Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΩΒ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 (ΛΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΔΙΑΘΗΚΗΝ ἐθέμην τοῖς ὀφθαλμοῖς μου καὶ οὐ συνήσω ἐπὶ παρθένον. 1 Συμβόλαιον έκαμα και νόμον έθεσα εις τα μάτια μου, ώστε ποτέ να μη παρατηρώ με πονηράν επιθυμίαν τας παρθένους. 1 Έθεσα νόμον καὶ κανόνα εἰς τὰ μάτια μου νὰ μὴ παρασύρωνται ὑπὸ τῆς πονηρὰς περιεργείας, καὶ κατόπιν τούτου δὲν θὰ δώσω προσοχὴν εἰς κόρην ἀνύπανδρον.
2 καὶ τί ἐμέρισεν ὁ Θεὸς ἄνωθεν καὶ κληρονομία ἱκανοῦ ἐξ ὑψίστων; 2 Τι εξεχώρισεν ως μερίδιον ο Θεός από τον ουρανόν και ποία η κληροδοσία προς τους αμαρτωλούς εκ μέρους του δυνατού Κυρίου, που κατοικεί εν υψίστοις; 2 Ἀπέφυγα τὴν ἁμαρτίαν αὐτήν, ἔχων ὑπ’ ὄψιν μου καί τί ἐξεχώρισεν ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποία ὑπῆρξεν ἡ κληρονομία τοῦ Παντοδυνάμου, τὴν ὁποίαν ἔδωκεν ἐκ τῶν ὑψίστων μερῶν, ὅπου εἶναι στημένος ὁ θρόνος του.
3 οὐχὶ ἀπώλεια τῷ ἀδίκῳ καὶ ἀπαλλοτρίωσις τοῖς ποιοῦσιν ἀνομίαν; 3 Καταστροφή και όλεθρος δεν επιφυλάσσεται στους αμαρτωλούς αυτούς και αποξένωσις από τον Θεόν στους διαπράττοντας παρανόμους πράξεις; 3 Ἀλλοίμονον, ὄλεθρος εἰς τὸν ἄδικον καὶ ἀποξένωσις διὰ τοὺς ἐνεργοῦντας ἀμετανοήτως παραβάσεις τοῦ θείου νόμου.
4 οὐχὶ αὐτὸς ὄψεται ὁδόν μου καὶ πάντα τὰ διαβήματά μου ἐξαριθμήσεται; 4 Αυτός όμως ο δίκαιος μισθαποδότης, ο Κυριος, δεν θα ίδη τους δρόμους της ζωής μου, την καλήν συμπεριφοράν μου, και δεν θα λογαριάση τα διαβήματά μου; 4 Δὲν θὰ ἴδῃ Αὐτὸς εἰς ποῖον δρόμον βαδίζω καὶ ποίαν συμπεριφορὰν δεικνύω καὶ δὲν θὰ ἀριθμήσῃ ἐπακριβῶς ὅλας τὰς κινήσεις καὶ ἐνεργείας μου;
5 εἰ δὲ ἤμην πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν, εἰ δὲ καὶ ἐσπούδασεν ὁ πούς μου εἰς δόλον· 5 Εάν εγώ επορεύθην και συνεταυτίσθην με ασώτους και με αγύρτας, εάν τα βήματά μου επάτησαν ποτέ εις δολίους δρόμους 5 Βλέπει δὲ Αὐτός, ἐὰν εἶχον ὑπάγει μὲ γελωτοποιούς, ἠξεύρει δὲ καὶ ἐὰν ἔσπευσεν ὁ πούς μου εἰς ἔργα ἀπάτης καὶ δολιότητος.
6 ἕσταμαι γὰρ ἐν ζυγῷ δικαίῳ, οἶδε δὲ ὁ Κύριος τὴν ἀκακίαν μου. 6 -ο ζυγός μου ήτο πάντοτε δίκαιος και γνωρίζει ο Κυριος την αθωότητά μου. 6 Ὄχι· δὲν διέπραξα κανένα δόλον.Διότι ἔχω στήθη ὑπὸ τοῦ Κυρίου εἰς ζυγὸν δίκαιον καὶ ζυγίζομαι ἐπ’ αὐτοῦ, γνωρίζει δὲ ὁ Κύριος τὴν ἀκακίαν καὶ ἀθωότητά μου.
7 εἰ ἐξέκλινεν ὁ πούς μου ἐκ τῆς ὁδοῦ, εἰ δὲ καὶ τῷ ὀφθαλμῷ ἐπηκολούθησεν ἡ καρδία μου, εἰ δὲ καὶ ταῖς χερσί μου ἡψάμην δώρων, 7 Εάν οι πόδες μου παρεξέκλιναν από την θείαν οδόν, εάν η καρδία μου ηκολούθησε και έπραξε σύμφωνα με όσα πονηρά δύναται να ίδη ο οφθαλμός μου, εάν και με τα χέρια μου απλώς και μόνον έθιξα δώρα, δια να δείξω προσωποληψίαν κατά την απονομήν της δικαιοσύνης, 7 Ἐὰν ὁ πούς μου ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς, ἐὰν δὲ καὶ ἡ καρδία μου ἐπηκολούθησεν εἰς τὸν μετὰ πονηρὰς ἐπιθυμίας βλέποντα ὀφθαλμόν, ἐὰν δὲ καὶ μὲ τὰ χέρια μου ἁπλῶς καὶ μόνον ἔθιζα δῶρα διὰ νὰ προσωποληπτήσω κατὰ τὴν ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης,
8 σπείραιμι ἄρα καὶ ἄλλοι φάγοισαν, ἄρριζος δὲ γενοίμην ἐπὶ γῆς. 8 είθε εγώ μεν να σπείρω πάντοτε, άλλοι δε να τρώγουν όσα εγώ έχω σπείρει. Είθε να μη ριζώσω ποτέ εις την γην. 8 εἴθε νὰ σπείρω καὶ εἴθε ἄλλοι νὰ φάγουν τὰ ὅσα ἔσπειρα, εἴθε δὲ νὰ μὴ προφθάσουν νὰ βγάλουν ἀκόμη οὔτε ρίζαν, ὅσα σπείρω εἰς τοὺς ἀγρούς μου.
9 εἰ ἐξηκολούθησεν ἡ καρδία μου γυναικὶ ἀνδρὸς ἑτέρου, εἰ καὶ ἐγκάθετος ἐγενόμην ἐπὶ θύραις αὐτῆς, 9 Εάν εδελεάσθη και ειλκύσθη η καρδία μου από την γυναίκα ξένου ανδρός, εάν εις κατάλληλον θέσιν τοποθετημένος παρεμόνευσα εις τας θύρας της ζητών να εύρω ευκαιρίαν να εισέλθω στο σπίτι της, 9 Ἐὰν ἐδελεάσθη ἡ καρδία μου, ὥστε νὰ ἀκολουθήσω αἰχμάλωτος εἰς γυναῖκα ἄλλου ἀνδρός, ἐὰν καὶ παρεμόνευσα, τοποθετημένος ἀθέατος πλησίον τῶν θυρῶν της, καραδοκῶν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἔμβω εἰς τὸ σπίτι της,
10 ἀρέσαι ἄρα καὶ ἡ γυνή μου ἑτέρῳ, τὰ δὲ νήπιά μου ταπεινωθείη· 10 τότε ας αρέση και ας ελκυσθή η γυναίκα μου εις άλλον άνδρα, ώστε να πάθω και εγώ τα ιδία και τα μικρά μου τα παιδιά να εξευτελισθούν με την διαγωγήν αυτήν της μητρός των. 10 τότε εἴθε καὶ ἡ γυναῖκα μου νὰ ἀρέσῃ εἰς ἄλλον ἄνδρα καὶ νὰ τὴν χάσω, τὰ δὲ ἐξ αὐτῆς τέκνα μου εἴθε νὰ ταπεινωθοῦν ἀπὸ τῆς νηπιακῆς των ἡλικίας.
11 θυμὸς γὰρ ὀργῆς ἀκατάσχετος τὸ μιᾶναι ἀνδρὸς γυναῖκα· 11 Τα λέγω αυτά, διότι ασυγκράτητος επέρχεται από τον Θεόν η οργή, όταν κανείς μολύνη την γυναίκα ξένου ανδρός. 11 Κάμνω τὰς κατάρας αὐτάς, διότι ἐπέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸν θυμὸς δυνατὸς καὶ ἀσυγκράτητος, ὅταν τίς μολύνῃ γυναῖκα ξένου ἀνδρός.
12 πῦρ γάρ ἐστι καιόμενον ἐπὶ πάντων τῶν μερῶν, οὗ δ᾿ ἂν ἐπέλθῃ ἐκ ριζῶν ἀπώλεσεν. 12 Το αμαρτημα τούτο είναι άσβεστη φωτιά, που κατακαίει επάνω εις όλα τα μέρη· που δε θα επιπέση, εξολοθρεύει εκ θεμελίων. 12 Διότι ὁ θυμὸς αὐτὸς εἶναι φωτιά, ποὺ δὲν σβήνει καὶ καίεται εἰς ὅλα τὰ μέρη, ὅπου πέσῃ, ὅπου δὲ ἐπέλθῃ ἡ φωτιὰ αὐτή, προκαλεῖ ἀπώλειαν καὶ ἐξολόθρευσιν εἰς κάθε βλάστησιν καὶ φυτείαν, ἀπὸ αὐτὰς τὰς ρίζας της.
13 εἰ δὲ καὶ ἐφαύλισα κρίμα θεράποντός μου ἢ θεραπαίνης, κρινομένων αὐτῶν πρός με, 13 Εάν δε κατεφρόνησα και κατεπάτησα το δίκαιον των υπηρετών η υπηρετριών μου, όταν είχον διαφοράς μαζή μου, 13 Ἐὰν δὲ καὶ κατεπάτησα δικαίωμά τι ὑπηρέτου μου ἢ ὑπηρετρίας, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν νὰ ὑποβληθοῦν εἰς κρίσιν μαζί μου,
14 τί γὰρ ποιήσω, ἐὰν ἔτασίν μου ποιῆται ὁ Κύριος; ἐὰν δὲ καὶ ἐπισκοπήν, τίνα ἀπόκρισιν ποιήσομαι; 14 τότε τι θα κάμω εγώ, όταν ο Κυριος με δικάση; Οταν με επισκεφθή, δια να με κρίνη, ποίαν απόκρισιν και απολογίαν έχω να δώσω; 14 τί βεβαίως θὰ κάμω, ἐὰν ὁ Κύριος κάμνῃ τὴν ἐξέτασίν μου διὰ τὴν ἀδικίαν μου αὐτήν; Ἐὰν δὲ καὶ ποιήσῃ αὐτὸς ἐπιθεώρησιν ἐπὶ τούτου καὶ μοῦ ζητήσῃ λόγον περὶ αὐτοῦ, ποίαν ἀπόκρισιν θὰ κάμω;
15 πότερον οὐχ ὡς καὶ ἐγὼ ἐγενόμην ἐν γαστρί, καὶ ἐκεῖνοι γεγόνασι; γεγόναμεν δὲ ἐν τῇ αὐτῇ κοιλίᾳ. 15 Τι λοιπόν; Δεν έλαβα και εγώ ύπαρξιν εις την κοιλίαν της μητρός μου, όπως και εκείνοι; Εχομεν λάβει ύπαρξιν εις την αυτήν κοιλίαν και εγεννήθημεν κατά τον ίδιον τρόπον. 15 Δὲν ἔγινα καὶ ἐγὼ μέσα εἰς μητρικὴν κοιλίαν, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι ἐκεῖ ἔλαβον ὔπαρξιν; Καὶ δὲν ἔχομεν γίνει, καὶ αὐτοὶ καὶ ἐγὼ μὲ τὸν αὐτὸν τρόπον μέσα εἰς κοιλίαν γυναικός;
16 ἀδύνατοι δὲ χρείαν, ἥν ποτε εἶχον, οὐκ ἀπέτυχον, χήρας δὲ τὸν ὀφθαλμὸν οὐκ ἐξέτηξα. 16 Αδύνατοι δε και πτωχοί άνθρωποι, όταν ευρέθησαν εις κάποιαν ανάγκην, δεν εστερήθησαν από την βοήθειάν μου. Τους οφθαλμούς της χήρας δεν τους αφήκα να μαραθούν και να λυώσουν, όταν ικετευτικοί απηυθύνοντο προς εμέ. 16 Ἀδύνατοι δὲ καὶ πτωχοὶ ζητοῦντες προστασίαν ἀπὸ ἐμὲ δὲν ἀπέτυχον εἰς τὴν ἀνάγκην, ἡ ὁποία εἰς οἰανδήποτε περίστασιν τοὺς εὕρισκε, μάτι δὲ χήρας, ποὺ ἀνυψοῦτο εἰς ἐμὲ ἱκετευτικόν, δὲν τὸ ἄφηνα νὰ μαρανθῇ ἐκ τῆς ἀπελπιστικῆς ἀναμονῆς.
17 εἰ δὲ καὶ τὸν ψωμόν μου ἔφαγον μόνος καὶ οὐχὶ ὀρφανῷ μετέδωκα· 17 Εάν έφαγα το ψωμί μόνος μου και δεν έδωκα από αυτό στο ορφανόν, ας με τιμωρήση ο Θεός. 17 Ἐὰν δὲ ἔφαγα καὶ τὸ ψωμὶ μόνος καὶ δὲν ἔδωκα ἐξ αὐτοῦ καὶ εἰς τὸν ὀρφανόν, «ἂς μὲ τιμωρήσῃ ὁ Θεός».
18 ὅτι ἐκ νεότητός μου ἐξέτρεφον ὡς πατήρ, καὶ ἐκ γαστρὸς μητρός μου ὡδήγησα· 18 Διότι από την νεαράν μου ακόμη ηλικίαν έτρεφα τον πεινώντα και το ορφανόν, ωσάν πατήρ. Και εκ γενετής έχων την αγαθήν διάθεσιν ωδηγούσα αυτούς. 18 Διότι, ἀφ' ὅτου ἤμην νέος, ἔτρεφον πλουσίως σὰν πατέρας τὸν ὀρφανόν, καὶ μὲ ἔμφυτον τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην μου ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας μου ἤμην ὁδηγός του.
19 εἰ δὲ καὶ ὑπερεῖδον γυμνὸν ἀπολλύμενον καὶ οὐκ ἠμφίασα αὐτόν, 19 Εάν δε και εγύρισα αλλού τα μάτια μου, δια να μη ίδω κάποιον γυμνόν, ο οποίος λόγω της γυμνότητός του εκινδύνευε να αποθάνη, και δεν τον ενεδυσα, 19 Ἐὰν δὲ καὶ παρέβλεψα κάποιον γυμνόν, ποὺ λόγῳ τῆς γυμνότητός του ἐκινδύνευε ν’ ἀποθάνῃ, καὶ δὲν ἐνέδυσα αὐτόν,
20 ἀδύνατοι δὲ εἰ μὴ εὐλόγησάν με, ἀπὸ δὲ κουρᾶς ἀμνῶν μου ἐθερμάνθησαν οἱ ὦμοι αὐτῶν· 20 αδύνατοι δε και πτωχοί εάν δεν με ηυλόγησαν, διότι δεν τους εβοήθησα, και δεν εθερμάνθησαν οι ώμοι των από τα ενδύματα που υφάνθησαν από την κουράν των προβάτων μου, 20 ἀδύνατοι δὲ καὶ πτωχοὶ ἐὰν δὲν μὲ ηὐχήθησαν, ἐπειδὴ παρέλειψα νὰ τοὺς βοηθήσω, καὶ δὲν ἐθερμάνθησαν οἱ ὦμοι τους ἀπὸ τὰ ἐνδύματα, ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὴν κουρὰν τῶν ἀρνιῶν μου·
21 εἰ ἐπῇρα ὀρφανῷ χεῖρα, πεποιθὼς ὅτι πολλή μοι βοήθεια περίεστιν, 21 εάν εσήκωσα απειλητικήν και αρπακτικήν την χείρα μου εναντίον του ορφανού, διότι είχα την πεποίθησιν ότι πολλή προσωποληπτική βοήθεια εκ μέρους των κριτών θα μου παρείχετο, εάν εδικαζόμην, εάν εις όλα αυτά είμαι ένοχος, 21 ἐὰν ἐσήκωσα ἀπειλητικὴν τὴν χεῖρα κατὰ τοῦ ὀρφανοῦ, ἐπειδὴ εἶχα πεποίθησιν, ὅτι πολλὴ ὑπάρχει περὶ ἐμὲ βοήθεια ἐκ μέρους τῶν κριτῶν, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐδίκαζον τὰς μετὰ τοῦ ὀρφανοῦ διαφοράς μου·
22 ἀποσταίη ἄρα ὁ ὦμός μου ἀπὸ τῆς κλειδός, ὁ δὲ βραχίων μου ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος συντριβείη. 22 είθε να εξαρθρωθή ο ώμος μου από τα κόκκαλα της κλειδός, να συντριβή δε από τον αγκώνα ο βροχίων μου. 22 ἐὰν ὑπῆρξα ἔνοχος εἰς αὐτά, εἴθε ὁ ὦμος μου νὰ ἐξαρθρωθῇ ἀπὸ τὸ ὀστοῦν τῆς κλειδός, ὁ δὲ βραχίων τῆς χειρός μου νὰ συντριβῇ ἀπὸ τὸν ἀγκῶνα τελείως.
23 φόβος γὰρ Κυρίου συνέσχε με, ἀπὸ τοῦ λήμματος αὐτοῦ οὐχ ὑποίσω. 23 Δεν διέπραξα τοιαύτας παρανομίας, διότι ο φόβος του Κυρίου με συγκρατούσε πάντοτε και διότι δεν ημπορούσα να υποφέρω την καταδικαστικήν απόφασιν του Θεού. 23 Ὄχι· δὲν διέπραξα τοιοῦτόν τι, διότι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου μὲ συνεκράτησε πάντοτε· δὲν θὰ βαστάσω ποτὲ τὴν παρ' Αὐτοῦ διδομένην καὶ λαμβανομένην ὑπ’ ἑμοῦ ὡς δικαίαν τιμωρίαν τῶν ὅσων διέπραξα.
24 εἰ ἔταξα χρυσίον εἰς χοῦν μου, εἰ δὲ καὶ λίθῳ πολυτελεῖ ἐπεποίθησα, 24 Ποτέ δεν έκρυψα εις αποθησαυρισμόν και ασφάλειαν έντος της γης το χρυσίον, ποτέ δεν εστήριξα την ελπίδα μου στους πολυτίμους λίθους. 24 Ἐὰν ἐπεδίωξα νὰ ἀποκτήσω χρυσὸν πολὺν σὰν σωρὸν χώματος, ἐὰν δὲ καὶ εἰς λίθον πολύτιμον ἐστήριξα τὴν πεποίθησίν μου,
25 εἰ δὲ καὶ εὐφράνθην πολλοῦ πλούτου μοι γενομένου, εἰ δὲ καὶ ἐπ᾿ ἀναριθμήτοις ἐθέμην χεῖρά μου· 25 Ποτέ δεν εδοκίμασα υλοφρονα χαράν και αγαλλίασιν δια τον πλούτον, τον οποίον απέκτησα, ποτέ δεν άπλωσα το χέρι μου εις απόκτησιν αναρίθμητου πλούτου. 25 ἐὰν δὲ καὶ ἐδοκίμασα τὴν εὐφροσύνην τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ὅταν ἀπέκτησα πλοῦτον πολύν, ἐὰν δὲ καὶ ἐστήριξα τὴν χεῖρα μου μὲ ἐμπιστοσύνην πολλὴν εἰς ἀναρίθμητα πλούτη·
26 ἦ οὐχ ὁρῶ μὲν ἥλιον τὸν ἐπιφαύσκοντα ἐκλείποντα, σελήνην δὲ φθίνουσαν; οὐ γὰρ ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐστιν. 26 Η δεν βλέπω και εγώ τον ήλιον να ανατέλλη λαμπρώς και να δύη με τόσην μεγαλοπρέπειαν, την δε σελήνην όλονέν να φθίνη, μέχρις ότου παρουσιασθή νέα; Ούτε και εις αυτά τα ουράνια σώματα δεν αξίζει να στηρίζεται κανείς. 26 ἢ δὲν βλέπω τὸν μὲν ἥλιον, ὁ ὁποῖος ἀνατέλλει λαμπρός, νὰ ἐκλείπῃ δύων καθ’ ἑκάστην, τὴν δὲ σελήνην νὰ φθίνῃ καὶ νὰ χάνῃ τὸ φῶς της; Συμβαίνουν δὲ αἱ ἐκλείψεις αὐταί, διότι εἰς τὰ φθαρτὰ δημιουργήματα δὲν ἀξίζει να στηρίζῃ κανεὶς τὴν πεποίθησίν του.
27 καὶ εἰ ἠπατήθη λάθρᾳ ἡ καρδία μου, εἰ δὲ χεῖρά μου ἐπιθεὶς ἐπὶ στόματί μου ἐφίλησα, 27 Δεν επλανήθη, έστω και χωρίς να το θέλω, ποτέ η καρδία μου, ώστε αφού φέρω το χέρι μου στο στόμα μου και το φιλήσω να αποστείλω έτσι προς αυτά λατρευτικόν φίλημα ως προς θεούς. 27 Καὶ ἐὰν ἐξηπατήθη μυστικὰ ἡ καρδία μου, ὥστε νὰ στηριχθῇ εἰς αὐτὰ ὡς εἰς θεούς, ἐὰν δὲ ἔφερα εἰς τὸ στόμα μου τὴν χεῖρα μου καὶ ἀπέστειλα λατρευτικὸν φίλημα εἰς αὐτά,
28 καὶ τοῦτό μοι ἄρα ἀνομία ἡ μεγίστη λογισθείη, ὅτι ἐψευσάμην ἐναντίον Κυρίου τοῦ ῾Υψίστου. 28 Εάν κάτι τέτοιο ποε έπραξα, ας μου καταλογισθή ενώπιον του Κυρίου ως η πλέον μεγάλη παράβασις του θείου νόμου· διότι εψεύσθην ενώπιον Κυρίου του Υψίστου και ηρνήθην αυτόν λατρεύσας είδωλα. 28 καὶ αὐτὸ εἴθε νὰ μοῦ λογαριασθῇ ὡς ἡ πλέον μεγάλη παράβασις τοῦ θείου νόμου, διότι ἐψεύσθην ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Ὑψίστου καὶ ἠρνήθην Αὐτόν, λατρεύσας τὸ ψεῦδος καὶ ὄχι Αὐτόν.
29 εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου καὶ εἶπεν ἡ καρδία μου· εὖγε, 29 Ακόμη δε εάν εδοκίμασα χαιρεκακίαν δια την πτώσιν και συντριβήν των εχθρών μου και είπεν η καρδία μου, “εύγε, εύγε, καλά να πάθη”, 29 Ἐὰν δὲ καὶ ἔγινα περιχαρὴς διὰ τὴν πτῶσιν καὶ καταστροφὴν τῶν ἐχθρῶν μου, καὶ ἐὰν εἶπεν ἡ καρδία μου· Μπράβο!
30 ἀκούσαι ἄρα τὸ οὖς μου τὴν κατάραν μου, θρυλληθείην δὲ ἄρα ὑπὸ λαοῦ μου κακούμενος. 30 ας ακούση το αυτί μου την ίδια κατάρα, που έκαμα δια τον εχθρόν μου, και ας με εύρουν τόσα κακά, ώστε η δυστυχία μου να γίνη θρύλος και μολόγημα μεταξύ του λαού μου. 30 εἴθε νὰ ἀκούσῃ τὸ ἰδικόν μου αὐτὶ τὴν κατάραν αὐτήν, ποὺ ἔκαμα διὰ τὸν ἐχθρόν μου, εἴθε δὲ νὰ μὲ εὔρουν τόσα κακά, ὥστε ἡ δυστυχία καὶ καταστροφή μου νὰ γίνῃ θρῦλος καὶ παροιμία εἰς τὰ στόματα τοῦ λαοῦ μου.
31 εἰ δὲ καὶ πολλάκις εἶπον αἱ θαράπαιναί μου· τίς ἂν δῴη ἡμῖν τῶν σαρκῶν αὐτοῦ πλησθῆναι; λίαν μου χρηστοῦ ὄντος· 31 Μηπως, τάχα, αι υπηρετριαί μου είπαν και επανέλαβαν, ποιός τάχα θα μας δώση να χορτάσωμεν από το πλούσιον τραπέζι, που παραθέτει αυτός δια τον εαυτόν του; Δεν το είπαν, διότι εγώ ήμουνα πολύ καλός και ευεργετικός απέναντί των. 31 Ἐὰν δὲ καὶ αἱ δοῦλαι μου εἶπαν πολλὰς φοράς· «Τίς θὰ μᾶς ἔδιδε νὰ χορτασθῶμεν ἀπὸ τὰς σάρκας, ποὺ τρώγει αὐτός;) Δὲν τὸ εἶπαν ποτέ, διότι ἐγὼ ἤμην πολὺ εὐεργετικός.
32 ἔξω δὲ οὐκ ηὐλίζετο ξένος, ἡ δὲ θύρα μου παντὶ ἐλθόντι ἀνέῳκτο. 32 Ποτέ δεν αφήκα ξένον να κοιμηθή έξω στο ύπαιθρον. Η θύρα του σπιτιού μου ήτο ανοικτή εις κάθε ερχόμενον. 32 Ἔξω δὲ εἰς τοὺς δρόμους δὲν ἐπερνοῦσε τὴν νύκτα του οἱοσδήποτε ξένος, ἡ θύρα μου δὲ ἦτο ἀνοιγμένη εἰς καθένα, ποὺ ἦλθε, καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀγνώστους.
33 εἰ δὲ καὶ ἁμαρτὼν ἀκουσίως ἔκρυψα τὴν ἁμαρτίαν μου, 33 Εάν δε και μου έτυχε να αμαρτήσω, χωρίς να το θέλω, και έκρυψα την αμαρτίαν μου, ας με τιμωρήση ο Θεός. 33 Ἐὰν δὲ καὶ παρασυρθεὶς εἰς ἁμαρτίαν τινα, χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔκρυψα ταύτην, (δικαίως θὰ ἐτιμωρούμην).
34 οὐ γὰρ διετράπην πολυοχλίαν πλήθους τοῦ μὴ ἐξαγορεῦσαι ἐνώπιον αὐτῶν· εἰ δὲ καὶ εἴασα ἀδύνατον ἐξελθεῖν θύραν μου κόλπῳ κενῷ, 34 Ποτέ όμως δεν υπεστάλην και δεν εντράπηκα τον πολύν λαόν, ώστε να μη ομολογήσω ενώπιον αυτών το πταίσμα μου. Ποτέ δεν αφήκα κανένα πτωχόν να βγη από το σπίτι μου με αδειανά τα χέρια. 34 Δὲν τὴν ἔκρυψα ὅμως.Διότι δὲν ἐδυσκολεύθηκα ἐξ ἐντροπῆς ἀπὸ τὴν συρροὴν πλήθους πολλοῦ καὶ ὄχλου, ὥστε νὰ μὴ ὁμολογήσω ἐνώπιον αὐτῶν τὸ πταῖσμα μου.Ἐὰν δὲ καὶ ἀφῆκα ἀδύνατον καὶ πτωχόν τινα, ποὺ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι μου ζητῶν βοήθειαν, νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν θύραν μου μὲ ἀδειανὸν καὶ ὄχι γεμᾶτον τὸν κόλπον,
35 τίς δῴη ἀκούοντά μου; χεῖρα δὲ Κυρίου εἰ μὴ ἐδεδοίκειν, συγγραφὴν δέ, ἣν εἶχον κατά τινος, 35 Ποιός θα μου δώση, τάχα, άνθρωπον να ακούση αυτά, που λέγω; Θα παρεκάλουν τον Θεόν να με ακούση, εάν δεν εφοβούμην την παντοδύναμον δεξιάν του. Εάν είχα εις τα χέρια μου γραμμάτιον οφειλής κάποιου προς εμέ, 35 ποῖος θὰ μοῦ ἔδιδε κάποιον νὰ μὲ ἀκούση; Θὰ ἤθελον δὲ νὰ μὲ ἀκούσῃ ὁ Κύριος, ἐὰν δὲν ἐφοβούμην τὴν παντοδύναμον χεῖρα του.Τὴν ἔγγραφον δὲ κατηγορίαν, τὴν ὁποίαν ἕνεκα διαφοράς μου πρός τινα θὰ παρουσίαζεν οὗτος «εἰς αὐτὸν τὸν Κύριον ὡς κριτὴν αὐτῆς»,
36 ἐπ᾿ ὤμοις ἂν περιθέμενος στέφανον ἀνεγίνωσκον, 36 το περιέφερα στον ώμόν μου, το έβαζα ως στέφανον στο κεφάλι μου και το ανεγίνωσκον, 36 ἀφοῦ θὰ τὴν ἔθετα γύρω ἀπὸ τοὺς ὤμους μου ὡς στέφανον, θὰ τὴν ἀνεγίνωσκον ἐγὼ ὁ ἴδιος,
37 καὶ εἰ μὴ ρήξας αὐτὴν ἀπέδωκα, οὐθὲν λαβὼν παρὰ χρεωφειλέτου· 37 κατόπιν δε το έσχιζα και το έδιδα εις αυτόν, χωρίς να πάρω τίποτε, από όσα μου ώφειλε. 37 καὶ ἐάν, ἀφοῦ ἐξέσχιζα αὐτήν, ἀποδεικνύων αὐτὴν ἀβάσιμον, δὲν τοῦ τὴν ἐπέστρεφα, χωρὶς νὰ λάβω τίποτε ὡς ἰκανοποίησιν παρ’ αὐτοῦ, παρὰ τὸ ὅτι θὰ ἀπεδεικνύετο χρεωφειλέτης εἰς ἐμέ, (ὁ Κύριος ἂς μὲ κατέκρινεν).
38 εἰ ἐπ᾿ ἐμοί ποτε ἡ γῆ ἐστέναξεν, εἰ δὲ καὶ οἱ αὔλακες αὐτῆς ἔκλαυσαν ὁμοθυμαδόν, 38 Εάν η γη και οι καλλιεργούντες αυτήν εστέναξαν εξ αιτίας εμού και των αδικιών μου, εάν τα αυλάκια με τα οποία εποτίζετο και εκείνοι που τα ήνοιγαν έκλαυσαν από συμφώνου, διότι, τάχα, τους αδικούσα, 38 Ἐὰν ἐξ αἰτίας μου ἐστέναξε καμμιὰ φορὰ ἡ γῆ καταπατηθεῖσα δι' ἀδικίας ὑπ’ ἐμοῦ· ἐὰν δὲ καὶ τὰ αὐλάκια, διὰ τῶν ὁποίων ποτίζεται αὕτη, ἔκλαυσαν ἀπὸ συμφώνου ἀναζητοῦντα τὸν νόμιμον ἰδιοκτήτην των, τὸν ὁποῖον ἐγὼ μὲ ἀσυνειδησίαν ἐξετόπισα,
39 εἰ δὲ καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτῆς ἔφαγον μόνος ἄνευ τιμῆς, εἰ δὲ καὶ ψυχὴν κυρίου τῆς γῆς ἐκβαλὼν ἐλύπησα, 39 εάν εκράτησα δια τον εαυτόν μου και έφαγα μόνος μου τα διάφορα εισοδήματα της γης, και μάλιστα χωρίς να καταβάλλω τα ημερομίσθια στους εργάτας, εάν δε και ελύπησα οποιονδήποτε κάτοχον της γης εκδιώξας αυτόν από αυτήν, δια να την καταλάβω εγώ, 39 ἐὰν δὲ καὶ τὴν δύναμιν καὶ παραγωγήν της ἔφαγα μόνος μου, χωρὶς νὰ δώσω καὶ εἰς ἄλλους ἔχοντας ἀνάγκην, καὶ χωρὶς νὰ πληρώσω τὴν ἀξίαν της καὶ τὸν μισθὸν αὐτῶν ποὺ τὴν ἐκαλλιέργησαν καὶ τὴν ἐθέρισαν, ἐὰν δὲ καὶ ἐλύπησα τὴν ψυχὴν οἰουδήποτε κατόχου τῆς γῆς, ἐκδίωξας αὐτὸν ἀπ’ αὐτῆς, διὰ νὰ καταλάβω ἐγὼ ταύτην,
40 ἀντὶ πυροῦ ἄρα ἐξέλθοι μοι κνίδη, ἀντὶ δὲ κριθῆς βάτος. καὶ ἐπαύσατο ᾿Ιὼβ ρήμασιν. 40 είθε αντί του σίτου, που έσπειρα, να φυτρώσουν τσουκνίδες, αντί του κριθαριού να φυτρώσουν βάτοι”. Αυτά είπεν ο Ιώβ και έπαυσε να ομιλή. 40 εἴθε λοιπὸν ἀντὶ σίτου, ποὺ ἔσπειρα, νὰ βγῇ τσουκνίδα καὶ ἀντὶ κριθαριοῦ νὰ φυτρώσῃ βάτος».Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἰὼβ καὶ ἔπαυσε μὲ τοὺς λόγους αὐτοῦ.