Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 (ΛΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΗΚΟΥΣΕ δὲ ᾿Ιακὼβ τὰ ρήματα τῶν υἱῶν Λάβαν λεγόντων· εἴληφεν ᾿Ιακὼβ πάντα τὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ ἐκ τῶν τοῦ πατρὸς ἡμῶν πεποίηκε πᾶσαν τὴν δόξαν ταύτην. 1 Εφθασαν εις τα αυτιά του Ιακώβ πληροφορίαι, ότι τα παιδιά του Λαβαν έλεγαν· “ο Ιακώβ επήρε όλα τα υπάρχοντα του πατρός μας και από αυτά έκαμε όλην αυτού την μεγάλην περιουσίαν”. 1 Επληροφορήθη δὲ ὁ Ἰακὼβ τὰ πικρὰ λόγια, ποὺ ἔλεγαν τὰ παιδιὰ τοῦ Λάβαν, τὰ ὁποῖα, ὅπως καὶ ὁ πατέρας των, τὸν ἐφθονοῦσαν καὶ δεν τὸν ἔβλεπαν μὲ καλὸ μάτι. «Ὁ Ἰακώβ», ἔλεγαν, «ἐπῆρε ὅλα τὰ ὑπάρχοντα (τὴν περιουσίαν) τοῦ πατέρα μας καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἔκαμε ὅλα αὐτὰ τὰ πολλὰ πλούτη του».
2 καὶ εἶδεν ᾿Ιακὼβ τὸ πρόσωπον τοῦ Λάβαν, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν πρὸς αὐτὸν ὡσεὶ ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν. 2 Είδε δε και ο Ιακώβ σκυθρωπόν το πρόσωπον του Λαβαν και αντελήφθη ότι η διάθεσίς του απέναντι αυτού δεν ήτο όπως προηγουμένως φιλική, αλλ' είχε γίνει δυσμενής και εχθρική εξ αιτίας του φθόνου του. 2 Ὁ Ἰακὼβ παρετήρησεν ἀκόμη, ὅτι καὶ ὁ πενθερός του τὸν ἔβλεπε μὲ κακὸ μάτι. Καὶ νά· ἡ ὄψις τοῦ προσώπου τοῦ Λάβαν ἦταν σκυθρωπὴ καὶ ὄχι φιλικὴ ὅπως ἄλλοτε· ὅπως ἦταν χθὲς καὶ τὴν προχθεσινὴν ἡμέραν, διότι ὁ Λάβαν ἐφθονοῦσε τὸν Ἰακώβ.
3 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς ᾿Ιακώβ· ἀποστρέφου εἰς τὴν γῆν τοῦ πατρός σου καὶ εἰς τὴν γενεάν σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ. 3 Τοτε είπεν ο Κυριος προς τον Ιακώβ· “να επιστρέψης εις την γην του πατρός σου, εις την γενεάν σου, και εγώ θα είμαι μαζή σου υπερασπιστής και βοηθός”. 3 Ὁ Κύριος, ὅταν εἶδε τὸν δοῦλον του νὰ φθονῆται καὶ νὰ κακολογῆται ἀπὸ αὐτούς, τὸν ἐπρόσταξε: «Γύρισε πίσω εἰς τὴν πατρίδα σου, εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου, κοντὰ εἰς τὰ μέλη τῆς οἰκογενειάς σου». Καὶ διὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ θάρρος εἰς τὴν ἐπιστροφήν του, τοῦ ἐπρόσθεσεν ὁ Κύριος: «Ἐγὼ ὁ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος Θεὸς θὰ εἶμαι μαζί σου καὶ εἰς τὸ μέλλον».
4 ἀποστείλας δὲ ᾿Ιακὼβ ἐκάλεσε Λείαν καὶ Ραχὴλ εἰς τὸ πεδίον, οὗ ἦν τὰ ποίμνια. 4 Εστειλεν ο Ιακώβ άνθρωπον και εκάλεσε την Λείαν και την Ραχήλ να έλθουν εις την πεδιάδα, όπου αυτός έβοσκε τα πρόβατα. 4 Μετὰ τὴν προσταγὴν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰακὼβ ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται διὰ τὴν ἐπιστροφήν. Ἔστειλε μήνυμα πρὸς τὶς γυναῖκες του Λείαν καὶ Ραχὴλ καὶ τὶς ἐκάλεσεν ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα, εἰς τὴν στάνην.
5 καὶ εἶπεν αὐταῖς· ὁρῶ ἐγὼ τὸ πρόσωπον τοῦ πατρὸς ὑμῶν, ὅτι οὐκ ἔστι πρὸς ἐμοῦ ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ πατρός μου ἦν μετ᾿ ἐμοῦ. 5 Είπε δε εις τας γυναίκας του· “εγώ βλέπω το πρόσωπον του πατρός σας σκυθρωπόν· η διάθεσίς του απέναντί μου δεν είναι πλέον φιλική, όπως προηγουμένως. Ο Θεός όμως του πατρός μου ήτο και είναι μαζή μου. 5 Καὶ ὅταν ἦλθαν, τοὺς εἶπε: «Παρετήρησα ὅτι ὁ πατέρας σας δὲν μὲ βλέπει μὲ καλὸ μάτι. Τὸ πρόσωπόν του εἶναι σκυθρωπόν· δὲν μοῦ φέρεται φιλικά, ὅπως μοῦ ἐφέρετο ἄλλοτε, ὅπως χθὲς καὶ τὴν προχθεσινὴν ἡμέραν. Παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα μου Ἰσαὰκ ἦταν πάντοτε μαζί μου.
6 καὶ αὐταὶ δὲ οἴδατε, ὅτι ἐν πάσῃ τῇ ἰσχύϊ μου δεδούλευκα τῷ πατρὶ ὑμῶν. 6 Και σεις αι ίδιαι γνωρίζετε καλά ότι, με όλην, μου την δύναμιν, με ευσυνειδησίαν και τιμιότητα, εδούλευσα στον πατέρα σας. 6 Γνωρίζετε δὲ καὶ σεῖς οἱ δύο, ὅτι δὲν τοῦ πταίω οὔτε τὸν ἀδίκησα εἰς τίποτε. Σεῖς γνωρίζετε, ὅτι ἐδούλευσα εἰς τὸν πατέρα σας μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μου, μὲ ὅλην τὴν προθυμίαν καὶ ἀφοσίωσίν μου.
7 ὁ δὲ πατὴρ ὑμῶν παρεκρούσατό με καὶ ἤλλαξε τὸν μισθόν μου τῶν δέκα ἀμνῶν, καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς κακοποιῆσαί με. 7 Ο πατήρ σας όμως με ηπάτησε και τον ευτελή μισθόν των δέκα προβάτων τον ήλλαξε· αλλά ο Θεός δεν του επέτρεψε να μου κάμη κάτι κακόν. 7 Ἐν τούτοις ὁ πατέρας σας κατεδέχθη νὰ μὲ γελάσῃ καὶ νὰ κατακρατήσῃ τὸν μισθόν μου. Ἔφθασεν εἰς τὸ σημεῖον νὰ μὲ ἀπατήσῃ εἰς τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ μισθοῦ μου τῶν δέκα ἀρνιῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεψε καὶ δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ μοῦ κάμῃ κακόν.
8 ἐὰν οὕτως εἴπῃ, τὰ ποικίλα ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα ποικίλα· ἐὰν δὲ εἴπῃ, τὰ λευκὰ ἔσται σου μισθός, καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα λευκά· 8 Ο Θεός ήτο μαζή μου· εάν δε ο Λαβαν έλεγε τα ποικιλόχρωμα πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα τα πρόβατα θα εγεννούσαν ποικιλόχρωμα. Εάν δε έλεγεν ότι τα λευκά πρόβατα θα είναι ο μισθός σου, όλα τα πρόβατα θα εγεννούσαν λευκά αρνιά. 8 Διότι ἐὰν ὁ πατέρας σας ἔλεγεν· «ὁ μισθός σου θὰ εἶναι τὰ σταχτυά, παρδαλὰ καὶ πλουμιστὰ πρόβατα «, τότε ὅλα τὰ πρόβατα θὰ ἐγεννοῦσαν σταχτυά, παρδαλὰ καὶ πλουμιστά. Ἐὰν δὲ ἔλεγεν· «ὁ μισθός σου θὰ εἶναι τὰ ὁλόασπρα», τότε διὰ τὰ πρόβατα θὰ ἐγεννοῦσαν ὁλόασπρα.
9 καὶ ἀφείλετο ὁ Θεὸς πάντα τὰ κτήνη τοῦ πατρὸς ὑμῶν καὶ ἔδωκέ μοι αὐτά. 9 Ο δίκαιος Θεός αφήρεσεν όλα τα ζώα του πατρός σας και τα έδωσεν εις εμέ· 9 Ἐπειδὴ δὲ μὲ προστατεύει ὁ Θεός, δι' αὐτο ἀφήρεσεν ὅλα τὰ ζῶα τῶν κοπαδιῶν ἀπὸ τὸν πατέρα σας καὶ τὰ ἔδωκεν εἰς ἑμέ.
10 καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐνεκίσσων τὰ πρόβατα ἐν γαστρὶ λαμβάνοντα, καὶ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου ἐν τῷ ὕπνῳ, καὶ ἰδοὺ οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοὶ ἀναβαίνοντες ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διάλευκοι καὶ ποικίλοι καὶ σποδοειδεῖς ραντοί. 10 και συνέβη, ώστε, όταν τα πρόβατα συζευγνύμενα έμεναν έγκυα, είδον στον ύπνον μου με τα ίδια μου τα μάτια, ότι οι τράγοι και οι κριοι αναβαίνοντες επάνω εις τα πρόβατα και τας αίγας ήσαν όλοι λευκοί, παρδαλοί, άτακτοι, διάστικτοι. 10 Καὶ συνέβη τοῦτο· ὅταν τὰ πρόβατα ἔσμιγαν καὶ ἐγονιμοποιοῦντο, εἶδα με τὰ μάτια μου εἰς τὸν ὕπνον μου, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔσμιγάν μὲ τὶς γίδες καὶ τὶς προβατίνες ἦσαν οἱ πλουμιστοὶ καὶ παρδαλοὶ τράγοι καὶ τὰ σταχτυὰ κριάρια.
11 καὶ εἶπέ μοι ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὕπνον· ᾿Ιακώβ· ἐγὼ δὲ εἶπα· τί ἐστι; 11 Και μου είπεν ο άγγελος του Θεού στον ύπνον μου· “Ιακώβ” ! Εγώ δε απήντησα· “τι είναι;” 11 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ παρουσιάσθη εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ μοῦ εἶπεν· «»· ἐγὼ δὲ ἀπάντησα· «τί εἶναι; Διάταξέ με».
12 καὶ εἶπεν· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, καὶ ἰδὲ τοὺς τράγους καὶ τοὺς κριοὺς ἀναβαίνοντας ἐπὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας διαλεύκους καὶ ποικίλους καὶ σποδοειδεῖς ραντούς· ἑώρακα γάρ ὅσα σοι Λάβαν ποιεῖ· 12 “Σηκωσε τα βλέματά σου, μου απήντησιν ο άγγελος. και κύτταξε ότι οι τράγοι και οι κριοι αναβαίνοντες εις τα πρόβατα και τας αίγας είναι λευκοί και ποικιλόχρωμοι και στακτοί και διάστικτοι. Αυτό είναι σημειον ότι θα πολλαπλασιάσω τα ιδικά σου πρόβατα, διότι είδα τας αδικίας, τας οποίας εν συνεχεία σου έχει κάμει ο Λαβαν. 12 Καὶ ὁ ἄγγελός μου εἶπε: «Σήκωσε τὰ μάτια σου καὶ κύτταξε, ὅτι οῖ πλουμιστοὶ καὶ παρδαλοὶ τράγοι καὶ τὰ σταχτυὰ κριάρια σμίγουν καὶ γονιμοποιοῦν τὶς αἶγες καὶ τὶς προβατίνες. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν θέλησιν τὴν ἰδικήν μου, διὰ νὰ αὐξηθῇ ἡ περιουσία σου, διότι ἔχω ἰδεῖ ὅλες τὶς ἀδικίες, ποὺ κάμνει συνεχῶς εἰς βάρος σου ὁ Λάβαν,
13 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπῳ Θεοῦ, οὗ ἤλειψάς μοι ἐκεῖ στήλην καὶ ηὔξω μοι ἐκεῖ εὐχήν· νῦν οὖν ἀνάστηθι καὶ ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς ταύτης καὶ ἄπελθε εἰς τὴν γῆν τῆς γενέσεώς σου, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ. 13 Εγώ είμαι ο Θεός, ο οποίος εφανερώθην εις σε στον ιερόν εκείνον τόπον, τον οποίον ωνόμασες συ “Οίκον Θεού”, εις την Βαιθήλ, όπου συ μου έστησες στήλην, την οποίαν έχρισες με έλαιον και μου έκαμες ένα τάμα. Σηκω, λοιπόν, τώρα και φύγε από την γην αυτήν και πήγαινε στον τόπον, όπου εγεννήθης, και εγώ θα είμαι μαζή σου”. 13 Ἑγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος σοῦ ἐφανερώθηκα πρὶν ἀπὸ χρόνια εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον τόπον τῆς Βαιθήλ, «τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ»· εἶμαι ὁ Θεός, εἰς τὸν Ὁποῖον ἔστησες καὶ ἀφιέρωσες στήλην ἀναμνηστικὴν καὶ ἔχυσες εἰς αὐτὴν λάδι καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἔδωκες ἐκεῖ ὑπόσχεσιν καὶ ἔκαμες τάξιμον. Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ ἔκτελέσῃς τὸ τάξιμόν σου ἐκεῖνο. Σήκω ἀμέσως καὶ φύγε γρήγορα ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν, τὴν Χαρράν, καὶ πήγαινε εἰς τὸν τόπον τῆς καταγωγῆς σου, εἰς τὴν πατρίδα σου τὴν Χαναάν. Καὶ ἐγὼ ὁ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος Θεὸς θὰ εἶμαι πάντοτε μαζί σου. Θὰ σοῦ κάμνω τὴν ὁδοιπορίαν ἄνετον καὶ ἡ παντοδύναμος δεξιά μου θὰ σαὶ προστατεύῃ».
14 καὶ ἀποκριθεῖσαι Ραχὴλ καὶ Λεία εἶπαν αὐτῷ· μή ἐστιν ἡμῖν ἔτι μερὶς ἢ κληρονομία ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς ἡμῶν; 14 Η Ραχήλ και η Λεία απεκρίθησαν εις αυτόν· “μήπως και έχομεν τάχα ημείς μερίδιον η κληρονομίαν εις τα υπάρχοντα του πατρός μας; 14 Ὅταν ἡ Ραχὴλ καὶ ἡ Λεία ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰακώβ, τοῦ εἶπαν: «Μήπως ὑπάρχει ἀκόμη κανένα μερίδιον κληρονομίας εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μας;
15 οὐχ ὡς αἱ ἀλλότριαι λελογίσμεθα αὐτῷ; πέπρακε γὰρ ἡμᾶς καὶ καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν. 15 Δεν μας εθεώρησεν ως ξένας πλέον απέναντί του; Διότι μας επώλησε και κατέφαγεν αδίκως και παρανόμως το αργύριόν μας. 15 Μήπως δεν μᾶς ἔχει φερθῆ καὶ δεν μᾶς ἔχει μεταχειρισθῆ ὡσὰν νὰ εἴμεθα ὄχι παιδιά του, ἀλλὰ ξένες καὶ δοῦλες; Διότι κυριολεκτικῶς μᾶς ἐπώλησεν εἰς σέ (μᾶς ἔδωκεν εἰς σὲ συζύγους) ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, ποὺ τοῦ ἐδούλευσες ἐπὶ δεκατέσσερα χρόνια, καὶ τώρα ἔχει κατασπαταλήσει ἄδικα καὶ παράνομα ὅλα τὰ χρήματα, ποὺ εἰσέπραξε ἀπὸ τὸν κόπον σου αὐτόν.
16 πάντα τὸν πλοῦτον καὶ τὴν δόξαν, ἣν ἀφείλετο ὁ Θεὸς τοῦ πατρὸς ἡμῶν, ἡμῖν ἔσται καὶ τοῖς τέκνοις ἡμῶν. νῦν οὖν ὅσα σοι εἴρηκεν ὁ Θεός, ποίει. 16 Ολος ο πλούτος και η δόξα, που αφήρεσεν ο Θεός από τον πατέρα μας, ανήκει πλέον κατά λόγον δικαιοσύνης εις ημάς και εις τα παιδιά μας. Πράξε λοιπόν τώρα, όπως σου είπεν ο Θεός”. 16 Ὅλη ἡ περιουσία καὶ τὰ πλούτη, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἀφήρεσεν ἀπὸ τὸν πατέρα μας καὶ ἔδωκεν εἰς σέ, ἀνήκουν εἰς ἡμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας. Τώρα λοιπὸν χωρὶς καθυστέρησιν καὶ ἀναβολὴν κάμε αὐτό, ποὺ σὲ διέταξε καὶ σὲ φωτίζει ὁ Θεός».
17 ᾿Αναστὰς δὲ ᾿Ιακὼβ ἔλαβε τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τὰ παιδία αὐτοῦ ἐπὶ τὰς καμήλους. 17 Ηγέρθη ο Ιακώβ, επήρε τας γυναίκας του, εφόρτωσε τα παιδιά του εις τας καμήλους, 17 Ἀφοῦ ἄκουσεν αὐτὰ ὁ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος ὅ,τι ἔκαμνε τὸ ἔκαμνε μὲ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἐτοίμασεν ἀμέσως ὅλα διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Ἐπῆρε τὶς δύο γυναῖκες του καὶ τὰ ἕνδεκα παιδιά του καὶ τὰ ἀνέβασεν εἰς τὶς καμῆλες.
18 καὶ ἀπήγαγε πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτῷ, καὶ πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ, ἣν περιεποιήσατο ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ ἀπελθεῖν πρὸς ᾿Ισαὰκ τὸν πατέρα αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναάν. 18 επήρεν όλα τα υπάρχοντά του και τα παιδιά του, που απέκτησεν εις Μεσοποταμίαν, και όλα τα πράγματά του, δια να επιστρέψη προς τον Ισαάκ, τον πατέρα του, εις την γην Χαναάν. 18 Ἐσήκωσε δὲ καὶ συνεκέντρωσεν ὅλην τὴν περιουσίαν του, ὅλα τὰ ἀγαθά του, ὅλα τὰ ζῶα καὶ τὶς ἀποσκευές, ποὺ εἶχεν ἀποκτήσει μὲ τοὺς κόπους του εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, καὶ γενικῶς ὅλα, ὅσα ἦσαν ἰδικά του, καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀναχωρήσῃ διὰ τὴν Χαναὰν πρὸς τὸν πατέρα τοῦ Ἰσαάκ.
19 Λάβαν δὲ ᾤχετο κεῖραι τὰ πρόβατα αὐτοῦ· ἔκλεψε δὲ Ραχὴλ τὰ εἴδωλα τοῦ πατρὸς αὐτῆς. 19 Τοτε ακριβώς ο Λαβαν είχε μεταβή, δια να κουρεύση τα πρόβατά του. Η δε Ραχήλ έκλεψε τα ειδωλολατρικά αγαλμάτια του πατρός της. 19 Ὁ Λάβαν εἶχε πάει διὰ νὰ κουρεύσῃ τὰ πρόβατά του. Ἐνῷ δὲ ὁ Λάβαν ἀπουσίαζεν εἰς τὸ κούρεμα τῶν προβάτων, ἡ Ραχὴλ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα της καὶ ἔκλεψε τὰ (θεραφίν=) μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν τοῦ πατέρα της.
20 ἔκρυψε δὲ ᾿Ιακὼβ Λάβαν τὸν Σύρον τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ, ὅτι ἀποδιδράσκει. 20 Ο Ιακώβ απέκρυψε την αναχώρησίν του και απέφυγε να αναγγείλη στον Λαβαν τον Συρον, ότι φεύγει από εκεί δια την πατρίδα του. 20 Ὁ δὲ Ἰακὼβ ἀπέφυγε νὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὸν πενθερόν του τὸν Λάβαν τὸν Σύρον τὴν ἀναχώρησίν του· τοῦ ἀπέκρυψεν ὅτι φεύγει καὶ πηγαίνει εἰς τὴν Χαναάν.
21 καὶ ἀπέδρα αὐτὸς καὶ τὰ αὐτοῦ πάντα καὶ διέβη τὸν ποταμὸν καὶ ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος Γαλαάδ. 21 Εφυγε κρυφίως αυτός και όλα τα μετ' αυτού, διέβη τον Ευφράτην ποταμόν και κατηυθύνθη ταχέως στο όρος Γαλαάδ. 21 Ἔτσι μόλις παρουσιάσθη ἡ εὐκαιρία νὰ ἀναχωρήσῃ κρυφὰ λόγῳ τῆς ἀπουσίας τοῦ Λάβαν, ἀφοῦ ἐπῆρε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του ἔφυγε καὶ διεπέρασε τὸν ποταμὸν Εὐφράτην καὶ κατηυθύνθη γρήγορα πρὸς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Γαλαάδ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ.
22 ἀνηγγέλη δὲ Λάβαν τῷ Σύρῳ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὅτι ἀπέδρα ᾿Ιακώβ, 22 Αλλά την τρίτην ημέραν από της αναχωρήσεώς του ανήγγειλαν στον Λαβαν, ότι ο Ιακώβ έφυγε. 22 Τὴν τρίτην δὲ ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Ἰακὼβ ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Λάβαν τὸν Σύρον, ὅτι ὁ Ἰακὼβ ἔφυγε.
23 καὶ παραλαβὼν τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ, ἐδίωξεν ὀπίσω αὐτοῦ ὁδὸν ἡμερῶν ἑπτὰ καὶ κατέλαβεν αὐτὸν ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ. 23 Ωργισμένος ο Λαβαν επήρε μαζή του τους συγγενείς του, κατεδίωξε τον Ιακώβ επί επτά ημέρας και τον επρόφθασεν στο όρος Γαλαάδ. 23 Τότε ὁ Λάβαν παρέλαβε μαζί του τοὺς συγγενεῖς του καὶ κατεδίωξε τὸν Ἰακὼβ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες, τὴν δὲ ἑβδόμην τὸν ἐπρόφθασεν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Γαλαάδ.
24 ἦλθε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Λάβαν τὸν Σύρον καθ᾿ ὕπνον τὴν νύκτα καὶ εἶπεν αὐτῷ· φύλαξε σεαυτόν, μήποτε λαλήσῃς μετὰ ᾿Ιακὼβ πονηρά. 24 Ο Θεός όμως παρουσιάσθη στον ύπνον κατά την νύκτα προς τον Λαβαν και του είπε· “φυλάξου, μήπως τυχόν και είπης απειλητικά και εχθρικά λόγια προς τον Ιακώβ”. 24 Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πάντοτε ἐφρόντιζε διὰ τὸν Ἰακώβ, ὅταν εἶδεν ὅτι ὁ Λάβαν κατεδίωκε τὸν γαμβρόν του μὲ σκοπὸν νὰ τὸν τιμωρήσῃ διὰ τὴν φυγήν του, παρουσιάσθη εἰς τὸν Λάβαν τὸν Σύρον τὴν νύκτα, τὴν ὥραν ποὺ ἐκοιμᾶτο καὶ τοῦ εἶπε· «πρόσεξε καλὰ νὰ μὴ ἀπειλήσῃς, νὰ μὴ ξεσυνερισθῇς, οὔτε νὰ ἐκστομίσῃς ἔστω καὶ ἕνα πικρὸν λόγον εἰς τὸν Ἰακώβ».
25 καὶ κατέλαβε Λάβαν τὸν ᾿Ιακώβ· ᾿Ιακὼβ δὲ ἔπηξε τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει· Λάβαν δὲ ἔστησε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐν τῷ ὄρει Γαλαάδ. 25 Κατέφθασεν ο Λαβαν τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ είχε στήσει την σκηνήν του στο όρος Γαλαάδ, και ο Λαβαν κατεσκήνωσε τους συγγενείς του στο ίδιον όρος. 25 Ἐπρόφθασε λοιπὸν ὁ Λάβαν τὸν . Ὁ Ίακώβ δὲ ἔστησε τὴν σκηνήν του εἰς τὸ ὅρος Γαλαάδ, ἐνῷ ὁ Λάβαν ἐστρατοπέδευσε μὲ τοὺς συγγενεῖς του εἰς τοὺς πρόποδας τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς Γαλαάδ.
26 εἶπε δὲ Λάβαν τῷ ᾿Ιακώβ· τί ἐποίησας; ἱνατί κρυφῇ ἀπέδρας καὶ ἐκλοποφόρησάς με καὶ ἀπήγαγες τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλώτιδας μαχαίρᾳ; 26 Είπε δε ο Λαβαν στον Ιακώβ· “τι είναι αυτό που έκαμες; Διατί εδραπέτευσες κρυφίως και με έκλεψες και απήγαγες μαζή σου τας θυγατέρας μου, ως εάν συνέλαβες αυτάς αιχμαλώτους εις πόλεμον; 26 Καὶ ὁ Λάβαν, τοῦ ὁποίου τὸν θυμὸν εἶχε καταπραΰνει ὁ Θεός, ἐμίλησεν εἰς τὸν Ἰακὼβ ὡσὰν νὰ ἀπελογεῖτο καὶ μὲ ἐπιείκειαν τοῦ εἶπεν ὡς πατέρας πρὸς παιδί: «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκαμες; Διατὶ ἔφυγες τόσον κρυφὰ καὶ μὲ ἔκλεψες καὶ μὲ ἐγέλασες καὶ ἐπῆρες μαζί σου τὶς δύο θυγατέρες μου, ὦσαν νὰ ἦσαν αἰχμάλωτοι, ποὺ συνέλαβες μὲ τὸ μαχαίρι σου εἰς πόλεμον;
27 καὶ εἰ ἀνήγγειλάς μοι, ἐξαπέστειλα ἄν σε μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ μετὰ μουσικῶν καὶ τυμπάνων καὶ κιθάρας, 27 Εάν μου έλεγες ότι είχες αποφασίσει να φύγης, θα σε προέπεμπα με χαράν, με μουσικά όργανα, με τύμπανα και με κιθάρας. 27 Ἐὰν δὲν ἔφευγες κρυφὰ καὶ μοῦ τὸ ἔλεγες, θὰ σὲ προέπεμπα καὶ θὰ σὲ κατευώδωνα μὲ πολλὴν συνοδείαν καὶ μουσικὲς καὶ τύμπανα καὶ κιθάρες.
28 καὶ οὐκ ἠξιώθην καταφιλῆσαι τὰ παιδία μου καὶ τὰς θυγατέρας μου. νῦν δὲ ἀφρόνως ἔπραξας. 28 Ετσι όμως που έφυγες, δεν αξιώθηκα να φιλήσω τα εγγόνια μου και τας θυγατέρας μου. Ενήργησες λοιπόν κατά ένα τρόπον απερίσκεπτον και προσβλητικόν δι' εμέ. 28 Ὅμως σὺ ἔφυγες ὡς δραπέτης καὶ φυγὰς καὶ ἐγὼ δὲν ἀξιώθηκα νὰ ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ ἀσπασθῶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὶς θυγατέρες μου. Τώρα ὅπως ἐφέρθης, ἐνήργησες ἄστοχα καὶ ἀπερίσκεπτα. Δὲν ἔπραξες φρόνιμα καὶ μὲ ἐπρόσβαλες.
29 καὶ νῦν ἰσχύει ἡ χείρ μου κακοποιῆσαί σε· ὁ δὲ Θεὸς τοῦ πατρός σου ἐχθὲς εἶπε πρός με λέγων· φύλαξε σεαυτόν, μή ποτε λαλήσῃς μετὰ ᾿Ιακὼβ πονηρά. 29 Και τώρα έως την δύναμιν να σε τιμωρήσω. Δεν σου κάμνω όμως κανένα κακόν, διότι ο Θεός του πατρός σου μου ώμιλησε χθες λέγων· Φυλάξου μήπως τυχόν είπης λόγια εχθρικά και απειλητικά εναντίον του Ιακώβ. 29 Κύτταξε· τώρα σὲ ἔχω εἰς τὸ χέρι μου. Ἔχω τὴν δύναμιν νὰ σὲ τιμωρήσω καὶ νὰ σὲ κακοποιήσω. Δὲν τὸ κάμνω ὅμως, διότι ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα σου παρουσιάσθη χθὲς βράδυ εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ μὲ προειδοποίησε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια· «πρόσεξε καλὰ νὰ μὴ ἀπειλήσῃς, νὰ μὴ ξεσυνερισθῇς, οὔτε νὰ ἐκστομίσῃς ἔστω καὶ ἕνα πικρὸν λόγον εἰς τὸν Ἰακώβ».
30 νῦν οὖν πεπόρευσαι· ἐπιθυμίᾳ γὰρ ἐπεθύμησας ἀπελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου· ἱνατί ἔκλεψας τοὺς θεούς μου; 30 Αλλά πολύ καλά· τώρα έχεις πλέον αναχωρήσει, διότι σφοδρώς επεθύμησες να επιστρέψης στον οίκον του πατρός σου. Διατί όμως έκλεψες τα αγαλμάτια των θεών μου;” 30 Τώρα λοιπὸν ἔχεις φύγει. Γνωρίζω ὅτι εἶχες μεγάλην καὶ δυνατὴν ἐπιθυμίαν νὰ φύγῃς καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τὸ πατρικόν σου σπίτι. Ἀλλὰ πές μου· διατὶ ἔκλεψες τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν μου;»
31 ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιακὼβ εἶπε τῷ Λάβαν· ὅτι ἐφοβήθην· εἶπα γάρ· μή ποτε ἀφέλῃς τὰς θυγατέρας σου ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ πάντα τὰ ἐμά. 31 Απεκρίθη ο Ιακώβ και είπεν στον Λαβαν· “ανεχώρησα κρυφίως, διότι εφοβήθηκα. Εσκέφθηκα ότι, εάν σου ανεκοίνωνα την αναχώρησίν μου, ίσως συ θα μου κρατούσες τας θυγατέρας σου και όλα τα υπάρχοντά μου. 31 Ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ ἄκουσε τὰ ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Λάβαν, ἀπάντησε μὲ ταπείνωσιν καὶ ἠρεμίαν: «Ἔφυγα κρυφά, διότι ἐφοβήθηκα. Δὲν σοῦ τὸ ἀνεκοίνωσα, διότι ἐσκέφθηκα ὅτι πιθανὸν νὰ κατακρατοῦσες τὶς θυγατέρες σου καὶ νὰ μὴ τοὺς ἐπέτρεπες νὰ μὲ ἀκολουθήσουν· πιθανὸν νὰ κατακρατοῦσες καὶ ὅλην τὴν περιουσίαν μου, ὅπως μοῦ τὸ εἶχες κάμει καὶ προηγουμένως. Ἔτσι θὰ μὲ ὑποχρέωνες, θέλοντας καὶ μή, νὰ μείνω εἰς τὴν Χαρρὰν
32 καὶ εἶπεν ᾿Ιακώβ· παρ᾿ ᾧ ἂν εὕρῃς τοὺς θεούς σου, οὐ ζήσεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν· ἐπίγνωθι τί ἐστι παρ᾿ ἐμοὶ τῶν σῶν καὶ λαβέ. καὶ οὐκ ἐπέγνω παρ᾿ αὐτῷ οὐδέν. οὐκ ᾔδει δὲ ᾿Ιακώβ, ὅτι Ραχὴλ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἔκλεψεν αὐτούς. 32 Ως προς δε την κλοπήν των αγαλματίων σου, είπεν ο Ιακώβ, σου λέγω τούτο ότι δεν θα ζήση αλλά θα φονευθή ενώπιον όλων ημών εκείνος, στον οποίον θα εύρης τους θεούς σου. Ερεύνησε λοιπόν, τι από τα ιδικά σου πράγματα υπάρχει μεταξύ εκείνων, που μου ανήκουν, και πάρε τα”. Ελεγε δε αυτά ο Ιακώβ, διότι δεν εγνώριζεν ότι η σύζυγός του η Ραχήλ είχε κλέψει τα ειδωλολατρικά αγαλματάκια. 32 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐπρόσθεσεν: «Ὅμως διὰ τὰ (θεραφὶν=) τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν σου νὰ ἐρευνήσῃς τὰ πράγματα ὅλων μας. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ εὕρῃς, ὅτι τὰ ἔκλεψε, θὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον θὰ φονευθῇ ἐμπρὸς εἰς ὅλους τοὺς συγγενεῖς, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν. Κύτταξε, ἐρεύνησε ἐὰν ἐπῆρα κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ πάρω. Ψάξε προσεκτικὰ διὰ νὰ εὕρῃς τί ὑπάρχει ἰδικόν σου εἰς τὰ πράγματά μου καὶ πάρε το». Καὶ ὁ Λάβαν, ἀφοῦ ἔψαξε προσεκτικά, δὲν εὑρῆκε τίποτε εἰς τὰ πράγματα τοῦ Ἰακώβ. Δὲν ἐγνώριζε δὲ ὁ Ἰακὼβ ὅτι ἡ γυναῖκα του ἡ Ραχὴλ ἔκλεψε τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν τοῦ πενθεροῦ του.
33 εἰσελθὼν δὲ Λάβαν ἠρεύνησεν εἰς τὸν οἶκον Λείας καὶ οὐχ εὗρεν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ οἴκου Λείας καὶ ἠρεύνησε τὸν οἶκον ᾿Ιακὼβ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τῶν δύο παιδισκῶν καὶ οὐχ εὗρεν. εἰσῆλθε δὲ καὶ εἰς τὸν οἶκον Ραχήλ. 33 Εισήλθεν ο Λαβαν εις την σκηνήν της Λείας, ηρεύνησε και δεν ευρήκε τίποτε. Εξήλθεν από την σκηνήν της Λείας, ηρεύνησε την σκηνήν του Ιακώβ, όπως επίσης και την σκηνήν των δυό θεραπαινίδων, και σκηνήν της Ραχήλ, όπου επίσης δεν ευρήκε τίποτε, 33 Ὁ Λάβαν, ἀφοῦ ἐμπῆκεν εἰς τὴν σκηνὴν τῆς Λείας, ἐρεύνησε μὲ προσοχήν, ἀλλὰ δὲν εὑρῃκε τίποτε. Ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν σκηνὴν τῆς Λείας καὶ ἐρεύνησε κατόπιν τὴν σκηνὴν τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὶς σκηνὲς τῶν δύο δούλων, τῆς Βαλλὰ καὶ Ζελφά, ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν εὑρῆκε τίποτε. Ἐμπῆκε κατόπιν καὶ εἰς τὴν σκηνὴν τῆς Ραχήλ.
34 Ραχὴλ δὲ ἔλαβε τὰ εἴδωλα καὶ ἐνέβαλεν αὐτὰ εἰς τὰ σάγματα τῆς καμήλου καὶ ἐπεκάθισεν αὐτοῖς. 34 διότι η Ραχήλ επήρε τα ειδωλολατρικά αγαλμάτια, τα ετοποθέτησεν στο σάγμα της καμήλου, εκάθισεν επάνω εις αυτό, 34 Ἡ Ραχὴλ ὅμως ἐπρόλαβε καὶ ἐπῆρε τὰ (θεραφίν=) μικρὰ ἀγάλματα καὶ τὰ ἔκρυψεν εἰς τὰ σάγματα τῆς καμήλου καὶ ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς τὰ σάγματα.
35 καὶ εἶπε τῷ πατρὶ αὐτῆς· μὴ βαρέως φέρε, κύριε· οὐ δύναμαι ἀναστῆναι ἐνώπιόν σου, ὅτι τὰ κατ᾿ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ἠρεύνησε δὲ Λάβαν ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ καὶ οὐχ εὗρε τὰ εἴδωλα. 35 και είπεν στον πατέρα της· “μη οργισθής εναντίον μου, κύριε, που κάθομαι. Δεν ημπορώ να σηκωθώ ενώπιόν σου, διότι μου συμβαίνουν τα συνήθη εις τας γυναίκας φαινόμενα”. Ο Λαβαν έφυγεν από αυτήν, ηρεύνησεν όλην την σκηνήν και δεν ευρήκε τα είδωλα. 35 Καὶ ἡ Ραχὴλ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα της μόλις ἐπλησίασε: «Κύριέ μου (πατέρα μου), μὴ θυμώσης μαζί μου, ποὺ κάθομαι καὶ δὲν σηκώνομαι ἐμπρός σου, ὅπως θὰ ἔπρεπε ἀπὸ σεβασμόν. Δὲν ἤἠμπορῶ νὰ σηκωθῶ, διότι ἔχω τὰ καταμήνια μου καὶ εἶμαι ἑξαντλημένη». Ἐρεύνησε δὲ ὁ Λάβαν εἰς ὅλην τὴν σκηνὴν τῆς Ραχήλ, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκε τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκογενειακῶν θεῶν του.
36 ὠργίσθη δὲ ᾿Ιακὼβ καὶ ἐμαχέσατο τῷ Λάβαν· ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιακὼβ εἶπε τῷ Λάβαν· τί τὸ ἀδίκημά μου καὶ τί τὸ ἁμάρτημά μου, ὅτι κατεδίωξας ὀπίσω μου 36 Ωργίσθη τότε ο Ιακώβ και απηύθυνε δριμείας φράσεις εναντίον του Λαβαν. Του είπεν· “ποιό είναι λοιπόν το αδίκημά μου και ποιό είναι το αμάρτημά μου, ένεκα του οποίου με εκυνήγησες έως εδώ; 36 Ὁ Ἰακώβ, ποὺ ὡς ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦταν ὑπομονητικός, συμμαζευμένος καὶ σιωπηλός, ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ ἔρευνες τοῦ Λάβαν ἔμειναν ἄκαρπες καὶ ἐβεβαιώθη διὰ τὴν ἀθωότητά του, ἐθύμωσεν· ὕψωσε τὴν φωνήν του, ἤλεγξε τὸν Λάβαν καὶ τοῦ εἶπε: «Ποῖον εἶναι τὸ ἀδίκημα καὶ ἔγκλημά μου; Ποῖον νόμον παρέβηκα, ὥστε νὰ μὲ καταδιώξῃς ὡσὰν νὰ εἶμαι ἔνοχος;
37 καὶ ὅτι ἠρεύνησας πάντα τὰ σκεύη τοῦ οἴκου μου; τί εὗρες ἀπὸ πάντων τῶν σκευῶν τοῦ οἴκου σου; θές ὧδε ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου, καὶ ἐλεγξάτωσαν ἀνὰ μέσον τῶν δύο ἡμῶν. 37 Ηρεύνησες όλα τα πράγματα των σκηνών μου, τι από τα ιδικά σου σκεύη ευρήκες εις τα πράγματά μου; Ειπέ εδώ ενώπιον των ιδικών σου και των ιδικών μου ανθρώπων τα παράπονά σου. Ας κρίνουν και ας δικάσουν αυτοί μεταξύ μας. 37 Ποῖον εἶναι τὸ ἁμάρτημά μου, ὥστε νὰ ἐρευνήσῃς ὅλα τὰ σκεύη καὶ τὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ μου μὲ αὐτὸν τὸν προσβλητικὸν τρόπον; Τὶ εὑρῆκες ὕστερα ἀπὸ τόσην ἔρευναν, ποὺ νὰ εἶναι ἰδικόν σου; Φέρε αὐτὸ ποὺ εὐρῆκες καὶ σοῦ ἀνηκεῖ, παρουσίασε τὸ καὶ βάλε τὸ ἔδω ἐμπρὸς εἰς τοὺς συγγενεῖς σοῦ καὶ τοὺς συγγενεῖς μου νὰ τὸ ἴδουν καὶ νὰ κρινοῦν αὐτοὶ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ ποῖος εἶναι ὁ ἔνοχος».
38 ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ· τὰ πρόβατά σου καὶ αἱ αἶγές σου οὐκ ἠτεκνώθησαν· κριοὺς τῶν προβάτων σου οὐ κατέφαγον· 38 Εγώ είκοσιν ολόκληρα έτη έμεινα και ειργάσθην μαζή σου. Τα πρόβατά σου και τα γίδια σου δεν έμειναν στείρα, αλλά επολλαπλασιάσθησαν. Τους κριους και τα πρόβατά σου δεν έφαγον. 38 Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἰακὼβ ἐξιστορεῖ μὲ μεγάλην παρρησίαν τὴν ἀφοσιωσίν του πρὸς τὸν Λάβαν, τοῦ εἶπεν: «Ἔχω μείνει μαζί σου εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Ὕστερα ἀπὸ τοὺς κόπους τόσων ἔτων ἤμουν ἄξιος τέτοιας προσβολῆς; Τὰ πρόβατά σου καὶ τὰ γίδια σου δὲν ἔμειναν ἄτεκνα καὶ στεῖρα, ἀλλὰ ἐπολλαπλασιάσθησαν. Εἰς τὰ εἴκοσι αὐτὰ χρόνια δὲν ἔσφαξα οὔτε ἔφαγα κανένα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατά σου.
39 θηριάλωτον οὐκ ἐνήνοχά σοι, ἐγὼ ἀπετίννυον παρ᾿ ἐμαυτοῦ κλέμματα ἡμέρας καὶ κλέμματα νυκτός· 39 Δεν σου έφερα ποτέ πρόβατον κατασπαραχθέν από τα θηρία, διότι εφύλαττα άγρυπνος τα κοπάδια σου. Επλήρωνα από τα ιδικά μου κάθε τι, που συνέβαινε να κλαπή είτε ημέραν είτε νύκτα. 39 Ὅταν κάποιο ἀπὸ τὰ πρόβατά σου ἐσπαράσσετο ἀπὸ ἄγριον θηρίον, δὲν τὸ ἔφερνα ποτὲ νὰ σοῦ τὸ δείξω, διὰ νὰ βεβαιωθῇς ὅτι ὁ θάνατός του δεν προέρχεται ἀπὸ λάθος ἰδικόν μου. Ἐπίσης ἀντικαθιστοῦσα καὶ ὅσα γιδοπρόβατα σοῦ ἔκλεβαν τὴν ἡμέραν ἢ τὴν νύκτα. Ἔτσι ἡ ζημιὰ ἐβάρυνε ἐμὲ καὶ ὄχι ἐσένα.
40 ἐγενόμην τῆς ἡμέρας συγκαιόμενος τῷ καύματι καὶ τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀφίστατο ὁ ὕπνος μου ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου. 40 Δια να φυλάσσω τα πρόβατά σου, εφλογιζόμουν κατά το διάστημα της ημέρας από το καύμα του ηλίου και κατά την νύκτα εξεπάγιαζα από το ψύχος και έφευγεν ο ύπνος από τα μάτια μου. 40 Ἐπέρασα τὴν ζωήν μου διὰ τὴν βοσκὴν καὶ τὴν φύλαξιν τῶν κοπαδιῶν σου ὑποφέρων ἀπὸ τὸν δυνατὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ ἀπὸ τὴν τσουχτερὴν παγωνιὰν τῆς νύκτας. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ ὕπνος, ἕνεκα τῆς πολλῆς φροντίδος ποὺ ἔδειχνα διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν ζώων σου, ἔφευγε ἀπὸ ἑμὲ καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ κοιμηθῶ.
41 ταῦτά μοι εἴκοσιν ἔτη ἐγώ εἰμι ἐν τῇ οἰκιίᾳ σου· ἐδούλευσά σοι δεκατέσσαρα ἔτη ἀντὶ τῶν δύο θυγατέρων σου καὶ ἓξ ἔτη ἐν τοῖς προβάτοις σου, καὶ παρελογίσω τὸν μισθόν μου δέκα ἀμνάσιν. 41 Ολα αυτά τα είκοσιν έτη με τέτοιαν πίστιν και αφοσίωσιν έμεινα και εδούλευσα εις σέ. Δέκα τέσσαρα έτη σε εδούλευσα δια τας δύο θυγατέρας σου και εξ έτη δια τα πρόβατά σου. Και παρ' όλα αυτά συ δια τον μισθόν της ποιμάνσεως των προβάτων σου με ηπάτησες και μου έδωσες δέκα, ελάχιστα δηλαδή, πρόβατα. 41 Ἔτσι ἐπέρασα τὰ εἴκοσι χρόνια, ποὺ ἔμεινα εἰς στὸ σπίτι σου. Σοῦ ἐδούλευσα δεκατέσσερα χρόνια διὰ νὰ μοῦ δώσῃς ὡς συζύγους τὶς δύο θυγατέρες σου καὶ ἕξι χρόνια διὰ νὰ βόσκω τὰ γιδοπρόβατά σου. Παρ' ὅλα αὐτὰ κατεδέχθης νὰ μοῦ κατακρατήσεις τὸν μισθόν· ἔφθασες εἰς τὸ σημεῖον νὰ μὲ ἀπατήσῃς εἰς τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ μισθοῦ μου καὶ μοῦ ἔδωσες μόνον καμμία δεκαριὰ ἀρνιά.
42 εἰ μὴ ὁ Θεὸς τοῦ πατρός μου ῾Αβραὰμ καὶ ὁ φόβος ᾿Ισαὰκ ἦν μοι, νῦν ἂν κενόν με ἐξαπέστειλας· τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον τῶν χειρῶν μου εἶδεν ὁ Θεὸς καὶ ἤλεγξέ σε ἐχθές. 42 Εάν δε δεν ήτο μαζή μου ο Θεός του πάππου μου Αβραάμ, ο Θεός τον οποίον εφοβείτο ο πατήρ μου Ισαάκ, θα με έδιωχνες με αδειανά τα χέρια. Την αδικίαν σου όμως αυτήν και τον κόπον των χειρών μου είδεν ο Θεός. Δι' αυτό και σε ήλεγξε χθές”. 42 Ἐὰν δὲν ἦταν μαζί μου καὶ δὲν μὲ ἐβοηθοῦσεν ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα μου (τοῦ προγόνου μου) Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον φοβεῖται, σέβεται καὶ λατρεύει ὁ πατέρας μου Ἰσαάκ, τώρα θὰ μὲ ἔδιωχνες ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸ σπίτι σου εἰς τὴν Χαναὰν μὲ ἄδεια χέρια. Ἀλλὰ ὁ παντογνώστης καὶ δίκαιος Θεὸς εἶδε τὰ βάσανά μου, τὴν ταλαιπωρίαν καὶ τὸν κόπον τῆς πολλῆς ἐργασίας, ποὺ σοῦ προσέφερα, καὶ διὰ τοῦτο χθὲς τὸ βράδυ σὲ ἤλεγξε διὰ τὶς ἀδικιες, ποὺ ἔκαμες ἐναντίον μου, καὶ σὲ συνεκράτησε ἀπὸ τὸ παράλογον πάθος τοῦ θυμοῦ, ποὺ εἶχες ἐναντίον μου».
43 ἀποκριθεὶς δὲ Λάβαν εἶπε τῷ ᾿Ιακώβ· αἱ θυγατέρες θυγατέρες μου, καὶ οἱ υἱοὶ υἱοί μου, καὶ τὰ κτήνη κτήνη μου, καὶ πάντα, ὅσα σὺ ὁρᾷς, ἐμά ἐστι καὶ τῶν θυγατέρων μου· τί ποιήσω ταύταις σήμερον ἢ τοῖς τέκνοις αὐτῶν, οἷς ἔτεκον; 43 Εντροπιασμένος ο Λαβαν, και θέλων να δικαιολογηθή είπεν στον Ιακώβ· “αι θυγατέρες σου είναι θυγατέρες μου, τα παιδιά σου παιδιά μου, τα κτήνη σου κτήνη μου και όλα όσα συ βλέπεις είναι ιδικά μου και των θυγατέρων μου. Τι λοιπόν κακόν ημπορώ να κάμω εγώ σήμερον εις αυτάς, και εις τα εγγόνια μου, τα οποία αυταί εγέννησαν; 43 Καὶ ὁ Λάβαν, ὁ ὁποῖος μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦταν ὑβριστικὸς καὶ ἀπειλητικός, ἡμέρωσε, κατέβασε τὸν τόνον τῆς φωνῆς του καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ: Οἱ θυγατέρες (σου) αὐτὲς εἶναι ἰδικές μου θυγατέρες· καὶ τὰ ἀγόρια (σου) αὐτὰ εἶναι ἰδικά μου ἀγόρια· καὶ τὰ ζῶα (σου) αὐτὰ εἶναι ἰδικά μου καὶ ὅσα βλέπεις εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα ἰδικά μου καὶ τῶν θυγατέρων μου. Τί κακὸν ἠμπορῶ νὰ κάμω εἰς αὐτὲς σήμερα ἢ εἰς τὰ παιδιά των, ποὺ ἐγέννησαν, ἀφοῦ αὐτὲς καὶ τὰ παιδιά των εἶναι ἰδικά μου;
44 νῦν οὖν δεῦρο διαθώμεθα διαθήκην ἐγώ τε καὶ σύ, καὶ ἔσται εἰς μαρτύριον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, εἶπε δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ οὐδεὶς μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν, ἰδέ, ὁ Θεὸς μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ. 44 Ελα λοιπόν και ας κάμωμεν μίαν επίσημον συμφωνίαν εγώ και συ, η οποία θα μένη ως τρανή μαρτυρία φιλίας μεταξύ εμού και σου”. Προσέθεσεν ακόμη ο Λαβαν· “ιδού κανένας μάρτυς δεν υπάρχει μεταξύ μας, αλλά ως μάρτυς υπάρχει μεταξύ εμού και σου ο Θεός”. 44 Ἔλα, λοιπόν, τώρα νὰ κάμωμεν μεταξύ μας συμφωνίαν. Αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ ὡς μία μαρτυρία φιλίας μεταξύ μας, μία ἀπόδειξις τῆς φιλίας μας». Καὶ ὁ Λάβαν τοῦ εἶπεν ἀκόμη: «Νά, κανεὶς δὲν εἶναι μαζί μας, εἴμεθα μόνοι· ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ ὅλα τὰ γνωρίζει, εἶναι μάρτυς ἀνάμεσά μας καὶ κανεὶς ἄλλος».
45 λαβὼν δὲ ᾿Ιακὼβ λίθον ἔστησεν αὐτὸν στήλην. 45 Επήρεν λοιπόν ο Ιακώβ ένα λίθον τον έστησεν ως αναμνηστικήν στήλην της συμφωνίας, 45 Καὶ διὰ νὰ στερεώσουν μὲ κάποιον χειροπιαστὸν σημεῖον τὴν συμφωνίαν των, ὁ Ἰακὼβ ἐπῆρε μίαν πέτραν, τὴν ἔστησεν ὡς ἀναμνηστικὴν στήλην
46 εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ· συλλέγετε λίθους. καὶ συνέλεξαν λίθους καὶ ἐποίησαν βουνόν, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ βουνοῦ. 46 και είπεν στους ανθρώπους του· “συλλέξατε λίθους”. Εκείνοι συνέλεξαν λίθους και έκαμαν σωρόν. Πλησίον δε αυτού του σωρού έφαγον ο Ιακώβ και ο Λαβαν και οι άνθρωποί των εις πίστωσιν της φιλίας των. 46 καὶ εἶπεν εἰς τοὺς συγγενεῖς του· «μαζέψετε πέτρες». Καὶ ἐκεῖνοι ἐμάζευσαν πέτρες καὶ ἔκαμαν μὲ αὐτὲς ἕνα σωρὸν μεγάλον καὶ ὑψηλὸν ὡς βουνόν. Καὶ διὰ νὰ βεβαιώσουν τὴν φιλίαν των, ἐκάθισαν ὅλοι γύρω εἰς τὸν μεγάλον ἐκεῖνον σωρὸν καὶ ἔφαγαν.
47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Λάβαν· ὁ βουνὸς οὗτος μαρτυρεῖ ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ σήμερον. 47 Είπε δε ο Λαβαν προς τον Ιακώβ· “ο σωρός αυτός των λίθων είναι μάρτυς της συμφωνίας, η οποία συνήφθη σήμερον μεταξύ εμού και σου”. 47 Καὶ ὁ Λάβαν εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ· «ὁ μεγάλος καὶ ὑψηλὸς αὐτὸς σωρός, ποὺ ὁμοιάζει μὲ βουνόν, ἀποτελεῖ σήμερον μαρτυρίαν τῆς συμφωνίας φιλίας, ποὺ ἐγινε μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ».
48 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Λάβαν Βουνὸς τῆς μαρτυρίας. ᾿Ιακὼβ δὲ ἐκάλεσεν αὐτὸν Βουνὸς μάρτυς. εἶπε δὲ Λάβαν τῷ ᾿Ιακώβ· ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος καὶ ἡ στήλη, ἣν ἔστησα ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, μαρτυρεῖ ὁ βουνὸς οὗτος, καὶ μαρτυρεῖ ἡ στήλη αὕτη· διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Βουνὸς μαρτυρεῖ. 48 Ωνόμασε δε ο Λαβαν τον σωρόν αυτόν “Βουνόν της μαρτυρίας”, ο δε Ιακώβ τον ωνόμαοε “Βουνός μάρτυς”. Είπε δε Λαβαν στον Ιακώβ· “ιδού, ο σωρός αυτός και η στήλη, την οποίαν έστησα μεταξύ εμού και σου, είναι μάρτυς της συμφωνίας, την οποίαν εκλείσαμεν εδώ”. Δια τούτο ωνομάσθη ο τόπος εκείνος “Βουνός μαρτυρεί” (Γαλαάδ). 48 Καὶ ὁ Λάβαν ὠνόμασε τὸν σωρὸν ἐκεῖνον (εἰς τὴν ἀραμαϊκην γλῶσσαν Ἰεγὰρ Σαλαδουχά, ποὺ σημαίνει) «Βουνὸς τῆς μαρτυρίας «· ὁ δὲ Ἰακὼβ τὸν ὠνόμασε (εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν Γαλέδ, ποὺ σημαίνει) «Βουνὸς μάρτυς». Ἀκόμη ὁ Λάβαν εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ: «Νά, ὁ μεγάλος καὶ ὑψηλὸς αὐτὸς πέτρινος σωρὸς καὶ ἡ ἀναμνηστικὴ στήλη, τὴν ὁποίαν ἔστησα μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ. Ὁ σωρὸς αὐτὸς δηλοὶ τὴν συμφωνίαν καὶ ἡ ἀναμνηστικὴ αὐτὴ στήλη εἶναι μάρτυς τῆς συμφωνίας». Διὰ τοῦτο ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθη «Βουνὸς μαρτυρεῖ» (εἰς τὰ ἑβραϊκὰ Γαλὲδ ἡ Γαλαάδ).
49 καὶ ἡ ῞Ορασις, ἣν εἶπεν· ἐπίδοι ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, ὅτι ἀποστησόμεθα ἕτερος ἀφ᾿ ἑτέρου. 49 “Το βλέμμα του Θεού είναι επάνω μας”. Και είπεν ο Λαβαν στον Ιακώβ· “είθε να ίδη και να κρίνη ο Θεός την διαγωγήν, που θα δείξωμεν ο ένας απέναντι του αλλού, διότι μετ' ολίγον θα χωρίσωμεν ο ένας από τον άλλον. 49 Καὶ ἡ «Ὅρασις» (εἰς τὴν ἀραμαϊκην Μιζπάχ, δηλαδὴ τόπος ἀπὸ ὅπου παρατηρεῖ ὁ Θεὸς ἢ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακολουθεῖ), διότι εἶπεν ὁ Λάβαν: «Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ ἐπιβλέψῃ καὶ νὰ κρίνῃ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ, διότι ὑστέρα ἀπὸ ὀλίγον θὰ χωρισθῶμεν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον· σὺ θὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τὴν πατρίδα σου καὶ ἐγὼ εἰς τὸ σπίτι μου».
50 εἰ ταπεινώσεις τὰς θυγατέρας μου, εἰ λήψῃ γυναῖκας πρὸς ταῖς θυγατράσι μου, ὅρα, οὐδεὶς μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν ὁρῶν· Θεὸς μάρτυς μεταξὺ ἐμοῦ καὶ μεταξὺ σοῦ. 50 Πρόσεξε, μήπως κακομεταχειρισθής τας θυγατέρας μου, μήπως τυχόν και λάβης άλλας συζύγους κοντά εις αυτάς. Πρόσεξε ! Κανείς δεν υπάρχει μεταξύ μας ως μάρτυς, ο οποίος μας βλέπει. Ο Θεός μόνον είναι μάρτυς μεταξύ εμού και σου και Εκείνος θα σε τιμωρήση, εάν παραβής την συμφωνίαν μας 50 Καὶ ὁ Λάβαν συνέχισεν: «Ἐὰν κακομεταχειρισθῇς τὶς θυγατέρες μου, ἐὰν πάρῃς ὡς συζύγους ἄλλες γυναῖκες, ἔχε ὑπ' ὄψιν σου, ὅτι ἔστω καὶ ἂν ἑγὼ δὲν σὲ ἴδω καὶ δὲν τὸ μάθω, μᾶς παρακολουθεῖ καὶ μᾶς βλέπει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος θὰ κρίνῃ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ. Αὐτός, ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ ὅλα τὰ παρακολουθεῖ, θὰ εἶναι μάρτυς, ἐὰν παραβῇς τὴν συμφωνίαν μας».
51 καὶ εἶπε Λάβαν τῷ ᾿Ιακώβ· ἰδοὺ ὁ βουνὸς οὗτος καὶ μάρτυς ἡ στήλη αὕτη. 51 Είπεν ακόμη ο Λαβαν στον Ιακώβ· “ιδού ο σωρός αυτός των λίθων και η στήλη αυτή είναι μάρτυρες της συμφωνίας μας, 51 Ὁ Λάβαν εἶπεν ἀκόμη εἰς τὸν Ἰακώβ: «Νά, ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς σωρὸς καὶ ἡ ἀναμνηστικὴ στήλη· καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἶναι μάρτυρες τῆς συμφωνίας τῆς φιλίας μας,
52 ἐὰν τε γὰρ ἐγὼ μὴ διαβῶ πρὸς σὲ μηδὲ σὺ διαβῇς πρός με τὸν βουνὸν τοῦτον καὶ τὴν στήλην ταύτην ἐπὶ κακίᾳ, 52 ότι ούτε εγώ θα διαβώ πρυς το μέρος σου εναντίον σου ούτε και συ θα περάσης τον σωρόν αυτόν και την στήλην αυτήν με εχθρικάς διαθέσεις εναντίον μου. 52 ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ προχωρήσω πέρα ἀπὸ τὸν σωρὸν αὐτὸν καὶ τὴν στήλην αὐτὴν πρὸς τὰ μέρη τὰ ἰδικά σου, διὰ νὰ σοῦ ἐπιτεθῶ (μὲ σκοπὸν νὰ σὲ βλάψω)· οὔτε καὶ σὺ θὰ προχώρησῃς πέρα ἀπὸ τὸν σωρὸν καὶ τὴν στήλην πρὸς τὰ μέρη τὰ ἰδικά μου, διὰ νὰ μοῦ ἐπιτεθῇς (μὲ σκοπὸν νὰ μὲ βλάψῃς).
53 ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ναχὼρ κρινεῖ ἀνὰ μέσον ἡμῶν. 53 Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ναχώρ θα είναι κριτής μεταξύ μας”. 53 Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ (τοῦ πάππου σου) καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ναχὼρ (τοῦ πατέρα μου καὶ θείου σου) Θὰ κρίνῃ μεταξύ μας καὶ θὰ ἀποδώσῃ δικαιοσύνην».
54 καὶ ὤμοσεν ᾿Ιακὼβ κατὰ τοῦ φόβου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ᾿Ισαάκ, καὶ ἔθυσε θυσίαν ἐν τῷ ὄρει καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν τῷ ὄρει. 54 Και ωρκίσθη ο Ιακώβ ενώπιον του Θεού, τον οποίον επίστευε και εσέβετο ο πατήρ του Ισαάκ, προσέφερε θυσίαν στο όρος εκείνο, προσεκάλεσε τους ιδικούς του και έφαγον και έπιον και εκοιμήθησαν στο όρος εκείνο. 54 Κατόπιν τούτων ὁ Ἰακὼβ ὡρκίσθη εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐφοβεῖτο, ἐσέβετο καὶ ἐλάτρευεν ὁ πατέρας του Ἰσαάκ, καὶ ἔσφαξε ζῶον καὶ ἐπρόσφερε θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν εἰς τὸ ὅρος ἐκεῖνο. Καὶ διὰ νὰ βεβαιώσουν τὴν συμφωνίαν τῆς φιλίας των, ἐπροσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν καὶ ἐκοιμήθησαν τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸ ὅρος.
55 ἀναστὰς δὲ Λάβαν τὸ πρωΐ κατεφίλησε τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἀποστραφεὶς Λάβαν ἀπῆλθεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. 55 Το πρωϊ ήγερθη ο Λαβαν, κατεφίλησε τα εγγόνια του και τας θυγατέρας του, τους ηυχήθη και επιστρέψας επανήλθεν στον τόπον του. 55 Ἐσηκώθη δὲ ὁ Λάβαν τὸ πρωῒ τῆς ἑπομένης ἡμέρας καὶ εἰρηνικὸς πλέον καὶ εὐχαριστημένος ἐφίλησε τὰ ἐγγόνια καὶ τὶς θυγατέρες του καὶ τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀπεχαιρέτησε. Κατόπιν ἀνεχώρησε καὶ ἐπέστρεψεν τὴν πατρίδα του.