Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44 (ΜΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐνετείλατο ὁ ᾿Ιωσὴφ τῷ ὄντι ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ λέγων· πλήσατε τοὺς μαρσίππους τῶν ἀνθρώπων βρωμάτων, ὅσα ἐὰν δύνωνται ἆραι, καὶ ἐμβάλετε ἑκάστου τὸ ἀργύριον ἐπὶ τοῦ στόματος τοῦ μαρσίππου 1 Επειτα απ' αυτά διέταξεν ο Ιωσήφ τον αρχηγόν του οίκου του λέγων· “γεμίσατε τους σάκκους των ανθρώπων αυτών από τρόφιμα, όσα ημπορούν να πάρουν. Βαλτε το αργύριον ενός εκάστου στο στόμιον του σάκκου του, 1 Όταν ἐτελειωσε τὸ φαγητόν, ὁ Ἰωσὴφ ἐκάλεσε τᾶν οἰκονόμον τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τοῦ εἶπε: «Γεμίστε τοὺς σάκκους τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μὲ τόσα τρόφιμα, ὅσα ἠμποροῦν νὰ χωρέσουν οἱ σάκκοι καὶ νὰ μεταφέρουν οἱ ξένοι· βάλετε καὶ τὰ χρήματα τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὸ στόμιον τοῦ σάκκου του·
2 καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῦν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον τοῦ νεωτέρου καὶ τὴν τιμὴν τοῦ σίτου αὐτοῦ. ἐγενήθη δὲ κατὰ τὸ ρῆμα ᾿Ιωσήφ, καθὼς εἶπε. 2 και το αργυρούν ποτήριόν μου θέσατε στον σάκκον του νεωτέρου αδελφού όπως και το αντίτιμον της αγοράς του σίτου του”. Οπως διέταξεν ο Ιωσήφ, έτσι και έγινε. 2 τὸ δὲ κύπελλόν μου τὸ ἀσημένιο νὰ τὸ βάλετε εἰς τὸν σάκκον τοῦ μικροτέρου, μαζὶ μὲ τὰ χρήματα, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἀξίαν τοῦ σιταριοῦ του». Ὁ οἰκονόμος συνεμορφώθη πλήρως πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἔκαμεν, ὅπως τοῦ εἶπεν ὁ κύριός του.
3 τὸ πρωΐ διέφαυσε, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπεστάλησαν, αὐτοὶ καὶ οἱ ὄνοι αὐτῶν. 3 Την επομένην ημέραν κατά το γλυκοχάραμα αφέθησαν ελεύθεροι οι άνθρωποι αυτοι με τους φορτωμένους όνους των, δια να αναχωρήσουν. 3 Τὴν ἄλλην ἡμέραν μὲ τὸ πρῶτον πρωϊνὸν φῶς οἱ ξένοι ἀφέθησαν ἐλεύθεροι, αὐτοὶ καὶ οἱ ὅνοι των, νὰ ἀναχωρήσουν διὰ τὴν ἐπιστροφήν.
4 ἐξελθόντων δὲ αὐτῶν τὴν πόλιν, οὐκ ἀπέσχον μακράν, καὶ ᾿Ιωσὴφ εἶπε τῷ ἐπὶ τῆς οἰκίας αὐτοῦ· ἀναστὰς ἐπιδίωξον ὀπίσω τῶν ἀνθρώπων καὶ καταλήψῃ αὐτοὺς καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· τί ὅτι ἀνταπεδώκατε πονηρὰ ἀντὶ καλῶν; ἱνατί ἐκλέψατέ μου τὸ κόνδυ τὸ ἀργυροῦν; 4 Οταν εξήλθον από την πόλιν και δεν απείχον πολύ, είπεν ο Ιωσήφ στον αρχηγόν του οίκου του· “σήκω και τρέξε όπισθεν αυτών των ανθρώπων, πρόφθασέ τους και θα τους πης· διατί ανταπεδώσατε κακά αντί των καλών που ελάβατε; Διατί μου εκλέψατε το ασημένιο ποτήρι; 4 Μόλις ὅμως ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ πρὶν ἀκόμη προχωρήσουν πολύ, ὁ Ἰωσὴφ ἐκάλεσε τὸν οἰκονόμον τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ τρέξε γρήγορα πίσω ἀπὸ τοὺς ἄνθρώπους αὐτούς, ὥστε νὰ τοὺς προφθάσῃς καὶ νὰ τοὺς εἴπης: «Διατὶ ἀνταπεδώσατε κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν; διατὶ μοῦ ἐκλέψατε τὸ ἀσημένιο κύπελλον;
5 οὐ τοῦτό ἐστιν, ἐν ᾧ πίνει ὁ κύριός μου; αὐτὸς δὲ οἰωνισμῷ οἰωνίζεται ἐν αὐτῷ. πονηρὰ συντετελέκατε, ἃ πεποιήκατε. 5 Δεν είναι αυτό το ποτήρι, με το οποίον πίνει ο κύριός μου; Με αυτό το ποτήρι εκείνος προμαντεύει τα μέλλοντα. Είναι πολύ κακόν αυτό, που εκάματε κλέψαντες το ποτήρι”. 5 Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ κύπελλον, μὲ τὸ ὁποῖον πίνει ὁ κύριός μου; Μὲ τὸ κύπελλον αὐτὸ μαντεύει τὰ μέλλοντα. Ἐκάματε πολὺ ἄσχημα, διεπράξατε σοβαρὸν ἔγκλημα μὲ τὸ νὰ φερθῆτε ἔτσι καὶ νὰ κλέψετε τὸ κύπελλον».
6 εὑρὼν δὲ αὐτοὺς εἶπεν αὐτοῖς κατὰ τὰ ρήματα ταῦτα. 6 Ο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ κατέφθασε τους αδελφούς και τους είπε τα λόγια αυτά. 6 Ὅταν ὁ οἰκονόμος τοὺς ἐπρόφθασεν εἰς τὸν δρόμον, τοὺς ἐπανέλαβε ὅσα τοῦ παρήγγειλεν ὁ κύριός του.
7 οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ· ἱνατί λαλεῖ ὁ κύριος κατὰ τὰ ρήματα ταῦτα; μὴ γένοιτο τοῖς παισί σου ποιῆσαι κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο. 7 Εκείνοι του απήντησαν· “διατί ο κύριος μας λέγει αυτά τα λόγια; Μη γένοιτο να πράξουν οι δούλοι σου αυτήν την πράξιν, δια την οποίαν κατηγορούνται. 7 Ἐκεῖνοι ὅμως διεμαρτυρήθησαν καὶ εἶπαν εἰς τὸν οἰκονόμον: «Διατὶ ὁ κύριος λέγει λόγια ὡσὰν αὐτά; Τί ἐννοεῖ μὲ αὐτὰ τὰ σκληρὰ καὶ πικρά, ποὺ λέγει; Μὴ γένοιτο οἱ δοῦλοι σου νὰ κάμουν τέτοιο ἔγκλημα.
8 εἰ τὸ μὲν ἀργύριον, ὁ εὕρομεν ἐν τοῖς μαρσίπποις ἡμῶν, ἀπεστρέψαμεν πρὸς σὲ ἐκ γῆς Χαναάν, πῶς ἂν κλέψαιμεν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ κυρίου σου ἀργύριον ἢ χρυσίον; 8 'Εαν ημείς τα χρήματα, τα οποία ευρήκαμεν στους σάκκους μας κατά το πρώτον μας ταξίδι τα επεστρέψαμεν από την χώραν Χαναάν, πως ήτο δυνατόν να κλέψωμεν άργυρον η χρυσόν από τον οίκον του κυρίου σου; 8 Διότι, ἐὰν τὰ χρήματα, ποὺ εὐρήκαμε κατὰ τὸ πρῶτον ταξίδι μας εἰς τοὺς σάκκους μας, τὰ ἐφέραμε πίσω ἀπὸ τὴν Χαναὰν καὶ σᾶς τὰ παρεδώσαμε, πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ κλέψωμεν τώρα ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κυρίου σου ἀσήμι ἢ χρυσάφι;
9 παρ᾿ ᾧ ἂν εὕρῃς τὸ κόνδυ τῶν παίδων σου, ἀποθνησκέτω· καὶ ἡμεῖς δὲ ἐσόμεθα παῖδες τῷ κυρίῳ ἡμῶν. 9 Εκείνος στον οποίον από ημάς τους δούλους σου θα εύρης το ποτήρι, να θανατωθή· ημείς δε οι άλλοι θα γίνωμεν δούλοι στον κύριόν μας”. 9 Ἐὰν ὅμως νομίζῃς, ὅτι πράγματι διεπράξαμεν αὐτο τὸ ἔγκλημα, τότε ἂς θανατωθῇ ἐκεῖνος ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς δούλους σου, εἰς τὰ πράγματα τοῦ ὁποίου θὰ εὕρῃς τὸ ἀσημένιο κύπελλον· ἐμεῖς δὲ οἱ ἄλλοι ἂς γίνωμεν εἰς ὅλην μας τὴν ζωὴν δοῦλοι εἰς τὸν κύριόν μας».
10 ὁ δὲ εἶπε· καὶ νῦν ὡς λέγετε, οὕτως ἔσται· παρ᾿ ᾧ ἂν εὑρεθῇ τὸ κόνδυ, ἔσται μου παῖς, ὑμεῖς δὲ ἔσεσθε καθαροί. 10 Εκείνος απήντησεν· “όπως τώρα λέγετε έτσι και θα γίνη· εκείνος στον οποίον θα ευρεθήτό ποτήρι θα γίνη δούλος μου· αλλά σεις οι άλλοι θα είσθε ανεύθυνοι και ελεύθεροι να επιστρέψετε εις την πατρίδα σας”. 10 Ὁ οἰκονόμος τοῦ Ἰωσὴφ τοὺς ἀπεκρίθη: «Συμφωνῶ· ἂς γίνῃ ὅπως λέγετε τώρα· ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνος, εἰς τὰ πράγματα τοῦ ὁποίου θὰ εὑρεθῇ τὸ κύπελλον, θὰ γίνῃ δοῦλος μου, σεῖς δὲ οἱ ἄλλοι θὰ εἶσθε ἀθῶοι τοῦ ἐγκλήματος καὶ ἐλεύθεροι νὰ συνεχίσετε τὸν δρόμον σας».
11 καὶ ἔσπευσαν καὶ καθεῖλαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἤνοιξαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ. 11 Εσπευσαν οι αδελφοί και κατέβασαν έκαστος τον σάκκον αυτού στο έδαφος και ο καθένας ήνοιξε τον ιδικόν του σάκκον. 11 Ἀφοῦ τοῦ εἶπαν αὐτά, κατέβασαν γρήγορα ὁ καθένας τὸν ἰδικόν του σάκκον ἀπὸ τὸ ζῶον καὶ ὁ καθένας τὸν ἄνοιξε πρόθυμα διὰ τὴν ἔρευναν.
12 ἠρεύνησε δὲ ἀπὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἀρξάμενος, ἕως ἦλθεν ἐπὶ τὸν νεώτερον, καὶ εὗρε τὸ κόνδυ ἐν τῷ μαρσίππῳ τοῦ Βενιαμίν. 12 Ο αρχηγός του οίκου του Ιωσήφ ήρχισε να ερευνά από τον σάκκον του πρεσβυτέρου μέχρις ότου έφθασεν στον σάκκον του νεωτέρου, του Βενιαμίν, όπου και ευρήκε το ποτήριον. 12 Ὁ οἰκονόμος ἄρχισε τὴν ἔρευναν ἀπὸ τὸν σάκκον τοῦ μεγαλυτέρου, μέχρις ὅτου ἔφθασε καὶ εἰς τὸν σάκκον τοῦ νεωτέρου· ὅταν δὲ ἄνοιξε τὸν τελευταῖον αὐτὸν σάκκον τοῦ Βενιαμίν, εὑρῆκε μέσα τὸ κύπελλον.
13 καὶ διέρρηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐπέθηκαν ἕκαστος τὸν μάρσιππον αὐτοῦ ἐπί τὸν ὄνον αὐτοῦ, καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πόλιν. 13 Οι αδελφοί κατάπληκτοι και κατώδυνοι έσχισαν τα ιμάτιά των από την λύπην, εφόρτωσαν ο καθένας τον σάκκον του στον όνον του και επέστρεψαν όλοι εις την πόλιν. 13 Τὸ γεγονὸς τοῦτο κατέπληξε, συνεκλόνισε καὶ ἐθόλωσε τὸν νοῦν τῶν παιδιῶν τοῦ Ἰακώβ. Κυριευμένοι ἀπὸ τὴν πολλὴν λύπην ἔσχισαν τὰ ροῦχα των καὶ ἐφόρτωσαν πάλιν ὁ καθένας τὸν σάκκον τοῦ σιταριοῦ εἰς τὸ ζῶον του καὶ ἐγύρισαν ὅλοι πίσω εἰς τὴν πόλιν.
14 εἰσῆλθε δὲ ᾿Ιούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ πρὸς ᾿Ιωσήφ, ἔτι αὐτοῦ ὄντος ἐκεῖ, καὶ ἔπεσον ἐναντίον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν. 14 Ο Ιούδας και οι αδελφοί του εισήλθον στον οίκον του Ιωσήφ, όπου αυτός ευρίσκετο ακόμη εκεί, και έπεσαν κατά γης ενώπιόν του. 14 Ὅταν ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοί του ἔφθασαν εἰς τὴν πόλιν, παρουσιάσθησαν εἰς τὸν Ἰωσήφ, εἰς τὸ σπίτι τοῦ, διότι αὐτὸς ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ, καὶ ἔπεσαν ἐμπρός του μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς.
15 εἶπε δὲ αὐτοῖς ᾿Ιωσήφ· τί τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἐποιήσατε; οὐκ οἴδατε ὅτι οἰωνισμῷ οἰωνιεῖται ὁ ἄνθρωπος, οἷος ἐγώ; 15 Τους είπε δε ο Ιωσήφ· “τι είναι αυτό που εκάματε; Δεν γνωρίζετε ότι άνθρωπος, όπως εγώ, έχει την δύναμιν να μαντεύη και να γνωρίζη και τας κρυφίας πράξεις;” 15 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοὺς εἶπε μὲ προσποιητὴν αὐστηρότητα: «Διατὶ ἐκάματε τὴν πρᾶξιν αὐτήν; Δὲν γνωρίζετε, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ κατέχει θέσιν ὑψηλήν, ὅπως αὐτὴν ποὺ ἔχω ἐγώ, μαντεύει τὰ μέλλοντα, γνωρίζει τὰ μαστικὰ καὶ ἑπομένως θὰ ἀνεκάλυπτε τὴν κλοπήν;»
16 εἶπε δὲ ᾿Ιούδας· τί ἀντεροῦμεν τῷ κυρίῳ, ἢ τί λαλήσομεν, ἢ τί δικαιωθῶμεν; ὁ Θεὸς δὲ εὗρε τὴν ἀδικίαν τῶν παίδων σου. ἰδού ἐσμεν οἰκέται τῷ κυρίῳ ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς καὶ παρ᾿ ᾧ εὑρέθη τὸ κόνδυ. 16 Απήντησεν ο Ιούδας· “τι να απαντήσωμεν στον κύριον, η τι να είπωμεν, η ποίαν δικαιολογίαν να εύρωμεν, δια να δικαιωθώμεν απέναντί του; Ο Θεός ενεθυμήθη κάποιαν άλλην μεγάλην αμαρτίαν των δούλων σου και μας τιμωρεί τώρα δι' αυτήν. Ιδού είμεθα όλοι δούλοι στον κύριόν μας ημείς και εκείνος στον οποίον ευρέθη το ποτήριον”. 16 Ὁ Ἰούδας τοῦ ἀπάντησε: Τί ἠμποροῦμεν νὰ ἀντιλέξωμεν εἰς τὸν κύριόν μας ἤ τί ἠμποροῦμεν νὰ τοῦ ἀπαντήσωμεν ἢ πῶς ἠμποροῦμεν νὰ δικαιολογηθῶμεν; Ὁ Θεὸς ἐνεθυμήθη καὶ ἀπεκάλυψε τὴν ἁμαρτίαν τῶν δούλων σου καὶ τώρα μᾶς τιμωρεῖ. Ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας ὑποφέρομεν. Νά· εἴμεθα δοῦλοι εἰς τὸν κύριόν μας ἐμεῖς ὅλοι, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος, εἰς τὸν σάκκον τοῦ ὁποίου εὑρέθη τὸ κύπελλον».
17 εἶπε δὲ ᾿Ιωσήφ· μή μοι γένοιτο ποιῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο· ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ᾧ εὑρέθη τὸ κόνδυ αὐτὸς ἔσται μου παῖς. ὑμεῖς δὲ ἀνάβητε μετὰ σωτηρίας πρὸς τὸν πατέρα ὑμῶν. 17 Απήντησε δε ο Ιωσήφ· “δεν θα συγκατατεθώ ποτέ να κάμω αυτό, που μου προτείνετε· να κρατήσω δηλαδή όλους σας ως δούλους. Αλλά δούλος μου θα μείνη μόνον εκείνος, στον οποίον ευρέθη το ποτήρι μου. Σεις οι άλλοι πηγαίνετε σώοι και ελεύθεροι προς τον πατέρα σας”. 17 Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως συνέχιζε νὰ προσποιῆται ὅτι δὲν ἐκατάλαβε τίποτε καὶ τοὺς ἀπάντησε: «Ὄχι· μὴ γένοιτο νὰ κάμω ποτὲ τὸ πρᾶγμα αὐτὸ καὶ νὰ κρατήσω ὅλους σας ὡς δούλους. Ὄχι· μόνον ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, εἰς τὸν σάκκον τοῦ ὁποίου εὑρέθη τὸ κύπελλον, μόνον αὐτὸς θὰ γίνῃ δοῦλος μου. Σεῖς οἱ ἄλλοι ἠμπορεῖτε νὰ ἀναχωρήσετε ἐλεύθεροι καὶ ἀσφαλεῖς διὰ τὴν Χαναάν, πρὸς τὸν πατέρα σας.
18 ᾿Εγγίσας δὲ αὐτῷ ᾿Ιούδας εἶπε· δέομαι, κύριε· λαλησάτω ὁ παῖς σου ρῆμα ἐναντίον σου, καὶ μὴ θυμωθῇς τῷ παιδί σου, ὅτι σὺ εἶ μετὰ Φαραώ. 18 Επλησίασεν ο Ιούδας προς τον Ιωσήφ και του είπε· “κύριε, σε θερμοπαρακαλώ ας επιτραπή εις εμέ τον δούλον σου να ομιλήσω ενώπιόν σου και ας μη οργισθής εναντίον μου. Διότι συ είσαι ως προς την εξουσίαν πρώτος μετά τον Φαραώ. 18 Τότε ὁ Ἰούδας, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσεν ἐγγύησιν διὰ τὸν Βενιαμίν, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν Ἰωσήφ, τοῦ ἐμίλησε ὡς δοῦλος πρὸς κύριον καὶ τοῦ εἶπε: «Ὤ, κύριε, πολὺ σὲ παρακαλῶ, δῶσε μου τὴν ἄδειαν νὰ σοῦ μιλήσω ἐγὼ ὁπ δοῦλος σου ἐλεύθερα. Καταδέξου νὰ μὲ ἀκούσῃς καὶ μὴ ὀργισθῇς ἐναντίον ἐμοῦ τοῦ δούλου σου, διότι ὡς πρὸς τὴν ἐξουσίαν σὺ εἶσαι πρῶτος μετὰ τὸν Φαραώ.
19 κύριε, σὺ ἠρώτησας τοὺς παῖδάς σου, λέγων· εἰ ἔχετε πατέρα ἢ ἀδελφόν; 19 Ακουσε λοιπόν, κύριε, την ιστορίαν μας. Συ ηρώτησας ημάς τους δούλους σου· έχετε πατέρα η αδελφόν; 19 Κύριε, σὺ ἐρώτησες ἐμᾶς τοὺς δούλους σου καὶ μᾶς εἶπες· «ἔχετε πατέρα ἢ ἄλλον ἀδελφόν;»
20 καὶ εἴπαμεν τῷ κυρίῳ· ἔστιν ἡμῖν πατὴρ πρεσβύτερος καὶ παιδίον γήρους νεώτερον αὐτῷ, καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀπέθανεν, αὐτὸς δὲ μόνος ὑπελείφθη τῇ μητρὶ αὐτοῦ, ὁ δὲ πατὴρ αὐτὸν ἠγάπησεν. 20 Και ημείς απηντήσαμεν στον κύριον· Εχομεν γέροντα πατέρα, όπως και ένα νεώτερον αδελφόν μας, παιδί των γηρατείων του πατρός μας. Αυτού ο αδελφός απέθανε και έτσι έμεινεν ο μόνος από την μητέρα, που τους είχε γεννήσει. Ο πατήρ μας τον ηγάπησε και τον αγαπά ιδιαιτέρως. 20 Καὶ ἐμεῖς ἀπαντήσαμε εἰς σὲ τὸν κύριόν μας· «ἔχομεν πατέρα, ἕνα γέροντα, καὶ ἕνα ἄλλον ἀδελφὸν μικρότερον, ποὺ εἶναι παιδὶ τῶν γηρατειῶν του· ὁ ἀδελφός (ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα) τοῦ μικροτέρου ἀδελφοῦ μας ἀπέθανε καὶ ἀπέμεινε αὐτὸς μόνος ἀπὸ τὴν μητέρα ποὺ τὸν ἐγέννησε· διὰ τοῦτο καὶ ὁ πατέρας μας τὸν ἀγάπησε ἰδιαιτέρως).
21 εἶπας δὲ τοῖς παισί σου· καταγάγετε αὐτὸν πρός με, καὶ ἐπιμελοῦμαι αὐτοῦ. 21 Συ είπες στους δούλους σου· Φέρετε αυτόν τον νεώτερον αδελφόν προς εμέ και μη φοβηθήτε, διότι εγώ θα φροντίσω δι' αυτόν. 21 Ὅταν σοῦ εἴπαμεν αὐτά, σὺ ἀπεκρίθης εἰς ἐμᾶς τοὺς δούλους σου· «φέρτε τὸν μικρότερον αὐτὸν ἀδελφόν σας εἰς ἐμὲ νὰ τὸν ἰδῶ, καὶ ἐγώ μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν θὰ φροντίσω δι’ αὐτόν».
22 καὶ εἴπαμεν τῷ κυρίῳ· οὐ δυνήσεται τὸ παιδίον καταλιπεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ· ἐὰν δὲ καταλίπῃ τὸν πατέρα, ἀποθανεῖται. 22 Είπαμεν ημείς προς τον κύριον μας· Δεν είναι δυνατόν, αυτό το παιδί να εγκαταλείψη τον πατέρα του· εάν και τον εγκαταλείψη, εκείνος θα αποθάνη. 22 Ἐμεῖς ἀπαντήσαμε τότε εἰς σὲ τὸν κύριόν μας· «δὲν θὰ ἠμπορέσῃ τὸ παιδὶ νὰ ἀφήσῃ τὸν πατέρα του· ἐὰν δὲ τὸν ἀφήσῃ, ὁ πατέρας θὰ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν λύπην του».
23 σὺ δὲ εἶπας τοῖς παισί σου· ἐὰν μὴ καταβῇ ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν ὁ νεώτερος μεθ᾿ ὑμῶν, οὐ προσθήσεσθε ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου. 23 Συ δε είπες εις ημάς τους δούλους σου· Εάν δεν έλθη ο νεώτερος αδελφός σας μαζή σας, δεν πρόκειται να ίδετε ποτέ το πρόσωπόν μου και να πάρετε τροφάς από την Αίγυπτον. 23 Σὺ δὲ ἀπεκρίθης εἰς ἡμᾶς τοὺς δούλους σου· «ἐὰν δὲν ἔλθῃ μαζί σας ὁ μικρότερος ἀδελφός σας, μὴ τολμήσετε νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρός μου ἄλλην φοράν».
24 ἐγένετο δὲ ἡνίκα ἀνέβημεν πρὸς τὸν παῖδά σου πατέρα ἡμῶν, ἀπηγγείλαμεν αὐτῷ τὰ ρήματα τοῦ κυρίου ἡμῶν. 24 Οταν λοιπόν μετέβημεν στον πατέρα μας, τον δούλον σου, του ανεφέραμεν τα λόγια του κυρίου μας. 24 Ὅταν λοιπὸν ἐπεστρέψαμεν εἰς τὴν Χαναὰν κοντὰ εἰς τὸν πατέρα μας, τὸν δοῦλον σου, τοῦ διηγηθήκαμε ὅσα σὺ ὁ κύριος μας μᾶς εἶπες.
25 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ ἡμῶν· βαδίσατε πάλιν καὶ ἀγοράσατε ἡμῖν μικρὰ βρώματα. 25 Οταν αι τροφαί ετελείωσαν, ο πατήρ μας είπε· Πηγαίνετε πάλιν εις την Αίγυπτον και αγοράσατε δι' όλους μας ολίγας τροφάς. 25 Ὅταν δὲ τὰ τρόφιμα, ποὺ ἐφέραμεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἐξηντλήθησαν, μᾶς εἶπεν ὁ πατέρας μας· «πηγαίνετε πάλιν πίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἀγοράσατε ὀλίγα τρόφιμα».
26 ἡμεῖς δέ εἴπομεν· οὐ δυνησόμεθα καταβῆναι. ἀλλ᾿ εἰ μὲν ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν ὁ νεώτερος καταβαίνει μεθ᾿ ἡμῶν, καταβησόμεθα· οὐ γὰρ δυνησόμεθα ἰδεῖν τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν τοῦ νεωτέρου μὴ ὄντος μεθ᾿ ἡμῶν. 26 Ημείς όμως του απαντήσαμεν· Είναι αδύνατον να μεταβώμεν εις την Αίγυπτον, εκτός εάν έλθη μαζή μας και ο νεώτερος αδελφός μας. Τοτε θα μεταβώμεν. Διότι δεν θα ημπορέσωμεν να παρουσιασθώμεν ενώπιον του άρχοντος της Αιγύπτου, εάν ο νεώτερος αδελφός μας δεν είναι μαζή μας. 26 Ὅμως ἐμεῖς τοῦ ἀπαντήσαμε τότε: «Δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν Αἴγυπτον· μόνον ἐὰν ἔλθῃ μαζί μας καὶ ὁ ἀδελφός μας ὁ νεώτερος, τότε θὰ μεταβῶμεν. Διότι ἐὰν ὁὃ νεώτερος ἀδελφός μας δὲν εἶναι μαζί μας, δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ παρουσιασθῶμεν ἐμπρὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, τὸν ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου».
27 εἶπε δὲ ὁ παῖς σου, ὁ πατὴρ ἡμῶν πρὸς ἡμᾶς· ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι δύο ἔτεκέ μοι ἡ γυνή· 27 Ο πατήρ μας, ο δούλος σου, μας είπε· Γνωρίζετε και σεις ότι δύο παιδιά μου εγέννησεν η σύζυγός μου η Ραχήλ. 27 Καὶ ὁ δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, μᾶς εἶπε: «Γνωρίζετε ὅτι ἡ σύζυγός μου (ἡ Ραχὴλ) μοῦ ἐγέννησε μόνον δύο υἱούς·
28 καὶ ἐξῆλθεν ὁ εἷς ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ εἴπατε ὅτι θηριόβρωτος γέγονε, καὶ οὐκ εἶδον αὐτὸν ἄχρι νῦν· 28 Ο ένας από αυτούς έφυγεν από το σπίτι, δια να έλθη εις συνάντησίν σας και μου είπατε ότι άγριον θηρίον τον κατέφαγε. Δεν τον ξαναείδα πλέον μέχρις αυτής της στιγμής. 28 καὶ ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔφυγεν ἀπὸ κοντά μου διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὰ χωράφια καὶ μοῦ εἴπατε, ὅτι τὸν κατεσπάραξε καὶ τὸν ἔφαγεν ἄγριον θηρίον· καὶ ἀπὸ τότε δὲν τὸν εἶδα πλέον.
29 ἐὰν οὖν λάβητε καὶ τοῦτον ἐκ τοῦ προσώπου μου καὶ συμβῇ αὐτῷ μαλακία ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ κατάξετέ μου τὸ γῆρας μετὰ λύπης εἰς ᾅδου. 29 Εάν λοιπόν πάρετε και τούτον από κοντά μου και του συμβή στον δρόμον κάποιο δυστύχημα, θα κρημνίσετε τα γεράματά μου βαθύτατα λυπημένα στον άδην. 29 Ἐὰν λοιπὸν πάρετε καὶ τοῦτον (τὸν Βενιαμὶν) ἀπὸ κοντά μου καὶ τοῦ συμβῇ κανένα κακὸν εἰς τὸν δρόμον, καθὼς θὰ ταξιδεύετε πρὸς τὴν Αἴγυπτον, θὰ χάσω τὴν παρηγορίαν, ποὺ μοῦ δίδει εἰς τὰ γηρατειά μου ἡ παρουσία του· ἔτσι θὰ μὲ στείλετε θλιμμένον καὶ καταλυπημένον εἰς τὸν Ἅδην».
30 νῦν οὖν ἐὰν εἰσπορεύωμαι πρὸς τὸν παῖδά σου, πατέρα δὲ ἡμῶν, καὶ τὸ παιδίον μὴ ᾖ μεθ᾿ ἡμῶν, ἡ δὲ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς, 30 Κυριε, εάν λοιπόν τώρα μεταβώ και παρουσιασθώ προς τον πατέρα μας, τον δούλον σου, το δε παιδίον τούτο δεν είναι μαζή μας, εφ' όσον η ζωή του πατρός μας κρέμαται από την ψυχήν του παιδιού, 30 Καὶ ὁ Ἰούδας συνέχισε: «Ἐὰν λοιπὸν ἐπιστρέψω· καὶ παρουσιασθῶ εἰς τὸν δοῦλον σου καὶ πατέρα μας, καὶ τὸ παιδί (ὁ Βενιαμίν) δὲν εἶναι μαζί μας, ἐφ’ ὅσον τὸν ἀγαπᾷ πολὺ καὶ τοῦ ἔχει τόσην ἀδυναμίαν, ὥστε ἡ ζωή του νὰ ἐξαρτᾶται καὶ νὰ κρέμεται ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ,
31 καὶ ἔσται ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν μὴ ὂν τὸ παιδίον μεθ᾿ ἡμῶν, τελευτήσει, καὶ κατάξουσιν οἱ παῖδές σου τὸ γῆρας τοῦ παιδός σου, πατρὸς δὲ ἡμῶν, μετὰ λύπης εἰς ᾅδου. 31 θα συμβή τούτο· όταν ο πατήρ μας ίδη ότι το νεώτερον τούτο παιδί δεν είναι μαζή μας, θα αποθάνη αμέσως. Και έτσι ημείς οι δούλοι σου θα κρημνίσωμεν τα γεράματα του πατρός μας βαθύτατα λυπημένα στον άδην. 31 ὅταν μᾶς ἰδῇ χωρὶς τὸ παιδί, θὰ ἀποθάνῃ ἀμέσως. Καὶ τότε ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου θὰ στείλωμεν τὸν γέροντα δοῦλον σου καὶ πατέρα μας θλιμμένον καὶ καταλυπημένον εἰς τὸν Ἅδην.
32 ὁ γὰρ παῖς σου παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκδέδεκται τὸ παιδίον λέγων· ἐὰν μὴ ἀγάγω αὐτὸν πρὸς σὲ καὶ στήσω αὐτὸν ἐνώπιόν σου, ἡμαρτηκὼς ἔσομαι εἰς τὸν πατέρα πάσας τάς ἡμέρας. 32 Εγώ δε ο δούλος σου ανέλαβον υπ' ευθύνήν μου το παιδίον λέγων προς αυτόν· εάν δεν επαναφέρω σώον και παρουσιάσω ενώπιόν σου τούτο, θα έχω διαπράξει βαρύτατον αμάρτημα ενώπιον του πατρός μου δι' όλας τας ημέρας της ζωής μου. 32 Διότι ἑγώ, ὁ δοῦλος σου, ἀνέλαβα ὑπὸ τὴν προστασίαν μου τὸ παιδὶ καὶ ἔδωσα ρητὴν ὑπόσχεσιν εἰς τὸν πατέρα μου. Τοῦ εἶπα· «ἐὰν δεν τὸν φέρω πίσω σῶον καὶ ἀσφαλῆ καὶ ἐὰν δὲν τὸν παρουσιάσω ἐμπρός σου, τότε θὰ εἶμαι ἔνοχος ἐνώπιόν σου μεγάλης ἀμαρτίας εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν.
33 νῦν οὖν παραμενῶ σοι παῖς ἀντὶ τοῦ παιδίου, οἰκέτης τοῦ κυρίου· τὸ δὲ παιδίον ἀναβήτω μετὰ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ. 33 Τωρα λοιπόν, θα μείνω εγώ δούλος σου αντί του παιδίου, ισόβιος ιδικός σου υπηρέτης. Το δε παιδίον τούτο ας επιστρέψη προς τον πατέρα μας μαζή με τους αδελφούς του. 33 Αὐτὲς τὶς ὑποσχέσεις ἔδωσα εἰς τὸν πατέρα μου, διὰ νὰ ἠμπορέσω νὰ φέρω τὸ παιδὶ κοντά σου καὶ νὰ ἰκανοποιήσω τὴν ἐπιθυμίαν σου καὶ νὰ σοῦ ἀποδείξω, ὅτι εἴπαμε τὴν ἀλήθειαν. Τώρα λοιπὸν σὲ παρακαλῶ, κύριε, νὰ μείνω ἐγὼ ἐδῶ εἰς ὅλην μου τὴν ζωὴν ὡς δοῦλος ἰδικός σου, ἀντὶ τοῦ παιδίου· σκλάβος σοῦ, τοῦ κυρίου μου· τὸ δὲ παιδί (ὁ Βενιαμὶν) νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Χαναὰν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του.
34 πῶς γὰρ ἀναβήσομαι πρὸς τὸν πατέρα, τοῦ παιδίου μὴ ὄντος μεθ᾿ ἡμῶν; ἵνα μὴ ἴδω τὰ κακά, ἃ εὑρήσει τὸν πατέρα μου. 34 Διότι πως είναι δυνατόν και νοητόν να επιστρέψω προς τον πατέρα μας, χωρίς να είναι μαζή μας τούτο το παιδίον; Δεν θα επιστρέψω εις την χώραν μας, δια να μη ίδω τα δεινά, που θα εύρουν τον πατέρα μου”. 34 Διότι πῶς ἠμπορῶ νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸν πατέρα μας χωρὶς νὰ εἶναι μαζί μας καὶ τὸ παιδί; Χωρὶς τὸν Βενιαμὶν δὲν θέλω νὰ γυρίσω πίσω· προτιμῶ νὰ μείνω ἐδῶ, διότι φοβοῦμαι νὰ ἴδω τὴν ἀγωνίαν καὶ τὶς συμφορές, ποὺ θὰ κτυπήσουν τὸν γέροντα πατέρα μου».