα καθίση τους δικαίους μαζή με τους βασιλείς εις θρόνον ένδοξον. Θα τους ενθρονίση νικητάς, και αυτοί έτσι θα δοζασθούν. 7 Δὲν θὰ ἀποσύρῃ τοὺς προστατευτικοὺς ὀφθαλμούς του ἀπὸ τὸν δίκαιον, καὶ οἱ δίκαιοι θὰ εἶναι μετὰ βασιλέων εἰς θρόνον ἔνδοξον καὶ θὰ καθίσῃ αὐτοὺς νικητὰς καὶ θὰ ὑψωθοῦν.
8 καὶ οἱ πεπεδημένοι ἐν χειροπέδαις συσχεθήσονται ἐν σχοινίοις πενίας, 8 Οι ασεβείς όμως θα είναι σαν αλυσοδεμένοι, θα δεθούν σφιγκτά σαν με άθραυστα σχοινιά στενοχωριών και στερήσεων. 8 Καὶ ὅσοι εἶναι σὰν ἁλυσοδεμένοι εἰς τὰς χεῖρας, λόγῳ τῶν θλίψεων, αὐτοὶ θὰ δεθοῦν σφιγκτὰ σὰν μὲ σχοινία στενοχώριας καὶ στερήσεων.
9 καὶ ἀναγγελεῖ αὐτοῖς τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ὅτι ἰσχύσουσιν. 9 Θα καταστήση ο Θεός γνωστά εις αυτούς και ολοφάνερα τα αμαρτωλά των έργα και τα παραπτώματά των, διότι εις την διάπραξιν αυτών απεδείχθησαν αδίστακτοι και ισχυροί. 9 Καὶ θὰ καταστήσῃ ὁ Θεὸς γνωστὰ εἰς αὐτοὺς τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα των καὶ τὰ παραπτώματά των, διότι ἐπέδειξαν αὐθαίρετον καὶ βιαίαν δύναμιν.
10 ἀλλὰ τοῦ δικαίου εἰσακούσεται· καὶ εἶπεν ὅτι ἐπιστραφήσονται ἐξ ἀδικίας. 10 Αλλά του δικαίου την δέησιν θα την ακούση ευμενώς και θα την κάμη δεκτήν. Και, όπως έχει υποσχεθή, θα θεωρήση δικαίους και εκείνους, οι οποίοι εν μετάνοια θα επιστρέψουν από την αδικίαν των. 10 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς θὰ εἰσακούσῃ τὴν δέησιν τοῦ δικαίου ἀνθρώπου· καὶ συνεπῶς εἶπεν, ὅτι πρέπει νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τὰ ἄδικα ἔργα των.
11 ἐὰν ἀκούσωσι καὶ δουλεύσωσι, συντελέσουσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν ἐν ἀγαθοῖς καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν ἐν εὐπρεπείαις. 11 Εκείνοι από τους ανθρώπους, οι οποίοι θα ακούσουν την φωνήν του Κυρίου, θα υποταχθούν εις αυτόν και θα εφαρμόσουν τας εντολάς του, θα τελειώσουν τας ημέρας των μέσα εις τα αγαθά και τα έτη της ζωής των θα είναι έντιμα και ευτυχισμένα. 11 Ἐάν οἱ οὕτω παιδαγωγούμενοι ἄκουσουν καὶ δουλεύσουν εἰς τὸν Κύριον ὑποτασσόμενοι εἰς τὸν νόμον του, θὰ τελειώσουν τὰς ἡμέρας των μὲ ἀγαθὰ καὶ τὰ χρόνια των μὲ τιμὰς καὶ δόξας.
12 ἀσεβεῖς δὲ οὐ διασῴζει παρὰ τὸ μὴ βούλεσθαι αὐτοὺς εἰδέναι τὸν Κύριον καὶ διότι νουθετούμενοι ἀνήκοοι ἦσαν. 12 Τους ασεβείς όμώς ο Κυριος δεν θα τους περισώση ούτε θα τους απαλλάξη από τας δυστυχίας, διότι αυτοί δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τον Κυριον και διότι, όταν ακόμη ενουθετούντο, παρέμεναν ανυπάκοοι. 12 Τοὺς ἀσεβεῖς δὲ δὲν διασώζει, διότι δὲν θέλουν αὐτοὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριον ἐπιστρέφοντες διὰ μετανοίας εἰς Αὐτὸν καὶ διότι νουθετούμενοι διὰ τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἄλλης παιδαγωγίας Αὐτοῦ ἦσαν ἀπειθεῖς καὶ ἀνυπάκοοι.
13 καὶ ὑποκριταὶ καρδίᾳ τάξουσι θυμόν· οὐ βοήσονται, ὅτι ἔδησεν αὐτούς. 13 Επίσης οι δόλιοι και υποκριταί κρύπτουν μέσα εις την καρδίαν των τον θυμόν και την κακίαν των. Σκληρυμμένοι εις την κακίαν των, δεν θα βοήσουν με την προσευχήν των προς τον Κυριον, όταν θα τους έχη δέσει με τας αλυσίδας των θλίψεων. 13 Καὶ οἱ ὑποκριταὶ καὶ ἀνειλικρινεῖς εἰς τὸ ἐσωτερικόν των θὰ ἀντιτάξουν εἰς τὴν παιδαγωγίαν θυμὸν καὶ σκλήρυνσιν δὲν θὰ βοήσουν διὰ προσευχῆς πρὸς τὸν Κύριον, ὅταν δεθοῦν ὑπ’ Αὐτοῦ διὰ τῆς ἁλύσεως τῶν θλίψεων.
14 ἀποθάνοι τοίνυν ἐν νεότητι ἡ ψυχὴ αὐτῶν, ἡ δὲ ζωὴ αὐτῶν τιτρωσκομένη ὑπὸ ἀγγέλων, 14 Αυτοί, λοιπόν, θα αποθάνουν προ καιρού, κατά τα χρόνια της νεότητός των, η δε βραχεία ζωη, που θα ζήσουν επί της γης, θα βασανίζεται πληττομένη από εκδικητάς αγγέλους. 14 Θὰ ἀποθάνῃ λοιπὸν προώρως καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς νεότητος ἡ ψυχή των, ἡ δὲ πέραν τοῦ τάφου ζωή των θὰ τιτρώσκεται καὶ θὰ πληγώνεται ἀπὸ τιμωροὺς ἀγγέλους,
15 ἀνθ᾿ ὧν ἔθλιψαν ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον, κρίμα δὲ πρᾳέων ἐκθήσει. 15 Διότι έθλιψαν και κατεπίεσαν τον ασθενή, τον αδύνατον, τον πτωχόν. Εξ αντιθέτου ο Κυριος θα φανερώση το δίκαιον των πράων και ησύχων ανθρώπων. 15 εἰς ἀνταπόδοσιν τῶν ὅσων ἔθλιψαν ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον καὶ ἀνυπεράσπιστον τὸ δίκαιον ὅμως τῶν πράων καὶ ἡσύχων ἀνθρώπων θὰ τὸ φανερώσῃ ὁ Κύριος.
16 καὶ προσέτι ἠπάτησέ σε ἐκ στόματος ἐχθροῦ· ἄβυσσος, κατάχυσις ὑποκάτω αὐτῆς, καὶ κατέβη τράπεζά σου πλήρης πιότητος. 16 Επί πλέον σε εκάλυψε και σε προεφύλαξε από έχθρικον στόμα, έτοιμον να σε καταπίη. Αβυσσος ηπλώνετο ενώπιόν σου, κάτω από την οποίαν εχύνετο και έρεεν ορμητικώς το νερό. Αντί δε να καταποντισθής εις αυτήν, όπως εφοβήθης, κατέβηκε δια σε ητοιμασμένη τράπεζα, γεμάτη από άφθονα και εύγευστα φαγητά. 16 Καὶ ἐπὶ πλέον σὲ ἐκάλυψε καὶ σὲ ἀπέκρυψεν ἀπὸ στόμα ἐχθρικόν, ἕτοιμον νὰ σὲ συκοφαντήσῃ· ἦτο ἐνώπιόν σου ἄβυσσος, ὑποκάτω τῆς ὁποίας ἐχύνετο καὶ ἔρρεεν ἄφθονον ὕδωρ, καὶ ἀντὶ νὰ ἐξαφανισθῇς εἰς αὐτήν, ὡς ἐφοβεῖσο, κατέβη ἐτοιμασμένη διὰ σὲ τράπεζα γεμάτη ἀπὸ ἄφθονα καὶ πολλὰ φαγητά.
17 οὐχ ὑστερήσει δὲ ἀπὸ δικαίων κρίμα, 17 Δεν θα παραβλέψη ούτε και θα καθυστερήση ο Θεός το δίκαιον των ευσεβών ανθρώπων. 17 Δὲν θὰ λείψῃ δὲ ἀπὸ τοῦ δικαίου ἀπόφασις δικαστικὴ ἀναγνωρίζουσα τὸ δίκαιόν του.
18 θυμὸς δὲ ἐπ᾿ ἀσεβεῖς ἔσται δι᾿ ἀσέβειαν δώρων, ὧν ἐδέχοντο ἐπ᾿ ἀδικίαις. 18 Ο θυμός του όμως θα εκσπάση εναντίον των ασεβών δια την ασέβειαν, που έδειξαν, με τα δώρα που εδέχοντο εις ανταμοιβήν των αδίκων αποφάσεών των, όταν έκριναν ως δικασταί. 18 Ἐπὶ τῶν ἀσεβῶν ὅμως θὰ εἶναι καὶ θὰ ἐκσπάσῃ θυμὸς διὰ τὴν ἀσέβειαν, ποὺ ἔδειξαν μὲ τὰ δῶρα, ποὺ ἐδέχοντο ὡς ἀνταμοιβὴν τῶν ἀδικιῶν των κατὰ τὴν ἄσκησιν τοῦ δικαστικοῦ ἀξιώματός των.
19 μή σε ἐκκλινάτω ἑκὼν ὁ νοῦς δεήσεως ἐν ἀνάγκῃ ὄντων ἀδυνάτων, καὶ πάντας τοὺς κραταιοῦντας ἰσχύν. 19 Ποτέ ας μη γυρίση αλλού θεληματικά ο νους και η προσοχή σου, όταν ασθενείς και αδύνατοι άνθρωποι ευρισκόμενοι εις ανάγκην σε παρακαλούν να τους βοηθήσης. Και μη πτοηθής, μη υποσταλής ενώπιον ανθρώπων, που διαθέτουν δύναμιν και επιρροήν. 19 Μὴ σὲ παρεκκλίνῃ μὲ τὴν θέλησίν σου ὁ νοῦς σου δι’ ἀποκρύφων σκέψεων καὶ ἰδιοτελῶν ἐλατηρίων σου ἀπὸ τὰς παρακλήσεις τῶν ἀδυνάτων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς ἀνάγκην καὶ ζητοῦν τὸ δίκαιόν των, καὶ μὴ πτοηθῇς ἢ ἐντραπῇς τοὺς διαθέτοντας κραταιὰν δύναμιν καὶ ἐπιρροήν.
20 μὴ ἐξελκύσῃς τὴν νύκτα τοῦ ἀναβῆναι λαοὺς ἀντ᾿ αὐτῶν· 20 Μη αναβάλης την βοήθειαν προς τους πτωχούς και την απόδοσιν δικαίου προς τους αδικουμένους έως την νύκτα και κατόπιν τους διώξης ισχυριζόμενος ότι περιμένεις πολλούς άλλους. 20 Μὴ ἐπιποθήσῃς τὴν νύκτα τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ἐπέρχεται διὰ νὰ ἀναβοῦν καὶ ἀναφανοῦν ἐν τῇ ζωῇ νέαι γενεαὶ λαῶν ἀντὶ τῶν παλαιοτέρων, ποὺ ἀποθνήσκουν.
21 ἀλλὰ φύλαξαι μὴ πράξῃς ἄτοπα· ἐπὶ τούτων γὰρ ἐξείλω ἀπὸ πτωχείας. 21 Πρόσεξε να μη διαπράξης ποτέ άτοπα έργα. Αποφεύγων αυτά θα γλυτώσης από την αθλιότητα και την δυστυχίαν. 21 Ἀλλὰ πρόσεξε νὰ μὴ πράξῃς ποτὲ ἄτοπα· διότι λόγῳ τῆς προφυλάξεώς σου ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα καὶ δυστυχίαν σου.
22 ἰδοὺ ὁ ᾿Ισχυρὸς κραταιώσει ἐν ἰσχύϊ αὐτοῦ· τίς γάρ ἐστι κατ᾿ αὐτὸν δυνάστης; 22 Ιδού, ο Κυριος είναι πανίσχυρος και με την άπειρον δύναμίν του επιβάλλεται απολύτως. Ποιός εξουσιαστής του επιγείου και ουρανίου κόσμου είναι όμοιος με αυτόν; 22 Ἰδοὺ ὁ Ἰσχυρὸς καὶ Παντοδύναμος θὰ ἐμφανίζεται πάντοτε κραταιὸς διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ.Διότι ποῖος ἄλλος εἶναι σὰν Αὐτὸς ἐξουσιαστής;
23 τίς δέ ἐστιν ὁ ἐτάζων αὐτοῦ τὰ ἔργα; ἢ τίς ὁ εἰπών· ἔπραξεν ἄδικα; 23 Ποιός είναι εκείνος, ο οποίος ημπορεί να κρίνη και να ελέγξη τα έργα του; Ποιός ημπορεί ποτέ να είπη προς αυτόν· Διέπραξες αδικίαν; 23 Ποῖος δὲ εἶναι αὐτός, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ ἐξετάζῃ τὰ ἔργα του; Ἢ ποῖος ἔλαβε ποτὲ τὴν τόλμην νὰ εἴπῃ· «ἔπραξεν ἄδικα»;
24 μνήσθητι, ὅτι μεγάλα ἐστὶν αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὧν ἦρξαν ἄνδρες. 24 Εχε πάντοτε στον νουν και εις την καρδίαν ότι ιδικά του έργα είναι και τα μεγάλα έργα, δια των οποίων μεγάλοι άνδρες έγιναν άρχοντες. 24 Ἐνθυμοῦ πάντοτε, ὅτι εἶναι μεγάλα τὰ ἔργα του, ἐπὶ τῶν ὁποίων κατέστησεν Αὐτὸς ἄρχοντας καὶ κυβερνήτας ἀνθρώπους.
25 πᾶς ἄνθρωπος εἶδεν ἐν ἑαυτῷ, ὅσοι τιτρωσκόμενοί εἰσι βροτοί. 25 Αντιθέτως, κάθε άνθρωπος εξετάζων τον εαυτόν του πείθεται ότι είναι αδύνατος. Ποσοι και πόσοι θνητοί πληγώνονται συνεχώς και αποθνήσκουν! 25 Ἀντιθέτως κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος καὶ βλέπει εἰς τὸν ἑαυτόν του, πόσοι θνητοὶ πληγώνονται συνεχῶς καὶ ἀποθνήσκουν.
26 ἰδοὺ ὁ ᾿Ισχυρὸς πολύς, καὶ οὐ γνωσόμεθα· ἀριθμὸς ἐτῶν αὐτοῦ, καὶ ἀπέραντος. 26 Ιδού, ο Παντοδύναμος είναι μέγας και πολύς και δεν είμεθα εις θέσιν ημείς να τον γνωρίσωμεν εις όλην αυτού την άπειρον τελειότητα. Ο αριθμός των ετών αυτού είναι άπειρος. 26 Ἰδοὺ ὁ Παντοδύναμος εἶναι μέγας καὶ πολὺς καὶ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὸν γνωρίζω μὲν καθ’ ὅλην του τὴν ἄπειρον τελειότητα.Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐτῶν του εἶναι ἄπειρος καὶ ἀπέραντος.
27 ἀριθμηταὶ δὲ αὐτῷ σταγόνες ὑετοῦ, καὶ ἐπιχυθήσονται ὑετῷ εἰς νεφέλην· 27 Εν τη παντοδυναμία του έχει την δυνατότητα και αυτάς τας σταγόνας της βροχής να μετρήση, τας σταγόνας αι οποίαι χύνονται ασυγκράτητοι δια της βροχής από τα σύννεφα. 27 Εἶναι δὲ δυνατὴ εἰς Αὐτὸν ἡ ἀρίθμησις τῶν σταγόνων τῆς βροχῆς, καὶ αἱ σταγόνες αὐταὶ ἀνασυρόμεναι διὰ τῆς ἐξατμίσεως ἀπὸ τὰς θαλάσσας καὶ τοὺς ποταμοὺς χύνονται ὡς εἰς δεξαμενήν τινα εἰς νεφέλην, διὰ νὰ διαλυθῇ αὕτη εἰς βροχήν.
28 ρυήσονται παλαιώματα, ἐσκίασε δὲ νέφη ἐπὶ ἀμυθήτων βροτῶν. 28α ὥραν ἔθετο κτήνεσιν, οἴδασι δὲ κοίτης τάξιν. 28β ἐπὶ τούτοις πᾶσιν οὐκ ἐξίσταταί σου ἡ διάνοια οὐδὲ διαλλάσσεταί σου ἡ καρδία ἀπὸ σώματος; 28 Θα ρεύσουν, όπως από παλαιότατα έτη τα νερά από τα νέφη, θα πλημμυρίσουν και θα εκχειλίσουν απεξηραμμένοι χείμαρροι. Τα νέφη σκεπάζουν εις τόσην μεγάλην έκτασιν τον ορίζοντα, ώστε ρίπτουν την σκιαν των εις αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων. 28α Ο Θεός είναι εκείνος, που ώρισεν ώραν εργασίας και ώραν αναπαύσεως και εις αυτά τα κτήνη. Γνωρίζουν δε αυτά την ωρισμένην ώραν, που θα κοιτασθούν εις την φάτνην των. 28β Ενώπιον όλων αυτών των θαυμάτων είναι να μη μείνη εκστατική η διάνοια του ανθρώπου, και να μη διασαλευθή πάλλουσα ισχυρώς η καρδία σου, ως εάν θέλη να ορμήση έξω από το σώμα σου; 28 Καὶ θὰ ρεύσουν αἱ ἀπὸ παλαιῶν χρόνων πίπτουσαι βροχαί, τὰ νέφη δὲ σκεπάζουν εἰς τόσον μεγάλην ἔκτασιν τὸν ὁρίζοντα, ὥστε ρίπτουν τὴν σκιάν τους εἰς ἀναριθμήτους ἀνθρώπους. 28α Ὁ Θεὸς ὥρισεν ὤραν ἐργασίας καὶ ἀναπαύσεως καὶ εἰς τὰ κτήνη, γνωρίζουν δὲ αὐτὰ τὴν τεταγμένην ὤραν τῆς κοίτης των καὶ τῆς φωλεᾶς των. 28β Ὅλα αὐτὰ τὰ καταπληκτικὰ γίνονται τόσον κανονικὰ καὶ συχνά, ὥστε δὲν φεύγει ἀπὸ τὸν τόπον της ἡ διάνοιά σου, οὔτε ἀλλάσσει τόπον ἡ καρδία σου, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα σου.
29 καὶ ἐὰν συνῇ ἀπεκτάσεις νεφέλης, ἰσότητα σκηνῆς αὐτοῦ, 29 Σκέψου, εάν είναι δυνατόν να εννοήσης τας απεριορίστους εκτάσεις της νεφέλης, που καταλαμβάνει τον ορίζοντα, ώστε να αποτελή τρόπον τινά τον θρόνον του επί των νεφών καθήμενου Θεού! 29 Καὶ ἐὰν εἶναι δυνατὸν εἰς τινὰ νὰ κατανοήσῃ τὰς ἐπεκτάσεις τῆς νεφέλης, ἡ ὁποία ἐκτείνεται εἰς ἴσην ἔκτασιν πρὸς τὸν ὁρίζοντα, ὥστε νὰ ἀποτελέσῃ τὴν σκηνὴν τοῦ ἐπὶ τῶν νεφελῶν καθημένου Θεοῦ.
30 ἰδοὺ ἐκτενεῖ ἐπ᾿ αὐτὸν ἠδὼ καὶ ριζώματα τῆς θαλάσσης ἐκάλυψεν· 30 Και ιδού, αφού εκσπάση μεγάλη θύελλα, έπειτα θα δώση εις όλον τον ουρανόν το γλυκύ ουράνιον τόξον, το οποίον θα σκεπάση και αυτάς τας ρίζας της θαλάσσης. 30 Καὶ ἰδοὺ κατόπιν θυέλλης θὰ ἐξαπλώσῃ εἰς ὅλον τὸν ὁρίζοντα τὸ οὐράνιον τόξον καὶ θὰ καλύψῃ τὰς ρίζας τῆς θαλάσσης ὑψούμενον ἀπὸ τὸ ἕν ἕως τὸ ἄλλο ἄκρον ὁρίζοντος καὶ θαλάσσης.
31 ἐν γὰρ αὐτοῖς κρινεῖ λαούς, δώσει τροφὴν τῷ ἰσχύοντι. 31 Και με τα μεγαλοπρεπή αυτά φυσικά φαινόμενα κρίνει και τιμωρεί ο Θεός τους λαούς, που απομακρύνονται από αυτόν. Οπως επίσης με τα ίδια αυτά φυσικά φαινόμενα δίδει τροφήν εις πλήθος ανθρώπων. 31 Εἶναι δὲ τόσον μεγάλα καὶ δυνατὰ τὰ φαινόμενα τῆς βροχῆς καὶ τῆς θυέλλης, ὥστε μὲ αὐτὰ ὁ Θεὸς θὰ κατακρίνῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς μακρυνομένους ἀπὸ αὐτὸν λαούς, θὰ δίδῃ δὲ τροφὴν εἰς ἰσχυρὸν καὶ μέγαν ἀριθμὸν ἀνθρώπων.
32 ἐπὶ χειρῶν ἐκάλυψε φῶς καὶ ἐνετείλατο περὶ αὐτῆς ἐν ἀπαντῶντι· 32 Εις τα χέρια του κρύπτει το φως της αστραπής και του κεραυνού. Διδει εντολήν εις την νεφέλην πότε θα εκραγή ο κεραυνός εναντίον εκείνου, που εξεγείρεται κατά του Θεού. 32 Εἰς χεῖρας του ἐκάλυψε τὸ φῶς τοῦ κεραυνοῦ καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τὴν νεφέλην, πότε θὰ ἐξαπολυθῇ δι' αὐτῆς ὁ κεραυνὸς κατὰ τοῦ συναντωμένου ἀντιπάλου.
33 ἀναγγελεῖ περὶ αὐτοῦ φίλον αὐτοῦ Κύριος, κτῆσις καὶ περὶ ἀδικίας. 33 Δια του φαινομένου αυτού ειδοποιεί και προαναγγέλλει ο Κυριος στον φίλον του περί της προσεχούς τιμωρίας του ανθρώπου, ο οποίος απέκτησεν αδίκως περιουσίαν. 33 Θὰ ἀναγγείλῃ περὶ τῆς ἐξαπολύσεως τοῦ κεραυνοῦ ὁ Κύριος εἰς τὸν φίλον αὐτοῦ, προφυλάσσων ἀπὸ τῆς καταστροφῆς τὴν κτῆσιν αὐτοῦ καὶ πληροφορῶν περὶ ἀδικίας διὰ φθορᾶς τῶν ἀδίκως κτηθέντων.