Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ οὐκ ἠδύνατο ᾿Ιωσὴφ ἀνέχεσθαι πάντων τῶν παρεστηκότων αὐτῷ, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐξαποστείλατε πάντας ἀπ᾿ ἐμοῦ. καὶ οὐ παρειστήκει οὐδεὶς τῷ ᾿Ιωσήφ, ἡνίκα ἀνεγνωρίζετο τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ. | 1 Κατασυνεκινήθη ο Ιωσήφ, δεν ηδυνατο πλέον να κυριαρχήση επί του εαυτού του ενώπιον όλων των ακολούθων του, που ήσαν παρόντες, και είπεν· “απομακρύνατε όλους τους Αιγυπτίους απ' εμπρός μου”. Και έτσι κανείς από τους Αιγυπτίους δεν ήτο παρών, όταν ο Ιωσήφ απεκαλύφθη στους αδελφούς του. | 1 Ο Ἰωσὴφ δὲν ἠμποροῦσε πλέον να κυβερνᾷ τὰ ἔντονα συναισθήματά του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ προδοθῇ ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀκολουθίαν του, διέταξε· «ἀπομακρύνατε ὅλους τοὺς Αἰγυπτίους ἀπὸ κοντά μου». Ἔτσι δὲν ἔμεινε κανένας Αἰγύπτιος δίπλα ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, ὅταν ἐφανερώνετο εἰς τοὺς ἀδελφούς του. |
2 καὶ ἀφῆκε φωνὴν μετὰ κλαυθμοῦ· ἤκουσαν δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, καὶ ἀκουστὸν ἐγένετο εἰς τὸν οἶκον Φαραώ. | 2 Ο Ιωσήφ αφήκε μεγάλην φωνήν μετά κλαυθμού. Ηκουσαν δε τούτο οι Αιγύπτιοι, έγινε δε γνωστόν και στον οίκον του Φαραώ. | 2 Ἀφοῦ ἔμεινε μόνος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του, ἐξέσπασεν, ἐφώναξε καὶ ἔκλαυσε μὲ πολὺ δυνατοὺς λυγμούς· τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐπληροφορήθησαν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι· ἔγινεν ἐπίσης γνωστὸν τὸ γεγονὸς εἰς τὸ παλάτι καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ Φαραώ. |
3 εἶπε δὲ ᾿Ιωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγώ εἰμι ᾿Ιωσήφ. ἔτι ὁ πατήρ μου ζῇ; καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ ἀδελφοὶ ἀποκριθῆναι αὐτῷ· ἐταράχθησαν γάρ. | 3 Είπε δε ο Ιωσήφ προς τους αδελφούς του (εις την γλώσσαν των πλέον) “εγώ είμαι ο Ιωσήφ ! Ζη ακόμη ο πατήρ μου;” Οι αδελφοί έμειναν άναυδοι. Δεν ημπορούσαν να απαντήσουν ούτε λέξιν διότι συνεταράχθησαν, τα έχασαν. | 3 Εἶπε δὲ ὁ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφούς του: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ. Ζῇ ἀκόμη ὁ πατέρας μου ὁ Ἰακώβ;» Ὅταν οἰ ἀδελφοί του ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτά, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ ἀπαντήσουν· ἔμειναν ἄφωνοι καὶ ἐστέκοντο ἐμπρός του μὲ ἀμηχανίαν, διότι ἀνεστατώθησαν καὶ ἐτρομοκρατήθησαν. |
4 εἶπε δὲ ᾿Ιωσὴφ πρὸς τούς ἀδελφοὺς αὐτοῦ· ἐγγίσατε πρός με, καὶ ἤγγισαν. καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, ὃν ἀπέδοσθε εἰς Αἴγυπτον. | 4 Είπε προς τους αδελφούς του ο Ιωσήφ· “πλησιάσατέ με”. Εκείνοι τον επλησίασαν και ο Ιωσήφ τους είπεν· “εγώ είμαι ο Ιωσήφ, ο αδελφός σας, τον οποίον σεις επωλήσατε δια την Αίγυπτον. | 4 Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ διὰ νὰ τοὺς παρηγορήσῃ καὶ τοὺς καθησυχάσῃ τοὺς εἶπε: «Παρακαλῶ, ἐλᾶτε κοντά μου· πλησιάστε, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν ὡς ἀδελφοί». Ἐκεῖνοι ἐπῆραν θάρρος καὶ ἐπλησίασαν. Τότε διὰ νὰ μαλακώσῃ τὴν θλῖψιν καὶ καθησυχάσῃ τοὺς φόβους των τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἐδελφός σας· αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐπωλήσατε ὡς δοῦλον εἰς τὴν Αἴγυπτον. |
5 νῦν οὖν μὴ λυπεῖσθε, μηδὲ σκληρὸν ὑμῖν φανήτω, ὅτι ἀπέδοσθέ με ὧδε· εἰς γὰρ ζωὴν ἀπέστειλέ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν· | 5 Ομως, μη λυπείσθε τώρα. Και το ότι, με επωλήσατε ως δούλον, ώστε να έλθω εδώ εις την Αίγυπτον, ας μη σας φανή πικρόν και οδυνηρόν διότι ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερον από σας, δια να σώσω και την ιδικήν σας ζωήν. | 5 Τώρα ὅμως μὴ λυπεῖσθε· μὴ σᾶς ταράσσῃ τοῦτο οὔτε νὰ θεωρῆτε σκληρὸν καὶ ἀπάνθρωπον τὸ ὅτι μὲ ἐπωλήσατε ἐδῶ· διότι τὰ γεγονότα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς θείαν οἰκονομίαν. Αὐτὸ ποὺ ἐκάματε ἦταν μὲν κακὸν μεγάλο, οὐσιαστικῶς ὅμως ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλεν ἐδῶ πρὶν ἀπὸ σᾶς διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ζωῆς σας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ. |
6 τοῦτο γὰρ δεύτερον ἔτος λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔτι λοιπὰ πέντε ἔτη, ἐν οἷς οὐκ ἔστιν ἀροτρίασις οὐδὲ ἄμητος· | 6 Το έτος τούτο είναι το δεύτερον έτος του λιμού εις την γην. Θα ακολουθήσουν και άλλα πέντε ακόμη, κατά τα οποία ούτε όργωμα θα γίνεται εις την γην ούτε θερισμός θα υπάρχη, διότι οι αγροί θα μενούν άκαρποι. | 6 Διότι τὸ ἔτος αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερον ἔτος τῆς πείνας εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ τὶς χῶρες, ποὺ γειτονεύουν μὲ αὐτήν. Θὰ ἀκολουθήσουν δὲ ἄλλα πέντε χρόνια ἀκόμη, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ γίνεται οὔτε ὄργωμα οὔτε σπορὰ τῆς γῆς οὔτε θερισμός. |
7 ἀπέστειλε γάρ με ὁ Θεὸς ἔμπροσθεν ὑμῶν, ὑπολείπεσθαι ὑμῖν κατάλειμμα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκθρέψαι ὑμῶν κατάλειψιν μεγάλην. | 7 Ο Θεός με έστειλεν εδώ ενωρίτερα από σας, δια να διατηρήσω σας εν τη ζωή εις την γην αυτήν και να σας διαθρέψω κατά το διάστημα της μεγάλης αυτής ανάγκης σας. | 7 Ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε μὲ αὐτὸν τὸν θαυμαστὸν τρόπον εἰς τὴν Αἴγυπτον πρὶν ἀπὸ σᾶς, διὰ νὰ μείνω καὶ χρησιμεύσω ὡς μοναδικὸν στήριγμα σας εἰς τὴν γῆν, ὥστε νὰ συντρέξω καὶ τροφοδοτήσω σᾶς εἰς τὴν μεγάλην σας στέρησιν. |
8 νῦν οὐχ ὑμεῖς με ἀπεστάλκατε ὧδε, ἀλλ᾿ ἢ ὁ Θεός, καὶ ἐποίησέ με ὡς πατέρα Φαραὼ καὶ κύριον παντὸς τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἄρχοντα πάσης γῆς Αἰγύπτου. | 8 Λοιπόν, δεν με απεστείλατε σεις εδώ, αλλά ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος και με ανέδειξε πατέρα του Φαραώ και κύριον όλου του οίκου του και άρχοντα όλης της Αιγύπτου. | 8 Ἑπομένως δὲν μὲ ἐξαπεστείλατε σεῖς ἐδῶ, Ἀλλὰ μὲ ἐξαπέστειλεν οὐσιαστικῶς ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ ἀνέδειξε πατέρα τοῦ Φαραὼ (δηλαδὴ ἰδιαίτερον σύμβουλὸν καὶ ἀνώτατον ἀξιωματοῦχον του) καὶ κυβερνήτην ὅλης τῆς βασιλικῆς αὐλῆς του καὶ αὐθέντην ὅλης τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου. |
9 σπεύσαντες οὖν ἀνάβητε πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ εἴπατε αὐτῷ· τάδε λέγει ὁ υἱός σου ᾿Ιωσήφ· ἐποίησέ με ὁ Θεὸς κύριον πάσης γῆς Αἰγύπτου· κατάβηθι οὖν πρός με καὶ μὴ μείνῃς· | 9 Σπεύσατε λοιπόν, πηγαίνετε προς τον πατέρα μου και ειπέτε του· Αυτά λέγει το παιδί σου ο Ιωσήφ· Ο Θεός με κατέστησεν άρχοντα όλης της Αιγύπτου. Ελα λοιπόν προς εμέ και μη μείνης άλλο εις την Χαναάν. | 9 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐβεβαιωθήκατε, ὅτι δὲν καταλογίζω εἰς βάρος σας τὰ ὅσα μοῦ ἐκάματε, Ἀλλὰ τὰ πάντα ἀποδίδω εἰς τὸν Θεόν, πηγαίνετε τώρα γρήγορα πίσω εἰς τὸν πατέρα μου καὶ πέστε του: (Αὐτὰ λέγει ὁ υἱός σου ὁ Ἰωσήφ· ὁ Θεὸς μὲ ἔκαμε αὐθέντην καὶ κυβερνήτην ὅλης τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου· ἔλα λοιπὸν κοντά μου χωρὶς καθυστέρησιν καὶ μὴ μείνῃς εἰς τὴν Χαναάν, |
10 καὶ κατοικήσεις ἐν γῇ Γεσὲμ ᾿Αραβίας καὶ ἔσῃ ἐγγύς μου σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ υἱοὶ τῶν υἱῶν σου, τὰ πρόβατά σου καὶ οἱ βόες σου καὶ ὅσα σοι ἐστί, | 10 Θα κατοικήσης εις την χώραν Γεσέμ της Αραβίας και θα είσαι κοντά μου συ και οι υιοί σου και τα παιδιά των υιών σου, τα πρόβατά σου και τα βόδια σου και όσα άλλα έχεις. | 10 Ἔλα νὰ ἐγκατασταθῇς ἐδῶ καὶ νὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν περιοχὴν Γεσὲμ τῆς Ἀραβίας· ἔτσι θὰ εἶσαι κοντά μου σὺ καὶ τὰ παιδιά σου καὶ τὰ ἐγγόνια σου, τὰ πρόβατά σου καὶ τὰ βόδια σου καὶ ὅλα, ὅσα ἔχεις. |
11 καὶ ἐκθρέψω σε ἐκεῖ· ἔτι γὰρ πέντε ἔτη λιμός· ἵνα μὴ ἐκτριβῇς σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντά σου. | 11 Εγώ θα σε διαθρέψω εκεί· πέντε έτη θα κρατήση ακόμη ο λιμός. Ελα, δια να μην εξαφανισθήτε από την πείναν συ και τα παιδιά σου και όλα τα ζώα σου. | 11 Καὶ ἑγὼ θὰ σὲ διαθρέψω καὶ θὰ σὲ συντηρήσω ἐκεῖ εἰς τὴν Γεσέμ, διότι ἡ πεῖνα θὰ διαρκέσῃ ἀκόμη ἄλλα πέντε χρόνια· Ἔλα λοιπὸν διὰ νὰ μὴ ἐξολοθρευθῇς ἀπὸ τὴν πεῖναν σὺ καὶ τὰ παιδιά σου καὶ ὅλα τὰ ζῶα σου». |
12 ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν βλέπουσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ μου, ὅτι τὸ στόμα μου τὸ λαλοῦν πρὸς ὑμᾶς. | 12 Ιδού, οι οφθαλμοί σας και οι οφθαλμοί του ομομητρίου αδελφού μου, του Βενιαμίν, βλέπουν ότι το ιδικόν μου το στόμα είναι που ομιλεί προς σας. | 12 Ὁ Ἰωσὴφ συνέχισε καὶ εἶπεν ἀκόμη πρὸς τοὺς ἀδελφούς του: «Νά· τὰ μάτια σας καὶ τὰ μάτια του ἀδελφοῦ μου (ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα μὲ ἐμὲ) τοῦ Βενιαμὶν βλέπουν, ὅτι δὲν σᾶς ὁμιλεῖ κανένας ἄλλος, παρὰ τὸ ἰδικόν μου στόμα εἶναι αὐτό, ποὺ λαλεῖ πρὸς σᾶς. |
13 ἀπαγγείλατε οὖν τῷ πατρί μου πᾶσαν τὴν δόξαν μου τὴν ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὅσα εἴδετε, καὶ ταχύναντες καταγάγετε τὸν πατέρα μου ὧδε. | 13 Αναγγείλατε λοιπόν προς τον πατέρα μου όλα τα μεγαλεία μου, που έχω εις την Αίγυπτον και όσα είδατε. Λοιπόν μη βραδύνετε σπεύσατε και οδηγήσατε εδώ τον πατέρα μου”. | 13 Ἀπαγγείλατε λοιπὸν εἰς τὸν πατέρα μου ὅλην τὴν δύναμιν, τὴν ἐξουσίαν, τὴν λάμψιν καὶ τὸ μεγαλεῖον, ποὺ ἔχω εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ διηγηθῆτε εἰς αὐτὸν ὅλα, ὅσα εἴδατε· καὶ βιασθῆτε νὰ μεταβῆτε εἰς τὴν Χαναὰν καὶ νὰ μοῦ τὸν φέρετε γρήγορα ἐδῶ εἰς τὴν Αἰγυπτον·». |
14 καὶ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον Βενιαμὶν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ Βενιαμὶν ἔκλαυσεν ἐπὶ τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ. | 14 Επεσε κατόπιν με ορμήν στον τράχηλον του αδελφού του του Βενιαμίν, έκλαυσεν επάνω του, όπως επίσης και ο Βενιαμίν έκλαυσε σφικταγκαλιασμένος στον τράχηλον του αδελφού του του Ιωσήφ. | 14 Καὶ ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ καὶ τοὺς ἐπαρηγόρησεν, ἔπεσεν εἰς τὸν τράχηλον τοῦ ἀδελφοῦ του Βενιαμίν, τὸν ἐναγκαλίσθηκε καὶ ἔκλαυσε ἀπὸ συγκίνησιν καὶ ἀγάπην. Καὶ ὁ Βενιαμὶν ἐπίσης ἔκλαυσε πεσμένος εἰς τὸν τράχηλον τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωσήφ. |
15 καὶ καταφιλήσας πάντας τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλάλησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ πρὸς αὐτόν. | 15 Κατεφίλησε κατόπιν ο Ιωσήφ όλους τους αδελφούς του και έκλαυσεν εναγκαλιζόμενος αυτούς. Επειτα δε από όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα ανεθάρησαν και ωμίλησαν προς αυτόν οι αδελφοί του. | 15 Κατόπιν ὁ Ἰωσὴφ ἐναγκαλίσθηκε ὅλους τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς κατεφίλησέ με δάκρυα καὶ πολλὴν συγκίνησιν. Καὶ οἱ ἀδελφοί του ὕστερα ἀπὸ τὰ τόσα, τὰ ὁποῖα εἶπεν εἰς αὐτούς, μετὰ τὰ δάκρυα καὶ τὴν ὁδηγίαν, ποὺ τοὺς ἔδωκε, μόλις ἠμπόρεσαν νὰ πάρουν θάρρος καὶ νὰ ὁμιλήσουν ἐλεύθερα καὶ μὲ οἰκειότητα εἰς τὸν Ἰωσήφ. |
16 Καὶ διεβοήθη ἡ φωνὴ εἰς τὸν οἶκον Φαραὼ λέγοντες· ἥκασιν οἱ ἀδελφοὶ ᾿Ιωσήφ. ἐχάρη δὲ Φαραὼ καὶ ἡ θεραπεία αὐτοῦ. | 16 Εκαμε κρότον το γεγονός και διεδόθη αμέσως στον οίκον του Φαραώ, ότι ήλθαν οι αδελφοί του Ιωσήφ. Ο Φαραώ και το περιβάιλλον του εχάρησαν δι' αυτό. | 16 Καὶ ἀπὸ στόματος εἰς στόμα διεδόθη ἡ εἴδησις εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦ Φαραώ: «Ἔφθασαν ἐδῶ οἰ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσήφ». Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ἐχάρη ὁ Φαραὼ καὶ ὅλοι οἱ αὐλικοί του. |
17 εἶπε δὲ Φαραὼ πρὸς ᾿Ιωσήφ· εἰπὸν τοῖς ἀδελφοῖς σου, τοῦτο ποιήσατε· γεμίσατε τὰ φορεῖα ὑμῶν καὶ ἀπέλθετε εἰς γῆν Χαναὰν | 17 Είπε δε ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “πες στους αδελφούς σου· Τούτο να κάμετε· γεμίσατε τους σάκκους, φορτώσατε τα μεταγωγικά σας ζώα και πηγαίνετε εις την γην Χαναάν. | 17 Τότε ὁ Φαραὼ ἐκάλεσε τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε: «Εἶπε εἰς τοὺς ἀδελφούς σου· «κάμετε τοῦτο· γεμίστε τοὺς σάκκους σας καὶ φορτῶστε τὰ (μεταφορικά) ζῶα σας καὶ ἀναχωρῆστε διὰ τὴν χώραν τῆς Χαναάν. |
18 καὶ ἀναλαβόντες τὸν πατέρα ὑμῶν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν ἥκετε πρός με, καὶ δώσω ὑμῖν πάντων τῶν ἀγαθῶν Αἰγύπτου, καὶ φάγεσθε τὸν μυελὸν τῆς γῆς. | 18 Παρετε από εκεί τον πατέρα σας και όλα τα υπάρχοντά σας, ελάτε προς εμέ και εγώ θα σας δώσω από όλα τα αγαθά της Αιγύπτου, θα φάτε το μεδούλι της χώρας, ο,τι δηλαδή εκλεκτόν έχει αυτή. | 18 Ἀφοῦ δὲ παραλάβετε ἀπὸ ἐκεῖ τὸν πατέρα σας καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σας, ἐλᾶτε εἰς ἐμὲ καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου καὶ θὰ φάγετε ὅ,τι καλύτερον καὶ ἐκλεκτότερον ἔχει ἡ χώρα μου, τὸ μεδούλι της». |
19 σὺ δὲ ἔντειλαι ταῦτα, λαβεῖν αὐτοῖς ἁμάξας ἐκ γῆς Αἰγύπτου τοῖς παιδίοις ὑμῶν καὶ ταῖς γυναιξὶν ὑμῶν. καὶ ἀναλαβόντες τὸν πατέρα ὑμῶν παραγίνεσθε· | 19 Συ δε δώσε αυτήν την εντολήν στους αδελφούς σου· Παρετε αμάξας από την Αίγυπτον και μεταφέρατε με αυτάς τα παιδιά σας και τας γυναίκας σας. Παρετε ιδιαιτέρως τον πατέρα σας και ελάτε εδώ. | 19 Δῶσε ἀκόμη εἰς τοὺς ἀδελφούς σου καὶ τὴν ἐξῆς ἐντολήν: «Παραλάβετε μεταφορικὰ ἁμάξια ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ μεταφέρετε τὰ παιδιά σας καὶ τὶς γυναῖκες σας· ἀφοῦ δὲ παραλάβετε καὶ τὸν πατέρα σας, ἐλᾶτε ἐδῶ. |
20 καὶ μὴ φείσησθε τοῖς ὀφθαλμοῖς τῶν σκευῶν ὑμῶν, τὰ γὰρ πάντα ἀγαθὰ Αἰγύπτου ὑμῖν ἔσται. | 20 Και μη λυπηθήτε, όταν θα ίδετε ότι ευρεθήκατε εις την ανάγκην να αφήσετε και μερικά σκεύη στο σπίτι σας, τα οποία θα σας είναι αδύνατον να πάρετε μαζή σας, διότι όλα τα αγαθά της Αιγύπτου θα είναι ιδικά σας”. | 20 Καὶ νὰ μὴ λυπηθῆτε καθόλου διὰ τὰ πράγματα, ποὺ θὰ ἀναγκασθῆτε να ἀφήσετε ἐκεῖ· ὅλα ἐκεῖνα να τὰ περιφρονήσετε, διότι ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω πολὺ περισσότερα· ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου θὰ εἶναι ἰδικά σας». |
21 ἐποίησαν δὲ οὕτως οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· ἔδωκε δὲ ᾿Ιωσὴφ αὐτοῖς ἁμάξας κατὰ τὰ εἰρημένα ὑπὸ Φαραὼ τοῦ βασιλέως καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐπισιτισμὸν εἰς τὴν ὁδόν, | 21 Ετσι έκαμαν τα παιδιά του Ιακώβ. Ο Ιωσήφ τους έδωσεν αμάξας, όπως είχε διατάξει ο Φαραώ ο βασιλεύς της Αιγύπτου, και τροφάς δια το ταξίδιόν των. | 21 Τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραὴλ συνεμορφώθησαν πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ Φαραώ. Τοὺς ἔδωκε δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἁμάξια μεταφορικὰ συμφώνως πρὸς τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς ἔδωκεν ἀκόμη τρόφιμα διὰ τὸ ταξίδι. |
22 καὶ πᾶσιν ἔδωκε δισσὰς στολάς, τῷ δὲ Βενιαμὶν ἔδωκε τριακοσίους χρυσοῦς καὶ πέντε ἐξαλλασσούσας στολάς, | 22 Εις όλους τους άλλους έδωσε διπλάς στολάς, εις δε τον Βενιαμίν έδωσε τριακόσια χρυσά νομίσματα και πέντε διαφορετικάς ωραιοτάτας στολάς. | 22 Ἐπίσης ἐπρόσφερε ὡς δῶρον εἰς ὅλους διπλὲς καινούργιες στολές, εἰς δὲ τὸν Βενιαμὶν ἑξαιρετικῶς ἐδώρισε τριακόσια χρυσὰ νομίσματα καὶ πέντε καινούργιες ἐπίσημες στολές. |
23 καὶ τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἀπέστειλε κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ δέκα ὄνους αἴροντας ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν Αἰγύπτου καὶ δέκα ἡμιόνους αἰρούσας ἄρτους τῷ πατρὶ αὐτοῦ εἰς ὁδόν. | 23 Εις τον πατέρα του έστειλεν επίσης τα εξής· Δέκα όνους φορτωμένους από όλα τα αγαθά της Αιγύπτου και δέκα ημιόνους φορτωμένους τροφάς δια το ταξίδι. | 23 Εἰς τὸν πατέρα του ἀπέστειλε τὰ ἴδια (στολὲς καὶ χρυσὰ νομίσματα) καὶ ἐπὶ πλέον δέκα ὄνους φορτωμένους ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου καὶ δέκα ἡμιόνους φορτωμένους μὲ ψωμιὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα, ὥστε νὰ τοῦ χρησιμεύσουν διὰ τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Αἴγυπτον. |
24 ἐξαπέστειλε δὲ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθησαν· καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ ὀργίζεσθε ἐν τῇ ὁδῷ. | 24 Κατευώδωσε δε τους αδελφούς του και όταν ανεχώρουν τους είπε· “μη οργίζεσθε και μη φιλονεικήτε ο ενας κατά του άλλου στον δρόμον δια την διαγωγήν που εδείξατε προς εμέ”. | 24 Ἀφοῦ τοὺς ἐφωδίασε μὲ ὅλα αὐτά, τοὺς ἀπεχαιρέτησε καὶ τοὺς κατευώδωσε. Καθὼς ὅμως ἀναχωροῦσαν διὰ τὴν Χαναάν, τοὺς ἔδωκε μίαν συμβουλήν: «Προσέξτε νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· καὶ ἀφοῦ σκεφθῆτε ὅτι ἐγὼ δὲν σᾶς ἐκράτησα κακίαν δι’ ὅσα μοῦ ἐκάματε, οὔτε καὶ σεῖς νὰ φιλονικῆτε διὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ οὔτε νὰ ὀργίζεσθε ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου κατὰ τὸ ταξίδι». |
25 Καὶ ἀνέβησαν ἐξ Αἰγύπτου καὶ ἦλθον εἰς γῆν Χαναὰν πρὸς ᾿Ιακὼβ τὸν πατέρα αὐτῶν, | 25 Εκείνοι ανεχώρησαν από την Αίγυπτον και ήλθαν εις την γην Χαναάν προς τον πατέρα των. | 25 Οἶ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἀνέβηκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, εἰς τὸν Ἰακώβ, τὸν πατέρα των. |
26 καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ὅτι ὁ υἱός σου ᾿Ιωσὴφ ζῇ, καὶ αὐτὸς ἄρχει πάσης γῆς Αἰγύπτου. καὶ ἐξέστη τῇ διανοίᾳ ᾿Ιακώβ· οὐ γὰρ ἐπίστευσεν αὐτοῖς. | 26 Εκεί, ανήγγειλαν εις αυτόν τα γεγονότα και του είπαν· “ο υιός σου ο Ιωσήφ ζη και είναι άρχων όλης της Αιγύπτου”. Εμεινε κατάπληκτος ο Ιακώβ και σαν να εσταμάτησεν η διάνοιά του, διότι δεν τους επίστευεν. | 26 Τοῦ ἔφεραν δὲ τὴν χαρμόσυνον εἴδησιν καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὁ υἱός σου ὁ Ἰωσὴφ ζῇ· αὐτὸς κυβερνᾷ ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου! Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ὁ Ἰακὼβ ἐξεπλάγη καί (ὡσὰν νά) ἐσαλεύθη ὁ νοῦς του, διότι δὲν ἐπίστευσεν εἰς τὰ παιδιά του καὶ δὲν ἐθεώρησε ὅσα τοῦ εἶπαν ἀληθινά. |
27 ἐλάλησαν δὲ αὐτῷ πάντα τὰ ρηθέντα ὑπὸ ᾿Ιωσήφ, ὅσα εἶπεν αὐτοῖς. ἰδὼν δὲ τὰς ἁμάξας, ἃς ἀπέστειλεν ᾿Ιωσὴφ ὥστε ἀναλαβεῖν αὐτόν, ἀνεζωπύρησε τὸ πνεῦμα ᾿Ιακὼβ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. | 27 Ολα δε μαζή τα παιδιά του εγνωστοποίησαν εις αυτόν όλα τα λόγια, τα οποία τους είχεν είπει ο Ιωσήφ. Ο Ιακώβ, όταν είδε τας αμάξας που έστειλεν ο Ιωσήφ δια να τον παραλάβουν, συνήλθεν από την κατάπληξίν του, ανεζωογονήθη το πνεύμα του | 27 Ἐκεῖνοι ὅμως, διὰ νὰ καθησυχάσουν τὴν ταραχὴν καὶ τὴν σύγχυσίν του καὶ διὰ νὰ τὸν βεβαιώσουν, ὅτι τοῦ λέγουν ἀλήθειαν, τοῦ διηγήθησαν ὅλα, ὅσα τοὺς εἶπε ὁ Ἰωσήφ. Ὅταν δὲ ὁ Ἰακὼβ εἶδε καὶ τὰ φορτωμένα ζῶα καὶ τὰ ἁμάξια, ποὺ ἔστειλεν ὁ Ἰωσὴφ διὰ νὰ τὸν παραλάβουν καὶ τὸν μεταφέρουν εἰς τὴν Αἴγυπτον, συνῆλθεν ἀπὸ τὴν ἔκπληξιν, ἀναζωογονήθηκε. |
28 εἶπε δὲ ᾿Ισραήλ· μέγα μοί ἐστιν, εἰ ἔτι ᾿Ιωσὴφ ὁ υἱός μου ζῇ· πορευθεὶς ὄψομαι αὐτὸν πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν με. | 28 και είπεν· “είναι μεγάλο τούτο το γεγονός δι' εμέ, εάν το παιδί μου ο Ιωσήφ ζη ακόμη, θα μεταβώ λοιπόν προς αυτόν, δια να τον ίδω, πριν αποθάνω”. | 28 Ὅταν πλέον ὁ Ἰσραὴλ ἐπείσθη, ὅτι ὅσα τοῦ εἶπαν τὰ παιδιά του ἦσαν ἀληθινά, εἶπεν: «Ἐὰν πράγματι ζῇ ἀκόμη ὁ Ἰωσήφ, τὸ παιδί μου, τότε μοῦ συμβαίνουν μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ ὑπερβαίνουν τὸ ἀνθρώπινον λογικὸν καὶ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην χαράν· θὰ μεταβῶ λοιπὸν εἰς τὴν Αἴγυπτον νὰ συναντήσω καὶ νὰ ἴδω τὸν Ἰωσὴφ πρὶν ἀποθάνω». |