Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 (ΚΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐξάρας ᾿Ιακὼβ τοὺς πόδας ἐπορεύθη εἰς γῆν ἀνατολῶν πρὸς Λάβαν τὸν υἱὸν Βαθουὴλ τοῦ Σύρου, ἀδελφὸν δὲ Ρεβέκκας μητρὸς ᾿Ιακὼβ καὶ ῾Ησαῦ. 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά εξεκίνησεν ο Ιακώβ πεζή, εβάδισεν εις τας ανατολικάς χώρας προς τον Λαβαν, τον υιόν Βαθουήλ του Συρου, αδελφόν της Ρεβέκκας της μητρός του Ιακώβ και του Ησαύ. 1 Ο Ἰακὼβ παρηγορημένος, ἐνισχυμένος καὶ μὲ ἀναπτερωμένες τὶς ἐλπίδες του μετὰ τὴν θείαν ὀπτασίαν ἐξεκίνησε ἀπὸ τὴν Βαιθὴλ καὶ συνέχισε τὸ ταξίδι του πρὸς τὶς χῶρες, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὰ ἀνατολικὰ τῆς Παλαιστίνης (δηλαδὴ τὴν Μεσοποταμίαν), διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν Λάβαν, τὸν υἱὸν τοῦ Βαθουὴλ τοῦ Σύρου, τὸν ἀδελφὸν τῆς Ρεβέκκας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἡσαῦ.
2 καὶ ὁρᾷ καὶ ἰδοὺ φρέαρ ἐν τῷ πεδίῳ, ἦσαν δὲ ἐκεῖ τρία ποίμνια προβάτων ἀναπαυόμενα ἐπ᾿ αὐτοῦ· ἐκ γὰρ τοῦ φρέατος ἐκείνου ἐπότιζον τὰ ποίμνια, λίθος δὲ ἦν μέγας ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ φρέατος, 2 Οταν δε επλησίασε προς την πόλιν Χαρράν, παρατηρεί και ιδού βλέπει ότι εις την πεδιάδα υπήρχε φρέαρ. Πλησίον δε αυτού ήσαν τρία ποίμνια προβάτων, τα οποία ανεπαύοντο, διότι από το φρέαρ εκείνο επότιζον οι ποιμένες τα κοπάδια των. Ενας δε μεγάλος λίθος έκλειε το στόμιον του φρέατος. 2 Ἐνῷ ἐβάδιζε, παρετήρησεν εἰς τὴν πεδιάδα ἔξω ἀπὸ τὴν Χαρρὰν ἕνα πηγάδι, γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐστάλιζαν τρία κοπάδια πρόβατα· διότι ἀπὸ τὸ πηγάδι ἐκεῖνο, ὅταν θὰ ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ ποτίσματος, ἐπότιζαν τὰ κοπάδια. Μία μεγάλη δὲ καὶ βαρειὰ πέτρα ἐσκέπαζε τὸ στόμα τοῦ πηγαδιοῦ.
3 καὶ συνήγοντο ἐκεῖ πάντα τὰ ποίμνια καὶ ἀπεκύλιον τὸν λίθον ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ φρέατος καὶ ἐπότιζον τὰ πρόβατα καὶ ἀποκαθίστων τὸν λίθον ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ φρέατος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. 3 Εμαζεύοντο εκεί όλα τα κοπάδια, οι δε ποιμένες απεκύλιον τον λίθον από το στόμιον του φρέατος, επότιζον τα πρόβατα και έπειτα επανέφεραν τον λίθον εις την θέσιν του, στο στόμιον του φρέατος. 3 Εἰς τὸ πηγάδι αὐτὸ ἐμαζεύοντο ὅλα τὰ κοπάδια καὶ ἐπειδὴ ἡ πέτρα ἦταν μεγάλη καὶ βαρειά, ἐμαζεύοντο ὅλοι μαζὶ οἱ βοσκοὶ καὶ τὴν ἐκυλοῦσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πηγαδιοῦ· καὶ ἀφοῦ ἐπότιζαν τὰ πρόβατα, τὴν ἐμετακινοῦσαν πάλιν ὅλοι μαζὶ εἰς τὴν θέσιν της καὶ ἔφραζαν τὸ πηγάδι.
4 εἶπε δὲ αὐτοῖς ᾿Ιακώβ· ἀδελφοί, πόθεν ἐστὲ ὑμεῖς; οἱ δὲ εἶπαν· ἐκ Χαρρὰν ἐσμέν. 4 Ηρώτησεν ο Ιακώβ τους ποιμένας και είπεν· “αδελφοί, από που είσθε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “είμεθα από την Χαρράν”. 4 Ὁ δὲ Ἰακὼβ μόλις εἶδε τοὺς βοσκοὺς τῶν κοπαδιῶν, τοὺς ἐρώτησε μὲ εὐγένειαν: «Ἀδελφοί μου, ἀπὸ ποῦ εἶσθε;» Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἀπάντησαν· «εἴμεθα ἀπὸ τὴν Χαρράν».
5 εἶπε δὲ αὐτοῖς· γινώσκετε Λάβαν τὸν υἱὸν Ναχώρ; οἱ δὲ εἶπαν· γινώσκομεν. 5 Τους ηρώτησε πάλιν· “γνωρίζετε τον Λαβαν, τον απόγονον του Ναχώρ;” Εκείνοι είπαν· “βεβαίως τον γνωρίζομεν”. 5 Καὶ ἐκεἱνος τοὺς ἐρώτησε πάλιν: «Γνωρίζετε μήπως τὸν Λάβαν, τὸν ἔγγονον τοῦ Ναχώρ;» καὶ αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν· «τὸν γνωρίζομεν».
6 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὑγιαίνει; οἱ δὲ εἶπαν· ὑγιαίνει. καὶ ἰδοὺ Ραχὴλ ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ ἤρχετο μετὰ τῶν προβάτων. 6 Είπεν εις αυτούς· “είναι καλά εις την υγείαν του;”. Εκείνοι είπαν· “Είναι καλά”. Κατά την ώραν εκείνην ιδού η Ραχήλ, η θυγάτηρ του Λαβαν, ήρχετο με τα πρόβατά της στο φρέαρ. 6 Ὁ Ἰακὼβ τοὺς εἶπε πάλιν: «Εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν του;» Αὐτοὶ τοῦ ἀπαντῆσαν· «ναί, εἶναι καλά». Τὴν ὥραν ποὺ ὁ Ἰακὼβ ἐζητοῦσε πληροφορίες διὰ τὸν Λάβαν, νά· ἐφάνη νὰ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος των ἡ Ραχήλ, ἡ μικρότερη κόρη τοῦ Λάβαν, μὲ τὰ πρόβατά της.
7 καὶ εἶπεν ᾿Ιακώβ· ἔτι ἐστὶν ἡμέρα πολλή, οὔπω ὥρα συναχθῆναι τὰ κτήνη· ποτίσαντες τὰ πρόβατα ἀπελθόντες βόσκετε. 7 Ο Ιακώβ, θέλων προφανώς να ομιλήση ιδιαιτέρως με την κόρην του Λαβαν, είπεν στους ποιμένας· “υπολείπονται ώραι πολλαί της ημέρας και δεν είναι ακόμη καιρός να συγκεντρωθούν τα ζώα εις τας μάνδρας των. Ποτίσατέ τα λοιπόν, και πηγαίνετε να τα βοσκήσετε”. 7 Ὁ Ἰακώβ, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ὁμιλήσῃ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν Ραχήλ, εἶπεν εἰς τοὺς βοσκούς: «Ἀκόμη εἶναι ἡμέρα, ὁ ἥλιος εἶναι ὑψηλά· δὲν εἶναι καιρὸς νὰ μαζευθοῦν τὰ ζῶα εἰς τὸ μαντρί τους· ποτίστε λοιπὸν τὰ πρόβατα καὶ πηγαίνετε νὰ τὰ βοσκήσετε ἕως ὅτου νυκτώσῃ.
8 οἱ δὲ εἶπαν· οὐ δυνησόμεθα ἕως τοῦ συναχθῆναι πάντας τοὺς ποιμένας, καὶ ἀποκυλίσουσι τὸν λίθον ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ φρέατος, καὶ ποτιοῦμεν τὰ πρόβατα. 8 Εκείνοι όμως του απήντησαν· “δεν ημπορούμεν να τα ποτίσωμεν, πριν η, μαζευθούν εδώ όλοι οι ποιμένες και μαζή αποκυλίσουν τον λίθον από το στόμιον του φρέατος, οπότε και θα ποτίσωμεν τα πρόβατα”. 8 Τοῦ εἶπαν οἱ βοσκοί: «Δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ τὰ ποτίσωμεν παρὰ μόνον ὅταν μαζευθοῦν ὅλοι οἰ βοσκοί· τότε ὅλοι μαζὶ θὰ κυλίσωμεν τὴν πέτραν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πηγαδιοῦ καὶ θὰ ποτίσωμεν τὰ πρόβατα».
9 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς καὶ ἰδοὺ Ραχὴλ ἡ θυγάτηρ Λάβαν ἤρχετο μετὰ τῶν προβάτων τοῦ πατρὸς αὐτῆς· αὐτὴ γὰρ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῆς. 9 Καθ' ον χρόνον αυτός συνωμίλει με τους ποιμένας, ιδού η Ραχήλ, η θυγάτηρ του Λαβαν, ήρχετο με τα πρόβατα του πατρός της στο φρέαρ, δια να τα ποτίση, διότι αυτή τα έβοσκεν. 9 Ἐνῷ ἀκόμη ὁ Ἰακὼβ συνωμιλοῦσε μαζί των, να ἡ Ραχήλ, ἡ κόρη τοῦ Λάβαν, ἤρχετο εἰς τὸ πηγάδι μὲ τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα της· διότι αὐτὴ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα της.
10 ἐγένετο δέ, ὡς εἶδεν ᾿Ιακὼβ τὴν Ραχὴλ τὴν θυγατέρα Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ τὰ πρόβατα Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ προσελθὼν ᾿Ιακὼβ ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ φρέατος καὶ ἐπότιζε τὰ πρόβατα Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρὸς αὐτοῦ. 10 Οτε δε ο Ιακώβ είδε την Ραχήλ, την θυγατέρα του Λαβαν, του αδελφού της μητρός του, και τα πρόβατα του Λαβαν, επλησίασεν στο φρέαρ, απεκύλισε μόνος του από το στόμιον τον λίθον και επότιζε τα πρόβατα του αδελφού της μητρός του. 10 Μόλις ὁ Ἰακὼβ εἶδε τὴν Ραχήλ, τὴν κόρην τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας του, καὶ τὰ πρόβατα τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας του, ἐφέρθη πρὸς τὴν Ραχὴλ ὡς ἀδελφός. Ἔτρεξεν εἰς τὸ πηγάδι καὶ ἐκύλισε μόνος του τὴν βαρειὰν πέτραν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ πηγαδιοῦ καὶ ἄρχισε νὰ ποτίζῃ τὰ πρόβατα τοῦ θείου του Λάβαν.
11 καὶ ἐφίλησεν ᾿Ιακὼβ τὴν Ραχήλ· καὶ βοήσας τῇ φωνῇ αὐτοῦ ἔκλαυσε. 11 Επλησίασε την Ραχήλ, την ησπάσθη και βαθύτατα συγκεκινημένος έκραζε και έκλαυσε. 11 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐπλησίασε καὶ συγκινημένος ἀσπάσθηκε τὴν Ραχήλ· καὶ μὲ φωνὴν δυνατήν, ποὺ ἔτρεμεν ἀπὸ συγκίνησιν,
12 καὶ ἀπήγγειλε τῇ Ραχήλ, ὅτι ἀδελφὸς τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐστι καὶ ὅτι υἱὸς Ρεβέκκας ἐστί, καὶ δραμοῦσα ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτῆς κατὰ τά ρήματα ταῦτα. 12 Επληροφόρησε την Ραχήλ ότι είναι ανεψιός του πατρός της, υιός της Ρεβέκκας της αδελφής του. Εκείνη δε έτρεξε και ανήγγειλεν στον πατέρα της τα λόγια αυτά. 12 ἐφανέρωσεν εἰς τὴν Ραχήλ, ὅτι εἶναι συγγενής (ἀνεψιὸς) τοῦ πατέρα της καὶ ὅτι εἶναι υἱὸς τῆς Ρεβέκκας. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ τὰ ἔφερεν ὅλα εὐνοϊκὰ εἰς τὸν Ἰακώβ, παρεκίνησε τὴν κόρην νὰ τρέξῃ γρήγορα καὶ μὲ μεγάλην χαράν, διὰ νὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὸν πατέρα της τὸ γεγονὸς καὶ τὰ λόγια, ποὺ τῆς εἶπεν ὁ Ἰακώβ.
13 ἐγένετο δέ, ὡς ἤκουσε Λάβαν τὸ ὄνομα ᾿Ιακὼβ τοῦ υἱοῦ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ, ἔδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ περιλαβὼν αὐτὸν ἐφίλησε καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ διηγήσατο τῷ Λάβαν πάντας τοὺς λόγους τούτους. 13 Αμέσως δε μόλις ο Λαβαν ήκουσε το όνομα του Ιακώβ, του παιδιού της αδελφής του, έτρεξεν εις συνάντησίν του, τον ενηγκαλίσθη, τον εφίληοε και τον ωδήγησεν στον οίκον του. Εκεί δε διηγήθη ο Ιακώβ στον Λαβαν όλα, όσα του είχον συμβή. 13 Μόλις ὁ Λάβαν ἄκουσε τὸ γεγονὸς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακώβ, τοῦ υἱοῦ τῆς ἀδελφής του, ἔτρεξε νὰ τὸν συναντήσῃ καὶ νὰ τὸν προϋπαντήσῃ καὶ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε μὲ ἀγάπην, τὸν ἐφίλησε καὶ τὸν ὠδήγησεν εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ὁ Ἰακὼβ διηγήθη εἰς τὸν Λάβαν ὅλα ὅσα ἔγιναν καὶ ὅλα ὅσα εἶπεν εἰς τὴν Ραχήλ.
14 καὶ εἶπεν αὐτῷ Λάβαν· ἐκ τῶν ὀστῶν μου καὶ ἐκ τῆς σαρκός μου εἶ σύ. καὶ ἦν μετ᾿ αὐτοῦ μῆνα ἡμερῶν. 14 Ο Λαβαν είπε τότε στον Ιακώβ· “είσαι συ από τα δικά μας κόκκαλα και από την ιδικήν μας σάρκα. Είμεθα συγγενείς εξ αίματος”. Ο Ιακώβ έμεινε μαζή του ένα μήνα. 14 Ὁ Λάβαν, ὅταν τὰ ἄκουσε, τόσον πολὺ συνεπάθησε τὸν ἀνεψιόν του, ὥστε τοῦ εἶπε: «Πράγματι· εἶσαι ἀπὸ τὰ κόκκαλά μου καὶ ἀπὸ τὴν σάρκα μου· αἷμα ἰδικόν μου· εἶσαι παιδί μου». Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔμεινε κοντὰ εἰς τὸν θεῖον του ἕνα ὁλόκληρον μῆνα· ἐπερνοῦσε σὰν νὰ εὑρίσκετο εἰς τὸ σπίτι του καὶ δὲν ἔνοιωθε κανένα φόβον, Ἠσχολεῖτο δὲ μὲ διάφορα ἔργα χρήσιμα διὰ τὸν θεῖον τοῦ Λάβαν.
15 Εἶπε δὲ Λάβαν τῷ ᾿Ιακώβ· ὅτι γὰρ ἀδελφός μου εἶ, οὐ δουλεύσεις μοι δωρεάν· ἀπάγγειλόν μοι, τίς ὁ μισθός σου ἐστί; 15 Μετά την πάροδον του μηνός ο Λαβαν είπεν στον Ιακώβ· “επειδή είσαι συγγενής μου, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εργάζεσαι εις εμέ δωρεάν, ωσάν δούλος. Πές μου ποίος πρέπει να είναι ο μισθός σου”. 15 Καὶ ὁ Θεός, ποὺ ἐβοηθοῦσε τὸν Ἰακώβ, ἐπροθυμοποίησε τὸν Λάβαν, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ συμφεροντολόγος, εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ: «Ἐπειδὴ εἶσαι συγγενής μου (ἀνεψιός μου) δεν σημαίνει, ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεσαι εἰς ἐμὲ δωρεάν, ὡς δοῦλος χωρὶς καμμίαν ἐλπίδα ἀνταποδόσεως· λέγε λοιπόν, τί ἀπαιτεῖς, πές μου ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ πληρωμή σου;»
16 τῷ δὲ Λάβαν ἦσαν δύο θυγατέρες, ὄνομα τῇ μείζονι Λεία, καὶ ὄνομα τῇ νεωτέρᾳ Ραχήλ. 16 Ο Λαβαν είχε δύο θυγατέρας· η μεγαλυτέρα ωνομάζετο Λεία και η μικροτέρα ωνομάζετο Ραχήλ. 16 Ὁ δὲ Λάβαν εἶχε δύο θυγατέρες· τὸ ὄνομα τῆςμεγαλυτέρας ἦταν Λεία, τὸ δὲ ὄνομα τῆς νεωτέρας ἦταν Ραχήλ.
17 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ Λείας ἀσθενεῖς, Ραχὴλ δὲ ἦν καλὴ τῷ εἴδει καὶ ὡραία τῇ ὄψει σφόδρα. 17 Οι οφθαλμοί της Λείας ήσαν αδύνατοι, η δε Ραχήλ ήτο ωραία εις όλην της την εμφάνισιν και εξαιρετικώς ωραία στο, πρόσωπον. 17 Τὰ μάτια τῆς Λείας ἦσαν ἀσθενικα καὶ ἀδύνατα χωρὶς ἰδιαιτέραν λάμψιν, ἐνῶ ἡ Ραχὴλ ἦταν κομψή, ὄμορφη καὶ χαριτωμένη ἐξαιρετικά.
18 ἠγάπησε δὲ ᾿Ιακὼβ τὴν Ραχὴλ καὶ εἶπε· δουλεύσω σοι ἑπτὰ ἔτη περὶ Ραχὴλ τῆς θυγατρός σου τῆς νεωτέρας. 18 Ο Ιακώβ ηγάπησε την Ραχήλ και είπε· “θα εργασθώ εις σε επτά έτη δια την Ραχήλ την νεωτέραν θυγατέρα σου, την οποίαν μετά τα επτά αυτά έτη θα λάβω ως σύζυγον”. 18 Ὁ Ἰακώβ, ποὺ δεν ἐπιθυμοῦσε νὰ συγκεντρώσῃ χρήματα, ἐνεθυμήθη τὴν μητέρα του καὶ τὶς ἔντολες τοῦ πατέρα του. Ἐπειδὴ δὲ ἀγάπησε τὴν Ραχὴλ ἀπὸ τὴν ὥραν, ποὺ τὴν εἶδεν εἰς τὸ πηγάδι, ἀπάντησεν εἰς τὸν θεῖον του· «θὰ σοῦ δουλεύσω ἑπτὰ χρόνια διὰ νἀ μοῦ δώσῃς εἰς τὸ τέλος ὡς γυναῖκα τὴν Ραχήλ, τὴν νεωτέραν θυγατέρα σου».
19 εἶπε δὲ αὐτῷ Λάβαν· βέλτιον δοῦναί με αὐτήν σοι, ἢ δοῦναί με αὐτὴν ἀνδρὶ ἑτέρῳ· οἴκησον μετ᾿ ἐμοῦ. 19 Ο Λαβαν του απήντησεν· “είναι βεβαίως πολύ προτιμότερον για μένα να δώσω αυτήν σύζυγον εις σέ, παρά εις οιονδήποτε άνδρα. Μείνε μαζή μας και εργάσου, όπως είπες”. 19 Ὁ Λάβαν τοῦ εἰπέ: «Εἶναι πολὺ καλύτερον νὰ τὴν δώσω ὡς σύζυγον εἰς σέ, παρὰ εἰς ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνδρα· μεῖνε λοιπὸν καὶ κατοίκησε εἰς τὸ σπίτι μου».
20 καὶ ἐδούλευσεν ᾿Ιακὼβ περὶ Ραχὴλ ἑπτὰ ἔτη, καὶ ἦσαν ἐναντίον αὐτοῦ ὡς ἡμέραι ὀλίγαι, παρὰ τὸ ἀγαπᾷν αὐτὸν αὐτήν. 20 Ο Ιακώβ ειργάσθη πράγματι επί επτά κατά συνέχειαν έτη, δια να λάβη ως σύζυγον την Ραχήλ. Μαλιστα δε του εφάνησαν και ολίγα τα έτη αυτά. Διότι αγαπούσε την Ραχήλ. 20 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐδούλευσεν εἰς τὸν θεῖον του Λάβαν ἑπτὰ χρόνια, διὰ νὰ λάβῃ ὡς σύζυγον τὴν Ραχήλ. Τὸ μακρὰν ὅμως αὐτὸ διάστημα τοῦ ἐφάνη πολὺ σύντομον, ὡσὰν νὰ ἦσαν ὀλίγες ἡμέρες, διότι ὁ Ἰακὼβ ἀγαποῦσε τὴν Ραχήλ· ἡ πολλή του ἀγάπη ἐσυντόμευσε τὸ μάκρος τοῦ χρόνου καὶ ἐλάφρυνε τὸν κόπον τοῦ βοσκοῦ· ὅλα αὐτὰ τοῦ ἐφαίνοντο ἄκοπα καὶ εὔκολα.
21 εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ τῷ Λάβαν· δός μοι τὴν γυναῖκά μου, πεπλήρωνται γὰρ αἱ ἡμέραι, ὅπως εἰσέλθω πρὸς αὐτήν. 21 Μετά δε την παρέλευσιν των ετών αυτών είπεν ο Ιακώβ στον Λαβαν· “τα επτά έτη της εργασίας μου συνεπληρώθησαν· δος μου λοιπόν την Ραχήλ, δια να την νυμφευθώ και να την έχω ως σύζυγον”. 21 Ὅταν ἐπέρασαν τὰ ἑπτὰ χρόνια, ὁ Ἰακὼβ εἶπεν εἰς τὸν Λάβαν· «δῶσε μου τὴν Ραχήλ, διότι συνεπληρώθη ἡ περίοδος τῶν ἑπτὰ χρόνων, διὰ νὰ τὴν νυμφευθῶ ὡς γυναῖκα μου».
22 συνήγαγε δὲ Λάβαν πάντας τοὺς ἄνδρας τοῦ τόπου καὶ ἐποίησε γάμον. 22 Ο Λαδάν συνεκέντρωσεν όλους τους άνδρας του τόπου και έκαμε τον γάμον. 22 Τότε ὁ Λάβαν συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ἄνδρας τοῦ τόπου, ὅπου ἔμενε, καὶ ἔκαμε τὸν γάμον καὶ τὸ γαμήλιον συμπόσιον.
23 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ λαβὼν Λείαν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ εἰσήγαγε πρὸς ᾿Ιακὼβ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν ᾿Ιακώβ. 23 Οταν ενύκτωσεν, επήρε ο Λαβαν την Λείαν, την θυγατέρα αυτού, και την ωδήγησεν προς τον Ιακώβ στον νυμφικόν θάλαμον. 23 Ὅταν ὅμὼς ἐβράδιασεν, ὁ Λάβαν ἐπῆρε τὴν θυγατέρα του Λείαν καὶ τὴν ὠδήγησεν εἰς τὸν νυμφικὸν θάλαμον καὶ ὁ Ἰακὼβ συνευρέθη μὲ αὐτήν.
24 ἔδωκε δὲ Λάβαν Λείᾳ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ Ζελφὰν τὴν παιδίσκην αὐτοῦ αὐτῇ παιδίσκην. 24 Εδωσε δε εις την θυγατέρα του την Λείαν ως δούλην της την Ζελφάν, ιδικήν του έως τότε δούλην. 24 Ὁ Λάβαν ἔδωκεν ἐπίσης εἰς τὴν Θυγατέρα του Λείαν καὶ τὴν δούλην του Ζελφάν, διὰ νὰ εἶναι δούλη τῆς θυγατέρας του.
25 ἐγένετο δὲ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ ἦν Λεία. εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ τῷ Λάβαν· τί τοῦτο ἐποίησάς μοι; οὐ περὶ Ραχὴλ ἐδούλευσα παρὰ σοί; καὶ ἱνατί παρελογίσω με; 25 Οταν εξημέρωσε, είδεν έξαφνα ο Ιακώβ ότι σύζυγός του έγινεν η Λεία. Διεμαρτυρήθη δε προς τον Λαβαν και του είπε· “τι είναι αυτό, που μου έκαμες; Επί επτά έτη συνεχώς δεν ειργάσθην κατά την συμφωνίαν μας κοντά σου δια την Ραχήλ; Διατί με εξηπάτησες;” 25 Ἀλλὰ τὸ πρωΐ, ὅταν ἐξημέρωσεν, ὁ Ἰακὼβ διεπίστωσεν ἔξαφνα, ὅτι τὸν ἐγέλασαν, ὅτι ἐκοιμήθη μὲ τὴν Λείαν καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀγαπημένην του Ραχήλ. Ὅταν διεπίστωσε τὴν ἀπάτην, ποὺ τοῦ ἔγινε, εἶπεν εἰς τὸν πενθερόν του: «Διατὶ μοῦ ἔκαμες αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Δὲν σοῦ ἐδούλευσα ἑπτὰ χρόνια διὰ τὴν Ραχήλ; Διατὶ μὲ ἐγέλασες καὶ δὲν ἐτήρησες τὸν λόγον σου;»
26 ἀπεκρίθη δὲ Λάβαν· οὐκ ἔστιν οὕτως ἐν τῷ τόπῳ ἡμῶν, δοῦναι τὴν νεωτέραν πρὶν ἢ τὴν πρεσβυτέραν· 26 Ο Λαβαν του απήντησε· “δεν υπάρχει στον τόπον μας συνήθεια να δίδωμεν εις γάμον την νεωτέραν κόρην, πριν υπανδρεύσωμεν την μεγαλυτέραν. 26 Καὶ ὁ Λάβαν τοῦ ἀπάντησε: «Δὲν συνηθίζομεν εἰς τὸν τόπον μας νὰ δίδωμεν εἰς γάμον πρῶτα τὸ νεώτερον κορίτσι καὶ ὕστερα τὸ μεγαλύτερον.
27 συντέλεσον οὖν τὰ ἕβδομα ταύτης, καὶ δώσω σοι καὶ ταύτην ἀντὶ τῆς ἐργασίας, ἧς ἐργᾷ παρ᾿ ἐμοί, ἔτι ἑπτὰ ἔτη ἕτερα. 27 Ας περάση λοιπόν η εβδομάς του γάμου σου με την Λείαν και, θα δώσω εις σε και την Ραχήλ έναντι της εργασίας, την οποίον θα μου προσφέρης επί επτά ακόμη έτη”. 27 Συμπλήρωσε λοιπὸν τὴν γαμήλιον ἑβδομάδα μὲ τὴν Λείαν, ποὺ σοῦ ἔδωσα, καὶ κατόπιν θὰ σοῦ δώσω ὡς σύζυγον καὶ τὴν Ραχήλ, ὡς μισθὸν διὰ τὴν ἐργασίαν, ποὺ θὰ ἐργασθῇς κοντά μου ἄλλα ἑπτὰ χρόνια».
28 ἐποίησε δὲ ᾿Ιακὼβ οὕτως καὶ ἀνεπλήρωσε τὰ ἕβδομα ταύτης, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Λάβαν Ραχὴλ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ αὐτῷ γυναῖκα. 28 Εδέχθη ο Ιακώβ την νέαν αυτήν συμφωνίαν, και έκαμεν, όπως του είπεν ο Λαβαν. Μετά την λήξιν της εβδομάδος του γάμου του με την Λείαν, έδωκεν ο Λαβαν εις αυτόν και την θυγατέρα του Ραχήλ ως σύζυγον. 28 Ὁ Ἰακὼβ ἐδέχθη τὴν συμφωνίαν καὶ ἔκαμε ὅπως τοῦ ἐζήτησεν ὁ Λάβαν. Συνεπλήρωσε τὴν γαμήλιον ἑβδομάδα μὲ τὴν Λείαν καὶ κατόπιν ὁ Λάβαν ἔδωκεν εἰς τὸν Ἰακὼβ καὶ τὴν θυγατέρα του Ραχὴλ ὡς γυναῖκα.
29 ἔδωκε δὲ Λάβαν τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ Βαλλὰν τὴν παιδίσκην αὐτοῦ αὐτῇ παιδίσκην. 29 Εδωκε δε την δούλην του Βαλλάν ως δούλην εις την θυγατέρα του Ραχήλ. 29 Ὁ Λάβαν ἔδωκεν ἐπίσης εἰς τὴν θυγατέρα του Ραχὴλ καὶ τὴν δούλην του Βαλλάν, διὰ νὰ εἶναι δούλη τῆς θυγατέρας του.
30 καὶ εἰσῆλθε πρὸς Ραχήλ· ἠγάπησε δὲ Ραχὴλ μᾶλλον ἢ Λείαν· καὶ ἐδούλευσεν αὐτῷ ἑπτὰ ἔτη ἕτερα. 30 Ο Ιακώβ ήλθεν εις γάμου κοινωνίαν με την Ραχήλ. Ηγάπησε δε περισσότερον την Ραχήλ από την Λείαν. Εν συνεχεία δε ειργάσθη άλλα επτά έτη στον πενθερόν του τον Λαβαν. 30 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐνυμφεύθη καὶ συνευρέθη μὲ τὴν Ραχὴλ· ἀγάπησε δὲ τὴν Ραχὴλ περισσότερον ἀπὸ τὴν Λείαν καὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸν Λάβαν ἄλλα ἑπτὰ χρόνια.
31 ᾿Ιδὼν δὲ Κύριος ὁ Θεὸς ὅτι ἐμισεῖτο Λεία, ἤνοιξε τὴν μήτραν αὐτῆς· Ραχὴλ δὲ ἦν στεῖρα· 31 Ο Κυριος και Θεός ιδών ότι η Λεία περιεφρονείτο από τον Ιακώβ ως άσχημη, της έδωσε το χάρισμα της τεκνογονίας, ενώ η Ραχήλ έμενε στείρα. 31 Ὅταν ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς εἶδεν, ὅτι ἡ Λεία ἐπεριφρονεῖτο ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ διότι ἦταν ἄσχημη, διὰ νὰ παρηγορήσῃ τὴν λύπην της καὶ νὰ τὴν κάμει ἀγαπητὴν εἰς τὸν σύζυγόν της, τὴν κατέστησε γόνιμον, καθ' ὃν χρόνον ἡ Ραχὴλ ἔμενε στεῖρα καὶ ἄτεκνος.
32 καὶ συνέλαβε Λεία καὶ ἔτεκεν υἱὸν τῷ ᾿Ιακώβ· ἐκάλεσε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ρουβὴν λέγουσα· διότι εἶδέ μου Κύριος τὴν ταπείνωσιν, καὶ ἔδωκέ μοι υἱόν· νῦν οὖν ἀγαπήσει με ὁ ἀνήρ μου. 32 Η Λεία κατέστη έγκυος και εγέννησεν στον Ιακώβ υιόν. Ωνόμασε δε αυτόν Ρουβήν λέγουσα· “ο Κυριος μου έδωκεν υιόν, διότι είδε την περιφρόνησίν μου από τον άνδρα μου. Τωρα λοιπόν θα με αγαπήση ο σύζυγός μου”. 32 Ἡ Λεία, ποὺ ἐφαίνετο ταπεινωμένη, ἔγινεν ἔγκυος καὶ ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ υἱόν· γεμάτη δὲ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ τῆς ἔδωκε παιδί, ὠνόμασε τὸ άγόρι της Ρουβήν (ποὺ σημαίνει· «νά· ἕνας υἱός») καὶ εἶπε: «Τὸν ὠνόμασα ἔτσι, διότι εἶδεν ὁ Κύριος τὴν περιφρόνησιν τοῦ ἀνδρός μου πρὸς τὸ πρόσωπόν μου. Τώρα μὲ τὴν εὐλογίαν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ θὰ μὲ ἀγαπήσῃ ὁ σύζυγός μου».
33 καὶ συνέλαβε πάλιν καὶ ἔτεκεν υἱὸν δεύτερον τῷ ᾿Ιακὼβ καὶ εἶπεν· ὅτι ἤκουσε Κύριος ὅτι μισοῦμαι, καὶ προσέδωκέ μοι καὶ τοῦτον· ἐκάλεσε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Συμεών· 33 Εμεινε πάλιν έγκυος, εγέννησε δεύτερον υιόν και είπεν· “ήκουσεν ο Κυριος ότι περιφρονούμαι ακόμη από τον σύζυγόν μου και μου έδωσε και αυτόν τον υιόν”. Δια τούτο ωνόμασε τον δεύτερον υιόν της Συμεών. 33 Ἡ μεγαλοδωρία τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ ἀφθονίαν, ἐνήργησε καὶ ἡ Λεία ἔγινε πάλιν ἔγκυος καὶ ἐγέννησε δεύτερον ἀγόρι εἰς τὸν Ἰακώβ. Καὶ γεμάτη εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὴν νέαν εὐεργεσίαν εἶπεν· «ἐπειδὴ ἄκουσεν ὁ Κύριος ὅτι περιφρονοῦμαι ἀκομη ἀπὸ τὸν σύζυγόν μου, μοῦ ἔδωσε καὶ αὐτὸν τὸν υἱόν». Καὶ ὠνόμασε τὸ δεύτερον παιδί της Συμεών (ποὺ σημαίνει· «ἄκουσεν ὁ Κύριος)῁
34 καὶ συνέλαβεν ἔτι καὶ ἔτεκεν υἱὸν καὶ εἶπεν· ἐν τῷ νῦν καιρῷ πρὸς ἐμοῦ ἔσται ὁ ἀνήρ μου, τέτοκα γὰρ αὐτῷ τρεῖς υἱούς· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λευεί. 34 Εμεινε και πάλιν έγκυος, εγέννησε υιόν και είπε· “τώρα πλέον θα είναι μαζή μου ο άνδρας μου, διότι του εγέννησα τρεις υιούς”. Δια τούτο ωνόμασεν αυτόν Λευεί. 34 Ἡ Λεία ἔγινε πάλιν ἔγκυος καὶ ἐγέννησε τρίτον ἀγόρι καὶ εἶπε· «τώρα πλέον ὁ ἄνδρας μου θὰ εἶναι μαζί μου, διότι ἐγέννησα εἰς αὐτὸν τρεῖς υἱούς». Διὰ τοῦτο ὠνόμασε τὸ τρίτον παιδί της Λευεί (ποὺ σημαίνει· «σύνδεσμός, ἕνωσις»).
35 καὶ συλλαβοῦσα ἔτι ἔτεκεν υἱὸν καὶ εἶπε· νῦν ἔτι τοῦτο ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιούδαν. καὶ ἔστη τοῦ τίκτειν. 35 Κατέστη και πάλιν έγκυος, εγέννησε και άλλον υιόν και είπε· “και πάλιν τώρα θα δοξολογήσω δια τούτο το γεγονός τον Κυριον”. Δια τούτο ωνόμασε το παιδί της αυτό Ιούδαν και έπαυσε να γεννά. 35 Ἡ Λεία ἔγινε καὶ πάλιν ἔγκυος καὶ ἐγέννησε τέταρτον ἀγόρι καὶ εἶπε· «καὶ τώρα πάλιν θὰ εὐχαριστήσω καὶ θὰ δοξολογήσω τὸν Κύριον, διότι μοῦ ἐχάρισε τόσην εὐπορίαν». Διὰ τοῦτο ὠνόμασε τὸ τέταρτον παιδί της Ἰούδαν (ποὺ σημαίνει· «δοξολογία»). Μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰούδα ἡ Λεία ἐσταμάτησε πλέον νὰ τεκνοποιῇ.