Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΝ ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 1 Κατ' αρχάς ο απειροτελειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην. 1 Όταν ἦλθεν ἡ κατάλληλος ὥρα νὰ δημιουργηθῇ ἀπὸ τὸ μηδὲν ὁ ὑλικὸς κόσμος· εἰς τὴν ἀρχὴν ἐκείνην τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἰδίαν ἀρχὴν μὲ τὴν ὑλικὴν δημιουργίαν, ὁ ἄναρχος καὶ παντοδύναμος Τριαδικὸς Θεός, ἡ μακαρία φύσις καὶ ἀνεξάντλητος ἀγαθότης, ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ὄντων καὶ ἡ ἄφθαστος σοφία ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδέν, «ἐξ οὐκ ὄντων», ἀπὸ ὕλην, ἡ ὁποία δὲν προϋπῆρχε, τὸ ὑλικὸν σύμπαν. Ἐδημιούργησε τὸν ἀπέραντον οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἐδημιούργησε τὸν ὁρατὸν τοῦτον κόσμον, τὸν ἔθεσεν εἰς κίνησιν καὶ καθώρισε νόμους διὰ τὴν ἐξέλιξίν του, ἀκαριαίως· δηλαδὴ εὐθὺς μόλις ἐξεφράσθη τὸ παντοδύναμον καὶ πάνσοφον θέλημά του.
2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 2 Η γη ήτο αόρατος, αδιαμόρφωτος και απρόσφορος δια τον ζωϊκόν και φυτικόν κόσμον· σκοτάδι δε ηπλώνετο επάνω από τα ύδατα που την εσκέπαζον, το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα εφέρετο επάνω από τα ύδατα και περιέβαλλεν αυτήν. 2 Ἡ δὲ γῆ, ὄχι ὅπως τὴν βλέπομεν σήμερον, ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ πρωτόγονον χάος, ἦταν ἀθέατος, ἀδιαμόρφωτος καὶ ἀσχημάτιστος μᾶζα, χωρὶς τάξιν ἦταν χωρὶς κανένα στολισμόν. Ἦταν ἀθέατος, διότι σκοτάδι πηκτὸν ἐκάλυπτε τὸ πρόσωπόν της ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως φωτὸς καὶ διότι τὴν ἐσκέπαζαν πολλὰ καὶ βαθειὰ νερά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἀκόμη συγκεντρωθῆ καὶ περιορισθῆ εἰς τὴν θέσιν, ποὺ θὰ τοὺς καθώριζεν ἀργότερα ὁ Θεός. Καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκινεῖτο ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσον τῶν νερῶν καὶ μὲ τὴν ζωτικὴν ἐνέργειάν του συνέθαλπε καὶ ἐζωογονοῦσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὅπως τὸ πτηνόν, τὸ ὁποῖον κλωσσᾷ τὰ αὐγά του. Τοιουτοτρόπως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον συμμετεῖχε εἰς τὴν δημιουργικὴν ἐνέργειαν, προετοίμαζε καὶ διέπλασσε τὴν φύσιν τῶν νερῶν, ὥστε νὰ ἀναπηδήσῃ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης, ποὺ ἦσαν νεκρὰ καὶ ἄμορφα μεταξύ των, ἡ νέα δημιουργία μὲ τὴν ποικιλίαν τῆς ζωῆς.
3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. 3 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη φως επί της γης”· και έγινε φως. 3 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ φῶς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον καὶ ἐδημιουργήθη τὸ ἀνέκφραστον κάλλος τοῦ φωτός.
4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. 4 Και είδεν ο παντογνώστης Θεός το φως ότι είναι καλόν και σκόπιμον· και εχώρισεν ο Θεός το σκότος από το φως. 4 Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι εἶναι ὡραῖον ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, διότι αὐτὸ θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασεν καὶ ὁ Θεὸς ἐχώρισε καὶ ἀπεμάκρυνε τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀφώρισε διὰ τὸ καθένα ὡρισμένον καιρόν, ὥστε τὸ σκοτάδι νὰ διαδέχεται τὸ φῶς με τὴν καθημερινὴν ἐναλλαγήν.
5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία. 5 Και ωνόμασεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος ωνόμασε νύκτα. Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και έκλεισεν η πρώτη ημέρα της δημιουργίας. 5 Καὶ ὁ Θεός, ὡς κύριος τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν ὠνόμασε τὸ φῶς «ἡμέραν» καὶ τὸ σκοτάδι ὠνόμασε «νύκτα». Καὶ μὲ τὴν ἀρίστην αὐτὴν διαίρεσιν καὶ θαυμαστὴν δημιουργίαν ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ μία ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ πρώτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ ὁλοκληρωθῇ εἰς ἕξι φάσεις).
6 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος. καὶ ἐγένετο οὕτως. 6 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη ο ουράνιος θόλος της γης μεταξύ των υδάτων, που καλύπτουν την επιφάνειάν της και των νεφών που αιωρούνται εις την ατμόσφαιραν, και να διαχωρίζη μεταξύ των υδάτων της γης και των υδάτων του ουρανού”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε. 6 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ γίνῃ στερέωμα, δηλαδὴ νὰ ξετυλιχθῇ ἡ ἀτμόσφαιρα ὡς παραπέτασμα καὶ διάφραγμα, τὸ ὁποῖον νὰ διαιρῇ καὶ νὰ χωρίζῃ τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον, ὥστε ἄλλα μὲν ὕδατα ὡς λεπτὰ καὶ ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑδρατμῶν νὰ τὰ σπρώχνῃ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ νὰ τὰ ἀποθηκεύῃ εἰς τὰ νέφη· ἄλλα δέ, ὡς εὑρισκόμενα εἰς κατάστασιν ὑγράν, νὰ τὰ ἀφήνῃ κάτω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργoν.
7 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος. 7 Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από τα νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού. 7 Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὸ στερέωμα, τὸ ὁποῖον διήρεσε τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον· καὶ ἐχώρισεν ὁ Θεὸς εἰς δύο μέρη τὰ ὕδατα εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα· καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἦσαν μετέωροι ὑδρατμοὶ ὑπὸ μορφὴν νεφῶν, ἐπάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα.
8 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα. 8 Και ωνόμασεν ο Θεός την ατμόσφαιραν ουρανόν. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός ότι το έργον του αυτό ήτο ωραίον και σκόπιμον. Και έγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και έκλεισεν η δευτέρα ημέρα της δημιουργίας. 8 Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς αὐτό, τὸ ὁποῖον ἐχώρισε τὰ ὕδατα εἰς ἄνω καὶ κάτω, «οὐρανόν»· αὐτός (δὲν εἶναι ὁ οὐρανὸς ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸν πρῶτον στίχον, ἀλλά) εἶναι ἡ ἀχανὴς ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ὡς λαμπρὸς καὶ πάγκαλος μανδύας περιβάλλει προστατευτικῶς τὴν γῆν καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι ὁ οὐρανὸς μὲ τὸ ἀπερίγραπτον κάλλος του εἶναι ἔτσι ὅπως τὸν εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸν εἶχε προορίσει. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ δευτέρα ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ δευτέρα φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
9 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά. 9 Και είπεν ο Θεός· “ας συναχθή το ύδωρ, το οποίον καλύπτει ολόκληρον την γην, εις ωρισμένην περιοχήν και ας φανή η ξηρά”. Και έγινεν, όπως ο Θεός διέταξε· και εμαζεύθη όλον το ύδωρ της γης εις τας βαθείας περιοχάς των ωκεανών και θαλασσών, και εφάνη η ξηρά. 9 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να συναχθοῦν τὰ νερά, ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα καὶ καλύπτουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς μεγάλην καὶ τελειοτάτην συνάθροισιν καὶ να φανῇ ἡ ξηρά»· καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον. Καὶ ἐσυνάχθησαν τὰ νερά, ποὺ ἐκάλυπταν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, εἰς τὶς συναθροίσεις των, τὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανούς, καὶ ἐφάνη ἡ ξηρά.
10 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. 10 Και ωνόμασεν ο Θεός την εκτός της θαλάσσης έκτασιν γην, τας δε μεγάλας περιοχάς των υδάτων ωνόμασε θαλάσσας. Και είδεν ο Θεός ότι η θάλασσα και η ξηρά είναι καλαί, έχουν τον σκοπόν και την χρησιμότητά των. 10 Καὶ ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὴν ἐπιφάνειαν, ποὺ δὲν ἐκάλυπταν πλέον τὰ νερά, «γῆν»· καὶ τὰ νερά, ποὺ εἶχαν συναχθῇ καὶ ἐσχημάτισαν τοὺς μεγάλους ὠκεανοὺς καὶ τὶς θάλασσες μὲ τὰ ἰδιαίτερά των σχήματα, ὠνόμασε «θάλασσας. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι ὡραῖον, ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του, καὶ ὅτι θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ ἔπλασε· διότι ἡ ὑγρασία τῆς θαλάσσης ἐπιστρέφει εἰς τὸ βάθος τῆς γῆς· διότι ἡ θάλασσα εἶναι δοχεῖον ὅλων τῶν ποταμῶν τῆς γῆς καὶ ὅμως μένει περιωρισμένη εἰς τὰ ὅριά της· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ὑδρατμῶν, ποὺ ἀνεβαίνουν ὑψηλὰ διὰ νὰ πέσουν ὡς βροχή, ἡ ὁποία ποτίζει καὶ λιπαίνει τὴν γῆν καὶ διότι ἡ θάλασσα περιβάλλει τὶς νήσους, τὶς στολίζει καὶ τὶς ἀσφαλίζει καὶ ταυτοχρόνως ἑνώνει μεταξύ των τὶς ἠπείρους.
11 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως. 11 Και είπεν ο Θεός· “ας φυτρώσουν και ας αναπτυχθούν εις την ξηράν χλόη και ποώδεις θάμνοι, που το κάθε είδος από αυτά θα έχη το ιδικόν του σπέρμα, δια να διαιωνίζεται επί της γης”· και εν συνεχεία διέταξεν ο Θεός· “να φυτρώσουν και να μεγαλώσουν εις την γην καρποφόρα ξυλώδη δένδρα, έκαστον από τα οποία θα φέρη κατά το είδος του το ιδικόν του σπέρμα”. 11 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «να βλαστήσῃ ἡ γῆ χλόην, χορτάρι νὰ φυτρώσουν ποώδεις θάμνοι, καθένας τῶν ὁποίων νὰ παράγῃ σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, ὥστε νὰ διαιωνίζωνται νὰ φυτρώσουν δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων να περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του· ἡ χλόη, οἱ θάμνοι, τὰ δένδρα νὰ καλύψουν τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
12 καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. 12 Και έβγαλε πράγματι η γη ποώδη βλάστησιν, χλόην και θάμνους, κάθε είδος από τα οποία είχε το σπέρμα αυτού δια την διατήρησίν του. Και κατόπιν εφύτρωσαν και εμεγάλωσαν επί της γης καρποφόρα δένδρα, έκαστον από τα οποία έφερε το σπέρμα του είδους του, δια να διαιωνίζεται επί της γης. 12 Καὶ ἡ γῆ, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν χωρὶς καλλιέργειαν ἢ ἄλλην βοήθειαν, ἀκολουθοῦσα τὸ πρόσταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Δημιουργοῦ, ἐβλάστησε χορτάρι, ποώδεις θάμνους, καθένας τῶν ὁποίων παράγει σπόρον ἀναλόγως τοῦ εἴδους καὶ τῆς ποικιλίας του, καὶ δένδρα δασικά (ποὺ παράγουν ξυλείαν) καὶ ὀπωροφόρα, οἱ καρποὶ τῶν ὁποίων περιέχουν τὰ σπέρματά των, τὸ καθένα ἀναλόγως τοῦ ἰδιαιτέρου εἴδους του, ὥστε νὰ συνεχίζουν τὴν ὕπαρξίν των ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς.
13 καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη. 13 Είδεν ο Θεός ότι η χλόη, οι θάμνοι και τα δένδρα, που εκάλυψαν όλην την επιφάνειαν της ξηράς, ήσαν καλά, σκόπιμα και χρήσιμα. Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τρίτη ημέρα της δημιουργίας. 13 Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλόν, ἔτσι ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸ εἶχε προορίσει· διότι τὸ ἴδιον δημιουργικὸν πρόσταγμα συνεχίζει νὰ παραμένῃ εἰς τὴν γῆν, ὥστε νὰ βλαστάνῃ τὸ χορτάρι, τοὺς θάμνους καὶ τὰ δένδρα τὸ καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ τρίτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ τρίτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
14 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς· 14 Και είπεν ο Θεός· “ας γίνουν (ας φανούν) εις τον ουρανόν της γης φωτεινοί αστέρες, δια να φωτίζουν την γην και να χωρίζουν την ημέραν από την νύκτα. Ας είναι οι αστέρες αυτοί εις σημεία μετεωρολογικών και άλλων φαινομένων, και ας χρησιμεύουν εις κανονικήν μεταβολήν και διάκρισιν των εποχών του έτους, των ημερών και των ετών. 14 Καὶ ὁ Θεὸς ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ ἐμφανισθοῦν εἰς τὸν οὐράνιον θόλον φωτεινὰ σώματα, διὰ νὰ φωτίζουν τὴν γῆν, διὰ νὰ χωρίζουν τὴν ἡμέραν ἀπὸ τὴν νύκτα καὶ οἱ φωτεινοὶ αὐτοὶ ἀστέρες νὰ εἶναι κατάλληλοι διὰ τὴν ἐπισήμανσιν τῶν μετεωρολογικῶν καὶ καιρικῶν συνθηκῶν, διὰ τὴν κανονικὴν διαδοχὴν καὶ τὴν διάκρισιν τῶν ἐποχῶν τὸ ἔτους καὶ τῶν ἑορτῶν διὰ τὴν ἀρίθμησιν τῶν ἡμερῶν καὶ τῶν ἐτῶν.
15 καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως. 15 Προ παντός δε ας είναι αυτοί στον ουρανόν, ώστε να φωτίζουν την γην”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε. 15 Καὶ τὰ φωτεινὰ αὐτὰ σώματα νὰ εἶναι φῶτα εἰς τὸν οὐράνιον θόλον, διὰ νὰ φωτίζουν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
16 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας. 16 Και έκαμεν ο Θεός τους δύο μεγάλους αστέρας, τον ήλιον, τον μεγάλον αστέρα, να άρχη με το φως του όλην την ημέραν. Και τον μικρότερον αστέρα, την σελήνην, να άρχη με το φως της κατά την νύκτα. Επίσης διέταξε να φανούν και οι άλλοι αστέρες του ουρανού. 16 Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ διεμόρφωσε τὰ δύο μεγάλα φωτεινὰ σώματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν διαστάσεις τέτοιες, ὥστε ἐπαρκεῖ τὸ φῶς των νὰ καταφωτίζῃ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Διέπλασε καὶ διεμόρφωσε τὸν μεγάλον ἀστέρα, τὸν ἥλιον, διὰ νὰ ἐξουσίαζῃ καὶ βασιλεύῃ μὲ τὸ φῶς καὶ τὴν θερμότητά του κατὰ τὴν ἡμέραν, καὶ τὸν μικρότερον ἀστέρα, τὴν σελήνην, διὰ νὰ ἐξουσιάζῃ καὶ βασιλεύῃ κατὰ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς, ποὺ τῆς δανείζει ὁ ἥλιος ἐπίσης διέπλασε καὶ διεμόρφωσε καὶ τοὺς ἄλλους ἀστέρας.
17 καὶ ἔθετο αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ, ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς 17 Και έθεσεν αυτούς ο Θεός στο ουράνιον στερέωμα, δια να στέλλουν το φως των επάνω εις την γην· 17 Καὶ ὁ Θεὸς ἔθεσεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀστέρας εἰς τὸν οὐράνιον θόλον καὶ τοὺς ἔταξεν εἰς τροχιὰν κανονικὴν καὶ εἰς ἀνάλογον ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ μὲ θερμότητα τόσην, ὅση χρειάζεται νὰ τὴν φωτίζουν καὶ νὰ τὴν ζωογονοῦν.
18 καὶ ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. 18 να εξουσιάζουν την ημέραν και την νύκτα και να ξεχωρίζουν το φως από το σκότος. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός, ότι το έργον του αυτό ήτο καλόν, χρήσιμον και σκόπιμον. 18 Καὶ τοὺς ἔταξε νὰ ἐξουσιάζουν ὁ μὲν ἥλιος κατὰ τὴν ἡμέραν, ὥστε νὰ τὴν καθιστᾷ φαιδροτέραν καὶ λαμπροτέραν, ἡ δὲ σελήνη κατὰ τὴν νύκτα, ὥστε νὰ διαλύῃ τὸ σκοτάδι καὶ νὰ καθιστᾲ τὴν νύκτα ἤρεμον καὶ γλυκεῖαν καὶ ἀκόμη, διὰ να χωρίζουν τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὸ ἔργον του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλόν, ἔτσι ὅπως τὸ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὸ εἶχε προορίσει.
19 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τετάρτη. 19 Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τετάρτη ημέρα της δημιουργίας. 19 Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισε ἡ τετάρτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ τετάρτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
20 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο οὕτως. 20 Και είπεν ο Θεός· “να βγάλουν τα ύδατα των θαλασσών ψάρια και ερπετά και πτηνά, τα οποία θα πετούν εις την ατμόσφαιραν μεταξύ του ουρανίου θόλου και της γης”. Και έγινεν έτσι. 20 Καὶ ὁ Θεός, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ βγάλουν, νὰ παραγάγουν καὶ νὰ γεμίσουν τὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν μὲ πλῆθος ἀπὸ ζωντανοὺς ὀργανισμούς, ψάρια ζωοτόκα καὶ ὠοτόκα, καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα νὰ γεμίσῃ μὲ πλῆθος ἀπὸ πτηνά, τὰ ὁποῖα νὰ πετοῦν μεταξὺ τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανίου θόλου». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
21 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά. 21 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα μεγάλα κήτη και τα ψάρια και τα ερπετά, τα οποία σύμφωνα με την διαταγήν του έβγαλαν τα ύδατα έκαστον κατά το ειδός αυτού· καθώς και όλα τα είδη των πτηνών καθένα κατά το είδος του. Και είδεν ο Θεός ότι όλα ήσαν καλά και χρήσιμα δια τον σκοπόν, δια τον οποίον έγιναν. 21 Καὶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδὲν τὰ μεγάλα θαλάσσια κήτη, τὰ ψάρια καὶ ὅλους τοὺς ζωντανοὺς θαλασσίους ὀργανισμούς, ποὺ γλιστροῦν εἰς τὰ νερά, τοὺς ὁποίους κατὰ τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔβγαλαν μὲ ἀφθονίαν τὰ νερά, καθένα κατὰ τὸ εἶδος του· ἐπίσης καὶ κάθε εἶδος πτηνοῦ, τὸ ὁποῖον μὲ τὰ πτερά του διασχίζει τοὺς ὁρίζοντες, καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὰ ἔργα του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλά, ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του καὶ ὅπως τὰ εἶχε προορίσει.
22 καὶ εὐλόγησεν αὐτὰ ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς. 22 Και ευλόγησεν αυτά ο Θεός λέγων· “γίνεσθε γόνιμα, αυξάνεσθε και πολλαπλασιάζεσθε και γεμίσατε τα ύδατα των θαλασσών. Και τα πετεινά επίσης ας πληθυνθούν επάνω εις την γην”. 22 Καὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἤθελε διὰ τῆς πολυγονίας νὰ γεμίσουν τὴν θάλασσαν καὶ νὰ καλύψουν τὴν ξηρὰν καὶ νὰ ἔχουν τὴν ὕπαρξιν παντοτεινήν, τὰ εὐλόγησε καὶ εἶπεν· «ἀναπαράγεσθε, καρποφορεῖτε, μεγαλώνετε, πολλαπλασιάζεσθε καὶ γεμίσετε τὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν· καὶ τὰ πτηνά, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, νὰ πολλαπλασιάζωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
23 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη. 23 Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και συνεπληρώθη η πέμπτη ημέρα της δημιουργίας. 23 Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ καὶ ἔκλεισεν ἡ πέμπτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ vὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ πέμπτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).
24 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως. 24 Και είπεν ο Θεός· “ας βγάλη η γη ζώα διαφόρων ειδών, τετράποδα και ερπετά και θηρία της ξηράς, το καθένα κατά το είδος του”. Και έγινε έτσι. 24 Καὶ ὁ Θεός, έκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλήν του ὡς πρόσταγμα, εἶπε· «νὰ βγάλῃ καὶ νὰ γεμίσῃ ἡ γῆ μὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, τῶν ζώων· νὰ βγάλῃ ζῶα μεγάλα, ἥμερα καὶ κατοικίδια, ἑρπετὰ καὶ ἔντομα, ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα νὰ ζοῦν εἰς τὰ δάση, καθένα κατὰ τὸ εἶδος του». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον.
25 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά. 25 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά τα είδη αυτών, και τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα ερπετά της γης κατά τα είδη αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι είναι καλά, σκόπιμα και χρήσιμα. 25 Καὶ ὁ Θεὸς διέπλασε καὶ διεμόρφωσε τὰ ἄγρια θηρία, τὰ ὁποῖα ζοῦν εἰς τὰ δάση καθένα κατὰ τὸ εἶδος του, καὶ τὰ μεγάλα, ἥμερα καὶ κατοικίδια ζῶα καθένα κατὰ τὸ εἶδος του, καὶ ὅλα τὰ μικρὰ ζῶα, ἑρπετὰ καὶ ἔντομα καθένα κατὰ τὸ εἶδος του. Καὶ ὁ Θεός, ἀτενίζων τὰ ἔργα του μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του, εἶδεν ὅτι εἶναι καλά, ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθή βουλή του καὶ ὅπως τὰ εἶχε προορίσει.
26 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς. 26 Εν συνεχεία ο Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “ας δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και να έχη την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι άρχοντες και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της γης”. 26 Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλὴν καὶ σκέψιν του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιον πρὸς Αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον του καὶ τὸ ὁμόθρονον καὶ συναΐδιον πρὸς Αὐτὸν Παράκλητον Πνεῦμα, εἶπεν· «ἂς κάμωμεν μέγα καὶ θαυμαστὸν δημιούργημα, τὸ τιμιώτερον ὅλων τῶν ζωντανῶν κτισμάτων, διὰ τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθη ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτὰ ἂς κάμωμεν ἄνθρωπον, ἄνδρα καὶ γυναῖκα, καὶ ἂς τὸν τιμήσωμεν μὲ ἔξοχα χαρίσματα καὶ θεῖες ἱκανότητες· δηλαδὴ μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ ἀθάνατον, μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου καὶ ἂς τὸν κάμωμεν ἔτσι, ὥστε νὰ ἠμπορῇ, ἐὰν θέλῃ, νὰ γίνῃ ὅμοιος μὲ ἡμᾶς κατὰ τὴν ἀρετήν, τὴν ὁσιότητα καὶ ἁγιότητα, ὅσον τοῦτο εἶναι δυνατὸν εἰς τὸ κτίσμα νὰ ὁμοιάσῃ τὸν κτίστην του. Καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναῖκα ἂς ἄρχουν ὡς ἄλλοι ἀντιβασιλεῖς ἐπὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πτηνῶν, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ τῶν μεγάλων ζώων τῆς γῆς, ἀγρίων καὶ ἡμέρων καὶ ἐπὶ ὅλων τῶν ἄλλων μικρῶν ζώων, ποὺ κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται καὶ ἐπὶ τῶν ἐντόμων, τὰ ὁποῖα ζοῦν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
27 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. 27 Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ώστε να είναι με αυτά εικών του Θεού. Εδημιούργησεν απ' αρχής άνδρα και γυναίκα. 27 Καὶ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε καὶ διέπλασε τὸν ἄνθρωπον μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ ἀθάνατον, μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου· ἐδημιούργησεν ἐξ ἀρχῆς ἀνδρόγυνον, ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα.
28 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς. 28 Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται επάνω εις την επιφάνειαν της γης”. 28 Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, λέγων· «σεῖς, τὸ ἕνα ζεῦγος, καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε· μὲ τοὺς ἀπογόνους, ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ τὴν μίαν ρίζαν, τὴν ἰδικήν σας, γεμίσατε καὶ καλύψατε τὴν γῆν καὶ γίνετε οἱ κυρίαρχοι, ποὺ θὰ τὴν ὑποτάξετε καὶ γίνετε δεσπόται καὶ ἐξουσιασταὶ τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, καὶ τῶν μεγάλων ζώων, ἀγρίων καὶ ἡμέρων, καὶ ὁλοκλήρου τῆς γῆς καὶ ὅλων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
29 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν· 29 Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει υπό την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα οποία έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και κάθε δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς πολλαπλασιασμόν και διαιώνισίν του. Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των δένδρων, θα είναι εις διατροφήν σας. 29 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: «Νά· ἔχω δώσει εἰς σᾶς, τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα, ὅλα τὰ εἴδη τῶν χόρτων καὶ φυτῶν, ποὺ ἔχουν σπόρον καὶ ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὁλοκλήρου τῆς γῆς, καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν δένδρων, ποὺ ἔχουν εἰς τοὺς καρπούς των τὸν σπόρον διὰ πολλαπλασιασμὸν ὅλα αὐτά, χόρτα καὶ φυτὰ καὶ καρποὶ τῶν δένδρων, ἂς εἶναι διὰ τὴν διατροφὴν καὶ τὴν συντήρησίν σας.
30 καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν. καὶ ἐγένετο οὕτως. 30 Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων της γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που σύρονται εις την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν το χλωρόν χόρτον της γης”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε. 30 Καὶ εἰς ὅλα τὰ μεγάλα ἄγρια ζῶα τῆς γῆς καὶ εἰς ὅλα τὰ πετεινά, τὰ ὁποῖα διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες, καὶ εἰς ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα κινοῦνται ὡς νὰ σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι ζωντανὲς ὑπάρζεις, δίδω διὰ διατροφὴν καὶ συντήρησίν των κάθε εἶδος χόρτου χλωροῦ, πρασίνου καὶ τρυφεροῦ». Καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὸ θεῖον πρόσταγμα ἔγινε ἔργον καὶ ὅλα εἰς ὅσα ὁ Θεὸς ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ γίνουν, ἐπραγματοποιήθησαν καὶ ἔλαβαν τὴν πρέπουσαν θέσιν καὶ ἀποστολὴν εἰς τὸν κόσμον.
31 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη. 31 Και επεθεώρησεν ο παντογνώστης Θεός όλα όσα εδημιούργησε, και είδεν ότι τα πάντα ήσαν εξαιρετικώς καλά, το καθένα με τον σκοπόν και την χρησιμότητα του. Και έγινε εσπέρα, έγινε πρωΐ και συνεπληρώθη η έκτη ημέρα της δημιουργίας. 31 Καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ἀτενίζων καὶ ἐπιθεωρῶν μὲ τὴν ἀνέκφραστον σοφίαν του ὅλα ὅσα ἐδημιούργησεν ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ διέπλασεν, ἄψυχα καὶ ἔμψυχα, μὲ τὸν ἄνθρωπον ἀντιβασιλέα τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, καὶ νά· τοῦ ἐφάνησαν ὅλα ἑξαιρετικῶς τέλεια καὶ ἄριστα, χωρὶς κανένα μειονέκτημα. Ὅλα ἦσαν ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθὴ βουλή του· ἦσαν σύνολον ὠλοκληρωμένον, ἁρμονικὸν καὶ ἀπείρου ὡραιότητος· καὶ ὅλα ἔγιναν ἔτσι ὅπως τὰ εἶχε προορίσει νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπον καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Δημιουργόν των. Καὶ ἐπέρασεν ἡ νύκτα καὶ ἦλθε τὸ πρωΐ, καὶ ἔκλεισεν ἡ ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. (Δηλαδὴ ἡ περίοδος ποὺ ἐπέρασε διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς πέρας ἡ ἕκτη φάσις τῆς ὑλικῆς δημιουργίας).