Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΙΔΟΥ ταῦτα ἑώρακέ μου ὁ ὀφθαλμὸς καὶ ἀκήκοέ μου τὸ οὖς· | 1 Αυτά, δια τα οποία εκ'Αματε λόγον τα είδαν και τα ιδικά μου μάτια. Τα έχουν ακούσει και τα ιδικά μου αυτιά. | 1 Ιδοὺ ὅλα αὐτά, περὶ τῶν ὁποίων ὡμίλησα, τὰ ἔχουν ἴδει τὰ μάτια μου εἰς πολλὰς περιπτώσεις ἐπαληθεύοντα καὶ τὰ ἔχουν ἀκούσει τὰ αὐτιά μου ἐπιβεβαιούμενα καὶ ἀπὸ τὴν πεῖραν ἄλλων πρεσβυτέρων μου. |
2 καὶ οἶδα ὅσα καὶ ὑμεῖς ἐπίστασθε, καὶ οὐκ ἀσυνετώτερός εἰμι ὑμῶν. | 2 Γνωρίζω και εγώ όσα και σεις γνωρίζετε, και δεν είμαι κατώτερος από σας ως προς την σύνεσιν και την γνώσιν. | 2 Καὶ ξεύρω καὶ ἐγὼ ὅσα ἠξεύρετε καὶ σεῖς, καὶ δὲν εἶμαι ἀσυνετώτερος καὶ ἀμαθέστερος ἀπὸ σᾶς. |
3 οὐ μὴν δὲ ἀλλ᾿ ἐγὼ πρὸς Κύριον λαλήσω, ἐλέγξω δὲ ἐναντίον αὐτοῦ ἐὰν βούληται. | 3 Εγώ όμως θέλω να ομιλήσω προς τον Κυριον, να εξετάσω και να συζητήσω ενώπιον του, εάν θέλη, δι' αυτά τα οποία είπατε. | 3 Δὲν θὰ σᾶς ἀκούσω λοιπόν, ἀλλ’ ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸν Κύριον, ἐνώπιον δὲ αὐτοῦ, ἐὰν θελήσῃ, θὰ ἐξετάσω καὶ θὰ συζητήσω περὶ αὐτῶν ποὺ μοῦ λέγετε. |
4 ὑμεῖς δέ ἐστε ἰατροὶ ἄδικοι καὶ ἰαταὶ κακῶν πάντες. | 4 Σεις είσθε ιατροί ακατάρτιστοι και άδικοι και η προσφερομένη από όλους σας θεραπεία των κακών είναι ματαία και ατυχής. | 4 Σεὶς ὅμως εἶσθε ἰατροὶ ἄδικοι καὶ ὅλοι σας θεραπευταὶ κακῶν φαρμάκων, ποὺ δὲν φέρουν ὠφέλειαν, ἀλλὰ βλάπτουν. |
5 εἴη δὲ ὑμῖν κωφεῦσαι, καὶ ἀποβήσεται ὑμῖν εἰς σοφίαν. | 5 Είθε να εκρατούσατε το στόμα σας κλειστόν, ωσάν τον άνθρωπόν που δεν ακούει. Αυτή η σιωπή σας θα απέβαινε και θα εθεωρείτο σοφία προς τιμήν σας. | 5 Εἴθε δὲ νὰ ἐσιωπᾶτε σὰν κωφοί, ποὺ δὲν ἀκούουν τίποτε, καὶ τότε ἡ σιωπή σας αὐτὴ θὰ σᾶς παρουσίαζε σοφοὺς καὶ συνετούς. |
6 ἀκούσατε ἔλεγχον τοῦ στόματός μου, κρίσιν δὲ χειλέων μου προσέχετε. | 6 Ακούσατε, λοιπόν, από το στόμα μου έλεγχον και επιτίμησιν. Προσέχετε εις την κρίσιν, η οποία εξέρχεται από τα χείλη μου. | 6 Ἀκούσατε δὲ καὶ σεῖς τὸν ἔλεγχον καὶ τὴν ἐπιτίμησιν, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς εἴπῃ τὸ στόμα μου, προσέχετε δὲ εἰς τὴν ἐπίκρισιν, ποὺ θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὰ χείλη μου. |
7 πότερον οὐκ ἔναντι Κυρίου λαλεῖτε, ἔναντι δὲ αὐτοῦ φθέγγεσθε δόλον; | 7 Τι λοιπόν; Εμπρός στον Θεόν δεν ομιλείτε; Εμπρός στον Κυριον τολμάτε να εκφράζετε δολιότητας και υποκρισίας; | 7 Μήπως δὲν ὁμιλεῖτε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ σὰν νὰ εἶχεν ἀνάγκην συνηγόρου ὁ Κύριος, λέγετε ψευδῆ καὶ ἀσύστατα, ὦσαν νὰ μὴ ἠδύνατο ὁ Κύριος να καταστήσῃ φανερὰς τὰς δικαίας ἐνεργείας του; |
8 ἦ ὑποστελεῖσθε; ὑμεῖς δὲ αὐτοὶ κριταὶ γίνεσθε. | 8 Αλήθεια, δεν συστέλλεσθε; Δεν φοβείσθε; Τι λέγω; Γινεσθε σεις οι ίδιοι κριταί και παραμερίζετε τον Θεόν; | 8 Ἢ θὰ μεροληπτήσετε σεῖς πρὸς χάριν του, ὡσὰν νὰ ἔχῃ αὐτὸς ἀνάγκην διὰ μεροληψίας να δικαιολογηθῶ; Σεῖς δὲ οἱ ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι γίνεσθε κριταί, διὰ νὰ ὑπερασπίσητε τὸν ἐν πᾶσι δίκαιον Κριτὴν |
9 καλόν γε, ἐὰν ἐξιχνιάσῃ ὑμᾶς· εἰ γὰρ τὰ πάντα ποιοῦντες προστεθήσεσθε αὐτῷ, | 9 Καλόν βέβαια και συμφέρον θα είναι δια σας, εάν ο Θεός σας εξετάση και εξερευνήση. Και αν ακόμη σεις πράττετε τα πάντα, δια να τεθήτε κοντά εις αυτόν, | 9 Καλὸν βέβαια θὰ εἶναι διὰ σᾶς, ἐὰν σᾶς ἐξετάσῃ καὶ σᾶς ἐρευνήσῃ ὁ Θεός! Εἴθε σεῖς, ποὺ κάνετε τὰ πάντα καὶ παρουσιάζεσθε παντοῦ ἐμπρός, νὰ προστεθῆτε εἰς Αὐτόν, γινόμενοι καὶ σεὶς σὰν Αὐτόν! |
10 οὐθὲν ἧττον ἐλέγξει ὑμᾶς· εἰ δὲ καὶ κρυφῇ πρόσωπα θαυμάσεσθε, | 10 ουχ ήττον ο Θεός θα σας ελέγξη και θα σας τιμωρήση, εάν από απόκρυφα και μυστικά ελατήρια προσωποληπτήτε υπέρ προσώπων. | 10 Ὀσονδήποτε δὲ καὶ ἂν προσωποληπτῆτε ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ, ὅταν σᾶς ἐξετάσῃ, δὲν θὰ ἐμποδισθῇ ἀπὸ τὴν προσωποληψίαν σας αὐτὴν νὰ σᾶς ἐλέγξῃ καὶ νὰ σᾶς τιμωρήσῃ· ἐὰν δὲ καὶ ἀπὸ τὰ κρυφὰ ἐλατήρια τοῦ θαυμασμοῦ πρὸς πρόσωπα μεροληπτῆτε, |
11 πότερον οὐχὶ δεινὰ αὐτοῦ στροβήσει ὑμᾶς, φόβος δὲ παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιπεσεῖται ὑμῖν; | 11 Λοιπόν, αι δίκαιαι τιμωρίαι πάρα του Θεού δεν θα σας περιτυλίξουν και στριφογυρίσουν και ο φόβος και τρόμος από αυτόν δεν θα επιπέση βαρύς επάνω σας; | 11 δὲν θὰ σᾶς στριφογυρίσουν αἱ δειναὶ τιμωρίαι του, δὲν θὰ ἐπιπέσῃ δὲ φόβος εἰς σᾶς ἀπὸ Αὐτόν, ὅπως καὶ εἰς πάντα ἔνοχον; |
12 ἀποβήσεται δὲ ὑμῶν τὸ γαυρίαμα ἴσα σποδῷ, τὸ δὲ σῶμα πήλινον. | 12 Η αλαζονεία και η δόξα σας θα καταντήσουν ωσάν την στάκτην. Γνωρίζετε δε ότι το σώμα σας είναι από πηλόν, όπως και του κάθε ανθρώπου. | 12 Ὅταν δὲ ἐπιπέσῃ ἡ τρομερὰ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σας, ἡ ὑπερηφάνειά σας καὶ κάθε τι, διὰ τὸ ὁποῖον καυχᾶσθε, θὰ ἐξισωθῇ πρὸς τὴν στάκτην, τὸ δὲ σῶμα σας θὰ γίνῃ πηλὸς καὶ στάκτη. |
13 κωφεύσατε, ἵνα λαλήσω καὶ ἀναπαύσωμαι θυμοῦ | 13 Τωρα, λοιπόν, σιωπήσατε. Μείνατε ωσάν κωφοί, δια να ομιλήσω εγώ προς σας και να ανακουφισθώ από τον θυμόν, ο οποίας με κατέχει. | 13 Καὶ τώρα σιωπήσατε καὶ καθίσατε σὰν κωφοὶ διὰ νὰ ὁμιλήσω, χωρὶς νὰ μὲ διακόψετε, καὶ διὰ νὰ ξεσπάσω καὶ ἀνακουφισθῶ ἀπὸ τὴν πίεσιν τῶν σκέψεων καὶ παραπόνων μου. |
14 ἀναλαβὼν τὰς σάρκας μου τοῖς ὀδοῦσι, ψυχὴν δέ μου θήσω ἐν χειρί. | 14 Θα σφίξω με τα δόντια μου το σώμα μου, την δε ζωήν μου θα την θέσω και θα την κρατήσω στο χέρι μου. | 14 Ὑποφέρω τόσον πολύ, ὥστε κρατῶ τὰς σάρκας μου δαγκωμένας μὲ τὰ δόντια μου, τὴν δὲ ζωήν μου τὴν ἔχω στὰ χέρια μου παρακινούμενος νὰ θέσω τέρμα εἰς αὐτήν. |
15 ἐάν με χειρώσηται ὁ δυνάστης, ἐπεὶ καὶ ἦρκται, ἦ μὴν λαλήσω καὶ ἐλέγξω ἐναντίον αὐτοῦ· | 15 Εάν πρόκειται να με συλλάβη και να με θανατώση ο παντοδύναμος Κυριος, διότι ήδη έχει αρχίσει να με ταλαιπωρή με τας θλίψεις, σας βεβαιώ ότι εγώ θα όμιλήσω. Θα υπερασπισώ την αθωότητά μου ενώπιον αυτού. | 15 Ἐὰν μὲ φονεύσῃ ὁ ἔχων πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν Κύριος - λέγω τοῦτο, διότι ἤδη ἔχει ἀρχίσει νὰ μὲ μεταχειρίζεται ὡς αἰχμάλωτον - σᾶς βεβαιῶ, ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω καὶ θὰ ὑπερασπισθῶ τὴν ἀθωότητά μου ἐνώπιόν του. |
16 καὶ τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν, οὐ γὰρ ἐναντίον αὐτοῦ δόλος εἰσελεύσεται. | 16 Η παρρησία μου αυτή θα αποβή εις ωφέλειαν και σωτηρίαν μου, διότι ενώπιον του Κυρίου δεν ημπορεί να εισχωρήση και να σταθή η δολιότης. | 16 Καὶ τοῦτο θὰ μοῦ ἀποβῇ εἰς σωτηρίαν.Διότι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσχωρήσῃ ψεῦδος ἢ δόλος.Καὶ συνεπῶς σωτήρ μου θὰ εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός. |
17 ἀκούσατε ἀκούσατε τὰ ρήματά μου, ἀναγγελῶ γὰρ ὑμῶν ἀκουόντων. | 17 Ακούσατε, ακούσατε τα λόγια μου, διότι θα ομιλήσω και θα τα αναγγείλω προς σας, εφ' όσον φυσικά σεις θα θελήσετε να με ακούσετε. | 17 Ἀκούσατε μετ’ ἐνδιαφέροντος, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς τοὺς λόγους μου, διότι θὰ καταστήσω γνωστὴν δημοσίᾳ τὴν συμπεριφοράν μου, καθ' ὃν χρόνον σεῖς θὰ ἀκούετε, χωρὶς νὰ μὲ διακόπτετε. |
18 ἰδοὺ ἐγὼ ἐγγύς εἰμι τοῦ κρίματός μου, οἶδα ἐγὼ ὅτι δίκαιος ἀναφανοῦμαι· | 18 Ιδού εγώ ευρίσκομαι πλησίον της δικαίας κρίσεως και αποφάσεως, που θα εκδοθή δι' εμέ. Γνωρίζω δε καλά και έχω την πεποίθησιν, ότι θα φανώ και θα αποδειχθώ δίκαιος. | 18 Ἰδοὺ ἐγὼ εἶμαι πλησίον τῆς κρίσεως καὶ ἀποφάσεως, ἡ ὁποία θὰ ἐκδοθῇ περὶ ἐμοῦ· γνωρίζω καλὰ ὅτι θὰ φανῶ τότε δίκαιος. |
19 τίς γάρ ἐστιν ὁ κριθησόμενός μοι, ὅτι νῦν κωφεύσω καὶ ἐκλείψω; | 19 Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος θα με κρίνη και θα με κατακρίνη; Εάν παρουσιάση βασίμους κατηγορίας, εγώ θα μείνω ωσάν κωφός και θα δεχθώ ως τιμωρίαν τον εξαφανισμόν. | 19 Διότι ποῖος θὰ μὲ κατηγορήσῃ καὶ θὰ κριθῇ μετ’ ἐμοῦ; Ἂς ἔλθῃ.Διότι ἐὰν προβάλῃ βασίμους κατηγορίας κατ’ ἐμοῦ, ἐγὼ θὰ σιωπήσω καὶ θὰ δεχθῶ ὡς τιμωρίαν τὸν θάνατόν μου. |
20 δυοῖν δέ μοι χρήσῃ· τότε ἀπὸ τοῦ προσώπου σου οὐ κρυβήσομαι. | 20 Δυο όμως πράγματα παρακαλώ να μου παραχωρήσης, Κυριε, και τότε εγώ δεν θα αποκρυβώ από το πρόσωπόν σου, αλλά θα ομιλήσω άφοβα. | 20 Παρακαλῶ δὲ σέ, Κύριε, ἵνα μοῦ δώσῃς δύο τινά, καὶ τότε ἐγὼ δὲν θὰ κρυβῶ ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ἀλλὰ θὰ ὁμιλήσω ἄφοβα καὶ θὰ φανερώσω ὅλον τὸν ἑαυτόν μου. |
21 τὴν χεῖρα ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀπέχου, καὶ ὁ φόβος σου μή με καταπλησσέτω. | 21 Απομάκρυνε από εμέ την τιμωρόν χείρα σου και ας μη με κατατρομάζη ο φόβος, τον οποίον εμπνέει η παρουσία σου. | 21 Παρακαλῶ δὲ σέ, Κύριε, ἵνα μοῦ δώσῃς δύο τινά, καὶ τότε ἐγὼ δὲν θὰ κρυβῶ ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ἀλλὰ θὰ ὁμιλήσω ἄφοβα καὶ θὰ φανερώσω ὅλον τὸν ἑαυτόν μου. |
22 εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι· ἢ λαλήσεις, ἐγὼ δέ σοι δώσω ἀνταπόκρισιν. | 22 Επειτα θα με καλέσης, εγώ δε θα σε ακούσω με ευλάβειαν, η θα μου ομιλήσης, εγώ δε θα σου δώσω απάντησιν εις ο,τι θα με ερωτήσης. | 22 Ὅταν δὲ μοῦ δώσῃς τὰ δύο αὐτά, θὰ μὲ καλέσῃς, ἐγὼ δὲ θὰ σὲ ἀκούσω εὐλαβῶς, ἢ θὰ μοῦ ὁμιλήσῃς, ἐγὼ δὲ εἰς ὅ,τι μὲ ἐρωτήσῃς, θὰ σοῦ δώσω ἀπόκρισιν. |
23 πόσαι εἰσὶν αἱ ἁμαρτίαι μου καὶ ἀνομίαι μου; δίδαξόν με τίνες εἰσί. | 23 Και πρώτα από όλα ερωτώ, Κυριε· πόσαι και ποίαι είναι αι αμαρτίαι μου και αι παραβάσστου νόμου σου, εις τας οποίας έχω υποπέσει; Διδαξέ με ποιές είναι αυτές. | 23 Καὶ πρωτίστως σὲ παρακαλῶ, Κύριε, νὰ μὲ διδάξῃς πόσαι εἶναι αἱ ἁμαρτίαι μου καὶ αἱ παραβάσεις τοῦ νόμου Σου, εἰς τὰς ὁποίας ὑπέπεσα.Δίδαξόν με καὶ πληροφόρησόν με Σύ, ποῖαι εἶναι αὗται. |
24 διατί ἀπ᾿ ἐμοῦ κρύπτῃ, ἥγησαι δέ με ὑπεναντίον σοι; | 24 Διατί, Κυριε, κρύβεσαι από εμέ; Μηπως νομίζεις ότι είμαι εχθρός σου; | 24 Διατὶ κρύπτεσαι ἀπὸ ἐμὲ καὶ δὲν μοῦ ὁμιλεῖς; Διατὶ δὲ μὲ νομίζεις, ὅτι εἶμαι ὑπεναντίος καὶ ἐχθρός σου; |
25 ἦ ὡς φύλλον κινούμενον ὑπὸ ἀνέμου εὐλαβηθήσῃ ἢ ὡς χόρτῳ φερομένῳ ὑπὸ πνεύματος ἀντίκεισαί μοι; | 25 Η δεν θα θελήσης να προφύλαξης εμέ, που ομοιάζω προς φύλλον, το οποίον κινείται εδώ και εκεί από τον άνεμον; Η είσαι δυσμενώς διατεθειμένος απέναντι εμού, ο οποίος ομοιάζω με ξηρό χορτάρι, που το σηκώνει και το παρασύρει ο άνεμος; | 25 Ἢ δὲν θὰ θελήσῃς νὰ μὲ φυλάξῃς, ποὺ κατὰ τὴν ἀδυναμίαν ὁμοιάζω πρὸς φύλλον, ποὺ κινεῖται ἀπὸ ἄνεμον, ἢ εἶσαι δυσμενῶς διατεθειμένος εἰς ἐμέ, σὰν εἰς χόρτον ξηρόν, ποὺ τὸν σηκώνει καὶ τὸν πετᾷ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἡ πνοὴ τοῦ ἀνέμου; |
26 ὅτι κατέγραψας κατ᾿ ἐμοῦ κακά, περιέθηκας δέ μοι νεότητος ἁμαρτίας, | 26 Εγραψες και εξέδωσες εναντίον μου βαρείας και οδυνηράς δι' εμέ αποφάσεις. Διότι μου κατελόγισες αμαρτίας νεότητός μου. | 26 Λέγω ταῦτα, διότι μὲ κατεδίκασας νὰ ὑποστῶ πικρὰς καὶ κακὰς τιμωρίας, μὲ περιέβαλες δὲ μὲ τὰς ἁμαρτίας τῆς νεότητάς μου, |
27 ἔθου δέ μου τὸν πόδα ἐν κωλύματι, ἐφύλαξας δέ μου πάντα τὰ ἔργα, εἰς δὲ ρίζας τῶν ποδῶν μου ἀφίκου· | 27 Εθεσες ακίνητα τα πόδια μου εις βασανιστικά δεσμά. Κατέγραψες δε λεπτομερώς όλα μου τα έργα, δια να μου ζητήσης λόγον. Εφθασες έως και εις αυτά τα πρώτα βήματα της ζωής και συμπεριφοράς μου. | 27 ἔθεσας δὲ τοὺς πόδας μου εἰς τὸ βασανιστικὸν ὄργανον, διὰ τοῦ ὁποίου κρατοῦνται σφιγμένοι καὶ ἀκίνητοι, ἐφύλαξες δὲ ὅλα μου τὰ ἔργα διὰ νὰ μοῦ ζητῇς λόγον δι’ αὐτά, καὶ ἔφθασες εἰς αὐτὰς ἀκόμη τὰς πρώτας πράξεις μου καὶ τὰς ἀρχὰς τῶν διαβημάτων μου καὶ τῆς συμπεριφορᾶς μου. |
28 ὃ παλαιοῦται ἴσα ἀσκῷ ἢ ὥσπερ ἱμάτιον σητόβρωτον. | 28 Το σώμα μου έχει στεγνώσει και παληώσει, όπως το ασκί. Εχει καταστραφή σαν το ένδυμα, που το κατέφαγεν ο σκόρος. | 28 Ὄχι δὲ μόνον οἱ πόδες, ἀλλ’ ὁλόκληρον τὸ σῶμα παλιώνει σὰν τὸν ἀσκόν, ὅστις μὲ τὸν καιρὸν σήπεται καὶ εἶναι ἄχρηστος, ἢ ὅπως τὸ ροῦχον τὸ σκωροφαγωμένον. |