Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43 (ΜΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ ἡνίκα συνετέλεσαν καταφαγεῖν τὸν σῖτον, ὃν ἤνεγκαν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ πατὴρ αὐτῶν· πάλιν πορευθέντες πρίασθε ἡμῖν μικρὰ βρώματα. 1 Οταν τα τέκνα του Ιακώβ εξήντλησαν τον σίτον, τον οποίον έφεραν από την Αίγυπτον, τους είπεν ο πατήρ των· “πηγαίνετε πάλιν εις την Αίγυπτον και αγοράσετε δι' όλους μας ολίγας τροφάς”. 1 Όταν ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰακὼβ ἔφαγεν ὅλο τὸ σιτάρι, ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον τὰ παιδιά του, ὁ Ἰακὼβ τοὺς εἶπε· «σηκωθῆτε καὶ πηγαίνετε πάλιν πίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἀγοράστε διὰ λογαριασμόν μας ὀλίγα τρόφιμα».
2 εἶπε δὲ αὐτῷ ᾿Ιούδας λέγων· διαμαρτυρίᾳ μεμαρτύρηται ἡμῖν ὁ ἄνθρωπος ὁ κύριος τῆς γῆς λέγων· οὐκ ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου, ἐὰν μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν ᾖ· 2 Ο Ιούδας, ένας εκ των αδελφών, του είπεν· “ο άνθρωπος εκείνος, ο κύριος της χώρας Αιγύπτου, ρητώς και επιμόνως ετόνισε λέγων· δεν θα παρουσιασθήτε ενώπιόν μου, εάν δεν είναι μαζή σας και ο νεώτερος αδελφός σας. 2 Ὁ Ἰούδας ὅμως τοῦ εἶπε: «Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὁ ἄρχων τῆς Αἰγύπτου, μᾶς εἶπε καθαρά, σταθερὰ καὶ αὐστηρά· «μὴ τολμήσετε νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρός μου, ἐὰν δὲν ἔλθῃ μαζί σας καὶ ὁ μικρότερος ἀδελφός σας».
3 εἰ μὲν οὖν ἀποστέλλῃς τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ᾿ ἡμῶν, καταβησόμεθα, καὶ ἀγοράσομέν σοι βρώματα. 3 Εάν λοιπόν θελήσης και αποστείλης μαζή μας τον αδελφόν μας τον Βενιαμίν, θα μεταβώμεν εις την Αίγυπτον και θα σου αγοράσωμεν τροφάς. 3 Ἐὰν λοιπὸν ἀποστείλῃς μαζί μας καὶ τὸν ἀδελφόν μας τὸν Βενιαμίν, θὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ θὰ σοῦ ἀγοράσωμεν τρόφιμα.
4 εἰ δὲ μὴ ἀποστέλλῃς τὸν ἀδελφὸν ἡμῶν μεθ᾿ ἡμῶν, οὐ πορευσόμεθα. ὁ γὰρ ἄνθρωπος εἶπεν ἡμῖν, λέγων· οὐκ ὄψεσθέ μου τὸ πρόσωπον, ἐὰν μὴ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν ᾖ. 4 Εάν όμως δεν τον αποστείλης μαζή μας, δεν θα μεταβώμεν, διότι θα είναι μάταιος ο κόπος μας. Ο άνθρωπος εκείνος είπε και ζαναιείπεν ότι δεν θα ιδήτε το πρόσωπόν μου, εάν δεν είναι μαζή σας ο αδελφός σας ο νεώτερος”. 4 Ἐὰν ὅμως δὲν ἀποστὲλλῃς μαζί μας καὶ τὸν ἀδελφόν μας, δὲν θὰ μεταβῶμεν. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος μᾶς εἶπε καθαρά· «μὴ τολμήσετε νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρός μου, ἐὰν δὲν ἔλθῃ μαζί σας καὶ ὁ μικρότερος ἀδελφός σας».
5 εἶπε δὲ ᾿Ισραήλ· τί ἐκακοποιήσατέ με, ἀναγγείλαντες τῷ ἀνθρώπῳ ὅτι ἐστὶν ὑμῖν ἀδελφός; 5 Ο Ιακώβ απήντησεν· “αντιλαμβάνεσθε, πόσον μεγάλο κακόν μου εκάματε με το να αναγγείλετε στον άνθρωπον εκείνον ότι υπάρχει και άλλος αδελφός σας;” 5 Ὁ Ἰσραὴλ εὑρέθη εἰς ἀδιέξοδον, δι’ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶπε μὲ παραπόνον καὶ πόνον: «Διατὶ μοῦ ἐκάματε τόσον κακόν; Διατὶ εἴπατε εἰς τὸν ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου, ὅτι ἔχετε καὶ ἄλλον ἀδελφὸν μικρότερον;»
6 οἱ δὲ εἶπαν· ἐρωτῶν ἐπηρώτησεν ἡμᾶς ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν γενεὰν ἡμῶν λέγων· εἰ ἔτι ὁ πατὴρ ὑμῶν ζῇ καὶ εἰ ἔστιν ὑμῖν ἀδελφός; καὶ ἀπηγγείλαμεν αὐτῷ κατὰ τὴν ἐπερώτησιν ταύτην. μὴ ᾔδειμεν ὅτι ἐρεῖ ἡμῖν· ἀγάγετε τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν; 6 Εκείνοι είπαν· “επιμόνως ο άνθρωπος αυτός μας η ρώτησε, να μάθη δια την οικογένειάν μας λέγων, εάν ακόμη ο πατέρας σας ζη, και εάν εκτός από σας υπάρχη και άλλος αδελφός. Και του απαντήσαμεν σύμφωνα με τας ερωτήσστου. Μηπως τάχα εγνωρίζαμεν ημείς, ότι θα μας πη· Φέρετε εδώ και τον άλλον αδελφόν σας;” 6 Τότε ὅλα τὰ παιδιὰ ἀπάντησαν εἰς τὸν πατέρα των: «Δὲν ἀπεκαλύψαμεν μόνοι μας τὴν οἰκογενειακήν μας κατάστασιν. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐπέμενε νὰ ἐξετάζῃ καὶ νὰ μᾶς ἐρωτᾷ μὲ λεπτομέρειαν διὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τοὺς συγγενεῖς μας. Μᾶς ἐρώτησε· «ζῇ ἀκόμη ὁ πατέρας σας; Μήπως ἔχετε καὶ ἄλλον ἀδελφόν;» Καὶ ἐμεῖς τοῦ ἀπαντήσαμεν εἰς τὶς ἐρωτήσεις αὐτὲς καὶ τοῦ εἶπαμεν τὴν ἀλήθειαν. Μήπως ἐγνωρίζαμε ἢ ἐφαντασθήκαμε, ὅτι θὰ μᾶς πῇ «φέρετε ἐδῶ τὸν ἀδελφόν σας τὸν μικρότερον;»
7 εἶπε δὲ ᾿Ιούδας πρὸς ᾿Ισραὴλ τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἀπόστειλον τὸ παιδάριον μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἀναστάντες πορευσόμεθα, ἵνα ζῶμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν καὶ ἡμεῖς καὶ σὺ καὶ ἡ ἀποσκευὴ ἡμῶν. 7 Ο Ιούδας είπε προς τον Ιακώβ τον πατέρα του· “στείλε μαζή μου το παιδίον τον Βενιαμίν, δια να ξεκινήσωμεν και μεταβώμεν εις την Αίγυπτον. Ετσι μόνον θα αγοράσωμεν τρόφιμα, δια να ζήσωμεν και να μη αποθάνωμεν από την πείναν και ημείς και συ και τα παιδιά μας. 7 Ὁ Ἰούδας εἶπε πάλιν πρὸς τὸν πατέρα του, τὸν Ἰσραήλ: «Στεῖλε τὸ παιδί, τὸν Βενιαμίν, μαζί μου καὶ ἀφοῦ ξεκινήσωμεν ἀμέσως, θὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ ζήσωμεν καὶ νὰ μὴ ἀποθάνωμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ ἐμεῖς καὶ σὺ καὶ τὰ παιδιά μας καὶ ὅσοι ζοῦν εἰς τὶς σκηνάς μας.
8 ἐγὼ δὲ ἐκδέχομαι αὐτόν, ἐκ χειρός μου ζήτησον αὐτόν· ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σὲ καὶ στήσω αὐτὸν ἐναντίον σου, ἡμαρτηκὼς ἔσομαι εἰς σὲ πάσας τὰς ἡμέρας. 8 Εγώ αναλαμβάνω τον Βενιαμίν. Από τα χέρια μου να τον ζητήσης. Εάν τυχόν και δεν τον επαναφέρω και δεν τον παρουσιάσω ενώπιόν σου, θα είμαι βαρύτατα ένοχος απέναντί σου εις όλην μου την ζωήν. 8 Ἐγὼ δὲ τὸν ἀναλαμβάνω ὑπὸ τὴν προστασίαν μου· σοῦ τὸν ἐγγυῶμαι· νὰ τὸν ζητήσῃς ἀπὸ τὰ χέριά μου· ἐὰν δὲν τὸν φέρω πίσω ἀσφαλῆ καὶ δὲν τὸν παρουσιάσω ἐμπρός σου, τότε θὰ εἶμαι ἔνοχος ἐνώπιον σου μεγάλης ἁμαρτίας εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν.
9 εἰ μὴ γὰρ ἐβραδύναμεν, ἤδη ἂν ὑπεστρέψαμεν δίς. 9 Εάν έως τώρα δεν εχάναμεν τον καιρόν μας με τας συζητήσεις αυτάς, θα είχομεν ήδη μεταβή εις την Αίγυπτον και θα είχομεν επιστρέψει δύο φοράς”. 9 Διότι ἐὰν μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς συζητήσεις δὲν καθυστερούσαμε τὸ ταξίδι εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἕως τώρα θὰ εἴχαμε μεταβῆ καὶ ἐπιστρέψει δύο φορές».
10 εἶπε δὲ αὐτοῖς ᾿Ισραὴλ ὁ πατὴρ αὐτῶν· εἰ οὕτως ἐστί, τοῦτο ποιήσατε· λάβετε ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς ἐν τοῖς ἀγγείοις ὑμῶν καὶ καταγάγετε τῷ ἀνθρώπῳ δῶρα τῆς ρητίνης καὶ τοῦ μέλιτος, θυμίαμά τε καὶ στακτὴν καὶ τερέβινθον καὶ κάρυα. 10 Ο Ισραήλ, ο πατήρ των, τους είπε τότε· “αφού έτσι έχουν τα πράγματα, κάμετε όπως είπατε. Παρτε όμως από τα προϊόντα της χώρας μας και φέρετε προς τον άνθρωπον εκείνον ως δώρα ευώδη ρητίνην και μέλι, θυμίαμα και στακτήν, (άρωμα από σμύρναν), τερέβινθον (τερεμεντίναν από σχίνον), και καρύδια. 10 Τότε ὁ πατέρας των, ὁ Ἰσραήλ, τοὺς ἀπάντησε: «Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι τὸ πρᾶγμα καὶ πρέπει νὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε, κάμετε τοῦτο· πάρετε εἰς τὸν ἄρχοντα ἐκεῖνον καὶ δῶρα, ποὺ δὲν ἔχουν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Διαλέξετε ἀπὸ τὰ προϊόντα τῆς γῆς Χαναάν, βάλετέ τα εἰς τὶς ἀποσκευές σας καὶ προσφέρετε εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ὡς δῶρα ρητίνην ἀπὸ βάλσαμον καὶ μέλι καὶ ἀρωματικὸν θυμίαμα καὶ λάδι ἀρωματικὸν ἀπὸ λάβδανον καὶ τερμεντίνην ἀπὸ σχῖνον καὶ καρύδια.
11 καὶ τὸ ἀργύριον δισσὸν λάβετε ἐν ταῖς χερσὶν ὑμῶν· καὶ τὸ ἀργύριον τὸ ἀποστραφὲν ἐν τοῖς μαρσίπποις ὑμῶν ἀποστρέψατε μεθ᾿ ὑμῶν· μή ποτε ἀγνόημά ἐστι. 11 Παρετε επίσης μαζή σας διπλά τα χρήματα της τιμής του σίτου, ώστε να επιστρέψετε στον άρχοντα της Αιγύπτου τα χρηματοδέματα, που ευρήκατε στους σάκκους σας, μήπως τυχόν και είχε γίνει κανένα λάθος. 11 Πάρτε μαζί σας χρήματα διπλάσια ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἐπήρατε τὴν πρώτην φοράν. Ἀκόμη νὰ πάρετε καὶ νὰ τοῦ ἐπιστρέψετε καὶ τὰ χρήματα, ποὺ εὑρήκατε εἰς τοὺς σάκκους σας διότι πιθανὸν τὰ χρήματα αὐτὰ νὰ σᾶς τὰ ἐγύρισαν πίσω κατὰ λάθος.
12 καὶ τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν λάβετε καὶ ἀναστάντες κατάβητε πρὸς τὸν ἄνθρωπον. 12 Παρτε και τον αδελφόν σας και ξεκινήσατε δια να μεταβήτε στον άρχοντα εκείνον της Αιγύπτου. 12 Πάρτε δὲ καὶ τὸν ἀδελφόν σας καὶ σηκωθῆτε νὰ πάτε πάλιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, τὸν ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου.
13 ὁ δὲ Θεός μου δῴη ὑμῖν χάριν ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀποστείλαι τὸν ἀδελφὸν ὑμῶν τὸν ἕνα καὶ τὸν Βενιαμίν· ἐγὼ μὲν γὰρ καθάπερ ἠτέκνωμαι, ἠτέκνωμαι. 13 Ο Θεός να δώση να βρήτε ευμενή υποδοχήν ενώπιον εκείνου του ανθρώπου και να απαστείλη προς εμέ τον άλλον αδελφόν σας τον Συμεών, που έμεινεν εις την Αίγυπτον, όπως επίσης και τον Βενιαμίν. Αλλωστε είτε ούτως είτε άλλως θεωρώ πλέον χαμένα και τα δύο παιδιά μου, που απέκτησα από την Ραχήλ”. 13 Εἴθε δὲ ὁ παντοδύναμος Θεός μου, ποὺ ἔδειξεν εἰς ἐμὲ μέχρι σήμερον ἰδιαιτέραν εὔνοιαν καὶ προστασίαν, νὰ σᾶς δώσῃ τὴν χάριν Του, ὥστε νὰ σᾶς δεχθῇ ἐκεῖνος μὲ εὐμένειαν καὶ καλωσύνην καὶ νὰ στείλῃ πίσω τὸν ἄλλον ἀδελφόν σας, τὸν Συμεών, ἀλλὰ καὶ τὸν Βενιαμίν. Διότι ἑγὼ εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλοιῶς ἔχω ἀποστερηθῇ καὶ τὰ δύο παιδιά, ποὺ ἀπέκτησα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένην μου Ραχήλ. Ἀλλ’ ἐὰν τὸ θέλῃ ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ, ἂς γίνῃ.
14 Λαβόντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰ δῶρα ταῦτα καὶ τὸ ἀργύριον διπλοῦν ἔλαβον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν καὶ τὸν Βενιαμὶν καὶ ἀναστάντες κατέβησαν εἰς Αἴγυπτον καὶ ἔστησαν ἐναντίον ᾿Ιωσήφ. 14 Ελαβον οι αδελφοί αυτά τα δώρα και διπλά τα χρήματα της τιμής του σίτου, τόσον εκείνου τον οποίον θα αγοράσουν όσον και του προηγουμένου, εξεκίνησαν, επήγαν εις την Αίγυπτον και παρουσιάσθησαν ενώπιον του Ιωσήφ. 14 Οἱ ἐννέα υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ ἐπῆραν μαζί των τὰ δῶρα αὐτὰ καὶ τὰ διπλάσια χρήματα καὶ τὸν Βενιαμίν· καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθησαν ἀμέσως, ἀνεχώρησαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ παρουσιάσθησαν εἰς τὸν Ἰωσήφ.
15 εἶδε δὲ ᾿Ιωσὴφ αὐτοὺς καὶ τὸν Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπε τῷ ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ· εἰσάγαγε τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν οἰκίαν καὶ σφάξον θύματα καὶ ἑτοίμασον· μετ᾿ ἐμοῦ γὰρ φάγονται οἱ ἄνθρωποι ἄρτους τὴν μεσημβρίαν. 15 Τους είδεν ο Ιωσήφ, είδε και τον ομομήτριον αδελφόν του τον Βενιαμίν και είπεν στον αρχηγόν του οίκου του· “οδήγησε τους ανθρώπους αυτούς εις την οικίαν, σφάξε εκλεκτά σφαχτά και ετοίμασε φαγητά, διότι σήμερον την μεσημβρίαν θα γευματίσουν μαζή μου αυτοί οι άνθρωποι”. 15 Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ τοὺς εἶδε μὲ τὸν Βενιαμίν, τὸν ἀδελφόν του ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα (τὴν Ραχήλ), ἐκάλεσε τὸν οἰκονόμον (ἢ ἐπιστάτην ἢ ἀρχιϋπηρέτην) τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τοῦ εἶπεν: «Ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς εἰς τὸ σπίτι μου καὶ σφάξε σφαχτὰ καὶ ἐτοίμασέ τα, διότι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θὰ φάγουν μαζί μου τὸ μεσημέρι».
16 ἐποίησε δὲ ὁ ἄνθρωπος, καθὰ εἶπεν ᾿Ιωσήφ, καὶ εἰσήγαγε τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν οἶκον ᾿Ιωσήφ. 16 Ο άνθρωπος εκείνος έκαμε, όπως του είπεν ο Ιωσήφ και ωδήγησε τους αδελφούς στο ανάκτορον του Ιωσήφ. 16 Ὁ οἰκονόμος ἔκαμεν ὅπως τὸν διέταξεν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὠδήγησε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους εἰς τὸ σπίτι τοῦ κυρίου τοῦ Ἰωσήφ.
17 ἰδόντες δὲ οἱ ἄνδρες ὅτι εἰσήχθησαν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ιωσήφ, εἶπαν· διὰ τὸ ἀργύριον τὸ ἀποστραφὲν ἐν τοῖς μαρσίπποις ἡμῶν τὴν ἀρχὴν ἡμεῖς εἰσαγόμεθα τοῦ συκοφαντῆσαι ἡμᾶς καὶ ἐπιθέσθαι ἡμῖν τοῦ λαβεῖν ἡμᾶς εἰς παῖδας καὶ τοὺς ὄνους ἡμῶν. 17 Ιδόντες οι αδελφοί, ότι ωδηγήθησαν στον οίκον του Ιωσήφ είπον· “οδηγούμεθα ημείς στον οίκον τούτον εξ αιτίας των χρημάτων, που μας επεστράφησαν στους σάκκους μας και με τα οποία ημείς είχομεν πληρώσει την πρώτην φοράν τον σίτον· αυτό γίνεται δια να μας συκοφαντήσουν, και προς τιμωρίαν μας να μας πάρουν δούλους, να κρατήσουν και τους όνους μας”. 17 Οἱ δέκα ἀδελφοί, ὅταν εἶδαν ὅτι ὠδηγήθησαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰωσήφ, ἀνησύχησαν καὶ εἶπαν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον: «Μᾶς ὁδηγοῦν εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος διὰ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐγύρισαν πίσω μέσα εἰς τοὺς σάκκους μας κατὰ τὸ πρῶτον ταξίδι μας· μᾶς τὰ ἔβαλαν, διὰ νὰ μᾶς συκοφαντήσουν ὡς κλέπτες, νὰ μᾶς συλλάβουν ὡς δούλους, νὰ μᾶς τιμωρήσουν καὶ νὰ ἀρπάξουν τὰ ζῶα μας».
18 προσελθόντες δὲ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου τοῦ ᾿Ιωσὴφ ἐλάλησαν αὐτῷ ἐν τῷ πυλῶνι τοῦ οἴκου 18 Επλησίασαν λοιπόν προς τον άνθρωπον, ο οποίος ήτο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ, ωμίλησαν προς αυτόν εις την μεγάλην θύραν της αυλής του οίκου, 18 Δι' αὐτὸ ἐπλησίασαν ἀνήσυχοι τὸν οἰκονόμον τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ ἐμίλησαν εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ σπιτιοῦ (τὴν αὐλόπορταν) καὶ τοῦ ἀπεκάλυψαν τὴν αἰτίαν τοῦ φόβου των.
19 λέγοντες· δεόμεθα, κύριε, κατέβημεν τὴν ἀρχὴν πρίασθαι βρώματα· 19 και του είπαν· “κύριε, σας παρακαλούμεν ακούστε αυτά, που θα σας πούμε. Ημείς ήλθομεν εις την Αίγυπτον την πρώτην φοράν να αγοράσωμεν τρόφιμα. 19 Τοῦ εἶπαν: «Κύριε, σὲ παρακαλοῶμεν, ἄκουσέ μας· ἤλθαμε ἀπὸ τὴν Χαναὰν τὴν πρώτην φορὰν μὲ μοναδικὸν σκοπὸν να ἀγοράσωμεν τρόφιμα·
20 ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἤλθομεν εἰς τὸ καταλῦσαι καὶ ἠνοίξαμεν τοὺς μαρσίππους ἡμῶν, καὶ τόδε τὸ ἀργύριον ἑκάστου ἐν τῷ μαρσίππῳ αὐτοῦ· τὸ ἀργύριον ἡμῶν ἐν σταθμῷ ἀπεστρέψαμεν νῦν ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν 20 Οταν δε εφθάσαμεν κάπου, δια να κάμωμεν κατάλυμα και ανοίξαμε τους σάκκους μας, ευρέθη στον σάκκον εκάστου το αργύριον, με το οποίον είχε πληρώσει τον σίτον. Το αργύριον, λοιπόν, αυτό σας το επιστρέφομεν ιδιοχείρως μετρημένο και ζυγισμένο. 20 ὅταν δὲ ἐπεστρέφαμεν καὶ ἐφθάσαμεν εἰς τὸ κατάλυμα, ποὺ θὰ ἐμέναμε τὴν πρώτην νύκτα, συνέβη νὰ ἀνοίξωμεν τοὺς σάκκους τοῦ σιταριοῦ καὶ τότε εὑρήκαμεν ὁ καθένας τὰ χρήματα, ποὺ ἐπλήρωσε διὰ τὴν ἀξίαν τοῦ σιταριοῦ, μέσα εἰς τὸν σάκκον του· τὸ ἀντίτιμον λοιπὸν αὐτό, ἀφοῦ τὸ ἐμετρήσαμεν καὶ τὸ ἐζυγίσαμεν, τὸ ἐπήραμεν μαζί μας καὶ τώρα σᾶς τὸ ἐπιστρέφομεν.
21 καὶ ἀργύριον ἕτερον ἠνέγκαμεν μεθ᾿ ἑαυτῶν ἀγοράσαι βρώματα· οὐκ οἴδαμεν, τίς ἐνέβαλε τὸ ἀργύριον εἰς τοὺς μαρσίππους ἡμῶν. 21 Εφέραμεν δε άλλα χρήματα μαζή μας, δια να αγοράσωμεν πάλιν τροφάς. Δεν γνωρίζομεν ποίος είχε βαλεί το αργύριον στους σάκκους μας”. 21 Ἐφέραμεν δὲ ἄλλα χρήματα μαζί μας διὰ νὰ ἀγοράσωμεν πάλιν τρόφιμα. Δὲν γνωρίζομεν ποῖος ἔβαλε τὰ χρήματα εἰς τοὺς σάκκους τοῦ σιταριοῦ μας».
22 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἵλεως ὑμῖν, μὴ φοβεῖσθε· ὁ Θεὸς ὑμῶν καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν ἔδωκεν ὑμῖν θησαυροὺς ἐν τοῖς μαρσίπποις ὑμῶν, καὶ τὸ ἀργύριον ὑμῶν εὐδοκιμοῦν ἀπέχω. καὶ ἐξήγαγε πρὸς αὐτοὺς τὸν Συμεὼν 22 Είπεν εκείνος προς αυτούς· “ο Θεός σας ηλέησε. Μη φοβείσθε. Ο Θεός σας και ο Θεός των πατέρων σας σας έδωσεν αυτούς τους θησαυρούς στους σάκκους σας. Το δε αργύριον, το αντίτιμον του σίτου που είχατε αγοράσει προηγουμένως, εγώ το έχω πάρει”. Εβγαλε δε τότε τον Συμεών από την φυλακήν και τον ωδήγησε προς αυτούς. 22 Ὁ οἰκονόμος τοὺς ἀπάντησε: «Μὴ ἀνησυχεῖτε, ὁ Θεὸς σᾶς ἐλέησε μὴ φοβεῖσθε· ὁ Θεός σας καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔβαλε τοὺς θησαυροὺς εἰς τοὺς σάκκους σας. Τὸ ἀντίτιμον τῶν χρημάτων, ποὺ μοῦ ἐδώκατε διὰ τὸ σιτάρι ποὺ ἔχετε ἀγοράσει τὴν πρώτην φοράν, ἐγὼ τὸ ἐπῆρα καὶ τὸ ἔβαλα εἰς τὸ ταμεῖον». Ἀφοῦ τοὺς εἶπεν αὐτά, ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴν τὸν ἀδελφόν των τὸν Συμεὼν καὶ τὸν ὠδήγησε κοντά των.
23 καὶ ἤνεγκεν ὕδωρ νίψαι τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔδωκε χορτάσματα τοῖς ὄνοις αὐτῶν. 23 Διέταξε δε και εις αυτούς μεν έφεραν ύδωρ δια να νίψουν τους πόδας των, εις δε τους όνους των έδωκαν τροφάς. 23 Κατόπιν, ἀφοῦ τοὺς ὠδήγησε μέσα εἰς τὸ σπίτι, διέταξε καὶ τοὺς ἔφεραν νερόν, διὰ νὰ πλύνουν τὰ πόδια των, ποὺ ἦσαν λερωμένα ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν· διέταξεν ἐπίσης καὶ ἔδωκαν τροφὲς εἰς τὰ ζῶα των.
24 ἡτοίμασαν δὲ τὰ δῶρα ἕως τοῦ ἐλθεῖν τὸν ᾿Ιωσὴφ μεσημβρίας· ἤκουσαν γὰρ ὅτι ἐκεῖ μέλλει ἀριστᾶν. 24 Οι αδελφοί ετοίμασαν τα δώρα, δια να τα προσφέρουν στον Ιωσήφ και τον επερίμεναν, μέχρις ότου θα ήρχετο κατά την μεσημβρίαν στον οίκόν του, διότι επληροφορήθησαν ότι εκεί θα εγευμάτιζε. 24 Ὕστερα οἱ ἕνδεκα ἀδελφοὶ ἐτοίμασαν τὰ δῶρα, ποὺ ἔφεραν μαζί των διὰ τὸν Ἰωσήφ, καὶ τὸν ἐπερίμεναν μέχρις ὅτου ἔλθῃ τὸ μεσημέρι· διότι ἄκουσαν, ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἐπρόκειτο νὰ γευματίσῃ ἐκεῖ.
25 Εἰσῆλθε δὲ ᾿Ιωσὴφ εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ τὰ δῶρα, ἃ εἶχον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, εἰς τὸν οἶκον καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν. 25 Ηλθε πράγματι ο Ιωσήφ εις την οικίαν του και εκείνοι του προσέφεραν τα δώρα, τα οποία εκρατούσαν εις τα χέρια των, και τον επροσκύνησαν κύψαντες το πρόσωπόν των μέχρις εδάφους. 25 Ἦλθε δὲ ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὸ σπίτι τὸ μεσημέρι. Τότε οἱ ἕνδεκα ἀδελφοὶ τοῦ ἐπρόσφεραν ἐκεῖ εἰς τὸ σπίτι του τὰ δῶρα, ποὺ ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια των, καὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν ὡς ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου.
26 ἠρώτησε δὲ αὐτούς, πῶς ἔχετε; καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ὑγιαίνει ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ πρεσβύτης, ὃν εἴπατε; ἔτι ζῇ; 26 Ο Ιωσήφ τους ηρώτησε με καλωσύνην· “πως έχετε;” Και κατόπιν προσέθεσεν· “υγιαίνει ο γέρων πατέρας σας, δια τον οποίον την πρώτην φοράν μου εκάματε λόγον; Ζη ακόμη;” 26 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἐρώτησε μὲ εὐγένειαν καὶ φιλοφροσύνην: «Πῶς εἶσθε; πῶς εἶναι ἡ ὑγεία σας;» Πάλιν τοὺς ἐρώτησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον:»Εἶναι καλὰ ὁ πατέρας σας, ὁ γέροντας, διὰ τὸν ὁποῖον μοῦ εἴπατε εἰς τὴν προηγουμένην συνάντησιν; Ζῇ ἀκόμη;»
27 οἱ δὲ εἶπαν· ὑγιαίνει ὁ παῖς σου ὁ πατὴρ ἡμῶν, ἔτι ζῇ· καὶ εἶπεν· εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος τῷ Θεῷ. καὶ κύψαντες προσεκύνησαν αὐτῷ. 27 Εκείνοι του απήντησαν· “ο δούλος σου, ο πατέρας μας, υγιαίνει, ζη ακόμη”. Είπε δε ο Ιωσήφ· “ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος εκείνος ενώπιον του Θεού”. Και κύψαντες μέχρις εδάφους τον προσεκύνησαν. 27 Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἀπάντησαν μὲ πολλὴν συντριβήν: «Μάλιστα ὁ ταπεινὸς δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν του· ζῇ ἀκόμη». Καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶπεν: «Εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ὁ Θεὸς εἴθε νὰ τοῦ δώσῃ κάθε πνευματικὸν καὶ ὑλικὸν ἀγαθόν». Οἱ ἀδελφοί του, διὰ νὰ ἐκφράσουν τὶς εὐχαριστίες των διὰ τὴν εὐχήν, ἔσκυψαν πάλιν καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν.
28 ἀναβλέψας δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ ᾿Ιωσὴφ εἶδε Βενιαμὶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν ὁμομήτριον καὶ εἶπεν· οὗτος ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος, ὃν εἴπατε πρός με ἀγαγεῖν; καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ἐλεήσαι σε τέκνον. 28 Εσήκωσε τα βλέμματά του ο Ιωσήφ, είδε τον ομομήτριον αδελφόν του, τον Βενιαμίν, και ηρώτησε τους αδελφούς· “αυτός είναι ο νεώτερος αδελφός σας, τον οποίον είπατε ότι θα οδηγήσετε προς εμέ;” Και στραφείς προς τον Βενιαμίν του είπε· “ο Θεός να σε ελεήση, τέκνον μου”. 28 Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια του, ἐξήτασε μὲ τρόπον μεταξὺ τῶν ἕνδεκα, καὶ εἶδε τὸν Βενιαμίν, τὸν ἀδελφὸν ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα μὲ αὐτόν. Ὅταν τὸν εἶδεν, εἶπεν εἰς τοὺς ἄλλους: «Αὐτὸς εἶναι ὁ μικρότερος ἀδελφός σας, τὸν ὁποῖον εἴπατε ὅτι θὰ μοῦ ἐφέρνατε;» Καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τὸν Βενιαμίν, τοῦ εἶπε: « Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογήσῃ καὶ νὰ φανῇ ἵλεως εἰς σέ, παιδί μου»
29 ἐταράχθη δὲ ᾿Ιωσήφ, συνεστρέφετο γὰρ τὰ ἔγκατα αὐτοῦ ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, καὶ ἐζήτει κλαῦσαι· εἰσελθὼν δὲ εἰς τὸ ταμεῖον ἔκλαυσεν ἐκεῖ. 29 Συνεκινήθη βαθύτατα ο Ιωσήφ, ανεστράφησαν τα σπλάγχνα αυτού, όταν είδε τον αδελφόν του τον Βενιαμίν, και εζήτει να εύρη ιδιαίτερον τινά απόκρυφον τόπον, δια να κλαύση. Εισήλθε πράγματι στο εσωτερικόν δωμάτιόν του και εκεί ανελύθη εις δάκρυα. 29 Ἐταράχθη δὲ ὁ Ἰωσὴφ καὶ «ἀνακατεύθηκαν τὰ σωθικά του», ἡ καρδία του ἐπῆγε νὰ σπάσῃ ἀπὸ τὴν δυνατὴν συγκίνησιν, διότι τὸν ἐνίκησεν ἡ φυσικὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν μόνον ὁμομήτριον ἀδελφόν του. Διὰ τοῦτο ἔφυγεν ἀμέσως, ὥστε νὰ εὕρῃ ἀπόμερον, μοναχικὸν τόπον νὰ κλαύσῃ. Διὰ νὰ μὴ προδοθῇ ἐμπῆκε εἰς τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιόν του καὶ ἐκεῖ ἐξέσπασεν εἰς πολλὰ δάκρυα.
30 καὶ νιψάμενος τὸ πρόσωπον ἐξελθὼν ἐνεκρατεύσατο καὶ εἶπε· παράθετε ἄρτους. 30 Μετ' ολίγον ένιψε το πρόσωπόν του, συνεκράτησε την συγκίνησίν του, εξήλθεν από το δωμάτιον και είπεν στους ανθρώπους του· “παραθέσατε το φαγητόν”. 30 Ἀφοῦ ἐξεθύμανεν ἡ συγκίνησίς του, ἔνιψε καὶ ἐσκούπισε τὸ πρόσωπόν του, ἐβγῆκε καὶ παρουσιάσθη εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Κυρίαρχος πλέον εἰς τὰ συναισθήματά του διέταξεν: «Ἐτοιμάστε καὶ σερβίρετε φαγητόν».
31 καὶ παρέθηκαν αὐτῷ μόνῳ καὶ αὐτοῖς καθ᾿ ἑαυτοὺς καὶ τοῖς Αἰγυπτίοις τοῖς συνδειπνοῦσι μετ᾿ αὐτοῦ καθ᾿ ἑαυτούς· οὐ γὰρ ἐδύναντο οἱ Αἰγύπτιοι συνεσθίειν μετὰ τῶν ῾Εβραίων ἄρτους, βδέλυγμα γάρ ἐστι τοῖς Αἰγυπτίοις. 31 Εκείνοι παρέθεσαν φαγητόν δια τον Ιωσήφ ιδιαιτέρως, δια τους αδελφούς αυτού ιδιαιτέρως, και δια τους Αιγυπτίους, οι οποίοι συνέτρωγαν με αυτόν, επίσης ιδιαιτέρως· διότι δεν ηνείχοντο οι Αιγύπτιοι να συντρώγουν με τους Εβραίους, επειδή ήτο τούτο αποτροπιαστικόν δι'αυτούς. 31 Οἱ ὑπηρέται ἐτοίμασαν καὶ ἐπρόσφεραν φαγητὸν διὰ τὸν Ἰωσὴφ ἰδιαιτέρως ὡς ἀντιβασιλέα καὶ ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου· ἐπίσης ἐτοίμασαν καὶ ἐσέρβιραν φαγητὸν ἰδιαιτέρως διὰ τοὺς ἀδελφούς του καὶ χωριστὰ διὰ τοὺς Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὴν ἀκολουθίαν του καὶ συνέτρωγαν μαζί του. Διότι δὲν ἐπετρέπετο νὰ συμφάγουν οἱ Αἰγύπτιοι εἰς τὸ ἴδιον τραπέζι μὲ τοὺς Ἑβραίους, ἐπειδὴ ἐθεωροῦσαν τοῦτο μισητὸν καὶ σιχαμερόν.
32 ἐκάθισαν δὲ ἐναντίον αὐτοῦ, ὁ πρωτότοκος κατὰ τὰ πρεσβεῖα αὐτοῦ καὶ ὁ νεώτερος κατὰ τὴν νεότητα αὐτοῦ· ἐξίσταντο δὲ οἱ ἄνθρωποι ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. 32 Εκάθισαν λοιπόν ενώπιόν του οι αδελφοί του Ιωσήφ κατά την σειράν της ηλικίας των, ώστε ο πρωτότοκος να κάθεται εις θέσιν ανάλογον της μεγαλυτέρας του ηλικίας και ο νεώτερος εις θέσιν ανάλογον της μικροτέρας του ηλικίας. Οι αδελφοί παρετήρουν ο ένας τον άλλον και απορούσαν δια την τακτοποίησίν των εις την τράπεζαν ανάλογα με την ηλικίαν των. 32 Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκάθισαν (κατ’ ἐντολήν του) ἀπέναντί του ἔτσι, ὥστε ὁ πρωτότοκος ἀδελφὸς νὰ κάθεται εἰς θέσιν ἀνάλογον τῆς μεγάλης ἡλικίας του καὶ ὁ νεώτερος εἰς θέσιν ἀνάλογον τῆς νεαρᾶς ἡλικίας του. Ἡ τακτοποίησίς των κατὰ ἡλικίαν ἐπροκάλεσεν ἀπορίαν καὶ ἔκπληξιν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Ἰωσὴφ ἀποροῦσαν πῶς ἐγνώριζε τὴν διαφορὰν τῆς ἡλικίας των τόσον καλά, ὥστε νὰ διακρίνῃ τὸν μεγαλύτερον καὶ τὸν μικρότερον.
33 ᾖραν δὲ μερίδας παρ᾿ αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· ἐμεγαλύνθη δὲ ἡ μερὶς Βενιαμὶν παρὰ τὰς μερίδας πάντων πενταπλασίως πρὸς τὰς ἐκείνων, ἔπιον δὲ καὶ ἐμεθύσθησαν μετ᾿ αὐτοῦ. 33 Οι υπηρέται έφεραν μερίδας φαγητού από την τράπεζαν του Ιωσήφ προς τους αδελφούς. Η μερίς του Βενιαμίν ήτο πέντε φορές μεγαλύτερα από τας μερίδας των άλλων αδελφών. Εφαγον όλοι μαζή με τον Ιωσήφ, έπιον και ήλθον εις ευθυμίαν μαζή με αυτόν. 33 Οἱ ὑπηρέται ἐπρόσφεραν κανονικὲς μερίδες φαγητοῦ ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ Ἰωσήφ· ἔπαιρναν ἀπὸ τὰ χέρια του κάθε μίαν μερίδα καὶ τὴν ἐσέρβιραν εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Ἡ μερίδα ὅμως τοῦ φαγητοῦ τοῦ Βενιαμὶν ἦταν πέντε φορὲς μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνην τῶν ἄλλων ἀδελφῶν. Ἔφαγαν δὲ ὅλοι καὶ ἤπιαν μὲ τὸν Ἰωσὴφ μέχρις ὅτοῦ ἦλθαν εἰς εὐθυμίαν.